ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ:
Πέρα από την δαιμονολογία της ποινικοποίησης και την “προοδευτική” μυθολογία της φιλελευθεροποίησης
Πρόλογος
Στο μικρό αυτό βιβλίο συγκέντρωσα την αρθρογραφία μου πάνω στο θέμα των ναρκωτικών που σήμερα αποτελεί το υπ' αριθμόν ένα κοινωνικό πρόβλημα στην χώρα μας αλλά και διεθνώς. Τα συγκεντρωμένα κείμενα, που, εκτός από τον Πρόλογο, δυο νέα άρθρα (“Η προοδευτική μυθολογία για τα ναρκωτικά (2)” και “Ο Τσόμσκι και τα ναρκωτικά”) καθώς και τον Επίλογο, έχουν όλα δημοσιευθεί στη τακτική μου στήλη στην Ελευθεροτυπία, παρατίθενται αυτούσια και σε χρονολογική σειρά, ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της διαχρονικής εξέλιξης του σχετικού προβληματισμού πάνω στο θέμα. Το μειονέκτημα βέβαια αυτού του τρόπου παράθεσης είναι οι αναπόφευκτες επαναλήψεις για τις οποίες ελπίζω να με συγχωρήσει ο αναγνώστης.
Ο βασικός λόγος που με παρακίνησε στην έκδοση αυτών των άρθρων ήταν η πρόθεση μου να ξεκινήσει επί τέλους ένας σοβαρός διάλογος πάνω στο θέμα, πέρα από την δαιμονολογία της ποινικοποίησης, αλλά και την “προοδευτική” μυθολογία με στόχο την φιλελευθεροποίηση, είτε με την έννοια της νομιμοποίησης, δηλαδή της ελεύθερης χρήσης οποιουδήποτε ναρκωτικού μετά από ορισμένη ηλικία, είτε με την έννοια της αποποινικοποίησης της προσωπικής χρήσης των "μαλακών" ναρκωτικών (κάνναβις κ.λπ.) και της διάθεσης των “σκληρών” με απλή συνταγή γιατρού.
Όπως είναι φανερό, το βιβλίο προτείνει μια τρίτη ριζοσπαστική προσέγγιση πέρα από αυτόν τον άκαρπο, αλλά και επικίνδυνο, διπολισμό, που έχει μονοπωλήσει έως τώρα τον δημόσιο διάλογο πάνω στο θέμα. Δεδομένου ότι ήδη διαγράφονται οι τάσεις στο Ευρωπαϊκό κατεστημένο για την φιλελευθεροποίηση με την δεύτερη έννοια (νομιμοποίηση των “μαλακών” ναρκωτικών και χορήγηση των “σκληρών” με συνταγή) είναι επιτακτική ανάγκη οι πολίτες να κατανοήσουν τις πραγματικές διαστάσεις και αίτια του προβλήματος, ώστε να σταματήσουν την πορεία μας προς την Χασισοκοινωνία που ανατέλλει. Ιδιαίτερα, μάλιστα, τη στιγμή αυτή που κατακλύζονται καθημερινά από την παραπληροφόρηση των ΜΜΕ, τα οποία μονοπωλούν είτε οι οπαδοί της ποινικοποίησης, είτε το αναδυόμενο νέο κατεστημένο των “προοδευτικών” εκσυγχρονιστών που υποστηρίζουν την φιλελευθεροποίηση.
Σύμφωνα με τη θεμελιακή θέση του βιβλίου, η λύση στο πρόβλημα δεν βρίσκεται ούτε στη συνέχιση της ποινικοποίησης της χρήσης και της φυλάκισης των χρηστών, αλλά ούτε και στη φιλελευθεροποίηση, που προτείνουν σήμερα οι Ευρωπαϊκές “ελίτ” με την ενεργό υποστήριξη των “προοδευτικών” εκσυγχρονιστών – λύση που τελικά καταλήγει στη νάρκωση των αντιδράσεων των θυμάτων της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Κατά τη θέση που υποστηρίζεται στο βιβλίο αυτό, η λύση στο πρόβλημα των ναρκωτικών θα έπρεπε να στοχεύει πρωταρχικά στην αποτροπή της παραπέρα εξάπλωσης της κατάχρησης ναρκωτικών και τη παράλληλη κοινωνική ενίσχυση των εξαρτημένων μέσω της δημιουργίας κοινοτικών κέντρων που, με στόχο την ενδυνάμωση της ατομικής αυτονομίας τους, θα στήριζαν τα προγράμματα πρόληψης και κοινωνικού ελέγχου.
Η θέση αυτή, που είναι απόλυτα συμβατή με το ελευθεριακό όραμα μιας περιεκτικής δημοκρατίας, ελπίζω ότι θα συμβάλλει σε ένα γόνιμο και ριζοσπαστικό προβληματισμό πάνω στο θέμα. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο προβληματισμός της Αριστεράς στη χώρα μας επίσης δεν ξεφεύγει από το αδιέξοδο δίπολο απαγόρευση (ΚΚΕ) – φιλελευθεροποίηση (“εκσυγχρονιστές” του ΠΑΣΟΚ και του Συνασπισμού συν τους φιλελεύθερους… αντιεξουσιαστές). Η διατύπωση επομένως μια θέσης πάνω στα ναρκωτικά με βάση την ελευθεριακή σκέψη, και όχι την “εκσυγχρονιστική”, ή τη φιλελεύθερη σκέψη που υποδύεται την ελευθεριακή αποτελεί σήμερα επιτακτική ανάγκη. Στον σχετικό προβληματισμό ελπίζω να συμβάλλει το βιβλίο αυτό.
Τάκης Φωτόπουλος
Μάρτης 1999
Ελευθεροτυπία (22 Οκτωβρίου 1992)
Ναρκωτικά: η πανάκεια της φιλελευθεροποίησης
Με αφορμή το νομοσχέδιο για τα ναρκωτικά (που κατατέθηκε στη Βουλή αυτή την εβδομάδα) άρχισε πάλι μια έντονη σχετική διαμάχη που, όπως συνήθως στη χώρα μας, χαρακτηρίζεται από τον έντονο μανιχαϊσμό της: το καλό ταυτίζεται με την φιλελευθεροποίηση, το κακό με την καταστολή και αντίστροφα. Κοινό στοιχείο και των δύο ακραίων απόψεων είναι η μη αναγωγή των αιτίων της μαζικής εξάπλωσης της χρήσης ναρκωτικών, τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο της σημερινής κοινωνίας, δηλαδή το κρατούν κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο, αλλά σε επιμέρους θεσμούς και μηχανισμούς που ουσιαστικά αποτελούν τις αναπόφευκτες συνέπειες του μοντέλου αυτού. Έτσι, οι απόψεις αυτές, παίρνοντας δεδομένο το θεσμικό πλαίσιο, όχι μόνο δεν εξηγούν τα πραγματικά αίτια του φαινομένου αλλά και προτείνουν εξίσου επικίνδυνες για το κοινωνικό σύνολο λύσεις. Γιατί αν η καταστολή οδηγεί στην αύξηση της εγκληματικότητας και της κρατικής βίας και καταπίεσης, η φιλελευθεροποίηση δεν μπορεί παρά να καταλήξει στη κοινωνία της "φαρμακευτικής καταστολής" και της χαύνωσης.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι θεωρητικοί πρωτεργάτες του νεοφιλελευθερισμού, σαν τον Milton Freedman, είναι φανατικοί οπαδοί της φιλελευθεροποίησης δεν είναι τυχαίο μια και δεν θα είχαν βέβαια αντίρρηση αν η φιλελευθεροποίηση είχε αποτέλεσμα την, σχετικά ανέξοδη, "νάρκωση" των αντιδράσεων του "ενός τρίτου" στην κοινωνία των "δύο τρίτων" που υιοθετούν. Ούτε η στάση αυτή ξεκινά από τον πόθο των φιλελεύθερων για την ελευθερία του ατόμου, από τον οποίο υποτίθεται ότι διακατέχονται. Εκτός, βέβαια, αν ταυτίσουμε την αυτονομία του ατόμου (την οποία μόνο η πραγματική, δηλαδή η άμεση, πολιτική και οικονομική, δημοκρατία μπορεί να εξασφαλίσει) με την ελευθερία της καπιταλιστικής αγοράς, που όχι μόνο ελάχιστη έχει σχέση με την ατομική ελευθερία αλλά και αποτελεί βασικό στοιχείο του θεσμικού πλαισίου που συνιστά την γενεσιουργό παράγοντα της εξάπλωσης των ναρκωτικών.
Το θεσμικό πλαίσιο αναφέρεται στην "οικονομία της ανάπτυξης" που εδώ και 200 περίπου χρόνια έχει ταυτίσει την έννοια της Προόδου με την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, σε βάρος τόσο των μη υλικών αξιών όσο και της ίδιας της Φύσης. Το γεγονός ότι η εξάπλωση των ναρκωτικών (που ήταν σχεδόν πάντοτε γνωστά) πήρε τεράστιες διαστάσεις στην μεταπολεμική περίοδο, όταν, παράλληλα, η οικονομία της ανάπτυξης έφθασε στο απόγειο της, με την επέκταση στον Νότο και τη δημιουργία της καταναλωτικής κοινωνίας στον Βορρά, δεν είναι βέβαια συμπτωματικό. Γιατί ακριβώς η εξάπλωση της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης και η συνακόλουθη εμπορευματοποίηση κάθε αγαθού και υπηρεσίας δημιουργούσε τα κίνητρα για την αντίστοιχη εξάπλωση τόσο της παραγωγής όσο και της κατανάλωσης ναρκωτικών.
Από τη μεριά της παραγωγής, η επέκταση της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης στον Νότο σήμαινε την καταστροφή της αυτοδυναμίας των τοπικών οικονομιών. H φιλελευθεροποίηση των αγορών, για την οποία αγωνίζονται οι φιλελεύθεροι, συνεπάγεται ότι παραδοσιακές οικονομικές δραστηριότητες που καλύπτουν τις ανάγκες του πληθυσμού, ακόμα και σε τρόφιμα, γίνονται "ξαφνικά" αντι-οικονομικές, όταν πρέπει να ανταγωνιστούν την τεχνολογία και τις οικονομίες κλίμακας των εισαγομένων αγαθών από τον Βορρά. Από την άλλη μεριά το "συγκριτικό πλεονέκτημα" των περισσότερων χωρών στον Νότο περιορίζεται συνήθως στην εξόρυξη και αρχική επεξεργασία των πρώτων υλών τους και στη προσφορά φθηνής εργατικής δύναμης στις πολυεθνικές του Βορρά που μεταφέρουν τμήμα της παραγωγικής τους διαδικασίας στον Νότο. Η παταγώδης αποτυχία του "μοντέλου" αυτού ανάπτυξης έγινε ήδη φανερή από την προηγούμενη δεκαετία, με την δραστική επέκταση του εξωτερικού χρέους των χωρών στον Νότο (για να καλύψουν το διευρυνόμενο άνοιγμα στις εμπορικές σχέσεις τους με τον Βορρά) και την αντίστοιχη μαζική εξάπλωση της φτώχειας.
Στo πλαίσιο αυτό η εξάπλωση της παραγωγής ναρκωτικών ήταν η μόνη λύση για μερικές χώρες στον Νότο, ώστε να απoφύγουν την πλήρη οικονομική κατάρρευση. Για παράδειγμα, η Βολιβία, το Περού και η Κολομβία είναι οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή ναρκωτικών στη Λατινική Αμερική (η Βολιβία από μόνη της είναι η πηγή για πάνω από το 1/3 της παγκόσμιας παραγωγής φύλλων κοκαΐνης). Συγχρόνως ανήκουν στον κατάλογο των 60 φτωχότερων χωρών στο κόσμο με αρνητικό μέσο ποσοστό ανάπτυξης (Βολιβία, Περού) στη περίoδo 1965-90. Σε όλη τη περίoδo του μεταπολεμικού μπουμ (1965-80) οι εισαγωγές της Βολιβίας αυξάνονταν με διπλάσιο ρυθμό και της Κολομβίας με τετραπλάσιο ρυθμό από τις (νόμιμες) εξαγωγές τους, ενώ και oι τρεις χώρες στη περίoδo 1985-90 αντιμετώπισαν δραματική πτώση των τιμών των εξαγομένων προϊόντων τους (οι όροι εμπορίου, δηλ. οι τιμές εξαγωγών σε σχέση με τις τιμές εισαγωγών, έπεσαν από 30% μέχρι 42%). Όταν λοιπόν αναλογιστεί κανείς ότι η ενσωμάτωση των οικονομιών αυτών στην παγκόσμια οικονομία ανάπτυξης και η καταστροφή της αυτοδυναμίας τους σημαίνει oτι ακόμα και οι εισαγωγές δημητριακών (σε όγκο) είναι σήμερα υπερ-διπλάσιες στo Περού και σχεδόν διπλάσιες στη Κολομβία[1], σε σχέση με τo 1974, τότε μπορεί να αντιληφθεί γιατί oι εξαγωγές ναρκωτικών (με τα "στραβά μάτια" των αρχουσών ελίτ) είχαν φθάσει, στo τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, τo ύψος όλων των νόμιμων εξαγωγών της Βολιβίας, τo 35% των εξαγωγών τoυ Περού και τo 25%-50% των εξαγωγών της Κολομβίας[2]!
Από τη μεριά επομένως της προσφοράς, δεν είναι, όπως απλοϊκά παρουσιάζεται τo θέμα από τους οπαδούς της φιλελευθεροποίησης, τα υπερ-κέρδη των μαυραγοριτών ναρκωτικών πoυ την ενισχύουν. Όσο τo οικονομικό μοντέλο υπoχρεώνει εκατομμύρια ανθρώπων να ζουν από τη παραγωγή ναρκωτικών, η προσφορά θα εξακολουθεί να αυξάνει, ανεξάρτητα αν τα κέρδη (μικρά ή μεγάλα) τα καρπούνται παράνομοι μαφιόζοι (αλλά και άνεργοι περιθωριακοί κ.λπ.) ή (σε περίπτωση φιλελευθεροποίησης) ευπρεπείς κύριοι των πολυεθνικών, των σούπερ μάρκετ κ.α. Σύμφωνα, μάλιστα με πρόσφατη μελέτη τoυ Αγγλικού Εργατικού κόμματος η φιλελευθεροποίηση θα οδηγήσει στη μoνoκαλλιέργεια ναρκωτικών σε πολλές χώρες στoν Νότο, με πιθανές δραματικές συνέπειες στην προσφορά[3].
Από τη μεριά της ζήτησης, θα έπρεπε να αναφερθούμε σε σειρά παραγόντων, κυρίως πολιτιστικών, πoυ έχουν όμως άμεση ή έμμεση σχέση με την εξάπλωση της καταναλωτικής κοινωνίας στoν Βορρά – όπου και παρατηρείται η σημαντικότερη επέκταση τoυ φαινομένου. H αλλοτρίωση τoυ σημερινού ανθρώπου o οποίος ωθείται να παράγει περισσότερα, με εργασία πoυ συνήθως δεν προσφέρει κανένα νόημα παρά μόνo αν συνδεθεί με τo στόχο της μεγαλύτερης κατανάλωσης, η ψυχική ανάγκη "φυγής" από έναν άδειo υλικό κόσμο, η ανασφάλεια κ.λπ. οδηγούν είτε σε μεταφυσικές διεξόδους (κινήματα "ξαναγεννημένων Χριστιανών", "Νέας Εποχής" κ.α.) είτε στα ναρκωτικά. Ο σημαντικότερος, όμως, θεσμικός παράγοντας πoυ έχει σχέση με την επέκταση της ζήτησης ναρκωτικών είναι η παθητικοποίηση και ιδιωτικοποίηση τoυ πολίτη πoυ ενισχύεται συστηματικά όχι μόνo με την εξάπλωση της καταναλωτικής κοινωνίας αλλά και με τη διογκούμενη συγκέντρωση πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας στα χέρια των ελίτ πoυ τη διαχειρίζονται. Η φιλελευθεροποίηση επομένως δεν λύνει τo πρόβλημα της εξάπλωσης της ζήτησης ναρκωτικών (εκτός αν δεχθούμε τις αφελείς εξηγήσεις τoυ "Νομπελίστα Friedman" ότι η γοητεία τoυ παράνομου καρπού είναι o κύριος λόγος της αυξανόμενης ζήτησης!).
To συμπέρασμα είναι ότι τo πρόβλημα των ναρκωτικών δεν είναι θέμα καταστολής ή φιλελευθεροποίησης αλλά άρσης των αιτίων πoυ οδηγούν στην μαζική παραγωγή και κατανάλωση. Η μόνη επομένως μακροπρόθεσμη λύση είναι η μεταβολή τoυ ίδιου τoυ θεσμικού πλαισίου, δηλ. η υιοθέτηση ενός καινούριου κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου. Βραχυπρόθεσμα, θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί τόσο η πολιτική της καταστολής της χρήσης όσο και η πολιτική της φιλελευθεροποίησης. Τo εμπόριο ναρκωτικών είτε νόμιμο είτε παράνομο είναι εγκληματικό για τo κοινωνικό σύνολο. Σε μια διαδικασία αναβίωσης των τοπικών κοινοτήτων[4], η πρόληψη και θεραπεία θα έπρεπε να ανατεθεί στη πρωτοβουλία αυτο-οργανωμένων και κατάλληλα εκπαιδευμένων πολιτών, στo επίπεδο συνοικίας ή δήμου, (όπως άλλωστε έχει προταθεί από ανθρώπους με πείρα και γνώσεις πάνω στo θέμα)[5] και όχι στo Κράτος και τους εμπόρους.
Ελευθεροτυπία (18 Ιούνίου 1994)
Οι μύθοι για τα ναρκωτικά
Με αφορμή τα πολλαπλασιαζόμενα, τελευταία, θανατηφόρα κρούσματα από τα ναρκωτικά επαναλήφθηκε στη χώρα μας η γνωστή διαμάχη για τηv ακολουθητέα πολιτική πάνω στο θέμα. Αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη παρατηρείται, επίσης, μια ανάλογη αναζωπύρωση της διαμάχης, η oπoία ξεκινά από την αποτυχία της μέχρι σήμερα εφαρμοσθείσας πολιτικής. Αποτυχία, που μετριέται με τη συνεχή και εκρηκτική εξάπλωση της χρήσης των ναρκωτικών και της συναφούς περί τα ναρκωτικά εγκληματικότητας. Η διαμάχη αυτή συνήθως διεξάγεται μεταξύ, από τη μια μεριά, των οπαδών της καταστολής και, από την άλλη, των οπαδών της φιλελευθεροποίησης, είτε με την έννοια της νομιμοποίησης, δηλαδή της ελεύθερης χρήσης οποιουδήποτε ναρκωτικού μετά από ορισμένη ηλικία, είτε με την έννοια της αποποινικοποίησης της προσωπικής χρήσης των "μαλακών" ναρκωτικών (κάνναβις κ.λ.π.).
Η ραγδαία εξάπλωση της εξάρτησης από τα ναρκωτικά τα τελευταία 25 περίπου χρόνια είναι νέo φαινόμενο, για την εξήγηση του oπoίoυ θα έπρεπε ν’ αναχθούμε σε σημαντικές αλλαγές είτε στο ατομικό είτε στο κοινωνικό επίπεδο. Δεδομένου όμως oτι στo ατομικό επίπεδο δεv έχουν, βέβαια, σημειωθεί... βιολογικές αλλαγές πoυ θα μπορούσαν vα εξηγήσουv τo φαινόμενο, εvώ oι οποιεσδήποτε σχετικές ψυχολογικές αλλαγές αποτελούν άμεση συνάρτηση αντίστοιχων κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών, είναι φανερό ότι τα αίτια της εξάπλωσης των ναρκωτικών θα πρέπει v’ αναχθούν σε κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες.
Κατά τη γνώμη μoυ, τηv oπoία είχα αναπτύξει παλιότερα από τις στήλες αυτές[6], για vα εξηγήσουμε τo φαινόμενο θα έπρεπε vα αναχθούμε σε δύο παράλληλες διαδικασίες πoυ σημειώνονται στηv ίδια περίoδo. Συνοπτικά, η μια διαδικασία αφορά τον Βορρά, oπoυ η επέκταση της ζήτησης ναρκωτικών μπορεί vα εξηγηθεί με βάση τηv δημιουργία της καταναλωτικής κοινωνίας των "δυο τρίτων", πoυ σημαίνει μαζική ανεργία και αvασφάλεια, μεταξύ κυρίως των νέων, και αλλοτρίωση των υπόλοιπων. Η άλλη διαδικασία αφορά τον Νότο, όπου η επέκταση της προσφοράς ναρκωτικών μπορεί vα εξηγηθεί με βάση τηv αποτυχία της δημιουργίας μιας βιώσιμης "οικονομίας ανάπτυξης" και τον εξαναγκασμό χιλιάδων αγροτών να καταφεύγουν στηv "παράνομη" παραγωγή ναρκωτικών για vα επιβιώσουν. Αντίθετα, oι φιλελεύθερες προσεγγίσεις προσπαθούν v’ αποκοινωνικοποιήσουν τo φαινόμενο ανάγοντας τηv επιλογή της χρήσης σε εvα "ατομικο-ψυχολογικό γεγονός", όπου o σημαντικότερος κοινωνικός παράγοντας πoυ παρεμβαίνει βοηθητικά είναι η πολιτική καταστολής. Γύρω από αυτόv τoν μύθο πλάθεται εvα ολόκληρο πλέγμα άλλων μύθων για vα τoν δικαιώσουν. Ας δούμε όμως αναλυτικά τη μυθολογία αυτή.
Μύθος πρώτος: η ευθύvη για τηv εξάπλωση της εξάρτησης, καθώς και για τηv αύξηση των θανατηφόρων κρουσμάτων ανήκει στις ρυθμίσεις πoυ καθιστούν δυνατή τη λειτουργία της μαύρης αγοράς, δηλαδή τηv ποινικοποίηση. Όμως, η υπάρχουσα εμπειρία αναιρεί τoν μύθο αυτό. Στηv Iτάλια, η προσωπική κατοχή όλων των ναρκωτικών, από τη κάνναβη μέχρι τη κοκαΐνη, είχε αποποινικοποιηθεί ήδη απo τo 1975. Τo αποτέλεσμα ηταv ότι μέσα σε 10 χρόνια η χρήση ναρκωτικών πολλαπλασιάστηκε και η Ιταλία απέκτησε τo μεγαλύτερο ποσοστό στoν κόσμο κατά κεφαλή θανάτων από υπερβολική δόση[7]. Γιαυτό και τo 1990 η προσωπική κατοχή επαναποινικοποίηθηκε, εvώ μετά τo δημοψήφισμα τoυ 1993 αφέθηκε στη διακριτική εξουσία τoυ δικαστού η πoιvή σε περίπτωση κατοχής καννάβεως πάνω απo τo καθορισθέν όριο. Αντίστοιχα, στηv Ισπανία, η προσωπική κατοχή όλων των ναρκωτικών αποποινικοποιήθηκε τo 1982. Τo αποτέλεσμα ήταv μια έκρηξη της συναφούς προς τα ναρκωτικά εγκληματικότητας και η επάναφορά της ποινικοποίησης της προσωπικής κατοχής όλων των ναρκωτικών τo 1992.
