ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ


 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:  

Η ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

 

 

Kεφάλαιο 2:  

Η Οικονομία Ανάπτυξης και ο «Σοσιαλιστικός» Κρατισμός

 

 

Η δυναμική ‘ανάπτυξη ή θάνατος’, η οποία τέθηκε σε κίνηση με την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς και το ξεκίνημα της διαδικασίας αγοραιοποίησης, που εξετάσαμε στο πρώτο Κεφάλαιο, οδήγησαν στη δημιουργία της σύγχρονης οικονομίας ανάπτυξης. Η άνοδος όμως του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στον αιώνα μας δημιούργησε έναν άλλο τύπο οικονομίας ανάπτυξης, στον οποίο η οικονομική ανάπτυξη αποτελούσε ένα συνειδητό στόχο και όχι το προϊόν της δυναμικής του ίδιου του οικονομικού συστήματος. Θα ορίσουμε την οικονομία ανάπτυξης ως το σύστημα οικονομικής οργάνωσης που κινείται, είτε «αντικειμενικά», είτε κατόπιν συνειδητής επιλογής, προς τη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης. Όπως προκύπτει από τον ορισμό αυτό, ιστορικά, η οικονομία ανάπτυξης παίρνει είτε μια «καπιταλιστική» είτε μια «σοσιαλιστική» μορφή. Και στις δυο αυτές εκδοχές, συμπεριλαμβανομένου και του υβριδίου της σοσιαλδημοκρατίας, το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο "η μεγιστοποίηση της ανάπτυξης αλλά τα μέσα είναι διαφορετικά. Στην πραγματικότητα, ο πολύ μικρότερος βαθμός συμβατότητας μεταξύ σκοπών και μέσων που σημειώνεται στη σοσιαλιστική σε σχέση με την καπιταλιστική εκδοχή,  είναι αυτό ακριβώς που  οδήγησε στην εξάλειψη της σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης.

Στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου, γίνεται μια προσπάθεια να εξηγηθεί η ανάδυση της οικονομίας ανάπτυξης σε σχέση με την αλληλεπίδραση μεταξύ της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς και της «ιδεολογίας της ανάπτυξης». Έτσι, σ’ αντίθεση με τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται από τα περισσότερα ρεύματα στο Πράσινο κίνημα , θα υποστήριζα ότι η «ιδεολογία της ανάπτυξης», με άλλα λόγια το σύστημα αξιών που αναδύθηκε από τη Βιομηχανική Επανάσταση και μετά, δεν αποτελεί την αποκλειστική ή την κύρια αιτία της ανάδυσης της οικονομίας ανάπτυξης. Η ιδεολογία της ανάπτυξης  απλώς χρησιμοποιήθηκε για να νομιμοποιήσει «αντικειμενικά» την οικονομία της αγοράς και τη δυναμική της, η οποία οδήγησε αναπόφευκτα στην καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης. Στα πλαίσια αυτής της προβληματικής, δείχνεται ότι η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης και η οικολογική καταστροφή αποτελούν τις αναπόφευκτες συνέπειες καθώς και τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της οικονομικής ανάπτυξης. Η κύρια συνέπεια της θέσης αυτής είναι  ότι το κεντρικό ζήτημα σήμερα δεν μπορεί να αναχθεί απλώς σ΄ ένα ζήτημα αλλαγής των αξιών μας, όπως αφελώς υποστηρίζουν κάποιοι ριζοσπάστες Πράσινοι, ούτε ακόμα σ’ ένα ζήτημα καταγγελίας της οικονομικής ανάπτυξης per se.  Το κρίσιμο ζήτημα σήμερα είναι πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε μια νέα κοινωνία όπου θα αποκλείεται η θεσμοποιημένη κυριαρχία ανθρώπου από άνθρωπο και η συνακόλουθη ιδέα κυριαρχίας πάνω στη φύση. Η αναζήτηση ενός τέτοιου συστήματος θα μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι μόνο η ιδεολογία ανάπτυξης που πρέπει να εγκαταλειφθεί αλλά και η ίδια η οικονομία της αγοράς.

Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου, εξετάζεται η «σοσιαλιστική» εκδοχή της οικονομίας ανάπτυξης, καθώς και οι προοπτικές της οικονομίας της αγοράς που την ακολούθησε, είτε πρόκειται για την καπιταλιστικού τύπου οικονομία αγοράς που στήνεται σήμερα στην Ανατολική Ευρώπη, είτε πρόκειται για την «σοσιαλιστικού» τύπου οικονομία αγοράς που κτίζουν σήμερα χώρες όπως η Κίνα, το Βιετνάμ και το Λάος. Στο τρίτο μέρος, εξετάζεται η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατικής οικονομίας ανάπτυξης στη Δύση, με ιδιαίτερη έμφαση στην πτώση της σοσιαλδημοκρατίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου αυτή γεννήθηκε. Το κεφάλαιο καταλήγει με μια συζήτηση για τα αίτια της κατάρρευσης της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης και του σοσιαλιστικού κρατισμού γενικά.

  

2.1  Η ανάδυση της οικονομίας ανάπτυξης

 Οι δύο τύποι οικονομίας ανάπτυξης 

Η αγοραιοποίηση και η ανάπτυξη, τροφοδοτούμενες από τον ανταγωνισμό, αποτέλεσαν ιστορικά τα δυο βασικά συστατικά του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, όπως είδαμε  στο Κεφάλαιο 1. Ενώ όμως το πρώτο συστατικό, η διαδικασία αγοραιοποίησης, δίχασε τους διανοούμενους της βιομηχανικής εποχής και οδήγησε στα δυο μεγάλα θεωρητικά και πολιτικά κινήματα, το φιλελευθερισμό και το σοσιαλισμό, κανένας ανάλογος διχασμός δεν προέκυψε σε σχέση με το δεύτερο συστατικό, δηλαδή την οικονομική ανάπτυξη. H οικονομική ανάπτυξη έγινε ένα κεντρικό στοιχείο στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, (δηλαδή στο σύστημα πεποιθήσεων, ιδεών και των αντίστοιχων αξιών, το οποίο συνδέεται με τους πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς) τόσο στην καπιταλιστική όσο και στη «σοσιαλιστική» εκδοχή της οικονομίας ανάπτυξης. Έτσι, η οικονομική ανάπτυξη κατέστη τόσο φιλελεύθερος όσο και σοσιαλιστικός στόχος, παρά την εγγενή σύνδεση της με την οικονομία της αγοράς και παρά τη δέσμευση των κυρίαρχων ελίτ στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» να αντικαταστήσουν την οικονομία της αγοράς με τον κεντρικό σχεδιασμό.

Η διάκριση που εισάγεται στο βιβλίο αυτό μεταξύ της καπιταλιστικής και της σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης γίνεται στη βάση του τρόπου με τον οποίο κατανέμονται οι οικονομικοί πόροι και όχι για να καθοριστεί η φύση των αντίστοιχων καθεστώτων. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τα οποία σίγουρα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σοσιαλιστικά, ακόμα και με τα κριτήρια του κλασικού μαρξισμού.[1] Συνεπώς, στην καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης, η οικονομική ανάπτυξη και η επίλυση των βασικών οικονομικών προβλημάτων (τι, πως και για ποιον θα παραχθεί) αφήνονται στο μηχανισμό των τιμών, ενώ στη σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς οι περισσότερες από αυτές τις αποφάσεις λαμβάνονται μέσω  κάποιας μορφής κεντρικού σχεδιασμού. Χρησιμοποιώντας τη διάκριση αυτή, θα κατατάξουμε στην «καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης» τις οικονομίες ανάπτυξης στη Δύση που άνθισαν κυρίως κατά τη μεταπολεμική περίοδο και πήραν είτε σοσιαλδημοκρατική μορφή (στις αρχές της περιόδου) είτε τη σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή. Αντίστοιχα,  θα κατατάξουμε στην «σοσιαλιστική οικονομία ανάπτυξης» τις πριν από το 1989 οικονομικές δομές της Ανατολικής Ευρώπης κ.λπ., δηλαδή τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Η παραπάνω διάκριση είναι απαραίτητη επειδή, παρά το ότι, στη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης, η ιδιοκτησία –και ιδιαίτερα ο έλεγχος– των μέσων παραγωγής είχαν ένα τυπικά μόνο κοινωνικό χαρακτήρα, το γεγονός ότι η κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών επιτυγχανόταν κυρίως μέσω του κεντρικού σχεδιακαι στα δυο συστήματα στη βάση στενών τεχνοοικονομικών κριτηρίων ‘ελαχιστοποίησης των εισροών και μεγιστοποίησης των εκροών’ (δηλαδή ελαχιστοποίησης του κόστους και μεγιστοποίησης του προϊόντος) και όχι στη βάση της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών, η οποία υποτίθεται ότι αποτελεί το στόχο ενός οικονομικού συστήματος.[2] Κατά συνέπεια, παρόλο που η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στη σοσιαλιστική οικονομία ανάπτυξης ήταν κυρίως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης πολιτικής δύναμης στα χέρια των κομματικών ελίτ, και όχι το αποτέλεσμα της ‘αυτόματης’ λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, όπως στην καπιταλιστική, ο κοινος στόχος της μεγιστοποίησης της οικονομικής ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας επέβαλε την ανάγκη χρησιμοποίησης των ίδιων μεθόδων μαζικής παραγωγής τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Επιπλέον, δεδομένου ότι η έννοια της οικονομικής αποτελεσματικότητας, που υιοθετούν και τα δυο συστήματα, δεν λαμβάνει υπόψη τις «εξωτερικότητες» της οικονομικής διαδικασίας και ιδιαίτερα τις αρνητικές συνέπειες της οικονομικής ανάπτυξης στο περιβάλλον, το αποτέλεσμα είναι η σημερινή εκτεταμένη περιβαλλοντική ζημιά σ’ ολόκληρο τον πλανήτη.

 

Η οικονομία ανάπτυξης και η ιδεολογία της ανάπτυξης

Ένας ωφέλιμος τρόπος να εξηγήσουμε την εμφάνιση της οικονομίας ανάπτυξης, τόσο στην καπιταλιστική όσο και τη «σοσιαλιστική» εκδοχή της, θα ήταν ίσως ο εντοπισμός των «αντικειμενικών» και «υποκειμενικών» παραγόντων που οδήγησαν στην ανάδυσή της και της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης . Οι αντικειμενικοί παράγοντες ανάγονται στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς (‘ανάπτυξη ή θάνατος’), ενώ οι υποκειμενικοί παράγοντες στο ρόλο της ιδεολογίας της ανάπτυξης. Παρόλ’ αυτά, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, οι αντικειμενικοί και οι υποκειμενικοί παράγοντες δεν συνέβαλαν το ίδιο στην ανάδυση των δύο τύπων της οικονομίας ανάπτυξης.

Έτσι, στη περίπτωση της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης, οι αντικειμενικοί παράγοντες υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικοί όσον αφορά στην ανάδυση και αναπαραγωγή της, ενώ οι υποκειμενικοί παράγοντες, οι «αξίες» της ανάπτυξης, έπαιξαν κυρίως έναν ιδεολογικό ρόλο, με την έννοια της ‘νομιμοποίησης’ της αναδυόμενης οικονομίας της αγοράς.

Αντίστροφα, στη περίπτωση της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης, οι υποκειμενικοί παράγοντες, ιδιαίτερα η ταύτιση, από τον καιρό του Διαφωτισμού, της Προόδου με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η επίδραση που είχαν οι ιδέες του Διαφωτισμού στο αναδυόμενο σοσιαλιστικό κίνημα, έπαιξαν έναν κρίσιμο ρόλο σε σχέση με την ανάδυση και την αναπαραγωγή του τύπου αυτού οικονομίας ανάπτυξης. Από την άλλη μεριά, οι αντικειμενικοί παράγοντες μολονότι σημαντικοί σε σχέση με την αναπαραγωγή της- δεν έπαιξαν κανένα ρόλο σε σχέση με την ίδια την ανάδυση της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης.

Η ιδεολογία της ανάπτυξης μπορεί να οριστεί απλά ως η ιδεολογία που θεμελιώνεται στην κοινωνική φαντασιακή σημασία ότι «η απεριόριστη ανάπτυξη της παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων είναι πράγματι ο κεντρικός στόχος της ανθρώπινης ύπαρξης».[3] Η ιδεολογία της ανάπτυξης έχει καθιερωθεί για πάνω από 200 χρόνια, από τον καιρό της Βιομηχανικής Επανάστασης και της εγκαθίδρυσης της οικονομίας της αγοράς, η οποία έθεσε σε κίνηση τη δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος». Έτσι, από τον Ανταμ Σμιθ[4] ως τον Καρλ Μαρξ,[5] το θεμελιώδες πρόβλημα υπήρξε το πώς θα μπορούσε η ανθρωπότητα, με τη βοήθεια της επιστήμης και των τεχνολογικών εφαρμογών της, να μεγιστοποιήσει την ανάπτυξη. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ τόνιζε ακόμη περισσότερο από τους φιλελεύθερους οικονομολόγους τη σπουδαιότητα της ταχείας ανάπτυξης. Όπως παρατηρεί ο Μαρξιστής John Grahl: 

Η μαρξιστική κριτική του καπιταλισμού στράφηκε συχνά εναντίον  μιας οικονομικής ορθολογικότητας (καπιταλιστική) και υπέρ μιας άλλης (σοσιαλιστική), εναντίον μιας αναπτυξιακής διαδικασίας που θεμελιώνεται σε οικονομικές κρίσεις και υπέρ μιας άλλης που θα ήταν απαλλαγμένη από κρίσεις και συνεπώς θα ήταν ταχύτερη, εναντίον μιας αναποτελεσματικής και σπάταλης κατανομής των παραγωγικών πόρων και υπέρ μιας κατανομής των παραγωγικών πόρων που θα βασιζόταν σε  πιο ακριβείς και περιεκτικές μορφές σχεδιασμού.[6] 

Η ιδεολογία αυτή συμπληρώνει τη φιλελεύθερη ιδεολογία της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης και τη σοσιαλιστική ιδεολογία της σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης. Με αυτή την έννοια, η ιδεολογία της ανάπτυξης υπήρξε το βασικό ιδεολογικό θεμέλιο τόσο της καπιταλιστικής όσο και της σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης, παρά τους διαφορετικούς τρόπους διάρθρωσης των ιεραρχικών δομών μέσω των οποίων γίνεται η συγκέντρωση δύναμης στους δύο τύπους οικονομίας ανάπτυξης. Επιπλέον, η ιδεολογία της ανάπτυξης λειτούργησε κατά έναν τρόπο ως η «ιδεολογία της τελικής ανάλυσης», αφού καθόρισε ποια ιδεολογία θα κυριαρχήσει στο τέλος. Γι’ αυτό, η οικονομική αποτυχία της σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης (δηλαδή, η αποτυχία της να δημιουργήσει μια δυτικού τύπου καταναλωτική κοινωνία) αποτέλεσε το βασικό λόγο που οδήγησε στην κατάρρευση αυτού του τύπου οικονομίας ανάπτυξης και στη σημερινή επικράτηση της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης και της ιδεολογίας της (φιλελευθερισμός).

Η κοινή ιδεολογία της ανάπτυξης μπορεί επίσης να εξηγήσει και το γεγονός ότι και οι δυο τύποι οικονομίας ανάπτυξης έχουν παρόμοια συμβολή στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Έτσι, στο βαθμό που η σημερινή συγκέντρωση δύναμης δεν μπορεί να αναχθεί απλώς στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, όπως διατείνονται οι μαρξιστές, σε ανάλογο βαθμό, η ίδια η οικολογική κρίση δεν μπορεί να αναχθεί απλώς στις καπιταλιστικές σχέσεις και συνθήκες παραγωγής, όπως υποστηρίζουν οι οικομαρξιστές.[7] Είναι άλλωστε προφανές ότι μια ανάλυση της οικολογικής κρίσης στη βάση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν μπορεί να εξηγήσει την ακόμα πιο σοβαρή οικολογική κρίση στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», παρά την απουσία καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δηλαδή την απουσία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Έτσι, όπως είναι λάθος να αποδίδεται η οικολογική κρίση μόνο στην ιδεολογία της ανάπτυξης (όπως κάνουν οι περιβαλλοντιστές και οι διάφοροι ρεαλιστές στο κίνημα των Πρασίνων, παραβλέποντας το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και τις συνακόλουθες σχέσεις κυριαρχίας) εξίσου λάθος είναι να αποδίδεται η κρίση κυρίως στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής (όπως προσπαθούν να κάνουν οι οικομαρξιστές, παραβλέποντας τη σημασία της ιδεολογίας της ανάπτυξης στη θεωρία και την πράξη του σοσιαλιστικού κρατισμού). 

Για να δώσουμε, επομένως, μια επαρκή ερμηνεία της οικολογικής κρίσης, θα πρέπει να αναφερθούμε όχι απλώς στην αλληλεπίδραση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με τις συνθήκες παραγωγής (όπως κάνουν οι οικομαρξιστές), αλλά στην αλληλεπίδραση της ιδεολογίας με τις σχέσεις κυριαρχίας που προκύπτουν από τη συγκέντρωση δύναμης στο θεσμικό πλαίσιο μιας ιεραρχικής κοινωνίας. Ιστορικά, όπως επισημαίνει ο Μπούκτσιν: 

Η ιδέα της κυριαρχίας πάνω στη φύση αναδύθηκε αρχικά μέσα στην κοινωνία, ως μέρος της θεσμοποίησής της σε γεροντοκρατίες… σε πατριαρχίες…, και όχι σε κάποια προσπάθεια να ελεγχθεί η «φύση». Ποικίλες μορφές κοινωνικής θέσμισης (και όχι μορφές οργάνωσης της ανθρώπινης εργασίας -τόσο σημαντικές για τον Μαρξ) υπήρξαν οι πρώτες πηγές κυριαρχίας… γι’ αυτό, η κυριαρχία μπορεί να εξαλειφθεί οριστικά μόνο με την πάλη, στη βάση μιας προβληματικής η οποία θα έχει τις ρίζες της στην ιεραρχία και το κύρος και όχι μόνο στην κοινωνική τάξη και στον τεχνολογικό έλεγχο της φύσης.[8] 

Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς σ’ αυτό μόνο ότι, παρά το ότι η ιδέα της κυριαρχίας πάνω στη φύση είναι τόσο παλιά όσο και η κοινωνική κυριαρχία στην ιεραρχική κοινωνία, ιστορικά, η πρώτη προσπάθεια κυριαρχίας της φύσης σε μαζικό επίπεδο αναδύθηκε με την εμφάνιση της οικονομίας της αγοράς και τη συνακόλουθη εξέλιξη της οικονομίας ανάπτυξης. Κατά συνέπεια, για να εξηγήσουμε τη σημερινή οικολογική κρίση, πρέπει να ξεκινήσουμε από τους ιστορικούς παράγοντες που οδήγησαν στην ανάδυση της ιεραρχικής κοινωνίας γενικά και να συνεχίσουμε με την εξέταση της σημερινής μορφής ιεραρχικής κοινωνίας, στην οποία η ελίτ αντλεί τη δύναμή της κυρίως από τη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης.

Σ’ αυτήν την προβληματική, το διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο των δύο τύπων οικονομίας ανάπτυξης (της καπιταλιστικής και της σοσιαλιστικής) και το κοινό ιδεολογικό τους πλαίσιο (η ιδεολογία της ανάπτυξης) θα είναι εξίσου σημαντικά στην ανάλυση των στόχων των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία ανάπτυξης και των επιπτώσεων που έχουν οι στόχοι αυτοί σε σχέση με τις οικολογικές συνέπειες της ανάπτυξης. Έτσι: 

  • Στην περίπτωση της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης, αυτοί που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο, εργασία και «γη») στοχεύουν, στο πλαίσιο της διαδικασίας αγοραιοποίησης, στην ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αντίστοιχες αγορές –είτε αυτοί οι έλεγχοι έχουν σχεδιαστεί για την προστασία της εργασίας είτε για την προστασία του περιβάλλοντος.

  • Στην περίπτωση της σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης, οι κεντρικοί σχεδιαστές έχουν, θεωρητικά, τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη τις οικολογικές παραμέτρους, όταν παίρνουν τις αποφάσεις για το σχεδιασμστην πράξη όμως κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν την μη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω επιβράδυνση της σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης σε σχέση με την καπιταλιστική. 

Είναι συνεπώς προφανές ότι και στις δύο εκδοχές της οικονομίας ανάπτυξης, η εσωτερική λογική του συστήματος, η οποία απορρέει από το στόχο μεγιστοποίησης της οικονομικής ανάπτυξης και  αποτελεσματικότητας, οδηγεί είτε στην μη συμπερίληψη του περιβάλλοντος κατά την εκτίμηση του κόστους της οικονομικής ανάπτυξης, είτε σε μια ξεκάθαρη προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η Φύση ως ένα εργαλείο για την  επίτευξη των παραπάνω στόχων.

 

Η οικονομία ανάπτυξης και η συγκέντρωση  δύναμης 

Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1, η μηχανοποίηση της παραγωγής σε συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των μέσων παραγωγής συνεπάγεται, πρώτον, αγοραιοποίηση, ως αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς να ελαχιστοποιήσουν τους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές και, δεύτερον, οικονομική ανάπτυξη, ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας η οποία, στο μικροοικονομικό επίπεδο, ενέχει την επιδίωξη κέρδους μέσω της συνεχούς βελτίωσης της αποτελεσματικότητας (μέσω των  επενδύσεων σε νέες τεχνικές, μεθόδους παραγωγής, προϊόντα κτλ.) και των  πωλήσεων. Τόσο η ορθόδοξη όσο και η μαρξιστική οικονομική θεωρία μπορούν να δείξουν ότι η μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από τον περαιτέρω καταμερισμό της εργασίας, την εξειδίκευση και την επέκταση της αγοράς. Γι’ αυτό η σύγχρονη τεχνολογία σχεδιάζεται πάντοτε με στόχο  τη μεγιστοποίηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας (με την έννοια που την ορίσαμε παραπάνω) γεγονός που συνεπάγεται περαιτέρω επέκταση του καταμερισμού της εργασίας και του βαθμού εξειδίκευσης, ανεξάρτητα από τις ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Έτσι, η οικονομική ανάπτυξη, η επέκταση του καταμερισμού της εργασίας και η εκμετάλλευση συγκριτικών πλεονεκτημάτων συνεπάγονται την απομάκρυνση από την αρχή της αυτοδυναμίας. Αλλά η απομάκρυνση αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις στο οικονομικό επίπεδο (ανεργία, φτώχεια, οικονομικές κρίσεις στην οικονομία της αγοράς), στο πολιτισμικό επίπεδο (αποσύνθεση των κοινωνικών δεσμών και αξιών), στο οικολογικό επίπεδο και, φυσικά, στο γενικότερο κοινωνικό επίπεδο (δραστικός περιορισμός της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας).

