Ελευθεροτυπία (28 Μαρτίου 2009)


Η διαμάχη στην υπερεθνική ελίτ για την κρίση

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Μια βασική διαφωνία τακτικής που προέκυψε στους κόλπους της υπερεθνικής ελίτ ―μεταξύ της Αμερικάνικης ελίτ και των αναπτυγμένων χωρών της ΕΕ― αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της επιδεινούμενης παγκόσμιας συστημικής κρίσης. Η διαφωνία αυτή, αντίθετα με την καλλιεργούμενη μυθολογία ακόμη και από «προοδευτικούς» Νομπελίστες τύπου Κρουγκμαν, δεν αναφέρεται στη δήθεν απροθυμία των Ευρωπαϊκών ελίτ να εφαρμόσουν Κευνσιανές πολιτικές, σαν αυτές που υποτίθεται εισήγαγε η κυβέρνηση Ομπαμα. Στη πραγματικότητα, η διαφωνία αυτή ανέκυψε καθαρά από τη διαφορά κοινωνικό-οικονομικών συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαϊκές σε σχέση με την Αμερικάνικη ελίτ και όχι από την δήθεν Κευνσιανή «προοδευτικότητα» του Ομπαμα σε σχέση με την «νεοφιλελεύθερη» στενοκεφαλιά των Ευρωπαϊκών ελίτ που επιμένουν στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Η σημασία επομένως της διαμάχης έγκειται στο γεγονός ότι εάν ακόμη και τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ, που εκφράζονται βασικά από την «Ομάδα των 7» και έχουν κοινούς στόχους για την αναπαραγωγή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα γα τις ακολουθητέες πολιτικές, λόγω των διαφορών στις συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν, μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς γιατί αποτελεί καθαρή ουτοπία ότι θα μπορούσε ποτέ η Ομάδα των 20, ή ακόμη περισσότερο η «διεθνής κοινότητα» όπου οι διαφορές των συνθηκών είναι απείρως μεγαλύτερες, να συμφωνήσουν σε ριζοσπαστικά κοινά μέτρα εναντίον της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης και κυρίως της οικονομικής και οικολογικής.

 

Όταν λοιπόν σήμερα η Αμερικάνικη ελίτ δημιουργεί τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα και αντίστοιχη πελώρια αύξηση του δημοσίου χρέους, αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ξαφνικά ανένηψαν και εγκαταλείπουν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση από την οποία τόσο ωφελήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Η Αμερικάνικη ελίτ δεν έχει ούτε την διάθεση, αλλά ούτε και την δυνατότητα, να επιστρέψει στον Κεϊνσιανισμό. Οι Κευνσιανές πολιτικές έχουν γίνει ανεφάρμοστες ήδη από την δεκαετία του ’70, όταν ―με την μαζική εξάπλωση των πολυεθνικών― αναδυόταν η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς που ήταν ασύμβατη με τα «οικονομικά της αποτελεσματικής ζήτησης» που εξέφραζαν τον Κεϊνσιανισμό. Δηλαδή, με τις πολιτικές που απέβλεπαν στον έλεγχο της παραγωγής και της απασχόλησης μέσω δημοσιονομικών κυρίως, αλλά και νομισματικών, πολιτικών που άμεσα η έμμεσα επηρέαζαν αποφασιστικά την συνολική ζήτηση των κρατών-εθνών. Στα κράτη αυτά, η ανάπτυξη στηριζόταν βασικά στην εσωτερική αγορά και οι αγορές εμπορευμάτων και κεφαλαίου ήταν ελεγχόμενες από το κράτος, ενώ οι αγορές εργασίας υπόκειντο σε σειρά ρυθμιστικών αλλά και κοινωνικών έλεγχων που είχαν επιβληθεί ως αποτέλεσμα της Κοινωνικής Πάλης. Στο πλαίσιο αυτό, το Κράτος μπορούσε για παράδειγμα να στηρίζεται, στη διάρκεια υφέσεων, σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς (με ό,τι αυτό συνεπαγόταν όσον αφορά τις πιέσεις στον πληθωρισμό) και να προσπαθεί να καλύπτει τα ελλείμματα στις ανοδικές περιόδους του οικονομικού κύκλου.

 

Από τη στιγμή όμως που όλες οι χώρες άρχισαν να ενσωματώνονται στην νέα διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, η οποία επέβαλλε το άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών, τα οικονομικά της αποτελεσματικής ζήτησης αναπόφευκτα αντικαταστάθηκαν από τα «οικονομικά της προσφοράς». Αναπόφευκτα, διότι η ανάπτυξη άρχισε αυξανόμενα να στηρίζεται στην εξωτερική αγορά, πράγμα που σήμαινε ότι η ανταγωνιστικότητα με τα ξένα εμπορεύματα έγινε καθοριστικός παράγοντας. Η ενίσχυση της προσφοράς ―μέσα από την μείωση του κόστους παραγωγής (εργατικού κόστους αλλά και εργοδοτικών εισφορών, φόρων στο κεφάλαιο κλπ)― αντί για την ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης, έγινε ο κύριος στόχος της οικονομικής πολιτικής. Πράγμα που συνεπαγόταν ό,τι ονομάζουμε νεο/σοσιαλφιλελεύθερες πολιτικές: πετσόκομμα του κράτους-πρόνοιας και του κοινωνικού μισθού, συμπίεση των ονομαστικών μισθών, ιδιωτικοποιήσεις, μείωση των φόρων κυρίως των προνομιούχων.