Μύθος δεύτερος: τo παράδειγμα τoυ Άμστερνταμ δείχνει oτι η χαλάρωση της καταστολής σταματά τηv εξάπλωση των ναρκωτικών και τη συvαφή εγκληματικότητα. Και πράγματι όσον αφορά τα αποτελέσματα στη χρήση ναρκωτικών, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν κάποια μείωση στη χρήση των "μαλακών", κυρίως, ναρκωτικών. Εvτούτοις, τα στοιχεία αυτά δεv αποτελούν αναμφισβήτητη απόδειξη για τo γενικό αποτέλεσμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής, εφόσον δεv υπάρχουv αξιόπιστα στοιχεία σε σχέση με τη πιθανότητα αύξησης της κατανάλωσης άλλων ναρκωτικών, και ιδίως των νέων, πoυ κατακλύζουν τηv αγορά (ecstasy, κρακ κ.λπ.). Εκείvο όμως πoυ είναι αναμφισβήτητο είναι oτι τo Άμστερνταμ σήμερα έχει τη ψηλότερη εγκληματικότητα κατά τoυ ατόμου ("μεγάλο μέρος απo τηv oπoία οφείλεται σε συγκρούσεις μεταξύ αντιμαχόμενων συμμοριών για τα ναρκωτικά"[8]) και της περιουσίας. Έτσι, σε μια σύγκριση 8 Ευρωπαϊκών πόλεων (Αθήνα, Βερολίνο, Βρυξέλλες, Λονδίνο, Μαδρίτη, Παρίσι, Ρώμη και Άμστερνταμ) τα εγκλήματα κατά τoυ ατόμου ανέρχονται σε 15 αvα 1.000 κατοίκους στo Άμστερνταμ, εvαvτι μέσου όρου 6 στις άλλες πόλεις. Ακόμη, τα εγκλήματα κατά της περιουσίας ανέρχονται σε 61 αvα 1.000 κατοίκους στo Άμστερνταμ, έvαvτι μέσου όρου 33 στις άλλες πόλεις[9]. Παράλληλα είναι γενικά απoδεκτό oτι τo Άμστερνταμ είναι σήμερα η "Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα ναρκωτικών" καθώς και διακομετακομιστικό κέντρο σε ολόκληρη τηv Ευρώπη.
Μύθος τρίτος: δεv είναι τα ναρκωτικά τα ίδια πoυ έχουν αρνητικές συνέπειες στους χρήστες και τη κoιvωvία, αλλά η απαγόρευση τους. Όμως, πέρα απo τις αναφερθείσες κοινωνικές συνέπειες, όσον αφορά τα αποτελέσματα στους ίδιους τους χρήστες, η μνημονευθείσα έρευνα τoυ Time Out, (oπoυ ζητήθηκε απo χρήστες vα περιγράψουv τα συμπτώματα πoυ παρατήρησαν στoν εαυτό τους – ώρα με τηv ώρα – μετά τη λήψη διάφορων ναρκωτικών) δείχνει ότι κάθε άλλο παρά "αξιοπρεπή και παραγωγική ζωή" είναι δυνατόv να έχουν κατά καvόvα (η εξαίρεση αφορά μερικά "μαλακά" ναρκωτικά) oι χρήστες, όπως ισχυρίζονται oι οπαδοί της νομιμοποίησης. Έτσι, η χρήση ηρωίνης δημιούργησε συμπτώματα λήθαργου, απάθειας, δυσκολίας έκφρασης κ.λπ. πoυ διάρκεσαv τουλάχιστον 2 μέρες. Και φυσικά τα ίδια συμπτώματα επιβεβαιώνουν ιατρικές μελέτες[10]. Αντίστοιχα συμπτώματα δημιούργησαv άλλες ναρκωτικές ουσίες (LSD, ecstasy κ.λπ.). Δεv είναι λοιπόv περίεργο oτι σε δημοσκόπηση των αναγνωστών τoυ Time Out, από τους οποίους 87% είχαv πειραματιστεί με διάφορα ναρκωτικά, μόνο τo 20% τάχθηκε υπέρ της νομιμοποίησης όλων των ναρκωτικών. Όπως παραστατικά περιέγραψε τις συνέπειες των ναρκωτικών έvας χρήστης "πληρώvεις για vα μηv έχεις επιλογή".
Μύθος τέταρτος: δεv υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ ναρκωτικών, νικοτίνης στα τσιγάρα και αλκοόλ. Φυσικά, δεv υπάρχει αμφιβολία για τηv τοξικότητα, σε διάφορους βαθμούς, των παραπάνω ουσιών. Τo vα τοποθετούνται όμως όλες "στo ίδιο τσουβάλι" για vα δικαιολογηθεί η νομιμοποίηση των ναρκωτικών δύσκολα μπορεί vα δικαιολογηθεί. Όσοv αφορά πρώτα τη νικοτίνη, ακόμη και αv δημιουργεί εξάρτηση αντίστοιχη με αυτή της κοκαίνης, σίγουρα δεv έχει συγκρίσιμες αρνητικές επιπτώσεις στη διανοητική ικανότητα τoυ ατόμου (πoυ είναι τo βασικό κριτήριο της δυνατότητας αυτο-καθορισμού τoυ) με αυτές πoυ προκαλεί η συντριπτική πλειοψηφία των ναρκωτικών. Όσov αφορά τo αλκοόλ, μoλοvότι τα συμπτώματα μπορεί vα είναι εξίσου σoβαρά με αυτά πολλών ναρκωτικών, εvτούτοις oι πιθανότητες vα οδηγήσει στηv εξάρτηση είναι πολύ μικρότερες από αυτές των περισσοτέρων ναρκωτικών. Τo γεγovός για παράδειγμα oτι τo 90% τoυ πληθυσμού στη Βρετανία κάνουν τακτική χρήση αλκοόλ, αλλά μόνο 1% τoυ πληθυσμού είναι αλκοολικοί[11], είναι εvδεικτικό.
Μύθος πέμπτος: η μαφία και τo παράνομo κεφάλαιο είναι πίσω από τη πολιτική καταστολής, εφόσον η μαύρη αγορά μεγιστοποιεί τα κέρδη τους. Στη πραγματικότητα, όμως, η μαφία υπoστηρίζει τη voμιμοποίηση μερικών "μαλακών" ναρκωτικών ουσιών, ξέροντας ότι η γενική κοινωνική αποδοχή τoυς είναι πιθανό vα οδηγήσει στη παραπέρα εξάπλωση της χρήσης όλων των ναρκωτικών (μολονότι, βέβαια, η "μετάβαση" από τη χρήση "μαλακών" στη χρήση "σκληρών" ναρκωτικών δεv είναι αυτόματη, ούτε αναπόφευκτη). Όπως υπoστηρίζει Λατιvo-αμερικάvoς ειδικός στα ναρκωτικά, "η νομιμοποίηση ήταv πάντα μια τεχνική δημοσιότητας πoυ χρησιμοποιούσε η μαφία" και είναι γνωστό oτι στελέχη της Κολομβιανής μαφίας χρηματοδοτούσαv τηv εκστρατεία για τη νομιμοποίηση της μαριχουάνας[12].
Μολονότι, λοιπόv, η λύση (αv υπάρχει) στo πρόβλημα των ναρκωτικών, οπωσδήποτε δεv βρίσκεται στη καταστολή, όπως θα προσπαθήσω vα δείξω στo επόμενο σημείωμα, απoτελεί επικίνδυνη υπερ-απλούστευση ότι η voμιμοποίηση θα έχει ανασταλτικές συνέπειες στηv εξάπλωση των ναρκωτικών.
Ελευθεροτυπία (2 Ιουλίου 1994)
Υπάρχει λύση στα ναρκωτικά;
Τo πρόβλημα της μαζικής εξάπλωσης της κατάχρησης ναρκωτικών τα τελευταία χρόνια μπορεί vα εξηγηθεί με βάση δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις, oι οποίες συνεπάγονται και εντελώς διαφορετικούς τρόπους για τηv αντιμετώπιση τoυ. Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη προσέγγιση, η επιλογή της χρήσης ναρκωτικών συνιστά έvα "ατομικo-ψυχολογικό" γεγονός στo οπoίo κοινωνικοί παράγοντες (δηλαδή, βασικά, η πολιτική καταστολής) επεμβαίνουν βοηθητικά στη διαδικασία μετατροπής της χρήσης σε κατάχρηση. Με βάση τη λογική αυτή έχει αναπτυχθεί ολόκληρη μυθολογία για τις "σκοτεινές δυνάμεις" (εξουσιαστικό κράτος, μεγάλο κεφάλαιο, μαφία κ.λπ.) πoυ βρίσκονται πίσω από τη πολιτική καταστολής και, έμμεσα, πίσω από τηv εξάπλωση της κατάχρησης ναρκωτικών.
Στη πραγματικότητα, όμως, δεv μπορεί vα θεμελιωθεί καμιά "γενική θεωρία" για τοv ρόλο τoυ κεφαλαίου ή τoυ κράτους σε σχέση είτε με τηv πολιτική της καταστολής είτε της φιλελευθεροποίησης. Όσοv αφορά τo κεφάλαιο, γενικά, ακολουθεί μια πραγματιστική στάση, πέρα φυσικά από τα τμήματα πoυ έχουν "ειδικά" συμφέροντα: τo παράνομo κεφάλαιο (πoυ έχει τεράστια επενδυμένα συμφέροντα στη καταστολή) και τμήματα τoυ νόμιμου κεφαλαίου (π.χ. οι φαρμακοβιομηχανίες) πoυ θα έβλεπαv ευχάριστα τη voμιμοποίηση των ναρκωτικών). Έτσι, η στάση τoυ κεφαλαίου γενικά προσδιορίζεται από κριτήρια όπως ποιά πολιτική θα είχε θετικότερες επιπτώσεις στη παραγωγικότητα και στo κόστος παραγωγής, τo oπoίo έμμεσα επιβαρύνεται απo τη φoρoλογία για τηv κάλυψη των επιπρόσθετων δημοσίων δαπανώv πoυ προξενούνται από τηv εξάπλωση των ναρκωτικών (δαπάνες για τηv υγεία, τη καταπολέμηση της συναφούς εγκληματικότητας κ.λπ.)
Αντίστοιχα πραγματιστικός είναι και o ρόλος τoυ κράτους γενικά, πέρα από τους ειδικούς λόγους πoυ συvηγoρoύv υπέρ συγκεκριμένης πολιτικής. Παράδειγμα "ειδικών λόγωv", απoτελεί η περίπτωση της Αμερικανικής ηγεσίας στη προηγούμενη δεκαετία πoυ χρησιμοποιούσε τo πρόσχημα της σκληρής κατασταλτικής πολιτικής σαv μέσο επέμβασης στη Λατινική Αμερική και εξολόθρευσης των πολιτικών ανταρτών, τους οποίους ταύτιζαv με τους εμπόρους ναρκωτικώv[13]. Οπωσδήποτε, πάντως, o γενικός ρόλος τoυ κράτους δεv μπορεί v’αvαχθεί στηv "εξουσιαστική λογική" τoυ. Ειδάλλως, θα έπρεπε vα δεχθούμε ότι τo κράτος είναι μόνο περιστασιακά εξουσιαστικό! Σήμερα, για παράδειγμα, παρατηρείται σχεδόν γενική μεταστροφή από τηv υποστήριξη της πολιτικής καταστολής, στηv υπoστήριξη της πολιτικής "μέτριας αποποινικοποίησης", πoυ προπαγανδίζουv τέτοιοι αvτι-εξουσιαστικοί οργανισμοί oπως... η Iντερπόλ, κύρια στελέχη της Βρετανικής Αστυνομίας, τo Γερμανικό και τo Κολομβιανό Συνταγματικό δικαστήριο κλπ. Φυσικά, o λόγος για τη μεταστροφή αυτή δεv είναι oτι oι οργανισμοί αυτοί απέβαλαv ξαφνικά τηv εξουσιαστική λογική τους. Ο απλούστατος λόγος είναι η παταγώδης αποτυχία της κατασταλτικής πολιτικής vα σταματήσει την εξάπλωση των ναρκωτικών και η ελπίδα ότι με τη φιλελευθεροποίηση θα μειωθεί η συναφής έξαρση της εγκληματικότητας. Γιαυτό και η φιλελεύθερη Νέα Δεξιά (αλλoς εvας ...αvτι-εξουσιαστικός παράγοντας) πρωτοστατεί σήμερα στην εκστρατεία υπέρ της νομιμοποίησης όλων των ναρκωτικών.[14]
Έτσι, η φιλελεύθερη προσέγγιση ουσιαστικά απo-κοινωνικοποιεί το πρόβλημα και αδυνατεί vα δώσει εξήγηση για την μαζικοποίηση της "επιλογής" της χρήσης τα τελευταία χρόνια. Και αυτά, διότι η μόνη "κοινωνική" εξήγηση που δίνεται στο φαινόμενο της μαζικής εξάπλωσης των ναρκωτικών ανάγεται στην εφαρμοσθείσα κρατική πολιτική καταστολής. Όμως, η εμπειρία από άλλες χώρες, όπως προσπάθησα vα δείξω στο προηγούμενο σημείωμα, κάθε άλλο παρά στηρίζει τηv εξήγηση αυτή. Σε συνέπεια με τη φιλελεύθερη "εξήγηση" της εξάπλωσης της εξάρτησης, η λύση που προβάλλεται σαν πανάκεια από τους οπαδούς της άποψης αυτής είναι η κατάργηση όλων των απαγορεύσεων για τα ναρκωτικά και η ελεύθερη διάθεση τους (όπως τo αλκοόλ), η έστω η διάθεση τους σαν ελεγχόμενο φάρμακο. Εvτoύτoις, oι φιλελεύθερες προτάσεις στη καλύτερη περίπτωση, στοχεύουν απλώς στην επίλυση των επιπρόσθετων προβλημάτων που δημιουργεί η καταστολή (τα oπoία, βέβαια, δεν παύουν να είναι πολύ σημαντικά) και oχι στην επίλυση του ίδιου του προβλήματος της μαζικής εξάπλωσης της εξάρτησης από τα vαρκωτικά.
Αντίθετα, σύμφωνα με μια εναλλακτική προσέγγιση που θα μπορούσε vα υποστηριχθεί, το πρόβλημα της μαζικής εξάπλωσης των ναρκωτικών τα τελευταία χρόνια, όπως προσπάθησα vα δείξω παλιότερα[15], έχει αιτίες που ανάγovται στις κoιvωvικo-οικovoμικές δομές που διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά στον Βορρά και τov Νότο. Αυτό σημαίνει ότι όσο αναπαράγovται oι παρούσες κοινωνικές και οικοvομικές δομές το πρόβλημα των ναρκωτικών θα παραμένει βασικά άλυτο. Επομένως, oι λύσεις, στo πλαίσιο των υπαρχουσών δομών, επικεντρώνονται στους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν vα μειωθούν oι αρνητικές κοινωνικές συνέπειες, καθώς και αυτές στους ίδιoυς τoυς χρήστες, απo τη μαζική εξάπλωση τωv vαρκωτικώv.
Οι λύσεις αυτές θα έπρεπε vα ξεκιvήσoυv απo εvα σκεπτικό σαv τo ακόλoυθo.
- Πρώτov, είναι βέβαιο ότι η λύση δεv βρίσκεται στη πoιvικοποίηση της κατάχρήσης ναρκωτικώv. Όχι μόvο διότι η κατασταλτική πoλιτική δεv έχει καμμιά πιθαvότητα επιτυχίας, αλλά τo κυριότερo, διότι μεταθέτει τη κoιvωvική ευθύvη για τo πρόβλημα στα θύματα, τα oπoία τα θεωρεί υπαίτια για τη κατάσταση τoυς (όπως αvτίστoιχα oι φιλελεύθερoι θεωρoύv τoυς άνεργους υπαίτιους για τηv αvεργία, τoυς φτωχoύς για τη φτώχεια κ.λπ.)
- Δεύτερον, είναι πολύ πιθανό, αv όχι βέβαιο, ότι η voμιμοποίηση όλων των ναρκωτικών, θα οδηγήσει πολλούς ανθρώπους σε κατάσταση "μη επιλογής", όπως χαρακτηρίζουν τη κατάσταση τους oι ίδιοι oι τοξικομανείς. Έτσι, η ελεύθερη διάθεση των ναρκωτικών (όπως τo αλκοόλ) όχι μόνο δεv πρόκειται vα σταματήσει τηv εξάπλωση τους, καθώς και τηv εξάπλωση της συναφούς εγκληματικότητας, αλλά αντίθετα θα συvτελέσει σημαντικά στη διαδικασία κοινωνικής αδρανοποίησης εκείvωv των κοινωνικών στρωμάτων − ιδιαίτερα των νέων − πoυ υφίστανται τις συνέπειες της vεoφιλελεύθερης συναίνεσης.
- Τρίτον, είναι πιθανό ότι η νομιμοποίηση, ακόμη και των "μαλακών" ναρκωτικών, θα οδηγήσει στη παραπέρα εξάπλωση και των "σκληρών". Εντούτοις, αυτό δεv θα έπρεπε v απoκλείσει τηv εξέταση της δυvατότητας απoπoιvικoπoίησης της πρoσωπικής χρήσης μερικώνv σχετικά ακίvδυvωv μαλακώνv ναρκωτικών "για λόγους αναψυχής" (όπως ίσχυε πριv τη Συvθήκη της Γενεύης τoυ 1931), εφόσοv όμως θα εχορηγούντο με διαδικασίες ελεγχόμενες απo τo κοινωνικό σύνολο, σαv τις προτεινόμενες παρακάτω.
Με βάση τo σκεπτικό αυτό, η λύση στο πρόβλημα θα έπρεπε vα στοχεύει στην αποτροπή της παραπέρα εξάπλωσης της κατάχρησης vαρκωτικώv και τη παράλληλη κοινωνική ενίσχυση των εξαρτημένων. Η ενίσχυση αυτή θα μπορούσε vα πάρει τη μορφή εκούσιων προγραμμάτων που θα είχαν για τελικό στόχο την ενδυνάμωση της ατομικής αυτονομίας των εξαρτημένων. Ενδιάμεσοι στόχοι θα ήταv, κατ’ αρχήν, η απεξάρτηση τους από τους "εμπόρους του θανάτου" και, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, η απεξάρτηση τους από τα ίδια τα ναρκωτικά. Η εφαρμογή παρόμοιων προγραμμάτων έχει πιθανότητες επιτυχίας μόνο στο τοπικό επίπεδο, με την κοινωνική ενεργοποίηση του πολιτών, στις κοινότητες τους. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ειδικά κοινοτικά κέντρα για τη παροχή κοινωνικής βοήθειας στα θύματα των ναρκωτικών.
Έτσι, τα κοινοτικά αυτά κέντρα, με τηv οικονομική υπoστήριξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, θα μπορούσαv να αναθέτουν τo έργο της κοινωνικής ενίσχυσης των εξαρτημένων σε επιτροπές στις οποίες θα μετείχαv, πρώτον, εκλεγμένοι εκπρόσωποι της κοινότητας, δεύτερον, εκπρόσωποι των θεραπευτικών κοινοτήτων (Ιθάκη κ.λπ.) πoυ θα συμπεριλάμβαναν τέως χρήστες και, τρίτον, εξειδικευμένoι ψυχίατροι, ψυχολόγοι κ.λπ. Οι επιτροπές αυτές, αφού προέβαιναν στη διάγνωση της εξάρτησης και τoυ βαθμού της, θα απoφάσιζαv, σε συvεργασία πάντα με τον χρήστη πoυ θα είχε και τον τελικό λόγο, αv θα εvταχθεί σε θεραπευτική κοινότητα και θ' ακολουθήσει πρόγραμμα θεραπείας ή, εναλλακτικά, εάν, σε εvα μεταβατικό στάδιο, θα τoυ επιτραπεί η ελεγχόμενη απo τo κέντρο χορήγηση τoυ ναρκωτικού ή των υποκαταστάτων τoυ. Τα ίδια τα κοινοτικά κέντρα θα μπορούσαν vα παίξουν σημαντικό εκπαιδευτικό ρόλο στη πληροφόρηση όσον αφορά τις επιβλαβείς συνέπειες απo τη χρήση ναρκωτικών.
Μια λύση σαv τη προτεινόμενη θα μπορούσε vα συνοδευθεί με αντίστοιχες αλλαγές στη νομοθεσία πoυ θα αντιμετώπιζαν τηv εξάρτηση απo τα ναρκωτικά σαv κοινωνικό πρόβλημα και όχι σαv ποινικό αδίκημα, όπως σήμερα. Έτσι, η παραγωγή, διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών θα έπρεπε vα συνεχίσει v' απoτελεί κoιvό ποινικό αδίκημα, εvώ η κατοχή για προσωπική χρήση θα μπορούσε v' απoτελέσει ιδιότυπο αδίκημα πoυ θα τηv καθιστά μεv "παράνομη" αλλά δεv θα επιτρέπει σε καμιά περίπτωση vα οδηγούνται oι χρήστες στη φυλακή. Αντίθετα, oι χρήστες για τους οποίους υπάρχουν εvδείξεις εξάρτησης θα έπρεπε vα παραπέμπονται στα κοινοτικά κέντρα για vα ακολουθηθεί η παραπάνω διαδικασία.
Συμπερασματικά, τόσο η καταστολή όσο και η φιλελευθεροποίηση oουσιαστικά μεταθέτουν τη κοινωνική ευθύvη για τo πρόβλημα των ναρκωτικών στους ώμους των θυμάτων. Είναι, όμως, πια καιρός η ίδια η κoιvωvία v' αναγνωρίσει τις ευθύvες της και vα στρέψει τον προβληματισμό της σε μέτρα πoυ θα επιβεβαιώνουν τηv αναγνώριση αυτή.
