Τάκης Φωτόπουλος, Ο Καπιταλισμός του Τσόμσκι, Ο Μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία

(εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2004)


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Οι θέσεις του Τσόμσκι για το καπιταλιστικό συστημα και τις αξίες του

 

O Νόαμ Τσόμσκι ανέπτυξε πρόσφατα μια άποψη για την φύση του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος και τις αξίες της οικονομίας της αγοράς η οποία καταλήγει σε παρόμοια συμπεράσματα με αυτά των σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων ρεφορμιστών ως προς το κατά πόσον η κρατική δράση είναι εφικτή και επιθυμητή για τον έλεγχο της σημερινής οικονομίας της αγοράς. Έτσι, για τον Τσόμσκι, οι αξίες που παρέχουν τα κίνητρα για τη δραστηριότητα των σημερινών ελίτ στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, δεν είναι η ιδιωτική πρωτοβουλία και ο ανταγωνισμός. Αντίθετα, οι ελίτ απλώς χρησιμοποιούν αυτές τις αξίες ως προπαγάνδα στην προσπάθειά τους να "πείσουν" το δικό τους κοινό και τις χώρες στην περιφέρεια και την ημιπεριφέρεια για να τις εφαρμόσουν, ενώ οι ίδιοι απαιτούν και απολαμβάνουν την προστασία των δικών τους κρατών:

Για το ευρύ κοινό, οι προδιαγραφόμενες αξίες είναι ο ατομικισμός και ο ανταγωνισμός. Όχι όμως και για τις ελίτ. Αυτές απαιτούν και έχουν την προστασία ενός ισχυρού κράτους, και επιμένουν στην ύπαρξη διευθετήσεων που τις προστατεύουν από τον ελεύθερο ανταγωνισμό ή τις καταστροφικές συνέπειες του ατομικισμού. Η διαδικασία της «κορπορατικοποίησης» (corporatization) είναι ένα συνηθισμένο παράδειγμα, όπως επίσης και το γεγονός ότι κάθε οικονομία –και κυρίως οι ΗΠΑ--βασίζεται στην κοινωνικοποίηση του κινδύνου και του κόστους. Η ανάγκη να υπονομευθεί η απειλή του ανταγωνισμού παίρνει διαρκώς νέες μορφές: σήμερα, μία από τις σημαντικότερες μορφές, εκτός από την διαδικασία της «κορπορατικοποίησης», είναι η ανάπτυξη ενός ευρέως δικτύου "στρατηγικών συμμαχιών" μεταξύ των υποτιθέμενων ανταγωνιστών (π.χ. IBM - Toshiba – Siemens, διάφορες αυτοκινητοβιομηχανίες). Το φαινόμενο αυτό έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που κορυφαίοι αναλυτές στον κόσμο των επιχειρήσεων μιλούν πλέον για μία νέα μορφή "καπιταλισμού των συμμαχιών", που αντικαθιστά τον «κορπορατικο» καπιταλισμό των μάνατζερ, ο οποίος με την σειρά του είχε εκτοπίσει τον ιδιοκτησιακό καπιταλισμό ένα αιώνα πριν, στους προηγμένους τομείς της οικονομίας.[1]

Ο Τσόμσκι ανέπτυξε παραπέρα αυτό το θέμα σε ένα άρθρο του στη New Left Review[2], όπου έκανε σαφές ότι οι παραπάνω απόψεις του για την οικονομία της αγοράς είναι απόλυτα συνεπείς με τις απόψεις του για την φύση του σημερινού καπιταλισμού. Σε αυτό το άρθρο, δηλώνει αρχικά ότι ο όρος «καπιταλιστικός» δεν σημαίνει καπιταλιστικός με την παραδοσιακή έννοια του όρου αλλά μάλλον αναφέρεται σε επιδοτούμενα και προστατευόμενα από το κράτος ιδιωτικά κέντρα εξουσίας, ή «κολεκτιβιστικά νομικά πρόσωπα» που συνιστούν τη σημερινή «κορπορατικοποίηση» της οικονομίας της αγοράς. Στη συνέχεια, περιγράφει τη διαδικασία αυτή και τον σχετικό ρόλο του κράτους ως εξής:[3]

Η διαδικασία της «κορπορατικοποίησης» ήταν βασικά η αντίδραση στις μεγάλες αποτυχίες της αγοράς του τέλους του 19ου αιώνα, και αντιπροσώπευε μία μετατόπιση από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιδιοκτησιακό καπιταλισμό στην διαχείριση των αγορών από συλλογικά νομικά πρόσωπα (συγχωνεύσεις εταιριών, καρτέλ, εταιρικές συμμαχίες) σε συνεργασία με ισχυρά κράτη ... ο κύριος στόχος των κρατών — και μην ξεχνάμε ότι παρά τις κουβέντες για την ελαχιστοποίηση του κράτους, στις χώρες του ΟΟΣΑ το κράτος συνεχίζει να αυξάνει σε σχέση με το ΑΕΠ, κυρίως στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 — είναι ουσιαστικά να κοινωνικοποιήσουν τον κίνδυνο και το κόστος, και να ιδιωτικοποιήσουν την εξουσία και το κέρδος.

Oι απόψεις του Τσόμσκι για τις αξίες της οικονομίας της αγοράς και την φύση του σημερινού καπιταλισμού είναι απόλυτα συνεπείς με τις απόψεις του για τον δυνητικό ρόλο του κράτους στον έλεγχο της σημερινής οικονομίας της αγοράς. Έτσι, όπως ο Τσόμσκι τονίζει στο παραπάνω άρθρο:

