Ελευθεροτυπία (4 Οκτωβρίου 2003) 


Παλαιστίνη: Το τέλος της «λύσης» των δυο κρατών

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Η προχθεσινή απόφαση της Σιωνιστικής ελίτ να προχωρήσει στην επέκταση του τείχους μέσα στο οποίο γκετοποιούν τον παλαιστινιακό λαό, αρπάζοντας στη διαδικασία τεράστιες εκτάσεις παλαιστινιακής γης, βάζει ταφόπετρα στη «λύση» των δυο κρατών, που πάνω από δεκαετία υποστηρίζουν τόσο η σιωνιστική όσο και η παλαιστινιακή ελίτ. Δηλαδή τη λύση δυο «καθαρών» κρατών, ενός εβραϊκού και ενός αραβικού. Η κατάληξη αυτή δεν ήταν βέβαια απροσδόκητη, δεδομένων των διαμετρικά αντίθετων αντιλήψεων των δυο ελίτ για τον χαρακτήρα των κρατών αυτών. Για την σιωνιστική ελίτ (τόσο το «προοδευτικό» τμήμα της στο Εργατικό κόμμα όσο και το συντηρητικότερο τμήμα της στο Λικουντ) η λύση αυτή σήμαινε την δημιουργία ενός πανίσχυρου στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά σιωνιστικού κράτους, που θα επέτρεπε στους Σιωνιστές να κρατήσουν το 78% της γης (έναντι 55% που πρόβλεπε η απόφαση του ΟΗΕ για τον διαμελισμό της Παλαιστίνης το 1948!) και θα έδινε τη δυνατότητα στους Άραβες να δημιουργήσουν ένα κράτος τύπου νοτιοαφρικανικού Μπαντουστάν, με περιοχές που θα ήταν πλήρως περικυκλωμένες από Σιωνιστές, στο υπόλοιπο 22% της γης.[1] Αντίθετα, για την παλαιστινιακή ελίτ, που με τον «ιστορικό συμβιβασμό» της προηγούμενης δεκαετίας εγκατέλειψε τα όνειρα για την εκδίωξη των Ισραηλινών από τα παλαιστινιακά εδάφη, αυτό σήμαινε ένα βιώσιμο  κράτος, χωρίς εβραϊκούς εποικισμούς.

 

Η τραγική ιστορία του παλαιστινιακού λαού δεν άρχισε βέβαια χθες. Από το τέλος του 19ου αιώνα ξεκίνησε μια συστηματική προσπάθεια εποικισμού της Παλαιστίνης, παρά το γεγονός ότι στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι Εβραίοι  κατείχαν λιγότερο από το 2% της παλαιστινιακής γης.[2]  Από την ίδρυση του ισραηλινού κράτους, εδώ και  55 χρόνια, ο παλαιστινιακός λαός υφίσταται μια από τις πιο βάρβαρες επιθέσεις στη  Ιστορία, με στόχο την εκπλήρωση του σιωνιστικού σχεδίου για την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης και την εγκαθίδρυση ενός «καθαρού» εβραϊκού κράτους, σε μια περιοχή όπου, για εκατοντάδες χρόνια πριν, το εβραϊκό στοιχείο αποτελούσε την έσχατη μειοψηφία. Οι Παλαιστίνιοι, σύμφωνα με τα σιωνιστικά σχέδια, δεν θα έπρεπε ποτέ να αποκτήσουν  ένα πραγματικά κυρίαρχο κράτος, πέρα από ένα είδος προτεκτοράτου εξαρτημένου από το Ισραήλ.[3] Έτσι, μέσω πολέμων και μίας απροκάλυπτης πολιτικής παράνομων εποικισμών των κατεχομένων εδαφών (την οποία ενέκριναν όλα τα Ισραηλινά κόμματα εξουσίας) οι Σιωνιστές κατέληξαν να ελέγχουν το 90% της παλαιστινιακής γης στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τότε, ενώ η Νέα Διεθνής Τάξη είχε παγιωθεί μετά τον πόλεμο στον Κόλπο, ο οποίος είχε αρχίσει να αλλάζει ριζικά τον συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή, ξεκίνησε η διαδικασία της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού προτεκτοράτου με τις διαπραγματεύσεις στο Όσλο .