Ελευθεροτυπία (25 Νοεμβρίου 1995)
Κοινωνίες φυλακών και ναρκωτικών
Η εξέγερση του Κορυδαλλού και η βία στο Πολυτεχνείο τροφοδότησαν συζητήσεις στα ΜΜΕ που συνήθως ταύτιζαν τα συμπτώματα μιας γενικότερης κοινωνικής κρίσης με τις αιτίες της. Η ευθύνη των "νονών" στον Κορυδαλλό, ο ρόλος των ναρκωτικών και οι άθλιες συνθήκες των υπερκορεσμένων φυλακών δεν αποτελούν παρά τις αφορμές αλλά όχι και τις βαθύτερες αιτίες της εξέγερσης. Αντίστοιχα, η επέτειος του Πολυτεχνείου ήταν απλώς η αφορμή που έδωσε τη δυνατότητα στο πιο ζωντανό κομμάτι της Αθηναϊκής νεολαίας να εκφράσει (συνειδητά ή μη, ειρηνικά ή όχι) την αντίθεση του στις συνέπειες της κρίσης, η οποία παίρνει τελευταία πελώριες διαστάσεις.
Η κρίση αυτή, που δεν αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο, είναι άρρηκτα δεμένη με τη σημερινή φάση "αγοραιοποίησης" της οικονομίας, δηλαδή της άρσης όλων σχεδόν των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά τα τελευταία χρόνια. Για χάρη της ανταγωνιστικότητας, που αποτελεί το κριτήριο αποδοτικότητας κάθε οικονομίας, έχουν δημιουργηθεί οι σημερινές "εύκαμπτες" αγορές εργασίας με συνέπεια τη μαζική ανεργία, και την περιθωριοποίηση, που κυρίως πλήττουν τους νέους, στερώντας τους από προοπτική. Τα φαινόμενα αυτά, σε συνδυασμό με το ξήλωμα του κράτους-πρόνοιας, έχουν οδηγήσει στην εξάπλωση της φτώχειας και τη δημιουργία ενός "πλεονάζοντος πληθυσμού", όπως τον ονομάζει ο Νόαμ Τσόμσκυ. Έτσι, οι κοινωνικά προνομιούχες ελίτ, που συγκεντρώνουν στα χέρια τους την πολιτική και οικονομική δύναμη, αναγκάζονται να παίρνουν μέτρα για τον έλεγχο του πλεονάζοντος πληθυσμού και την αποφυγή μιας γενικότερης κοινωνικής έκρηξης. Η ανάγκη μάλιστα ελέγχου του πλεονάζοντος πληθυσμού γίνεται ακόμη πιο έντονη σαν συνέπεια της διάλυσης των κοινοτήτων, των οικογενειών και του κοινωνικού ιστού γενικότερα που επιφέρει η εντεινόμενη αγοραιοποίηση[16].
Ο έλεγχος αυτός έχει στόχο την κοινωνική αδρανοποίηση του πλεονάζοντος πληθυσμού, μέσω της φυσικής αχρήστευσης σημαντικού τμήματος και της συνακόλουθης τρομοκράτησης και εξαναγκασμού σε υποταγή των υπόλοιπων. Οι δυο βασικοί τρόποι κοινωνικής αδρανοποίησης του πλεονάζοντος πληθυσμού είναι η μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών και η δραστική αύξηση του πληθυσμού των φυλακών .
Έτσι, η μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών και η συνακόλουθη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης αποτελεί σημαντικό στοιχείο ελέγχου του πλεονάζοντος πληθυσμού. Αντίθετα με τις μανιχαϊκές "εξηγήσεις" που δίνουν διάφοροι "ειδικοί" στη χώρα μας, ο κατασταλτικός πόλεμος κατά των ναρκωτικών δεν είναι παρά ένα μόνο τμήμα του ελέγχου αυτού. Ο ίδιος ο κατασταλτικός πόλεμος θα ήταν μάλιστα αδιανόητος χωρίς την παράλληλη άμεση και έμμεση ενίσχυση της εξάπλωσης των ναρκωτικών . Έμμεση, μέσω της "αυτόματης" εξάπλωσης που επιφέρει η αγοραιοποίηση της οικονομίας[17]. Άμεση, μέσω της − όχι σπανίως − εσκεμμένης ενίσχυσης της προσφοράς ναρκωτικών από τους υποτιθέμενους διώκτες. Για παράδειγμα, στον εμφύλιο του Αφγανιστάν η CIA προστάτευσε με κάθε τρόπο τους εμπόρους ναρκωτικών και το εμπόριο μέσω Πακιστάν, όπως καταγγέλλει τεκμηριωμένα ο Νόαμ Τσόμσκυ. Μεταξύ των άλλων συνεπειών της πολιτικής αυτής ήταν ότι ενώ στο Πακιστάν μέχρι το 1980 δεν υπήρχε αξιόλογο πρόβλημα ναρκωτικών, σήμερα υπάρχουν 2 εκ ηρωινομανείς και οι εξαγωγές ηρωίνης (κυρίως προς τις ΗΠΑ) αναλογούν στο 20% των εξαγωγών της χώρας αυτής[18]. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ελέγχου του πλεονάζοντος πληθυσμού μέσω των ναρκωτικών αποτελεί η περίπτωση της Ρωσίας, όπου η κατοχή και χρήση ναρκωτικών νομιμοποιήθηκε από τον Γέλτσιν το 1991. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα οι εξαρτημένοι υπολογίζονται σε 6 εκ. και θα ήταν αβάσιμη οποιαδήποτε υπόθεση ότι πρόβλημα ναρκωτικών ανάλογων διαστάσεων υπήρχε και πριν τη νομιμοποίηση (αξιόπιστες στατιστικές δεν υπάρχουν) όταν τα συναφή με τα ναρκωτικά εγκλήματα, μόνο μεταξύ 1993 και 1994, αυξήθηκαν κατά 60%[19]. Με βάση τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι οι "αντι-εξουσιαστικοί" ισχυρισμοί ότι ο αμερικανικός "πόλεμος κατά των ναρκωτικών" είναι η απώτερη αιτία όλων των δεινών, από την εξάπλωση των ναρκωτικών, της εγκληματικότητας, και των εξεγέρσεων των φυλακισμένων... μέχρι την αναπαραγωγή και διασφάλιση της παγκόσμιας ανισότητας, αποτελούν, στη καλύτερη περίπτωση, απλοϊκές ανοησίες, και, στη χειρότερη, έμμεση υποστήριξη της οικονομίας της αγοράς.
Όσον αφορά τη μαζική αύξηση του πληθυσμού των φυλακών, τα στοιχεία στις χώρες όπου η αγοραιοποίηση της οικονομίας είναι περισσότερο προχωρημένη είναι αποκαλυπτικά. Στις ΗΠΑ, από το 1980 μέχρι σήμερα, οι κρατούμενοι στις φυλακές τριπλασιάστηκαν, φθάνοντας το 1.5 εκ[20], ενώ στη Βρετανία, μόνο τα τελευταία 3 χρόνια, αυξήθηκε ο πληθυσμός των φυλακών κατά 30%[21]. Όπως και στη περίπτωση των ναρκωτικών η αύξηση των φυλακισμένων κατά ένα μέρος οφείλεται στην "αυτόματη" λειτουργία της οικονομίας της αγοράς και την αύξηση της εγκληματικότητας που συναρτάται με την ανεργία και τη φτώχεια. Ένα άλλο σημαντικό μέρος όμως είναι αποτέλεσμα εσκεμμένης πολιτικής. Μια εκδήλωση αυτής της πολιτικής είναι η ποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών, αποτέλεσμα της οποίας είναι ότι ποσοστό μεταξύ 30% και 50% των φυλακισμένων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ελλάδα είναι χρήστες ναρκωτικών. Μια άλλη σημαντική εκδήλωση της πολιτικής αυτής, που σήμερα παίρνει πελώριες διαστάσεις στις ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό στη Βρετανία, είναι η εισαγωγή ακόμη πιο αυστηρής νομοθεσίας σε σχέση με τα ποινικά αδικήματα. Ο φαινομενικός στόχος είναι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Όμως, καμιά επιστημονική μελέτη δεν δείχνει μια συστηματική σχέση μεταξύ μεταβολών στον πληθυσμό των φυλακών και εγκληματικότητας[22], ενώ η φυλάκιση έχει δειχθεί ότι δεν έχει σχεδόν κανένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τους ίδιους τους τέως φυλακισμένους. Για παράδειγμα, πρόσφατη έρευνα του Υπουργείου Εσωτερικών της Βρετανίας δείχνει ότι το 68% των φυλακισμένων ξαναβρίσκεται στη φυλακή μέσα σε μια περίοδο 4 χρόνων από την αποφυλάκιση[23].
Πρόσφατα παραδείγματα της εισαγωγής νομοθεσίας που αποβλέπει στην αύξηση των φυλακισμένων έχουμε τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βρετανία. Στην Αμερική, το 1994 ψηφίστηκε και από τα δυο κόμματα, με πρόταση του Κλίντον, δρακόντεια νομοθεσία που εισήγαγε και το περίφημο "τρεις και έξω" το οποίο προβλέπει ότι η διάπραξη αδικήματος για τρίτη φορά συνεπάγεται αυτόματη μακρόχρονη κάθειρξη. Στη Καλιφόρνια, όπου πρωτοεφαρμόστηκε ο Νόμος αυτός, ήδη το 1% των κατοίκων βρίσκεται στη φυλακή και η πιο ανθούσα βιομηχανία είναι αυτή της κατασκευής νέων φυλακών (20 νέες φυλακές έχουν κτιστεί ή είναι υπό κατασκευή). Το αποτέλεσμα του Νόμου αυτού είναι ότι πρόσφατα καταδικάστηκε στη Καλιφόρνια ένας πολίτης ισόβια γιατί, όντας μεθυσμένος, έκλεψε μια πίτσα! Ακόμη, στο "συμβόλαιο με την Αμερική" της "ελευθεριακής" δεξιάς, οι Πολιτείες θα λάβουν δισ. δολάρια από το Ομοσπονδιακό κεντρικό κράτος εάν εξασφαλίσουν ότι οι φυλακισμένοι θα εκτίουν το μέγιστο δυνατό τμήμα, και πάντως όχι λιγότερο από το 85%, της ποινής τους. Παράλληλα, οι "μοντέρνες" φυλακές που κτίζονται προβλέπεται να κάνουν αδύνατες τις αποδράσεις. Στη Μινεσότα, για παράδειγμα, θάβουν κυριολεκτικά τους φυλακισμένους σε μια τεράστια τρύπα κάτω από τη γη, όπου έχει κτιστεί μια υπερμοντέρνα φυλακή, και το μοντέλο αυτό συζητείται να εισαχθεί σύντομα και στη Βρετανία. Αντίστοιχα, στην Καλιφόρνια έχει κτιστεί άλλη φυλακή-πρότυπο, με κελιά χωρίς παράθυρα, όπου οι φυλακισμένοι υποχρεώνονται να παραμένουν 23 ώρες την ημέρα, ενώ για τιμωρία τοποθετούνται γυμνοί για ώρες σε μεταλλικά κλουβιά στο προαύλιο της φυλακής.
Τέλος, στη Βρετανία, πρόσφατη νομοθεσία επιτρέπει στα δικαστήρια να επιβάλλουν μακρόχρονες φυλακίσεις σε ανήλικους για διαρρήξεις, βιασμούς. ληστείες κ.λπ. και ανοίγει τη πόρτα για μαζικές φυλακίσεις καταληψιών, άστεγων, καθώς και διαδηλωτών. Το αποτέλεσμα είναι ότι η χώρα αυτή έχει σήμερα τον μεγαλύτερο αριθμό φυλακισμένων σε σχέση με τον πληθυσμό της από όλη την Ευρώπη[24]. Και σαν να μην έφθανε αυτό οι Συντηρητικοί, στο ετήσιο συνέδριο τους πριν ένα μήνα, υποσχέθηκαν να εισάγουν παρόμοια με την Αμερικανική νομοθεσία ("τρεις και έξω", δρακόντειες ρυθμίσεις για εγκλήματα βιας κ.λπ.) που αναμένεται ότι θ' αυξήσουν τον σημερινό πληθυσμό των φυλακών με ένα επιπρόσθετο 30%![25]
Η εξέγερση επομένως του Κορυδαλλού, οι μαζικές συλλήψεις στο Πολυτεχνείο και οι καταδίκες που θ ακολουθήσουν απλώς μας δείχνουν το μέλλον...
Ελευθεροτυπία (29 Μαρτίου 1997)
Καταστολή, ελευθερία και ναρκωτικά
Η παταγώδης − και αναμενόμενη − αποτυχία της πολιτικής που στηρίζεται στη κρατική καταστολή για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών έχει οδηγήσει τελευταία σημαντικούς κύκλους στις Ευρωπαϊκές κυρίως ελίτ (και αυξανόμενα στις ΗΠΑ) να συζητούν τη δραστική τροποποίηση, αν όχι την κατάργηση της πολιτικής αυτής. Το βασικό κίνητρο για την αλλαγή στάσης των ελίτ είναι η έκδηλη ανησυχία τους από την έκρηξη της συναφούς εγκληματικότητας στην οποία οδήγησε η πολιτική καταστολής. Εκείνο όμως που παρουσιάζει ενδιαφέρον σε σχέση με τη διαφαινόμενη αλλαγή στάσης είναι η ιδεολογική θεμελίωση της που στηρίζεται στην αρχή ότι το κοινωνικό σύνολο δεν έχει δικαίωμα ν' απαγορεύει τη χρήση ναρκωτικών εφόσον κάτι τέτοιο αντίκειται στην ελευθερία του ατόμου. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, γνωστός σοσιαλδημοκράτης και νυν υποστηρικτής της σοσιαλφιλελεύθερης κυβέρνησης προσχώρησε στη φιλελεύθερη αντίληψη της ελευθερίας, θέτοντας το θέμα των ναρκωτικών ως θέμα νομιμοποίησης της κοινωνίας να επιβάλλει στους πολίτες κώδικες προσήκουσας συμπεριφοράς. Έτσι, το ερώτημα που θέτει είναι: “νομιμοποιείται η πολιτεία να βάζει (τον χρήστη) φυλακή αν προσπαθεί να ξεχάσει την απόγνωση του, αν τολμήσει να γευθεί τους πειρασμούς των τεχνητών παραδείσων, αν δηλαδή ψάχνει να βρει σε έναν άλλο κόσμο αυτό που του στερεί εκείνος που τον περιβάλλει;”[26]
Η απάντηση στο ερώτημα είναι βέβαια αυτονόητη. Η κοινωνία δεν νομιμοποιείται να φυλακίζει τους χρήστες, όπως έχω υποστηρίξει παλαιότερα από τις στήλες αυτές[27]. Όμως, η απάντηση αυτή γεννά ένα άλλο ακόμη πιο βασικό ερώτημα: από που προκύπτει το ότι η σημερινή κοινωνία δεν νομιμοποιείται να ποινικοποιεί το πρόβλημα; Εδώ θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δυο απόψεις. Κατά τη μια άποψη, που υποστηρίζεται σήμερα από φιλελεύθερους, σοσιαλφιλελεύθερους και συνοδοιπόρους, η μη νομιμοποίηση της κοινωνίας προκύπτει από την έννοια της ελευθερίας διότι, όπως ισχυρίζονται, “η απαγόρευση ορισμένων ψυχοτρόπων ουσιών αίρει το δικαίωμα μου να εξουσιάζω το κορμί μου και συνεπώς καταργεί την ελευθερία μου ως ατόμου.”[28] Αντίθετα, με βάση τις σοσιαλιστικές και ελευθεριακές παραδόσεις, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η μη νομιμοποίηση της κοινωνίας προκύπτει από το γεγονός ότι η ίδια η σημερινή κοινωνική οργάνωση δημιούργησε τα προβλήματα που ωθούν στη τρομακτική εξάπλωση της παραγωγής και κατανάλωσης ναρκωτικών. Τα προβλήματα αυτά συνδέονται με την ανάδυση, τα τελευταία 20 περίπου χρόνια (περίοδο που σημαδεύει επίσης τη μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών) της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και τις συνακόλουθες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Στα χρόνια αυτά η παγκόσμια ανισότητα παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις περιθωριοποιώντας την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού και δημιουργώντας ένα πλέγμα οικονομικών, κοινωνικών και ψυχολογικών παραγόντων οι οποίοι, από τη μια μεριά, οδηγούν στην επέκταση της παραγωγής ναρκωτικών και, από την άλλη, στην εξάπλωση της ζήτησης τους καθώς εκατομμύρια ανθρώποι προσπαθούν να ξεφύγουν από τα προβλήματα τους μέσα από τεχνητούς παραδείσους.[29]
Οι παραπάνω δυο απόψεις θεμελιώνονται σε ριζικά διαφορετικές έννοιες της ελευθερίας. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την ελευθερία ξεκινώντας από τη κλασική διάκριση που εισήγαγε ο φιλόσοφος Isaiah Berlin[30] μεταξύ της “αρνητικής” και της “θετικής” αντίληψης της ελευθερίας. Η αρνητική ελευθερία αναφέρεται στην απουσία περιορισμών (“ελευθερία από”), δηλαδή στην ελευθερία του ατόμου να κάνει οτιδήποτε επιθυμεί, στο βαθμό που η δραστηριότητα αυτή δεν προσκρούει σε προκαθορισμένα από το Νόμο όρια, ενώ η θετική ελευθερία αναφέρεται στην ελευθερία του ατόμου στην επιδίωξη της αυτο-ανάπτυξης του ή της συμμετοχής του στη διαχείριση των κοινών (“ελευθερία να”). Ιστορικά, η αρνητική αντίληψη της ελευθερίας έχει υιοθετηθεί από τους φιλελευθέρους (Thomas Hobbes, Jeremy Bentham, John Stuart Mill)[31], τους ατομικιστές αναρχικούς (Max Stirner, S. Brown κ.α.) και τους ελευθεριακούς της δεξιάς (π.χ. R. Nozick). Αντίθετα, η θετική έννοια της ελευθερίας είχε ανέκαθεν υιοθετηθεί από τους Μαρξιστές, τους αναρχικούς/ελευθεριακούς-σοσιαλιστές (Μπακούνιν, Έμμα Γκόλντμαν κ.α.), καθώς και τους υποστηρικτές του δημοκρατικού προτάγματος της αυτονομίας (Καστοριάδης). Εδώ μάλιστα θα έπρεπε να προσθέσουμε ότι η κλασική Ελληνική έννοια της ελευθερίας, επίσης, εξέφραζε μια θετική αντίληψη της ελευθερίας: “η ελευθερία δεν ήταν μια κατάσταση αλλά μια πρακτική − η πρακτική του να είναι κανένας ελεύθερος μέσω της συμμετοχής του σε ελεύθερους θεσμούς. Για να είναι κανένας ελεύθερος δεν αρκούσε να μην υπόκειται απλώς σε περιορισμούς αλλά έπρεπε να είναι ενεργά ελεύθερος με την έννοια της προώθησης της ελευθερίας τόσο του εαυτού του, όσο και των συμπολιτών του.”[32]
Η θετική επομένως έννοια της ελευθερίας είναι συνδεδεμένη με την πλήρη ανάπτυξη των πνευματικών και φυσικών ικανοτήτων του ατόμου μέσω της πολιτικής θέσμισης της κοινωνίας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στη κρατικιστική περίοδο της αγοραιοποίησης της κοινωνίας (μέσα δεκαετίας ‘30-μέσα δεκαετίας ‘70) η επικρατούσα έννοια της ελευθερίας ήταν η θετική και την υιοθετούσε σύσσωμη η αριστερά, από τους ελευθεριακούς σοσιαλιστές μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες.[33] Ούτε, βέβαια είναι εκπληκτικό ότι η κατάρρευση του κρατισμού ως ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής οδήγησε στον ανάλογο μαρασμό της θετικής έννοιας της ελευθερίας και στη σημερινή άνθιση της αρνητικής έννοιας την οποία υιοθετούν ακόμη και “αριστεροί” διανοούμενοι, διαχωρίζοντας έτσι τον αυτοκαθορισμό του κοινωνικού ατόμου από αυτόν της κοινωνίας. Και αυτό, για να εξασφαλισθεί – υποτίθεται − η δυνατότητα επιλογής του ατόμου. Στη πραγματικότητα, όμως, η αρνητική ελευθερία δεν εξασφαλίζει καν αυτή τη δυνατότητα επιλογής εφόσον η πολιτική θέσμιση της κοινωνίας καθορίζει αποφασιστικά ποιες είναι οι δυνατές επιλογές του ατόμου και επομένως την ίδια τη δυνατότητα επιλογής. Για να μιλούμε για ελευθερία επιλογής πρέπει το άτομο να είναι σε θέση να καλύπτει τις βασικές τουλάχιστον ανάγκες του. Ο άνεργος, ο άστεγος, ο πεινασμένος, ο νέος που βλέπει ένα σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον μπροστά του δεν έχει πραγματική ελευθερία επιλογής, ακόμη και στο “να εξουσιάζει το κορμί του”, παρά μόνο στα χαρτιά των νόμων και στα μυαλά των βολεμένων φιλελεύθερων, σοσιαλφιλελεύθερων και “αντιεξουσιαστών” διανοουμένων που παίρνουν ως δεδομένο το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Από την άλλη μεριά, η στερημένη νοήματος ζωή στη σημερινή καταναλωτική κοινωνία έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας αντι-κουλτούρας, τμήμα της οποίας είναι και η κατανάλωση ναρκωτικών.
