Αντικαπιταλιστικό αντίβαρο στη Λατινική Αμερική;
Μύθοι και Πραγματικότητα
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ(Ελευθεροτυπία, 2006/05/27)
Πριν δυο εβδομάδες, το δίδυμο Τσάβες-Μοράλες προκάλεσε αναταραχή στο Ευρωπαϊκό τμήμα της υπερεθνικής ελιτ με την απόφαση τους να εθνικοποιήσουν τις ενεργειακές πηγές των χωρών τους. Λίγο πιο πριν, παλιό στέλεχος της τ. «Νέας Αριστεράς» (που από καιρό προσχώρησε σύσσωμη στη μεταμοντέρνα σημερινή ρεφορμιστική Αριστερά) δήλωνε σε συνέντευξη του στην εφημερίδα αυτή «αυτό που χρειαζόμαστε είναι μία δομική αλλαγή και το μοντέλο προέρχεται (...) από τη Λατινική Αμερική, τον Τσάβες στη Βενεζουέλα, τον Μοράλες στη Βολιβία και σε κάποιο βαθμό από τον Κάστρο στην Κούβα (που) (...) με διαφορετικούς τρόπους προσφέρουν ένα αντικαπιταλιστικό εναλλακτικό αντίβαρο στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο (...) αντιστρέφουν τη διαδικασία του νεοφιλελευθερισμού (...) δείχνουν (...) πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός αν έχεις την πολιτική ηγεσία με το όραμα αυτής της κατεύθυνσης»[1]. Ταυτόχρονα, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ διακήρυσσε ότι «σημαντικές πολιτικές αλλαγές υλοποιήθηκαν στην Λατινική Αμερική οι οποίες ταρακούνησαν τη νεοφιλελεύθερη επίθεση». Την ίδιο άποψη επαναλαμβάνουν όλοι οι αναλυτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς (από τον Noam Chomsky μέχρι τον Perry Anderson, καθώς και τα εδώ παρακλάδια τους), όπως παρατηρεί έμπειρος αναλυτής της Λατινικής Αμερικής[2], σε άρθρο του για τα νέα καθεστώτα στη Λατινική Αμερική με τον εύγλωττο τίτλο «Νέοι άνεμοι από την Αριστερά η μπουρδολογίες από μια νέα δεξιά;» Τι είναι λοιπόν μύθος και τι πραγματικότητα στη σημερινή Λατ. Αμερική;
Αρχικά, νομίζω θα πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ ‘προοδευτικών’ καθεστώτων τύπου Λούλα της Βραζιλίας (για τον οποίο η ρεφορμιστική Αριστερά ήταν μέχρι προ τινός ενθουσιώδης —μολονότι τελευταία μετρίασε την ενθουσιασμό της) και αυτών της Βενεζουέλας και Βολιβίας.
Όσον αφορά τα πρώτα (Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη και σε ένα βαθμό ακόμη και η Βολιβία), όπως συμπεραίνει ο Petras, «κανένα από τα καθεστώτα αυτά δεν ακολουθεί αναδιανεμητική πολιτική, τα περισσότερα εφάρμοσαν παλινδρομικές δημοσιονομικές πολιτικές
επιχορηγώντας τις μεγάλες επιχειρήσεις και μειώνοντας τις κοινωνικές δαπάνες, ενεργοποίησαν ταξικά προγράμματα λιτότητας που χειροτερεύουν τη θέση των χαμηλόμισθων
—ιδιαίτερα στην υγεία και την εκπαίδευση
—επέκτειναν και βάθυναν τις ιδιωτικοποιήσεις (νόμιμες και παράνομες) ακόμη και των ιδιαίτερα κερδοφόρων δημόσιων μεταλλευτικών και ενεργειακών τομέων, παρεχώρησαν στους ξένους επενδυτές προνομιακή πρόσβαση στις ντόπιες αγορές, φτηνή εργασία και ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις και τράπεζες». Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμη ότι το συμπέρασμα αυτό συνάχθηκε με βάση σειρά γενικά αποδεκτών
—και κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικών
—κριτηρίων για
την έννοια της αριστερής πολιτικής: μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, ά
νοδος βιοτικού επιπέδου, μεγαλύτερη δημόσια και εθνική ιδιοκτησία αντί για ιδιωτική/ξένη, προοδευτική αντί για έμμεση φορολογία, μεγαλύτερες κοινωνικές δαπάνες και δημόσιες επενδύσεις με στόχο την απασχόληση αντί για επιχορηγήσεις και αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, προώθηση της εθνικοποίησης των πρώτων υλών, διαφοροποίηση της παραγωγής με στόχο την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς αντί για εξαγωγικές στρατηγικές, αντιστροφή των επιζήμιων ιδιωτικοποιήσεων, αύξηση του κατώτερου μισθού, γενική και δωρεάν παιδεία και εκπαίδευση κλπ.