Ο μακροπρόθεσμος στόχος παρομοίων πρωτοβουλιών (όπως είναι η Πολυμερής Συμφωνία για Επενδύσεις - ΜΑΙ) είναι αρκετά σαφής για όποιον έχει ανοιχτά τα μάτια του: μία διεθνής πολιτική οικονομία που είναι οργανωμένη από ισχυρά κράτη και μυστικές γραφειοκρατίες, των οποίων η πρωταρχική λειτουργία είναι να υπηρετούν την συγκέντρωση ιδιωτικής εξουσίας που διαχειρίζεται τις αγορές μέσα από τις δικές της εσωτερικές λειτουργίες και μέσα από δίκτυα εταιρικών συμμαχιών, οι οποιες συμπεριλαμβάνουν τις ενδοεπιχειρησιακές συναλλαγές που ψευδεπίγραφα ονομάζονται "εμπόριο". (Οι πρωτοβουλίες αυτές) στηρίζονται στο δημόσιο για κρατικές επιδοτήσεις, έρευνα και ανάπτυξη, τεχνολογικές καινοτομίες, καθως και για να διασώζει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που καταρρέουν. Βασίζονται ακόμη στα ισχυρά κράτη για προστασία από τα επικίνδυνα "δημοκρατικά ανοίγματα". Με αυτά τα μέσα, προσπαθούν να εξασφαλίσουν ότι οι "κύριοι ωφελημένοι" από τον παγκόσμιο πλούτο θα είναι οι «σωστοί» άνθρωποι: οι αυτάρεσκοι και ευημερούντες "Αμερικανοί", οι κατά τόπους υποστηρικτές τους, και οι απανταχού ομόλογοί τους. Η κλίμακα όλων αυτών δεν είναι ούτε τόσο μεγάλη ούτε τόσο καινούργια όσο υποστηρίζεται ότι είναι. Από πολλές απόψεις, πρόκειται για μία επιστροφή στις αρχές του εικοστού αιώνα. Και δεν υπάρχει λόγος ν αμφιβάλλουμε ότι μπορει να ελεγχθεί ακομη και μέσα από τους υφιστάμενους τυπικούς θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.[4]

Με βάση τα παραπάνω, δεν είναι επομένως εκπληκτική η οξεία κριτική που άσκησε πρόσφατα ο Murray Bookchin-- ο οποίος γενικά αναγνωρίζεται ως ο σημαντικότερος εν ζωη αναρχικός-- σε παρόμοιες απόψεις του Τσόμσκι αναφορικά με τα αιτήματα για την αποκέντρωση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ. Όπως τονίζει ο Μπουκτσιν[5]:

Είναι θλιβερό να σχολιάζει κανείς ότι πολλοί αυτοχαρακτηριζομενοι αριστεριστές στρέφονται τωρα στο αστικό κράτος-έθνος για βοήθεια κατά του κεφαλαίου! Το φίμωμα της αριστεράς έχει προχωρήσει σε τέτοιο βάθος ώστε κάποιος σαν τον Τσόμσκι, που δηλώνει αναρχικός, επιδιώκει την ενίσχυση η έστω τη στήριξη του συγκεντρωτικού κράτους (της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ) ενάντια στο αίτημα της «αποκέντρωσης» στις ομόσπονδες πολιτείες, ωσάν να ήταν δυνατό το συγκεντρωτικό Κράτος να χρησιμοποιηθεί ενάντια στις επιχειρήσεις, τις οποιες μακροπρόθεσμα παντα βοηθούσε!

Εισαγωγή στην κριτική των θέσεων Τσόμσκι για το καπιταλιστικό σύστημα

Θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει πολλαπλά τις παραπάνω θέσεις του Τσόμσκι, όπως προκύπτουν από τα παραταθέντα αποσπάσματα.

Πρώτον, το επιχείρημα σχετικά με τις αξίες των οικονομικών ελίτ, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού[6], είναι αμφισβητήσιμο.

Δεύτερον, ο χαρακτήρας της σημερινής οικονομίας της αγοράς μπορει να θεωρηθεί μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό αναλυτικό πλαίσιο από εκείνο που προτείνει ο Τσόμσκι.

Τέλος, μπορεί να δειχθεί ότι η έξοδος από την σημερινή πολυδιάστατη κρίση και την επακόλουθη τεράστια συγκέντρωση εξουσίας, δεν μπορεί να γίνει μέσα από κατακερματισμένες και συνήθως "μονοθεματικές" αμυντικές μάχες με τις ελίτ. Τέτοιου είδους μάχες, έστω και αν μερικές φορές είναι νικηφόρες, δεν μπορούν ποτέ να κερδίσουν τον πόλεμο, εάν δεν αποτελούν ενιαίο τμήμα της πάλης ενός νέου λαϊκού κινήματος ενάντια στο ιδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που αποτελεί την απώτερη αιτία της συγκέντρωσης οικονομικής εξουσίας.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι θέσεις αυτές του Τσόμσκι για την φύση του σημερινού συστήματος καταλήγουν στην υποστήριξη ρεφορμιστικών κινημάτων και αιτημάτων όπως θα δουμε στο επόμενο κεφαλαιο σε σχέση με τη στάση του για το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. 