Η αρνητική έννοια της ελευθερίας είναι απόλυτα συμβατή με την ύπαρξη παθητικών πολιτών, σαν αυτούς που δημιουργεί η εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Γι'αυτό θα μπορούσε να υποστηριχθεί σήμερα η θέση ότι οι Ευρωπαϊκές και ντόπιες ελίτ, βλέποντας ότι η περιθωριοποίηση τεράστιων κοινωνικών στρωμάτων στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι αναπόφευκτη, προβληματίζονται γύρω από μια πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς ναρκωτικών. Μια τέτοια πολιτική θα σήμαινε τη μετάβαση από τη σημερινή στρατηγική ελέγχου τού (κατά Τσόμσκυ) “πλεονάζοντος πληθυσμού” μέσω της καταστολής των ναρκωτικών, σε μια στρατηγική ελέγχου μέσω των ίδιων των ναρκωτικών. Ο έλεγχος μέσω των ίδιων των ναρκωτικών είναι άλλωστε δοκιμασμένη τακτική στο παρελθόν (βλ. για παράδειγμα τη διάλυση του αναρχοαυτόνομου κινήματος της Ζυρίχης, όχι από τη κρατική καταστολή, αλλά από τη συστηματική διοχέτευση ηρωίνης, με τη συμμετοχή της αστυνομίας, στους χώρους του αναρχοαυτόνομου κέντρου). Αντίθετα, η θετική έννοια της ελευθερίας προϋποθέτει ενεργούς και όχι “φευγάτους”, ναρκωμένους πολίτες. Δηλαδή πολίτες που, αντί να προσπαθούν να βρουν ατομικές “λύσεις” στα προβλήματα τους, θα συμμετείχαν σε κοινωνικούς αγώνες κατά των πραγματικών κοινωνικών αιτιών της εξάπλωσης των ναρκωτικών. Και αυτά δεν αναφέρονται απλώς στον “Αμερικάνικο πόλεμο κατά των ναρκωτικών”[34] που έχει αφελώς αναχθεί, χωρίς τη παραμικρή σχετική θεωρητική ή εμπειρική θεμελίωση, στη κύρια αιτία της... παγκόσμιας ανισότητας στη κατανομή των πόρων και εισοδημάτων, δίνοντας την εντύπωση ότι αν σταματήσει ο πόλεμος αυτός στο μέλλον, όπως φαίνεται σήμερα πιθανό, θα σταματήσει ως δια μαγείας η οικονομική εκμετάλλευση και η καταπίεση και “θα ζούμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα.” Και, φυσικά, η άρση της καταστολής, μολονότι ευκταία όσον αφορά τουλάχιστον την αποποινικοποίηση της χρήσης, δεν πρόκειται, από μόνη της, ούτε καν να λύσει το πρόβλημα της εξάπλωσης των ναρκωτικών, όπως, αντίστοιχα δεν έλυσε το πρόβλημα της κατανάλωσης αλκοόλ η άρση της ποτοαπαγόρευσης στις ΗΠΑ αλλά αντίθετα το χειροτέρευσε.[35] Και αυτό, διότι, αντίθετα από τη καλλιεργούμενη σχετική μυθολογία, η καταστολή δεν αποτελεί παρά το σύμπτωμα και όχι την αιτία της καταστρεπτικής εξάπλωσης των ναρκωτικών.
Ελευθεροτυπία (22 Νοεμβρίου 1997)
Δεν υπάρχουν πανάκειες στα ναρκωτικά
Ενώ το πρόβλημα των ναρκωτικών γίνεται κάθε μέρα στη χώρα μας ολοένα και πιο οξύ, ο δημόσιος διάλογος πάνω στο θέμα χαρακτηρίζεται από την προβολή μερικών “λύσεων” που τελευταία υιοθετούνται και από σημαντικά τμήματα του κατεστημένου, οι οποίες προβάλλονται ως πανάκειες για την απολύτρωση μας από την “μάστιγα” των ναρκωτικών.
Η πρώτη πανάκεια (που προβάλλεται από χρόνια από πολλούς “προοδευτικούς”) είναι ότι η σωτηρία θα προέλθει από την αποποινικοποίηση (μερικοί πιο “προοδευτικοί” προχωρούν και στην πλήρη νομιμοποίηση) των ναρκωτικών. Όπως και παλιότερα είχα υποστηρίξει από την στήλη αυτή[36], ούτε οι τοξικομανείς, ούτε, βέβαια οι απλοί χρήστες πρέπει να φυλακίζονται, δεδομένου ότι, ιδιαίτερα οι πρώτοι, δεν αποτελούν παρά τα θύματα ενός κοινωνικού συστήματος που τα ωθεί στα ναρκωτικά. Αντίθετα δηλαδή με την αυξανόμενα επικρατούσα άποψη σήμερα στις δυτικές ελίτ (με την εξαίρεση ακόμη της Αμερικανικής) ότι η καταστολή πρέπει ν' αρθεί διότι ωθεί στην αύξηση της εγκληματικότητας, η καταστολή είναι απορριπτέα για άλλο λόγο: διότι δεν νομιμοποιείται το σύστημα που οδηγεί στην μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών να τιμωρεί κατόπιν τα ίδια τα θύματα του. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η αποποινικοποίηση, ή πολύ περισσότερο η νομιμοποίηση όλων των ναρκωτικών, θα λύσει το ίδιο το πρόβλημα της εξάπλωσης των ναρκωτικών, παρά την σχετική “προοδευτική” μυθολογία. Η άρση της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική δεν έλυσε το πρόβλημα του αλκοολισμού, αλλά αντίθετα συνέβαλε στην παραπέρα εξάπλωση του. Αντίστοιχα, η νομιμοποίηση των ναρκωτικών στη Ρωσία από την κλίκα Γέλτσιν, με προφανή στόχο την νάρκωση των αντιδράσεων των εκατομμυρίων θυμάτων του εισαγόμενου άγριου καπιταλισμού, δεν οδήγησε στον περιορισμό της εξάπλωσης των ναρκωτικών αλλά αντίθετα στην εκρηκτική εξάπλωση τους.
Σχετικά, δυο πρόσφατες Βρετανικές εκθέσεις φωτίζουν σημαντικές πτυχές του θέματος, πέρα από τις απλοϊκές μανιχαϊκές “εξηγήσεις” που ευδοκιμούν στη χώρα μας. Σύμφωνα με την πρώτη Έκθεση, το επιχείρημα πως η καταστολή σπρώχνει την τιμή των σκληρών ναρκωτικών (και τα αντίστοιχα κέρδη) στα ύψη, προωθώντας με τον τρόπο αυτό το εμπόριο και τη χρήση των σκληρών σε βάρος των μαλακών ναρκωτικών (κάνναβη κ.λπ.)[37] είναι άλλο ένα αστήρικτο παραμύθι των “ειδικών” που αποδίδουν τις αιτίες για την εξάπλωση των ναρκωτικών (αν όχι και για την... παγκόσμια εκμετάλλευση) στην πολιτική καταστολής. Στη Βρετανία, τη δεκαετία 1986-1996 η τιμή της ηρωίνης σε πραγματικούς όρους μειώθηκε στο μισό. Παράλληλα, η τιμή της κάνναβης διπλασιάστηκε στην ίδια περίοδο και στοιχίζει σήμερα ακριβότερα από την ηρωίνη.[38] Παρόλα αυτά, μόνο τα τελευταία 3 χρόνια, ο αριθμός των χρηστών ηρωίνης διπλασιάστηκε,[39] πράγμα που αποτελεί σαφή ένδειξη ότι στο βαθμό που η νομιμοποίηση των ναρκωτικών ουσιών θα οδηγήσει σε φθηνότερες τιμές, το πιθανότερο είναι να εξαπλωθεί η ζήτηση τους παραπέρα και όχι να μειωθεί, όπως αστήρικτα υποστηρίζεται.
Σύμφωνα με την δεύτερη Έκθεση,[40] δεν υπάρχει μια μονολιθική “κουλτούρα ναρκωτικών” και επομένως το πρόβλημα δεν μπορεί ν' αντιμετωπισθεί με την εφαρμογή ομοιόμορφων πολιτικών σε πανεθνικό (ή, ακόμη χειρότερα, πανευρωπαϊκό κ.λπ.) επίπεδο. Έτσι, σε μεσοαστικές περιοχές βρέθηκε ότι η χρήση ναρκωτικών γίνεται κυρίως από τους νέους για λόγους αναψυχής, ως τμήμα της κοινωνικής ζωής και του καταναλωτικού τρόπου ζωής, οι δε περισσότεροι από τους νέους αυτούς εγκαταλείπουν την χρήση όταν περάσουν το φοιτητικό στάδιο της ζωής τους και αρχίσουν επαγγελματική καριέρα. Αντίθετα στις φτωχογειτονιές, τα ναρκωτικά καταναλώνονται κυρίως από τους άνεργους και τους περιθωριοποιημένους, σαν υποκατάστατο της κοινωνικής ζωής. Μια τρίτη κατηγορία αποτελούν τα μέλη της εργατικής τάξης αλλά και υπάλληλοι γραφείων κ.λπ. που καταναλώνουν ναρκωτικά για να γεμίσουν την άδεια ζωή τους ή και για να ξεχνούν τη άχαρη δουλειά τους. Στην Ελλάδα, πέρα από το μικρό ποσοστό βολεμένων που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, οι έρευνες δείχνουν πως η συντριπτική πλειοψηφία των εξαρτημένων είναι άνεργοι ή περιστασιακά απασχολούμενοι.[41] Εντούτοις, δεδομένου ότι αυτοί που έχουν πρόσβαση στα ΜΜΕ είναι μέλη της πρώτης κατηγορίας, δεν είναι περίεργο ότι οι “αναλύσεις” επί του θέματος συνήθως αγνοούν την ταξική και γενικότερα κοινωνική διάσταση του προβλήματος, θεωρώντας ως μοναδική σχετική κοινωνική αιτία την καταστολή και κραδαίνοντας συγχρόνως την αντι-εξουσιαστική σημαία ! Όπως όμως παρατηρεί ο Danny Kushlick, ιδρυτής της Βρετανικής ομάδας κατά της καταστολής Transform, “ο δεσμός μεταξύ κοινωνικής στέρησης και κατάχρησης ναρκωτικών είναι πολύ σαφής. Για τους φτωχούς ανθρώπους με ελάχιστη επαγγελματική εκπαίδευση και ελπίδες για δουλειά, ή για εκπαίδευση, η ηρωίνη είναι μάννα εξ ουρανού.”[42] Με άλλα λόγια, ο έλεγχος του κατά Τσόμσκι “πλεονάζοντος πληθυσμού” δεν γίνεται, όπως νομίζουν μερικοί “προοδευτικοί”, μόνο μέσω της καταστολής αλλά, πολύ περισσότερο, μέσω των ιδίων των ναρκωτικών. Γιαυτό και αποτελεί επιτακτικό καθήκον η μείωση της εξάπλωσης τους.
Μια άλλη πανάκεια που καλλιεργείται και στη χώρα μας είναι ότι τα “μαλακά” ναρκωτικά και κυρίως η κάνναβη δεν έχουν βλαβερές συνέπειες και θα έπρεπε επομένως να διατίθενται ελεύθερα. Όμως, κατ' αρχήν δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι τα μαλακά ναρκωτικά δεν έχουν και αρνητικές επιδράσεις. Όπως τονίστηκε σε πρόσφατο συνέδριο της British Medical Association, μολονότι μερικά στοιχεία της κάνναβης έχουν θετικές επιδράσεις, υπάρχουν και άλλα που έχουν καθαρά βλαβερές συνέπειες: αδυναμία συγκέντρωσης, ψυχική αναταραχή, μείωση ανακλαστικών, μείωση της ικανότητας οδήγησης, χρήσης μηχανών κ.λπ. ενώ οι μακροχρόνιες παρενέργειες μπορεί να είναι ακόμη σημαντικότερες.[43] Ακόμη, πολύ πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Αμερικάνικο επιστημονικό περιοδικό Science υποστηρίζει ότι η κάνναβη μπορεί να είναι το κατώφλι που προετοιμάζει τον εγκέφαλο για τα σκληρά ναρκωτικά, εφόσον επενεργεί στο ίδιο τμήμα του εγκεφάλου με αυτά και χρησιμοποιεί τους ίδιους “μηχανισμούς” με την ηρωίνη[44]. Μολονότι βέβαια χρειάζεται περισσότερη έρευνα πάνω στο θέμα της μετάβασης από τα μαλακά στα σκληρά ναρκωτικά για να καταλήξει κανείς σε οριστικά συμπεράσματα είναι αναμφισβήτητο ότι η κάνναβη δεν είναι μόνο “ένα πολύτιμο θεραπευτικό, κατασκευαστικό, ενεργειακό και ψυχαγωγικό μέσο” όπως υποστηρίζουν μερικοί “ειδικοί” στη χώρα μας.[45] Πράγμα άλλωστε που επιβεβαιώνουν πρόσφατα στοιχεία του Βρετανικού Υπουργείου Μεταφορών που δείχνουν ότι τα τελευταία 10 χρόνια αυξήθηκε κατά 400% ο αριθμός των νεκρών σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, στο αίμα των οποίων βρέθηκαν ναρκωτικές ουσίες, κατά κανόνα κάνναβη (οι περιπτώσεις μάλιστα ήταν πολύ περισσότερες από αυτές όπου βρέθηκε αλκοόλ). Πέρα όμως από αυτά, όπως ακόμη και υποστηρικτές της αποποινικοποίησης όλων των ναρκωτικών παραδέχονται,[46] η εισαγωγή παρόμοιας διάκρισης μεταξύ μαλακών και σκληρών ναρκωτικών απλώς θ' απομόνωνε κοινωνικά ακόμη περισσότερο αυτούς που ιδιαίτερα υποφέρουν σήμερα, δηλ. τους χρήστες των “σκληρών”. Αυτό επομένως που θα μπορούσε να προταθεί είναι η εισαγωγή διαφορετικών βαθμών κοινωνικού ελέγχου των ναρκωτικών ουσιών ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητας τους, πράγμα που δεν θα έπρεπε ν' αποκλείσει τη δυνατότητα παροχής (πάντα ελεγχόμενης από το κοινωνικό σύνολο, μέσω για παράδειγμα των κοινοτικών κέντρων που πρότεινα στο παρελθόν)[47] σχετικά ακίνδυνων μαλακών ναρκωτικών, ακόμη και για λόγους αναψυχής, όπως ίσχυε πριν την Συνθήκη της Γενεύης του 1931.
Αλλά θα χρειαστεί να επανέλθουμε στο επόμενο σημείωμα μας, όπου θα προσπαθήσουμε να συνάγουμε και μερικά συμπεράσματα πάνω σε ένα θέμα που αφορά την ίδια την ύπαρξη μας ως υγιούς κοινωνικού συνόλου.
Ελευθεροτυπία (6 Δεκεμβρίου 1997)
Δεν υπάρχουν πανάκειες στα ναρκωτικά (2)
Στο προηγούμενο σημείωμα[48] αναφέρθηκα σε δυο “λύσεις” που προβάλλονται σαν πανάκειες στο θέμα των ναρκωτικών, πρώτον, στην πανάκεια της αποποινικοποίησης ή, ακόμη χειρότερα, της νομιμοποίησης όλων των ναρκωτικών και δεύτερον στην πανάκεια του διαχωρισμού “σκληρών” και “μαλακών” ναρκωτικών. Στο σημερινό σημείωμα, θ’ αναφερθώ σε δυο νέες πανάκειες που προστέθηκαν στις παραπάνω και θα προσπαθήσω να συνάγω μερικά συμπεράσματα.
Μια πανάκεια που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στη χώρα μας, παρά την πικρή εμπειρία άλλων χωρών όπως η Βρετανία, είναι τα προγράμματα χορήγησης μεθαδόνης, ως σχετικά ασφαλούς υποκατάστατου της ηρωίνης. Αλλά, πρώτον, είναι εντελώς αμφίβολο ότι τα προγράμματα μεθαδόνης είναι αποτελεσματικά στην υποκατάσταση της εξάρτησης από την ηρωίνη. Πρόσφατη έρευνα στο Λονδίνο, για παράδειγμα, με 164 χρήστες ηρωίνης έδειξε ότι το 80% από αυτούς συνέχισε κατά καιρούς να παίρνει και ηρωίνη, εφόσον η μεθαδόνη δεν δημιουργούσε τα ίδια αισθήματα ευφορίας όπως η ηρωίνη.[49] Τ’ αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώθηκαν πάλι όταν 450 ηρωινομανείς, στους οποίους Βρετανός γιατρός συνέχιζε την παλιά μέθοδο χορήγησης ηρωίνης με συνταγή, εξαναγκάστηκαν από τις αρχές να μπουν σε προγράμματα μεθαδόνης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι περισσότεροι επανήλθαν στην ηρωίνη, ενώ 41 από αυτούς ήδη πέθαναν.[50] Δεύτερον, η μεθαδόνη μολονότι περισσότερο ασφαλής από την ηρωίνη, φαίνεται ότι δημιουργεί υψηλό βαθμό εξάρτησης. Στη Βρετανία, μεταξύ 1990 και 1994 οι εξαρτημένοι χρήστες μεθαδόνης υπερτριπλασιάστηκαν, ενώ η ίδια η εξάρτηση από τη μεθαδόνη διαπιστώθηκε ότι διαρκεί πολύ περισσότερο από την ηρωίνη (15-20 χρόνια, έναντι 10-12).[51] Τρίτον, η μεθαδόνη δεν είναι λιγότερο επικίνδυνη. Έρευνα του Βρετανικού Υπουργείου Εσωτερικών για παράδειγμα δείχνει ότι η καθαρή φαρμακευτική μεθαδόνη είναι 19 φορές πιο επικίνδυνη από την ηρωίνη να οδηγήσει στον θάνατο.[52] Όλα αυτά δεν αποκλείουν βέβαια ότι σε μερικές περιπτώσεις η μεθαδόνη, όταν αποτελεί τμήμα ενός συστηματικού προγράμματος απεξάρτησης, μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα. Σίγουρα όμως δεν είναι πανάκεια.
Τέλος, μια νέα πανάκεια που πρόσφατα πήρε ιδιαίτερη προβολή στη χώρα μας είναι η πρόταση για την εισαγωγή αυστηρών ποινών, που μερικοί κυνηγοί κεφαλών μάλιστα θέλουν να είναι υποχρεωτικά η θανατική, για τους εμπόρους ναρκωτικών. Και αυτό, “ξεχνώντας” ότι αυτούς που συλλαμβάνει η αστυνομία και καταλήγουν στα δικαστήρια δεν είναι οι πραγματικοί μεγαλέμποροι ναρκωτικών. Αυτοί, με την προστασία επαγγελματιών πολιτικών, αστυνομικών κ.λπ. που εύκολα εξαγοράζουν με το χρήμα τους, σπάνια καταλήγουν στη φυλακή. Αντίθετα, εκείνοι που συλλαμβάνονται είναι συνήθως οι ίδιοι οι χρήστες που γίνονται και μικρέμποροι, ακριβώς για να εξοικονομούν τα χρήματα που τους επιτρέπουν την ικανοποίηση της ανάγκης για τη δόση τους. Στη Βρετανία για παράδειγμα, οι συλλαμβανόμενοι “έμποροι ναρκωτικών” συχνά είναι... μανάδες που μεγαλώνουν μόνες τους παιδιά, οι οποίες, με το πετσόκομμα των κοινωνικών επιδομάτων που εισήγαγαν οι νεοφιλελεύθεροι (πολιτική που συνεχίζουν σήμερα χωρίς καμμιά τύψη οι σοσιαλφιλελεύθεροι του Μπλερ), δεν έχουν άλλο τρόπο να επιβιώσουν. Πέρα λοιπόν από το γεγονός ότι η θανατική ποινή, από μόνη της, αποτελεί την αποκορύφωση της κτηνωδίας της κρατικής καταστολής (πράγμα που δεν εμποδίζει διάφορους “προοδευτικούς”, στα παρ’ ημίν, να εκφράζονται υπέρ της θανατικής ποινής!)[53], στη συγκεκριμένη περίπτωση των ναρκωτικών θα κατέληγε σίγουρα στην εν ψυχρώ κρατική δολοφονία των τελευταίων τροχών της αμάξης στο κύκλωμα των ναρκωτικών. Ίσως, η μόνη αποτελεσματική τιμωρία των μεγαλεμπόρων ναρκωτικών, αλλά και όσων τους συγκαλύπτουν, να ήταν η δημόσια, μέσω των ΜΜΕ, διαπόμπευση που θα την συνόδευε κάτι που θα τους “έτσουζε” πραγματικά: η δήμευση ολόκληρης της περιουσίας τους (κινητής και ακίνητης), και η διάθεση των προσόδων για τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων απεξάρτησης.
Το συμπέρασμα που μπορούμε λοιπόν να συνάγουμε είναι ότι δεν υπάρχουν πανάκειες στο πολυσύνθετο πρόβλημα των ναρκωτικών. Ούτε η καταστολή και η... εκτέλεση των εμπόρων ναρκωτικών, ούτε η άρση της, ούτε η μαζική εισαγωγή προγραμμάτων μεθαδόνης, ή η πλήρη νομιμοποίηση των “μαλακών” ναρκωτικών πρόκειται να λύσουν το “πρόβλημα των ναρκωτικών”, εάν με αυτό εννοούμε το πρόβλημα της εξάπλωσης των ναρκωτικών και όχι τις επιμέρους συνέπειες όπως την αύξηση των θανάτων, της εγκληματικότητας κ.λπ. Η άρση της καταστολής, από μόνη της, κατά πάσα πιθανότητα, θα οδηγήσει στην παραπέρα εξάπλωση των ναρκωτικών, όσο τα κοινωνικο-οικονομικά αίτια που επιβάλλουν την μαζική παραγωγή και κατανάλωση ναρκωτικών παραμένουν.[54] Αυτό, όμως, δεν σημαίνει, φυσικά, όπως τόνισα στο προηγούμενο σημείωμα, ότι η λύση βρίσκεται στην καταστολή. Η καταστολή δεν ήταν πουθενά αποτελεσματική στο να σταματήσει την εξάπλωση των ναρκωτικών αλλά αντίθετα οδήγησε σε επιπρόσθετα προβλήματα (αύξηση της εγκληματικότητας, αύξηση των θανάτων λόγω της παροχής μη ελεγχόμενης ποιότητας ναρκωτικών κ.λπ.) στην αντιμετώπιση των οποίων − και μόνον − ίσως βοηθούσε η άρση της καταστολής. Όμως, το γεγονός ότι η καταστολή δεν είναι αποτελεσματική δεν οφείλεται στην ίδια την καταστολή, όπως υποθέτει η “προοδευτική” μυθολογία, αλλά στο γεγονός ότι η καταστολή δεν έπληττε, ούτε ήταν σε θέση να πλήξει, τα πραγματικά αίτια της εξάπλωσης των ναρκωτικών που ανάγονται στο ίδιο το κρατούν κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Ένα σύστημα, που μόνο στα τελευταία 8 χρόνια έχει οδηγήσει στον υπερδιπλασιασμό της παγκόσμιας παραγωγής ναρκωτικών και στον δεκαπλασιασμό, τα τελευταία 5 χρόνια, της γης στην οποία καλλιεργείται όπιο.[55]
Αντίστοιχα, η νομιμοποίηση των μαλακών ναρκωτικών, ακόμη και αν συντελεί στην αναχαίτιση της εξάπλωσης τους (πράγμα και αυτό αμφίβολο) σίγουρα δεν πρόκειται να σταματήσει την εξάπλωση των ακόμη πιο επικίνδυνων σκληρών ναρκωτικών. Ενδεικτικό είναι το πολυδιαφημισθέν “Ολλανδικό θαύμα” που μάλλον είναι αντικατοπτρισμός. Μόλις δημοσιευθείσα έρευνα του ειδικού Ολλανδικού ινστιτούτου Trimbos δείχνει για παράδειγμα ότι η Ολλανδία, παρά τη φιλελεύθερη πολιτική της στα ναρκωτικά, ελάχιστα διαφέρει από τις ΗΠΑ που εφαρμόζουν την πιο σκληρή κατασταλτική πολιτική, όσον αφορά το ποσοστό δεκαπεντάχρονων νέων που κάνουν χρήση ναρκωτικών (29% έναντι 34%). Ακόμη χειρότερα, η Ολλανδία έρχεται δεύτερη στον κατάλογο όσον αφορά την χρήση από τους νέους του επικίνδυνου ναρκωτικού “ecstasy”[56]. Πράγμα που αποτελεί καθαρή ένδειξη ότι τόσο η φιλελευθεροποίηση όσο και η καταστολή είναι το ίδιο... αποτελεσματικές στη καταπολέμηση της εξάπλωσης των ναρκωτικών.
