Ελευθεροτυπία (25 Μαίου 1996)
Στη Γερμανία αρχίζει το τέλος της «κοινωνικής» αγοράς
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Τα πρόσφατα μέτρα που ανακοίνωσε η Γερμανική κυβέρνηση για την «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας και τον περιορισμό του κράτους-πρόνοιας, που οδήγησαν στην σημερινή εργατική έκρηξη, δεν είναι απλώς μια απόπειρα για την επίτευξη των στόχων του Μάαστριχτ (Maastricht). Τα μέτρα αυτά σηματοδοτούν κάτι πολύ βαθύτερο: την οριστική κατάρρευση των ονείρων των Ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής «κοινωνικής» οικονομίας της αγοράς, κατά το Γερμανικό πρότυπο. Μέχρι πριν από λίγο καιρό, δεν υπήρχε σοσιαλδημοκράτης σεβόμενος τον εαυτό του που δεν αναφερόταν στην θεωρία ότι ο καπιταλισμός δεν είναι μονολιθική δομή[1] αλλά ότι έχουν αναδυθεί δυο βασικά μοντέλα, το Αγγλο-σαξωνικό μοντέλο του άκρατου φιλελευθερισμού και το Γερμανικό μοντέλο της «κοινωνικής» αγοράς.
Έτσι, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, στη μεταπολεμική περίοδο είχε δημιουργηθεί στη Γερμανία μια μορφή της οικονομίας της αγοράς όπου ο πληθυσμός στο σύνολο του μετείχε στα οφέλη της ανάπτυξης ανάλογα με την συμβολή του καθενός στη παραγωγή. Κεντρικό στοιχείο αυτού του τύπου καπιταλισμού ήταν οι κοινωνικοί έλεγχοι πάνω στην αγορά εργασίας (περιορισμοί στο δικαίωμα απόλυσης, στους όρους εργασίας κ.λπ.) αντί για την απελευθερωμένη και απορυθμισμένη αγορά εργασίας των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Με δεδομένη την οικονομική επιτυχία της Γερμανίας στη μεταπολεμική περίοδο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας, το συμπέρασμα που συναγόταν εύκολα από την ανάλυση αυτή ήταν ότι το Γερμανικό μοντέλο υπερέχει όχι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικά έναντι του Αγγλοσαξωνικού.
Σήμερα όμως είναι πια φανερό ότι στον σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ του Αγγλοσαξωνικού και του Γερμανικού μοντέλου ήδη επικρατεί το πρώτο. Και αυτό δεν είναι βέβαια εκπληκτικό, αν πάρουμε υπόψη ότι το Γερμανικό μοντέλο δεν δημιουργήθηκε στις συνθήκες της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όπως το Αγγλοσαξωνικό, αλλά αποτελεί βασικά κατάλοιπο της περιόδου έντονου κρατικού παρεμβατισμού που χαρακτήριζε όλη τη Δύση το πρώτο τέταρτο αιώνα μετά το τέλος του πολέμου. Η συνέπεια ήταν ότι όταν η «αγοραιοποίηση» της οικονομίας της αγοράς (δηλ. η απελευθέρωση αγορών, απορυθμίσεις κ.λπ.) εντάθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας μας, το Γερμανικό μοντέλο άρχισε να καταρρέει κάνοντας σαφές ότι δεν είναι δυνατή η επιβίωση κανενός εθνικού καπιταλιστικού μοντέλου που δεν έχει «εναρμονίσει» τους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στην οικονομία της αγοράς (κυρίως τους ελέγχους στην αγορά εργασίας και το κράτος πρόνοιας) με αυτούς των ανταγωνιστριών χωρών.
Σαφής ένδειξη της κατάρρευσης είναι το γεγονός ότι το Γερμανικό μοντέλο ήδη εισήλθε σε περίοδο κρίσης, όπως δείχνει η φυγή κεφαλαίου και η έκρηξη της ανεργίας. Όμως τα φαινόμενα αυτά είναι απλώς τα συμπτώματα της κρίσης. Η θεμελιακή αιτία είναι ακριβώς ο κοινωνικός χαρακτήρας της αγοράς που είχε οδηγήσει σε μια ανεπαρκή απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το κόστος ανά μονάδα εργασίας στη Γερμανική βιομηχανία ήταν το υψηλότερο στον κόσμο το 1993, 50% ψηλότερο από αυτό των ΗΠΑ και Ιαπωνίας, διπλό από το Βρετανικό, πενταπλάσιο των «Ασιατικών Τίγρεων» και 46 φορές ψηλότερο από το Κινεζικό ή το Ρωσικό![2] Παράλληλα, η παραγωγικότητα στις αρχές της δεκαετίας έπεφτε πολύ ταχύτερα από τους μισθούς χειροτερεύοντας ακόμη περισσότερο τη Γερμανική ανταγωνιστικότητα, πράγμα που επηρέασε αρνητικά τόσο τις εξαγωγές όσο και τις ξένες επενδύσεις. Χαρακτηριστικά, το Γερμανικό μερίδιο στις παγκόσμιες εξαγωγές έπεσε κατά 12% τα τέσσερα πρώτα χρόνια της δεκαετίας[3]. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι Γερμανικές επενδύσεις στο εξωτερικό αυτή τη δεκαετία ήταν πενταπλάσιες από τις ξένες επενδύσεις στη Γερμάνια, ενώ η μετακίνηση κεφαλαίου σε χώρες με φθηνότερο εργατικό κόστος έχει εξαφανίσει 1 εκ. δουλειές από το 1991[4]. Η συνέπεια είναι ότι η ανεργία στη Γερμάνια αυξήθηκε κατά 50% τα τελευταία 3 χρόνια ενώ στις ΗΠΑ την ίδια περίοδο «μειώθηκε» κατά 25%. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι το Αγγλοσαξωνικό μοντέλο έλυσε το πρόβλημα της ανεργίας, εφόσον οι περισσότερες δουλειές που δημιουργεί είναι είτε χαμηλόμισθες, είτε μερικής και ευκαιριακής απασχόλησης.
