ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ: Πέρα από την δαιμονολογία της ποινικοποίησης και την “προοδευτική” μυθολογία της φιλελευθεροποίησης


 

Ελευθεροτυπία (29 Μαρτίου 1997)


Καταστολή, ελευθερία και ναρκωτικά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Η παταγώδης ―και αναμενόμενη― αποτυχία της πολιτικής που στηρίζεται στη κρατική καταστολή για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών έχει οδηγήσει τελευταία σημαντικούς κύκλους στις Ευρωπαϊκές κυρίως ελίτ (και αυξανόμενα στις ΗΠΑ) να συζητούν τη δραστική τροποποίηση, αν όχι την κατάργηση της πολιτικής αυτής. Το βασικό κίνητρο για την αλλαγή στάσης των ελίτ είναι η έκδηλη ανησυχία τους από την έκρηξη της συναφούς εγκληματικότητας στην οποία οδήγησε η πολιτική καταστολής. Εκείνο όμως που παρουσιάζει ενδιαφέρον σε σχέση με τη διαφαινόμενη αλλαγή στάσης είναι η ιδεολογική θεμελίωση της που στηρίζεται στην αρχή ότι το κοινωνικό σύνολο δεν έχει δικαίωμα ν’ απαγορεύει τη χρήση ναρκωτικών εφόσον κάτι τέτοιο αντίκειται στην ελευθερία του ατόμου. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, γνωστός σοσιαλδημοκράτης και νυν υποστηρικτής της σοσιαλφιλελεύθερης κυβέρνησης προσχώρησε στη φιλελεύθερη αντίληψη της ελευθερίας, θέτοντας το θέμα των ναρκωτικών ως θέμα νομιμοποίησης της κοινωνίας να επιβάλλει στους πολίτες κώδικες προσήκουσας συμπεριφοράς. Έτσι, το ερώτημα που θέτει είναι: «νομιμοποιείται η πολιτεία να βάζει (τον χρήστη) φυλακή αν προσπαθεί να ξεχάσει την απόγνωση του, αν τολμήσει να γευθεί τους πειρασμούς των τεχνητών παραδείσων, αν δηλαδή ψάχνει να βρει σε έναν άλλο κόσμο αυτό που του στερεί εκείνος που τον περιβάλλει;»[1]

Η απάντηση στο ερώτημα είναι βέβαια αυτονόητη. Η κοινωνία δεν νομιμοποιείται να φυλακίζει τους χρήστες, όπως έχω υποστηρίξει παλαιότερα από τις στήλες αυτές.[2] Όμως, η απάντηση αυτή γεννά ένα άλλο ακόμη πιο βασικό ερώτημα: από που προκύπτει το ότι η σημερινή κοινωνία δεν νομιμοποιείται  να ποινικοποιεί το πρόβλημα; Εδώ θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δυο απόψεις. Κατά τη μια άποψη, που υποστηρίζεται σήμερα από φιλελεύθερους, σοσιαλφιλελεύθερους και συνοδοιπόρους, η μη νομιμοποίηση της κοινωνίας προκύπτει από την έννοια της ελευθερίας διότι, όπως ισχυρίζονται, «η απαγόρευση ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών αίρει το δικαίωμα μου να εξουσιάζω το κορμί μου και συνεπώς καταργεί την ελευθερία μου ως ατόμου.»[3] Αντίθετα, με βάση τις σοσιαλιστικές και ελευθεριακές παραδόσεις, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η μη νομιμοποίηση  της κοινωνίας προκύπτει από το γεγονός ότι η ίδια η σημερινή κοινωνική οργάνωση δημιούργησε τα προβλήματα που ωθούν στη τρομακτική εξάπλωση της παραγωγής και κατανάλωσης ναρκωτικών. Τα προβλήματα αυτά συνδέονται με την ανάδυση, τα τελευταία 20 περίπου χρόνια (περίοδο που σημαδεύει επίσης τη μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών) της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και τις συνακόλουθες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Στα χρόνια αυτά η παγκόσμια ανισότητα παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις περιθωριοποιώντας την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού και δημιουργώντας ένα πλέγμα οικονομικών, κοινωνικών και ψυχολογικών παραγόντων οι οποίοι, από τη μια μεριά, οδηγούν στην επέκταση της παραγωγής ναρκωτικών και, από την άλλη, στην εξάπλωση της ζήτησης τους καθώς εκατομμύρια άνθρωποι προσπαθούν να ξεφύγουν από τα προβλήματα τους μέσα από τεχνητούς παραδείσους.[4]