Η επιδίωξη του κέρδους μέσω της μεγιστοποίησης της αποτελεσματικότητας και του μεγέθους της αγοράς, έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια τη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στα χέρια των ελίτ που ελέγχουν την οικονομική διαδικασία. Μπορεί να δειχθεί, όπως έχει επιβεβαιωθεί από  πρόσφατη μελέτη, ότι «υπάρχει μια ισχυρή θετική στατιστική συσχέτιση μεταξύ  κερδοφορίας στη βιομηχανία και  συγκέντρωσης της αγοράς».[9] Αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι η επιδίωξη κέρδους από την πλευρά αυτών που ελέγχουν της οικονομία της αγοράς οδηγεί πράγματι σε συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης. Σ’ ένα πρώιμο στάδιο της αγοραιοποίησης, η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης ήταν το αποτέλεσμα της «μαζικοποίησης» της παραγωγής, δηλαδή της συγκέντρωσης της παραγωγικής διαδικασίας σε μεγάλες μονάδες παραγωγής που εξασφάλιζαν «οικονομίες μεγάλης κλίμακας» και οικονομική αποτελεσματικότητα. Σήμερα, όμως, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, για να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, πρέπει να «παράγουν μικρές ποσότητες προϊόντων υψηλής ποιότητας και διαφοροποίησης, αντικαθιστώντας έτσι τις οικονομίες μεγάλης κλίμακας ως το κεντρικό δυναμικό στοιχείο του ανταγωνισμού»[10] Έτσι, σήμερα, η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης συνυπάρχει με μια παράλληλη διαδικασία «απομαζικοποίησης» της παραγωγής και διαφοροποίησης, που είναι συμβατή με τις απαιτήσεις της μεταβιομηχανικής κοινωνίας και της σύγχρονης τεχνολογίας. Εντούτοις, αυτή η «απομαζικοποίηση» της παραγωγής, παρά το ότι μπορεί να επηρεάζει το μέγεθος της παραγωγικής μονάδας, σίγουρα δεν επιδρά στο βαθμό συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης σε επίπεδο επιχειρήσεων. Αυτό γίνεται φανερό, για παράδειγμα, από το γεγονός ότι οι 500 κορυφαίες πολυεθνικές επιχειρήσεις ελέγχουν σήμερα τα δύο τρίτα του παγκόσμιου εμπορίου (του οποίου το 40% διεξάγεται εντός των πολυεθνικών) και ότι, με εξαίρεση τη Νότια Κορέα, όλες αυτές οι επιχειρήσεις έχουν την έδρα τους στο Βορρά.[11]

Σ’ αντίθεση, λοιπόν,  με την άποψη που υποστήριξαν κλασικοί, αλλά και ορισμένοι σύγχρονοι, αναρχικοί[12], στην προσπάθειά τους να δείξουν ότι υπάρχουν φυσικές τάσεις που οδηγούν σε μια αποκεντρωμένη αναρχική κοινωνία (ένας ανάλογος ισχυρισμός διατυπώνεται σήμερα σε σχέση με τις βιοπεριφέρειες από τους υποστηρικτές του βιορετζιοναλισμού), μπορεί να δειχθεί ότι υπάρχει μια μακροπρόθεσμη τάση της αγοράς που οδηγεί σε συνεχή συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης, ακόμα και όταν, όπως συμβαίνει σήμερα, η τάση αυτή συνοδεύεται  από μια παράλληλη φυσική αποκέντρωση της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτή η αυξανόμενη συγκέντρωση μπορεί να δειχθεί τόσο στο μακροοικονομικό επίπεδο, μεταξύ χωρών, όσο και στο μικροοικονομικό επίπεδο, μεταξύ επιχειρήσεων.

Στο επίπεδο χωρών, ο Κροπότκιν, με  βάση  τη φθίνουσα βρετανική μερίδα στις παγκόσμιες εξαγωγές, έβλεπε, στο τέλος του περασμένου αιώνα, μια συνεχή αποκέντρωση της μεταποιητικής παραγωγής, η οποία οδηγούσε σε αυτό που ονόμαζε «διαδοχική ανάπτυξη των εθνών».[13] Εντούτοις, εκ των υστέρων, μπορούμε σήμερα να δούμε ότι αυτή η διαδοχική ανάπτυξη των εθνών δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και ότι, αντίθετα, σήμερα σημειώνεται η μεγαλύτερη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στην ιστορία. Όπως είναι γνωστό, έχει δημιουργηθεί ένα ιστορικό άνοιγμα μεταξύ του Βορρά και του Νότου, από τότε που η οικονομία της αγοράς του Βορρά άρχισε να διαβρώνει τις παραδοσιακές οικονομίες του Νότου. Πριν από 200 περίπου χρόνια, όταν η διαδικασία αγοραιοποίησης μόλις άρχιζε στο Βορρά, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στις πλούσιες χώρες ήταν μόλις μιάμισι φορά υψηλότερο από αυτό στις φτωχές χώρες.[14] Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 1900, ήταν έξι φορές υψηλότερο και ως την εισαγωγή της οικονομίας ανάπτυξης στο Νότο, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, είχε γίνει 8,5 φορές υψηλότερο. Το άνοιγμα έχει διευρυνθεί δραματικά από τότε, και ως το 1970 το κατά κεφαλήν εισόδημα στο Βορρά είχε γίνει 13 φορές υψηλότερο από αυτό του Νότου.[15] Πρόσφατα, το άνοιγμα αυτό διευρύνθηκε ακόμα περισσότερο, όπως φαίνεται από τη σημαντική αύξηση, κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες, της μερίδας του Βορρά στο παγκόσμιο προϊόν και στις παγκόσμιες εξαγωγές. Έτσι, η μερίδα του Βορρά  στο παγκόσμιο προϊόν αυξήθηκε από περίπου 74% το 1970 σε 79% το 1992, ενώ η συμμετοχή του στις εξαγωγές αυξήθηκε από 65,5% το 1979 σε 75% το 1992.[16]

Επομένως, η εσωτερική ανακατανομή, σε σχέση με τη μερίδα  των μητροπολιτικών χωρών στις εξαγωγές, που επισημάνθηκε από τον Κροπότκιν, δεν αναιρεί το γεγονός ότι σήμερα ο πλούτος, το εισόδημα, η παραγωγή και οι εξαγωγές έχουν συγκεντρωθεί στα χέρια λιγότερου από το 1/7 του παγκόσμιου πληθυσμού. Όσον αφορά στο ίδιο το εμπόριο, κυριαρχείται άμεσα ή έμμεσα από τις οικονομικές ελίτ των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Έτσι, το ποσοστό των εξαγωγών της ομάδας των 7, το οποίο ήταν περίπου 52% το 1953, εξακολουθούσε να είναι περίπου το ίδιο το 1993, παρά το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής πολυεθνικών επιχειρήσεων με έδρα το Βορρά έχει μεταφερθεί πέρα από τα γεωγραφικά σύνορα της έδρας τους.[17] Γενικά, οι «χώρες της Τριάδας», στις οποίες ζει μόλις το 14% του παγκόσμιου πληθυσμού (1990), στη δεκαετία του 1980 (1980-91), προσέλκυαν το 75% των ξένων άμεσων επενδύσεων, έλεγχαν το 70% του παγκόσμιου εμπορίου και εισέπρατταν περίπου το 70% του παγκόσμιου εισοδήματος.[18]

Στο επίπεδο των επιχειρήσεων, εύκολα μπορεί να θεμελιωθεί μια ιστορική τάση αύξησης της συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης. Στη Βρετανία για παράδειγμα, το ποσοστό του μεταποιητικού προϊόντος που ελέγχουν οι 100 μεγαλύτερες επιχειρήσεις αυξήθηκε από 16% το 1909 σε 24% το 1935, 32% το 1958 και σε περίπου 40% στις δεκαετίες του 1970 και 1980.[19] Ανάλογες τάσεις μπορούν να παρατηρηθούν και στις άλλες μητροπολιτικές χώρες.[20] Ακόμα, το γεγονός ότι ο βαθμός συγκέντρωσης φαίνεται να σταθεροποιείται τελευταία οφείλεται περισσότερο στην πρόσφατη σημαντική επέκταση των στρατηγικών κατάτμησης που υιοθετούνται από μεγάλες επιχειρήσεις (τεμαχισμός ιδιοκτησίας σε πολλά εργοστάσια, υπεργολαβία,  παραχώρηση δικαιωμάτων κ.τ.λ.) παρά σε μια πραγματική επιβράδυνση της διαδικασίας συγκέντρωσης. Οι ίδιες στρατηγικές[21] μπορούν επίσης να εξηγήσουν, τουλάχιστον εν μέρει, την αύξηση των μικρών επιχειρήσεων κατά την τελευταία δεκαετία αν και η παράλληλη επέκταση του τομέα των υπηρεσιών έχει παίξει κρίσιμο σχετικά ρόλο .

Μολονότι, επομένως, η μεταβιομηχανική κοινωνία έχει πράγματι επιφέρει ένα σημαντικό βαθμό διαφοροποίησης στην παραγωγική διαδικασία, αυτό με κανέναν τρόπο δεν συνεπάγεται μιαν αντιστροφή της τάσης γι αυξανόμενη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης. Η τεράστια συγκέντρωση της επενδυτικής δύναμης σ’ έναν μικρό αριθμό καπιταλιστικών επιχειρήσεων αποτελεί μια ακόμα ένδειξη του βαθμού συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης. Έτσι, οι 100 μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις ελέγχουν το ένα τρίτο των συνολικών ξένων άμεσων επενδύσεων.[22] Από αυτή την άποψη, οι διάφοροι «μελλοντολόγοι»[23], οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο κόσμος «απομαζικοποιείται» (με την έννοια ότι η δύναμη αποκεντρώνεται), μετά το δεύτερο κύμα εκβιομηχάνισης και τη διαφοροποίηση που επιφέρει το αναδυόμενο σήμερα «τρίτο κύμα», παίζουν στην πραγματικότητα το ρόλο των απολογητών της σημερινής συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης.

Εντούτοις, η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης. Μια ανάλογη συγκέντρωση σημειώθηκε και στη σοσιαλιστική οικονομία ανάπτυξης. Συνεπώς, η διαφορά μεταξύ των δύο τύπων οικονομίας ανάπτυξης, όσον αφορά στη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης, ανάγεται απλώς στο ποιος έχει την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και πώς αυτά κατανέμονται  στις διάφορες χρήσεις.

Έτσι,  όσον αφορά, πρώτα, τη μορφή ιδιοκτησίας των πλουτοπαραγωγικών πηγών, τόσο η ιδιωτική-καπιταλιστική όσο και η κρατική-σοσιαλιστική ιδιοκτησία οδηγούν στην επιδίωξη του μερικού συμφέροντος. Κι αυτό διότι, και στις δυο περιπτώσεις, η μορφή ιδιοκτησίας προσδίδει σε μια μειονότητα το δικαίωμα να ελέγχει την παραγωγική διαδικασία: είτε άμεσα, όταν η ιδιοκτησία παίρνει τη μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας, η οποία δίνει σε μια καπιταλιστική ελίτ το δικαίωμα να ελέγχει τα μέσα παραγωγής στην οικονομία της αγοράς, είτε έμμεσα, όταν παίρνει τη μορφή  της κρατικής ιδιοκτησίας, η οποία προσδίδει ένα ανάλογο δικαίωμα στη γραφειοκρατική ελίτ που ελέγχει το μηχανισμό σχεδιασμού στον «υπαρκτό σοσιαλισμό». Ενώ όμως στην καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης πραγματοποιείται μέσω της λειτουργίας του ίδιου του μηχανισμού της αγοράς, στη σοσιαλιστική οικονομία ανάπτυξης, η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στα χέρια της γραφειοκρατικής ελίτ που ελέγχει το κεντρικό πλάνο είναι απόρροια της συγκέντρωσης της πολιτικής δύναμης.

Δεύτερον, όσον αφορά στο μηχανισμό κατανομής των παραγωγικών πόρων, τόσο ο μηχανισμός της αγοράς όσο και ο μηχανισμός σχεδιασμού οδηγούν στην καθιέρωση του «πρωτείου» μερικών ατόμων σε βάρος των πολλών. Στο μηχανισμό της αγοράς, αυτό συντελείται αυτόματα, μέσω της άνισης κατανομής του εισοδήματος που επιφέρει η λειτουργία του μηχανισμού, ενώ στον κεντρικό σχεδιασμό αυτό επιτυγχάνεται με τη θεσμοποίηση διάφορων προνομίων προς όφελος της γραφειοκρατικής ελίτ.

Επομένως, όσο «συμπτωματική» είναι η «σοσιαλιστική» συγκέντρωση δύναμης, όταν ο σοσιαλισμός παίρνει τη μορφή της «δημοκρατίας» των σοβιέτ στο πολιτικό επίπεδο και τη μορφή του κεντρικού σχεδιασμού στο οικονομικό επίπεδο, άλλο τόσο συμπτωματική είναι η καπιταλιστική συγκέντρωση δύναμης όταν ο φιλελευθερισμός παίρνει τη μορφή της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς αντίστοιχα. Και στις δυο περιπτώσεις, η συγκέντρωση δύναμης δικαιώνεται από την αντίστοιχη ιδεολογία, άμεσα στο μαρξισμό και έμμεσα στο φιλελευθερισμό. Έτσι, για τον πρώτο, η συγκέντρωση δύναμης θεωρείται αναγκαία κατά τη «μεταβατική» περίοδο προς τον κομμουνισμό, ενώ για το δεύτερο, στο βαθμό που η συγκέντρωση αυτή είναι «νόμιμη», δεν θεωρείται ασύμβατη με τη θεμελιώδη φιλελεύθερη αρχή «του πρωτείου του ατόμου», παρόλο που ο συγκεντρωτισμός αναιρεί την καθολικότητα της αρχής. Είναι συνεπώς ξεκάθαρο ότι ούτε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» οδηγεί στην απελευθέρωση του ανθρώπου, ούτε ο «υπαρκτός καπιταλισμός» αναδεικνύει το «πρωτείο του ατόμου».

Η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης δεν αποτελεί βέβαια νέο φαινόμενο. Σ’ όλες τις ιεραρχικές κοινωνίες, η συγκέντρωση της πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης στα χέρια των διάφορων ελίτ συνοδευόταν πάντοτε από κάποια συγκέντρωση του πλούτου –ένα γεγονός που «νομιμοποιείται» συνήθως από κάποιο σύστημα κοινωνικών κανόνων βασισμένων στη θρησκεία. Το νέο στοιχείο στην οικονομία ανάπτυξης είναι ότι η αναπαραγωγή του ίδιου του κοινωνικού συστήματος, καθώς και της δύναμης της ελίτ που το ελέγχει, εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από την επίτευξη του στόχου της ανάπτυξης, η οποία, με τη σειρά της, «νομιμοποιείται» με την ταύτισή της με την Πρόοδο.

Ετσι, η οικονομική ανάπτυξη λειτουργεί όχι απλώς ως ένας θεμελιώδης κοινωνικός και οικονομικός στόχος, αλλά και ως ένα βασικό μέσο αναπαραγωγής των δομών της άνισης κατανομής της οικονομικής και πολιτικής δύναμης που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ιεραρχική κοινωνία, καθώς επίσης και ως ένα βασικό στοιχείο της ιδεολογίας που την υποστηρίζει. Κατά συνέπεια, η ιεραρχική κοινωνία πήρε μια νέα μορφή με την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς στη Δύση και της οικονομίας κεντρικού σχεδιασμού στην Ανατολή. Σ’ αυτή τη νέα μορφή, η ελίτ αντλεί τη δύναμή της όχι μόνο από τη συγκέντρωση πολιτικής, στρατιωτικής ή γενικότερα κοινωνικής δύναμης (όπως συνέβαινε στο παρελθόν), αλλά, κυρίως, από τη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, είτε η συγκέντρωση αυτή επιτυγχάνεται μέσω  του μηχανισμού της αγοράς είτε μέσω κεντρικού σχεδιασμού.

Το γεγονός, όμως, ότι η σύγχρονη ιεραρχική κοινωνία στηρίζεται για την αναπαραγωγή της στη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί επίσης τη βασική της αντίφαση. Κι αυτό όχι επειδή η συνέχιση της οικονομίας ανάπτυξης έχει σοβαρές περιβαλλοντικές επιπλοκές, όπως υποστηρίζεται συνήθως, αλλά επειδή η αναγκαία συνθήκη για την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης είναι η συγκέντρωση των ωφελημάτων της σ’ ένα μικρό τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή η τεράστια ανισότητα στην κατανομή του παγκόσμιου εισοδήματος. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους:

  • Πρώτον, είναι φυσικώς αδύνατο τα σπάταλα καταναλωτικά πρότυπα, που απολαμβάνουν σήμερα οι «κοινωνίες του 40%» στο Βορρά και οι ελίτ του Νότου, να γενικευθούν και να υιοθετηθούν από τον παγκόσμιο πληθυσμό. Έτσι, όπως επισημάνθηκε πρόσφατα: «Είναι σαφές ότι η υλική κατανάλωση των βιομηχανικών λαών δεν μπορεί να γενικευθεί και να συμπεριλάβει όλους τους ανθρώπους πάνω στη γη. Η απαιτούμενη αύξηση στην υλική παραγωγή είναι πελώρια. Μόνο για να παγκοσμιοποιηθεί το σημερινό επίπεδο ζωής του Βορρά η παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή θα πρέπει να αυξηθεί κατά 130 φορές.»[24] Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ακόμα και αυτός ο ανέφικτος στόχος δεν παρουσιάζει το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις αφού δεν λαμβάνει υπόψη  τη σημερινή ανάπτυξη και τις βραχυπροθεσμες προβλέψεις για την αύξηση του πληθυσμού.[25] Έτσι, για παράδειγμα, ο σημερινός ραγδαίος ρυθμός ανάπτυξης σε χώρες όπως η Κίνα (το κινεζικό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν αυξήθηκε με μέσο ρυθμό 9,6% την περίοδο 1980-93[26] μπορεί να διατηρηθεί μόνο αν συνεχιστεί η παράλληλη τεράστια αύξηση της ανισότητας στη χώρα αυτή.

  • Δεύτερον, μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία ανάπτυξης δεν είναι περιβαλλοντικά εφικτή, με βάση τα σημερινά δεδομένα τεχνογνωσίας και  κόστους των «φιλικών προς το περιβάλλον» τεχνολογιών. Με άλλα λόγια, η εφαρμογή τέτοιων τεχνολογιών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν θα ήταν δυνατή, δεδομένου του κόστους τους και της συγκέντρωσης του παγκόσμιου εισοδήματος. Επιπλέον, είναι τουλάχιστον αμφίβολο εάν, μετά την εφαρμογή τέτοιων τεχνολογιών σε παγκόσμιο επίπεδο,  ο θετικός αντίκτυπός τους στο περιβάλλον θα ήταν το ίδιο σημαντικός 

Η συγκέντρωση δύναμης και η οικολογική αποσύνθεση δεν αποτελούν μόνο συνέπειες της εγκαθίδρυσης της οικονομίας ανάπτυξης, αλλά και θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή της. Παρά τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της «κοινωνίας των πολιτών» οι οποίοι, ξεκινώντας από τη θεωρία της υποκατανάλωσης, ελπίζουν ότι οι ελίτ της Τριάδας, όντας αντιμέτωπες με την απειλή μιας ανεπαρκούς ζήτησης εξαιτίας της αυξανόμενης ανισότητας, θα πειστούν να εισάγουν μια παγκόσμια μεικτή οικονομία[27], στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η οικονομία ανάπτυξης στο Βορρά όχι μόνο δεν απειλείται από την αυξανόμενη ανισότητα της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, αλλά, αντίθετα, εξαρτάται από αυτήν. Δηλαδή, όπως ακριβώς η παραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης δεν είναι δυνατή χωρίς τη λεηλασία της φύσης, η φυσική αναπαραγωγή της είναι εξίσου αδύνατη χωρίς την περαιτέρω συγκέντρωση οικονομικής δύναμης.

Συνοψίζοντας, είναι προφανές ότι η σημερινή συγκέντρωση οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής δύναμης στα χέρια των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία ανάπτυξης δεν είναι απλώς ένα πολιτισμικό φαινόμενο που σχετίζεται με τις αξίες που εγκαθίδρυσε η βιομηχανική επανάσταση, όπως αφελώς πιστεύουν σημαντικά ρεύματα του οικολογικού κινήματος. Συνεπώς, η επίτευξη  οικολογικής ισορροπίας δεν είναι απλώς  ζήτημα αλλαγής στα συστήματα αξιών (εγκατάλειψη της λογικής της οικονομικής ανάπτυξης, του καταναλωτισμού κ.τ.λ.) που θα οδηγούσε σ’ έναν φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο ζωής. Στην πραγματικότητα, η συγκέντρωση δύναμης αποτελεί το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας που ξεκίνησε με την καθιέρωση των ιεραρχικών κοινωνικών δομών και της συνακόλουθης ιδεολογίας της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον  άνθρωπο και στη Φύση[28] και αποκορυφώθηκε κατά τους δυο τελευταίους αιώνες με την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς και του υποπροϊόντος της, της οικονομίας ανάπτυξης.

Η οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης και η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης δεν είναι παρά διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό σημαίνει ότι ούτε η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης ούτε οι οικολογικές επιπτώσεις της οικονομίας ανάπτυξης μπορούν να αποφευχθούν μέσα στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. Όμως, η αύξηση της συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι η Πρόοδος, με την έννοια της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου μέσω της ανάπτυξης, έχει αναγκαστικά μη καθολικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η στιγμή της αλήθειας για το σημερινό κοινωνικό σύστημα θα έρθει όταν γίνει καθολική συνείδηση ότι μόνο  μια μικρή μερίδα του παγκόσμιου πληθυσμού μπορεί ν' απολαμβάνει, τώρα ή στο μέλλον, τα σημερινά σπάταλα καταναλωτικά πρότυπα. 

 

2.2. Η κατάρρευση της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης στην Ανατολή 

Ένα πολύ σημαντικό τμήμα της σύγχρονης πολυδιάστατης κρίσης είναι η κρίση του σοσιαλιστικού κρατισμού, δηλαδή της ιστορικής τάσης που θεωρεί την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, με νόμιμα ή επαναστατικά μέσα, ως την αναγκαία συνθήκη για μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή: δηλαδή, ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της γνώσης μας για τη φύση και την κοινωνία με στόχο τη διαμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος και της πορείας της κοινωνικής εξέλιξης. Το σοσιαλιστικό κίνημα, που αναδύθηκε τον δέκατο ένατο αιώνα στην Ευρώπη, και, φυσικά, το μαρξιστικό κίνημα αποτέλεσαν την υλική έκφραση αυτής της αντίληψης, η οποία έγινε κυρίαρχη μετά τον  Διαφωτισμό. Η αντίληψη αυτή περιελάμβανε μια πορεία γραμμικής (ή διαλεκτικής) προόδου στο μέλλον. Η πολιτική, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, μπορεί να θεμελιωθεί στην επιστήμη, σε μια αποτελεσματική γνώση, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συλλογική, δημιουργική και αυτοθεσμίζουσα δραστηριότητα των κοινωνικών ατόμων. Η αντίληψη του σοσιαλιστικού κρατισμού άνθισε κυρίως στα εικοσιπέντε χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ως αποτέλεσμα της τεράστιας γεωγραφικής επέκτασης της σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης στην Ανατολική Ευρώπη και της ανάληψης της εξουσίας από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη.