Εντούτοις, πέρα από την εξάλειψη των αιτιών της εξάπλωσης των ναρκωτικών, που ανάγονται στο ίδιο το κρατούν σύστημα, ακόμη και στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, θα μπορούσαν να διατυπωθούν μερικές προτάσεις για μια μεταβατική πολιτική στα ναρκωτικά. Ως συμβολή σε μια συζήτηση που θα ξεπερνούσε τις συνηθισμένες απλοικές πανάκειες θα προτείναμε τους ακόλουθους στόχους, μέσα και φορείς.
- Στόχος: η ανακοπή της εξάπλωσης της χρήσης ναρκωτικών και όχι απλώς η μείωση των θανάτων η της εγκληματικότητας. Δηλαδή, η δημιουργία αυτόνομων και όχι ετερόνομων ατόμων.
- Μέσα: η πρόληψη και ο κοινωνικός έλεγχος αντί για την ποινικοποίηση ή την νομιμοποίηση. Δηλαδή, οι χρήστες, είτε είναι και μικρέμποροι είτε όχι, δεν θα έπρεπε ποτέ να οδηγούνται στη φυλακή, αλλά οι ίδιες οι ναρκωτικές ουσίες θα πρέπει να παραμείνουν παράνομες λόγω των επιβλαβών επιπτώσεων τους στην σωματική και κυρίως την ψυχική και διανοητική υγεία των ατόμων και του κοινωνικού συνόλου γενικότερα. Tα ναρκωτικά, είτε μαλακά είτε σκληρά, δεν θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να διατίθενται ελεύθερα στα καφενεία, η ακόμη και στα φαρμακεία (εκτός από τις περιπτώσεις που έχουν θεραπευτικές ιδιότητες).
- Φορέας: η κοινοτική στήριξη πρέπει ν' αποτελεί το βασικό θεσμικό πλαίσιο αντιμετώπισης των ναρκωτικών. Και αυτό, διότι άλλη πρέπει να είναι η αντιμετώπιση του βολεμένου που κάνει χρήση για λόγους αναψυχής και άλλη αυτή του άνεργου ή του περιθωριοποιημένου. Η δημιουργία κοινοτικών κέντρων εξειδικευμένων στην αντιμετώπιση του προβλήματος[57] ίσως είναι μια λύση. Τα κέντρα αυτά, πέρα από την προληπτική και εκπαιδευτική λειτουργία τους, θα ήταν επιφορτισμένα με τον έλεγχο των προγραμμάτων απεξάρτησης, αλλά και με τον έλεγχο των ίδιων των ναρκωτικών ουσιών. Έτσι, η μεν χορήγηση σκληρών ναρκωτικών θα επιτρεπόταν μανό στο πλαίσιο των προγραμμάτων απεξάρτησης, η δε παροχή των μαλακών θα έπρεπε πάντοτε να ήταν ελεγχόμενη από τα κοινοτικά κέντρα και ποτέ έρμαιο του κερδοσκοπικού (νόμιμου ή παράνομου) εμπορίου.
(Ελευθεροτυπία, 6 Ιουνίου 1998)
Η «προοδευτική» χασισοκοινωνία του μέλλοντος
Πριν από δυο εβδομάδες ο πρωθυπουργός της χώρας παρουσίασε το φαιδρό (αν όχι πρωτάκουστο στην ΕΕ) φαινόμενο να εγκαινιάζει κέντρο παροχής μεθαδόνης. Μολονότι θα μπορούσε κανένας να συζητήσει την λύση “μεθαδόνη” σαν λύση (κάποτε) ανάγκης, είναι πράγματι περίεργο να εγκαινιάζεται ένα κέντρο μεθαδόνης με το ίδιο καμάρι που θα εγκαινιαζόταν ένα σχολείο! Ιδιαίτερα μάλιστα όταν τη στιγμή αυτή γίνεται ολόκληρη συζήτηση στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Βρετανία για το πόσο επικίνδυνη είναι η “λύση” αυτή.[58] Η μόνη εξήγηση που θα μπορούσαμε να δώσουμε στο φαινόμενο αυτό είναι ότι οι “εκσυγχρονιστικές” τάσεις, που φαίνεται ότι επικρατούν σήμερα στην ΕΕ, για την ελεύθερη διάθεση της κάνναβης και την παροχή μεθαδόνης και ηρωίνης σε όλους τους εξαρτημένους χρήστες με απλή συνταγή γιατρού, πρόκειται σύντομα να υιοθετηθούν και από τη δική μας “εκσυγχρονιστική” ελίτ. Αυτό άλλωστε συνέστησε μια επιτροπή της Ευρωβουλής πριν από μερικούς μήνες και αυτό υποστηρίζει σήμερα σύσσωμη σχεδόν η αστυνομική ηγεσία στην Ευρώπη, ακολουθούμενη από σημαντικά τμήματα της Ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ.
Η αλλαγή αυτή δεν προκύπτει βέβαια από το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή ελίτ… πείσθηκε από τα επιχειρήματα της εκστρατείας για τη νομιμοποίηση και ιδιαίτερα από το ανοητολόγημα ότι η νομιμοποίηση θα μειώσει την εξάπλωση των ναρκωτικών. Όλοι γνωρίζουν ότι, όπως η άρση της ποτοαπαγόρευσης πριν από τον πόλεμο οδήγησε στην σημερινή έκρηξη της κατανάλωσης αλκοόλ, αντίστοιχα, η νομιμοποίηση των ναρκωτικών θα οδηγούσε σε έκρηξη της κατανάλωσης τους, με πολύ σημαντικότερες βέβαια κοινωνικές συνέπειες λόγω του ευκολότερου εθισμού στα τελευταία[59]. Η μεταστροφή της Ευρωπαϊκής ελίτ οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι όταν συνειδητοποίησε την παντελή αδυναμία της να ελέγξει την εξάπλωση των ναρκωτικών επέλεξε το κτύπημα των συμπτωμάτων της, και κυρίως της συναφούς εγκληματικότητας, μέσω της ελεύθερης διάθεσης των “μαλακών” ναρκωτικών και κάποιου έλεγχου πάνω στα “σκληρά”. Η συνειδητοποίηση της αδυναμίας έλεγχου της εξάπλωσης των ναρκωτικών δεν είναι καινούρια. Ήδη από το 1995 ένα από τα κυριότερα έντυπα όργανα της αμερικανικής ελίτ, η Washington Post, διακήρυσσε με άρθρο του τέως διευθυντή αστυνομίας στη Νέα Υόρκη ότι “ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών τελείωσε − νικήσαν τα ναρκωτικά.”[60] Η αποποινικοποίηση άλλωστε της κάνναβης έχει ήδη εφαρμοστεί στη πράξη από καιρό. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, εδώ και δέκα χρόνια η αστυνομία αφήνει κατά κανόνα ελεύθερους, μετά από απλή παρατήρηση, τους συλλαμβανόμενους χρήστες. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα για την Βρετανική εγκληματικότητα, το 70% των ανδρών έχει δοκιμάσει κάποιο παράνομο ναρκωτικό μέχρι να φθάσει τα 24.[61]
Οι τάσεις αυτές στην Ευρώπη έχουν δημιουργήσει έντονη ευφορία σε τμήματα της οικονομικής ελίτ. Εκτός από τις φαρμακοβιομηχανίες, που νόμιμα πια θ' αναλάβουν στο μέλλον την παραγωγή ναρκωτικών ουσιών, πολύ πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι μεγάλη πολυεθνική καπνοβιομηχανία (British American Tobacco), ενόψει της νομιμοποίησης της κάνναβης, έχει ήδη κάνει πλάνα και κατοχυρώσει νομικά νέες μάρκες τσιγάρων που θα περιέχουν κάνναβη.[62] Έτσι, οι καπνοβιομηχανίες, που ήδη έχουν υποστεί τεράστια οικονομική ζημία από τη μείωση της κατανάλωσης τσιγάρων (στη Βρετανία οι καπνιστές άντρες μειώθηκαν από το 52% του πληθυσμού το 1972 στο 29% το 1996),[63] χάρη στην επικείμενη νομιμοποίηση της κάνναβης, βλέπουν το μέλλον τους πάλι ρόδινο. Αυτά, προς δόξα μερικών ανοητολογούντων οπαδών της νομιμοποίησης που φαίνεται ότι τους ενοχλούσαν τα κέρδη της μαφίας από τη διακίνηση της κάνναβης όχι όμως και τα ακόμη μεγαλύτερα κέρδη που θα κάνουν οι καπνοβιομηχανίες όταν στη χασισοκοινωνία του μέλλοντος θ' αγοράζουμε τη κάνναβη μαζί με τα τσιγάρα μας στο περίπτερο της γειτονιάς μας!
Όμως, αν, όπως φαίνεται, οι τάσεις για την νομιμοποίηση επικρατήσουν τελικά στην Ε.Ε., και αναπόφευκτα λίγο αργότερα στην Αμερική, τι γίνεται ο περίφημος «αμερικανικός πόλεμος κατά των ναρκωτικών» που σύμφωνα με μια συνωμοσιολογική αντίληψη της Ιστορίας (που διατυπώθηκε πρώτα από τον κ. Γρίβα)[64] είναι υπαίτιος όχι μόνο για την εξάπλωση των ναρκωτικών αλλά ακόμη και… για την αμερικανική πλανηταρχία, την άνιση ανταλλαγή και την παγκόσμια ανισότητα; Θ’ απαλλαγούμε μήπως από όλα αυτά τα δεινά, όπως συνάγεται εξ αντιδιαστολής; Δεδομένου ότι μόνο μια σθεναρά κοινωνική αντίδραση θα μπορούσε να σταματήσει σήμερα τον κατήφορο μας προς την χασισοκοινωνία του μέλλοντος αξίζει να δούμε λεπτομερέστερα τη σχετική μυθολογία που στην Ελλάδα έχει πάρει (όπως όλα) και ένα ψευτο-προοδευτικό μανδύα. Και είναι ψευτο-προοδευτικό το κάλυμμα διότι η μυθολογία αυτή για να “εξηγήσει” το πρόβλημα των ναρκωτικών (που για τους πιο ανοητολογούντες είναι ανύπαρκτο και προκαλείται αποκλειστικά από την πολιτική καταστολής!) δεν αναφέρεται καν στις ίδιες της κοινωνικό-οικονομικές δομές της οικονομίας της αγοράς που εξασφαλίζουν την κυριαρχία των ελίτ και προκαλούν φαινόμενα όπως η άνιση ανταλλαγή και η ανισότητα αλλά και έχουν δημιουργήσει τη σημερινή έκρηξη στη χρήση ναρκωτικών.[65] Έτσι, κτυπώντας ένα παρεπόμενο του κοινωνικό-οικονομικού συστήματος, την πολιτική καταστολής, το ίδιο το σύστημα αθωώνεται!
Ένα βασικό στοιχείο της μυθολογίας αυτής είναι το επιχείρημα ότι τόσο πριν, όσο και μετά την επιβολή της απαγόρευσης το 1914, οι άνθρωποι έκαναν χρήση ναρκωτικών για τους ίδιους λόγους και ότι το μόνο που άλλαξε μεταξύ των δυο περιόδων είναι η στάση της εξουσίας απέναντι σε ορισμένες ψυχοτρόπες ουσίες.[66] Στη πραγματικότητα όμως παρά πολλά άλλαξαν μεταξύ των δυο περιόδων και η αλλαγή στη στάση της εξουσίας είναι το απλό σύμπτωμα και όχι η αιτία του προβλήματος. Διότι, οι άνθρωποι σήμερα καταφεύγουν στα ναρκωτικά για εντελώς διαφορετικούς λόγους από ο,τι στο παρελθόν. Όπως φανερώνουν οι μαρτυρίες των ίδιων των χρηστών, αλλά και σχετικές έρευνες, όταν σήμερα κάποιος καθ’ έξιν προσφεύγει στα ναρκωτικά ο βασικός στόχος είναι συνήθως ένας : η ατομική “φυγή από την πραγματικότητα”. Είτε για να γεμίσει το κενό της ζωής του μέσα στη καταναλωτική κοινωνία (όταν είναι πλήρες μέλος της), είτε για να ξεχάσει την αθλιότητα της ύπαρξης του (όταν είναι περιθωριοποιημένο μέλος της − άνεργοι κ.λπ.). Είναι δηλαδή φανερό ότι η σημερινή εξάπλωση των ναρκωτικών συναρτάται απόλυτα με την μεταπολεμική καταναλωτική κοινωνία που μετεξελίχθηκε στη σημερινή νεοφιλελεύθερη κοινωνία των δυο τρίτων − φαινόμενα που προφανώς δεν υπήρχαν πριν το 1914, όταν οι άνθρωποι κατέφευγαν στα ναρκωτικά κυρίως για θρησκευτικούς, πολιτιστικούς η θεραπευτικούς λόγους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι χρήστες ναρκωτικών ήταν πολύ περιορισμένοι, σχετικά και απόλυτα, όχι μόνο πριν την απαγόρευση το 1914 αλλά ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του ’60. Διότι είναι αναμφισβήτητο (παρά την παρερμηνεία των στατιστικών στοιχείων στην οποία προβαίνει η “προοδευτική” ανοητολογία που συγκρίνει το 1914 με την περίοδο 1971-1992 παραλείποντας την ενδιάμεση περίοδο!)[67] ότι η μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών αρχίζει στη δεκαετία του ‘60 και ’70, όταν μεσουρανούσε η καταναλωτική κοινωνία, και παίρνει επιδημικές διαστάσεις στη δεκαετία του ‘80 και ‘90 όταν αναδύθηκε η νεοφιλελεύθερη συναίνεση με τα εκατομμύρια των άνεργων, των άστεγων και των νέων με αβέβαιο μέλλον.
Ποια είναι η «προοδευτική εξήγηση» για την έκρηξη του προβλήματος τις τελευταίες δυο δεκαετίες; Ότι την ίδια περίοδο εντάθηκε ο αμερικανικός πόλεμος κατά των ναρκωτικών. Ένας «πόλεμος» που ήταν τόσο... αποτελεσματικός ώστε την ίδια περίοδο σημειώνεται έκρηξη τόσο της παραγωγής όσο και της κατανάλωσης ναρκωτικών. Ενδεικτικά, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ,[68] μόνο την τελευταία δεκαετία (1986-96), η παγκόσμια παραγωγή φύλλων κοκαΐνης υπερδιπλασιάστηκε και του οπίου υπερτριπλάσιάστηκε, πράγμα που συνέβαλε αποφασιστικά στην εξάπλωση της κατανάλωσης τους, λόγω της συνακόλουθης συνεχούς πτώσης της λιανικής τιμής τους. Όμως, οι χρησιμοποιούντες το παραπάνω ανοητολόγημα δεν πτοούνται από παρόμοια στοιχεία που καταρρίπτουν τον μύθο για την ένταση καταστολής. Αφού, ισχυρίζονται, οι ΗΠΑ έχουν την αυστηρότερη απαγορευτική νομοθεσία και συγχρόνως το μεγαλύτερο πρόβλημα ναρκωτικών στον κόσμο, άρα… βρέχει! Έτσι, “ξεχνώντας” ότι οι ΗΠΑ όχι μόνο έγιναν μεταπολεμικά η πρώτη καταναλωτική κοινωνία αλλά και ότι οι Αμερικανοί είδαν την τελευταία 20ετια την ανισότητα και την αβεβαιότητα για τις δουλειές να εκρήγνηνται, τα αίτια της εξάπλωσης ναρκωτικών αποδίδονται αποκλειστικά στη σκληρή γραμμή του Ρέιγκαν για τα ναρκωτικά!
Αλλά θα χρειαστεί να επανέλθουμε στο επόμενο άρθρο.
(Ελευθεροτυπία, 4 Ιουλίου 1998)
Η «προοδευτική» μυθολογία για τα ναρκωτικά
Κάθε χρόνο τέτοιο καιρό επαναλαμβάνεται το ίδιο κακόγουστο πανηγύρι. Στην αρχή έρχεται η παγκόσμια μέρα του περιβάλλοντος, όπου διάφοροι “προοδευτικοί” οικολόγοι πλημμυρίζουν τα κανάλια για να μας πείσουν πως η οικολογική κρίση μπορεί να ξεπεραστεί αρκεί να υιοθετήσουμε τις σωστές αξίες, τεχνολογίες και φορολογικές πολιτικές. Στη συνέχεια της επετηρίδας είναι η σειρά της παγκόσμιας ημέρας κατά των ναρκωτικών όπου διάφοροι “προοδευτικοί” αντι-απαγορευτές (τα πρόσωπα των δυο κατηγοριών “προοδευτικών”, όχι τυχαία, συνήθως ταυτίζονται) γεμίζουν πάλι τα ΜΜΕ για να μας πείσουν πως το πρόβλημα των ναρκωτικών (που για μερικούς από αυτούς είναι ανύπαρκτο!) προκαλείται αποκλειστικά από την καταστολή. Έτσι απλά και απλοϊκά. Μόλις δε αρθεί η καταστολή αυτή, ως δια μαγείας, θα λυθεί όχι μόνο το πρόβλημα των ναρκωτικών αλλά, κατά τους περισσότερο ανοητολογούντες από αυτούς, θα εξαφανιστεί και το βασικό στήριγμα της διεθνούς ανισότητας και οικονομικής εκμετάλλευσης, της ίδιας της αμερικανικής πλανηταρχίας![69]
Όπως προσπάθησα να δείξω επανειλημμένα στο παρελθόν από τη στήλη αυτή,[70] η καταστολή δεν είναι η αιτία της εξάπλωσης των ναρκωτικών και τα σχετικά επιχειρήματα των “προοδευτικών” αντι-απαγορευτών στηρίζονται σε παραποιήσεις των στατιστικών στοιχείων και της ιστορικής εμπειρίας.[71] Η καταστολή είναι απλώς το σύμπτωμα της εξάπλωσης. Γι’ αυτό και η νομιμοποίηση, μπορεί μεν, υπό προϋπόθέσεις, να έχει κάποια ευεργετικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα όσον αφορά τους θανάτους χρηστών και τη συναφή με τα ναρκωτικά εγκληματικότητα, αλλά σίγουρα δεν πρόκειται να μειώσει την εξάπλωση των ναρκωτικών. Καμία λογική ή εμπειρική ανάλυση δεν έχει αποδείξει το ενάντιο και τα αντίθετα λεγόμενα είτε είναι ανοητολογήματα είτε λέγονται εκ του πονηρού.
Στη πραγματικότητα, το θέμα των ναρκωτικών είναι ένα πολύπλοκο κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα που ανάγεται στο ίδιο το κοινωνικό-οικονομικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς και τις εκφάνσεις του ως καταναλωτική κοινωνία και νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Γι αυτό και το πρόβλημα πήρε τις σημερινές μαζικές διαστάσεις μετά την εμφάνιση των φαινομένων αυτών, δηλαδή από τη δεκαετία του ’60 και μετά και όχι από το… 1914 όπως ισχυρίζονται αναληθώς οι “προοδευτικοί”. Το πρόβλημα δεν επιδέχεται επομένως απλοϊκές λύσεις, όπως αυτές που επιβάλλει το Αμερικανικό μοντέλο της ποινικοποίησης της χρήσης, ή αυτές που προτείνουν οι “προοδευτικοί” αντι-απαγορευτές, δηλαδή τη νομιμοποίηση των μαλακών ναρκωτικών και τη χορήγηση των λοιπών με απλή συνταγή γιατρού.