Οι παραπάνω δυο απόψεις θεμελιώνονται σε ριζικά διαφορετικές έννοιες της ελευθερίας. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ελευθερία ξεκινώντας από τη κλασική διάκριση που εισήγαγε ο φιλόσοφος Isaiah Berlin[5] μεταξύ της «αρνητικής» και της «θετικής» αντίληψης της ελευθερίας. Η αρνητική ελευθερία  αναφέρεται στην απουσία περιορισμών («ελευθερία από»), δηλαδή στην ελευθερία του ατόμου να κάνει οτιδήποτε επιθυμεί, στο βαθμό που η δραστηριότητα αυτή δεν προσκρούει σε προκαθορισμένα από το Νόμο όρια, ενώ η θετική ελευθερία αναφέρεται στην ελευθερία του ατόμου στην επιδίωξη της αυτο-ανάπτυξης του ή της συμμετοχής του στη διαχείριση των κοινών («ελευθερία να»). Ιστορικά, η αρνητική αντίληψη της ελευθερίας έχει υιοθετηθεί από τους φιλελευθέρους (Thomas Hobbes, Jeremy Bentham, John Stuart Mill[6]), τους ατομικιστές αναρχικούς (Max Stirner, S. Brown κ.α.) και τους ελευθεριακούς της δεξιάς (π.χ. R. Nozick). Αντίθετα, η θετική έννοια της ελευθερίας είχε ανέκαθεν υιοθετηθεί από τους Μαρξιστές, τους αναρχικούς/ελευθεριακούς-σοσιαλιστές (Μπακούνιν, Έμμα Γκόλντμαν κ.α.), καθώς και τους υποστηρικτές του δημοκρατικού προτάγματος της αυτονομίας (Καστοριάδης). Εδώ μάλιστα θα έπρεπε να προσθέσουμε ότι η κλασική Ελληνική έννοια της ελευθερίας, επίσης, εξέφραζε μια θετική αντίληψη της ελευθερίας: «η ελευθερία δεν ήταν μια κατάσταση αλλά μια πρακτική  ―η πρακτική του να είναι κανένας ελεύθερος μέσω της συμμετοχής του σε ελεύθερους θεσμούς. Για να είναι κανένας ελεύθερος δεν αρκούσε να μην υπόκειται απλώς σε περιορισμούς αλλά έπρεπε να είναι ενεργά ελεύθερος με την έννοια της προώθησης της ελευθερίας τόσο του εαυτού του, όσο και των συμπολιτών του[7]

Η θετική επομένως έννοια της ελευθερίας είναι συνδεδεμένη με την πλήρη ανάπτυξη των πνευματικών και φυσικών ικανοτήτων του ατόμου  μέσω της πολιτικής θέσμισης της κοινωνίας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στη κρατικιστική περίοδο της αγοραιοποίησης της κοινωνίας (μέσα δεκαετίας ‘30 ― μέσα δεκαετίας ‘70) η επικρατούσα έννοια της ελευθερίας ήταν η θετική και την υιοθετούσε σύσσωμη η Αριστερά, από τους ελευθεριακούς σοσιαλιστές μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες.[8] Ούτε, βέβαια είναι εκπληκτικό ότι  η κατάρρευση του κρατισμού ως ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής οδήγησε στον ανάλογο μαρασμό της θετικής έννοιας της ελευθερίας και στη σημερινή άνθιση της αρνητικής έννοιας την οποία υιοθετούν ακόμη και «αριστεροί» διανοούμενοι, διαχωρίζοντας έτσι τον αυτο-καθορισμό του κοινωνικού ατόμου από αυτόν της κοινωνίας. Και αυτό, για να εξασφαλισθεί ―υποτίθεται― η δυνατότητα επιλογής του ατόμου. Στη πραγματικότητα, όμως, η αρνητική ελευθερία δεν εξασφαλίζει καν αυτή τη δυνατότητα επιλογής εφόσον η πολιτική θέσμιση της κοινωνίας καθορίζει αποφασιστικά ποιες είναι οι δυνατές επιλογές του ατόμου και επομένως την ίδια τη δυνατότητα επιλογής. Για να μιλούμε για ελευθερία επιλογής πρέπει το άτομο να είναι σε θέση να καλύπτει τις βασικές τουλάχιστον ανάγκες του. Ο άνεργος, ο άστεγος, ο πεινασμένος, ο νέος που βλέπει ένα σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον μπροστά του δεν έχει πραγματική ελευθερία επιλογής, ακόμη και στο «να εξουσιάζει το κορμί του», παρά μόνο στα χαρτιά των νόμων και στα μυαλά των βολεμένων φιλελεύθερων, σοσιαλφιλελεύθερων και «αντι-εξουσιαστών» διανοουμένων που παίρνουν ως δεδομένο το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Από την άλλη μεριά, η στερημένη νοήματος ζωή στη σημερινή καταναλωτική κοινωνία έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας αντι-κουλτούρας, τμήμα της οποίας είναι και η κατανάλωση ναρκωτικών.