Ο χαρακτήρας της οικονομίας της αγοράς σήμερα

Όσον αφορά τον χαρακτήρα της οικονομίας της αγοράς σήμερα, έχω προσπαθήσει αλλού να εξηγήσω τον τρόπο που εξελίχθηκε από τότε που πρωτοεμφανίστηκε, εδώ και δύο αιώνες, και πως πήρε την σημερινή μορφή της ‘οικονομίας της ανάπτυξης’[7]. Θα προσθέσω μόνον εδώ, ότι η μετατόπιση από τον ιδιοκτησιακό (ή ‘κορπορατικο’) καπιταλισμό προς την σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπου μερικές γιγαντιαίες εταιρείες ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία, δεν συνέβη, όπως περιγράφει ο Τσόμσκι, ως "αντίδραση στις μεγάλες αποτυχίες της αγοράς του τέλους του 19ου αιώνα". Εκείνο που δεν αναφέρει ο Τσόμσκι είναι ότι ήταν ο ίδιος ο ανταγωνισμός που οδήγησε από τις απλές επιχειρηματικές μονάδες στις σημερινές γιγάντιες εταιρείες. Οι αποτυχίες της αγοράς άλλωστε δεν είναι θεόσταλτες συμφορές. Αν εξαιρέσει κανείς τις περιπτώσεις των μονοπωλίων, σχεδόν όλες οι αποτυχίες της αγοράς στην ιστορία είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τον ανταγωνισμό. Ο ίδιος ανταγωνισμός είναι αυτός που δημιουργεί την ανάγκη εξάπλωσης του καπιταλισμού δημιουργώντας ταυτόχρονα την κρίσιμη δυνατότητα χρησιμοποίησης των καλύτερων (από άποψη κερδοφορίας) τεχνολογιών και μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής (οικονομίες κλίμακας κλπ). Και είναι ο ίδιος ανταγωνισμός που έχει οδηγήσει στην σημερινή έκρηξη των συγχωνεύσεων και των εξαγορών στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, καθώς και στις διάφορες "στρατηγικές συμμαχίες". Για παράδειγμα, η πριν λίγα χρόνια ανακοινωθείσα συγχώνευση ορισμένων πετρελαϊκών κολοσσών, με μία έννοια, ήταν το αποτέλεσμα "αποτυχίας της αγοράς" εξ αιτίας της πτώσης των κερδών τους. Αλλά, βαθύτερα, αυτή η συγχώνευση, καθώς και οι εξαγορές, στρατηγικές συμμαχίες κλπ που συμβαίνουν αυτή την στιγμή, είναι απλώς το αποτέλεσμα των μέτρων αυτοπροστασίας που παίρνουν οι γιγαντιαίες εταιρείες για να επιβιώσουν στον εξοντωτικό ανταγωνισμό που προκάλεσε η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Κατά συνέπεια, αυτό που οδήγησε στον σημερινό καπιταλισμό των "συμμαχιών" είναι ο ίδιος ο ανταγωνισμός που αποτελεί θεμελιακή συνιστώσα της οικονομίας της αγοράς, και όχι οι "αποτυχίες της αγοράς", ή η σχετική δραστηριότητα του κράτους, πράγματα που αποτελούν απλώς τις συνέπειες του ανταγωνισμού.

Παρόμοια, η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς δεν είναι μόνον αποτέλεσμα της κρατικής δραστηριότητας για φιλελευθεροποίηση των χρηματαγορών και των αγορών εμπορευμάτων. Στην πραγματικότητα, τα κράτη απλώς ακολουθησαν την de facto διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία εντατικοποιήθηκε με τις δραστηριότητες των πολυεθνικών όταν, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, κάτω από την πίεση των τελευταίων, τα κράτη είχαν αρχίσει την διαδικασία φιλελευθεροποίησης των χρηματαγορών και την περαιτέρω απορύθμιση των αγορών εμπορευμάτων (μέσω των γύρων της GATT). Επομένως, η σημερινή διεθνοποίηση είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα της δυναμικής "ανάπτυξη ή θάνατος", που χαρακτηρίζει την οικονομία της αγοράς, μίας δυναμικής που έθεσε σε λειτουργία ο ανταγωνισμός --το κρίσιμο γεγονός που αγνοεί ο Τσόμσκι.

Είναι, ακομη, η ίδια διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία ήρθε σε αντίθεση με τον βαθμό κρατικού ελέγχου της οικονομίας που είχε επιτευχθεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, αυτή που κατέστησε αναγκαία την σημερινή νεοφιλελεύθερη συναίνεση.[8] Η συναίνεση αυτή, δεν είναι μόνο μία αλλαγή πολιτικής, όπως ισχυρίζονται οι σοσιαλδημοκράτες και οι συνοδοιπόροι τους, αλλά αποτελεί σημαντική δομική αλλαγή. Η ελαχιστοποίηση του κράτους δεν είναι επομένως απλώς "κουβέντες", όπως υποθέτει ο Τσόμσκι που βασίζει την επιχειρηματολογία του στην αβάσιμη υπόθεση ότι "το κράτος συνεχίζει να αυξάνει σε σχέση με το ΑΕΠ, κυρίως στις δεκαετίες του 1980 και του 1990". Εν τούτοις, όχι μόνον η μείωση του ρυθμού αύξησης των κυβερνητικών δαπανών στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μείωση των άλλων τμημάτων της συνολικής ζήτησης κατά την περίοδο 1980-93,[9] αλλά, στην πραγματικότητα, οι (σταθμισμένες μέσες) κυβερνητικές δαπάνες των οικονομιών με υψηλό εισόδημα, ήταν χαμηλότερες το 1995 (15% του ΑΕΠ) απ' ότι ήταν το 1980 (17%).[10] Και όλα αυτά, χωρίς να λάβουμε υπ' όψη την δραστική μείωση του συνολικού δημόσιου τομέα που σημειώθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, ως συνέπεια της μαζικής ιδιωτικοποίησης των κρατικών βιομηχανιών. Με αλλα λόγια, η ελαχιστοποίηση του κράτους όχι μόνον δεν είναι "κουβέντες" αλλά, αντίθετα, είναι ένα βασικό στοιχείο της σημερινής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

Επίσης, οι στρατηγικές συμμαχίες, οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές, όχι μόνον δεν αντιπροσωπεύουν μία κίνηση απομάκρυνσης από την οικονομία της αγοράς, αλλά, αντιθετα αποτελουν μία κίνηση προς μία νέα μορφή αυτής. Αντιπροσωπεύουν, δηλαδή, την απομάκρυνση από μία οικονομία της αγοράς της οποίας η δυναμική καθοριζόταν από την εσωτερική αγορά, προς μια οικονομία της αγοράς της οποίας η δυναμική καθορίζεται από την παγκόσμια αγορά. Αυτό συνεπάγεται ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση δύναμης, όχι μόνον από άποψη εισοδημάτων και πλούτου, αλλά επίσης και από άποψη συγκέντρωσης του έλεγχου της παγκόσμιας παραγωγής, του παγκόσμιου εμπορίου και των παγκόσμιων επενδύσεων σε όλο και λιγότερα χέρια. Όμως, η ολιγοπωλιοποίηση αυτή του ανταγωνισμού δεν σημαίνει βέβαια έλλειψη ανταγωνισμού! Στη πραγματικοτητα, ο ολιγοπωλιακος ανταγωνισμος είναι ακομα πιο εξοντωτικος.