 

Οι διαπραγματεύσεις αυτές οδήγησαν στις συμφωνίες Όσλο (1993) και Ουάσιγκτον (1995) οι οποίες  συνάντησαν την αναπόφευκτη μαζική αντίδραση του παλαιστινιακού λαού (μολονότι τμήμα της ελίτ του φαινόταν διατεθειμένο να δεχτεί τον ρόλο της σαν προτεκτοράτου) και οδήγησαν στη νέα ιντιφάντα. Τα γεγονότα του Σεπτέμβρη 2001, ένα χρόνο μετά την έναρξη της, παρείχαν την τέλεια ευκαιρία για τη συντριβή των Παλαιστινιακών οργανώσεων, οι οποίες μπορούσαν τώρα να κηρυχθούν «τρομοκρατικές» και να αντιμετωπίσουν μεταχείριση παρόμοια με εκείνη που επεφύλαξε η υπερεθνική ελίτ για τους Ταλιμπάν. Έτσι, η υπερεθνική ελίτ, με πρώτο το αμερικανικό τμήμα της, ακολουθούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γρήγορα ενέταξε την κατάπνιξη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», με αφορμή τις απελπισμένες «επιθέσεις αυτοκτονίας» ενός λαού που δεν είχε άλλο τρόπο να αμυνθεί εναντίον μιας από τις ισχυρότερες πολεμικές μηχανές στον κόσμο, ενώ η διεθνής ρεφορμιστική Αριστερά πήρε μια κατάπτυστη θέση «ίσων αποστάσεων», εξισώνοντας θύτες και θύματα, καταπιεστές και καταπιεζόμενους. Η τελευταία απόπειρα για την εγκαθίδρυση του προτεκτοράτου της Παλαιστίνης, ο Οδικός Χάρτης, που ενέκρινε σύσσωμη η υπερεθνική ελίτ, προϋπέθετε την πλήρη συντριβή του Παλαιστινιακού κινήματος πράγμα που επιχειρεί τη στιγμή ακριβώς αυτή η σιωνιστική ελίτ..

 

Όμως, η ίδια η Παλαιστινιακή ελίτ φέρει και αυτή σημαντικό μέρος της ευθύνης για την τραγική κατάληξη στην οποία οδηγείται το παλαιστινιακό κίνημα. Και αυτό, γιατί εναλλακτικές λύσεις για τη δημοκρατική συνύπαρξη των λαών της Παλαιστίνης είχαν προταθεί πολλά χρόνια πριν, από εξέχοντα μέλη της εβραϊκής Αριστεράς σαν την Hannah Arendt η οποία, ήδη από τη δεκαετία του 1940, επιχειρηματολογούσε σθεναρά κατά του Σιωνισμού και υπέρ μίας Μεσανατολικής ομοσπονδίας των λαών στην Παλαιστίνη.[4] Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, ακόμα και σήμερα υπάρχει μία μη ρατσιστική λύση στο πρόβλημα, με όρους μίας συνομοσπονδιακής Περιεκτικής Δημοκρατίας των λαών στην Παλαιστίνη. Σε ένα τέτοιο συνομοσπονδιακό σύστημα θα μπορούσαν να ισοκατανεμηθούν όλες οι μορφές εξουσίας μεταξύ των πολιτών της συνομοσπονδίας: Αράβων, Εβραίων και μειονοτήτων. Φυσικά, μία τέτοια λύση αποτελεί ανάθεμα για την Σιωνιστική ελίτ, καθώς φυσικά και για την υπερεθνική ελίτ που δεν θα μπορούσε πια να ελέγχει την κρίσιμη αυτή περιοχή της Μέσης Ανατολής. Όμως, παρόμοια λύση δεν προτάθηκε ποτέ ούτε από την Παλαιστινιακή ελίτ μολονότι βέβαια δεν θα περίμενε κανείς από μια ελίτ να υποστήριζε μια λύση που θα σήμαινε την αυτοκατάργηση της.

