Ελευθεροτυπία (22 Δεκεμβρίου 2007)


 

Η Νέα Τάξη της παγκόσμιας καπιταλιστικής «αναρχίας»

 

Με αφορμή την πιστωτική κρίση

 

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Τις τελευταίες εβδομάδες εντάθηκε η πιστωτική κρίση που άρχισε να κορυφώνεται το καλοκαίρι, με τις τιμές στα Χρηματιστήρια να πέφτουν και τις σημαντικότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου να επεμβαίνουν μαζικά στην διατραπεζική αγορά. Ήδη κάποιοι αναλυτές μιλούν για κίνδυνο κατάρρευσης ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος και τη πιθανότητα μιας παγκόσμιας ύφεσης παρόμοιας αυτής που ακολούθησε το κραχ του 1929, ενώ ακόμη και οι πιο συντηρητικοί ανάμεσα τους μιλούν για την πιθανότητα ενός νέου στασιμοπληθωρισμού, παρόμοιου με αυτόν της δεκαετίας του 1970. Τέλος, άλλοι, στην ρεφορμιστική Αριστερά, που βρίσκονται σε αδυναμία να εξηγήσουν τον συστημικό χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης, υποστηρίζουν ακόμη την αστήρικτη θέση για την δήθεν ανυπαρξία μιας Νέας Διεθνούς Τάξης και «ερμηνεύουν» τη σημερινή πραγματικότητα ως απλή κατάσταση «αταξίας» και «αποδόμησης» της παλιάς Τάξης.[1] Αντίστοιχα, άλλοι υποστηρίζουν την εσφαλμένη Καστοριαδική άποψη, η οποία, επίσης, πάσχει από έλλειψη θεωρητικής ανάλυσης για την παγκοσμιοποίηση, ότι απλώς αντιμετωπίζουμε μια «οπισθοδρόμηση» σε ένα καπιταλιστικό καζίνο.[2] Ποια είναι λοιπόν τα αίτια και οι επιπτώσεις της νέας κρίσης και τι γενικότερα συμπεράσματα μπορούμε να συναγάγουμε από αυτήν;

 

Τα μητροπολιτικά καπιταλιστικά κέντρα στη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε την δεκαετία ταυ 1970 όταν ο κρατικιστικός καπιταλισμός που στηριζόταν στην εσωτερική βασικά αγορά άρχισε να γίνεται πλανητικός μέσω της μαζικής επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων πέρασαν από μια διαδικασία (ελεγχόμενης από τις δυτικές ελίτ) αποβιομηχάνισης[3]. Το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου επέτρεπε την μαζική εξαγωγή επενδυτικού κεφαλαίου προς τους παραδείσους άθλια αμειβόμενης (αλλά εκπαιδευμένης) εργασίας στην Ασία, και αργότερα στην Αν. Ευρώπη του τέως «υπαρκτού». Η εξέλιξη αυτή δεν είχε καμιά σχέση με τις ανοήτως υποστηριζόμενες θέσεις για την δημιουργία νέων οικονομικών «γιγάντων» και νέων «πόλων» αλλά αφορούσε ένα νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας που επέβαλε την διατήρηση της υψηλής έρευνας και τεχνολογίας, καθώς και των εξειδικευμένων αγορών για χρηματοπιστωτικά «προϊόντα» κ.λπ. στα δυτικά μητροπολιτικά κέντρα τα οποία εξακολουθούν να συγκεντρώνουν την παγκόσμια οικονομική δύναμη και τη μεταφορά μεγάλων τμημάτων της μεταποιητικής διαδικασίας σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία όπου δημιουργούνται μερικές νησίδες «ανάπτυξης» μέσα σε ωκεανούς εξαθλίωσης και υπανάπτυξης που τροφοδοτούν με φτηνό εργατικό δυναμικό τις νέες (βασικά ελεγχόμενες από τα μητροπολιτικά κέντρα) εξαγωγικές βιομηχανίες.

 

Η συνέπεια αυτής της διαδικασίας δεν ήταν μόνο η μαζική ανεργία στην Δύση, που σήμερα συγκαλύπτεται με την μερική και ευκαιριακή απασχόληση, τα μετεκπαιδευτικά προγράμματα κ.λπ., αλλά και η τεράστια επέκταση της πιστωτικής αγοράς, η όποια μάλιστα, με το άνοιγμα των αγορών, μετατράπηκε σε πλανητική. Στην Βρετανία, για παράδειγμα, το μισό σχεδόν της οικονομικής μεγέθυνσης οφείλεται στον πιστωτικό τομέα, ενώ στις ΗΠΑ οι πιστωτικές υπηρεσίες εισέπραξαν σχεδόν το ένα τρίτο των περσινών κερδών-ρεκόρ.[4] Οι πιστωτικοί οίκοι στις ΗΠΑ στήριζαν την ανάπτυξη τους στην άκρως κερδοφόρα αγορά ακινήτων και έτσι, όταν οι δυνατότητες χορήγησης δανείων στα εύπορα στρώματα εξαντλήθηκαν, αναγκάστηκαν να στραφούν στα δάνεια υψηλού ρίσκου, χορηγώντας χαμηλότοκα στεγαστικά δάνεια στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα που επιδίωκαν και αυτά να μετάσχουν στο «αμερικανικό όνειρο». Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν ότι όταν, μετά την «περίοδο χάριτος», άρχισαν ν' αυξάνουν οι πληρωμές για επιτόκια, πολλοί από τους δανειολήπτες βρεθήκαν σε αδυναμία να πληρώσουν τις δόσεις τους και τα σπίτια τους άρχισαν να κατάσχονται. Οι ελίτ όμως που έλεγχαν τις πιστωτικές υπηρεσίες είχαν ήδη φροντίσει με διάφορα πιστωτικά τεχνάσματα να «μοιράσουν» τον κίνδυνο μέσα από «τιτλοποιημένα πακέτα» που πωλούντο με μορφή ομολόγων σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Δηλαδή, είχαν ήδη καταφέρει να μεταθέσουν ουσιαστικά τον κίνδυνο σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία ανά τον πλανήτη, ακόμη και σε δημοτικά συμβούλια σε πολίχνες της...Νορβηγίας που αγόρασαν τους τίτλους, πιστεύοντας αφελώς τις υποσχέσεις των μεσαζόντων ότι το κεφάλαιο τους θα πολλαπλασιαστεί και έτσι θα μπορούσαν να καλύψουν επαρκώς τις ανάγκες κοινωνικής πρόνοιας, πράγμα που δεν έκανε πια το Κράτος!