Ο κρατικιστικός σοσιαλισμός (ή σοσιαλιστικός κρατισμός), με τις δυο κύριες μορφές του, δηλαδή τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» στην Ανατολή και τη σοσιαλδημοκρατία στη Δύση, κυριάρχησε στην Αριστερά τα τελευταία 100 περίπου χρόνια, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την εναλλακτική μορφή σοσιαλισμού, τον ελευθεριακό σοσιαλισμό -–ένα προϊόν της αυτόνομης παράδοσης. Παρά τις σημαντικές διαφορές μεταξύ της σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης, η οποία στόχευε στην κατάκτηση του αστικού κράτους για να το μεταρρυθμίσει, και της μαρξιστικής-λενινιστικής αντίληψης, η οποία στόχευε στην κατάργηση του αστικού κράτους και στην επανασύστασή του ως προλεταριακού κράτους, και οι δυο αντιλήψεις προϋπέθεταν ένα μηχανισμό για την επίτευξη της ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής που συνεπαγόταν τη συγκέντρωση της πολιτικής και της οικονομικής δύναμης. Το προλεταριακό, ή  «ελάχιστο κράτος», του Λένιν[29], το οποίο στο τελικό στάδιο φθίνει, ενέχει σημαντική συγκέντρωση δύναμης στα χέρια του προλεταριάτου και εύκολα μπορεί να εκφυλιστεί, όπως είχε προβλέψει ο Μπακούνιν[30], σε μια  πελώρια συγκέντρωση δύναμης στα χέρια της μη-προλεταριακής ελίτ (πρωτοπορεία).

Σήμερα, η θέση για τον  κρατικιστικο σοσιαλισμό φαίνεται να έχει υποστεί καθίζηση κάτω από τα σωρευτικά κτυπήματα της Νέας Δεξιάς, της αναδυόμενης Αριστεράς της «κοινωνίας των πολιτών», καθώς και των νέων κοινωνικών κινημάτων. Η ίδια η παράδοση του σοσιαλιστικού κρατισμού βρίσκεται επίσης σε βαθιά κρίση, όπως δείχνουν οι δυο κορυφαίες εξελίξεις των 15 τελευταίων χρόνων: η εξάλειψη του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολή και η παράλληλη κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση. Η κρίση του σοσιαλιστικού κρατισμού δεν είναι βέβαια περίεργη, εάν λάβουμε  υπόψει  ότι πολυάριθμα  κόμματα που πρέσβευαν τον σοσιαλιστικό κρατισμό πέτυχαν στο στόχο τους να καταλάβουν την κρατική εξουσία. Έτσι, σοσιαλδημοκρατικά κινήματα στον Πρώτο Κόσμο, κομμουνιστικά κινήματα στον Δεύτερο Κόσμο και διάφορα αυτο-αποκαλουμενα ‘σοσιαλιστικά’ εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στον Τρίτο Κόσμο κατέλαβαν την εξουσία, αλλά όλα ανεξαιρέτως απέτυχαν να αλλάξουν τον κόσμο, τουλάχιστον σύμφωνα με τις διατυπωμένες διακηρύξεις και προσδοκίες τους. Στην πραγματικότητα, ακόμα και τα εποικοδομήματα που τα κινήματα αυτά έκτισαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο, τα οποία δημιούργησαν την εντύπωση κάποιας αλλαγής, είτε έχουν κατεδαφιστεί («υπαρκτός σοσιαλισμός» στην Ανατολή) είτε βρίσκονται υπό κατεδάφιση (σοσιαλδημοκρατία στη Δύση). Η αποτυχία, επομένως, του σοσιαλιστικού κρατισμού αφορά εξίσου το σοσιαλιστικό κρατισμό της Ανατολής, που συνδέθηκε στη θεωρία με τον μαρξισμό και στην πράξη με τον απόλυτο κρατικό συγκεντρωτισμό, και τη δυτική σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή τον κρατισμό που συνδέθηκε στη θεωρία με τον κεϋνσιανισμό και στην πράξη με το κράτος-πρόνοιας και τη μεικτή οικονομία.

Στις σελίδες που ακολουθούν θα εξετάσουμε τα αίτια της αποτυχίας του σοσιαλιστικού κρατισμού και των αντίστοιχων μορφών οικονομίας ανάπτυξης τόσο στην Ανατολή («σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης) όσο και στη Δύση (σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης).

 

Τα αίτια της κατάρρευσης της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης 

Ο σοσιαλιστικός κρατισμός, με τη μορφή του «υπαρκτού σοσιαλισμού», δεν συμπλήρωσε ούτε έναν πλήρη αιώνα ζωής πριν αποσυντεθεί κάτω από την πίεση των εσωτερικών του αντιφάσεων και των πληγμάτων–έμμεσων κυρίως– που δέχτηκε από το διεθνή καπιταλισμό. Εντούτοις, ανεξάρτητα από τη γενικότερη οικονομική αποτυχία του «υπαρκτού σοσιαλισμού», δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το σύστημα αυτό έχει να παρουσιάσει δύο επιτεύγματα μείζονος κοινωνικής σημασίας και ότι είναι ακριβώς τα επιτεύγματα αυτά που σήμερα, μετά την άνοδο του φιλελευθερισμού στις χώρες αυτές, εξαλείφονται.

Το πρώτο επίτευγμα ήταν η εξάλειψη της ανασφάλειας που δημιουργεί η ανοιχτή ανεργία και η συνακόλουθη περιθωριοποίηση του ατόμου. Αυτό επιτεύχθηκε βέβαια σε βάρος μιας τεράστιας «συγκαλυμμένης» ανεργίας που έπαιρνε τη μορφή μαζικής υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού. Εάν όμως για τους φιλελεύθερους η «συγκαλυμμένη» ανεργία αποτελούσε σύμπτωμα οικονομικής αναποτελεσματικότητας, για τους σοσιαλιστές αποτελούσε απλώς αναπόφευκτη συνέπεια της κοινωνικής πολιτικής. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι η προσπάθεια συγκάλυψης της ανοιχτής ανεργίας με αυτόν τον τρόπο δημιουργούσε βασική αντίφαση με την ίδια τη λογική της οικονομίας ανάπτυξης. Γι’ αυτό και η συντελούμενη σήμερα ενσωμάτωση αυτών των χωρών στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς εγγυάται την εγκατάλειψη κάθε κρατικής δέσμευσης για πλήρη απασχόληση –μια δέσμευση που έχουν άλλωστε ήδη εγκαταλείψει οι σοσιαλδημοκράτες στη Δύση. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάθεσης του προβλήματος απασχόλησης στην αγορά δεν μπορούσε παρά να είναι η μαζική ανεργία. Αυτό, άλλωστε, μπορεί να  καταδειχθεί τόσο με τη κεϋνσιανή θεωρία, όπου η ελεύθερη αγορά δείχνεται ότι δεν δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει πλήρη απασχόληση, παρά μόνο κάτω από εξαιρετικές συνθήκες και για περιορισμένο χρονικό διάστημα[31], όσο και με τη μαρξιστική θεωρία, όπου η ανεργία -–«ο εφεδρικός στρατός εργασίας»-– εξασφαλίζει ότι η συσσώρευση κεφαλαίου δεν δημιουργεί μια τάση αύξησης των μισθών[32].

Το δεύτερο επίτευγμα ήταν ότι, όπως δείχνουν αξιόπιστες δυτικές μελέτες,[33] ο βαθμός ανισότητας στην κατανομή του εισοδήματος ήταν χαμηλότερος στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» απ’ ό,τι στις Δυτικές χώρες με το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης. Κι αυτό, παρά τις σημαντικές ανισότητες που συνεπάγονταν τα θεσμισμένα προνόμια και τα διάφορα οικονομικά ωφελήματα της γραφειοκρατίας. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι η επέκταση των μηχανισμών της αγοράς στις χώρες αυτές έχει οδηγήσει σε μια διαρκώς αυξανόμενη ανισότητα. Το 1990, σύμφωνα με τον Boris Saltykov, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης με αρμοδιότητα την εκπαίδευση, το 10% στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας ήταν τρεις φορές πλουσιότερο από το 10% στη βάση,  το 1992 ήταν δέκα με έντεκα φορές πλουσιότερο![34] Επιπλέον, οι προοπτικές για το μέλλον  παρουσιάζονται ακόμα πιο δυσοίωνες, αφού οι κρατικές μηχανές τους θα εξασθενίσουν αναλογικά με το βαθμό της περαιτέρω ενσωμάτωσής τους στη διεθνοποιημένη οικονομία ανάπτυξης, αυτό συνεπάγεται ότι το κράτος θα έχει ακόμα λιγότερη ελευθερία να παρεμβαίνει για να μειώνει τις ανισότητες που προκαλούνται από την αγορά.

Για να δώσουμε μια επαρκή ερμηνεία του φαινομένου της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», είναι απαραίτητο να σκιαγραφήσουμε τα αίτια της οικονομικής του αποτυχίας. Διότι, ήταν ακριβώς η οικονομική αποτυχία του συστήματος που, από τη μια μεριά, οδήγησε στη θεαματική αναστροφή πορείας της σοβιετικής γραφειοκρατίας που εκφράστηκε με την περεστρόικα  του Γκορμπατσόφ, και, από την άλλη, λειτούργησε ως καταλύτης για την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στις χώρες-δορυφόρους. Η  οικονομική αποτυχία εκδηλώθηκε με μια σημαντική επιβράδυνση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η οποία οδήγησε εντέλει σε στασιμότητα. Ενδεικτικά, ο ρυθμός αύξησης του βιομηχανικού προϊόντος στην ΕΣΣΔ μειώθηκε από ένα μέσο 7% στη δεκαετία του 1960 σε 4% στην δεκαετία του 1970 και σε 2% στη δεκαετία του 1980.[35] Ακόμα, ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μειώθηκε από 7% στη δεκαετία του 1960 σε περίπου 5% στη δεκαετία του 1970 και 2% στη δεκαετία του 1980.[36] Ταυτόχρονα, σημειώθηκαν σοβαρές ελλείψεις σε καταναλωτικά αγαθά και εντάθηκαν τα φαινόμενα τεχνολογικής καθυστέρησης και χαμηλής ποιότητας της παραγωγής.

Υπάρχουν τρεις κύριες ερμηνείες για την οικονομική αποτυχία του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στις τρεις μεγάλες πολιτικές παραδόσεις: τη φιλελεύθερη, την αυτονομιστική και την παράδοση του σοσιαλιστικού κρατισμού. Για τη φιλελεύθερη προσέγγιση, η βασική αιτία της αποτυχίας βρίσκεται στην προσπάθεια να αντικατασταθεί ο μηχανισμός της αγοράς από τον κεντρικό σχεδιασμό. Για την αυτονομιστική προσέγγιση, η αιτία της αποτυχίας βρίσκεται στην έλλειψη δημοκρατίας που χαρακτήριζε το σύστημα. Τέλος, η προσέγγιση του σοσιαλιστικού κρατισμού παίρνει συνήθως τη μέση οδό μεταξύ των δύο άλλων προσεγγίσεων. Έτσι, η δεξιά πτέρυγα της προσέγγισης αυτής  (σοσιαλδημοκράτες στη Δύση, η ηγεσία της περεστρόικα στην Ανατολή) βρίσκεται πιο κοντά στη φιλελεύθερη άποψη, ενώ η αριστερή πτέρυγα (για παράδειγμα, οι τροτσκιστές) βρίσκεται πιο κοντά στην αυτονομιστική άποψη.

Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη άποψη[37], για να εξηγήσουμε την οικονομική αναποτελεσματικότητα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», πρέπει να αναφερθούμε στην ‘ικανοτητα σχεδιασμού’ (planability) του συστήματος, η οποία είναι συνάρτηση του αριθμού των αλληλένδετων αποφάσεων που παίρνονται κατά τη διαδικασία σχεδιασμού. Η άποψη αυτή υποστηρίζει ότι η αγορά δεν μπορεί να αντικατασταθεί παρά μόνο από τις πιο αυθαίρετες και αναποτελεσματικές κεντρικές αποφάσεις σε σχέση με την κατανομή εκατομμυρίων προϊόντων.  Aυτό οφείλεται στο γεγονός ότι «οι οδηγίες του Πλάνου δεν είναι εξειδικευμένες και απλώς εκφράζουν ένα άθροισμα το οποίο μπορεί να εκφράζεται σε τόνους, σε ρούβλια, σε τετραγωνικά μέτρα ή σε οτιδήποτε. Έτσι, η μόνη εντολή που είναι  σαφής και περιοριστική είναι αυτή που αναφέρεται στο άθροισμα, γι' αυτό και  οι επιχειρήσεις παράγουν όχι αυτό που ζητάει ο χρήστης, αλλά ένα σύνολο  προϊόντων που συμποσουται στην απαιτούμενη αθροιστική ποσότητα[38] μια διαδικασία που αναπόφευκτα συνεπάγεται  σπατάλη υλικών και  οικονομική αναποτελεσματικότητα.

Ακόμα, σύμφωνα πάντα με την ίδια άποψη, όσο περισσότερα εναλλακτικά προϊόντα και μεθόδοι παραγωγής υπάρχουν (πράγμα που αποτελεί ένα υποπροϊόν της ανάπτυξης) τόσο μικρότερη είναι η ικανότητα σχεδιασμού. Με άλλα λόγια, η επιτυχία του συστήματος στα πρώτα αναπτυξιακά στάδια, που εκδηλώθηκε με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ήταν αποτέλεσμα εκτατικής ανάπτυξης και της χρήσης ανεκμετάλλευτων πλουτοπαραγωγικών πηγών στην επέκταση της «βαριάς βιομηχανίας». Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, η επιτυχία αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι η ανάπτυξη βρισκόταν ακόμα σε πολύ χαμηλό στάδιο –ένα γεγονός που μπορεί να εξηγήσει για παράδειγμα τη σχετική επιτυχία του συστήματος στην προπολεμική ΕΣΣΔ ή στη μεταπολεμική Βουλγαρία. Όταν όμως η ανάπτυξη έφτασε σ’ ένα υψηλότερο στάδιο που απαιτούσε εντατική χρήση των πλουτοπαραγωγικών πηγών, με σημαντικές αυξήσεις στην παραγωγικότητα, καθώς και την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών περισσότερο προηγμένων τεχνολογικά, τότε, παρουσιάστηκε η ανάγκη για αποκέντρωση (που, κατά τους φιλελεύθερους, μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο σ’ ένα σύστημα αγοράς). Το σημείο αυτό σηματοδότησε επίσης την αρχή της αντίστροφης μέτρησης που οδήγησε σε διαδοχικές οικονομικές κρίσεις και στην τελική κατάρρευση του συστήματος.

Σύμφωνα με την εναλλακτική ριζοσπαστική ερμηνεία (που εκφράζει απόψεις οι οποίες βασίζονται στην αυτονομιστική παράδοση[39], η βασική αιτία της αναποτελεσματικότητας του συστήματος βρίσκεται στην έλλειψη, πρώτον, πολιτικής δημοκρατίας, και δεύτερον, δημοκρατίας στο χώρο δουλειάς με την έννοια της αυτοδιεύθυνσης των παραγωγικών μονάδων. Η έλλειψη εργατικής συμμετοχής στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, σε συνδυασμό με την παντελή απουσία κινήτρων για παραγωγική εργασία, οδήγησε αναπόφευκτα στην αλλοτρίωση των άμεσων παραγωγών. Και αυτό, διότι τα μεν καπιταλιστικά οικονομικά κίνητρα αποκλείονταν θεσμικά, ενώ τα σοσιαλιστικά ιδεολογικά κίνητρα, που προσπάθησε να δημιουργήσει στη θέση των οικονομικών η γραφειοκρατική ελίτ, ήταν καταδικασμένα σε αποτυχία.

Όσον αφορά στα οικονομικά κίνητρα, υπάρχουν δυο βασικά κίνητρα που παρέχει η καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης: ένα θετικό, τον καταναλωτισμό, και ένα αρνητικό, την ανεργία. Και τα δυο απουσίαζαν από τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο καταναλωτισμός ήταν αδύνατος, όχι μόνο εξαιτίας της γραφειοκρατικοποίησης της οικονομικής διαδικασίας που είχε δημιουργήσει έναν ανεπαρκή τομέα καταναλωτικών αγαθών, αλλά και επειδή οι χώρες αυτές ήταν υποχρεωμένες να κατευθύνουν ένα σχετικά μικρό ποσοστό των οικονομικών τους πόρων στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Δεδομένου του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης, σε σύγκριση με τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να ανταπεξέλθουν στις υπέρογκες αμυντικές δαπάνες που τους επέβαλλε ο ψυχρός πόλεμος. Ακόμα, το δικαίωμα στην απασχόληση που συνήθως ήταν και συνταγματικά κατοχυρωμένο όχι μόνο οδηγούσε σε μαζική συγκεκαλυμμένη ανεργία, αλλά ενίσχυε επίσης μια στάση «ήσσονος προσπάθειας» και παθητικότητας. Οι συνέπειες ήταν αναπόφευκτα καταστροφικές, ιδιαίτερα σε σχέση με την αποτελεσματικότητα της ροής πληροφοριών που έχει μεγάλη σημασία για την επαρκή λειτουργία κάθε μηχανισμού κατανομής των οικονομικών πόρων.

Όσον αφορά στα ιδεολογικά κίνητρα (τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως από τον Στάλιν και τον Μάο σε μια προσπάθειά  ν’ αντισταθμίσουν  την απουσία οικονομικών κινήτρων), η αποτυχία τους ήταν αναπόφευκτη σ’ ένα σύστημα που χαρακτηριζόταν από τη θεμελιώδη αντίφαση μεταξύ μιας ιδεολογίας που βασιζόταν στις αρχές της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης και μιας πραγματικότητας που θεμελιωνόταν στην κατάφορα άνιση κατανομή της οικονομικής και πολιτικής δύναμης.

Η αποτυχία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» να επιτύχει τον πρωταρχικό στόχο της δημιουργίας μιας αποτελεσματικής σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης έθεσε στις κυρίαρχες ελίτ μπροστά στο ακόλουθο δίλημμα: σοσιαλιστική αποκέντρωση ή αποκέντρωση μέσω της αγοράς; Η πρώτη σήμαινε τη δημιουργία μιας αυθεντικής σοσιαλιστικής οικονομίας, μέσω της θέσμισης νέων δομών σοσιαλιστικής αυτοδιεύθυνσης και του παράλληλου αγώνα για την εγκαθίδρυση ενός νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας βασισμένου στις αρχές της συνεργασίας και της αλληλεγγύης. Η δεύτερη σήμαινε τη δημιουργία μιας «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς και την πλήρη ενσωμάτωση στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, η οποία θεμελιώνεται πάνω στις αρχές του ανταγωνισμού και του ατομικισμού. Η πρώτη επιλογή συνεπαγόταν την αυτοαναίρεση των κυρίαρχων ελίτ (για να μην αναφερθούμε στον αποκλεισμό τους από το Δυτικό κεφάλαιο, τη στιγμή μάλιστα που πολλές από αυτές τις χώρες ήταν βυθισμένες στο χρέος), καθώς και τη διάλυση των ιεραρχικών δομών που είχαν εγκαθιδρύσει. Από την άλλη μεριά, η υιοθέτηση της δεύτερης επιλογής ήταν απόλυτα συμβατή με την αναπαραγωγή (με ορισμένες τυπικές αλλαγές) των ιεραρχικών δομών και των ίδιων των ελίτ (περιλαμβανομένου και του εξαρτημένου προσωπικού τους.).

Έτσι, τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για την επιλογή της μορφής αποκέντρωσης δεν ήταν οικονομικά (όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές και οι πολιτικοί της Δύσης) αλλά πολιτικά. Η γλώσσα που χρησιμοποίησαν οι πρωταγωνιστές της περεστρόικα , για να δικαιώσουν την επιλογή τους, ήταν ενδεικτική. Έτσι, σύμφωνα με τον Alexander Yakovlev[40], η περεστρόικα σηματοδοτούσε την αντικατάσταση της μαρξιστικής ταξικής θεωρίας από τη θεωρία ότι οι καθολικές ανθρώπινες αξίες υπερβαίνουν τα ταξικά συμφέροντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κυρίαρχη θέση μεταξύ αυτών των «καθολικών» αξιών κατέχει η μεικτή οικονομία και ο ελεύθερος ανταγωνισμός!

Από τη στιγμή που οι ρεφορμιστικές ελίτ κατέφυγαν στη στρατηγική εισαγωγής μιας «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς, η δυναμική που τέθηκε σε κίνηση δεν μπορούσε παρά να  οδηγήσει στην υπέρβαση όχι μόνο της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης, αλλά και του ίδιου του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η σοβιετική ρεφορμιστική ελίτ συγκεκριμένα, σ’ αντίθεση με την κινεζική, ήταν αναγκασμένη να συνοδέψει τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις (περεστρόικα) με ένα μεγαλύτερο άνοιγμα όσον αφορά τις ατομικές ελευθερίες (glasnost) προκειμένου να αντιμετωπίσει το ισχυρό στρατιωτικο-βιομηχανικό τμήμα του κατεστημένου το οποίο δεν ήθελε να γίνουν σημαντικές αλλαγές στο status quo. Αλλά το άνοιγμα αυτό έδωσε την ευκαιρία στις φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες ενισχύονταν από τις δυτικές ελίτ και είχαν σαφές συμφέρον στην αποκατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης, να ωθήσουν στην αποσύνθεση της ΕΣΣΔ και στην κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». 

 

Από την «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης στην οικονομία της αγοράς 

Η κατάρρευση της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης και η αντικατάστασή της από την οικονομία της αγοράς έχει γίνει καθολικό φαινόμενο. Από τη Ρωσία ως την Κίνα και από την Πολωνία ως το Βιετνάμ, η κατανομή των οικονομικών πόρων βάση σχεδιασμού είτε έχει εκλείψει είτε βρίσκεται σε διαδικασία να εκλείψει. Η διαφορά μεταξύ της Ανατολικής Ευρώπης και της Άπω Ανατολής είναι ότι ενώ η σοσιαλιστική οικονομία ανάπτυξης στην Ανατολική Ευρώπη αντικαθίσταται από μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, στην Άπω Ανατολή αντικαθίσταται από ένα είδος «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς, όπου σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές εξακολουθούν να βρίσκονται υπό κρατικό έλεγχο.

