Ελευθεροτυπία (24 Φεβρουαρίου 1987)


Η αριστερά σε αδιέξοδο

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ


 

Τον τελευταίο καιρό είναι συχνές οι συζητήσεις για το μέλλον της αριστεράς, τόσο στον Ευρωπαϊκό χώρο όσο και στον Ελληνικό.[1] Το συμπέρασμα στο οποίο συνήθως καταλήγουν παρόμοιες συζητήσεις είναι ότι η αριστερά βρίσκεται σε αδιέξοδο, χωρίς καμιά στρατηγική, ενώ μερικοί μιλούν ακόμα και για το τέλος του σοσιαλισμού. Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσω να δείξω ότι είναι ένα τμήμα της αριστερός ―αυτό που γαλουχήθηκε στους κόλπους της βιομηχανικής κοινωνίας― που βρίσκεται σε αδιέξοδο και ότι είναι η παραδοσιακή έννοια του σοσιαλισμού που πράγματι έχει χρεωκοπήσει. Θα πρέπει όμως να ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι ο ορισμός της παραδοσιακής αριστεράς που χρησιμοποιώ εδώ είναι σημαντικά ευρύτερος από τον συνηθισμένο ορισμό της νεο-μαρξιστικής αριστεράς. Θα κατατάξω στο χώρο της παραδοσιακής αριστεράς το τμήμα εκείνο που επικεντρώνει την ανάλυση, το πρόγραμμα και τη στρατηγική του στην οικονομική σφαίρα και εκφράζεται πολιτικά από τα σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα και οργανώσεις παλιού και νέου τύπου. 

Αν υποτεθεί ότι οι οργανώσεις της παραδοσιακής αριστεράς εξαντλούσαν τον χώρο της αριστεράς την περίοδο της βιομηχανικής κοινωνίας, τόσο αριθμητικά όσο και ποιοτικά, με τον δυναμισμό τους και τη καθολικότητα που χαρακτήριζε τον αγώνα τους (με την έννοια ότι εξέφραζαν το «γενικό συμφέρον»), σίγουρα δεν συμβαίνει το ίδιο στη σημερινή περίοδο της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Τα τελευταία 10-15 χρόνια, το κενό στο χώρο της Ευρωπαϊκής αριστεράς που δημιουργεί η μετακίνηση οπαδών της παραδοσιακής αριστεράς προς τον συντηρητισμό αναπληρώνουν, με ταχύ ρυθμό, κοινωνικές ομάδες που οι αγώνες τους δεν είναι συνδεδεμένοι με τη παραγωγή ή προσδιορίζονται έστω «σε τελική ανάλυση» από την οικονομική σφαίρα, π.χ. το κίνημα των Πράσινων, το αντι-πυρηνικό κίνημα, το κίνημα των γυναικών, το αυτο-διαχειριστικό κίνημα, το αντι-εξουσιαστικό κίνημα κ.λπ. Ποιοτικά, επίσης, τα νέα κινήματα παίζουν ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, τόσο με την έννοια ότι το δυναμικό στοιχείο στην Ευρωπαϊκή αριστερά σήμερα δεν είναι πια η παθητικοποιημένη εργατική τάξη (που δεν βρήκε τη δύναμη ν’ αντιδράσει ούτε στη εσκεμμένη πολιτική μαζικής ανεργίας που εισήγαγε η Νέα Δεξιά για να ξεπεράσει την οικονομική κρίση) όσο και με την έννοια ότι η σύνθεση των κινημάτων αυτών εκφράζει σήμερα το γενικό συμφέρον, σε αντίθεση με το εργατικό κίνημα και την παραδοσιακή αριστερά που εκφράζουν το μερικό συμφέρον, το οποίο προσδιορίζεται τελικά από τις σχέσεις παραγωγής. 

Δεν είναι επομένως η έλλειψη στρατηγικής και προγράμματος που μερικοποιεί το χαρακτήρα του αγώνα της παραδοσιακής αριστεράς, αλλά η εξάντληση, στη σημερινή ιστορική φάση, του σοσιαλιστικού «προτάγματος» που την χαρακτηρίζει. Στα πλαίσια ιδιαίτερα της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής αλλά και οικολογικής, κοινωνικής και τρόπου ζωής) πλατιά κοινωνικά στρώματα καθημερινά συνειδητοποιούν τα όρια του παραδοσιακού προτάγματος και κυρίως ότι η οικονομική εκμετάλλευση και κυριαρχία αποτελεί μόνο μια μορφή κυριαρχίας που δεν εξαντλεί, ούτε μπορεί να εξηγήσει πάντα, ακόμα και «σε τελική ανάλυση» τις άλλες μορφές κυριαρχίας: τη πατριαρχική κυριαρχία, την οικο-καταστροφική κυριαρχία πάνω στη φύση, την ιδεολογική κυριαρχία κ.λπ. Έτσι, οι αγώνες των νέων κινημάτων της αριστεράς, εκφράζοντας αυτό το συνειδησιακό επίπεδο, όχι μόνο συνιστούν αγώνες εναντίον της αλλοτρίωσης, όπως αυτή εμφανίζεται σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής (και όχι μόνο στη παραγωγή) αλλά και τοποθετούν την έξοδο από την κρίση, ρητά ή σιωπηρά, έξω από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, σε μια κοινωνία αυτο-καθορισμού. 

