Γιουγκοσλαβική «λύση» στο Ιράκ;
Ενσωμάτωση στη Νέα Τάξη μέσω διαμελισμού
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Ελευθεροτυπία, 2006/11/11)
Τελευταία, έχουν πληθύνει οι ενδείξεις ότι η βαθιά κρίση που δημιούργησε η υπερεθνική ελίτ στο Ιράκ, με την εισβολή και την κτηνώδη κατοχή της χώρας από το Αμερικανό-Αγγλικό τμήμα της ηγεσίας της, οδηγείται στην τελική φάση. Συγχρόνως, αποκαλύπτονται πια ανάγλυφοι οι στόχοι της όλης εκστρατείας η οποία, σύμφωνα με έγκυρη Άγγλο-αμερικανική επιστημονική έρευνα, έχει ήδη οδηγήσει στον θάνατο πάνω από 600.000 Ιρακινούς, πέρα από την καταστροφή ολόκληρης της υποδομής της χώρας που αδυνατεί να καλύψει ακόμη και τις βασικές ανάγκες των πολιτών της (από υγεία μέχρι ηλεκτρικό και νερό). Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι 1.6 εκ. Ιρακινοί ήδη εγκατέλειψαν τη χώρα τους.
Οι στόχοι αυτοί δεν έχουν βέβαια καμία σχέση με την προπαγάνδα της υπερεθνικής ελίτ για τα δήθεν όπλα μαζικής καταστροφής που διέθετε το Ιράκ και δεν βρέθηκαν ποτέ, ή για τoυς δήθεν δεσμούς του Μπααθικου καθεστώτος στο Ιράκ με την «τρομοκρατία» που σήμερα τους αρνείται ακόμη και η CIA. Ούτε φυσικά η εκστρατεία αυτή, είχε στόχο την δημιουργία ενός δημοκρατικού καθεστώτος που θα απάλλασσε τους Ιρακινούς από την “τυραννία” του Μπααθικου καθεστώτος και του ηγέτη του. Στη πραγματικότητα, όπως είδαν πρώτοι οι ίδιοι οι Ιρακινοί που ένιωσαν “στο πετσί τους” αυτή τη «δημοκρατία», το νέο καθεστώς σήμαινε, εκτός από τα μαζικά βασανιστήρια και τις αυθαίρετες εκτελέσεις χιλιάδων από τα «σώματα ασφαλείας» (δηλαδή τους εισβολείς και τα όργανα τους στον στρατό, την αστυνομία κ.λπ. που έστησαν οι ίδιοι) την εφαρμογή του “Νόμου της ζούγκλας”. Με άλλα λόγια, του νόμου με τον οποίο κτίσθηκε η ίδια η Αμερικανική συμπολιτεία, σύμφωνα με τον οποίο ο ισχυρότερος (λόγω της στρατιωτικής, πολιτικής η οικονομικής του δύναμης) επικρατεί. Η “δημοκρατία” που επιβλήθηκε με τις λόγχες (δηλαδή τις βόμβες φωσφόρου, εμπλουτισμένου ουρανίου κ.λπ.) είναι απλώς μια “φυλετική” δημοκρατία που εξασφαλίζει την ανάλογη με τον πληθυσμό εκπροσώπηση των τριών βασικών “φυλών” (με την πολιτιστική έννοια) που απαρτίζουν το Ιράκ: των Σιιτών, των Σουνιτών και των Κούρδων.
Ο πραγματικός στόχος της υπερεθνικής ελίτ ήταν από την αρχή, όπως προσπάθησα να δείξω επανειλημμένα, η ενσωμάτωση του Ιράκ στη Νέα Διεθνή Τάξη που, μεταξύ άλλων, θα επέτρεπε και την απρόσκοπτη ροή του πετρελαίου προς τη Δύση. Ο Ντικ Τσενι άλλωστε ήταν πολύ ειλικρινής όταν δήλωνε το 1991 “είμαστε εκεί για το γεγονός ότι αυτό το μέρος του κόσμου ελέγχει τη παγκόσμια προσφορά πετρελαίου." Η “λύση” που φαίνεται ότι επελέγη για το Ιράκ, όπως και προηγούμενα για την Γιουγκοσλαβία, ήταν και η μόνη δυνατή λύση για την ενσωμάτωση αυτή: η αποσύνθεση του Ιράκ μέσα από “δημοκρατικές” διαδικασίες και, στη συνέχεια, η ανασύνθεση του, στη βάση αλληλομισουμενων κρατιδίων που θα ήταν πολύ ευκολότερα υποχείρια της υπερεθνικής ελίτ από ο,τι ακόμη και το κάποτε φιλικό στη Δύση, αλλά πάντα απρόβλεπτο, Σανταμικο καθεστώς. Σε αυτόν τον στόχο απέβλεπαν οι «δημοκρατικές» εκλογές που, με βάση τα δημογραφικά δεδομένα, ήταν σίγουρο ότι θ ανέτρεπαν τη βάση στην οποία είχε κτιστεί το Ιράκ από τους Βρετανούς αποικιοκράτες μετά την διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: την κυριαρχία των Σουνιτικών ελίτ. Η υπερεθνική ελίτ είχε επομένως «φυσικούς» συμμάχους στην εκστρατεία ανατροπής του Σουνιτικού καθεστώτος των Μπααθιστων (που είχε θεμελιωθεί πάνω σε ένα εκκοσμικευμενο καθεστώς το οποίο στηριζόταν στις αρχές του Αραβικού σοσιαλισμού) την πλειοψηφία του Ιρακινού λαού. Δηλαδή, τους θρησκόληπτους Σιίτες που αποτελούν το 60% περίπου του λαού και τους αυτονομιστές Κούρδους του Ιράκ που (σε αντίθεση με τους Κούρδους του PKK στην Τουρκία) είναι αποφασισμένοι να λειτουργήσουν ακόμη και ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, αρκεί να επιτύχουν την «αυτονομία» τους ―πράγμα που στο μέλλον μπορεί να το πληρώσουν πολύ ακριβά.