 

Α. Οι καπιταλιστικές οικονομίες της αγοράς στην Ανατολική Ευρώπη 

Στην Ανατολική Ευρώπη, μετά την κατάρρευση των πολιτικών δομών οι οποίες, με εξαίρεση τη Ρωσία (και εν μέρει τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία), είχαν «εισαχθεί» από τον Κόκκινο Στρατό, τα νέα καθεστώτα, υπό την κηδεμονία του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας κ.τ.λ., υιοθέτησαν μια στρατηγική διάλυσης όχι μόνο του συστήματος σχεδιασμού στην κατανομή των οικονομικών πόρων αλλά και της κρατικής ιδιοκτησίας των πλουτοπαραγωγικών πηγών και αντικατέστησαν τόσο το πρώτο όσο και τη δεύτερη με την οικονομία της αγοράς και την καπιταλιστική ιδιοκτησία και έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών αντίστοιχα.

Οι νέες ελίτ που σχηματίζονται σήμερα στοχεύουν στη δημιουργία ενός νέου συστήματος ελέγχου και προνομίων που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στη θέση του παλιού συστήματος που βασιζόταν στην κομματική εξουσία και το γραφειοκρατικό έλεγχο. Στην πραγματικότητα, οι νέες καπιταλιστικές ελίτ αποτελούνται συχνά από τα ίδια άτομα που αποτελούσαν τις παλιές ελίτ: έτσι, πολλά μέλη της νομεκλατούρας έχουν ήδη αποκτήσει τον έλεγχο των πρόσφατα ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων, επαληθεύοντας την παλιά πρόβλεψη του Τρότσκυ[41] ότι οι γραφειοκράτες μπορούν να μετατραπούν σε καπιταλιστές. Αυτό δεν είναι παράξενο δεδομένου ότι οι πρώην γραφειοκράτες και οι μαυραγορίτες, μαζί με τους ξένους καπιταλιστές, είναι οι μόνοι που διαθέτουν τα απαραίτητα κεφάλαια και τις απαραίτητες διασυνδέσεις για να αγοράσουν τις υπό πώληση πλουτοπαραγωγικές πηγές. Επιπλέον, οι όροι που επέβαλαν οι διεθνείς καπιταλιστικοί οργανισμοί στα δάνεια και στη «βοήθεια» που δόθηκαν στις χώρες αυτές ήταν σχεδιασμένοι ώστε να ενισχύσουν την εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς και να αποτρέψουν οποιαδήποτε απόπειρα προς τη δημιουργία μιας αυτοδιαχειριζόμενης παραγωγικής δομής.

Το μέλλον των οικονομιών της αγοράς που αναδύονται τώρα στην Ανατολική Ευρώπη θα καθοριστεί από το εάν θα είναι εφικτή η οικοδόμηση μιας επιτυχούς καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης στη θέση της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης που μόλις κατέρρευσε. Αυτό εξαρτάται βασικά από δύο παράγοντες: πρώτον, από το εάν θα πραγματοποιηθεί η, ακόμα προσδοκώμενη, μαζική εισροή δυτικού κεφαλαίου, και δεύτερον, από το εάν θα αποκατασταθούν, έστω και μερικώς, οι εμπορικές ροές μεταξύ των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες αυτή τη στιγμή διαλύονται στο πλαίσιο της διαδικασίας ενσωμάτωσης των χωρών αυτών στη διεθνοποιημένη οικονομία ανάπτυξης. Αν οι στόχοι αυτοί επιτευχθούν σε σημαντικό βαθμό, τότε οι αρνητικές συνέπειες της αγοραιοποίησης (δραστική αύξηση της ανεργίας, διεύρυνση της ανισότητας, υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών κ.τ.λ.) μπορεί να γίνουν ανεκτές από σημαντικά κοινωνικά στρώματα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα αποκτήσουν μαζικές διαστάσεις. Εντούτοις, οι πιθανότητες να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι είναι μικρές, αν και για ορισμένες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης είναι σημαντικά μεγαλύτερες.

Έτσι, η μαζική εισροή δυτικού κεφαλαίου όχι μόνο δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί, αλλά φαίνεται και εξαιρετικά απίθανο σήμερα  το αν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Στον σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ των χωρών του «διευρυμένου» Νότου για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η αχανής Κίνα έχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα (χαμηλότεροι μισθοί, πολιτική «σταθερότητα» κ.τλ.). Οι ενδείξεις που υπάρχουν ως τώρα είναι χαρακτηριστικές. Η περιφέρεια της Ανατολικής Ευρώπης στο σύνολό της έχει προσελκύσει πολύ μικρές ροές ξένων επενδύσεων, χωρίς μακροοικονομική σημασία. Στη διάρκεια ενός έτους και μόνο, το 1992, η Κίνα  προσέλκυσε περισσότερες ξένες άμεσες επενδύσεις απ’ όσες προσέλκυσε ολόκληρο το πρώην σοβιετικό μπλοκ μεταξύ 1989-1993.[42] Ακόμα, η ροή ξένων επενδύσεων στην περιφέρεια αυτή όχι μόνο υπήρξε μικρή, αλλά, στην πράξη, στράφηκε προς την αγορά κρατικών βιομηχανιών οι οποίες, με την κατάρρευση των νομισμάτων της περιφέρειας ιδιαίτερα του ρουβλιού πωλούνταν για ένα κομμάτι ψωμί. Στην Ουγγαρία και την Πολωνία, για παράδειγμα, η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιήθηκαν (περίπου 55.000 επιχειρήσεις ως το τέλος του 1993) πήγαν σε ξένους αγοραστές.

Όσον αφορά στη δυνατότητα αποκατάστασης των εμπορικών δεσμών μεταξύ των χωρών του πρώην Ανατολικού μπλοκ, οι πιθανότητες να αποκτήσουν στο μέλλον αυτοί οι δεσμοί μια ποσοτική σημασία ανάλογη με εκείνη που είχαν οι παλιοί δεσμοί είναι μηδενικές. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν ο κεντρικός στόχος του σχεδίου του Sachs[43] είναι η διάλυση του μπλόκ της Κομεκόν. Η παράλληλη «ενθάρρυνση» (από την πλευρά της ομάδας των 7) της αναβίωσης της οικονομικής δραστηριότητας στη βάση μιας ανάπτυξης που θα στηρίζεται στο εμπόριο με  τη Δυτική Ευρώπη[44] συνέβαλε περαιτέρω στη διάλυση των δεσμών των χωρών-μελών της Κομεκόν. Μια άμεση συνέπεια της διάλυσης της Κομεκόν ήταν ότι το παραδοσιακό εμπορικό έλλειμμα της Ε.Ε. με τις χώρες της Κομεκον μετατράπηκε σε πλεόνασμα.[45]

Μπορούμε συνεπώς βάσιμα να υποθέσουμε ότι οι πιο αναπτυγμένες από τις χώρες αυτές (Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Πολωνία) θα καταλάβουν θέση στην ημι-περιφέρεια της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, ενώ οι υπόλοιπες θα αποτελέσουν την περιφέρειά της. Έτσι, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβάλλονται σήμερα από τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες της Δύσης, σε συνδυασμό με την απουσία των προϋποθέσεων για την ανάπτυξη μιας ισχυρής εγχώριας βιομηχανίας και τεχνολογίας, εγγυώνται τη Λατινοαμερικανοποίηση της Ανατολικής Ευρώπης. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, με τις σημερινές τάσεις, οι περισσότερες χώρες της περιοχής δεν θα ανακτήσουν τα επίπεδα ζωής που είχαν το 1988 (ένα έτος πριν την καθιέρωση της οικονομίας της αγοράς) πριν από το έτος 2010![46]

Ειδικότερα για τη Ρωσία, η σημερινή ολοκληρωτική ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς ολοκληρώνει μια διαδικασία που είχε ήδη αρχίσει από τον περασμένο αιώνα και διακόπηκε βίαια με την άνοδο του μπολσεβικικού καθεστώτος στην εξουσία. Εκατό περίπου χρόνια πριν, ο τσαρικός ρεφορμιστής Sergei Witte παραπονιόταν ότι η Ρωσία ήταν χώρα εξαγωγής πρώτων υλών και εισαγωγής τελικών αγαθών, ήταν δηλαδή μια χώρα στην καπιταλιστική περιφέρεια. Σήμερα, η χώρα επιστρέφει στην παλιά της θέση, όσον αφορά τόσο στην παραγωγική της δομή όσο και στη συνακόλουθη διάρθρωση του εμπορίου.

Όσον αφορά την παραγωγή, η πρωτοβουλία για την απαιτούμενη αναδόμηση του μεταποιητικού τομέα, που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις επιβίωσης στον ανταγωνισμό με τις δυτικές επιχειρήσεις, έπρεπε να προέλθει είτε από τους μάνατζερς των δημόσιων επιχειρήσεων (με την υποστήριξη του κράτους) είτε από το ιδιωτικό –εγχώριο και ξένο– κεφάλαιο. Εντούτοις, η πρώτη λύση αποκλείστηκε εξ αρχής από τους δυτικούς χρηματοδότες των μεταρρυθμίσεων. Οι διεθνείς οργανισμοί φρόντιζαν πάντοτε να εξασφαλίζουν ότι και το τελευταίο δολλάριο βοήθειας προς τη Ρωσία θα ήταν «συνδεδεμένο» με τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς.[47] Ταυτόχρονα, πίεζαν για τη δραστική μείωση των δημόσιων ελειμμάτων και για την ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων, οι οποίες, μετά την δραματική υποτίμηση του ρουβλιού, πρόσφεραν ιδιαίτερα επικερδείς ευκαιρίες για το δυτικό κεφάλαιο. Εντούτοις, το δυτικό κεφάλαιο δεν έδειξε καμιά ιδιαίτερη προθυμία να επενδύσει στη ρωσική μεταποίηση. Αντιθέτως, όπως άλλωστε συνηθίζει να κάνει στην περιφέρεια, στράφηκε σε επενδύσεις στους ιδιαίτερα επικερδείςλόγω των πλούσιων φυσικών πόρων τομείς ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο), ξυλείας και εξόρυξης πρώτων υλών.[48] Το αποτέλεσμα είναι η συνεχής μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και της παραγωγής γενικότερα (το μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ ήταν αρνητικό (–6%) τη περίοδο 1990-99.[49]

Όσον αφορά το εμπόριο, η ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης της Ρωσίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είχε ως συνέπεια την κατάρρευση των παραδοσιακών εμπορικών δεσμών με τις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και με τις πρώην «δημοκρατίες» της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με τον M. Kaser, διακεκριμένο σοβιετολόγο στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το 1988, τον τελευταίο χρόνο  του Κεντρικού Πλάνου, το ρωσικό εμπόριο με τις άλλες δημοκρατίες αποτελούσε τα 4/5 του συνολικού εμπορίου και αντιπροσώπευε το 27% του ΑΕΠ[50]. Η αποσύνθεση του εμπορίου στο εσωτερικό της Κομεκόν είχε καταστροφικό αντίκτυπο στη βιομηχανική παραγωγή, όπως παραδέχεται ακόμα και ο ΟΟΣΑ: «Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, το γεγονός αυτό από μόνο του μπορεί να εξηγήσει το μεγαλύτερο μέρος της πτώσης της παραγωγής στην Ουγγαρία και στην πρώην Τσεχοσλοβακία και το ένα τρίτο περίπου της μείωσης στην Πολωνία.»[51] Σήμερα, το εμπόριο με τις άλλες δημοκρατίες έχει καταρρεύσει και η Ρωσία εισάγει τελικά προϊόντα (ουσιαστικά, καταναλωτικά αγαθά πολυτελείας για τη νέα ελίτ) και εξάγει πρώτες ύλες, όπως ακριβώς έκανε πριν από 100 χρόνια.

Ταυτόχρονα, η Δύση, μέσω διάφορων διεθνών οργανισμών, επιβάλλει μια ολοένα και πιο αυστηρή «λιτότητα» για να «σταθεροποιήσει» τη ρωσική οικονομία στη νέα της θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Δεν είναι περίεργο λοιπόν το ότι η σοκ θεραπεία του  Sachs έγινε διάσημη για τις τρεις «-ποιήσεις» της: φιλελευθεροποίηση, ιδιωτικοποίηση και σταθεροποίηση. Το αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών ήταν μια μαζική ύφεση, η οποία, σύμφωνα με τη Ρωσική Κρατική Επιτροπή Στατιστικής τη μόνη αξιόπιστη επίσημη πηγή πληροφοριών για την οικονομία είχε συνέπεια μια σωρευτική πτώση στο βιομηχανικό προϊόν που άγγιζε το 50% την περίοδο 1991-93,[52] πτώση ακόμα μεγαλύτερη από αυτή που σημειώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη Μεγάλη Ύφεση, μετά το κραχ του 1929! Το ανθρώπινο κόστος είναι αναπόφευκτα τεράστιο. Σύμφωνα με μια μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 1992, το 37% των ενηλίκων και το 46-47% των νέων κάτω των 15 ετών έπεσε κάτω από το όριο φτώχειας.[53] Δεν είναι επομένως περίεργο το ότι, ενώ ο παγκόσμιος δείκτης  θνησιμότητας μειώθηκε κατά ένα τέταρτο μεταξύ 1970 και 1993, στη Ρωσία έχει αυξηθεί κατά 44% και το σύνολο σχεδόν της αύξησης αυτής σημειώθηκε μετά το 1989.[54] Γι’ αυτό, ακόμα και τμήματα της αναδυόμενης νέας ελίτ, που ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη της εγχώριας μεταποιητικής βάσης, μιλούν για τη λατινοαμερικανοποίηση της Ρωσίας. Έτσι, για παράδειγμα, ο Arkady Volsky, πρόεδρος της Ένωσης Ρώσων Βιομηχάνων, δηλώνει ότι η Ρωσία δεν έχει τη δυνατότητα να έχει μια πλήρως ανοιχτή οικονομία, αφού μόνο το 16% των επιχειρήσεών της μπορούν να επιβιώσουν στο διεθνή ανταγωνισμό.[55] Στην ίδια κατεύθυνση, ο Boris Kagatlitsky, ηγετικό στέλεχος του κόμματος της Εργασίας, δηλώνει ότι «η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης δεν στοχεύει στο να ξεπεράσει την κρίση, αλλά να την χρησιμοποιήσει προς όφελος της νέας ελίτ, η οποία κερδίζει από τη λατινοαμερικανοποίηση της χώρας».[56]

Στο πολιτικό επίπεδο, το πιο πιθανό σενάριο είναι μια μεγάλη περίοδος αστάθειας, η οποία, μακροπρόθεσμα, μπορεί να προκαλέσει διαδικασίες που θα ενισχύσουν ριζοσπαστικές και, το πιθανότερο, ακραίες εθνικιστικές και φασιστικές τάσεις. Στην πραγματικότητα, η σημερινή αναζωογόνηση του κομμουνιστικού κόμματος υπό τον Zyuganov εκφράζει περισσότερο έναν αυξανόμενο εθνικισμό[57] και μια προσπάθεια υποστήριξης «της ‘καλής,’ δηλαδή, της πατερναλιστικής, νομεκλατούρας»[58] παρά οποιαδήποτε προσπάθεια αναστροφής της οικονομίας της αγοράς, η οποία θεωρείται δεδομένη από τους μεταρρυθμισμένους «κομμουνιστές». Στο μεταξύ, η εισβολή του καταναλωτισμού και η αντικειμενική ανικανότητα του καθεστώτος να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές ανάγκες και, ιδιαίτερα, τις προσδοκίες μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, έχει οδηγήσει σε μια έκρηξη της εγκληματικότητας, του αλκοολισμού και της χρήσης ναρκωτικών.

Παρά τις εντεινόμενες όμως ολοκληρωτικές τάσεις, η τάση που ενθαρρύνεται σήμερα από τις αναδυόμενες νέες ελίτ στη Ρωσία και στις άλλες Ανατολικές χώρες είναι η τάση της πολιτικής φιλελευθεροποίησης, με την έννοια του «εκδημοκρατισμού». Η ίδια τάση υποστηρίζεται ενεργά από τη Δύση. Στην πραγματικότητα, η πολιτική του «εκδημοκρατισμού» προωθείται από τη Δύση από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όχι μόνο στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά σ’ ολόκληρη την καπιταλιστική περιφέρεια και ημι-περιφέρεια, στην οποία ανήκουν τώρα οι χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ. Έτσι, ο Ρόναλντ Ρέηγκαν, σε μια ομιλία του στο Βρετανικό Κοινοβούλιο το 1981, ανακοίνωσε ότι οι Η.Π.Α. ήταν έτοιμες να χρησιμοποιήσουν το κύρος και τους πόρους τους σ’ ένα πρόγραμμα ενδυνάμωσης «της δημοκρατίας σ’ ολόκληρο τον κόσμο».[59] Η χρονική στιγμή στην οποία έγινε η ανακοίνωση αυτή δεν ήταν τυχαία. Τα αυταρχικά καθεστώτα στην περιφέρεια μπορούσαν να επιβιώσουν μόνο στο βαθμό που  «το άλλοθι της ανάπτυξης», δηλαδή, η ιδεολογία ανάπτυξης, ήταν ακόμα αξιόπιστη. Εντούτοις, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ήταν ήδη ξεκάθαρο ότι η «ανάπτυξη» που είχε σημειωθεί στις περιφερειακές χώρες στηριζόταν σε εντελώς σαθρές βάσεις (κυρίως σε ξένο δανεισμό) και ότι ήταν ανίκανη να δημιουργήσει μια δυτικού τύπου οικονομία ανάπτυξης. Στο σημείο αυτό, η δημοκρατία μετατράπηκε σ’ «έναν τρόπο εξάπλωσης  και μοιράσματος της υπευθυνότητας», κατά την εύστοχη παρατήρηση του B. Cumings.[60]

Στην πραγματικότητα, επομένως, η «δημοκρατική συμμετοχή», που γιορτάζεται σήμερα στην περιφέρεια και στην ημιπεριφέρεια, είναι απλώς συμμετοχή στη μιζέρια. Το σύστημα της φιλελεύθερης ολιγαρχίας που αντικαθιστά σήμερα τα αυταρχικά καθεστώτα του παρελθόντος δεν μπορεί, από τη φύση του, να εξασφαλίσει την πραγματική συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, παρά μόνο τη συλλογική τους απάθεια. Η απάθεια όμως αυτή εξασφαλίζεται σήμερα με έναν πολύ πιο εκλεπτυσμένο τρόπο απ’ ό,τι σ’ ένα καθεστώς σταλινικού τύπου ή τύπου Πινοσέτ, το οποίο δεν είναι εγγενώς  σε θέση να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της συμμετοχής του πολίτη. Ο μέσος πολίτης καλείται κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια να επιλέξει τα αφεντικά του, περιστασιακά αναμειγνύεται σε ομάδες πίεσης και σπάνια ανέρχεται στην ίδια την ελίτ, ενώ «γενικά είναι, και αναμένεται να είναι, σχετικά απαθής, αφού η υγεία του συστήματος εξαρτάται από την παθητικότητά του».[61]

Εντούτοις, το κρίσιμο πρόβλημα που δημιουργεί η μεταφύτευση της φιλελεύθερης ολιγαρχίας στην περιφέρεια είναι ότι, ενώ η φιλελεύθερη ολιγαρχία στο κέντρο στηρίζεται στην «κοινωνία του 40%», δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα ότι η περιφερειακή φιλελεύθερη ολιγαρχία θ’ αποκτήσει στο προσεχές μέλλον μια ανάλογη βάση που θα στήριζε το σύστημα της θεσμισμένης απάθειας.

 

Β. Οι «σοσιαλιστικές» οικονομίες της αγοράς στην Άπω Ανατολή 

Η «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης στην Άπω Ανατολή (Κίνα, Βιετνάμ, Λάος) αντικαθίσταται όχι από μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, όπως συμβαίνει στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά από μια «σοσιαλιστική» οικονομία της αγοράς όπου γίνεται προσπάθεια να κρατηθεί σημαντικό μέρος της βιομηχανικής παραγωγής υπό κρατικό έλεγχο. Εντούτοις, η δυναμική της οικονομίας της αγοράς που τέθηκε σε κίνηση από τις μεταρρυθμίσεις οδηγεί αναπόφευκτα στην επικράτηση μιας καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς σ’ όλες αυτές τις χώρες.

Στην Κίνα, η μετατροπή σε μια οικονομία της αγοράς ξεκίνησε το 1979. Αλλά σ’ αντίθεση με το δρόμο που ακολούθησε η Ανατολική Ευρώπη, ο τεράστιος δημόσιος τομέας εξακολουθεί να διατηρείται όχι μόνο στην υγεία, την εκπαίδευση, τις μεταφορές, τις τηλεπικοινωνίες, τις τράπεζες και το ξένο εμπόριο, αλλά και στη βιομηχανία. Έτσι, επιχειρήσεις υπό κοινωνική ιδιοκτησία (κρατική, συνεταιριστική κ.τ.λ.) εξακολουθούσαν να παράγουν το 1994 περισσότερο από 85% του βιομηχανικού προϊόντος της Κίνας.[62] Ο προφανής στόχος της κινεζικής γραφειοκρατίας ήταν να επιτρέψει όσο το δυνατό μεγαλύτερη ελευθερία στις δυνάμεις της αγοράς στο μικροοικονομικό επίπεδο της κρατικής επιχείρησης και να κρατήσει για τον εαυτό της τον συνολικό έλεγχο στη μακροοικονομική κατανομή των οικονομικών πόρων, μέσω της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του σχεδιασμού. Ο στόχος αυτός ήταν προφανώς αντιφατικός, αφού η δυναμική της οικονομίας της αγοράς στο μικροοικονομικό επίπεδο θα έδινε αναπόφευκτα έναν εκτεταμένο ρόλο στην αγορά, σε βάρος του σχεδιασμού στη συνολική κατανομή των οικονομικών πόρων. Έτσι, όπως επισημαίνεται σε σχετική μελέτη: «οι ενεργές αγορές έγιναν πραγματικότητα στην κινεζική βιομηχανία και αποκτούν αυξανόμενη σημασία σε σχέση με την κατανομή των οικονομικών πόρων… η αυξανόμενη σημασία της αγοράς συνδέεται άμεσα με τη μείωση της κατανομής των οικονομικών πόρων μέσω σχεδιασμού.»[63]

Οι συνέπειες των μεταρρυθμίσεων, με βάση τα συμβατικά κριτήρια μέτρησης της «επιτυχίας» της οικονομίας ανάπτυξης, υπήρξαν σημαντικές. Η Παγκόσμια Τράπεζα πριν από μερικά χρόνια γιόρταζε το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα της εισαγωγής της οικονομίας της αγοράς στην Κίνα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης μετά το 1979 ήταν 8,8%, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα διπλασιάστηκε κατά την περίοδο 1977-87.[64] Εντούτοις, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν ακόμη και η επιτυχία αυτού του είδους μπορεί να διατηρηθεί, τουλάχιστον μέσα στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο. Έτσι, όσον αφορά στον κρατικό τομέα, το μεγαλύτερο τμήμα της ανάπτυξης που σημειώθηκε δεν ήταν «εντατική», δεν βασιζόταν δηλαδή σε βελτίωση της παραγωγικότητας, αλλά εκτατική και όφειλε πολλά στα τεράστια αποθέματα πλεονάζοντων εργατικών χεριών.[65] Επίσης, όσον αφορά στον αναπτυσσόμενο ιδιωτικό τομέα, η πραγματική κινητήριος δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης σ’ αυτόν είναι οι ξένες επενδύσεις στο βιομηχανικό τομέα, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι συγκεντρωμένο στη Νότια Κίνα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να προβλέψουμε ότι τα πλεονεκτήματα χαμηλού κόστους των ιδιωτικών επιχειρήσεων (για παράδειγμα, το γεγονός ότι δεν υποχρεούνται να παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες στους απασχολούμενους) θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στην επικράτηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων έναντι των συνεταιριστικών και στη κυριαρχία των ξένης ιδιοκτησίας επιχειρήσεων έναντι των τοπικών, όπως επίσης προβλέπουν ορισμένες μελέτες.[66] Έτσι, προς το παρόν, στην Κίνα έχει δημιουργηθεί μια δυαδική οικονομία και μια αντίστοιχη δυαδική δομή εξουσίας, με την αγορά να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στην οικονομία, σε βάρος της γραφειοκρατίας που στηρίζεται στην καταστολή για να διατηρηθεί στην εξουσία.