Εντούτοις, οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, αντιμέτωποι με το γεγονός ότι η υιοθέτηση της «κοινωνικής αγοράς» στο εθνικό επίπεδο δεν είναι πια δυνατή, προτείνουν σήμερα τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής κοινωνικής αγοράς. Η θέση αυτή στηρίζεται στο επιχείρημα ότι οι χώρες της Ε.Ε. έχουν τη συλλογική δύναμη να ρυθμίζουν τις χρηματαγορές, να ελέγχουν την ροή κεφαλαίου και να επιβάλλουν τον σεβασμό κοινών κοινωνικών δικαιωμάτων και περιβαλλοντικών στανταρς στις πολυεθνικές, έτσι ώστε να θεμελιωθεί ένας "άλλος" καπιταλισμός[5].
Είναι όμως φανερό ότι τα άλλα δυο μέλη της Τριάδας (ΗΠΑ και Ιαπωνία), με την σχεδόν μηδαμινή σοσιαλδημοκρατική παράδοση που τις διακρίνει, δεν έχουν κανένα κίνητρο, ούτε πίεση από τα εκλογικά τους σώματα, να συμφωνήσουν σε παρόμοιους κοινωνικούς ελέγχους της αγοράς που θα τις στερήσουν από ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της Ευρωπαϊκής και ιδιαίτερα της Γερμανικής βιομηχανίας. Η μόνη επομένως δυνατότητα για την υιοθέτηση παρόμοιων ελέγχων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο θα ήταν μέσω της υιοθέτησης ενός «νέου προστατευτισμού», της αποκοπής δηλαδή της Ε.Ε. από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς μέσω της ύψωσης προστατευτικών τειχών, όπως υποστηρίζουν σήμερα μερικά ρεύματα στο Πράσινο κίνημα[6] αλλά και στην Ευρωπαϊκή Δεξιά.
Όμως, το γεγονός ότι οι πολυεθνικές παίζουν σήμερα κρίσιμο ρόλο στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και ότι οι δραστηριότητες τους δεν είναι απλώς ενδο-περιφερειακές αλλά και δια-περιφερειακές (δηλαδή μεταξύ των μελών της Τριάδας) κάνει φανερό ότι παρόμοιος προστατευτισμός είναι σήμερα αδύνατος. Είναι άλλωστε ενδεικτικό το γεγονός ότι ήταν κυρίως το δια-περιφερειακό εμπόριο που ωφελήθηκε περισσότερο τη περίοδο που εντεινόταν η διεθνοποίηση της οικονομίας. Έτσι, παρά την ανάπτυξη του ενδο-περιφερειακού εμπορίου, ιδιαιτέρα μέσα στην Ε.Ε., η μεγαλύτερη αύξηση στις εμπορικές ροές κατά τη περίοδο 1958-89 σημειώθηκε στο δια-περιφερειακό εμπόριο μεταξύ Ε.Ε., Η.Π.Α. και Ασίας[7]. Είναι φανερό ότι η δυναμική που εκφράζεται εύστοχα από το μότο «ανάπτυξη-ή-θάνατος» κάνει αδύνατο τον περιορισμό της οικονομίας της αγοράς στα σύνορα ενός οικονομικού μπλοκ όπως η Ε.Ε., ακριβώς όπως ιστορικά ήταν αδύνατος ο περιορισμός της στα σύνορα μιας χώρας.
Το αίτημα για ένα νέο προστατευτισμό, όταν παίρνει ως δεδομένο το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού (όπως συμβαίνει με τον προστατευτισμό που υποστηρίζει στις ΗΠΑ η Δεξιά του Μπουκαναν (Patrick J. Buchanan) ή στην Ευρώπη τμήμα των Πρασίνων) είναι και ανιστόρητο αλλά και ουτοπικό με την αρνητική έννοια. Είναι ανιστόρητο, διότι αγνοεί τις διαρθρωτικές αλλαγές που οδήγησαν στη σημερινή νεοφιλελεύθερη συναίνεση και τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Και είναι ουτοπικό, διότι αγνοεί το γεγονός ότι οποιαδήποτε απόπειρα επέμβασης στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς με την μορφή προστατευτισμού (παλιού ή νέου) αναγκαστικά θα είναι αντι-αποδοτική και μη ανταγωνιστική και, σαν τέτοια, ασύμβατη με τη λογική και την δυναμική του ίδιου του συστήματος.
[1] Michel Albert, Capitalism Against Capitalism (Whurr, 1993).
[2] David Kerr, The Guardian (16/1/95).
[3] World Bank, World Development Report, 1991 & 1995, Πιν. 13.
[4] Mark Frankland, The Observer (24/1295).
[5] Will Hutton, The State We're In (Cape, 1995), σελ. 315-16.
[6] Tim Lang and Colin Hines, The New Protectionism: Protecting the Future Against Free Trade (Earthscan, 1993).
[7] Richard Stubbs and Geoffrey R.D. Underhill, Political Economy and the Changing Global Order (Macmillan, 1994), Πιν. 1.