(Ελευθεροτυπία, 1 Απριλίου 2006)
Η εξέγερση των θυμάτων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ένας ισχυρός άνεμος κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης πνέει σήμερα σε όλο τον κόσμο: από την Ευρώπη μέχρι τη Λατινική Αμερική και από την Ασία μέχρι την Αφρική. Στην Ευρώπη, πέρα από την εξέγερση των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης στη Γαλλία, ακόμη και στη Βρετανία, το προπύργιο του νεοφιλελευθερισμού, σημειώθηκε προχθές η μεγαλύτερη απεργία από την γενική απεργία του 1926. Κάποιοι μάλιστα έσπευσαν να μιλούν για νέο «Μάη του ‘68», όταν επίσης είχε αναπτυχθεί ένα αντίστοιχο κίνημα που είχε εξαπλωθεί βασικά σε πολλές αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και σηματοδότησε μια νέα εποχή.
Τα αιτήματα τότε ήταν καθαρά «αντισυστημικα», με την έννοια ότι έθεταν σε αμφισβήτηση όχι μόνο τις συνέπειες αλλά και τα ίδια τα αίτια, δηλαδή τις δομές, τόσο της καπιταλιστικής οικονομίας αγορας/αναπτυξης στη Δύση, όσο και της γραφειοκρατικής οικονομίας ανάπτυξης στην Ανατολή. Έτσι, η υλιστική-καταναλωτική, αλλά και άνιση, καπιταλιστική κοινωνία καταδικαζόταν διότι η εξουσία συγκεντρωνόταν και τότε — αν και σε μικρότερο βαθμό από σήμερα — στα χέρια των πολιτικών και οικονομικών ελιτ, ενώ οι ιεραρχικές δομές στην οικογένεια, τον τόπο εκπαίδευσης και τον τόπο δουλειάς ήταν καταθλιπτικές. Αντίστοιχα, η γραφειοκρατική οικονομία ανάπτυξης της Ανατολής επικρινόταν διότι, μολονότι ικανοποιούσε πληρέστερα τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών (και όχι, κυρίως, όσων είχαν γερο πορτοφόλι, όπως συνέβαινε στη Δύση, ακόμη και όταν υπήρχε ισχυρό κράτος-πρόνοιας που μείωνε τις ανισότητες) ήταν επίσης αυταρχική, με την κρατική εξουσία και τις άλλες ιεραρχικές δομές να είναι ακόμη περισσότερο καταπιεστικές. Το θεμελιακό επομένως αίτημα που έμπαινε στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 από τους νέους φοιτητές και εργαζόμενους ήταν αυτό του αυτοκαθορισμού, πέρα από την κρατική καταπίεση αλλά και αυτή της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, καθώς και πέρα από τις πατριαρχικές δομές στο σπίτι και τις ιεραρχικές δομές στο εργοστάσιο, το γραφείο ή το Πανεπιστήμιο.
Η κατάρρευση όμως του κινήματος αυτού, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, άφησε όχι μόνο μια θετική κληρονομιά που εκφράστηκε με την ανάπτυξη νέων κοινωνικών κινημάτων (φεμινιστικό, οικολογικό κ.α), καθώς και μορφών αυτό-οργάνωσης και λήψης δημοκρατικών αποφάσεων μέσω των γενικών συνελεύσεων, αλλά και μια δυνητικά αρνητική κληρονομιά που εκμεταλλεύθηκε αργότερα το νεοφιλελεύθερο κίνημα: την κριτική του κρατισμού —για διαφορετικούς βέβαια λόγους. Ενώ δηλαδή το κίνημα της δεκαετίας του ’60, με βάση την προβληματική του αυτοκαθορισμου, απέρριπτε κάθε είδους ετεροκαθορισμο, όχι μόνο από την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, αλλά και από το κράτος που συμπύκνωνε την ιεραρχική διάρθρωση της κοινωνίας, οι νεοφιλελεύθεροι επέκριναν το κράτος διότι δεν άφηνε αρκετή ελευθερία… στην οικονομία της αγοράς, δηλαδή στις οικονομικές ελιτ που την ελέγχαν. Η κριτική αυτή του κρατισμού συνέπιπτε απόλυτα με τις ανάγκες της παγκοσμιοποίησης, που ανέτειλε τη δεκαετία του ‘70 μέσω της μαζικής ανάπτυξης των πολυεθνικών — γεγονός που υποδήλωνε τον συστημικο χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης. Δεδομένου δηλαδή ότι ο κρατισμός ήταν θεμελιακά ασύμβατος με την πεμπτουσία της παγκοσμιοποίησης, τις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές, η ανάγκη να αναστραφεί η διαρκής επέκταση του κρατισμού στην οικονομία, για χάρη του κράτους-πρόνοιας που συνεχώς εξαπλωνόταν, ήταν ιδιαίτερα επιτακτική.