Ακόμα, θα ήταν σοβαρό λάθος να θεωρήσουμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό της παρούσης περιόδου είναι μία "επίθεση ενάντια στις αγορές", όπως είναι το επιχείρημα του άκρατου νεοφιλελευθερισμού που υιοθετεί και ο Τσόμσκι.[11] Αντίθετα, η παρούσα περίοδος της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης μπορεί να χαρακτηριστεί ως επίθεση ενάντια στους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές, ιδιαίτερα σε αυτούς που ονομάζω «κοινωνικούς ελέγχους με την στενή έννοια», δηλ. αυτούς που στοχεύουν να προστατεύουν τον άνθρωπο και την φύση από τις συνέπειες της «αγοραιοποίησης»[12]. Οι έλεγχοι αυτοί εισαχθήκανε μετά από σκληρούς κοινωνικούς αγώνες που διεξήγαγαν εκείνοι που θιγόντουσαν από τις επιπτώσεις της οικονομίας της αγοράς. Τέτοιοι έλεγχοι είναι για παράδειγμα η νομοθεσία για την κοινωνική ασφάλιση και τα επιδόματα κοινωνικής προνοίας (που σήμερα ξεδοντιάζονται), οι μακροοικονομικοί έλεγχοι για την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης (που σήμερα εχουν καταργηθεί) κλπ.

Εκείνο που ακόμη είναι υπό συζήτηση μέσα στις οικονομικές ελίτ, είναι η μοίρα των ελέγχων που ονομάζω «κοινωνικούς ελέγχους με την ευρεία έννοια», δηλ. εκείνους τους έλεγχους που κύρια στοχεύουν να προστατεύσουν αυτούς που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς από τον ξένο ανταγωνισμό. Τέτοιοι έλεγχοι ήταν στο παρελθόν οι δασμοί, οι εισαγωγικοί έλεγχοι, οι συναλλαγματικοί έλεγχοι κλπ και σήμερα οι μη δασμολογικοί φραγμοί, η μαζική κρατική υποστήριξη της έρευνας και ανάπτυξης, η προστασία του κινδύνου μέσω της διάσωσης επιχειρήσεων που καταρρέουν, η διαχείριση αγορών κλπ.

Έτσι, οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, τραπεζίτες, καθως και ορισμένοι πολιτικοί και άλλοι, αντιτίθενται σε κάθε είδος κοινωνικού ελέγχου πάνω στις αγορές (με την στενή η την ευρεία έννοια). Από την άλλη πλευρά, οι πιο ρεαλιστικές κυβερνήσεις της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, κάτω από την πίεση των περισσοτερο ευάλωτων στον ανταγωνισμό τμημάτων των δικών τους οικονομικών ελίτ, διατήρησαν πολλούς κοινωνικούς ελέγχους με την ευρεία έννοια και μερικές φορές ακομη και τους επεξέτειναν (μη διστάζοντας να φθάσουν στον πόλεμο για να εξασφαλίσουν την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών), γεγονός που δημιούργησε το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα (που υιοθέτησε και ο Τσόμσκι) περί επίθεσης ενάντια στις αγορές.

Ανταγωνισμός και ο ρόλος του Κράτους

Σε αυτή την προβληματική, δεν θα πρέπει να συγχέει κανείς τον φιλελευθερισμό/νεοφιλελευθερισμό με την πολιτική του laissez-faire. Όπως έχω προσπαθήσει να δείξω αλλού,[13] ήταν το ίδιο το κράτος που δημιούργησε το σύστημα των αυτορρυθμιζόμενων αγορών. Κάποιου είδους κρατική παρέμβαση ήταν πάντοτε αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Το κράτος, μετά την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, είδε μία δραστική μείωση του οικονομικού του ρόλου, δεδομένου ότι δεν επιδιώκει πια μια άμεση παρέμβαση στον καθορισμό του εισοδήματος και της απασχόλησης μέσω της φορολογικής και νομισματικής πολιτικής.

Εν τούτοις, ακόμα και σήμερα, το κράτος συνεχίζει να παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση της σταθερότητας του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς, μέσω του μονοπωλίου της βίας που ασκεί), και στην αναπαραγωγή της εύρυθμης λειτουργίας του, μέσω της συντήρησης της υποδομής του. Στο πλαίσιο του ρόλου του κράτους για την συντήρηση της υποδομής μπορούμε να δουμε και τις δραστηριότητες για να κοινωνικοποιηθεί ο κίνδυνος και το κόστος και να αντικατασταθεί το παλιό κράτος προνοίας με ένα «δίχτυ ασφαλείας». Ακόμη, το κράτος καλείται σήμερα να παίξει ένα κρίσιμο ρόλο όσον αφορά την πλευρά της προσφοράς μέσα στην οικονομία, και συγκεκριμένα να λάβει μέτρα ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα μέσω της εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού με βάση τις απαιτήσεις της νέας τεχνολογίας, της υποστήριξης της έρευνας και της ανάπτυξης, ακόμα και της επιδότησης των εξαγωγικών βιομηχανιών όπου αυτό χρειάζεται. Επομένως, η μορφή κρατικής παρέμβασης που είναι συμβατή με την διαδικασία αγοραιοποίησης όχι μόνον δεν αποθαρρύνεται, αλλά, αντίθετα, προωθείται ενεργά από τους περισσότερους επαγγελματίες πολιτικούς της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