 

Ένα άλλο όμως, ανεπιθύμητο για τις ελίτ, αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας γενικότερης κρίσης «εμπιστοσύνης» στον πιστωτικό τομέα, η όποια έθετε σε κίνδυνο τα πιστωτικά και τραπεζικά συστήματα, η βιωσιμότητα των οποίων στηρίζεται ως γνωστόν στην εμπιστοσύνη των πελατών τους. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, «από σπόντα» χρεοκόπησε η Northern Rock, δημιουργώντας ένα θέαμα που θύμιζε...Αργεντινή με τους καταθέτες να κάνουν ολονύκτιες ουρές για να αποσύρουν τις καταθέσεις τους που κινδύνευαν. Η κρίση μάλιστα εμπιστοσύνης αφορούσε όχι μόνο τους καταθέτες/δανειολήπτες, αλλά και τις Τράπεζες που έβλεπαν να κινδυνεύουν τα αποθεματικά τους απο τα επισφαλή δάνεια σε πιστωτικούς οίκους αλλα και οι ίδιοι οι τίτλοι τους, κάποιοι από τους οποίους μπορεί ήδη να είχαν γίνει επισφαλείς, αλλά στο χάος της πλανητικής πιστωτικής αγοράς που έχουν δημιουργήσει τα τιτλοποιημένα πακέτα κανένας πια δεν ξέρει που ακριβώς βρίσκονται αυτοί οι τίτλοι! Έτσι, άρχισαν οι Τράπεζες να περικόπτουν δραστικά τις δανειοδοτικές δραστηριότητες τους, δημιουργώντας μια τεχνητή κρίση ρευστότητας που υποχρέωσε τις κεντρικές τράπεζες να κάνουν πρόσφατα επανειλημμένες επεμβάσεις για την ενίσχυση της.

 

Ο κίνδυνος σήμερα λοιπόν είναι ότι η αύξηση αυτή της ρευστότητας (σε συνδυασμό με άλλους, κερδοσκοπικούς και μη, παράγοντες που δημιουργούν πληθωρικές αυξήσεις στις τιμές πρώτων υλών, όπως το πετρέλαιο, με αλυσιδωτές αντιδράσεις) μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του πληθωρισμού. Συγχρόνως, η ύφεση στην αγορά ακινήτων σε συνδυασμό με την κρίση εμπιστοσύνης δημιουργούν συνθήκες γενικότερης ύφεσης, μέσω της πίεσης που ασκείται στον καταναλωτισμό, ο οποίος συντηρούσε την ανάπτυξη αυτά τα χρόνια. Έτσι αναδύεται ο κίνδυνος κρίσης στασιμοπληθωρισμού.

 

Η κρίση όμως αυτή, όπως και οι προηγούμενες κρίσεις στη διάρκεια της περιόδου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (1987, 1990, 1994, 1997/8, 2001 κ.λπ.), αλλά και πριν, στη διάρκεια της κρατικιστικής περιοδου (1973/4, 1979 κ.λπ.), ή και της προπολεμικής, δεν αντιπροσωπεύουν κατι το νέο στο καπιταλιστικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Γι αυτο και η εξαφάνιση της «αναρχίας» της αγοράς ήταν πάντοτε αίτημα της αντισυστημικής Αριστεράς. Το σύστημα δηλαδή δεν έγινε τώρα «καζίνο», όπως υποστήριζε ο Καστοριάδης, αλλά πάντοτε ήταν, και σε ολόκληρη την διακοσαετή ιστορία του μαστιζόταν απο κρίσεις εκτός απο τον μισό περίπου αιώνα του κρατισμού που ηταν κάπως ελεγχόμενες. Απλώς, τώρα το καζίνο ειναι πλανητικό και η Νέα Τάξη που ακριβώς εκφράζει αυτη την πλανητικού πια επιπέδου αναρχία ειναι μεν ασύμβατη με τους ευσεβείς πόθους της ρεφορμιστικής Αριστεράς, αλλα δεν παύει να ειναι πραγματικότητα!

 

 


 

[1] Κ. Βεργόπουλος, Το μεγάλο ρήγμα. Η αποδόμηση του κόσμου (Λιβάνης, 2007).

[2] Κ. Καστοριάδης, Η ‘ορθολογικότητα’ του καπιταλισμου (Υψιλον, 1998).

[3] Τ. Φωτόπουλος, Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατια (Γόρδιος 2005) κεφ. 2-4.

[4] Bob Heller, “Financiers' greed has put capitalism at risk”, Observer (9/9/2007).