Η Κινέζικη περίπτωση είναι τυπικό παράδειγμα  του πόσο ανέφικτη αλλά και  ανεπιθύμητη  είναι μια σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς. Η δυναμική της, όχι μόνο έχει αναπόφευκτα οδηγήσει στην εξάλειψη των υπολειμμάτων του «σοσιαλισμού», αλλά, στο μεταξύ, έχει ήδη δημιουργήσει τις γνωστές συνέπειες μιας οικονομίας της αγοράς. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η κοινωνική ιδιοκτησία αποτελεί ακόμα τον κανόνα, η ανισότητα, η ανεργία και η ανασφάλεια φουντώνουν σήμερα στην Κίνα. Το γεγονός ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις, κυρίως ξένες, είναι συγκεντρωμένες στις πιο επικερδείς περιοχές έχει οδηγήσει στη δημιουργία τεράστιων περιφερειακών ανισοτήτων στην Κίνα ,οι οποίες είναι αυτή τη στιγμή ανάλογες με αυτές μεταξύ της Γερμανίας και των φτωχότερων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.[67] Ακόμα, σύμφωνα με μια πολύ πρόσφατη έκθεση, το κατά κεφαλήν Εθνικό Εγχώριο Προϊόν στην πλουσιότερη περιοχή της Κίνας, την Ειδική Οικονομική Ζώνη του Zhuhai, είναι αυτή τη στιγμή 86 φορές υψηλότερο απ’ ό,τι είναι στην φτωχότερη περιοχή, την επαρχία Qinglong στο Guizhou.[68]

Όσον αφορά στην ανεργία, οι αξιωματούχοι της κινεζικής κυβέρνησης εκτιμούν ότι 200 εκατομμύρια αγρότες βρίσκονται αυτή τη στιγμή χωρίς δουλειά και υπολογίζεται ότι ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί σε 300 εκατομμύρια ως το έτος 2000.[69] Ένα τεράστιο παλιρροϊκό κύμα από αγρότες, που υπολογίζονται γύρω στα 140 εκατομμύρια (περίπου το ένα τρίτο του αγροτικού εργατικού δυναμικού), έχει ήδη προστεθεί στην «τυφλή ροή» αγροτο-εργατών που μεταναστεύουν από τα χωράφια της ενδοχώρας ψάχνοντας για δουλειά στην αναπτυσσόμενη ανατολική ακτή. Η Catherine Field περιέγραψε παραστατικά την τραγική θέση αυτών των ανθρώπων: 

Οι λίγοι «τυχεροί» που βρίσκουν δουλειά γίνονται εύκολη λεία για τους αδίστακτους εργοστασιάρχες που βάζουν το κέρδος πάνω από την ασφάλεια και τους εξαναγκάζουν να δουλεύουν σκληρά ατελείωτες ώρες σε άθλιες εγκαταστάσεις ή σε άκρως επικίνδυνα εργοστάσια. Κατά μέσο όρο, περίπου 500 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε βδομάδα σε εργατικά ατυχήματα στην Κίνα, πράγμα που αποτελεί ένα ζοφερό ρεκόρ το οποίο έχει καταγγελθεί από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και τα διεθνή συνδικάτα.[70] 

Την ίδια στιγμή, ο ανταγωνισμός μεταξύ των επαρχιών για την προσέλκυση ξένων επιχειρήσεων έχει οδηγήσει στη δημιουργία εξαγωγικών ζωνών όπου οι παραχωρήσεις προς το ξένο κεφάλαιο έχουν καταλήξει, όπως και στα άλλα ασιατικά καπιταλιστικά θαύματα, σε «έναν παράδεισο χτισμένο πάνω στην ανελέητη εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, στις αναγκαστικές υπερωρίες, στη κρατική διάλυση των απεργιών και σ’ άλλα χειρότερα».[71] Δεν είναι επομένως περίεργο ότι οι δείκτες θνησιμότητας μεγαλώνουν και τα οικολογικά προβλήματα επιδεινώνονται ενώ η αυξανόμενη ανισότητα του εισοδήματος οδηγεί αναπότρεπτα στην κοινωνική διάλυση και αναταραχή.[72]

Στην Κίνα, καθώς και στο Βιετνάμ, όπως επισημαίνει ο Gabriel Kolko στην έγκυρη μελέτη του για τον πόλεμο του Βιετνάμ, «οι κομμουνιστές ηγέτες προσπαθούν να συνδυάσουν τους καπιταλιστικούς θεσμούς με τη λενινιστική ιδεολογική ‘νομιμοποίηση’ της κυριαρχίας της ελίτ».[73] Και στις δυο χώρες, υποστηρίζει ο καθηγητής Kolko, οι  μεταρρυθμίσεις της αγοράς έχουν δημιουργήσει νέες κατηγορίες πλούσιων και φτωχών και έχουν διευρύνει το άνοιγμα μεταξύ πόλης και επαρχίας. Το Βιετνάμ, καταλήγει, μετατρέπεται ραγδαία σε μια ταξική κοινωνία με τη δυτική οικονομική έννοια του όρου.

 

2.3. Η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση

Η μετάβαση από τη σοσιαλδημοκρατία στο σοσιαλφιλελευθερισμό 

Δεν είναι όμως μόνο ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» που έχει καταρρεύσει σήμερα. Παρά τους ανόητους ισχυρισμούς που διατυπώνονται από μερικούς σοσιαλδημοκράτες ότι η κατάρρευση της ακραίας μορφής σοσιαλιστικού κρατισμού στην Ανατολική Ευρώπη δικαίωσε τη σοσιαλδημοκρατία, στην πραγματικότητα, η αποσύνθεση της τελευταίας και της συνακόλουθης σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης είναι εξίσου κατάφωρη.

Το βασικό χαρακτηριστικό της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης είναι η δραστική μεταβολή του περιεχομένου της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή, η δραστική συρρίκνωση όχι μόνο του κρατισμού γενικά, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1, αλλά ιδιαίτερα του «σοσιαλιστικού» κρατισμού. Έτσι, οι θεμελιακές δομές της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης χαρακτηρίζονται, πάνω από όλα, από την ελαχιστοποίηση του σοσιαλδημοκρατικού κρατικού παρεμβατισμού με άλλα λόγια, του παρεμβατισμού που σημάδεψε τη μεταπολεμική περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970. Οι βασικοί στόχοι του σοσιαλδημοκρατικού κρατικού παρεμβατισμού ήταν, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1, πρώτον, η εγκαθίδρυση και η διατήρηση της πλήρους απασχόλησης, δεύτερον, η δημιουργία ενός περιεκτικού κράτους-πρόνοιας και τρίτον, η επίτευξη μιας δίκαιης κατανομής του εισοδήματος. Ο τελευταίος στόχος υποτίθεται ότι εξασφαλιζόταν όχι μόνο μέσω της εισαγωγής ενός συστήματος «κοινωνικού μισθού» που συνεπαγόταν το κράτος-πρόνοιας, αλλά επίσης μέσω ενός προοδευτικού φόρου εισοδήματος  (όπου οι πλούσιοι πλήρωναν πολύ μεγαλύτερη αναλογία του εισοδήματος τους από τους εισοδηματικά ασθενέστερους) τα έσοδα από τον  οποίο  χρησιμοποιόντουσαν, σε συνδυασμό με το δημόσιο δανεισμό, για τη χρηματοδότηση του κράτους-πρόνοιας.

Η επιδίωξη των στόχων αυτών είχε, πράγματι,  μια σχετική επιτυχία στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, δημιουργώντας την εικόνα της κοινωνίας του «ενός έθνους». Έτσι, στο ιδεολογικό επίπεδο, οι σοσιαλδημοκράτες ήταν σε θέση να ισχυρίζονται ότι είχαν δημιουργήσει μια κοινωνία, που εξασφάλιζε κάποιες εγγυήσεις κοινωνικής δικαιοσύνης, χωρίς να θυσιάζει κάθε έννοια ατομικής ελευθερίας, δηλαδή, έναν «υπαρκτό καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» σ’ αντιπαράθεση προς τον «υπαρκτό σοσιαλισμό».

Όμως, αυτό το είδος αξιόπιστου καπιταλισμού –σ’ αντίθεση με τους ισχυρισμούς των πρώην μαρξιστών διανοούμενων που όψιμα προσχώρησαν στη σοσιαλδημοκρατία– έχει είτε εκλείψει (Βρετανία) είτε εξαφανίζεται με ραγδαίους ρυθμούς (Γερμανία, Σουηδία, Νορβηγία). Η εγκατάλειψη της κρατικής δέσμευσης για πλήρη απασχόληση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, καθώς και το πετσόκομμα του κράτους-πρόνοιας έχουν οδηγήσει στη σημερινή «κοινωνία του 40%», η οποία έχει αντικαταστήσει την κοινωνία του «ενός έθνους». Τα σημερινά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αντί να προσπαθήσουν να επιφέρουν δραστικές αλλαγές στη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς που εγκαθιδρύεται αυτή τη στιγμή, προτίμησαν ‘ρεαλιστικοτατα’ ν’ αλλάξουν την ιδεολογία τους. Δεδομένου ότι τα κόμματα αυτά δεν έχουν σχεδόν καμιά απολύτως σχέση με τα παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της περιόδου 1950-70, θα πρέπει, για να ακριβολογούμε, να τα ονομάζουμε  «σοσιαλφιλελεύθερα» και όχι σοσιαλδημοκρατικά. Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας την τελευταία περίπου δεκαετία  έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε ένα παλιό στέλεχος της «Νέας» Αριστεράς έθεσε με απόγνωση το ερώτημα: 

Κάποτε, στα πρώτα χρόνια της Δεύτερης Διεθνούς, [η σοσιαλδημοκρατία] στόχευε στην ανατροπή  του καπιταλισμού. Στη συνέχεια, στόχος της έγιναν οι μερικές μεταρρυθμίσεις, ως σταδιακά βήματα προς το σοσιαλισμό. Τέλος, περιορίστηκε στο κράτος-πρόνοιας και την πλήρη απασχόληση μέσα στο καπιταλιστικό θεσμικό πλαίσιο. Αν τώρα αποδεχτεί την υποβάθμιση του πρώτου και την εγκατάλειψη της δεύτερης, σε τί είδους κίνημα  μετατρέπεται; [74] 

Αυτός ο εξευτελισμός του περιεχομένου της σοσιαλδημοκρατίας οφείλεται, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1, σε θεμελιακές αλλαγές στη δομή της οικονομίας της αγοράς, αλλαγές που δεν επιτρέπουν το βαθμό κρατισμού στον οποίο άνθισε η παλιά σοσιαλδημοκρατία. Συνεπώς, η αντικατάσταση της σοσιαλδημοκρατίας από τον σοσιαλφιλελευθερισμό δεν είναι ούτε συμπωματική ούτε προσωρινή, όπως ισχυρίζονται μερικοί σοσιαλφιλελεύθεροι. Οι σημερινές πολιτικές που στοχεύουν στη συνεχή περικοπή των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και των κοινωνικών δαπανών, στη διάλυση του κράτους-πρόνοιας και στην εγκατάλειψη της δέσμευσης για πλήρη απασχόληση δεν αποτελούν πια αντικείμενο επιλογής. Οι πολιτικές αυτές επιβάλλονται στους σοσιαλφιλελεύθερους από το σημερινό βαθμό διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, όπως εκφράζεται συγκεκριμένα από: 

  • τις απελευθερωμένες αγορές εμπορευμάτων που συνεπάγονται ότι η ανάπτυξη εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη συνεχή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Το γεγονός αυτό έχει μειώσει σχεδόν στο μηδέν τις πιθανότητες για ένα κράτος να ακολουθήσει ριζικά διαφορετική πολιτική από τους ανταγωνιστές του σε σχέση με το κράτος-πρόνοιας, την απασχόληση κ.τ.λ. Όπως το θέτει μια πρόσφατη μελέτη, σήμερα, «η εργασία επανέρχεται στον διεθνή ανταγωνισμό. Συνακόλουθα, το εμπόριο λειτουργεί, αντικειμενικά,  για την υπονόμευση του κεϋνσιανικού κράτους-πρόνοιας και των υψηλών επιπέδων  απασχόλησης, καθώς και των αντίστοιχων συνθηκών εργασίας.»[75] 

  • τις απελευθερωμένες αγορές κεφαλαίου που συνεπάγονται ότι η δυνατότητα και μόνο μαζικής φυγής του κεφαλαίου έχει, ουσιαστικά, εξαλείψει την πολιτική αυτονομία του κράτους-πρόνοιας.[76] 

Έτσι, ως αποτέλεσμα των περιορισμών που επιβάλλει στην οικονομική κυριαρχία των κρατών η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, καθώς  και των αλλαγών στη διάρθρωση του εκλογικού σώματος, εξαιτίας της αλλαγής στην ταξική διάρθρωση που είδαμε στο Κεφάλαιο 1, οι πολιτικές των σοσιαλφιλελεύθερων διαφέρουν ελάχιστα από αυτές των καθαρών νεοφιλελεύθερων. Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται παντού. Από την Αυστραλία, έως τις Σκανδιναβικές χώρες. Έτσι, στην Αυστραλία, το Εργατικό Κόμμα υλοποιεί με ζήλο πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων και παίρνει δραστικά μέτρα για την περικοπή των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Παρόμοια, στη Σουηδία, οι σοσιαλδημοκράτες, ακόμα και πριν χάσουν την εξουσία το 1991, είχαν υιοθετήσει μια πολιτική η οποία ουσιαστικά οδηγούσε στην  αποδιάρθρωση του συστήματος απασχόλησης και του κράτους-πρόνοιας, που αποτελούσε το πρότυπο για τους σοσιαλδημοκράτες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τέλος, στη Νορβηγία «ο πιο σημαντικός στόχος της στρατηγικής των Εργατικών, η πλήρης απασχόληση, έχει εγκαταλειφθεί».[77]

Ας σταθούμε όμως λίγο περισσότερο στην περίπτωση της Σουηδίας, μιας και φανερώνει ξεκάθαρα τα αίτια της κατάρρευσης της σοσιαλδημοκρατίας. Το 1990, η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας αποδεσμεύτηκε από τη δέσμευσή της για πλήρη απασχόληση και η κορώνα υποχρεώθηκε να ακολουθεί την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (ECU). Το σουηδικό κατεστημένο, αναγνωρίζοντας ότι η ανταγωνιστικότητα έπαιζε τον πρωταρχικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη, αντικατέστησε τη μάχη ενάντια στην ανεργία με τη μάχη ενάντια στον πληθωρισμό ως κύριο οικονομικό της στόχο. Μέσα σε τρία χρόνια, η ανεργία στη Σουηδία αυξήθηκε περισσότερο από πέντε φορές (από 1,5% το 1990 σε 8,2% το 1993). Όμως, πολύ πριν την εγκατάλειψη της δέσμευσης για πλήρη απασχόληση, είχαν ήδη ξηλωθεί τα θεσμικά μέσα που είχαν καθιερωθεί για την επίτευξη αυτού του στόχου. Στην  πραγματικότητα, το θεσμικό πλαίσιο είχε αρχίσει να αλλάζει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν η κεντρική τράπεζα εγκατέλειψε τους ελέγχους πάνω στις άλλες τράπεζες, ξεκινώντας έτσι μια διαδικασία απορρύθμισης της αγοράς παρόμοιας με εκείνη που σημειώθηκε στις χώρες της Ε.Ε. Η συνέπεια ήταν ότι το βάρος του ελέγχου του πληθωρισμού έπεσε αποκλειστικά στα συνδικάτα, τα οποία όμως δεν ήταν σε θέση να πιέσουν τα μέλη τους να δεχτούν χαμηλούς μισθούς, ιδιαίτερα σε μια εποχή που ο πληθωρισμός αυξανόταν γοργά εξαιτίας της  ανεξέλεγκτης δημιουργίας πιστωτικού χρήματος.

Όπως επισημαίνει μια μελέτη για το σουηδικό φιανόμενο[78], η απορρύθμιση ήταν η κύρια οικονομική αιτία καταστροφής του σουηδικού μοντέλου. Όταν η Σουηδία εγκαθίδρυσε το κρατικιστικό μοντέλο, στη δεκαετία του 1930, καθιερώθηκε ένα ολόκληρο πλέγμα ρυθμίσεων και ελέγχων σε σχέση με την κίνηση του κεφαλαίου, τόσο μέσα στη χώρα (τραπεζικός δανεισμός κ.τ.λ.) όσο και μεταξύ της Σουηδίας και άλλων χωρών. Έτσι, εκείνη την εποχή, το θεσμικό πλαίσιο αποτελούνταν από αυστηρούς τραπεζικούς ελέγχους και ρυθμίσεις για το ξένο συνάλλαγμα, που συνοδευόντουσαν  από την κρατική δέσμευση για τη διατήρηση της εγχώριας ζήτησης σε υψηλό επίπεδο-- σε συνεργασία με την κεντρική τράπεζα, η οποία, επίσης, δεσμευόταν στο στόχο της πλήρους απασχόλησης. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, τα ισχυρά σουηδικά συνδικάτα ήταν σε θέση να εξασφαλίζουν «λογικές» αυξήσεις στους μισθούς, δηλαδή αυξήσεις που δεν προκαλούσαν πληθωρισμό. Σήμερα όμως η απορρύθμιση των χρηματαγορών σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να στηριχθεί η ανάπτυξη σε κρατικές δαπάνες και σε ελλείμματα στον προϋπολογισμό είναι καταδικασμένη να αποτύχει, επειδή οδηγεί σε κερδοσκοπικές κινήσεις του κεφαλαίου και νομισματική αστάθεια. Ως αποτέλεσμα, το σουηδικό μοντέλο της σοσιαλδημοκρατίας κατέρρευσε πρόσφατα. Πράγμα που έγινε φανερό το φθινόπωρο του 1992 οπότε επισημοποιήθηκε η νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Τότε, μέσα σε μια σοβαρή κρίση που απειλούσε τη σουηδική κορώνα και την ίδια την οικονομία της αγοράς, οι συντηρητικοί και οι σοσιαλδημοκράτες συμφώνησαν σε μια σειρά μέτρα που οδηγούσαν σε μια ουσιαστική υποβάθμιση του κράτους-πρόνοιας.

Η θεωρητική θέση υπέρ του σοσιαλφιλελευθερισμού στηρίζεται σε μια ποικιλία επιχειρημάτων σύμφωνα με τα οποία η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς δεν είναι αναγκαστικά ασύμβατη με μια «αναθεωρημένη» σοσιαλδημοκρατία. Ορισμένοι[79] υποστηρίζουν, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1, ότι το έθνος-κράτος μπορεί ακόμα να παίξει ένα σημαντικό ρόλο όχι μόνο στον έλεγχο των δραστηριοτήτων των πολυεθνικών επιχειρήσεων που έχουν μια εθνική έδρα, αλλά επίσης σε συνεργασία με τις άλλες κυβερνήσεις της Τριάδας στον έλεγχο των διεθνών αγορών. Αλλοι[80] εγκαταλείπουν όχι μόνο  την πράγματι ξεπερασμένη σήμερα μαρξιστική ταξική ανάλυση αλλά κάθε είδους ταξική ανάλυση και ισχυρίζονται ότι σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία ισότητας που δεν χαρακτηρίζεται πια από κάθετες δομές και όπου η ίδια η κυβέρνηση αποτελεί απλώς μια ακόμα οργανωμένη κοινωνική ομάδα, η οποία επιδιώκει τα δικά της στενά κομματικά συμφέροντα!

Τέλος, άλλοι, θεωρώντας δεδομένο το θεσμικό πλαίσιο που οικοδόμησε ο νεοφιλελευθερισμός κατά την περασμένη δεκαετία (δηλαδή, τη δραστική ενίσχυση των δυνάμεων της αγοράς και του ανταγωνισμού, σε βάρος του κοινωνικού ελέγχου πάνω στην οικονομία), διατυπώνουν θέσεις που, στην ουσία τους, δεν διαφέρουν από τις καθαρές νεοφιλελεύθερες θέσεις. Για παράδειγμα, αρνούνται την ανάγκη κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής (το 1995, το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα διέγραψε από το καταστατικό του τη μακροχρόνια δέσμευσή του για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής), παρά το γεγονός ότι η κοινωνικοποίηση αποτέλεσε ιστορικά μια θεμελιακή θέση του σοσιαλισμού. Έτσι, ένας σοσιαλδημοκράτης καθηγητής κοινωνιολογίας στο London School of Economics υποστηρίζει ότι «αυτό που έχει πρωταρχική σημασία δεν είναι η μορφή ιδιοκτησίας, αλλά η ποιότητα του ελέγχου που ασκείται από το κράτος… η οποία θα μπορούσε να εξασφαλίσει ταυτόχρονα υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών και χαμηλές τιμές».[81] Ετσι, παρακαμπτεται βολικοτατα το γεγονός ότι ενώ ο αποκλειστικός κοινωνικός έλεγχος των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας θα μπορούσε να εξασφαλίσει την επανεπένδυση του συνολικού πλεονάσματος σε νέες τεχνολογίες που θα εξασφάλιζαν τον εκσυχρονισμό των υπηρεσιών τους, στην περίπτωση των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων θεωρείται δεδομένο ότι ένα σημαντικό τμήμα του πλεονάσματος προορίζεται για τις τσέπες των μετόχων.