Γενικά, οι λόγοι που κατά τη γνώμη μου μπορούν να εξηγήσουν τη φθίνουσα επιρροή της παραδοσιακής αριστεράς ανάγονται σε «αντικειμενικούς» και «υποκειμενικούς» παράγοντες. Οι αντικειμενικοί παράγοντες έχουν σχέση με δομικές μεταβολές στο καπιταλιστικό σύστημα τα τελευταία 40 χρόνια που οδήγησαν : 

  • πρώτον, στην εξάντληση του προγράμματος της παραδοσιακής αριστεράς, εξάντληση που ήταν αναπόφευκτη αφότου η βιομηχανική κοινωνία, στη μεταπολεμική φάση της ωριμότητας της, κατόρθωσε να ικανοποιήσει τα κυριότερα αιτήματα της παραδοσιακής αριστεράς που ανάγονταν στην οικονομική σφαίρα (κράτος-πρόνοιας, βελτίωση συνθηκών εργασίας, σημαντική άνοδος της υλικής ευημερίας των εργαζομένων κ.λπ.) 
  • δεύτερον, στην αριθμητική συρρίκνωση της εργατικής τάξης που φέρνει η άνοδος της μετα-βιομηχανικης κοινωνίας. 

Οι υποκειμενικοί παράγοντες αναφέρονται όχι μόνο στη συνειδητοποίηση των ορίων της παραδοσιακής αριστεράς που ανάφερα αλλά και στην αποτυχία των κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κινημάτων να θέσουν τις βάσεις για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Η κυρίαρχη ορθολογική αντίληψη, από τον 18ο αιώνα και μετά, που εξέφραζαν τα κινήματα αυτά ήταν ότι αρκεί η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και η αλλαγή της οικονομικής δομής για τη δημιουργία της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η κατάληψη όμως της εξουσίας από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη δύση και από κομμουνιστικά κόμματα στην ανατολή δεν οδήγησε πουθενά στη θεμελίωση των βάσεων για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Αντίθετα, όσον αφορά τα δυτικά σοσιαλδημοκρατικά κινήματα, ήδη βλέπουν να κατεδαφίζονται ακόμη και τα μεταπολεμικά δημιουργήματά τους που έδιναν την εικόνα κάποιας αλλαγής. Μια κατεδάφιση, στην οποία τα ίδια τα κινήματα αυτά παίζουν βασικό ρόλο. Στην Αγγλία. για παράδειγμα, η διαδικασία της υπονόμευσης του κράτους-πρόνοιας άρχισε στη διάρκεια της τελευταίας εργατικής διακυβέρνησης. Η Θάτσερ απλώς οδήγησε τη διαδικασία αυτή στη λογική της κατάληξη. Από τη μεριά του, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» έδειχνε καθαρά ότι η κυριαρχία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο δεν είναι μόνο θέμα οικονομικής δομής. Η αποτυχία της Κινέζικης πολιτιστικής επανάστασης στη δεκαετία του 1970 αποτέλεσε το επιστέγασμα της «κρίσης του μαρξισμού» στη πράξη και λειτούργησε ως συνειδησιακός καταλύτης σε πλατιά στρώματα ριζοσπαστικοποιημένων νέων στη δυτική Ευρώπη. 

Η «κρίση του μαρξισμού» αναπόφευκτα πήρε και θεωρητικές διαστάσεις. Τα τελευταία 10-15 χρόνια θεμελιακές αρχές του μαρξισμού τέθηκαν υπό αμφισβήτηση και κριτική: η ύπαρξη μιας «γενικής θεωρίας» της Ιστορίας και της κοινωνίας, η ύπαρξη μεθοδολογικών κατηγοριών για την ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας που ξεπερνούν χωρο-χρονικούς περιορισμούς και ειδικότερα η ύπαρξη μιας γενικής θεωρίας των τρόπων παραγωγής, η ύπαρξη μιας αναγκαστικής αντιστοιχίας μεταξύ οικονομικών τάξεων και κοινωνικών δυνάμεων που διαρθρώνονται στον πολιτικό και κοινωνικό αγώνα κ.λπ. Ακόμα αντικείμενο σοβαρής κριτικής, από τ’ αριστερά πάντα, αποτέλεσε η ουσιαστική έλλειψη θεωρητικών εργαλείων στον μαρξισμό για την ανάλυση των πολιτικών, ιδεολογικών και οργανωτικών διαδικασιών που γεννούν σχέσεις εξουσίας και υποταγής, για την ανάλυση των οικολογικών επιπτώσεων της παραγωγής, για την ανάλυση των συγκεκριμένων δομών και μηχανισμών ιδεολογικής κυριαρχίας κ.α. 