 

Σήμερα, ήδη ακούγονται φωνές από τμήματα και των δυο ελίτ που προτείνουν την δημιουργία ενός ενιαίου κράτους των λαών της περιοχής. Έτσι, από την παλαιστινιακή πλευρά, γίνεται συνείδηση ότι είναι πια αδύνατη η δημιουργία ενός βιώσιμου Παλαιστινιακού κράτους. Όπως δήλωσε προ ημερών ο Ghassan Khatib, ο Παλαιστίνιος υπ. Εργασίας, «με κάθε μίλι του διαχωριστικού τοίχους και κάθε νέο εποικισμό που κτίζεται, η βιωσιμότητα της λύσης των δυο κρατών γίνεται μικρότερη. Μεγάλος αριθμός Παλαιστίνιων συνειδητοποιούν τώρα ότι ένα Παλαιστινιακό κράτος δεν είναι πια πρακτική λύση»[5]. Η λύση όμως αυτή απορρίπτεται από τους Σιωνιστές, εφόσον σε ένα τέτοιο κράτος το εβραϊκό στοιχείο θα έχανε την πλειοψηφία μέσα σε λίγα χρόνια, μόνο και μόνο από δημογραφικούς λόγους. Σήμερα, υπάρχουν 5,4 εκ. Εβραίοι και 4,9 εκ. Άραβες στα εδάφη που ελέγχονται από το Ισραήλ αλλά, σύμφωνα με  δημογραφικές προβλέψεις, το 2020 θα υπάρχουν 6,7 εκ. Εβραίοι και 8,5 εκ. Άραβες. Αυτό επεσήμανε και ο «προοδευτικός» τ. Εργατικός πρωθυπουργός Μπάρακ που, σε άρθρο του στην Ισραηλινή εφημερίδα Yedioth Ahronoth στις αρχές Σεπτέμβρη, έγραφε ότι «η αποτυχία του Σαρόν να ενεργήσει αποφασιστικά  για τη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους θα θέσει σε κίνδυνο ολόκληρη την σιωνιστική επιχείρηση».

 

Από την άλλη μεριά, δεν λείπουν οι (ελάχιστες) φωνές στην ισραηλινή Αριστερά που επίσης υποστηρίζουν τη λύση του ενιαίου κράτους και καταδικάζουν την Σιωνιστική πολιτική των εποικισμών για τη σημερινή  κρίση.[6] Για παράδειγμα, ο Iσραηλινός αρχιτέκτονας Eyal Weizman (ο οποίος είδε να ακυρώνεται η  πρόσκληση του να αντιπροσωπεύσει τη χώρα του σε διεθνές συνέδριο αρχιτεκτόνων που είχε κερδίζει κατόπιν διαγωνισμού όταν έκανε κριτική των παράνομων εποικισμών) υποστηρίζει ότι είναι πια αδύνατη η λύση των δυο κρατών[7]. Είναι τόσο προχωρημένη σήμερα, υποστηρίζει, η αλληλεξάρτηση των δυο λαών από πολεοδομική, οικονομική και οικολογική άποψη, ώστε η προϊούσα «λειτουργική ενσωμάτωση» θα οδηγήσει τελικά στο τέλος των σχεδίων και των δυο ελίτ, τόσο της σιωνιστικής όσο και της παλαιστινιακής, για δυο «καθαρά» κράτη.

 

Συμπερασματικά, η τελική λύση που διαγράφεται σήμερα για το Παλαιστινιακό, εάν αποκλειστεί η λύση των δυο κρατών, είναι είτε η ενσωμάτωση των Παλαιστίνιων στο ισραηλινό κράτος (πράγμα που θα  οδηγήσει ή σε κανονικό απαρτχάιντ, ή στη δημιουργία ενός μη σιωνιστικού Ισραήλ), είτε η εκδίωξη τους από την Παλαιστίνη, όπως ζητούν οι ακραίοι Σιωνιστές.

 

 


[1] Dilip Hiro, Land is the issue. Land is confiscated, stolen, kept, The Guardian (22 Μαΐου 2001).

[3] George Szamuely, Israel will always have a Yankee friend, The Observer (12/8/2001).

[4] Βλ. Moshe Zimmerman, Mother of post-Zionism”, HA’ARETZ (20 Οκτωβρίου 2000).

[5] Conal Urquhart, Gaza shifts to a new solution, The Observer (14/9/2003).

[6] Βλ. Esther Addley Lines in the sand, Τhe Guardian (25/7/2002).