Ακόμη, αγνοείται το βασικό γεγονός ότι καμιά μορφή κρατικού ελέγχου, οσοδήποτε «εκλεπτυσμένη» , δεν είναι δυνατή, εάν βρίσκεται σ’ αντίθεση με τις θεμελιακές αρχές της οικονομίας της αγοράς και τη δυναμική του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, καμιά μορφή κρατικού ελέγχου δεν θα μπορούσε να αποτρέψει μια ιδιωτικοποιημένη επιχείρηση παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας να διακόψει την παροχή των υπηρεσιών της σε όσους δεν είναι σε θέση να πληρώσουν. Η ιδιωτικοποίηση της παροχής νερού στη Βρετανία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Από τον καιρό της ιδιωτικοποίησης των εταιριών ύδρευσης και της συνακόλουθης δραστικής αύξησης των τελών ύδρευσης, υπήρξε μια δραστική αύξηση στις διακοπές παροχής νερού. Έτσι, μεταξύ 1991 και 1993, οι διακοπές παροχής νερού αυξήθηκαν κατά 170%. Τις διακοπές ακολούθησε μια σημαντική εξάπλωση ασθενειών, που προκάλεσε την επανεμφάνιση επιδημιών οι όποιες είχαν εξαφανιστεί πριν από έναν αιώνα: οι περιπτώσεις δυσεντερείας αυξήθηκαν από 2.756 το 1990 σε 9.935 το 1991 και 16.960 το 1992![82]

Παρόμοια, καμιά μορφή κρατικού ελέγχου δεν θα μπορούσε να εξαναγκάσει τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων που καλύπτουν βασικές ανάγκες να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε τιμές προσιτές στην υποτάξη, τους χιλιάδες άνεργους, χαμηλόμισθους και ανενεργούς που το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο δημιουργεί. Στην πραγματικότητα, όπως έχει δείξει η βρετανική εμπειρία, ο κρατικός έλεγχος δεν μπορεί καν να ανταποκριθεί στους στόχους που θέτουν οι ίδιοι οι σοσιαλφιλελεύθεροι, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διατήρηση των τιμών σε χαμηλά επίπεδα, για λόγους που έχουν να κάνουν με τη λογική της ίδιας της αγοράς.[83] Ετσι, μια συγκριτική μελέτη των τηλεφωνικών τελών σε 14 ευρωπαϊκές χώρες έδειξε ότι η ιδιωτικοποίηση του βρετανικού οργανισμού τηλεπικοινωνιών (Telecom) δεν ωφέλησε τους καταναλωτές. Η Βρετανία ήταν η μόνη χώρα της Ε.Ε. όπου η τηλεφωνία δεν ελεγχόταν από κρατικό μονοπώλιο και ταυτόχρονα, ήταν η χώρα με την υψηλότερη χρέωση για τοπικά τηλεφωνήματα, δημιουργώντας περιθώρια κέρδους της τάξης του 74%![84]

Τέλος, οι σοσιαλφιλελεύθεροι απαρνούνται τον καθολικό χαρακτήρα του κράτους-πρόνοιας, υποστηρίζοντας ότι η κρίση του συστήματος οφείλεται στην καθολικότητά του (δηλαδή, στην αρχή ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες προσφέρονται σε όλους τους πολίτες ανεξάρτητα  από εισόδημα και ανάγκη).[85] Στην προσπάθειά τους, μάλιστα, να υποστηρίξουν τη θέση  ενάντια στην καθολικότητα του κράτους-πρόνοιας, δεν διστάζουν να επικαλεστούν την κοινωνική δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι το καθολικό σύστημα ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες, επειδή οι μεσαίες τάξεις είναι σε θέση να επωφελούνται περισσότερο από τις κοινωνικές υπηρεσίες (στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην ασφάλιση κ.τ.λ.) απ’ ό,τι οι οικονομικά ασθενέστεροι, που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη των υπηρεσιών αυτών. Σύμφωνα με την ίδια άποψη, η ανισότητα του συστήματος ενισχύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι οι πιο εύποροι έχουν περισσότερα μέσα στη διάθεσή τους για να αποφύγουν την άμεση φορολογία, μέσω της οποίας χρηματοδοτούνται κυρίως οι υπηρεσίες αυτές.

Μολονότι, όμως, η φοροδιαφυγή πράγματι ανθίζει μεταξύ των εύπορων, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τρόποι να φορολογηθούν, όχι τόσο με βάση το εισόδημά τους –το οποίο πράγματι είναι εύκολο να αποκρυφτεί– αλλά με βάση την πολυτελή κατανάλωση και την ιδιοκτησία τους. Όσον αφορά στο επιχείρημα ότι οι μεσαίες τάξεις διεκδικούν καλύτερα τις κοινωνικές παροχές, αυτός ακριβώς είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η κατάργηση της καθολικότητας του κράτους-πρόνοιας θα οδηγούσε σ’ ένα είδος «ασφαλιστικού δικτύου» για τους άπορους, όπως ακριβώς συνέβαινε στις αρχές του αιώνα σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, προτείνονται διάφοροι έμμεσοι τρόποι για την κατάργηση της καθολικότητας που θα υποχρεώνουν τις εύπορες τάξεις να επιστρέφουν, συνήθως μέσω της φορολογίας, την αξία των κοινωνικών υπηρεσιών που τους παρέχει το κράτος. Όμως, η υιοθέτηση παρόμοιων μέτρων απλώς θα δημιουργούσε ένα επιπρόσθετο κίνητρο στη προνομιούχο «ικανοποιημένη εκλογική πλειοψηφία» αφενός για να αποτραβηχτεί από την κοινωνική κάλυψη των βασικών αναγκών υπέρ της ιδιωτικής τους κάλυψης και αφετέρου για να ασκήσει πιέσεις στους επαγγελματίες πολιτικούς με στόχο την περαιτέρω υποβάθμιση της ποιότητας των κοινωνικών υπηρεσιών. Είναι κατά συνέπεια προφανές ότι ένα σύστημα σαν κι αυτό που προτείνεται από τους ευρωπαίους σοσιαλφιλελεύθερους θα κατέληγε εύκολα σ’ ένα σύστημα παρόμοιο με το αμερικανικό σύστημα υγείας και εκπαίδευσης, το οποίο, με την ακραία πόλωση που το χαρακτηρίζει (όσον αφορά τις υψηλής ποιότητας υπηρεσίες που παρέχει ο ιδιωτικός τομέας σε σχέση με τις μίζερες υπηρεσίες που παρέχει το κράτος), πρέπει να είναι το πιο κοινωνικά άδικο σύστημα στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ο μόνος τρόπος για να μην είχε η κατάργηση της καθολικότητας μια τέτοια κατάληξη, θα ήταν η παράλληλη κατάργηση της παροχής αντίστοιχων υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα πράγμα βέβαια αδιανότητο στη σημερινή νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς.

Είναι επομένως προφανές ότι ο μύθος της έκρηξης των κοινωνικών δαπανών καλλιεργείται γι’ άλλους λόγους και όχι λόγω της υποτιθέμενης κρίσης χρηματοδότησης του συστήματος εξαιτίας δημογραφικών, κυρίως, λόγων. Στη Δανία, πολλά νοσοκομεία έχουν ήδη καθιερώσει ένα όριο ηλικίας για την εισαγωγή των ασθενών (το όριο αυτή τη στιγμή είναι τα 70 χρόνια), όχι επειδή το ποσοστό των ηλικιωμένων έχει αυξηθεί, αλλά επειδή, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, ο αριθμός των νοσοκομειακών κλινών έχει μειωθεί κατά 25% τα δέκα τελευταία χρόνια.[86] Παρόμοια, στη Βρετάνια, αποκαλύφθηκε πρόσφατα[87] ότι πολλά νοσοκομεία έχουν μειώσει το όριο ηλικίας  για συγκεκριμένες ασθένειες στα 65 χρόνια! Επομένως, ο πραγματικός λόγος για τις άγριες περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες είναι ότι, στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όσο υψηλότερος είναι ο «κοινωνικός μισθός» σε μια χώρα, τόσο χαμηλότερη είναι η ανταγωνιστηκότητά της. Για τις χώρες της Ε.Ε. ιδιαίτερα, στις οποίες ο κοινωνικός μισθός ήταν παραδοσιακά –και εξακολουθεί να είναι– αρκετά υψηλότερος απ’ ό,τι στις χώρες των ανταγωνιστικών οικονομικών περιφερειών (Βόρεια Αμερική, Άπω Ανατολή), το πρόβλημα έχει γίνει ιδιαίτερα σοβαρό.

Φυσικά, η καθολικότητα δεν εξαλείφει τις ανισότητες, οι οποίες είναι το κύριο υποπροϊόν της ίδιας της οικονομίας της αγοράς. Εντούτοις, στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο (που θεωρείται δεδομένο από τους σοσιαλφιλελεύθερους), η καθολικότητα βοηθά στο να αποτραπεί η δημιουργία ενός δυαδικού συστήματος, δηλαδή, ενός συστήματος στο οποίο οι ανάγκες μιας μεγάλης μερίδας (αν όχι της πλειονότητας) του πληθυσμού καλύπτονται ανεπαρκώς από ένα «ασφαλιστικό δίκτυο», ενώ οι ανάγκες των υπολοίπων υπερκαλύπτονται από τον ιδιωτικό τομέα.

Συμπερασματικά, από μια ριζοσπαστική προοπτική, η πραγματική επιλογή δεν είναι μεταξύ ενός νεοφιλελεύθερου συστήματος που καταργεί άμεσα την καθολικότητα και ενός σοσιαλφιλελεύθερου συστήματος που επιτυγχάνει έμμεσα τον ίδιο στόχο. Και αυτό, διότι και τα δυο συστήματα ενισχύουν την εξάρτηση των πολιτών από το κράτος και την αγορά σε σχέση με την κάλυψη των βασικών τους αναγκών. Η πραγματική, επομένως, επιλογή είναι μεταξύ ενός συστήματος κοινωνικών υπηρεσιών που ενισχύει την εξάρτηση και ενός εναλλακτικού συστήματος που ενδυναμώνει την αυτοδυναμία των πολιτών και  εναποθέτει τον έλεγχο του συστήματος στους ίδιους τους πολίτες, μέσω των κοινοτήτων τους.

 

Η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση 

Η τύχη της σοσιαλδημοκρατίας στο λίκνο της, την Ευρώπη, είναι ενδεικτική της αποτυχίας του σοσιαλιστικού κρατισμού στην ηπιότερη μορφή του. Η αντικατάσταση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης από τη σημερινή νεοφιλελεύθερη συναίνεση διαφαίνεται καθαρά στην πορεία που ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, μέχρι το τέλος του αιώνα, είναι πιθανό να περιλαμβάνει τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη.

Η διαδικασία δημιουργίας μιας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς, διαδικασία που είχε αρχίσει ήδη από τη δεκαετία του 1950 με τη Συνθήκη της Ρώμης, επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια με τη Πράξη για την Ενιαία Αγορά που τέθηκε σε ισχύ το 1993 και με τις συνθήκες του Μάαστριχτ  και του Άμστερνταμ που αντικατέστησαν τη Συνθήκη της Ρώμης. Η επιτάχυνση της διαδικασίας ενοποίησης έγινε επιτακτική από την αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και τον εντεινόμενο ανταγωνισμό με τα άλλα δυο τμήματα της Τριάδας (τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία). Οι υποστηρικτές της επιτάχυνσης της διαδικασίας υποστήριζαν ότι, στην υπερανταγωνιστική διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς του εικοστού πρώτου αιώνα που ανατέλλει, μόνο μια αγορά με ηπειρωτικές διαστάσεις θα μπορούσε να παρέχει την ασφάλεια και της οικονομίες κλίμακας που είναι αναγκαίες για την επιβίωση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Και πράγματι, στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, το οικονομικό άνοιγμα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και των υπόλοιπων μερών της Τριάδας διευρύνθηκε σημαντικά. Χαρακτηριστική ένδειξη του διευρυνόμενου ανοίγματος είναι το γεγονός ότι το μερίδιο της Ε.Ε. στις παγκόσμιες εξαγωγές μειώθηκε κατά 1,5% περίπου μεταξύ 1980 και 1996, ενώ τα μερίδια των Η.Π.Α. και Ιαπωνίας αυξήθηκαν  κατά 12,5% και 15% αντίστοιχα.[88] Κύρια αιτία για την ευρωπαϊκή αποτυχία αποτελεί το γεγονός ότι η ανταγωνιστικότητά της,  για μεγάλο χρονικό διάστημα, υπολειπόταν από την ανταγωνιστικότητα των άλλων περιφερειών. Έτσι, η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα μειώθηκε κατά 3,7% από το 1980, ενώ η ανταγωνιστικότητα των Η.Π.Α. αυξήθηκε κατά 2,2% και της Ιαπωνίας (η οποία για πολλά χρόνια βρισκόταν στην κορυφή της κλίμακας της ανταγωνιστικότητας) αυξήθηκε κατά 0,5%.[89]

Η μορφή που έχει πάρει η ενοποίηση εκφράζει, με πολλούς τρόπους, την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη τάση. Εάν, για παράδειγμα, η επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας είχε αρχίσει το 1979 –όταν μια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξακολουθούσε να βλέπει την Ευρωπαϊκή Ένωση να οικοδομείται πάνω στον «ενδεικτικό σχεδιασμό» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο[90]– μπορεί να είχε αναδυθεί μια πολύ διαφορετική εικόνα  Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στην πραγματικότητα, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εξέφραζε με ακρίβεια την ουσία της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οποία είχε μόλις αρχίσει να καταρρέει εκείνη την εποχή. Η πρότασή της αντιστοιχούσε σ’ ένα είδος «ευρωπαϊκού κεϋνσιανισμού» που θα αντικαθιστούσε τον εθνικό κεϋνσιανισμό, ο οποίος–σε συνθήκες αυξανόμενης ελευθερίας κίνησης του κεφαλαίου- είχε ήδη γίνει μη εφαρμόσιμος.

Εντούτοις, η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, που ακολούθησε την άνθιση της νεοφιλελεύθερης τάσης την προηγούμενη δεκαετία, οδήγησε στον παραμερισμό των προτάσεων για μια ευρωπαϊκή κεϋνσιανή στρατηγική. Έτσι, η τάση που επικράτησε τελικά στην Ε.Ε. ήταν αυτή που ταύτιζε την οικονομική ενοποίηση με τη δραστική συρρίκνωση του εθνικού ελέγχου στην οικονομική δραστηριότητα, χωρίς την παράλληλη εγκαθίδρυση ενός υπερεθνικού ελέγχου –πέρα από τον νομισματικό έλεγχο. Συνακόλουθα, η εκτελεστική εξουσία της Ε.Ε. περιορίστηκε στη δημιουργία ενός ομοιογενούς θεσμικού πλαισίου που επιτρέπει την χωρίς εμπόδια επιχειρηματική δραστηριότητα, παρέχοντας ταυτόχρονα κάποιες ελάχιστες εγγυήσεις (συμβατές προς τις επιταγές της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης) όσον αφορά στην προστασία του περιβάλλοντος και του κοινωνικού χώρου.

Η συμφωνία για την κοινή αγορά στηρίζεται στη βασική νεοφιλελεύθερη υπόθεση ότι οι οικονομίες της Ε.Ε. υποφέρουν από έλλειψη «διαρθρωτικής προσαρμογής», δηλαδή, από διαρθρωτικές ατέλειες που οφείλονται σε ανελαστικότητες  του μηχανισμού της αγοράς και σε διάφορα εμπόδια στον ελεύθερο ανταγωνισμό. Τέτοια εμπόδια, που αναφέρονται ρητά στην Έκθεση Cecchini στην οποία στηρίζεται η επίσημη ιδεολογία της ενιαίας αγοράς, είναι τα διάφορα φυσικά, τεχνικά και δασμολογικά εμπόδια που εμποδίζουν τη ροή των εμπορευμάτων, του κεφαλαίου και της εργασίας.[91] Όσον αφορά στην αγορά κεφαλαίου ιδιαίτερα, η απελευθέρωση της αγοράς αυτής από οποιονδήποτε έλεγχο, δηλαδή, η δημιουργία των συνθηκών για μια εύκολη και απεριόριστη ροή κεφαλαίου μεταξύ χωρών, θεωρείται βασική προϋπόθεση σ’ αυτή τη διαδικασία. Γι’ αυτό, η κατάργηση όλων των ελέγχων του ξένου συναλλάγματος θεωρείτο πάντοτε ουσιώδης συνθήκη για την «Κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά του 1993».

Εντούτοις, τα πιο σημαντικά εμπόδια δεν είναι αυτά που αναφέρονται ρητά στην Έκθεση, αλλά αυτά που η Έκθεση υπαινίσσεται με την έμφαση που δίνει στον ανταγωνισμό. Τα υπόρρητα αυτά εμπόδια είναι τα «θεσμικά» εμπόδια στον ελεύθερο ανταγωνισμό που είχαν εισαχθεί από τη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση και τα οποία ανέλαβε να εξουδετερώσει η συμφωνία για την ενιαία αγορά –έργο που ολοκλήρωσε η Συνθήκη του Μάαστριχτ. Τέτοια θεσμικά εμπόδια ήταν ο κρατικός παρεμβατισμός κεϋνσιανού τύπου για την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης, το ευρύ κράτος-πρόνοιας που δημιούργησε δημοσιονομικά προβλήματα, οι «περιοριστικές πρακτικές» των συνδικάτων και οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν λειτουργούσαν πάντοτε στη βάση μικροοικονομικών κριτηρίων για την αύξηση της οικονομικής τους αποτελεσματικότητας. Τα εμπόδια αυτά, όσο ο βαθμός διεθνοποίησης των ευρωπαϊκών οικονομιών ήταν ακόμα σχετικά χαμηλός, δεν είχαν ουσιαστικές αρνητικές συνέπειες για την οικονομία ανάπτυξης. Εντούτοις, όταν η αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας και, συγκεκριμένα, η διευρυνομένη κίνηση του κεφαλαίου, σταμάτησε να είναι συμβατή με την εφαρμογή εθνικών (κευνσιανων) μακροοικονομικών πολιτικών,  οι αρνητικές συνέπειες που είχαν τα εμπόδια αυτά στην ανάπτυξη έγιναν φανερές και εκδηλώθηκαν με την κρίση στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970, η οποία χτύπησε ιδιαίτερα σκληρά τις ευρωπαϊκές οικονομίες.[92]

Επομένως, ο βασικός στόχος της Συνθήκης του Μάαστριχτ ήταν να κτυπηθούν τα συμπτώματα αυτών των θεσμικών εμποδίων και, ιδιαίτερα, ο πληθωρισμός και τα τεράστια ελλείμματα του δημόσιου τομέα που είχε δημιουργήσει η επέκταση του κρατισμού. Σε συνέπεια με αυτή τη λογική, τα μόνα οικονομικά κριτήρια που αναφέρονται στη Συνθήκη είναι οι σταθερές τιμές, τα υγιή δημοσιονομικά και το βιώσιμο ισοζύγιο πληρωμών, ενώ η πλήρης απασχόληση και η βελτίωση (ή έστω η διατήρηση) του επιπέδου  κοινωνικής ευημερίας δεν αναφέρονται καν σαν στόχοι! Το άρθρο 3Α της Συνθήκης του Μάαστριχτ, που προφανώς είναι το σημαντικότερο άρθρο της συνθήκης, τονίζει ότι: 

Ο πρωταρχικός στόχος [της κοινής νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής] θα είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και, υπό την επιφύλαξη ότι δεν θα βλάπτεται ο στόχος αυτός, η υποστήριξη της γενικής οικονομικής πολιτικής της Κοινότητας, σύμφωνα με τις αρχές της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού…Οι δραστηριότητες αυτές των Κρατών–Mελών και της Κοινότητας θα βρίσκονται σε συμφωνία με τις ακόλουθες αρχές: σταθερές τιμές, υγιείς δημοσιονομικές και νομισματικές συνθήκες και βιώσιμο ισοζύγιο πληρωμών.[93] 

Δεν είναι παράξενο επομένως το ότι η «κοινωνική διάσταση» του Μάαστριχτ (η οποία παρουσιάστηκε από τους σοσιαλδημοκράτες ως σημαντική επιτυχία) έχει στην πραγματικότητα πολύ μικρή σημασία, αφού δεν προβλέπει κανέναν αποτελεσματικό μηχανισμό –ανάλογης σημασίας, για παράδειγμα, με τους αντιπληθωριστικούς μηχανισμούς που καθιέρωσε– για να διαφυλάξει το δικαίωμα στην εργασία, τη μείωση των ανισοτήτων, την εξαφάνιση της φτώχειας κτλ. Ο ίδιος ο Κοινωνικός Χάρτης της συνθήκης (για τον οποίο ιδιαίτερα υπερηφανεύονται οι σοσιαλδημοκράτες) στοχεύει περισσότερο σε οικονομικούς παρά σε κοινωνικούς στόχους. Ο πραγματικός στόχος του είναι η δημιουργία ομοιογενών κοινωνικών δομών στα πλαίσια της Ε.Ε. ώστε οι σχετικά εύποροι εργάτες των μητροπολιτικών χωρών να μπορούν να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με τις περιφερειακές χώρες, όπου ο «κοινωνικός μισθός» είναι πολύ χαμηλότερος.[94]  Όπως παρατηρεί σχετικά  ένας ερευνητής, ο Κοινωνικός Χάρτης δεν ενδιαφέρεται για ανθρώπους αλλά για  αποτελεσματικές και παραγωγικές εργατικές μονάδες. Αυτό γίνεται ιδιαιτέρα φανερό από το γεγονός ότι ο Κοινωνικός Χάρτης δεν μνημονεύει καν τους άνεργους, αυτούς που εργάζονται στο σπίτι φροντίζοντας τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και τους ανάπηρους. Ακόμη, δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη στον Χάρτη σε σχέση με το δικαίωμα στη στέγαση, την εκπαίδευση (πέρα από την επαγγελματική εκπαίδευση), το δικαίωμα των ανέργων στην περίθαλψη, ή έστω σε σχέση με γενικά πολιτικά δικαιώματα.[95]

Επομένως, η Συνθήκη του Μάαστριχτ επιβεβαίωσε απλώς το σαφή νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα που είχε ήδη αρχίσει να παίρνει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα με τη Πράξη για την Ενιαία Αγορά. Πρωταρχικός στόχος παραμένει η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μέσω της μείωσης του πληθωρισμού. Στο στόχο αυτό αποσκοπούν οι μηχανισμοί που καθιερώνουν η δεύτερη και τρίτη φάση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Έτσι, η ΟΝΕ, όπως και η Ενιαία Αγορά, δεν σημαίνουν την ενοποίηση λαών, ούτε καν την ενοποίηση κρατών, αλλά απλώς την ενοποίηση ελεύθερων αγορών. Αλλά ελεύθερες αγορές δεν σημαίνουν μόνο ανεμπόδιστη διακίνηση εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας, αλλά και «ελαστικότητα», δηλαδή, εξάλειψη των εμποδίων στην ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών και των μισθών, καθώς και γενικότερο περιορισμό του κρατικού  ελέγχου πάνω στην οικονομική δραστηριότητα. Κι αυτή είναι, στη πραγματικότητα, η ουσία της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης που χαρακτηρίζει το νέο θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε., δηλαδή, η περαιτέρω αγοραιοποίηση της οικονομίας της Ε.Ε. Έτσι, ο στόχος των νέων θεσμών είναι προφανής: μεγιστοποίηση της ελευθερίας του οργανωμένου κεφαλαίου, η συγκέντρωση του οποίου διευκολύνεται με κάθε τρόπο (όπως αποδείχτηκε, για παράδειγμα, από τις μαζικές εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων που σημειώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 εν όψει της ενιαίας αγοράς) και ελαχιστοποίηση της ελευθερίας της οργανωμένης εργασίας, με κάθε διαθέσιμο μέσο και, ιδιαίτερα, μέσω της απειλής της ανεργίας.