Η μόνη τροποποίηση που χρειάζεται στο παραπάνω συμπέρασμα αφορά το καθεστώς του Μοραλες στη Βολιβία που μόλις προχώρησε στην απαλλοτρίωση των ενεργειακών πηγών της χώρας (σημειωτέο ότι το πετρέλαιο είχε εθνικοποιηθεί άλλες δυο φορές, το 1937 και το 1969, πριν να επαν-ιδιωτικοποιηθεί λόγω έλλειψης κεφαλαίων και τεχνογνωσίας) που αποτελούσε θεμελιακό αίτημα των Ινδιάνικων αιματηρών διαδηλώσεων για χρόνια. Όμως και εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι προηγουμένως ο Μοραλες είχε δεσμευθεί, σε συμφωνία του Φεβρουαρίου του 2006 με τη Συνομοσπονδία Επιχειρηματιών της Βολιβίας, να διατηρήσει τη «μακρό-οικονομική σταθερότητα» και την «αξιοπιστία» της χώρας
—δηλαδή να περικόψει τις κοινωνικές δαπάνες, να προωθήσει τις ιδιωτικές επενδύσεις και ξένες επενδύσεις και να διατηρήσει τη νομισματική σταθερότητα.
Είναι λοιπόν φανερό ότι τα μόνα από τα νέα καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής για τα οποία θα μπορούσε ίσως κανείς να ισχυριστεί
ότι βάζουν τις βάσεις για καπιταλιστικό αντίβαροείναι αυτά της Βενεζουέλας και της Βολιβίας. Όμως, αν αφήσουμε την αντιιμπεριαλιστικη ρητορική του Τσαβες (που και αυτή είναι γεμάτη αντιφάσεις, βλ. τον λόγο του στο Παγκόσμιο κοινωνικό Φόρουμ το 2005, όπου χαρακτήρισε τον Χριστό ως τον μεγαλύτερο επαναστάτη στην Ιστορία(!) και υποστήριξε τον σοσιαλφιλελέυθερο Λούλα) ο βασικός του στόχος, σύμφωνα με το στρατηγικό σχέδιο για τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», είναι η ενδογενής ανάπτυξη
, με δικαιότερη κατανομή του πλούτου (βασικά μέσω της δωρεάν εκπαίδευσης και κάποιων σχετικά δειλών αγροτικών μεταρρυθμίσεων) και του εισοδήματος (μέσω της διάθεσης για επιδόματα τμήματος των πετρελαϊκών εσόδων), μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τα μητροπολιτικά κέντρα και συμμετοχική (όχι άμεση) δημοκρατία.[3] Ακόμη και όταν το πρόγραμμα αυτό μιλά για ένα «νέο παραγωγικό μοντέλο με στόχο τη δημιουργία ενός νέου οικονομικού συστήματος» διευκρινίζει ότι αυτό απλώς σημαίνει τη δημιουργία και στερέωση μιας διαφοροποιημένης, αποτελεσματικής και προοδευτικά αυτάρκους εθνικής παραγωγικής δομής, χωρίς αντικατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς με ένα άλλο σύστημα κατανομής των παραγωγικών πόρων. Αντίθετα, τονίζεται η ανάγκη χρησιμοποίησης της οικονομίας της αγοράς για μια ενδογενή και εσωστρεφή ανάπτυξη με σημαντικό κρατικό παρεμβατισμό, αλλά και ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις. Ουσιαστικά, πρόκειται δηλαδή για μια επιστροφή στη πολιτική πολλών λατινοαμερικάνικων κρατών πριν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Και αυτό, τη στιγμή που η νέα Λατινοαμερικάνικη Κοινή Αγορά της αλληλεγγύης που επιθυμεί ο Τσαβες, η οποία θα μπορούσε να επιτρέψει μια πολιτική εσωστρεφούς ανάπτυξης, είναι εντελώς ανέφικτη αν δεν πάψει ν' αποτελεί οργανικό τμήμα του σημερινού συστήματος των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών —αίτημα που δεν θέτει!
Το συμπέρασμα επομένως που μπορούμε να συνάγουμε είναι ότι οι «αριστερές» αλλαγές στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής αφορούν απλώς την άνοδο σοσιαλφιλελευθερων καθεστώτων στην εξουσία. Στη Βενεζουέλα και τη Βολιβία όμως, κάτω από την ασφυκτική πίεση των λαϊκών κινημάτων, οι Τσαβες και Μοραλες επιχειρούν μετάβαση σε κάποια μορφή σοσιαλιστικής οικονομίας της αγοράς μέσω μεταρρυθμίσεων. Με βάση όμως την Ιστορία και την παραπάνω ανάλυση, τα πειράματα αυτά είναι καταδικασμένα σε αποτυχία και πιθανότατα σε οικονομικό (αν όχι και φυσικό) στραγγαλισμό τους. Είναι φανερό ότι μόνο η ολοκληρωτική ρήξη των λαών αυτών με την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και η παράλληλη οργάνωση της αυτό-άμυνας τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πραγματικά άλλη κοινωνία.