Το κυριότερο όμως στοιχείο της ιδεολογίας της παραδοσιακής αριστεράς που αποτέλεσε στόχο κριτικής από σημαντικά τμήματα των νέων κινημάτων ήταν η αντίληψη της Προόδου, πάνω στην οποία στηρίζει την προβληματική της. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, που ιστορικά ανάγεται στην άνοδο της βιομηχανικής κοινωνίας και τη σχεδόν ταυτόχρονη αντικατάσταση της θρησκείας από την επιστήμη ως της κυρίαρχης κοσμοθεωρίας, η Πρόοδος ταυτίζεται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τον οικονομικό ορθολογισμό. Η αντίληψη αυτή της Προόδου, όχι μόνο είναι υπεύθυνη για την παρούσα οικολογική καταστροφή, αλλά και βρίσκεται σε διαμετρική αντίθεση με την εναλλακτική αντίληψη της Προόδου που ανατέλλει στη σημερινή μεταβιομηχανική κοινωνία. Σύμφωνα με την εναλλακτική αντίληψη, η Πρόοδος μετριέται με τον βαθμό διαφοροποίησης μέσα στη κοινωνία, τη ποιότητα και την ποικιλία, σε αντίθεση με την απλοποίηση και τη μηχανική τυποποίηση που συνεπάγεται ο ποσοτικός ορισμός της Προόδου. 

Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι η παραδοσιακή αντίληψη της Προόδου οδηγεί σε εσφαλμένες εκτιμήσεις για τον χαρακτήρα του σημερινού τεχνολογικού ορθολογισμού. Ο οικονομικός ορθολογισμός στ’ αναπτυγμένα καπιταλιστικά κέντρα, που είναι υπεύθυνος για την οικονομική εξαθλίωση της μόνιμης ανεργίας και υπο-απασχόλησης μεγάλου τμήματος του ενεργού πληθυσμού, στα πλαίσια της παραδοσιακής προβληματικής, θεωρείται «προοδευτικός» επειδή αποτελεί προϋπόθεση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Δηλαδή, ακόμη και η «δυαδική κοινωνία» που συνεπάγεται ο σημερινός οικονομικός ορθολογισμός, όπου η «κοινωνία» (δηλαδή η πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού που κατέχει θέσεις μόνιμης εργασίας), συντηρεί το υπόλοιπο τμήμα που είναι μόνιμα άνεργο ή υπο-απασχολούμενο, θεωρείται θετικό βήμα στη διαδικασία θεμελίωσης της υλικής βάσης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Και είναι φυσικά αφελής αλλά και αντιφατικός, στα πλαίσια της προβληματικής αυτής, ο ισχυρισμός της παραδοσιακής αριστεράς ότι μέτρα όπως η θεσμοποίηση της πρακτικής «μοιράσματος των δουλειών» χωρίς μείωση αποδοχών θα έλυνε το πρόβλημα της ανεργίας που συνεπάγεται ο οικονομικός ορθολογισμός. Είναι φανερό ότι παρόμοια μέτρα δεν θα γινόντουσαν ποτέ δεκτά από το κεφάλαιο, λόγω της δραστικής μείωσης στη παραγωγικότητα που συνεπάγονται. 