Πριν γίνουν όμως οι εκλογές, οι κατοχικές δυνάμεις είχαν φροντίσει να δημιουργήσουν την οικονομική και πολιτική δομή που θα εξασφάλιζε ότι το αναμενόμενο εκλογικό αποτέλεσμα θα οδηγούσε σε εμφύλια σύγκρουση. Στο οικονομικό επίπεδο, το «πακέτο» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που επέβαλαν (το οποίο συνοψίζει το οικονομικό περιεχόμενο της Νέας Τάξης, δηλ. ιδιωτικοποίηση των πάντων, διάλυση του δημόσιου τομέα, κ.λπ.) έκανε αδύνατη ―όπως και στη τ. Γιουγκοσλαβία― οποιαδήποτε αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του φτωχότερου Νότου όπου κατοικούν κυρίως Σιιτες, παρόμοια με αυτή που είχε υιοθετήσει το Μπααθικο καθεστώς τη δεκαετία του ’70 και είχε συντελέσει σημαντικά στη συνοχή της χώρας[1]. Στο πολιτικό επίπεδο, οι κατοχικές αρχές διάρθρωσαν εξ αρχής το Κυβερνητικό Συμβούλιο του Ιράκ με βάση τις διακρίσεις σε «φυλές», και οι Υπουργοί εφάρμοζαν αντίστοιχο πελατειακό σύστημα προσλήψεων[2]. Στις συνθήκες αυτές, με την ανεργία να καλπάζει στο 70%, δεν ήταν βέβαια περίεργη η συσπείρωση των Ιρακινών γύρω από τις “φυλές” τους.
Εκείνο επομένως που ήταν πράγματι απρόβλεπτο ήταν η ένταση και έκταση που πήρε η λαϊκή αντίσταση κατά των κατοχικών δυνάμεων στην οποία αυξανόμενα παίρνουν μέρος και Σιίτες. Η αντίσταση αυτή άρχισε να δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στις κατοχικές δυνάμεις και ακόμη μεγαλύτερα στις πολιτικές ελίτ, όπως έδειξαν τα προχτεσινά αποτελέσματα των Αμερικανικών εκλογών. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η ηγεσία της υπερεθνικής ελίτ φαίνεται ότι είναι αποφασισμένη να προχωρήσει στην τριχοτόμηση του Ιράκ μέσω της δημιουργίας μιας ομοσπονδίας από τις προαναφερθείσες συνιστώσες. Αυτό όμως προϋποθέτει μια τυπική η άτυπη συμφωνία με το Ιρανικό καθεστώς για κάποια “συνδιοικηση” που θα στηρίζεται στον έλεγχο του νέου Ιράκ όχι μόνο από την υπερεθνική ελίτ (μέσω της στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης της και του Κουρδικού προτεκτοράτου) αλλά και από τους Ιρανούς αγιατολάδες (μέσω της επιρροής τους πάνω στους Ιρακινούς Σιιτες). Μια τέτοια συμφωνία θα επέτρεπε την απόσυρση των Αμερικανικών δυνάμεων σε νέες πελώριες στρατιωτικές βάσεις μέσα και γύρω από το Ιράκ που θα έλεγχαν την ενσωμάτωση του στη Νέα Τάξη. Είναι όμως αυτονόητο ότι παρόμοια συμφωνία προϋποθέτει και κάποια ανταλλάγματα της υπερεθνικής ελίτ όσον αφορά τη μελλοντική στάση της απέναντι στο Ισλαμικό καθεστώς του Ιράν γι αυτό και, παρά το γεγονός ότι η προσέγγιση ΗΠΑ-Ιράν προτείνεται από τμήματα της Αμερικανικής πολιτικής ελίτ (Επιτροπή Μπεηκερ, Κίσινγκερ κ.α.), είναι πιθανό να μην γίνει δυνατή πριν την απομάκρυνση του Μπους και της κυβέρνησης του που εκπροσωπούν συμφέροντα διαφορετικών τμημάτων της οικονομικής ελίτ.