Είναι ενδεικτικό το ότι ο εθνικός έλεγχος στο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης (ο οποίος, στην πράξη, σταδιακά εξαλείφεται με την κατάργηση της δημοσιονομικής ελευθερίας που επιβάλλεται από τα κριτήρια «σύγκλισης») δεν αντικαθίσταται από έναν κοινό ευρωπαϊκό έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας για τη διασφάλιση της πλήρους απασχόλησης. Έτσι, ενώ στη μάχη ενάντια στον πληθωρισμό, ο οποίος θέτει σε άμεσο κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα και τα περιθώρια κέρδους του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, υπάρχει πρόβλεψη ακόμα και για τη δημιουργία ενός νέου υπερεθνικού οργανισμού (κοινή κεντρική τράπεζα), η μάχη ενάντια στην ανεργία αφήνεται ουσιαστικά στις δυνάμεις της αγοράς, πράγμα που εξασφαλίζει ότι στο μέλλον η ανεργία, η υποαπασχόληση και η συνακόλουθη διεύρυνση της ανισότητας θα αποτελούν τον κανόνα. Φυσικά, δεν μπορεί  να αποκλειστεί η πιθανότητα ότι μια πιο ελαστική αγορά εργασίας μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας , όπως συνέβη στις Η.Π.Α.  τα τελευταία  δέκα περίπου χρόνια. Αλλά το τίμημα που θα πρέπει να καταβληθεί για να λυθεί το πρόβλημα με τον «αμερικάνικο τρόπο» θα είναι η επιτάχυνση της διεύρυνσης της ανισότητας και της φτώχειας.

Τέλος, το υπό διάλυση εθνικό κράτος-πρόνοιας δεν αντικαθίσταται από μια κοινή κοινωνική πολιτική, που θα εγγυόταν την κάλυψη των βασικών αναγκών (υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση κ.τ.λ.), καθώς  και από ένα ελάχιστο εισόδημα για όλους, που θα μείωνε δραστικά την «Ευρω-φτώχεια». Έτσι, για χάρη της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν η Αμερική και η Ιαπωνία, το ευρωπαϊκό ιδεώδες έχει εκφυλιστεί σήμερα σ’ ένα είδος «αμερικανοποιημένης Ευρώπης», όπου συνυπάρχουν η πολυτέλεια και η ακραία φτώχεια, ενώ η άνετη ζωή της «κοινωνίας του 40%» αποτελεί το αντεστραμμένο είδωλο της περιθωριοποίησης των υπολοίπων. Η Βρετανία, που ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που υιοθέτησε τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, η οποία  διαφυλλάσεται τώρα ευλαβικά στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, δείχνει ίσως τη μελλοντική εικόνα της Ευρώπης. Στη Βρετανία, κατά τη διάρκεια της Θατσερικης περιόδου, το μερίδιο στο συνολικό εισόδημα του 10% του πληθυσμού στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας μειώθηκε κατά περισσότερο από ένα τρίτο (από 4,65% το 1979 σε 3% το 1991), ενώ το μερίδιο του 10% στην κορυφή της πυραμίδας αυξήθηκε κατά περίπου 21% (από 20,4% σε 25%)[96]

Επομένως, το θεσμικό πλαίσιο που εγκαθιδρύεται σήμερα στην Ευρώπη συνίσταται από ένα μοντέλο στο οποίο η συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης εξαρτάται από μια διαδικασία περαιτέρω διεθνοποίησης της οικονομίας, μέσω της καταστροφής της τοπικής οικονομικής αυτοδυναμίας και της συνεχούς επέκτασης των εξαγωγών για να καλυφθούν οι αυξανόμενες εισαγωγές. Σ’ αυτή τη διαδικασία, η οποία σημειώνεται τόσο μεταξύ περιφερειών (η Ε.Ε. ενάντια στο ιαπωνικό και αμερικανικό μέρος της Τριάδας) όσο και μέσα σε κάθε περιφέρεια, νικητές θα είναι αυτοί που θα καταφέρουν να είναι περισσότερο ανταγωνιστικοί, δηλαδή αυτοί που έχουν την παραγωγική και τεχνολογική βάση η οποία καθιστά δυνατή τη συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας.

Έτσι, οι σοσιαλδημοκράτες δεν θα πρέπει να κατηγορούνται ότι «πρόδωσαν» τα σοσιαλιστικά τους ιδανικά και συναίνεσαν στο νεοφιλελεύθερο περιεχόμενο της νέας Ευρώπης που αναδύεται σήμερα. Ούτε θα πρέπει να κατηγορούνται για τη σημερινή ύφεση, η οποία, για κάποιους σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγους, οφείλεται στις πολιτικές ύφεσης που υιοθετούνται από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. στην προσπάθειά τους να επιτύχουν τα κριτήρια σύγκλισης του Μάαστριχτ. Αν δεχτούμε τέτοιες ερμηνείες, τότε η αντικατάσταση του νεοφιλελεύθερου θεσμικού πλαισίου είναι απλώς θέμα να κερδίσουν την εξουσία οι «συνεπείς» σοσιαλιστές, οι οποίοι, στο πλαίσιο της οικονομικής ανάκαμψης, θα επαναφέρουν το θεσμικό πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμιά προδοσία, ούτε είναι πια εφικτή η ριζική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου «εκ των έσω». Με άλλα λόγια, αν θεωρήσουμε δεδομένο αυτό που παίρνουν ως δεδομένο οι σοσιαλδημοκράτες και οι συνοδοιπόροι τους στο Πράσινο κίνημα, δηλαδή, τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, καθώς και την συνακόλουθη ανάγκη συνεχούς βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω της περαιτέρω απελευθέρωσης των αγορών εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας, τότε, το περιεχόμενο της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό που υποστηρίζεται σήμερα από τους σοσιαλφιλελεύθερους.

Ο λόγος είναι ότι, στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας, που αποτελεί την πιο πρόσφατη φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, η ελαχιστοποίηση του κοινωνικού ρόλου του κράτους δεν συνιστά επιλογή αλλά προϋπόθεση προκειμένου να μπορέσει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά το ιαπωνικό και το αμερικανικό κεφάλαιο, τα οποία, με δεδομένη την απουσία σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης στις Η.Π.Α. και στην Άπω Ανατολή, αντιμετωπίζουν πολύ ασθενέστερα θεσμικά εμπόδια. Σήμερα, επομένως, η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει νόημα ούτε στο εθνικό ούτε στο υπερεθνικό επίπεδο της μετά-το-Μάαστριχτ Ευρώπης, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1. Οποιαδήποτε προσπάθεια από την πλευρά των ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών να αλλάξουν το σημερινό θεσμικό πλαίσιο προκειμένου να ενισχύσουν δραστικά τον κοινωνικό ρόλο του κράτους θα έκανε την Ευρώπη λιγότερο ανταγωνιστική από την Ιαπωνία ή τις Η.Π.Α. και θα είχε ως αποτέλεσμα μια μαζική φυγή του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη πρόταση για ένα πανευρωπαϊκό κεϋνσιανισμό. Ένας τέτοιος κεινσιανισμος θα ήταν ανέφικτος,  εκτός εάν επρόκειτο να συνδυαστεί με μια αυτοδύναμη ανάπτυξη που θα στηριζόταν σε μια ισχυρή προστασία της εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς. Αλλά μια τέτοια λύση βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με τη λογική και τη δυναμική του συστήματος. Για τον ίδιο λόγο, οι προτάσεις για την επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, προκειμένου να εισαχθούν σοσιαλδημοκρατικοί στόχοι στην Ε.Ε., είναι εξίσου ουτοπικές με την αρνητική έννοια του όρου.

Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι εάν θα είναι οι νεοφιλελεύθερες ή οι σοσιαλφιλελεύθερες ελίτ που θα διαχειρίζονται την πολιτική εξουσία, με τις πολυεθνικές να διαχειρίζονται την οικονομική εξουσία. Το πραγματικό ζήτημα είναι εάν η εξουσία θα ανήκει αποκλειστικά στους πολίτες και τις κοινότητές τους, σ’ ένα θεσμικό πλαίσιο εντελώς διαφορετικό από το σημερινό. Η  πραγματική εναλλακτική λύση, επομένως, θα ήταν η εγκατάλειψη του ίδιου του θεσμικού πλαισίου  της οικονομίας της αγοράς, είτε σοσιαλφιλελεύθερης είτε καθαρά νεοφιλελεύθερης, και η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου που θα στόχευε στην ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών και όχι αυτών που δημιουργεί η οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης. Ένα τέτοιο σύστημα, που θα στηριζόταν στην πολιτική και πολιτισμική αυτονομία των ευρωπαϊκών περιφερειών, καθώς και στην οικονομική αυτοδυναμία τους, θα ήταν σε θέση να παρέχει ένα άνετο βιωτικό επίπεδο για όλους τους πολίτες μια νέας και πραγματικής Ευρωπαϊκής «Κοινότητας»

 

Ο νέος σοσιαλδημοκρατικός μύθος  για την  Ευρωπαϊκή «κοινωνική αγορά» 

Τα τελευταία χρόνια, ένα νέο «όραμα» κατακτά τους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες: το όραμα μιας πανευρωπαϊκής «κοινωνικής αγοράς». Έτσι, ο Michel Albert υποστηρίζει ότι ο «καπιταλισμός δεν είναι μια μονολιθική δομή, αλλά ένα σύνολο τάσεων από το οποίο, σε κάθε περίπτωση, αναδύονται δύο αντίθετα ρεύματα, δύο μεγάλες ‘σχολές’».[97] Αυτά τα δυο μοντέλα είναι, όπως τα ονομάζει, το «νεοαμερικανικό μοντέλο» και το μοντέλο της κοινωνικής αγοράς του «Ρήνου» (που περιλαμβάνει κυρίως την Γερμανία, καθώς επίσης τις σκανδιναβικές χώρες και σ’ ένα βαθμό την Ιαπωνία). Έτσι, ο συγγραφέας υποθέτει ρητά την ύπαρξη διαφορετικών εθνικών καπιταλισμών που χαρακτηρίζονται από διαφορετικές χρηματοπιστωτικές δομές και, ακόμη πιο σημαντικό, από  διαφορετικά συστήματα κοινωνικής προστασίας, η οποία κυμαίνεται από τη σχεδόν απόλυτη απουσία κοινωνικής προστασίας στις Η.Π.Α., και τη γοργά εκλείπουσα κοινωνική προστασία στη Βρετανία, μέχρι το σημαντικό επίπεδο κοινωνικής προστασίας στη Γερμανία.

Σύμφωνα με τον Albert, στη μεταπολεμική περίοδο, δημιουργήθηκε στη Γερμανία μια κοινωνική αγορά, ένα είδος ‘συμμετοχικου’ (‘stakeholder’) καπιταλισμού ο οποίος αναδόμησε το θεσμικό πλαίσιο κατά τρόπο που προσπαθεί να εξασφαλίσει για τον πληθυσμό, στο σύνολό του, το κοινωνικό μερίδιο του από τη συμβολή του στην παραγωγή. Ένα σημαντικό στοιχείο σ’ αυτόν τον τύπο καπιταλισμού είναι η ρυθμισμένη αγορά εργασίας. Αντί για τις απελευθερωμένες και απορρυθμισμένες αγορές εργασίας, που ευδοκιμούν στη Βρετανία και στις Η.Π.Α., η αγορά εργασίας στη Γερμανία έχει ακόμα πολλούς κοινωνικούς ελέγχους: μακρόχρονη περίοδος προειδοποίησης και υψηλή αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης, μεγάλες διακοπές κτλ. Κατά συνέπεια, με δεδομένα τα υψηλά οικονομικά επιτεύγματα της Γερμανίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, εύκολα θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα  ότι το μοντέλο καπιταλισμού του Ρήνου όχι μόνο είναι  οικονομικά ανώτερο αλλά ότι και θα πρέπει να υιοθετηθεί, λόγω της προφανούς κοινωνικής του ανωτερότητας.

Εντούτοις, σήμερα είναι φανερό ότι, στον ανταγωνισμό μεταξύ του Αγγλο-αμερικανικού μοντέλου της απελευθέρωσης των αγορών και του μοντέλου της κοινωνικής αγοράς του Ρήνου, είναι το πρώτο που επικρατεί ξεκάθαρα. Αυτό φυσικά δεν είναι παράξενο, με βάση την ανάλυση στο Κεφάλαιο 1. Το μοντέλο του Ρήνου δεν είναι ένα μοντέλο για τον μελλοντικό καπιταλισμό, αλλά ένα υπόλειμμα της κρατικιστικής φάσης της αγοραιοποίησης, το οποίο δεν μπορεί προφανώς να επιβιώσει στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Έτσι, όταν, στη δεκαετία του 1990, η αγοραιοποίηση εντάθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο, το μοντέλο του Ρήνου μπήκε σε μια περίοδο κρίσης, στέλνοντας το ξεκάθαρο μήνυμα ότι, σήμερα, κανένας εθνικός καπιταλισμός δεν είναι βιώσιμος εάν δεν έχει «ομογενοποιήσει» τους κοινωνικούς ελέγχους του πάνω στις αγορές σε αντιστοιχία με αυτούς των ανταγωνιστών του.

Μια σαφής ένδειξη αυτής της κρίσης δίδεται από φαινόμενα όπως η μακροπρόθεσμη επιβράδυνση στην οικονομική ανάπτυξη, η φυγή κεφαλαίου και η έκρηξη της ανεργίας. Έτσι, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του γερμανικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος έπεσε από 3,3% την περίοδο 1965-80 σε 2,1% την περίοδο 1980-90 και 1,1% τη περίοδο 1990-1994.[98] Ακόμα, τη δεκαετία του’90, οι γερμανικές επενδύσεις στο εξωτερικό ήταν πέντε φορές υψηλότερες από τις ξένες άμεσες επενδύσεις στη Γερμανία.[99] Στην πραγματικότητα, η μεταφορά της παραγωγής σε χώρες με χαμηλότερο κόστος έχει καταστρέψει ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας στη Γερμανία από το 1991.[100] Αυτό συνετέλεσε σημαντικά στην ανεργία, η οποία αυξήθηκε κατά 50% μέσα σε τρία μόλις χρόνια, τη στιγμή μάλιστα που η ανεργία στις Η.Π.Α. μειωνόταν κατά 25% περίπου[101] (για τη σημασία της αμερικανικής «λύσης» στο πρόβλημα της ανεργίας, βλ. Κεφάλαιο 4). Έτσι, τα πρώτα πέντε χρόνια της δεκαετίας αυτής, η επίσημη ανεργία στη Γερμανία διπλασιάστηκε, φθάνοντας τα τεσσεράμισι εκατομμύρια (12% του εργατικού δυναμικού) το 1996.[102]

Η κρίση αυτή μπορεί να αποδοθεί στις διάφορες ανελαστικότητες που η γερμανική «κοινωνική» αγορά έχει εισάγει στην αγορά εργασίας, πραγμα που είχε συνέπεια ότι το ανά μονάδα εργασίας κόστος στη γερμανική μεταποίηση ήταν, το 1993, το υψηλότερο στον κόσμο: 50% υψηλότερο απ’ ό,τι σε Η.Π.Α. και Ιαπωνία, διπλάσιο απ’ ό,τι στη Βρετανία, πέντε φορές υψηλότερο απ’ ό,τι στις χώρες των Ασιατικών Τίγρεων και 46 φορές υψηλότερο απ’ ό,τι στην Κίνα ή στη Ρωσία![103] Επιπλέον, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η αύξηση στην παραγωγικότητα μειωνόταν πολύ πιο γρήγορα σε σχέση με τους μισθούς, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο το εργατικό κόστος και  οδηγώντας σε περαιτέρω επιδείνωση της γερμανικής ανταγωνιστικότητας.[104] Η εξέλιξη αυτή επηρέασε αρνητικά τόσο τις ξένες επενδύσεις, (καθώς οι επιχειρήσεις δεν ήταν πρόθυμες να επενδύσουν σε μια χώρα με υψηλό κόστος εργασίας) όσο και τις εξαγωγές. Έτσι, το μερίδιο της Γερμανίας στις παγκόσμιες εξαγωγές μειώθηκε κατά 12%  μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια.[105]

Δεν είναι επομένως περίεργο το ότι η γερμανική οικονομική ελίτ ήδη απαιτεί την κατάργηση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και  την αυστηρή εφαρμογή των κριτηρίων του Μάαστριχτ, έτσι ώστε η κοινωνική αγορά να συμπιεσθεί κάτω από τις πιέσεις αγοραιοποίησης που ενυπάρχουν στο σύστημα για την Οικονομική και  Νομισματική Ένωση. Ήδη από το 1996, η κυβέρνηση Κολ  ανάγγειλε ένα πακέτο μέτρων για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και για τον περιορισμό του κράτους-πρόνοιας, σηματοδοτώντας στην πράξη το τέλος της γερμανικής «κοινωνικής αγοράς» και προκαλώντας, στην πορεία, σημαντική αντίδραση από τα συνδικάτα.[106]

Εντούτοις, οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, αντιμέτωποι με το γεγονός ότι η υιοθέτηση της «κοινωνικής αγοράς» δεν είναι πια εφικτή στο εθνικό επίπεδο, προτείνουν τώρα την υιοθέτηση της κοινωνικής αγοράς σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο. Έτσι, ο Will Hutton υποστηρίζει: 

Οι χώρες της Ευρώπης, ενεργώντας από κοινού, έχουν τη δύναμη να ρυθμίζουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές, να ελέγχουν τις ροές  κεφαλαίου, και να παίζουν έτσι ένα ρόλο στον εξαναγκασμό των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας να ρυθμίζουν καλύτερα τις σχέσεις τους, ως μέρος μιας παγκόσμιας συμφωνίας… Η Ευρώπη μπορεί να επιμείνει για τη καθιέρωση κοινών κοινωνικών δικαιωμάτων σ’ ολόκληρη την ήπειρο έτσι ώστε να μην μπορούν οι πολυεθνικές να στρέφουν το ένα κράτος ενάντια στο άλλο σε μια προσπάθεια να πιέζουν τους μισθούς προς τα κάτω και να υποβαθμίζουν τις συνθήκες εργασίας. Η Ευρώπη μπορεί να θέσει κοινά περιβαλλοντικά κριτήρια και κοινούς κανόνες ελέγχου των επιχειρήσεων, θεμελιώνοντας την έννοια της ‘συμμετοχικης’ stakeholder επιχείρησης. Πράγματι, η ευρωπαϊκή κοινωνική αγορά μπορεί να τυποποιήσει τους κανόνες και τους κώδικές της έτσι ώστε… να είναι σε θέση να υπερασπίσει μια συνεργατική, περισσότερο δεσμευμένη σε κοινωνικούς στόχους μορφή καπιταλισμού.[107] 

Εντούτοις, όπως υποστηρίχθηκε στο Κεφάλαιο 1, οι μόνοι έλεγχοι πάνω στις αγορές που είναι συμβατοί με τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι οι απλοί ρυθμιστικοί έλεγχοι. Είναι προφανές ότι ούτε οι Η.Π.Α. ούτε η Ιαπωνία θα είχαν καμιά δυσκολία στο να συμφωνήσουν στην εισαγωγή ελέγχων που θα έκαναν ομαλότερη τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς. Όμως, όσον αφορά τους ελέγχους που ονομάσαμε «κοινωνικούς ελέγχους με τη στενή έννοια» όπως οι έλεγχοι που προτείνονται στο παραπάνω απόσπασμα ούτε η Ιαπωνία ούτε οι Η.Π.Α.  έχουν κάποιο κίνητρο (ούτε καμιά πίεση από την εκλογική τους βάση, δεδομένης της ασθενούς σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης  σ’ αυτές τις χώρες) να συμφωνήσουν στην εισαγωγή παρόμοιων ελέγχων, οι οποίοι θα τους αφαιρούσαν ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα που έχουν απέναντι στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες (ιδιαίτερα τη γερμανική). Επομένως, η μόνη πιθανότητα για την εισαγωγή τέτοιων ελέγχων στο ευρωπαϊκό επίπεδο θα ήταν μέσω της αποκοπής της Ευρώπης από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Η θέση για έναν «νέο προστατευτισμό», με στόχο την προστασία της απασχόλησης ή του περιβάλλοντος, έχει πρόσφατα κερδίσει έδαφος μεταξύ των ευρωπαίων σοσιαλιστών και περιβαλλοντιστών.[108] Το γεγονός, όμως,  ότι οι πολυεθνικές επιχειρήσεις παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και ότι οι δραστηριότητές τους δεν είναι απλώς ενδοπεριφερειακές αλλά και διαπεριφερειακές  προδικάζει την τύχη των κινημάτων προστατευτισμού. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ήταν το διαπεριφερειακό εμπόριο μεταξύ περιφερειών, και όχι το ενδοπεριφερειακό εμπόριο, που κυρίως ωφελήθηκε κατά την περίοδο στην οποία εντάθηκε η διεθνοποίηση (1958-89). Έτσι, παρά την αύξηση στο ενδοπεριφερειακό εμπόριο, ιδιαίτερα στο εσωτερικό της Ε.Ε., οι μεγαλύτερες αυξήσεις στις εμπορικές ροές κατά την  περίοδο 1958-89 αφορούσαν το εμπόριο μεταξύ περιφερειών, δηλαδή το εμπόριο μεταξύ της Βόρειας Αμερικής και της Ε.Ε. με την Ασία.[109] Είναι προφανές ότι, όπως ακριβώς η δυναμική ανάπτυξη-ή- θάνατος της οικονομίας της αγοράς, ιστορικά, δεν περιορίστηκε ποτέ στα όρια του έθνους-κράτους, έτσι και σήμερα είναι αδύνατο να περιοριστεί μέσα στα σύνορα ενός οικονομικού μπλοκ, όπως αυτό της Ευρώπης (Ε.Ε.) ή της Βόρειας Αμερικής (NAFTA).