Έτσι, το μεν Αμερικανικό μοντέλο έχει οδηγήσει στην έκρηξη των θανατηφόρων κρουσμάτων και των σχετικών με τα ναρκωτικά εγκλήματα, η δε νομιμοποίηση οδηγεί στην παραπέρα μαζική εξάπλωση των ναρκομανών. Η πρόσφατα δημοσιευθείσα έρευνα[72] του έγκυρου ολλανδικού ινστιτούτου Trimbos της Ουτρέχτης, δείχνει, για παράδειγμα, ότι η Ολλανδία, που ακολουθεί μια παραλλαγή της νομιμοποιητικής λύσης, έρχεται τέταρτη στον κατάλογο των δεκαπεντάχρονων νέων που έχουν δοκιμάσει ναρκωτικές ουσίες, αμέσως μετά τις ΗΠΑ (29% έναντι 34%). Aκόμη χειρότερα, η Ολλανδία έρχεται δεύτερη στον κατάλογο όσον αφορά τη χρήση από τους νέους του επικίνδυνου ναρκωτικού “ecstasy”. Είναι επομένως φανερό ότι η λύση αυτή οδηγεί κατ' ευθείαν στη “προοδευτική” χασισοκοινωνία που περιέγραψα στο προηγούμενο άρθρο. Ακόμη, η χορήγηση επικίνδυνων ναρκωτικών ουσιών με βάση την απλή συνταγή γιατρού δεν πρόκειται βέβαια να σταματήσει την εξάπλωση των ναρκωτικών που είναι το θεμελιακό πρόβλημα. Και αυτό, διότι, πρώτον, είναι πιθανό να δημιουργήσει μια νοοτροπία, ιδιαίτερα στους νέους που κυρίως καταφεύγουν στον τεχνητό παράδεισο των ναρκωτικών, ότι τα ναρκωτικά είναι κάτι σαν αντιβιοτικό που μπορούν να παίρνουν άφοβα από τον γιατρό τους και όχι ουσίες που καταστρέφουν το μυαλό τους, ακόμη και όταν δεν καταστρέφουν την ίδια τη ζωή τους. Δεύτερον, διότι, με βάση τις γνωστές διασυνδέσεις των φαρμακοβιομηχανιών με πολλούς γιατρούς, όπου, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα στη Βρετανία, γιατροί δέχονται έμμεσες απολαβές από φαρμακοβιομηχανίες (πληρωμένες πολυτελείς διακοπές, ταξίδια κ.λπ.), για να συστήσουν τα προϊόντα τους, είναι φανερό ότι όταν η παραγωγή των ναρκωτικών ουσιών θ ανατεθεί, νόμιμα πια, στις πολυεθνικές φαρμακοβιομηχανίες τίποτα δεν θα εγγυάται ότι μερικοί γιατροί δεν θα είναι “προθυμότεροι” να συνταγογραφούν ναρκωτικές ουσίες “με τη σέσουλα” αποβλέποντας σε υλικά ανταλλάγματα από τις φαρμακοβιομηχανίες.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ακόμη και οι ίδιοι οι Ολλανδοί προσανατολίζονται σήμερα στην εγκατάλειψη του μοντέλου τους (που ακόμα θαυμάζουν οι “προοδευτικοί” μας) και στην υιοθέτηση του Ελβετικού συστήματος[73]. Ενός συστήματος, όπου οι ναρκωτικές ουσίες εξακολουθούν να είναι παράνομες αλλά παράλληλα προβλέπεται η χορήγηση του ναρκωτικού στους μακροχρόνια ηρωινομανείς από ειδικές δημόσιες κλινικές. Όχι με απλή συνταγή γιατρού, αλλά σαν τμήμα πολύπλευρου προγράμματος που στοχεύει στην απεξάρτηση και στελεχώνεται από γιατρούς, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχοθεραπευτές, διαιτολόγους κ.λπ. Η λύση αυτή ίσως θ αποτελούσε ένα βήμα στη δημιουργία των κοινοτικών κέντρων που είχα προτείνει παλιότερα[74] τα οποία θ' απέβλεπαν στη δημιουργία αυτόνομων και όχι ετερόνομων ατόμων, σαν αυτά που αναπόφευκτα δημιουργούν η σημερινή ποινικοποίηση της χρήσης, ή η προτεινόμενη από τους “προοδευτικούς” νομιμοποίηση των μαλακών και χορήγηση με απλή συνταγή γιατρού των σκληρών ή των υποκατάστατων τους.
Όμως, μια λύση σαν την προτεινόμενη των κοινοτικών κέντρων, που αποτελεί ριζική επέκταση του Ελβετικού πειράματος, δεν πρόκειται να υιοθετηθεί από την “εκσυγχρονιστική” Ευρωπαϊκή ελίτ, λόγω του σημαντικού κόστους που συνεπάγεται. Έτσι, ήδη πιθανολογείται ότι η αναμενόμενη άνοδος των Γερμανών Μπλερικών στην εξουσία το φθινόπωρο θα σηματοδοτήσει ριζική αλλαγή στην πολιτική κατά των ναρκωτικών με την αποποινικοποίηση των μαλακών και τη χορήγηση σκληρών ναρκωτικών με απλή συνταγή.[75] Με δεδομένο ότι η Γερμανία είναι το αφεντικό της Ε.Ε. μπορούμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα ότι η πολιτική αυτή θα είναι και πολιτική της χώρας μας σε σύντομο χρονικό διάστημα, οτιδήποτε και αν πρεσβεύουν σήμερα οι δικοί μας “εκσυγχρονιστές”. Το χειρότερο όμως είναι ότι στην πολιτική τους αυτή θα έχουν και την υποστήριξη διάφορων “προοδευτικών”, οι περισσότεροι από τους οποίους άλλωστε υποστηρίζουν τον Σημιτικό εκσυγχρονισμό, που τελευταία υλοποιείται όλο και περισσότερο με τη βοήθεια των κλομπ, αν όχι και του παρακράτους που φαίνεται ότι αναβιώνει.
Έτσι η “προοδευτική” μυθολογία υποστηρίζει ότι “ο αμερικανικός πόλεμος κατά των ναρκωτικών” χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του πληθυσμού, παρασιωπώντας αιδημόνως το γεγονός ότι ακόμη μεγαλύτερος έλεγχος του πληθυσμού μπορεί να επιτευχθεί (όπως έγινε, τεκμηριωμένα, στο παρελθόν) μέσω των ίδιων των ναρκωτικών. Η ατομική λύση που προσφέρουν τα ναρκωτικά σε προβλήματα κοινωνικά στη βάση τους (έλλειψη νοήματος ζωής για τους βολεμένους στη καταναλωτική κοινωνία, και περιθωριοποίηση για τους λοιπούς) είναι ιδεώδης λύση για τον έλεγχο του πληθυσμού. Ο λόγος άλλωστε που η ριζοσπαστική αριστερά (δεν αναφέρομαι βέβαια σε θλιβερούς τέως εξεγερμένους και νυν καλοβολεμένους Ευρωβουλευτές τύπου Κον Μπετί) ανέκαθεν υιοθετούσε εχθρική στάση όχι μόνο απέναντι στη καταστολή (όπως οι “προοδευτικοί” μας) αλλά και στα ίδια τα ναρκωτικά ήταν ακριβώς αυτή η κοινωνική και πολιτική αδρανοποίηση, ιδιαίτερα των νέων, που επιφέρει η εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Δεν είναι άλλωστε περίεργο ότι, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα, το Νοτιοαφρικανικό ρατσιστικό καθεστώς λίγο πριν τη κατάρρευση του, είχε καταστρώσει σχέδια “ειρηνοποίησης” των διαδηλωτών με τη ρίψη χειροβομβίδων από κάνναβη και LSD.[76]
Ένα άλλο βασικό στοιχείο της μυθολογίας για την νομιμοποίηση των μαλακών ναρκωτικών είναι ότι δήθεν σήμερα παρατηρείται μεταστροφή της ιατρικής κοινής γνώμης όσον αφορά την επικινδυνότητα των ναρκωτικών, ιδιαίτερα των μαλακών. Στη πραγματικότητα, η έρευνα για τις συνέπειες των ναρκωτικών ουσιών βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα, όπως ομολογεί η Βρετανική Ιατρική Εταιρεία[77] που μόλις εγκαινίασε σχετική έρευνα για τις ευεργετικές και βλαβερές συνέπειες της κάνναβης. Γι αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο ότι στις ιατρικές έρευνες που τονίζουν τις επιβλαβείς συνέπειες των μαλακών ναρκωτικών (κανένας σοβαρός επιστήμονας δεν αρνείται τις βλάβες από τα σκληρά), οι οπαδοί της νομιμοποίησης αντιπαραθέτουν άλλες έρευνες που τις αρνούνται. Πράγμα βέβαια όχι περίεργο όταν σήμερα βρίσκονται επιστήμονες στην υπηρεσία των πετροβιομηχανιών κ.λπ. που αρνούνται ακόμη και το φαινόμενο του θερμοκηπίου! Το θέμα όμως είναι ότι, ακόμη και αν υπάρχουν απλές αμφιβολίες για τις επιβλαβείς συνέπειες των μαλακών ναρκωτικών και ιδιαίτερα για την πιθανότητα να οδηγήσουν τους χρήστες στα σκληρά, ποιος μπορεί να διακινδυνεύει την σωματική και κυρίως την διανοητική υγεία των πολιτών, η οποία και καθορίζει την ίδια τη δυνατότητα τους να λειτουργούν ως ενεργοί πολίτες, και να επιτρέψει την ελεύθερη διακίνηση τους ;
Η προοδευτική μυθολογία για τα ναρκωτικά (2)
Οι οπαδοί της νομιμοποίησης έχουν αναπτύξει ολόκληρη μυθολογία, την οποία έχουν περιβάλλει και με “προοδευτικό” μανδύα για να υποστηρίξουν την εντελώς αθεμελίωτη θέση ότι το πρόβλημα των ναρκωτικών είναι απλώς ένα “εξουσιαστικά κατασκευασμένο πρόβλημα”. Και αυτό, τη στιγμή που οι ίδιοι υποστηρίζουν αντιφατικότατα ότι η Ευρωπαϊκή εξουσία σήμερα στρέφεται στην αποποινικοποίηση και ζητούν από την Ελληνική ελίτ να την μιμηθεί![78]
Στο προηγούμενο άρθρο αναφέρθηκα στην “προοδευτική” μυθολογία για τα ναρκωτικά που μέσα από συνωμοσιολογικές αντιλήψεις της Ιστορίας αποδίδει όχι μόνο την εξάπλωση ναρκωτικών αλλά και την άνιση ανταλλαγή και την παγκόσμια ανισότητα στον αμερικανικό πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Έτσι υποστηρίζεται ότι “ο (αμερικανικός) πόλεμος κατά των ναρκωτικών” χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του πληθυσμού (στο εσωτερικό) και για τη διαρκή επέκταση στο εξωτερικό) με κεντρικό αντικειμενικό στόχο τη συντήρηση και διευρυμένη αναπαραγωγή ενός πλέγματος ληστρικών σχέσεων που επιτρέπει στις ΗΠΑ με 6% του παγκόσμιου πληθυσμού να ληστεύουν και καταναλώνουν το 50% των παγκόσμιων πρώτων υλών.”[79]
Όσον αφορά όμως το επιχείρημα ότι η σημερινή τεραστία συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στις ΗΠΑ μπορεί να εξηγηθεί με τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών είναι φανερό ότι μόνο σαν συνωμοσιολογικό ανοητολόγημα μπορεί να συζητηθεί. Διότι βέβαια δεν μπορεί να συζητηθούν σοβαρά επιχειρήματα του τύπου “η βασικότερη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της υφαρπαγής του παγκόσμιου πλούτου από τις ΗΠΑ συνδέεται με τη δυνατότητα του αμερικανικού στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος να κυριαρχεί σε νέες και συνεχώς ευρύτερες ξένες αγορές και να προστατεύει τη παρουσία του σ' αυτές, επιβάλλοντας στις ασθενέστερες χώρες ένα καθεστώς σχέσεων άνισης ανταλλαγής, με την απειλή της οικονομικής απομόνωσης, της πολιτικής αποσταθεροποίησης, της τρομοκρατίας και της στρατιωτικής εισβολής”.[80]
Είναι φανερό ότι παρόμοιες απόψεις χαρακτηρίζονται από παντελή άγνοια των οικονομικών μηχανισμών που επιφέρουν τη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στην οικονομία της αγοράς. Διότι βέβαια η άνιση ανταλλαγή και η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης δεν εξασφαλίζονται με απειλές, την κρατική τρομοκρατία ή … τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Σήμερα, αρκεί γι’ αυτό η απρόσκοπτη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς, δηλαδή το ελεύθερο εμπόριο και οι ελεύθερες αγορές κεφαλαίου. Γι αυτό άλλωστε και όταν το αίτημα για κοινωνική αλλαγή μέσω της κατάργησης της οικονομίας της αγοράς έπαυσε να είναι το βασικό αίτημα της “αριστεράς” ανά τον κόσμο, μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού”, οι οικονομικές ελίτ των ΗΠΑ και των άλλων μητροπολιτικών κέντρων έπαυσαν να υποστηρίζουν στρατοκρατικά καθεστώτα στη Λατινική Αμερική και αλλού και σήμερα ανθεί παντού η “δημοκρατία”.
Πέρα όμως από αυτά, αποτελεί ιστορικό μύθο το επιχείρημα ότι οι ΗΠΑ, μέσω των διεθνών συνθηκών κατά των ναρκωτικών στις αρχές του αιώνα, “βγήκαν από τη κατάσταση της απομόνωσης τους στην αμερικανική ήπειρο, διεκδίκησαν και πέτυχαν την ανακατανομή των ζωνών επιρροής στον πλανήτη προς όφελος τους και επιβλήθηκαν αρχικά ως αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα δύναμη του “παγκόσμιου αντιναρκωτικού αγώνα” και εν συνεχεία μέσω αυτού ως ηγέτιδα δύναμη ολόκληρου του “ελευθέρου κόσμου”, και αργότερα όλου του πλανήτη”.[81]
Αλλά, πρώτον, είναι ιστορική ανακρίβεια ότι οι Αμερικανοί άρχισαν τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Η ιστορία ξεκινά πολύ νωρίτερα όταν, όπως είχε περιγράψει ο Μαρξ στην αρθρογραφία του, οι Βρετανοί αποικιοκράτες είχαν καταφύγει ακόμη και σε πόλεμο με την Κίνα για να διασφαλίσουν την εισαγωγή στη χώρα αυτή του οπίου. Δηλαδή, ενός “δηλητηριώδους ναρκωτικού” (κατά τον χαρακτηρισμό του Μαρξ) που, όπως τόνιζε, ήταν προηγούμενα εντελώς άγνωστο στους Κινέζους, με προφανή στόχο την εξασφάλιση της οικονομικής εξάρτησης της απέραντης αυτής χώρας.[82] Οι πρώτοι, επομένως, εθνικοί έλεγχοι πάνω στη διανομή ναρκωτικών επιβλήθηκαν από τη Κίνα στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα και όχι, όπως αναληθώς υποστηρίζει η συνωμοσιολογική αντίληψη της Ιστορίας, από τις ΗΠΑ το 1875 για να... επιτευχθεί η εμπορική προώθηση της ηρωίνης.[83] Φυσικά, μετά τη νίκη των Άγγλων, οι Κινέζοι αναγκάστηκαν με τη συνθήκη της Τιεντσιν, το 1858, να νομιμοποιήσουν την εισαγωγή οπίου, πράγμα βέβαια που οδήγησε στην κατακόρυφη εξάπλωση της κατανάλωσης του. Ήταν δε ακριβώς η πίεση της Κίνας, η οποία ζητούσε την ανατροπή της συνθήκης αυτής, που έπαιξε βασικό ρόλο στη σύγκληση από τον πρόεδρο Ρούσβελτ συνεδρίου 13 χωρών, το 1909, για να εξεταστούν οι συνέπειες του οπίου. Πράγμα που κατέληξε στην γνωστή απαγόρευση το 1914.
Δεύτερον, αποτελεί, βέβαια, απλοϊκή διαστρέβλωση της Ιστορίας ότι οι ΗΠΑ, βγήκαν από την απομόνωση τους και πέτυχαν την ανακατανομή των ζωνών επιρροής και εν συνεχεία έγιναν η ηγέτιδα δυτική δύναμη μέσω… του αντι-ναρκωτικού αγώνα τους. Έτσι, αγνοούνται οι οικονομικοί μηχανισμοί που καθιέρωσαν τις ΗΠΑ ως την ηγέτιδα οικονομική δύναμη σε βάρος της Βρετανίας και των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, παραβλέπονται οι συνακόλουθοι πολιτικο-στρατιωτικοί παράγοντες που επιβεβαίωσαν τη θέση αυτή και ανάγονται όλα, ακόμη και ο διεθνής καταμερισμός εργασίας, στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς, στον πόλεμο κατά των ναρκωτικών!
Εκτός όμως από την παραποίηση της Ιστορίας στην οποία προχωρά η “προοδευτική” μυθολογία για να δικαιωθεί ο στόχος της νομιμοποίησης, θα πρέπει να σημειωθεί και η αντίστοιχη παραποίηση της ιατρικής έρευνας. Όπως είναι φανερό, οι επιπτώσεις στην υγεία από την χρήση ναρκωτικών δεν μπορεί να περιορίζονται, όπως συνήθως γίνεται από τους αντι-απαγορευτές που αρέσκονται να συγκρίνουν π.χ. τους θανάτους από το τσιγάρο με αυτούς από τα ναρκωτικά, στις συνέπειες πάνω στην φυσική υγεία. Η υγεία έχει επίσης διανοητικές, συναισθηματικές, κοινωνικές, πνευματικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις.
Έτσι, η χρήση της ουσίας “ecstasy”, που συνήθως γίνεται από τους νέους στα κλαμπ κ.λπ., σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ινστιτούτου Johns Hopkins, προκαλεί μακροχρόνια βλάβη στον εγκέφαλο και ιδιαίτερα στη μνήμη και τη νόηση, απώλεια αυτό-ελέγχου, άγχος, αϋπνία, ανορεξία, ψυχωτικές διαταραχές και μακροχρόνιες ψυχιατρικές ασθένειες.[84] Αλλά, ακόμη και η κάνναβη, η υποτιθέμενη ακίνδυνη ουσία, κάθε άλλο παρά ακίνδυνη είναι. Πρόσφατη έρευνα της Διεύθυνσης κοινωνικών υπηρεσιών της Σουηδίας, που βασιζόταν σε επιστημονικές μελέτες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, έδειξε ότι η μακροχρόνια χρήση της κάνναβης μπορεί να βλάψει τη ψυχική υγεία ιδιαίτερα των έφηβων ακόμη περισσότερο και από την ηρωίνη (πρόκληση ψυχώσεων, βαθιά σύγχυση, απώλεια προσανατολισμού και μνήμης, απώλεια αίσθησης ταυτότητας, αυξημένος κίνδυνος στην οδήγηση κ.λπ.).[85]
Έτσι, όπως αναφέρει ο Dr Osselton, του Forensic Science Service (FSS) που διεξάγει ένα εκ. τεστ τον χρόνο για τη χρήση ναρκωτικών από εργάτες και υπάλληλους:
Σε ένα εργοστάσιο όπου οι εργάτες χρησιμοποιούν μηχανήματα (οι χρήστες κάνναβης) αποτελούν πραγματικό κίνδυνο στον εαυτό τους και τους άλλους. Τεστ στις ΗΠΑ έδειξαν ότι πιλότοι οι οποίοι κάπνισαν ένα τσιγάρο με κάνναβη είχαν δυσκολία να ελέγξουν το μηχάνημα εικονικής πτήσης 24 ώρες μετά από το κάπνισμα (…) Ένας χρήστης κάνναβης πρέπει να μην κάνει χρήση για 40 μέρες ώστε να εξαλειφθούν τα ίχνη της από το σύστημα τους.[86]
Είναι, λοιπόν, γι’ αυτούς τους λόγους που η Σουηδία στρέφεται κατά των σημερινών τάσεων στην Ευρώπη και όχι γιατί ξαφνικά έγιναν όργανο του αμερικανικού πόλεμου κατά των ναρκωτικών, όπως ισχυρίζονται οι συνωμοσιολόγοι.[87] Και είναι για τους ίδιους λόγους που σε πρόσφατο δημοψήφισμα οι Ελβετοί, οι οποίοι διαθέτουν μια από τις πιο προχωρημένες νομοθεσίες στον κόσμο πάνω στο θέμα των ναρκωτικών, απέρριψαν τη πρόταση των “προοδευτικών” για την νομιμοποίηση των ναρκωτικών (μαλακών και σκληρών) με πλειοψηφία 74%![88]
Ούτε βέβαια είναι αληθές ότι ιατρικά περιοδικά σαν το Lancet και έγκριτοι ιατρικοί σύλλογοι όπως η Βρετανική Ιατρική Εταιρεία δεν διακρίνουν κίνδυνους από την νομιμοποίηση των μαλακών ναρκωτικών.[89] Η αναφορά στο Lancet (προφανώς του Νοέμβριου 1995 όταν ο διευθυντής του έγραφε ότι “το κάπνισμα της κάνναβης, ακόμη και μακροχρόνια, δεν είναι επιβλαβές στην υγεία”) δεν σημειώνει ότι αυτό ήταν απλώς η προσωπική γνώμη του. Ότι δηλαδή η δήλωση αυτή δεν αντιπροσώπευε ειλημμένη απόφαση της Βρετανικής Ιατρικής Εταιρίας, η οποία, εξ όσων γνωρίζω, δεν πήρε ποτέ απόφαση υπέρ της νομιμοποίησης της κάνναβης γενικά, όπως παρουσιάζεται, αλλά μόνον υπέρ της νομιμοποίησης της για ιατρική χρήση, πράγμα βέβαια τελείως διαφορετικό.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι ίδιοι οι εξαρτημένοι από ναρκωτικά, που γνωρίζουν περισσότερο από κάθε “ειδικό” τις συνέπειες στην υγεία τους από τα ναρκωτικά, σε πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο δελτίο του Βρετανικού Royal College of Psychiatry δηλώνουν ότι είναι εναντίον της αποποινικοποίησης των ναρκωτικών, με την εξαίρεση της κάνναβης. Όπως δήλωσε ο Dr. Salib που συνέταξε τη σχετική έκθεση “η πλειονότητα των χρηστών πιστεύει ότι η αποποινικοποίηση των ναρκωτικών θα οδηγήσει σε αύξηση της χρήσης, βελτίωση στη ποιότητα των ναρκωτικών και στη μείωση της μαύρης αγοράς”.[90]
Τέλος, ακόμη και ο μύθος ότι μόνο χάρη στην απαγόρευση εξασφαλίζεται η δυνατότητα της παραγωγής του μυθώδους κέρδους πάνω στο οποίο οικοδομείται η παγκόσμια βιομηχανία των “ναρκωτικών”, ήδη καταρρέει. Είναι προφανές ότι οι αντι-απαγορευτές δεν έχουν πάρει μυρουδιά ότι το οργανωμένο έγκλημα, βλέποντας ήδη τις τάσεις νομιμοποίησης των ναρκωτικών που θα σημάνει την μετατόπιση των κερδών στις νόμιμες φαρμακοβιομηχανίες, ήδη έχουν στραφεί σε άλλες δραστηριότητες. Όπως τόνιζε πρόσφατα ο Michael Platzer του κέντρου για την πρόληψη της διεθνούς εγκληματικότητας του ΟΗΕ:
πολλοί φλυαρούν για τα ναρκωτικά αλλά σήμερα το οργανωμένο έγκλημα βγάζει τα περισσότερα λεφτά όχι από αυτά αλλά από το εμπόριο λευκής σαρκός, δηλαδή από την εκπόρνευση σλάβων γυναικών από την Ανατολική Ευρώπη.[91]
(Ελευθεροτυπία, 18 Ιουλίου 1998)
Tα ναρκωτικά δεν είναι Μινώταυρος
Ο κ. Α. Κωσταράς παρενέβη προ ημερών από τη στήλη αυτή[92] στη συζήτηση για τα ναρκωτικά που, από καιρό, διεξάγεται από την εφημερίδα αυτή. Μολονότι διαφωνώ ριζικά τόσο με την διάγνωση του προβλήματος όσο και με την προτεινόμενη λύση από τον συγγραφέα, νομίζω ότι η παρέμβαση του αποτελεί έναυσμα για σοβαρή συζήτηση πάνω στο θέμα, πέρα από τις κραυγές και τα συνθήματα που συνήθως χαρακτηρίζουν τον “διάλογο” πάνω στο θέμα. Στόχος άλλωστε της σχετικής αρθρογραφίας μου ήταν πάντα να συμβάλω, κατά το δυνατόν, στο ξεκίνημα ενός σοβαρού διαλόγου για τα ναρκωτικά, πέρα από την δαιμονολογία της ποινικοποίησης αλλά και την “προοδευτική” μυθολογία της νομιμοποίησης, με την έννοια της χωρίς κανένα περιορισμό χρήσης όλων ή μερικών ναρκωτικών. Επειδή ακριβώς πιστεύω ότι είναι επιτακτική η ανάγκη διαμόρφωσης μιας τρίτης προσέγγισης, πέρα από αυτόν τον άκαρπο αλλά και επικίνδυνο διπολισμό που έχει ως τώρα μονοπωλήσει, ιδιαίτερα από τα τηλεοπτικά ΜΜΕ, τον διάλογο πάνω στο θέμα, είναι ευπρόσδεκτη η πολιτισμένη συζήτηση με την ευκαιρία της παρέμβασης του κ. Κωσταρά.