Είναι αλήθεια επομένως ότι δεν αρέσει στις οικονομικές ελίτ το είδος του ανταγωνισμού που — σαν αποτέλεσμα της άνισης ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς — απειλεί τα ίδια τα δικά τους συμφέροντα. Γι αυτό και πάντα προσπαθούσαν, τις περισσότερες φορές με επιτυχία, να προστατεύσουν τον εαυτό τους από αυτόν. Είναι, όμως, εξίσου αλήθεια ότι ήταν η δύναμη του ανταγωνισμού που πάντοτε τροφοδότησε την εξάπλωση της οικονομίας της αγοράς, και ότι ήταν οι αξίες του ανταγωνισμού και του ατομικού συμφέροντος που διαρκώς χαρακτήριζαν το σύστημα αξιών των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς. Ο Τσόμσκι, ωστόσο, αφήνει την εντύπωση ότι αν δεν είχαν συμβεί κάποια "ατυχήματα" στην Ιστορία, όπως οι αποτυχίες της αγοράς που αναφέρει καθώς και η επιθετική κρατική υποστήριξη (την οποία όμως πάντοτε απολάμβαναν οι οικονομικές ελίτ!), η "κορπορατικοποιηση" της οικονομίας της αγοράς θα μπορούσε ίσως να είχε αποφευχθεί. Η υπορρητη θεμελιακή υπόθεση που κανει είναι ότι οι προκαπιταλιστικες αγορές, εάν δεν είχαν συμβεί τα ‘ιστορικά ατυχήματα’ και η κρατική επέμβαση που κατ αυτόν οδήγησαν στο σημερινό κορπορατιστικο καπιταλισμό, θα μπορούσαν να έχουν καταλήξει σε ένα συστημα μικτής ιδιοκτησίας το οποίο ελάχιστη θα είχε σχέση με τη σημερινή συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, δηλαδή σε ένα συστημα δίκαιου ‘ατομικού’ καπιταλισμού, σαν αυτό που υποστήριζαν οι κλασικοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι τους οποίους τόσο θαυμάζει και ο ίδιος.[14]

Όμως, όπως έδειξε πρώτος ο Polanyi,[15] οι προκαπιταλιστικες αγορές, όχι, μόνο είχαν ελάχιστη σχέση με το σημερινό σύστημα της οικονομίας της αγοράς που εγκαθιδρύθηκε περίπου διακόσια χρόνια πριν, αλλα και αναπόφευκτα θα οδηγούσαν σε αυτό την στιγμή που η Βιομηχανική Επανάσταση έλαβε χώρα σε συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.[16]

Η φιλελεύθερη αντίληψη της οικονομικής Ιστορίας και ο Τσόμσκι

 

Τόσο η ορθόδοξη όσο και η Μαρξιστική οικονομική θεωρία –και φυσικά η ίδια η Ιστορία-- δείχνουν ότι ο ανταγωνισμός, σε ένα συστημα απλών ανταλλαγών και ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε διάφορες μορφές οικονομικής συγκέντρωσης. Και ο ανταγωνισμός, αντίθετα με την αφελή αντίληψη του Τσόμσκι ότι ήταν απλώς προπαγάνδα των ελίτ, ήταν πάντοτε θεμελιακό συστατικό στοιχείο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, στο οποίο οδήγησε ο συνδυασμός ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και εκβιομηχάνισης. Γι αυτό και οι κλασικοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, παίζοντας τον ρολο του ιδεολόγου του νέου συστήματος της οικονομίας της αγοράς, δεν έπαυαν να διακηρύσσουν τα αγαθά της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής[17] καθώς και του καταμερισμού εργασίας (που είναι απλή συνέπεια της αρχής οικονομικής αποτελεσματικότητας με την οποία λειτουργεί το συστημα της οικονομίας της αγοράς), και, φυσικά, του ίδιου του ανταγωνισμού! Με αλλα λόγια, η λογική και δυναμική του ιδιωτικού τομέα, μέσω του ανταγωνισμού, αναπόφευκτα οδηγεί σε όλα τα δεινά της οικονομίας της αγοράς: συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, ανισότητα, ανεργία κλπ.

 

Είναι επομένως φανερό ότι ούτε ο ατομικός ιδιοκτησιακός καπιταλισμός, ούτε κανένας άλλος τύπος καπιταλισμού, είναι επιθυμητός — αφού δεν μπορεί να καλύψει τις βασικές ανάγκες όλων των ανθρώπων. Ούτε φυσικά, ακομη και αν ήταν δυνατή μια επιστροφή στις προκαπιταλιστικες αγορές, θα υπήρχε τρόπος να σταματήσει η δυναμική που, σε συνθήκες βιομηχανικής παραγωγής και ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής , θα οδηγούσε αναπόφευκτα στο καπιταλιστικό συστημα της οικονομίας της αγοράς, όπως έδειξε ο Polanyi.

 

O Τσόμσκι, όμως, ‘ξεχνώντας’ ότι οι θεωρητικοί ιδεολόγοι του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή ο Ανταμ Σμιθ, ο Τζον Στιουαρτ Μιλλ κ.α., ήταν συγχρόνως, όπως ανάφερα παραπάνω, και φανατικοί υποστηρικτές της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και ότι ολόκληρη η προβληματική τους για τα ευεργετήματα των αγορών και της ατομικής πρωτοβουλίας βασιζόταν ακριβώς στη σύνδεση αυτή μεταξύ αγορών και ατομικής ιδιοκτησίας, δεν διστάζει να τους παρομοιάζει με… ελευθεριακούς σοσιαλιστές![18] Πράγμα που τον οδηγεί στο περισπούδαστο συμπέρασμα ότι για όλα τα δεινά του σημερινού συστήματος ευθύνονται, αρχικά, η διαδικασία εκβιομηχάνισης και κρατικού καπιταλισμού που άρχισε ν αναπτύσσεται στον 19ο αιώνα και, στη συνεχεία, η διαδικασία κορπορατικοποιησης που την ακολούθησε στον 20ο αιώνα.[19]

 

Αποδοχή της καθαρά φιλελεύθερης αυτής οικονομικής ανάλυσης της ιστορίας του σημερινού συστήματος που υιοθετεί ο ‘αναρχικός’ Τσόμσκι θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να αρνηθούμε όλη την ριζοσπαστική ανάλυση των προηγούμενων εκατόν πενήντα ετών, από τον Μαρξ μέχρι τον Polanyi και τον Μπουκτσιν και όλη την έκτοτε ιστορική εμπειρία, η οποία οδηγεί σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα : οι προκαπιταλιστικες αγορές, σε συνθήκες βιομηχανικής παραγωγής και ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, οδηγούν αναπόφευκτα στο συστημα της οικονομίας της αγοράς, η οποία κινείται παντα με βάση την δυναμική "ανάπτυξη ή θάνατος" που τροφοδοτείται από τον ανταγωνισμό, ο οποίος, με τη σειρά του, αναπόφευκτα οδηγεί σε όλο και περισσότερη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης.