 

Αυτό λοιπόν που συμβαίνει είναι ότι οι ΗΠΑ είναι σε οικονομική και κοινωνική θέση να εφαρμόσουν ―προσωρινά και μέχρι να ελεγχθεί η επιδεινούμενη συνεχώς ύφεση ως συνέπεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης― ελλειμματικές πολιτικές, σε αντίθεση με τις Ευρω-ελίτ που είναι αναγκασμένες λόγω των δικών τους συνθηκών να συνεχίσουν με τις ίδιες νεο/σοσιαλφιλελεύθερες πολιτικές, όπως εκφράζονται από το Σύμφωνο Σταθερότητας κ.λπ., προσπαθώντας συγχρόνως να εισάγουν κάποιους ρυθμιστικούς έλεγχους για να ελέγξουν σε κάποιο βαθμό τις χρηματοπιστωτικές αγορές και ν’ αποφύγουν κρίσεις παρόμοιου μεγέθους στο μέλλον. Ποιές είναι όμως οι διαφορετικές αυτές συνθήκες που επιβάλλουν διαφορετικές πολιτικές;

 

Στο οικονομικό επίπεδο, οι διαφορές ανάγονται στον βαθμό εξάρτησης του ρυθμού ανάπτυξης από την ξένη αγορά/ξένο κεφάλαιο και στην δανειοληπτική ικανότητα. Έτσι, μόνο 11% του Αμερικανικού ΑΕΠ οφείλεται στις εξαγωγές έναντι 40% της Ευρωζώνης,[1] ενώ οι καθαρές εισροές ξένου κεφαλαίου αντιστοιχούν σε 1.8% του Αμερικανικού ΑΕΠ έναντι 3,8% της Ευρωζώνης.[2] Όσον αφορά την δανειοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ, όσο οι ξένοι επενδυτές και κυρίως η «κομουνιστική» Κινέζικη ηγεσία εξακολουθούν να στηρίζουν το δολάριο, η Αμερικάνικη ελίτ μπορεί να συνεχίσει ανενόχλητα να χρεώνεται. Όμως, η Κινέζική ηγεσία, από τη στιγμή που εξάρτησε την ανάπτυξη της χώρας από την ενσωμάτωση στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, δεν έχει επιλογή. Ιδιαίτερα, όταν ήδη έχει ένα βαθμό εξάρτησης από την ξένη αγορά/ξένο κεφάλαιο παρόμοιο με αυτόν της Ευρωζώνης, αλλά και μια δυναμική ενσωμάτωσης πολύ μεγαλύτερη από αυτήν, όπως φανερώνει το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία (1995-2006) ο μέσος ρυθμός αύξησης των εξαγωγών της ήταν σχεδόν τριπλάσιος από αυτόν της Ευρωζώνης![3] Οι ΗΠΑ επομένως όχι μόνο μπορούν να στηριχτούν στην εσωτερική αγορά πολύ περισσότερο από την Ευρωζώνη για να βγουν από την κρίση, αλλά και έχουν πολύ μεγαλύτερη δανειοληπτική ικανότητα για να το επιτύχουν μέσα από την μαζική αύξηση του χρέους τους. Ακόμη, οι κοινωνικές επιπτώσεις από την ανάγκη αποπληρωμής του υπέρογκου χρέους θα είναι πολύ μικρότερες στην Αμερική σε σχέση με την Ευρωζώνη, λόγω του ότι το κοινωνικό κράτος της είναι υποτυπώδες, ακόμη και σε σύγκριση με το σημερινό πετσοκομμένο Ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας.

 

Τέλος, η διαμάχη αυτή ουσιαστικά δεν αφορά την Ελλάδα, η οποία, ανήκοντας στην ημιπεριφέρεια από πλευράς οικονομικής ανάπτυξης (παρά τον μύθο της «αναπτυγμένης οικονομίας» που τώρα υιοθετεί και τμήμα της αντισυστημικής Αριστεράς σε αγαστή σύμπνοια με την ρεφορμιστική!) έχει διαφορετικές κοινωνικό-οικονομικές δομές τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τα μητροπολιτικά κέντρα της Ευρωζώνης. Έτσι, τόσο το ποσοστό των εξαγωγών της όσο και αυτό των καθαρών εισροών ξένου κεφαλαίου στο ΑΕΠ είναι κάτω από το μισό της Ευρωζώνης (19% και 1,8% αντίστοιχα). Αυτό όμως δεν οφείλεται βέβαια στον όγκο της δικής της παραγωγής και εσωτερικής αγοράς, όπως στις ΗΠΑ, αλλά στην... έλλειψη ουσιαστικής παραγωγικής δομής (που υπονόμευσε δραστικά η ενσωμάτωση της στην ΕΕ) την οποία εκφράζει το ελλειμματικό εμπορικό της ισοζύγιο, με αποτέλεσμα τον συνεχή δανεισμό με επαχθέστερους όρους. Και, φυσικά, οι «επιτηρητές» μας στην ΕΕ ενδιαφέρονται μόνο για τα συμπτώματα της κρίσης και όχι για τα αίτια της, για τα οποία είναι συνυπεύθυνοι. Είναι λοιπόν φανερό ότι οποιοδήποτε κόμμα βρισκόταν στην εξουσία που δεν θα επέβαλε την έξοδο της χώρας από την ΕΕ (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Οικολόγοι-Πράσινοι, αλλά και «Αντικαπιταλιστική Αριστερή Συνεργασία») τις ίδιες ακριβώς πολιτικές θα εφάρμοζε στο πλαίσιο της ΕΕ, παρά την ρητορική του…

 


 

[1] World Bank, World Development Indicators ’08, πιν. 4.8

[2] Στο ιδιο, πιν 6.1.

[3] στο ιδιο, πιν. 6.2