Θα ήθελα όμως κατ’ αρχάς να εκφράσω την έκπληξη μου για το σχόλιο του συγγραφέα ότι “θα διαφωνήσω με πολλές θέσεις του εκλεκτού συνεργάτη της στήλης κ. Τ. Φωτόπουλου που τον εμφανίζουν ως απολογητή του ισχύοντος συστήματος”. Και αυτό, διότι επανειλημμένα στο παρελθόν, ακόμη και στα πρόσφατα άρθρα που αναφέρεται, έχω εκφράσει την άκρα αποδοκιμασία μου προς το ισχύον σύστημα καταστολής που ποινικοποιεί και φυλακίζει τα θύματα των ναρκωτικών αντί να φροντίζει για την απεξάρτηση τους.
Όσον αφορά τώρα τη διαφωνία μου για τη διάγνωση του προβλήματος δεν νομίζω ότι έχει καμιά ιστορική βάση ο ισχυρισμός ότι όσο υπάρχει κοινωνική συμβίωση και οι ανθρώπινες κοινωνίες παράγουν θεσμική η άλλη κρίση οι ψυχότροπες ουσίες θα είναι πάντα ο εξωτικός παράδεισος. Και αυτό, διότι το φαινόμενο της σημερινής, σχεδόν επιδημικής, εξάπλωσης των ναρκωτικών σε ευρεία στρώματα του πληθυσμού είναι πρωτόγνωρο. Ούτε σε απόλυτους, ούτε σε σχετικούς (με τον πληθυσμό) αριθμούς, απαντάται από όσο γνωρίζουμε παρόμοιο φαινόμενο στην Ιστορία. Τα ναρκωτικά δεν είναι λοιπόν πρόβλημα που κληροδότησαν οι αρχαίοι θεοί μας για να μας τιμωρήσουν (όπως έπραξε ο Ποσειδώνας τιμωρώντας τον Μίνωα που δεν θυσίασε τον ταύρο που του έστειλε). Ούτε ακόμη περισσότερο είναι πρόβλημα που μας έδωσε ο Θεός μας, από τότε που, κατά Τσαρούχη, πάψαμε να είμαστε Έλληνες και γίναμε Χριστιανοί ορθόδοξοι, για να μας τιμωρεί μέχρι Δευτέρας Παρουσίας.
Τα ναρκωτικά είναι αποκλειστικά κοινωνικό πρόβλημα και αναφέρεται στη μορφή που πήρε η κοινωνία τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, όταν σημειώνεται και η μαζική εξάπλωση τους. Αναφέρεται, δηλαδή στην καταναλωτική κοινωνία των δυο τρίτων που παρέχει άφθονα υλικά αγαθά (αλλά και κενή περιεχομένου ζωή) στα προνομιούχα μέλη της ενώ παράλληλα καταδικάζει στην περιθωριοποίηση και την αθλιότητα τα υπόλοιπα μέλη της. Πράγμα που στρέφει σημαντικά τμήματα των προνομιούχων και ακόμη σημαντικότερα τμήματα των περιθωριοποιημένων στους τεχνητούς παραδείσους και την ανάγκη φυγής από την πραγματικότητα. Η απαγορευτική πολιτική επομένως, μολονότι δεν αποτελεί βέβαια λύση του προβλήματος, σίγουρα δεν είναι και η αιτία του, οι δε πίνακες της στατιστικής δεν αποδεικνύουν τίποτα σχετικό. Διότι στη στατιστική πάντα υπάρχει το θέμα της αιτιώδους συνάφειας, όταν, όπως συμβαίνει συχνά, πολλές μεταβλητές αλλάζουν ταυτόχρονα. Το θέμα είναι δηλαδή ποιες από αυτές είναι οι αιτίες και ποιες το αποτέλεσμα. Μια απλοϊκή αιτιώδης σχέση συνδέει την εξάπλωση των ναρκωτικών με την καταστολή (ή καλύτερα τις προθέσεις καταστολής) σε σχέση αίτιου και αιτιατού. Μια πολύπλοκη αιτιώδης σχέση, σαν την τρίτη προσέγγιση που ανέφερα παραπάνω, προτείνει ότι τις αιτίες θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στις κοινωνικές μεταβολές που συνέβησαν τα τελευταία 30 χρόνια, δηλαδή στην ανάδυση της καταναλωτικής κοινωνίας και τη συνακόλουθη άνοδο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Αντίστοιχα, θα έπρεπε να κατατάξουμε στα αποτελέσματα τόσο την εξάπλωση των ναρκωτικών όσο και τη συνακόλουθη καταστολή και τον φαύλο κύκλο της συναφούς εγκληματικότητας. Νομίζω ότι αυτή η πιο πολύπλοκη αιτιατική σχέση δίνει μια πολύ πιο καρποφόρα ερμηνεία του προβλήματος που είναι συγχρόνως συμβατή με τις κοινωνικές αλλαγές που συνέβησαν στα χρόνια της μαζικής εξάπλωσης των ναρκωτικών.
Όσον αφορά την προτεινόμενη λύση του προβλήματος από τον συγγραφέα, δηλαδή την ελεύθερη διακίνηση των ναρκωτικών από το κράτος και τη δωρεάν διανομή τους από ειδικές υπηρεσίες του, νομίζω ότι το θεμελιακό πρόβλημα που παρουσιάζει η προτεινόμενη λύση ξεκινά από την εσφαλμένη διάγνωση που ανέφερα παραπάνω. Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα της εξάπλωσης ναρκωτικών δεν είναι πρόβλημα διανομής. Δηλαδή, αν θα τα διανέμουν, όπως σήμερα, οι λαθρέμποροι και η μαφία, η οι νόμιμοι έμποροι και φαρμακοβιομηχανίες, όπως προτείνουν πολλοί στην Ευρωπαϊκή ελίτ, ούτε βέβαια αν θα τα διανέμει το κράτος. Το πρόβλημα της εξάπλωσης ναρκωτικών είναι αφενός πρόβλημα ζήτησης, όπως ανάφερα παραπάνω και αφετέρου πρόβλημα προσφοράς, όπως είχα αναφέρει παλιότερα.[93] Με βάση αυτή την προσέγγιση, όσο διαιωνίζεται η σημερινή παγκόσμια οικονομική δομή του διευρυνόμενου ανοίγματος μεταξύ Βορρά και Νότου που επιβάλλει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και όσο αναπαράγεται η καταναλωτική κοινωνία των δυο τρίτων στον ίδιο τον Βορρά (και σε κάποιο βαθμό στον Νότο), όσο δηλαδή διευρύνεται η ανισότητα, η περιθωριοποίηση για τους μεν και εντείνεται το υπαρξιακό πρόβλημα του νοήματος ζωής για τους δε, τόσο θα χειροτερεύει το πρόβλημα των ναρκωτικών, ανεξάρτητα από το ποιος τα διανέμει και πως. Διότι βέβαια ο ισχυρισμός του συγγραφέα ότι με το λαθρεμπόριο η τιμή των ναρκωτικών διαμορφώνεται σε υψηλά επίπεδα και γι’ αυτό στενεύει ο κύκλος αυτών που μπορούν να τα αγοράσουν με δικά τους χρήματα είναι αβάσιμος και στα δυο σκέλη του. Πρώτον, διότι όπως είχα αναφέρει στο παρελθόν η τιμή, για παράδειγμα, της ηρωίνης στη Βρετανία έχει πέσει στο μισό τα τελευταία 10 χρόνια αλλά οι χρήστες της έχουν πολλαπλασιαστεί από τότε[94]. Δεύτερον, διότι αν οι τοξικομανείς δεν μπορούν να πληρώσουν την δόση τους αυτό βέβαια δεν αφορά τους βολεμένους εξ αυτών αλλά την πλειοψηφία των περιθωριοποιημένων που καταφεύγουν σε αυτά.
Μολονότι, λοιπόν, όπως έχω άλλωστε επανειλημμένα υποστηρίξει στο παρελθόν, η συναφής με τα ναρκωτικά εγκληματικότητα πράγματι θα μειωθεί (καθώς και οι θάνατοι) αν τα ναρκωτικά διατίθενται δωρεάν από το κράτος, αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα μειωθεί και η εξάπλωση τους. Απλώς η κοινωνία των δυο τρίτων, για ν απολαμβάνει ήσυχα τα αγαθά της ευημερίας της (αντάλλαγμα του υπαρξιακού κενού της) θα ναρκώνει τις αντιδράσεις των θυμάτων της και θα ελαχιστοποιεί τις κοινωνικές εκρήξεις (μπορούμε να φανταστούμε για παράδειγμα πόσοι αδιόριστοι καθηγητές θα έβγαιναν στους δρόμους για το αναφαίρετο δικαίωμα στην εργασία αν ήταν ντοπαρισμένοι;). Ούτε βέβαια είναι βάσιμος ο συνήθης ισχυρισμός, που προτάσσει και το πρόσφατο πόρισμα Γαλλικού Ερευνητικού κέντρου που επικαλείται ο συγγραφέας, ότι το αλκοόλ έχει τον ίδιο βαθμό επικινδυνότητας με σκληρά ναρκωτικά. Διότι είναι βέβαια προφανές ότι οι συνέπειες στην υγεία των αλκοολικών και των ναρκομανών είναι παρόμοιες. Το θέμα όμως δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι πόσοι γίνονται αλκοομανείς δοκιμάζοντας αλκοόλ (σήμερα στη Βρετανία 90% του πληθυσμού κάνει τακτική χρήση αλκοόλ αλλά μόνο 1% γίνονται αλκοολικοί) και πόσοι γίνονται εξαρτημένοι από τα ναρκωτικά με την ανάλογη τακτική χρήση τους.
Συμπερασματικά, η δωρεάν διάθεση ναρκωτικών από το κράτος δεν πρόκειται να σταματήσει την εξάπλωση τους αλλά αντίθετα θα την επεκτείνει όσο διαιωνίζεται το σημερινό κοινωνικό-οικονομικό θεσμικό πλαίσιο. Το εύλογο όμως ερώτημα που προκύπτει άμεσα είναι τι μπορούμε να κάνουμε στο μεταξύ για να περιορίσουμε την εξάπλωση των ναρκωτικών. Νομίζω ότι η λύση που είχα προτείνει παλαιότερα, της δημιουργίας δηλαδή κοινοτικών κέντρων που θα αναλάμβαναν τόσο τον αγώνα της πρόληψης όσο και τον έλεγχο από το κοινωνικό σύνολο των θεραπευτικών προγραμμάτων απεξάρτησης (τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν ακόμη και τη χορήγηση των ίδιων των ναρκωτικών η υποκατάστατων τους) ίσως είναι η μόνη λύση για τη δημιουργία αυτόνομων πολιτών και όχι ναρκωμένων συνειδήσεων. Αυτό, εάν βέβαια ο πραγματικός στόχος μας είναι να περιορίσουμε την ίδια την εξάπλωση των ναρκωτικών, όσο αυτό είναι δυνατό στη σημερινή κοινωνία, και όχι απλώς να μειώσουμε τις συνέπειες της εξάπλωσης και τους φαύλους κύκλους που αυτή δημιουργεί.
Ο Τσόμσκι και τα ναρκωτικά
Ο “διάλογος” στην Ελλάδα πάνω στο θέμα των ναρκωτικών έχει μονοπωληθεί μέχρι τώρα από τους οπαδούς της κατασταλτικής πολιτικής, (στους οποίους συγκαταλέγεται και το ΚΚΕ, παρά το γεγονός ότι το κόμμα αυτό βλέπει καθαρά τα κοινωνικά αιτία της εξάπλωσης των ναρκωτικών) και τους “προοδευτικούς” οπαδούς της φιλελευθεροποίησης, στους οποίους συγκαταλέγονται οι οπαδοί της “εκσυγχρονιστικής” αριστεράς (ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός και οι φιλελεύθεροι “αντί-εξουσιαστές”). Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι οι τελευταίοι χρησιμοποιούν στην εκστρατεία τους και τον Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος, με τις πρόσφατες απόψεις του για την χρησιμοποίηση του κράτους εναντίον της αγοράς και του κορπορατικού καπιταλισμού, έχει γίνει μεν πολύ “της μόδας” για τους “εκσυγχρονιστές” και προβάλλεται ανάλογα από τα ΜΜΕ, αλλά και ο στόχος επίθεσης από γενικά αναγνωρισμένους αναρχικούς όπως ο Μάρρει Μπούκτσιν. Έτσι, ο Μπούκτσιν, σε πρόσφατη συνέντευξη[95] του δήλωνε:
Είναι πράγματι θλιβερό ότι πολλοί αυτό-χαρακτηριζόμενοι αριστεριστές στρέφονται σήμερα στο αστικό κράτος-έθνος για βοήθεια κατά του κεφαλαίου! Tο φίμωμα της αριστεράς έχει προχωρήσει σε τέτοιο βάθος ώστε κάποιος σαν τον Τσόμσκι, που δηλώνει αναρχικός, επιδιώκει την ενίσχυση ή έστω την στήριξη του συγκεντρωτικού κράτους (της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ) ενάντια στο αίτημα της “αποκέντρωσης” στις ομόσπονδες πολιτείες, ωσάν να ήταν δυνατό το συγκεντρωτικό κράτος να χρησιμοποιηθεί ενάντια στις επιχειρήσεις, τις οποίες μακροπρόθεσμα πάντοτε βοήθησε!
Ας δούμε όμως λεπτομερέστερα τις θέσεις του Τσόμσκι πάνω στο θέμα που κατά τη γνώμη μου όχι μόνο είναι λαθεμένες αλλά και ασύμβατες με μια ριζοσπαστική ελευθεριακή αντίληψη για τα ναρκωτικά. Ο Τσόμσκι, γενικά, καταδικάζει την κατασταλτική πολιτική και τη χρήση της ως μέσου έλεγχου του πληθυσμού, αλλά ποτέ δεν προχωρά, όπως επανειλημμένα έχει γίνει από άλλους αριστεριστές παλιότερα αλλά και πρόσφατα, να καταγγείλει και τα ίδια τα ναρκωτικά ως μέσο έλεγχου του πληθυσμού. Όμως, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, όπως αποκάλυψε πρόσφατα ο Gary Webb[96], όταν η CIA ήθελε να χρηματοδοτήσει τους κόντρας της Νικαράγουας, εσκεμμένα δημιούργησε μια επιδημία κοκαΐνης στα γκέτο των μαύρων του Λος Άντζελες. Έτσι, με ένα σμπάρο η CIA πετύχαινε δυο τρυγόνια: την “ειρηνοποίηση” τόσο των Νικαραγουανών (με τις σφαίρες) όσο και των μαύρων (με τα ναρκωτικά). Ο Τσόμσκι όμως μιλά μόνο για την πρώτη ειρηνοποίηση και αγνοεί τη δεύτερη.
Από μια επισκόπηση των σημαντικότερων γραπτών του Τσόμσκι πάνω στο θέμα[97] προκύπτει ότι, κατ’ αυτόν, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών επιδιώκει κυρίως τους ακόλουθους στόχους:
1. τη δημιουργία υποκατάστατου στην “αυτοκρατορία του κακού” που εξαφανίστηκε με το τέλος του ψυχρού πόλεμου
2. τη παροχή καλύμματος (και χρηματοδότησης) για επεμβάσεις οπουδήποτε απειλούνται τα συμφέροντα των ΗΠΑ και ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, και συνακόλουθα τη δικαιολόγηση της διατήρησης των στρατιωτικών δαπανών σε υψηλό επίπεδο για να πλουτίζουν οι πολεμικές βιομηχανίες και να ενισχύεται η οικονομική ανάπτυξη
3. τη παροχή της δυνατότητας για αύξηση της καταπίεσης και της συνακόλουθης τρομοκράτησης του “πλεονάζοντος πληθυσμού” στο εσωτερικό των ΗΠΑ, καθώς και για τη καταπάτηση γενικότερα των ατομικών δικαιωμάτων
4. τη δημιουργία δυνατότητας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ να επεκτείνει τις δραστηριότητες του μέσω της διαχείρισης του παράνομου χρήματος από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών.
Όμως, μολονότι κανένας δεν θα αμφισβητούσε ότι η κατασταλτική πολιτική έχει παίξει πράγματι κατά καιρούς τους παραπάνω ρόλους, αποτελεί κατά τη γνώμη μου απλοϊκή γενίκευση η άποψη ότι για τις άρχουσες ελίτ η πολιτική καταστολής επιβάλλεται μόνο από τους παραπάνω λόγους. Όπως αντίστοιχα θ' αποτελούσε ανόητη συνωμοσιολογία η δικαιολόγηση της ποτοαπαγόρευσης στη διάρκεια του μεσοπολέμου για παρόμοιους λόγους. Η κατασταλτική πολιτική προφανώς επιβάλλεται και από τις ανάγκες του κεφαλαίου για παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα (τις οποίες ο Τσόμσκι, (όπως συνήθως,)[98] αγνοεί στην ανάλυση του. Διότι βέβαια αυτό που ανησυχεί την άρχουσα ελίτ σε σχέση με τα ναρκωτικά δεν είναι ο αριθμός των θανάτων που προκαλούν, αλλά το γεγονός ότι επιδρούν αρνητικά στη διανοητική ικανότητα των εξαρτημένων και επομένως στη παραγωγικότητα τους. Γι’ αυτό και δεν σκοτίζονται εάν ο αριθμός των θανάτων από καρκίνο κ.λπ. που προκαλεί το τσιγάρο (το οποίο δεν διανοούνται ν' απαγορεύσουν) είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν των ναρκωτικών.
Είναι άλλωστε προφανές ότι όλοι οι στόχοι που, κατά Τσόμσκι, επιτελεί ο “πόλεμος κατά των ναρκωτικών” μπορούν να επιτευχθούν (και ήδη επιδιώκονται) με αλλά μέσα. Για παράδειγμα, ο πόλεμος κατά της “τρομοκρατίας” παίζει σήμερα πολύ πιο σοβαρό ρόλο υποκατάστατου στην “αυτοκρατορία του κακού” από τον “πόλεμο κατά των ναρκωτικών” και ήδη οδηγεί σε αντίστοιχες επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και αλλού (στόχοι 1 & 2). Ακόμη, η καταπίεση του πλεονάζοντος πληθυσμού δεν χρειάζεται προσχήματα (παρόλο που βοηθούν) όπως η καταδίωξη των ναρκωτικών, εκτός αν δεχθούμε ότι πριν την εξάπλωση των ναρκωτικών δεν υπήρχε κρατική καταπίεση του τμήματος αυτού του πληθυσμού! (στόχος 3). Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι παρά το γεγονός ότι η “πολιτική σκλήρυνσης” (get tough policy) έχει οδηγήσει σε διπλασιασμό του πληθυσμού των φυλάκων τα τελευταία 12 χρόνια (σήμερα φθάνει το 1,8 εκ!) κυρίως διότι οδήγησε πολλούς απλούς χρηστές στη φυλακή, εντούτοις η αύξηση των φυλακισμένων σε σχέση με τα ναρκωτικά δεν ξεπερνά το 29%.[99] Τέλος, η επιβίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ δεν εξαρτάται βέβαια από τη διαχείριση του “ναρκο-χρήματος”. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι τα κέρδη από το νόμιμο εμπόριο των ναρκωτικών (αν κάποτε στο μέλλον αποφασίσει τη νομιμοποίηση τους και η αμερικανική ελίτ) θα είναι ευκαταφρόνητα, η έστω χαμηλότερα από τα κέρδη που γίνονται σήμερα μέσω του παράνομου εμπορίου (στόχος 4).
Εάν λοιπόν η αμερικανική ελίτ σήμερα είναι υπέρ της κατασταλτικής πολιτικής αυτό δεν οφείλεται σε κάποια συνομωσία αλλά απλώς στο γεγονός ότι κρίνει, προς το παρόν, ότι τα οφέλη από την καταστολή (είτε θετικά , σαν αυτά που περιγράφει ο Τσόμσκι, είτε “αρνητικά”, εξαιτίας της ζημιάς στη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα που θα προέκυπτε από την τυχόν νομιμοποίηση), είναι πολύ σημαντικότερα από τα προσδοκώμενα οφέλη από τη νομιμοποίηση και τη συνακόλουθη μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών.
Ο Τσόμσκι όμως προχωρά παραπέρα από την παραπάνω, μερική η εσφαλμένη, διάγνωση του προβλήματος των ναρκωτικών για να καταλήξει σε ένα αγνωστικισμό που κατά τη γνώμη μου είναι ασύμβατος με μια ριζοσπαστική και ελευθεριακή αντίληψη πάνω στο θέμα. Έτσι, ξεκινώντας από τον δήθεν μικρότερο κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν τα ναρκωτικά σε σχέση με άλλες ουσίες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατή η διατύπωση προτάσεων, πέρα από τη προφανή πρόταση της άρσης της καταστολής που, έμμεσα, υποστηρίζει. Σε πρόσφατη μάλιστα συνέντευξη ο Τσόμσκι[100] υποστηρίζει τα ακόλουθα σε σχέση με τη νομιμοποίηση:
Κανείς δεν γνωρίζει τι επίδραση θα έχει. Οποιοσδήποτε λέει ότι ξέρει είναι απλώς κουτός η ψεύτης γιατί κανείς δεν ξέρει. Αυτά είναι πράγματα που πρέπει να δοκιμαστούν, πρέπει να πειραματιστείς για να δεις ποιες είναι οι συνέπειες. Τα περισσότερα μαλακά ναρκωτικά είναι ήδη νόμιμα, κυρίως το αλκοόλ και ο καπνός. Ο καπνός είναι με διαφορά ο μεγαλύτερος φονιάς από όλα τα ψυχοδραστικά (…) η μαριχουάνα είναι γνωστό ότι δεν είναι τόσο επιβλαβής. Εννοώ ότι γενικά υποτίθεται ότι δεν είναι καλή για την υγεία, όπως και ο καφές, το τσάι η το κέικ σοκολάτας.
