Ελευθεροτυπία (22 Μάη 2010)
Ο ψευτο-«μονόδρομος» και η Αριστερά
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Όπως προσπάθησα να δείξω επανειλημμένα από τη στήλη αυτή, τα ληστρικά μέτρα στη πραγματικότητα έχουν μόνο ένα στόχο: να μην χάσουν οι δανειστές μας ούτε δεκάρα. Και αυτό, παρά τα παραμυθιάσματα του αρχηγού της κοινοβουλευτικής χούντας, η οποία κυβερνά τον τόπο με την βοήθεια της αγέλης του κοινοβουλευτικού λόχου που υφάρπαξαν την ψήφο του λαού, καταφεύγοντας στην καθαρή απάτη, και την διατηρούν σήμερα με την κατ’ εξακολούθηση απάτη των ΜΜΕ των ελίτ που τους στηρίζουν, αλλά και την αστυνόμο-τρομοκρατία που εντείνεται. Έτσι, τα λαϊκά στρώματα καταδικάζονται στην ανεργία και τη στέρηση, ενώ όλο και περισσότεροι ξεπερνούν την μαζική πλύση εγκεφάλου περί δήθεν «μονόδρομου» των μέτρων, τη στιγμή που γίνεται πια κοινή συνείδηση ότι υπάρχει εναλλακτική λύση. Δηλαδή, μια λύση που θα υποχρέωνε τις ξένες και ντόπιες ελίτ, οι οποίες άλλωστε δημιούργησαν το Χρέος, να το πληρώσουν οι ίδιες και όχι τα λαϊκά στρώματα που εισέπραξαν κάποια ψίχουλα από αυτό. Η λύση αυτή, όπως την περιέγραψα σε σειρά άρθρων, θεμελιώνεται σε δυο βασικούς πυλώνες: πρώτον, την μονομερή έξοδο από την Εύρω-ζώνη και την επανεισαγωγή και υποτίμηση μιας νέας δραχμής (με παράλληλη στήριξη των χαμηλών εισοδημάτων για να προστατευθούν από την υποτίμηση) και, δεύτερον, την επανεισαγωγή αυστηρών κοινωνικών ελέγχων στις αγορές κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας ώστε να προστατευθεί η κοινωνία από τις αγορές. Τα υπόλοιπα εναλλακτικά μέτρα είναι παρεπόμενα των δυο αυτών πυλώνων: δραχμοποίηση του χρέους και στη συνέχεια επαναδιαπραγμάτευση του με βάση τους δικούς μας όρους (συρρίκνωση και επιμήκυνση χρόνου πληρωμής με την απειλή ολοσχερούς στάσης πληρωμών), κοινωνικοποίηση Τραπεζών και βαριά φορολογία στην κινητή και ακίνητη μεγάλη περιουσία, ώστε να πληρώσουν το χρέος μόνο τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα που το δημιούργησαν και βασικά ωφελήθηκαν από αυτό.
Όπως είναι φανερό από τα παραπάνω, μια πραγματική εναλλακτική λύση είναι εφικτή μονό εάν θεμελιωθεί στους παραπάνω δυο πυλώνες, οι οποίοι συμπυκνώνουν την ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και αποτελούν την απώτερη αιτία της αναπτυξιακής «φούσκας» και του μοντέλου «ανάπτυξης» που μόλις κατέρρευσε. Συνοπτικά, η ένταξη της χώρας στην ΕΕ και στη συνέχεια στην ΟΝΕ, χάρη στις προσπάθειες του «εθνάρχη» Καραμανλή (που συνέχισε ο «υπο-εθναρχης» Α. Παπανδρέου και στη συνεχεία οι «ανθυπο-εθναρχες» Κ. Σημίτης και Γ. Παπανδρέου τζούνιορ) οδήγησε στην «αναπτυξιακή φούσκα» που δημιούργησε μια πρωτόγνωρη στην Ελλάδα ανισότητα μεταξύ, από τη μια μεριά, μιας κάστας κλεπτοκρατών που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν ακόμη και για την καπιταλιστική «ανάπτυξη» της χώρας και των συναφών προνομιούχων στρωμάτων και, από την άλλη, των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία στις μεν πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες καταδικαζόντουσαν στη μαζική μετανάστευση για να επιβιώσουν, στέλνοντας πίσω τα μεταναστευτικά εμβάσματα, που μαζί με ένα τουρισμό «της αρπαχτής» και τα ναυτιλιακά εμβάσματα, παρήγαγαν και αναπαρήγαγαν μια καταναλωτική δομή, η οποία δεν είχε καμιά σχέση με το παραγωγικό δυναμικό που είχε ήδη αρχίσει να δημιουργεί η μεταπολεμική «ανάπτυξη» και ολοκλήρωσε η ένταξη μας στην ΕΟΚ/ΕΕ.
Το παραγωγικό αυτό δυναμικό βασιζόταν σε ένα στρεβλό επενδυτικό πρότυπο, όπου ούτε το ντόπιο ούτε το ξένο ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά ούτε και οι δημόσιες επενδύσεις, δημιούργησαν μια ισχυρή μεταποιητική βάση αλλά, αντίθετα, στράφηκαν στις κατοικίες και στα έργα υποδομής και στη δημιουργία μιας δασμοβίωτης βιομηχανίας στους παραδοσιακούς κλάδους ελαφρών καταναλωτικών αγαθών (τρόφιμα, είδη ένδυσης κ.λπ.), οι οποίοι σαρώθηκαν μόλις καταργήθηκαν οι δασμοί με την ένταξη στην ΕΟΚ/ΕΕ, ή εξαγοράστηκαν, όταν ήταν βιώσιμοι, από το ξένο κεφάλαιο. Παράλληλα, η αυτοδυναμία μας σε αγροτικά προϊόντα αποδιαρθρωνόταν από την Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΟΚ/ΕΕ και το θετικό αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο, που υπήρχε πριν την ένταξη, μετατράπηκε ραγδαία σε αρνητικό μετά την ένταξη, ενώ η καταστροφή αυτή συγκαλυπτόταν από τις προσωρινές μεταβιβάσεις Κοινοτικών εισοδημάτων στους αγρότες που αυξάναν τεχνητά το αγροτικό εισόδημα, μέχρις ότου η σταδιακή μείωση τους να φέρει τη σημερινή κατάρρευση και του αγροτικού τομέα.