Το σημερινό δίλημμα επομένως δεν είναι μεταξύ ενός οικονομικού ορθολογισμού που παίρνει σοβαρά υπόψη τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των εργαζομένων και ενός άλλου που ενδιαφέρεται μόνο για τα συμφέροντα μερικών προνομιούχων.[2] Η σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι απλώς θέμα αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου που δημιούργησε ο καπιταλισμός. Είναι πρωταρχικά θέμα τρόπου παραγωγής του κοινωνικού πλούτου. Με αλλά λόγια, η τεχνολογία δεν είναι κάτι το «ουδέτερο», όπως συνήθως υποθέτει η παραδοσιακή αριστερά και υλοποιεί στη πράξη του ο «υπαρκτός». Η αντίληψη αυτή της ουδετερότητας της τεχνολογίας (που συνεπάγεται ότι η μεταβολή στη τεχνολογική δομή θεωρείται μέσον και όχι σκοπός καθεαυτός στην διαδικασία που οδηγεί στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό), παραγνωρίζει το γεγονός ότι η τεχνολογία είναι μια σχέση δύναμης που εκφράζει πάντα συγκεκριμένες κοινωνικές δομές και σχέσεις. Αυτό δηλαδή που αποτελεί οικονομικό ορθολόγισμό στο σημερινό καπιταλισμό αποτελεί την έκφραση συγκεκριμένων επιλογών από τις κοινωνικές ομάδες που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και τους μηχανισμούς επιλογής ανάμεσα στις διαθέσιμες η δυνητικές τεχνικές. Γι’ αυτό, άλλωστε, και αποτελεί βασικό αίτημα των νέων κινημάτων σήμερα η μεταβολή της τεχνολογικής βάσης για την παραγωγή κοινωνικού πλούτου και η επιλογή νέων τεχνικών που θα αποκεντρώνουν τον καταμερισμό εργασίας, χωρίς να καταστρέφουν το περιβάλλον και να καταδικάζουν τμήμα του ενεργού πληθυσμού σε μόνιμη ανεργία/υπο-απασχόληση. Ένα θεσμικό πλαίσιο που θα στηρίζονταν στην εναλλακτική έννοια της Προόδου που ανάφερα θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία και εφαρμογή παρόμοιων τεχνικών. 

Η στρατηγική, λοιπόν, της αριστεράς, όπως προτείνει σε πρόσφατο άρθρο του στέλεχος των Πράσινων,[3] θα πρέπει ν’ αναγνωρίζει τη νέα κοινωνική πραγματικότητα που γεννιέται σήμερα και να βασισθεί σε μια πλατιά συμμαχία των ανέργων και των εργαζομένων (που απειλούνται με ανεργία, σαν συνέπεια του «οικονομικού ορθολογισμού»), των γυναικείων κινημάτων, των Πράσινων, των αντι-πυρηνικών, των αυτο-διαχειριστικών κινημάτων κ.λπ. Μια παρόμοια συμμαχία θα πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της ισοτιμίας των κινημάτων που συμμετέχουν, όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει καμιά «ιεραρχία των αντιφάσεων» (μια και η οικολογική κρίση, για παράδειγμα, δεν είναι λιγότερο σημαντική η επείγουσα από την οικονομική) αλλά και γιατί τα σύγχρονα κινήματα στη σύνθεση τους εκφράζουν τον πλουραλισμό στη σκέψη και τη πράξη που ακριβώς τα διαφοροποιεί από τη παραδοσιακή αριστερά, της μονής σχέσης αιτίου και αιτιατού. Η συνειδητοποίηση από τα κινήματα αυτά του γεγονότος ότι κανένα από μόνο του δεν εκφράζει τον καθολικό χαρακτήρα της σημερινής κρίσης θα μπορούσε να τα ενώσει σε ένα συναινετικό πρόγραμμα του οποίου η συνισταμένη, από τη μια μεριά θα φανέρωνε τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της κρίσης και από την άλλη θα διατύπωνε μια έννοια της Προόδου που θα εξέφραζε τις κοινωνικές και οικολογικές ανάγκες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. 

Τέλος, η συμμαχία αυτή θα πρέπει να υλοποιεί μορφές οργάνωσης που ξεπερνούν τις ιεραρχικές δομές των εργατικών συνδικάτων και των κομμάτων της παραδοσιακής αριστεράς. Μόνο η ρεαλιστική προβολή ενός διαφορετικού τρόπου κοινωνικής οργάνωσης θα μπορούσε, ίσως, να συγκρατήσει την κατολίσθηση στον συντηρητισμό και την απάθεια στην οποία σπρώχνει η μεταβιομηχανική κοινωνία. Το δίλημμα για τη γενιά του 21ου αιώνα είναι: ή να πάρει τη σκυτάλη από τις παραδοσιακές δυνάμεις της αριστεράς και να προχωρήσει στη θεμελίωση ενός νέου βαθύτερου σοσιαλισμού, μιας νέας οικονομικής, οικολογικής και δημοκρατικής τάξης που αποκλείει κάθε μορφή κυριαρχίας και εξάρτησης, ή να βυθιστεί στον Μεσαίωνα του καπιταλισμού στον οποίο οδηγεί σήμερα η «φιλελεύθερη» Νέα Δεξιά. 


 


[1] Βλ. για παράδειγμα τη πρόσφατη έρευνα στο Βήμα της Κυριακής με τίτλο, «Που βαδίζει η αριστερά;» 

[2] Ν. Μουζέλης, Το Βήμα της Κυριακής (23/11/1986). 

[3] F.O.Wolf, "Eco-socialist transition on the threshold of the 21st century", New Left Review (Ιούλης-Αυγουστος 1986)