 

Το πρόβλημα δεν είναι επομένως η «κορπορατικοποιηση» της οικονομίας της αγοράς, η οποία, υποτίθεται, αντιπροσωπεύει μία "επίθεση στις αγορές και την δημοκρατία"[20] –διαδικασία η οποία ήταν έτσι και αλλιώς αναπόφευκτη μέσα στην δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν είναι η κορπορατιστική οικονομία της αγοράς/κορπορατιστικός καπιταλισμός, όπως υποθέτει ο Τσόμσκι, ως αν κάποια άλλη μορφή οικονομίας της αγοράς/καπιταλισμού να ήταν εφικτή ή επιθυμητή σε συνθήκες βιομηχανικής παραγωγής και ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Το πρόβλημα είναι η ίδια η οικονομία της αγοράς/καπιταλισμός. Αλλιώς, θα κατέληγε κανείς να κατηγορεί τις ελίτ απλώς διότι παραβιάζουν τους κανόνες του παιχνιδιού αντί να κατηγορεί το ίδιο το βρώμικο παιχνίδι!

 

Αυτό ακριβως θα έκαναν οι κλασικοί φιλελεύθεροι αν έβλεπαν τη σημερινή εξέλιξη του συστήματος και το ιδιο έμμεσα κανει και ο Τσόμσκι όταν, έμπλεος ενθουσιασμού γι αυτους, γράφει χαρακτηριστικά ότι θα τρομοκρατουντο με τη σημερινή εξέλιξη του συστήματος την οποία δεν φαντάστηκαν.[21] Φυσικά, οι κλασικοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι ούτε φαντάστηκαν, ούτε μπορούσαν να φανταστούν, την εξέλιξη αυτή με βάση την ανάλυση τους που έπαιρνε δεδομένη την οικονομία της αγοράς και την ατομική ιδιοκτησία. Το ερώτημα όμως είναι τι σχέση έχει η θέση αυτή του Τσόμσκι με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό και γενικότερα με οποιαδήποτε αντισυστημικη ανάλυση η οποία, ακριβώς επειδή δεν παίρνει δεδομένο το υπάρχον συστημα, μπορει να δει τη δυναμική του, όπως σε σημαντικό βαθμό την είδε ο Μαρξ ακομη και τον 19ο αιώνα, έστω και αν έσφαλε όταν προσπάθησε να ‘επιστημονικοποιησει’ και ‘αντικειμενικοποιησει’ την ανάλυση αυτή, μιμούμενος σε αυτό (όπως άλλωστε και ο Προυντον από την αναρχική πλευρά[22]) τους ορθόδοξους οικονομολόγους;

 

Συμπερασματικά, ο Τσόμσκι υιοθετεί μια φιλελεύθερη αντίληψη της οικονομικής Ιστορίας και καταλήγει σε αντίστοιχα φιλελεύθερα συμπεράσματα: δεν ευθύνεται το ίδιο το συστημα της οικονομίας της αγοράς αλλα η διαστρέβλωση του στα χέρια του κράτους!

Η αντίληψη του Τσόμσκι για την δημοκρατία

Η αντίληψη που εκφράζει ο Τσόμσκι για την δημοκρατία δίνει πολλές φορές την εντύπωση ότι υιοθετεί όχι μόνο μια φιλελεύθερη αντίληψη της οικονομικής Ιστορίας αλλα ακομη και της δημοκρατίας. Έτσι, σε σειρά άρθρων του για τις Αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2000,[23] η κριτική του επικεντρωνόταν όχι στο ιδιο το συστημα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» αλλα στη κατάχρηση του από την Αμερικανική ελίτ μέσω σειράς παραβιάσεων των δικαιωμάτων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και των μειονοτήτων που ουσιαστικά τους στερούσαν το δικαίωμα να μετέχουν στην εκλογική διαδικασία. Όπως γράφει σχετικά, ο τρόπος διεξαγωγής των εκλογών αυτων «επιβεβαιώνει το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξαν εκλογές που, με οποιαδήποτε έννοια, `παίρνουν σοβαρά την έννοια της δημοκρατίας»-- συμπέρασμα που, εξ αντιδιαστολής, σημαίνει ότι με άλλες συνθήκες (δηλ χωρίς τις κατάφωρες παραβιάσεις δικαιωμάτων) θα μπορούσαν να υπάρξουν παρόμοιες εκλογές που θα έπαιρναν σοβαρά την «δημοκρατία», παραβλέποντας την θεμελιακή ελευθεριακη αντίληψη ότι η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» δεν είναι συμβατή με την αυτονομία και την άμεση δημοκρατία.