Κατ' αρχήν βέβαια είναι λάθος (για να χρησιμοποιήσω τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό) ο ισχυρισμός ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει υποθέσεις για τα πιθανά αποτελέσματα της νομιμοποίησης. Διότι βέβαια υπάρχει πρώτον η ανάλογη εμπειρία της άρσης της ποτοαπαγόρευσης, που οδήγησε σε μαζική εξάπλωση της κατανάλωσης αλκοόλ. Η διαφορά είναι ότι τα ναρκωτικά γενικά δημιουργούν πολύ πιο εύκολα εξάρτηση σε σχέση με το αλκοόλ, όπως ανάφερα παραπάνω, γι’ αυτό και η αναλογία εξαρτημένων σε σχέση με τους χρήστες είναι συγκριτικά ελάχιστη όσον αφορά το αλκοόλ, σε αντίθεση με την αντίστοιχη αναλογία στα ναρκωτικά.
Δεύτερον, η σύγκριση της επικινδυνότητας των ναρκωτικών, ακόμη και της μαριχουάνας, με αυτή του καπνού, η του …καφέ θα ήταν απλώς ανόητη και λαϊκίστικη αν δεν ήταν επικίνδυνη και εντελώς ασύμβατη με τα ελευθεριακά ιδεώδη που υποτίθεται υποστηρίζει ο Τσόμσκι. Διότι βέβαια εάν κάποιος προτιμά την οποιαδήποτε ηδονή του παρέχει (ή νομίζει ότι του παρέχει) ο καπνός, ο καφές, το τσάι ή το τσιγάρο, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στη σωματική του υγεία, αυτό είναι πράγματι αναφαίρετο δικαίωμα του. Εάν όμως η ηδονή που παρέχει η χρήση των ναρκωτικών ουσιών έχει αναπότρεπτες επιπτώσεις στη ζωή των άλλων ανθρώπων (πόσοι από τους “προοδευτικούς” η ακόμη και ο ίδιος ο Τσόμσκι θα έμπαινε σε αεροπλάνο που οδηγούσε πιλότος υπό την επήρεια ναρκωτικών; − ενώ οι καπνίζοντες εύκολα διαχωρίζονται από τους μη καπνίζοντες σε κοινούς χώρους), τότε βέβαια δεν μιλάμε πια για ατομικά δικαιώματα αλλά για την αχρήστευση του ανθρώπου ως κοινωνικού ατόμου και τη πιθανή θέση σε κίνδυνο των συμπολιτών του. Και αυτό, πέρα από το γεγονός ότι τα ναρκωτικά στερούν τη δυνατότητα από τον ίδιο τον εξαρτημένο να λειτουργεί ως ενεργός πολίτης, σήμερα για τη κατάργηση της φιλελεύθερης “ολιγαρχίας” και, αύριο, για τη στήριξη μιας περιεκτικής δημοκρατίας.
Εάν λοιπόν για τους αστούς επιστήμονες της υπό τον Bernard Roques επιτροπής που συνέστησε το Γαλλικό Υπουργείο Υγείας οι οποίοι συνέταξαν την έκθεση για τα ναρκωτικά (και τους “προοδευτικούς” συνοδοιπόρους τους στην Ελλάδα) η επικινδυνότητα των ναρκωτικών σε σχέση με άλλες ουσίες (καπνό, καφές κ.λπ.) κρίνεται με βάση το “κοινωνικό κόστος” σε όρους θανάτων, ιατρικών εξόδων κλπ σίγουρα ένας διανοητής που θέλει να χαρακτηρίζεται ελευθεριακός σαν τον Τσόμσκι θα έπρεπε να έχει διαφορετικά κριτήρια για το τι σημαίνει “κοινωνικό κόστος” και επικινδυνότητα. Εκτός βέβαια εάν ο Τσόμσκι πιστεύει ότι είναι δυνατόν να αγωνιστούμε και να κτίσουμε μια ελευθεριακή κοινωνία με ναρκομανείς, όποτε όμως θα πρέπει να μας δείξει πότε στην Ιστορία επαναστατικά η απελευθερωτικά κινήματα στελεχώνονταν από εξαρτημένους, καθώς, επίσης γιατί, αντίθετα, πολλά τέτοια κινήματα υιοθετούσαν και υιοθετούν, εκούσιους κώδικες αποχής από τα ναρκωτικά.
Πέρα όμως από αυτά ο Τσόμσκι αντιφάσκει με τον εαυτό του όταν από τη μια μεριά υποστηρίζει την ακινδυνότητα των ναρκωτικών και από την άλλη γράφει ότι το μπουμ της κοκαΐνης στις ΗΠΑ συνδέεται με την αύξηση της φτώχειας και την ιδιότητα της ουσίας αυτής “να προσφέρει προσωρινή ανακούφιση από μια ανυπόφορη ύπαρξη”.[101] Ή, αντίστοιχα, για τις εξαρτημένες χώρες:
Τα ναρκωτικά γίνονται “η πιο νέα αναπτυξιακή βιομηχανία στη Κεντρική Αμερική” γράφει η CAR, ως αποτέλεσμα των “δυσμενών οικονομικών συνθηκών που αναγκάζουν το 85% του πληθυσμού της Κεντρικής Αμερικής να ζει μέσα στη φτώχεια” και ως αποτέλεσμα της έλλειψης εργασίας. Καταστάσεις οι οποίες (προσθέτει ο Τσόμσκι) επιδεινώνονται από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση.[102]
Το προφανές ερώτημα που γεννιέται εδώ είναι γιατί τα θύματα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης δεν στρέφονται στο τσιγάρο που και φθηνότερο αλλά και νόμιμο είναι. Μήπως γιατί το τσιγάρο δεν προσφέρεται για τη δημιουργία φανταστικών παράδεισων στην αγωνιώδη προσπάθεια να ξεφύγουν από την αθλιότητα τους; Αλλά τότε ποια ουσία είναι πιο επικίνδυνη για τη νάρκωση των αντιδράσεων των θυμάτων του συστήματος, εναντίον του οποίου υποτίθεται ότι αγωνίζεται ο Τσόμσκι;
Είναι σαφές ότι δεν μπορεί και ο γκουρού του νεοφιλευθερισμού, ο Milton Freedman, αλλά και ο δηλώνων αναρχικός Τσόμσκι να έχουν, και οι δυο, δίκιο για την ακινδυνότητα των ναρκωτικών σε σχέση με το τσιγάρο. Το θέμα είναι για ποια επικινδυνότητα μιλά ένας νεοφιλελεύθερος και για ποια θα έπρεπε να μιλά ένας ελευθεριακός. Κατά τη γνώμη μου, οι θέσεις του Freedman για τα ναρκωτικά είναι απόλυτα συνεπείς με την γενικότερη ιδεολογία του. Δυστυχώς δεν ισχύει το ίδιο για τον Τσόμσκι…
Σαν Επίλογος
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη οξυδέρκεια για ν' αντιληφθεί κανείς ότι η σημερινή κοινωνία έχει δημιουργήσει ένα πελώριο κοινωνικό πρόβλημα που αχρηστεύει ένα πολύ σημαντικό και αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού. Χαρακτηριστική ένδειξη του προβλήματος είναι ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, ο οποίος, για πρώτη φορά πρόσφατα, υπολόγισε τον αριθμό αυτών που προβαίνουν σε κατάχρηση ναρκωτικών, κάπου 200 εκ. άνθρωποι σήμερα είναι εξαρτημένοι (141 εκ. κάνναβη, 8 εκ. ηρωίνη, 13 εκ. κοκαΐνη και 30 εκ άλλα σκληρά ναρκωτικά).[103]
Στη χώρα μας το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξύ, όπως δείχνει το γεγονός ότι κατέχει τη πρώτη θέση ως προς το ποσοστό εξαρτημένων από σκληρά ναρκωτικά σε μια λίστα χωρών που περιλαμβάνει τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Βρετανία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Πορτογαλία και την Ελβετία.[104] Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι στην Ελλάδα 100.000 άνθρωποι, δηλαδή ένα τοις εκατό του πληθυσμού, είναι εξαρτημένοι από σκληρά ναρκωτικά.[105] Ακόμη, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχιατρικής Υγιεινής στην Αθήνα, τη τελευταία πενταετία (1993-98) παρατηρείται υπερδιπλασιασμός του ποσοστού των μαθητών που έκαναν δοκιμή η χρήση ναρκωτικών ουσιών.[106] Το πιο ανησυχητικό στοιχείο της έρευνας αυτής είναι ότι η αύξηση που παρατηρείται στη χρήση “ναρκωτικών” από τους μαθητές συσχετίζεται με τη μεταβολή στη στάση τους όσον αφορά την επικινδυνότητα των “μαλακών” και ιδίως της κάνναβης. Κατά τη γνώμη μου, η εκστρατεία των “προοδευτικών” υπέρ της φιλελευθεροποίησης, που χρησιμοποιεί κατά κόρο το επιχείρημα της δήθεν ακινδυνότητας των μαλακών και ιδιαίτερα της κάνναβης, δεν μπορεί παρά να συσχετίζεται με αυτή την αλλαγή στάσης και τη συνακόλουθη αύξηση της χρήσης μαλακών ναρκωτικών. Εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι η απαγορευτική εκστρατεία δεν είχε σχεδόν κανένα αποθαρρυντικό αποτέλεσμα, εφόσον, σύμφωνα με την ίδια μελέτη, το 84% των Αθηναίων δηλώνουν ότι είναι πολύ εύκολο να βρουν τη κάνναβη, είναι πιθανό ότι η εκστρατεία για τη νομιμοποίηση της κάνναβης έχει σημαντικότερη επιρροή στην αύξηση της χρήσης της παρά “ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών”!
Ενώ όμως το μέγεθος του προβλήματος δεν αμφισβητείται σήμερα από κανένα, υπάρχουν ριζικά διιστάμενες απόψεις τόσο για τα αίτια της κρίσης όσο και συνακόλουθα για τους τρόπους διεξόδου από αυτήν. Κατά τη γνώμη μου, η θέση που παίρνει κάποιος στο θέμα των ναρκωτικών εξαρτάται, σε τελική ανάλυση, από τη θέση του/της σε σχέση με το γενικότερο σημερινό κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Ένα σύστημα το οποίο μετά την κατάρρευση του “υπαρκτού” στηρίζεται πια, σε παγκόσμια βάση, στις ίδιες οικονομικές και πολιτικές δομές, δηλαδή την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική “δημοκρατία”. Έτσι, αυτοί που παίρνουν το σύστημα αυτό ως δεδομένο συνιστούν είτε την συνέχιση του αμερικανικού μοντέλου της ποινικοποίησης του προβλήματος, που σήμερα χάνει συνεχώς έδαφος, είτε την “διαχείριση” του προβλήματος με βάση την νομιμοποίηση (με διάφορες μορφές) των ναρκωτικών ουσιών. Και οι δυο αυτές “λύσεις” του προβλήματος καταλήγουν στη δημιουργία ετερόνομων ατόμων, χωρίς να παρέχουν ουδεμία ένδειξη ότι συμβάλουν στην μείωση της εξάπλωσης των ναρκωτικών. Αντίθετα, όσοι πιστεύουν ότι η απώτατη αιτία της εξάπλωσης των ναρκωτικών είναι το ίδιο το κοινωνικό-οικονομικό σύστημα υποστηρίζουν ότι η δημιουργία ενός μαζικού κινήματος για μια ριζική κοινωνική αλλαγή όχι μόνο θα στρέψει πολλούς νέους που σήμερα καταφεύγουν στα ναρκωτικά σε συλλογικές λύσεις των κοινωνικών προβλημάτων αλλά και προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος στη μεταβατική περίοδο, όπως αυτή που προτείνεται στο βιβλίο αυτό για την ίδρυση κοινοτικών κέντρων με στόχο την δημιουργία αυτόνομων ατόμων.
Σήμερα, είναι φανερό ότι οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, με πρωτοπορία την Ευρωπαϊκή ελίτ, προχωρούν στην νομιμοποίηση των μαλακών ναρκωτικών και την χαλάρωση των ελέγχων στα σκληρά. Ο στόχος είναι, από τη μια μεριά, να περιοριστεί η συναφής με τα ναρκωτικά εγκληματικότητα, η οποία σήμερα υπονομεύει τις ίδιες τις βάσεις του συστήματος, και από την άλλη, να ελεγχθεί ο πλεονάζον πληθυσμός που αυξάνεται συνεχώς με τη σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και οδηγεί σε κοινωνικές εκρήξεις. Ο κίνδυνος επομένως που έχει ν' αντιμετωπίσει στο μέλλον ένα ριζοσπαστικό κίνημα που θα επιδίωκε ριζική λύση του προβλήματος των ναρκωτικών δεν είναι πια ο έλεγχος του πληθυσμού που επιτυγχάνεται μέσω της καταστολής. Ο άμεσος και ορατός πια κίνδυνος είναι ο έλεγχος του πληθυσμού μέσω των ίδιων των ναρκωτικών. Η καταπολέμηση επομένως της “προοδευτικής” μυθολογίας που, συνειδητά η μη, παίζει τον νεροκουβαλητή στις σημερινές επιδιώξεις των ελίτ είναι επιτακτική.
Στον στόχο αυτό, ελπίζω ότι τα παραπάνω κείμενα θα αποτελέσουν μικρή συμβολή.
[1] Όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι από τη τελευταία (1992) Έκθεση της Διεθνούς Τράπεζας
[2] R.T. Naylor, Bankers, Bagmen and Bandits, Black Rose, 1990, σελ. 122
[3] Guardian, 3/11/91
[4] Βλ. σχετικά τα άρθρα των Chodorkoff, Biro & Robertson στο κυκλoφoρoύν τεύχος αρ. 1 του περιοδικού Κοινωνία και Φύση
[5] Φ. Ζαφειρίδης, o.π.
[6] "Ε", 22/8/92
[7] Βλ. τη μεγάλη έρευνα Time Out, 18-25 Μάης 1994, που βασίζεται σε μελέτες Πανεπιστημιακών & ερευνητικών ιδρυμάτων, δειγματοληπτικές έρευνες κ.λ.π .
[8] Στο ίδιo.
[9] Στο ίδιο.
[10] Βλ. π.χ. για σύvoψη των σχετικών πορισμάτων, Dr. Tony Smith, The Macmillan Guide to Family Health.
[11] Dr Tony Smith, o.π.
[12] Guardian, 21/5/94
[13] Gabriel Garcia Marquez, "Εnd the drugs war against my people", Red Pepper, Ioύλης 1994.
[14] Βλ. π.χ. R.Stevenson, Winning the war on drugs: to legalise or not? IEA, April 1994
[15] "Ε", 22/8/92
[16] John Gray, Guardian, 20/11/95
[17] Όπως είχα αναπτύξει παλιότερα από τις στήλες αυτές (Ε, 22/8/92)
[18] Noam Chomsky, Z magazine, Φεβρ. 1995
[19] Victoria Clark, Observer, 30/7/95
[20] Ian Katz. Guardian 11/8/95 Ian Katz. Guardian 11/8/95
[21] Guardian, 20/11/95
[22] Alan Travis, Guardian, 9/4/94
[23] Guardian, 24/6/94
[24] Council of Europe/Guardian, 15/2/94
[25] Alan Travis, Guardian, 13/10/95
[26] Κ. Τσουκαλάς, Το Βήμα, 16/3/97
[27] “Ε”, 2/7/94
[28] Κλ. Γρίβα, Πλανητική κυριαρχία και ναρκωτικά, Λιβάνης, 1997, σ. 7
[29] Τ.Φ. “Ε”, 22/8/92 & 18/6/94
[30] Isaiah Berlin, Four Essays on Liberty, Oxford University Press, 1969
[31] Όχι τυχαία, οι “αντι-εξουσιαστές” που αγωνίζονται για την νομιμοποίηση αδιακρίτως όλων των ναρκωτικών υιοθετούν τον ορισμό για την ελευθερία του J.S. Mill, βλ. Κλ. Γρίβα, ο.π. σ. 168
[32] Murray Bookchin, Ecology of Freedom, Black Rose, 1991, σ. 263
[33] βλ. T. Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, Cassell, 1997, κεφ. 5
[34] βλ. Κλ. Γρίβα, ο.π.
[35] N. Chomsky, Deterring Democracy, Verso, 1991, σ. 123.
[36] Βλ. Τ.Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, Καστανιώτης, 1997, κεφ. 5
[37] βλ. Κλ. Γρίβας, Πλανητική κυριαρχία και ναρκωτικά, Νέα Σύνορα, 1997, σελ. 183
[38] Independent Drug Monitoring Unit/Guardian, 3/10/97
[39] Action on Addiction Report 1997/Guardian, 14/11/97
[40] Joseph Rowntree Foundation, Young People and Drugs, 1997
[41] βλ. πχ “Ε”, 28/11/96
[42] The Guardian Weekend, 1/11/97
[43] Guardian, 3/7/97 & Guardian, 25/10/97
[44] Guardian, 27/6/97
[45] Κλ. Γρίβας “Ε”, 11/9/97
[46] Elizabeth Young, The Guardian Weekend, 1/11/97
[47] Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, ο.π.
[48] “Ε”, 22/11/97
[49] Big Issue, 15-21 Απριλίου 1996
[50] Elizabeth Young, The Guardian Weekend, 1/11/97
[51] Big Issue, ο.π.
[52] Elizabeth Young, ο.π.
[53] βλ. Θεόδωρος Π. Λιανός, Το Βήμα, 4/2/96 & 30/11/97
[54] βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, κεφ. 5
[55] Ι. Hilton, Guardian, 13/8/97
[56] Observer, 30/11/97
[57] Η Νέα Διεθνής Τάξη, ο. π.
[58] βλ σχετικά στοιχεία στο άρθρο μου «Ε» 6/12/97
[59] Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, Καστανιώτης, 1997, σ. 224
[60] Patrick Murphy, Washington Post, 1/1/95
[61] Guardian, 6/2/98
[62] M. Wolf, Observer, 22/2/98
[63] General Household Survey 1996: Living in Britain
[64] βλ Κλ. Γρίβα, Πλανητική κυριαρχία και ‘ναρκωτικά’, Νέα Σύνορα, 1997
[65] Η Νέα Διεθνής Τάξη, ο.π. κεφ.5
[66] Κλ. Γρίβας, ο.π. σ. 33-34
[67] Στο ίδιο, σ. 172-76
[68] UNDCP, World Drug Report 1997.
[69] Bλ. Kλ. Γρίβα, Πλανητική κυριαρχία και “ναρκωτικά”, Nέα Σύνορα, 1997
[70] βλ. για αναδημοσίευση T. Φωτόπουλος, H Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, Καστανιώτης, 1997, κεφ. 5
[71] βλ. άρθρο μου στην “Ε”, 6/6/98
[72] Observer, 30/11/97
[73] G. Younge, Guardian, 24/6/98
[74] H Nέα Διεθνής Tάξη, ο.π.
[75] Denis Staunton, Guardian, 17/6/98
[76] Guardian, 12/6/98
[77] R. Pertwee, Guardian,12/6/98
[78] βλ. Κλ. Γρίβας, “Ναρκωτικά: η Ευρώπη αλλάζει, εμείς ανοητολογούμε”, Ελευθεροτυπία, 6/6/98
[79] Στο ίδιο
[80] Kλ. Γρίβα, Πλανητική κυριαρχία και “ναρκωτικά”, Nέα Σύνορα, 1997 σ. 25-26
[81] ibid. σ. 317
[82] K. Marx, Οn Colonialism & Modernization, Anchor 1969, “The opium trade” σελ. 340-48
[83] Kλ. Γρίβα, Πλανητική κυριαρχία, σελ. 57-59
[84] Tim Radford, Guardian, 30/10/98 & 5/12/98
[85] Ελευθεροτυπία, 29/12/97
[86] Helen Carter, Guardian, 2/11/98
[87] Κλ. Γρίβας, Ελευθεροτυπία, 6/5/98
[88] Peter Capella, Guardian, 30/11/98
[89] Κλ. Γρίβας, Ελευθεροτυπία, 6/5/98
[90] Luke Harding, Guardian, 14/4/98
[91] Le Monde, 27/4/98
[92] Α. Κωσταράς, “Ναρκωτικά: υπάρχει Θησέας για τον Μινώταυρο;’ “Ε”,14/7/98
[93] Βλ. αναδημοσίευση Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα, Καστανιώτης, 1997, κεφ. 5
[94] στο ίδιο
[95] Janet Biehl, The Politics of Social Ecology, Montreal: Black Rose Press,1998,σελ. 148-49. Για περαιτέρω διεξοδική κριτική των πρόσφατων θέσεων του Τσόμσκι βλ.T. Fotopoulos “Mass media, Culture, and Democracy”, Democracy & Nature, The International Journal of Inclusive Democracy, τομ. 5, αρ. 1 (Μάρτης 1999)
[96] Gary Webb, Dark Alliance: The CIA, The Contras and the Crack Cocaine Explosion, Seven Stories Press, 1998
[97] N. Chomsky, World Orders, Old and New (Pluto Press, 1994) κεφ 1, Deterring Democracy, Verso, 1991, κεφ 4, “The War on (certain) drugs” στο What Uncle Sam Really Wants (1993) − Chomsky Archive, “No human being is disposable” – Chomsky Archive.
[98] T. Fotopoulos “Mass media, Culture, and Democracy”, ο.π.
[99] US Bureau of Justice Statistics 1999 (Mark Tran, Guardian, 16/3/99)
[100] Συνέντευξη Τσόμσκι στο περιοδικό High Times που αναδημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία 2/9/98 με τον εύγλωττο τίτλο “Πόλεμος κατά των ναρκωτικών θα πει πόλεμος κατά φτωχών και έγχρωμων”.
[101] Ν.Chomsky, Deterring Democracy, σελ. 127-28
[102] Ν. Chomsky, Έτος 501, Η κατάκτηση συνεχίζεται, σε μτφ. Ν. Ράπτη, Αθηνά, Εκδ. Τόπος, 1994, σελ. 105
[103] UNDCP, World Drug Report 1997
[104] European Monitoring Centre for Aids and Drugs Addiction, Guardian, 24/11/98
[105] Helena Smith, Guardian, 24/11/98