Η αρνητική έννοια της ελευθερίας είναι απόλυτα συμβατή με την ύπαρξη παθητικών πολιτών, σαν αυτούς που δημιουργεί η εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Γι’ αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί σήμερα η θέση ότι οι Ευρωπαϊκές και ντόπιες ελίτ, βλέποντας ότι η περιθωριοποίηση τεράστιων κοινωνικών στρωμάτων στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι αναπόφευκτη, προβληματίζονται γύρω από μια πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς ναρκωτικών. Μια τέτοια πολιτική θα σήμαινε τη μετάβαση από τη σημερινή στρατηγική  ελέγχου τού (κατά Τσόμσκυ) «πλεονάζοντος πληθυσμού» μέσω της καταστολής των ναρκωτικών, σε μια στρατηγική ελέγχου μέσω των ίδιων των ναρκωτικών. Ο έλεγχος μέσω των ίδιων των ναρκωτικών είναι άλλωστε δοκιμασμένη τακτική στο παρελθόν (βλ. για παράδειγμα τη διάλυση του αναρχοαυτόνομου κινήματος της Ζυρίχης, όχι από τη κρατική καταστολή, αλλά από τη συστηματική διοχέτευση ηρωίνης, με τη συμμετοχή της αστυνομίας, στους χώρους του αναρχοαυτόνομου κέντρου). Αντίθετα, η θετική έννοια της ελευθερίας προϋποθέτει ενεργούς και όχι «φευγάτους», ναρκωμένους πολίτες.  Δηλαδή πολίτες που, αντί να προσπαθούν να βρουν ατομικές «λύσεις» στα προβλήματα τους, θα  συμμετείχαν σε κοινωνικούς αγώνες κατά των πραγματικών κοινωνικών αιτιών της εξάπλωσης των ναρκωτικών. Και αυτά δεν αναφέρονται απλώς στον «Αμερικάνικο πόλεμο κατά των ναρκωτικών»[9] που έχει αφελώς αναχθεί, χωρίς τη παραμικρή σχετική θεωρητική ή εμπειρική θεμελίωση, στη κύρια αιτία της...παγκόσμιας ανισότητας στη κατανομή των πόρων και εισοδημάτων, δίνοντας την εντύπωση ότι αν σταματήσει ο πόλεμος αυτός στο μέλλον, όπως φαίνεται σήμερα πιθανό, θα σταματήσει ως δια μαγείας η οικονομική εκμετάλλευση και η καταπίεση και «θα ζούμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα». Και, φυσικά, η άρση της καταστολής, μολονότι ευκταία όσον αφορά τουλάχιστον την αποποινικοποίηση της χρήσης, δεν πρόκειται, από μόνη της, ούτε καν να λύσει το πρόβλημα της εξάπλωσης των ναρκωτικών, όπως, αντίστοιχα δεν έλυσε το πρόβλημα της κατανάλωσης αλκοόλ η άρση της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ αλλά αντίθετα το χειροτέρευσε.[10] Και αυτό, διότι, αντίθετα από τη καλλιεργούμενη σχετική μυθολογία, η καταστολή δεν αποτελεί παρά το σύμπτωμα και όχι την αιτία της καταστρεπτικής εξάπλωσης των ναρκωτικών.

 

 


 

 


 

[1] Κ. Τσουκαλάς, Το Βήμα (16/3/97).

[3] Κλ. Γρίβα, Πλανητική κυριαρχία και ναρκωτικά (Λιβάνης, 1997), σ. 7

[5] Isaiah Berlin, Four Essays on Liberty (Oxford University Press, 1969).

[6] Όχι τυχαία, οι «αντι-εξουσιαστες» που αγωνίζονται για την νομιμοποίηση αδιακρίτως όλων των ναρκωτικών υιοθετούν τον ορισμό για την ελευθερία του J.S. Mill, βλ. Κλ. Γρίβα, ο.π. σ. 168.

[7] Murray Bookchin, Ecology of Freedom (Black Rose, 1991), σ. 263.

[8] βλ. T. Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy (Cassell, 1997), κεφ. 5

[9] βλ. Κλ. Γρίβα, ο.π.

[10] N. Chomsky, Deterring Democracy (Verso, 1991), σ. 123.