Η εντύπωση αυτή για την αντίληψη του Τσόμσκι περί δημοκρατίας ενισχύεται παραπέρα όταν επικαλείται και έναν από τους ‘πατέρες’ της Αμερικανικής ‘δημοκρατίας΄ τον James Madison που εγραφε ότι το συνταγματικό συστημα των ΗΠΑ είχε σχεδιαστεί με στόχο ‘να προστατεύσει την πλούσια μειοψηφία απέναντι στη πλειοψηφία’ και προειδοποιούσε τις ελίτ ότι εάν τα λαϊκά στρώματα αφηνόντουσαν να μετέχουν ελεύθερα στις εκλογές το εξισωτικό πνεύμα τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε μέτρα βελτίωσης των συνθηκών των μοχθουντων και της κατανομής του εισοδήματος σε βάρος των ελίτ. Στη σημερινή μορφή της, χάρη στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, ενισχύεται κατά τον Τσόμσκι ακομη περισσότερο η περιθωριοποίηση των λαϊκών στρωμάτων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές τονίζει «είχαν την φυσική συνέπεια να περιθωριοποιήσουν την πλειοψηφία του πληθυσμού καθως η λήψη των αποφάσεων μεταφέρθηκε ακομη περισσότερο σε ανεξέλεγκτα συστήματα ιδιωτικής εξουσίας» Οι ίδιες μεταρρυθμίσεις αποτέλεσαν, κατά τον ιδιο, ένα σημαντικό στοιχείο στην εκστρατεία ν αντιστραφεί αυτό που οι νεοφιλελεύθεροι ονόμαζαν «υπερβολική δημοκρατία» της δεκαετίας του ’60 και να «επανέλθει» ο πληθυσμός στην παθητικοποιηση και τη συναίνεση.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο Τσομκι συχνά επαναλαμβάνει ότι οι ΗΠΑ είναι «μια ασυνήθιστα ελεύθερη χώρα».[24] Όμως, παρόμοια εκτίμηση θα ήταν βάσιμη μόνο εάν μπορούσαμε να διαχωρίσουμε την πολιτική ελευθερία και ισότητα από την οικονομική. Αλλα ακομη και αν κάποιος συμφωνήσει ότι ένας σημαντικός βαθμός πολιτικής ελευθερίας έχει πραγματι εξασφαλιστεί στις ΗΠΑ στο νομοθετικό επίπεδο (μολονότι θα μπορούσε να έχει σοβαρούς ενδοιασμούς για την εφαρμογή στη πράξη της σχετικής νομοθεσίας σε σχέση με τα κατώτερα στρώματα γενικά και τις μειονότητες ειδικότερα), εντούτοις, ο πελώριος βαθμός οικονομικής ανισότητας και φτώχειας που χαρακτηριζει τη χώρα αυτή σε σχέση με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της θα την χαρακτήριζε μάλλον ως μια «ασυνήθιστα ανελεύθερη χώρα». Ακομη, άλλωστε, και η Έκθεση για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη του ΟΗΕ[25] κατατάσσει τις ΗΠΑ όσον αφορά τη φτώχεια σε χειρότερη θέση (17η) από χώρες με πολύ χαμηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα όπως οι παρακάτω: Γκαγιανα (16η), Μορισιους (15η), Μπελιζ (14η), Παραγουάη (13η), Λίβανος (12η), Μεξικό (11η), Κολομβία (10η), Βενεζουέλα (9η), Παναμάς (8η), Ιορδανία (7η), Τρινιντάντ (6η), Σιγκαπούρη (5η) Κούβα (4η), Χιλή (3η), Κόστα Ρίκα (2η) και Ουρουγουάη (1η)!

Με αλλα λόγια, σήμερα, δεν είναι πια δυνατόν να μιλούμε για δημοκρατία, χωρίς ν αναφερόμαστε στο θέμα της οικονομικής δύναμης. Το να μιλούμε για ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης χωρίς να την εξαρτούμε από την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης, είναι, στη καλύτερη περίπτωση, χωρίς νόημα και, στη χειρότερη, απατηλό. Από την σκοπιά αυτή, δεν είναι εκπληκτικό ότι η σημερινή παρακμή της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» έχει οδηγήσει πολλούς φιλελευθέρους, σοσιαλδημοκράτες και φυσικά τους δικούς μας σοσιαλφιλελευθερους να μιλούν για άμεση δημοκρατία, η πιο βολικά, για συμμετοχική «δημοκρατία», χωρίς βέβαια ν’ αναφέρονται και στο αναγκαίο συμπλήρωμα της: την οικονομική δημοκρατία.

Παρόμοια ο Τσόμσκι, ακριβώς διότι δεν κανει τη βασική διάκριση μεταξύ πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας και επομένως δεν βλέπει ότι είναι αδιανόητη η μια χωρίς την άλλη, φθάνει να χειροκροτα την αποκατάσταση του καπιταλισμού στις χώρες του τ. «υπαρκτού σοσιαλισμού» και να τονίζει ότι «η κατάρρευση του καθεστώτος αυτού θα έπρεπε να γίνει καλοδεχούμενη από την Αριστερά, ως σημαντική νίκη που εξαφάνισε τα εμπόδια για ένα αυθεντικό σοσιαλισμό».[26] Όμως, ακομη και αν προσπεράσουμε τον σημαντικότατο ρόλο που έπαιξε ιστορικά η ύπαρξη του ‘αντίπαλου δέους’ που δεν θα επέτρεπε ποτέ τη διάπραξη των σημερινών εγκλημάτων της υπερεθνικής ελίτ (Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ κλπ), πάλι θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει ριζικά με τη θέση αυτή του Τσόμσκι.

Δεν αμφισβητεί φυσικά κανένας ότι ο «υπαρκτός» δεν εξασφάλισε ποτέ συνθήκες πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας. Όμως, ούτε η Δύση εξασφάλισε ποτέ παρόμοιες συνθήκες από τότε που εγκαθιδρύθηκε η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’, εκτός από τις βραχύβιες περιόδους εξεγέρσεων. Και στα δυο συστήματα, η πολιτική και οικονομική δύναμη ήταν πάντοτε συγκεντρωμένη στα χέρια ελίτ και η μόνη διαφορά μεταξύ των δυο τύπων καθεστώτων ήταν ότι ο βαθμός πολιτικής εξάρτησης του μέσου δυτικού πολίτη ήταν πάντοτε μικρότερος από τον αντίστοιχο βαθμό εξάρτησης στον ‘υπαρκτό’ , και αντίστροφα ο βαθμός οικονομικής εξάρτησης του μέσου δυτικού πολίτη ήταν πάντοτε μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο βαθμό εξάρτησης στον ‘υπαρκτό. Με αλλα λόγια, δεδομένου ότι ο πολίτης στον ‘υπαρκτό’ είχε ασφαλή απασχόληση και κάλυψη των βασικών του αναγκών (στέγαση, τροφή, υγεία, εκπαίδευση κλπ) —έστω σε στοιχειώδες βέβαια επίπεδο ανάλογο με το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης-- ο βαθμός οικονομικής εξάρτησης ήταν μικρότερος στην Ανατολή από ο,τι στη Δύση, όπου οι λίγοι υπερκαλύπτουν τις βασικές ανάγκες τους ενώ οι πολλοί αγωνίζονται καθημερινά ακόμη και γι αυτές, ενώ αρκετοί από αυτους δεν καταφέρνουν να καλύψουν καθόλου κάποιες βασικές ανάγκες, ιδιαίτερα σήμερα που η νεοφιλελεύθερη συναίνεση ξηλώνει το κράτος-πρόνοιας.[27] Αυτό έγινε ιδιαίτερα φανερό μετά την κατάρρευση του ‘υπαρκτού’ και τη φτώχεια, καθως και την ανασφαλεια στην οποία οδήγησε την πλειοψηφια του πληθυσμού η αγοραιοποιηση της οικονομίας στην Ανατολή[28] και η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση[29].