Έτσι, αναπτύχθηκε όλη η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία για την δήθεν ενδυνάμωση του ατόμου απέναντι στο κράτος, μέσω την κάλυψης κάθε ανάγκης από την αγορά και την ιδιωτική επιχείρηση. Αυτό συνεπαγόταν μαζικές ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, καθώς και ανάθεση των υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, ακόμη και της κοινωνικής ασφάλισης, στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι απλώς «ιδεολόγημα» ή συνέπεια «κακών πολιτικών» που δήθεν μπορούν ν' ανατραπούν με «πίεση από τα κάτω», όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία απλώς χρησιμοποιείται από τις ελιτ για να δικαιολογηθούν οι δομικές αλλαγές που απαιτεί η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Η ίδια η παγκοσμιοποίηση όμως, ως «συστημικο» φαινόμενο, είναι μη αναστρέψιμη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς.
Με βάση την παραπάνω προβληματική είναι φανερό πως τα αιτήματα του σημερινού κινήματος δεν είναι αντισυστημικα, εφόσον αμφισβητούν μόνο τις συνέπειες, αλλά όχι και τις αιτίες, δηλαδή τις ίδιες τις δομές τους συστήματος που γεννούν αυτές τις συνέπειες. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, σε αντίθεση με τον Μάη του 68, σύσσωμη η ρεφορμιστική Αριστερά (ακόμη και το σοσιαλφιλελυθερο ΠΑΣΟΚ!) υποστηρίζει πολλά από τα αιτήματα του σημερινού κινήματος για να ελαττωθούν οι «ακρότητες» του νεοφιλελευθερισμού — οι οποίες άλλωστε αποτελούν και τη μόνη διαφορά από τον σοσιαλφιλελευθερισμο.
Στη πραγματικότητα όμως ούτε αυτές οι «ακρότητες» μπορούν να μειωθούν σημαντικά, όχι μόνο στο επίπεδο μιας χώρας, αλλά ακόμη και στο επίπεδο ενός οικονομικού μπλοκ όπως η ΕΕ. Και αυτό, διότι στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όσο πιο ανοικτές και απελευθερωμένες είναι οι αγορές και «ελαστικές» οι εργασιακές σχέσεις, τόσο πιο ελκυστική η αντίστοιχη χώρα ή μπλοκ για το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο. Μόνο επομένως μια παγκόσμια συμφωνία θα μπορούσε να επιβάλλει κάποιους αποτελεσματικούς έλεγχους στις αγορές και στις πολυεθνικές, για χάρη της προστασίας της εργασίας και του περιβάλλοντος. Όμως αυτό προϋποθέτει ότι η εντατική ανάπτυξη — η οποία σήμερα είναι στα χέρια των πολυεθνικών — θα έπαυε να είναι ο κύριος οικονομικός στόχος, αλλά και αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς. Ακόμη προϋποθέτει ότι χώρες και μπλοκ με εντελώς διαφορετικές συνθήκες (από τη σοσιαλφιλελευθερη Σουηδία μέχρι τις νεοφιλελεύθερες ΗΠΑ, Βρετανία, αλλά και την Κίνα, Ινδία που εκμεταλλεύονται τις άθλιες εργασιακές συνθήκες για την προσέλκυση κεφαλαίου) θα έπρεπε να την συνυπογράψουν. Όταν λοιπόν ακόμη και τα τραγικά ημίμετρα της συνθήκης του Κιότο δεν έχουν υιοθετηθεί από τη «διεθνή κοινότητα», παρά το γεγονός ότι οι καταστροφικές κλιματικές αλλαγές γίνονται μη αντιστρέψιμες, μπορεί κανείς ν' αντιληφθεί πόσο ρεαλιστικό είναι το σύνθημα της ρεφορμιστικής Αριστεράς ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» μέσα στην ΕΕ και τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς!
Το κρίσιμο επομένως θέμα είναι εάν οι σημερινοί αυθόρμητοι αγώνες κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που — σε συνθήκες παντελούς έλλειψης ενός μαζικού αντισυστημικου κινήματος — αναγκαστικά έχουν αμυντικό χαρακτήρα, θα αποτελέσουν τη βάση για την ανάπτυξη της αντισυστημικης συνείδησης και ενός αντιστοίχου κινήματος ή εάν, αντίθετα, θα εξαντληθούν στα αμυντικά αιτήματα και τις εύκολα καταπνιγόμενες εξεγέρσεις…