Έτσι, όταν η πηγή της μετανάστευσης στέρεψε, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ‘80, αντί να δημιουργήσει το νέο αυτοδύναμο μοντέλο ανάπτυξης που επαγγελλόταν με την «αλλαγή», οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση, ενισχύοντας περισσότερο τον καταναλωτισμό (ιδιωτικό αλλά και δημόσιο), δημιουργώντας μια νέα πηγή απορρόφησης του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στον δημόσιο τομέα και συμβάλλοντας αποφασιστικά στη δημιουργία ενός παρασιτικού τομέα υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα ―καμιά σχέση με την μεταβιομηχανική επέκταση των υπηρεσιών στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κέντρα. Όμως, τόσο η επέκταση του δημοσίου τομέα όσο και το υποτυπώδες κοινωνικό κράτος που κτίστηκε τότε έγινε με «ξένα κόλλυβα», αφού η κυβέρνηση δανειζόταν μαζικά, αντί να υποχρεώσει τις προκλητικά φοροδιαφεύγουσες ελίτ να πληρώσουν το κόστος. Τότε δημιουργήθηκε η μεταπολιτευτική «αναπτυξιακή φούσκα» που συνέχισε να φουσκώνει στις δεκαετίες 1990 και 2000. Ιδιαίτερα μάλιστα την τελευταία δεκαετία που ο δανεισμός με βάση το Ευρώ έγινε ακόμη ευκολότερος και έτσι χρηματοδότησε ακόμη και πολυδάπανα έργα βιτρίνας όπως οι Ολυμπιακοί (που έκαναν ακόμη πλουσιότερες τις ντόπιες και κάποιες ξένες ελίτ), μέχρις ότου η κρίση ρευστότητας στις διεθνείς αγορές, την οποία δημιούργησε τα τελευταία χρόνια η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, να λειτουργήσει σαν ο καταλύτης που θα έσκαζε τη φούσκα!
Αυτή είναι εν περιλήψει[1] η Ιστορία και αιτιολογία της «αναπτυξιακής φούσκας» που μόλις έσκασε παταγωδώς, γεγονός που απαιτεί τώρα ―όπως επιδιώκει η κοινοβουλευτική Χούντα με τον λόχο της ώστε να αποπληρωθούν πλήρως οι δανειστές― να επανέλθουν τα λαϊκά στρώματα εκεί που βρισκόντουσαν οικονομικά πριν τη δημιουργία της φούσκας στη δεκαετία του ‘70, και αφήνοντας συγχρόνως τις ελίτ και τα προνομιούχα στρώματα με τον συσσωρευθέντα πλούτο που συγκέντρωσαν στο μεταξύ. Εάν όμως οι ίδιες οι ελίτ έχουν κάθε λόγο να αποκρύπτουν και συγκαλύπτουν την πραγματική αιτιολογία της κρίσης αναγόμενοι απλώς στα συμπτώματα της, το ίδιο κάνει ουσιαστικά και σημαντικό τμήμα της Αριστεράς, όπως σαφώς προκύπτει από τις συμβολές σε έρευνα της εφημερίδας για τη στάση της Αριστεράς στην κρίση[2] (έρευνα που ―εσκεμμένα ή μη― κατάφωρα ατύχησε στις επιλογές της επιλέγοντας συμβολές στο θέμα που στη συντριπτική πλειοψηφία τους ανήκαν στην ρεφορμιστική Αριστερά).
Όμως, η ρεφορμιστική Αριστερά παίρνει δεδομένους τους πυλώνες που ανάφερα και, στη πραγματικότητα, αποκλείει έτσι μια πραγματικά εναλλακτική λύση, ουσιαστικά δηλαδή αποδεχόμενη τα μέτρα, παρά τους περί του αντιθέτου βερμπαλισμούς των Πανεπιστημιακών και πολιτικών που υποστηρίζουν τις απόψεις αυτές ―κάποιοι από τους οποίους μάλιστα φαίνεται ζουν ακόμη στη δεκαετία του 1930 και δεν έχουν αντιληφθεί ότι στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και των πολυεθνικών είναι ανέκδοτο να προτείνουμε σαν δήθεν λύση στην κρίση την νεκρανάσταση του ...Ρούζβελτ και το New Deal, με ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές! Είναι όμως λυπηρό ότι ακόμη και οικονομολόγοι και επιστήμονες της αντισυστημικής Αριστεράς που θεωρούν μεν «κοινωνική αναγκαιότητα την έξοδο από το ευρώ και την ΟΝΕ», συγχρόνως, μιλούν αντιφατικότατα για εναλλακτικούς δρόμους που θα μπορούσε να πάρει η κυβέρνηση «πριν οδηγήσει την Ελλάδα στο τελευταίο σκαλοπάτι του διασυρμού», απαιτώντας «ευνοϊκό δανεισμό από την ΕΚΤ»…