Η κατάρρευση, επομένως, του ‘υπαρκτού’ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως νίκη μόνο εάν είχε πραγματι οδηγήσει στην εξαφάνιση των εμποδίων για τον αυθεντικό σοσιαλισμό. Στη πραγματικότητα όμως οδήγησε στο αντίθετο. Το γεγονός ότι οι πολίτες σήμερα στα καθεστώτα του τ. υπαρκτού’ απολαμβάνουν περισσότερες πολιτικές ελευθερίες από ο,τι πριν, ελάχιστη έχει σημασία, όπως ακομη και ορθόδοξοι σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγοι όπως ο J.K. Galbraith παραδέχονται, εάν συγχρόνως στερούνται ακομη και των πιο βασικών οικονομικών ελευθεριών. Η σημερινή άλλωστε αύξηση του βαθμού οικονομικής εξάρτησης του μέσου πολίτη θα μπορούσε ευκολότερα να οδηγήσει σε νέες μορφές ολοκληρωτισμού (σαν και αυτές που δημιουργεί το καθεστώς Πουτιν) παρά στον αυθεντικό σοσιαλισμό


 

[1] Noam Chomsky, ‘On freedom of press and culture :an interview’, Democracy & Nature, Vol.5, No.1 (March 1999).

[2] Noam Chomsky, ‘Power in the Global Arena’, New Left Review, αρ. 230 (Ιούλης-Αύγουστος 1998), σελ. 3-27.

[3] Noam Chomsky, ‘Power in the Global Arena’, σελ. 4-5.

[4] Noam Chomsky, ‘Power in the Global Arena’, σελ. 27.

[5] Βλ. συνέντευξη Murray Bookchin στο βιβλιο της Janet Biehl, The Politics of Social Ecology, (Montreal: Black Rose Press), 1998, σελ. 148-49.

[6] Βλ. T. Fotopoulos, ‘Mass media, culture and democracy’, Democracy & Nature, Vol.5, No.1 (Μάρτιος 1999), σελ. 33-64.

[7] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Αθήνα, Καστανιώτης, 1999 — μολις κυκλοφορησε σε επανέκδοση) κεφ. 1-2.

[8] Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 1.

[9] Στο ίδιο, Πίνακες 1.1 & 1.2.

[10] World Bank, World Development Report 1997, Πιν. 13.

[11] Noam Chomsky, ‘Market Democracy in a Neoliberal Order: Doctrines and Reality’, Z Magazine (September & November 1997).

[12] Η αγοραιοποίηση ορίζεται ως η ιστορική διαδικασία που μετέτρεψε τις κοινωνικά ελεγχόμενες οικονομίες του παρελθόντος στην οικονομία της αγοράς του παρόντος.

[13] Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 1.

[14] Βλ. π.χ. N. Chomsky, Class Welfare, Interviews with David Barsamian (London: Pluto Press, 1996).

[15] Βλ. Karl Polanyi, The Great Transformation (Boston: Beacon Press, 1944/1957) και Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 1.

[16] Βλ. για παραπέρα θεμελίωση της θέσης αυτής, Τ. Φωτοπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 1.

[17] Ο Τζον Στιουαρτ Μιλλ, για παράδειγμα, πλέκει το εγκώμιο της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής (σε ρητή μάλιστα αντιδιαστολή σε κάθε συστημα συλλογικής ιδιοκτησίας που καταδικάζει ως ‘ανελεύθερο’), προυποτιθεμένου ότι ξεκινά με ίσους όρους για όλους και όχι, όπως ξεκίνησε ιστορικά, με την αρπαγή γης από τους ισχυρότερους. Βλ το κεφάλαιο ‘of property’ στο βίβλιο του John Stewart Mill, Principles of Political Economy (1848/Penguin, 1970), σελ. 349-367.

[18] Βλ. N. Chomsky, Class Welfare, Interviews with David Barsamian (London: Pluto Press, 1996), σελ. 21.

[19] Στο ίδιο, σελ. 21-23.

[20] Noam Chomsky,’ Domestic Constituencies’, Z Magazine (May 1998).

[21] N. Chomsky, Class Welfare, σελ. 23.

[22] Βλ σχετικα T. Fotopoulos, ‘Beyond Marx and Proudhon’, Democracy & Nature, Vol.6, No.1 (Μάρτης 2000), σελ. 95-110.

[23] Noam Chomsky, «Elections 2000» και «Voting Patterns and Abstentions» Z magazine (Γεναρης-Φλέβαρης 2001).

[24] Βλ. συνέντευξη Τσόμσκι στην Ελευθεροτυπία (31/7/1995).

[25] UΝ, Human Development Report 2002, Πιν. 3.

[26] Βλ. συνέντευξη Τσόμσκι στο περιοδικό Democracy & Nature, vol. 5, no. 1 (1999) σελ. 22.

[27] Oι Γεωργιανοί, για παράδειγμα, όταν η Γεωργία ήταν τμήμα της ΕΣΣΔ, πλήρωναν μια αμελητέα τιμή για το ηλεκτρικό που κατανάλωναν. Μόλις όμως, μετά την απόσχιση από την ΕΣΣΔ, μια Αμερικανική πολυεθνική αγόρασε την επιχείρηση παροχής ηλεκτρισμού, υποχρεώθηκαν να πληρώνουν υπέρογκους λογαριασμούς, που για πολλούς από αυτους ήταν ίσοι με τον μηνιαίο μισθό τους, ειδάλλως τους έκοβαν το ρεύμα!

[28] Βλ. T. Fotopoulos. ‘The catastrophe of Marketization’ , Democracy & Nature, Vol.5, No.2 (Ιούλης 1999), σελ. 275-310.

[29] Βλ. T. Fotopoulos, ‘Welfare State or Economic Democracy?’, Democracy & Nature, Vol.5, No.3 (Νοέμβρης 1999), σελ. 433-468.

 

 

 

 

 

Πηγή: http://inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grbookschomsky/ch.1_whole_book_chomsky_albert.htm