Το αίτημα για έναν νέο προστατευτισμό, όταν θεωρεί δεδομένο το υπάρχον πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού, (όπως συμβαίνει με τους υποστηρικτές του προστατευτισμού είτε στην «Αριστερά» Πράσινοι προστατευτιστές είτε στη Δεξιά Buchanan και λοιποί στις Η.Π.Α., Goldsmith στη Βρετανία) είναι τόσο ανιστορικό, όσο και ουτοπικό με την αρνητική έννοια του όρου. Είναι ανιστορικό, επειδή αγνοεί τις δομικές αλλαγές που έχουν οδηγήσει στη σημερινή νεοφιλελεύθερη συναίνεση και τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Είναι ουτοπικό, επειδή παραβλέπει το γεγονός ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αποτελεσματικης παρέμβασης στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς με τη μορφή προστατευτισμού («παλιού» ή «νέου» τύπου) είναι καταδικασμένη να είναι αναποτελεσματική και μη-ανταγωνιστική και, ως τέτοια, αντίθετη προς τη λογική και τη δυναμική του ίδιου του συστήματος. Επιπλέον, είναι ουτοπικό επειδή προϋποθέτει ότι το «πρασίνισμα» του εμπορίου ή του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, ή ακόμη και του ίδιου του καπιταλισμού, είναι απλώς ζήτημα να πεισθούν οι άνθρωποι για τα κακά της «ιδεολογίας» του ελεύθερου εμπορίου. Παρόμοια, η πρόταση για την ελαχιστοποίηση του ρόλου της αγοράς, όπως για παράδειγμα υποστηρίζει ο Jeremy Seabrook («το ζήτημα δεν είναι τόσο να πάμε «πέρα» από την οικονομία της αγοράς, αλλά μάλλον να  μειώσουμε τη σημασία της στη ζωή μας σ’ ένα ελάχιστο, λειτουργικό επίπεδο»)[110] εύκολα μας φέρνει στο νου την περίπτωση μιας γυναίκας που επιθυμεί να μείνει «λίγο έγγυος»!

 

2.4.  Γιατί απέτυχε ο «σοσιαλιστικός» κρατισμός 

Στο τελευταίο τμήμα του κεφαλαίου αυτού, θα ήθελα να υποστηρίξω τη θέση ότι η θεμελιακή αιτία της ιστορικής αποτυχίας του σοσιαλιστικού κρατισμού και στις δυο εκφάνσεις του («υπαρκτός σοσιαλισμός» και σοσιαλδημοκρατία) έγκειται στην προσπάθειά του να συζεύξει δυο ασύμβατα στοιχεία: το «αναπτυξιακό» στοιχείο, που εξέφραζε τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, με το στοιχείο της κοινωνικής δικαιοσύνης, που εξέφραζε τη σοσιαλιστική ηθική. Και αυτό διότι, ενώ το αναπτυξιακό στοιχείο συνεπάγεται τη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης (είτε ως συνέπεια της λειτουργίας του μηχανισμού της αγοράς είτε ως συνακόλουθο στοιχείο του κεντρικού σχεδιασμού), το στοιχείο της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι εγγενώς συνδεδεμένο με την αποκέντρωση της οικονομικής δύναμης και την ισότητα, δηλαδή με την οικονομική δημοκρατία. Έτσι, ο σοσιαλιστικός κρατισμός, στην προσπάθειά του να κάνει τα οφέλη της ανάπτυξης προσβάσιμα σ’ όλους και να δώσει καθολικό νόημα στην Πρόοδο –η οποία ταυτιζόταν με την ανάπτυξη–προσπάθησε να δημιουργήσει μια σοσιαλιστική οικονομία ανάπτυξης, παραβλέποντας τη θεμελιακή αλληλεξάρτηση της ανάπτυξης και της συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης.

Επιπλέον, η προσπάθεια σύζευξης του αναπτυξιακού στοιχείου με το στοιχείο κοινωνικής δικαιοσύνης δημιούργησε μια θεμελιακή ασυμβατότητα μεταξύ μέσων και σκοπών. Έτσι, ενώ η καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης αποτελούσε την αναπόφευκτη συνέπεια της οικονομίας της αγοράς και, επομένως, μέσο (οικονομία της αγοράς) και στόχος (οικονομία ανάπτυξης) ήταν απόλυτα συμβατά, στην περίπτωση του σοσιαλιστικού κρατισμού, ο στόχος (οικονομία ανάπτυξης) δεν ήταν συμβατός με το μέσο (σοσιαλδημοκρατικός κρατισμός / κεντρικός σχεδιασμός). Στην πραγματικότητα, όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός κρατισμού (όπως στην περίπτωση του κεντρικού σχεδιασμού), τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός της ασυμβατότητας μεταξύ μέσων και σκοπών, πράγμα που συντείνει ακόμη περισσότερο στην αποτυχία του συστήματος.

 

Ο ρόλος της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της αποτελεσματικότητας 

Το γεγονός ότι τόσο η καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης όσο και ο σοσιαλιστικός κρατισμός είχαν κοινό στόχο, δηλαδή την οικονομία ανάπτυξης, σήμαινε ότι οι ίδιες αρχές, έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση της παραγωγής και της οικονομικής και κοινωνικής ζωής γενικότερα, ανεξάρτητα από το εάν κίνητρο της παραγωγής ήταν το ιδιωτικό κέρδος ή κάποιο «συλλογικό» κέρδος. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι και οι δυο τύποι σοσιαλιστικού κρατισμού χαρακτηρίζονται από τις ίδιες αρχές της οικονομικής αποτελεσματικότητας και ανταγωνιστικότητας. Έτσι, η οικονομική αποτελεσματικότητα υιοθετείται τόσο από τη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης όσο και από τη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του σοσιαλιστικού κρατισμού, ως αναγκαία συνθήκη για τη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης. Ακόμα, η ανταγωνιστικότητα αποτελεί είτε άμεση συνέπεια της ενσωμάτωσης μιας επιχείρησης στην οικονομία της αγοράς (εθνικοποιημένες βιομηχανίες στην περίπτωση της σοσιαλδημοκρατίας), ή έμμεση συνέπεια της ενσωμάτωσης μιας σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης στην παγκόσμια οικονομία ανάπτυξης.

Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής, δεν μπορούμε να δεχτούμε την θέση του Gunder Frank ότι οι χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δεν είχαν άλλη επιλογή από το να υποταχθούν στην αρχή της ανταγωνιστικότητας.[111] Η ανταγωνιστικότητα δεν επιβλήθηκε σ’ αυτές τις χώρες από την ενσωμάτωσή τους στην παγκόσμια αγορά, αλλά εξαιτίας της ανταγωνιστικής συμμετοχής τους στην παγκόσμια οικονομία ανάπτυξης (‘να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε την Αμερική’). Στην πραγματικότητα, η ενσωμάτωση των χωρών αυτών στην παγκόσμια οικονομία της αγοράς δεν ήταν ποτέ πλήρης. Αυτό φαίνεται:

  • πρώτον, από το γεγονός ότι το εμπόριο της Ανατολικής Ευρώπης με τη Δύση αντιπροσώπευε ιστορικά ένα πολύ μικρό ποσοστό του παγκόσμιου εμπορίου: το εμπόριο της Ανατολικής Ευρώπης ήταν λιγότερο από 5% του προπολεμικού παγκόσμιου εμπορίου και περίπου 10% του μεταπολεμικού.[112]

  • δεύτερον, από το γεγονός ότι η εσωτερική διάρθρωση των τιμών στις χώρες αυτές ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν της παγκόσμιας αγοράς, όπως έγινε φανερό μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» όταν οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες αντιμετώπισαν πελώρια προβλήματα στη προσπάθεια τους να προσαρμόσουν τη διάρθρωση των τιμών τους στην παγκόσμια διάρθρωση των τιμών.

Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά, πρώτον, στην αρχή της οικονομικής αποτελεσματικότητας, η αρχή αυτή αποτελούσε πάντοτε το κριτήριο της επιτυχίας σε σχέση με το στόχο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης. Ο σχεδιασμός της τεχνολογίας και η οργάνωση της παραγωγής γινόταν με στόχο, από την μια μεριά, να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα και, από την άλλη, να διασφαλιστεί η διατήρηση και αναπαραγωγή των ιεραρχικών δομών. Γι’ αυτό, άλλωστε, ένα σύγχρονο σοβιετικό εργοστάσιο, ακόμα και την εποχή του Λένιν (και με την προτροπή του), δεν διέφερε σε τίποτα –από την άποψη της εσωτερικής λειτουργίας, της ιεραρχικής οργάνωσης της παραγωγής κ.τ.λ. από το αντίστοιχο καπιταλιστικό. Κι αυτό δεν εξέφραζε παρά τη πίστη των σοσιαλιστών κρατιστών  στην «ουδετερότητα» της τεχνολογίας. Έτσι, όπως ακριβώς η τεχνολογία θεωρείτο από τους κρατιστές σοσιαλιστές ως ένα ουδέτερο μέσο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σ’ οποιοδήποτε κοινωνικό σύστημα για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου, η αποτελεσματικότητα εθεωρείτο κι αυτή ένα ουδέτερο μέσο για την επίτευξη του στόχου της οικονομικής ανάπτυξης. Επιπλέον, το γεγονός ότι η σοσιαλιστική οικονομία ανάπτυξης υιοθέτησε τον ίδιο ορισμό της οικονομικής αποτελεσματικότητας με αυτόν της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης (δηλαδή έναν ορισμό που στηρίζεται σε στενά τεχνο-οικονομικά κριτήρια στα οποία δεν συγκαταλεγόταν το οικολογικό κόστος της ανάπτυξης) συνεπαγόταν ότι οι οικολογικές συνέπειες της ανάπτυξης θα ήταν αναπόφευκτα σοβαρές. Έτσι, παρά το γεγονός ότι στη σοσιαλιστική οικονομία ανάπτυξης η διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης δεν συνδυαζόταν με την αγοραιοποίηση της οικονομίας, όπως στη Δύση, η διαδικασία αυτή προκάλεσε, επίσης, σοβαρή οικολογική καταστροφή (στην πραγματικότητα, μεγαλύτερη απ’ ό,τι στη Δύση, λόγω του χαμηλότερου επιπέδου της τεχνολογίας στην Ανατολή).

Όσον αφορά, δεύτερον, στην αρχή της ανταγωνιστικότητας, η αρχή αυτή παρέμεινε ανέγγιχτη στη δυτική σοσιαλδημοκρατία, η οποία προσπάθησε απλώς να «παντρέψει» τον κρατισμό με τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, οι εθνικοποιημένες βιομηχανίες δεν σταμάτησαν ποτέ να αποτελούν μέρος της οικονομίας της αγοράς και ενθαρρύνονταν με διάφορους τρόπους να είναι ανταγωνιστικές προς άλλες βιομηχανίες, ιδιωτικές ή δημόσιες, εγχώριες ή ξένες. Στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» επίσης, παρά τις περιστασιακές επίσημες επιθέσεις ενάντια στον ατομικισμό, τα υλικά κίνητρα (για «μεγαλύτερη» και «καλύτερη» παραγωγή) στα οποία είχαν καταφύγει από καιρό οι χώρες αυτές ως υποκατάστατο της σοσιαλιστικής αυτοδιεύθυνσης, δεν ήταν παρά η επιβεβαίωση μιας υπόρρητης αρχής ανταγωνιστικότητας. Έτσι, η αρχή της ανταγωνιστικότητας, η οποία είναι η βασική οργανωτική αρχή της οικονομίας της αγοράς, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, είτε ως ρητός στόχος της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας, είτε ως υπόρρητος στόχος του «υπαρκτού σοσιαλισμού», παρά το γεγονός ότι και οι δυο αυτές εκδοχές σοσιαλιστικού κρατισμού εξέφραζαν (η καθεμιά σε διαφορετικό βαθμό βέβαια) μια προσπάθεια υπέρβασης του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς. Η ανταγωνιστικότητα, όμως,  είναι ασύμβατη με την οικονομική αυτοδυναμία των κοινωνικών ατόμων και των κοινοτήτων τους και οδηγεί σε περαιτέρω ένταση του καταμερισμού εργασίας και της εξειδίκευσης και, συνακόλουθα, στη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στα χέρια των ελίτ που ελέγχουν την οικονομική διαδικασία.

Θα μπορούσαμε, επομένως, να υποστηρίξουμε τη θέση ότι από τη στιγμή που και οι δυο εκδοχές του σοσιαλιστικού κρατισμού έδειξαν ότι, σε τελική ανάλυση, στηρίζονταν στις ίδιες θεμελιακές αρχές στις οποίες στηριζόταν η οικονομία της αγοράς και ότι οδηγούσαν αναπόφευκτα στην αναπαραγωγή παρόμοιων ιεραρχικών δομών, είχε ήδη ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση που οδηγούσε στην κατάρρευση του ίδιου του σοσιαλιστικού κρατισμού καθώς και των ιδεολογιών στις οποίες αυτός στηριζόταν (μαρξισμός, κεϋνσιανισμός). Αυτό οφειλόταν τόσο σε υποκειμενικούς όσο και σε αντικειμενικούς παράγοντες.

Οι υποκειμενικοί παράγοντες αναφέρονται στη μαζική συνειδητοποίηση της αποτυχίας του σοσιαλιστικού κρατισμού να οδηγήσει σε μια νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης, σ’ ένα νέο μοντέλο κοινωνικής ζωής, που θα υπερέβαινε τις αρχές που χαρακτηρίζουν το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Η οικονομική κρίση του σοσιαλιστικού κρατισμού, σε συνδυασμό με την αναπόφευκτη ενίσχυση της γραφειοκρατικοποίησης της κοινωνικής ζωής (αναπόφευκτη, στο πλαίσιο μιας μορφής σοσιαλισμού που στηριζόταν στο κράτος και τη γραφειοκρατία του), αποτέλεσαν τα βασικά συστατικά στοιχεία που οδήγησαν στην κρίση αξιοπιστίας του σοσιαλιστικού προτάγματος στην κρατικιστική του μορφή. Για τον μέσο πολίτη, ήταν προφανώς προτιμότερο να επιλέξει το «αυθεντικό σύστημα», το οποίο ήταν σε θέση να ικανοποιεί καλύτερα τις  καταναλωτικές του/της ανάγκες, παρά να συνεχίσει να υποστηρίζει ένα σύστημα το οποίο όχι μόνο αποτύγχανε στις σοσιαλιστικές υποσχέσεις του, αλλά και, σε ορισμένες σημαντικές πλευρές, ήταν μια κακή απομίμηση της οικονομίας της αγοράς.

Οι αντικειμενικοί παράγοντες αναφέρονται στο γεγονός ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η επιδίωξη της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας, που συνεπάγεται ο στόχος της ανάπτυξης, έρχεται σε θεμελιακή αντίφαση με τους σοσιαλιστικούς στόχους. Είναι προφανές ότι τα κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης, στα οποία στηρίζονται οι σοσιαλιστικοί στόχοι, είναι πολύ ευρύτερα από τα στενά οικονομικά κριτήρια που ορίζουν την οικονομική αποτελεσματικότητα και ανταγωνιστικότητα, και ως τέτοια είναι ασύμβατα με αυτά.

 

Η σύγκρουση μεταξύ της οικονομίας ανάπτυξης και της σοσιαλιστικής ηθικής 

Συμπερασματικά, όσον αφορά, πρώτον, στον «υπαρκτό σοσιαλισμό», η αποτυχία του οφειλόταν στη θεμελιακή ασυμβατότητα μεταξύ των απαιτήσεων της οικονομίας ανάπτυξης και της λειτουργίας μιας οικονομίας κεντρικού σχεδιασμού. Ενώ σε μια οικονομία της αγοράς, οι δυνάμεις της αγοράς είναι σχετικά ελεύθερες να εξασφαλίσουν το βαθμό συγκέντρωσης που απαιτείται για την ανάπτυξη, σε μια οικονομία σχεδιασμού, οι αυθαίρετες παρεμβάσεις των γραφειοκρατών και των τεχνοκρατών του Πλάνου στη διαδικασία ανάπτυξης, που στόχευαν στον αντιφατικό συνδυασμό της ανάπτυξης με τη κοινωνική δικαιοσύνη (για παράδειγμα, με τη μορφή της «συγκεκαλυμμένης ανεργίας») οδήγησαν αναπόφευκτα σε οικονομική αναποτελεσματικότητα. Παρόμοια, σ’ ένα γραφειοκρατικά οργανωμένο οικονομικό σύστημα, ήταν πρακτικά αδύνατο να εισαχθούν νέες τεχνολογίες και προϊόντα, ιδιαίτερα στον τομέα των καταναλωτικών αγαθών όπου είναι ιδιαίτερα απαραίτητο ένα αποκεντρωμένο σύστημα πληροφοριών.

Από αυτήν την άποψη, μπορεί κανείς να εκτιμήσει ως εν μέρει βάσιμη και εν μέρει αβάσιμη τη θέση του Gunder Frank[113] ότι η ιστορία του παγκόσμιου συστήματος δείχνει ότι, στο βαθμό που ο ανταγωνισμός αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό του κόσμου, ο «σοσιαλισμός σε μια χώρα» δεν είναι δυνατός, ενώ  ο «παγκόσμιος» σοσιαλισμός δεν θα διέφερε σημαντικά από το σημερινό κόσμο.

Είναι βάσιμη, στο βαθμό που τονίζει ότι, όταν μια οικονομία είναι μέρος της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς, ο σοσιαλισμός (με τη μορφή του σοσιαλιστικού κρατισμού –και θα πρόσθετα, με τη μορφή της αυτόνομης κοινωνίας των πολιτών) πράγματι δεν είναι δυνατός. Γι’ αυτό, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στο Κεφάλαιο 6, η πραγματοποίηση του απελευθερωτικού προτάγματος είναι δυνατή μόνο στο πλαίσιο ενός νέου τύπου οικονομίας, ο οποίος θα διαφέρει ριζικά τόσο από την οικονομία της αγοράς, όσο και από την οικονομία ανάπτυξης.

Ταυτόχρονα, η θέση του Gunder Frank είναι αβάσιμη όταν υποστηρίζει ότι «το ίδιο παγκόσμιο σύστημα, και η ουσιαστική δομή και ‘τρόπος’ λειτουργίας του, υπάρχουν για πάνω από 5.000 χρόνια». Η οικονομία της αγοράς, ως αυτορρυθμιζόμενο σύστημα, όπου οι βασικές οικονομικές αποφάσεις λαμβάνονται μέσω του μηχανισμού της αγοράς, έχει ηλικία το πολύ 200 χρόνων, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1, και όπως έχει πειστικά δειχτεί κυρίως από τον Polanyi.[114] Επομένως, το γεγονός ότι οι αγορές και ο ανταγωνισμός προηγήθηκαν της Βιομηχανικής Επανάστασης δεν αναιρεί το εξίσου σημαντικό γεγονός ότι ο ρόλος τους στο παρελθόν ήταν περιθωριακός στην οικονομική διαδικασία. Έτσι, στην περίοδο πριν από την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, ούτε οι δυνάμεις του ανταγωνισμού έπαιζαν κανένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών, ούτε  οι τιμές αποτελούσαν τον βασικό τρόπο κατανομής των οικονομικών πόρων. Επομένως, το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν ο Gunder Frank, απορρίπτοντας (σωστά) τη μαρξιστική θεωρία της ιστορίας,  απορρίπτει (λανθασμένα) και οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία της ιστορίας, ισοπεδώνοντας όλες τις κρίσιμες διαφορές μεταξύ της σημερινής ‘κοινωνίας της αγοράς’ και των προγενέστερων κοινωνιών, μόνο και μόνο επειδή όλες μοιράζονται μια κάποια μορφή αγοράς.

Τέλος, όσον αφορά στη σοσιαλδημοκρατία, ήταν, επίσης, η προσπάθεια σύζευξης της ανάπτυξης με την κοινωνική δικαιοσύνη που οδήγησε στην κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Τα βασικά στοιχεία της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης στόχευαν επίσης στην αποκέντρωση της οικονομικής δύναμης, δηλαδή σε ένα στόχο που αντιφάσκει εγγενώς με τη λογική και της δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Στο βαθμό επομένως που η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση πέτυχε στο στόχο της και επέφερε μια αλλαγή στην κοινωνική ισορροπία δυνάμεων, δεν ήταν πια συμβατή με την αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Μ’ αυτήν την έννοια, η σημερινή επικράτηση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και η συνακόλουθη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης αποτελούν τη φυσική «αντίδραση» της οικονομίας ανάπτυξης στη σοσιαλδημοκρατική «δράση» και, ταυτόχρονα, ένα στάδιο προς την ολοκλήρωση της ιστορικής διαδικασίας αγοραιοποίησης της οικονομίας και της κοινωνίας.

 


 

[1] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η Ελληνική περίπτωση (Αθήνα, Εξαντας, 1985 &1987), κεφ. Α

[2] Η οικονομική αποτελεσματικότητα ορίζεται συνήθως με όρους τεχνικής αποτελεσματικότητας (ελαχιστοποίηση των εισροών ή μεγιστοποίηση του προϊόντος για κάθε δοσμένο συνδυασμό εισροών) παραγωγικης αποτελεσματικότητας  (που συνεπάγεται ότι καμιά ανακατανομή των πόρων δεν θα μπορούσε να αυξήσει το προϊόν) και ανταλλακτικης αποτελεσματικότητας (που συνεπάγεται ότι καμιά περεταίρω ανταλλαγή δεν θα μπορούσε να βελτιώσει την ευημερία του καταναλωτή). Εντούτοις, αυτός ο δήθεν «ουδέτερος» ορισμός της αποτελεσματικότητας αποκλείει εγγενώς τα θεματα διανομης των αγαθών έτσι ώστε είναι απόλυτα δυνατό μια συγκεκριμένη κατανομή των πορων να είναι «αποτελεσματική» και ταυτόχρονα να μην είναι σε θέση να ικανοποιεί επαρκώς (ή και καθόλου) τις ανάγκες πολλών πολιτών.

[3] Cornelius Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy (Oxford: Oxford University Press, 1991), σελ. 184. 

[4] Adam Smith, The Wealth of Nations (London: Harmondsworth, 1970), σελ. 104. 

[5] Όπως παρατηρεί ο Sean Sayers, αντλώντας από το Κεφάλαιο του Μαρξ, τομ. 3, και τα Grundrisse, «ο Μαρξ θεωρεί την τεράστια επέκταση της παραγωγής στην οποία έχει οδηγήσει ο καπιταλισμός ως την προοδευτική και ‘εκπολιτιστική’ πλευρά του»· Sean Sayers, «Moral Values and Progress,» New Left Review, No. 204 (Μάρτιος- Απρίλιος 1994), σελ. 67-85. 

[6] John Grahl αναφερόμενος στη μελέτη της Elman Altvater, The Future of the Market (London: Verso, 1993), New Left Review, No. 214 (Nov.-Dec. 1995), σελ. 155. 

[7] Βλ. James O'Connor, «Capitalism, Nature, Socialism,» Society and Nature, τόμος 1, τεύχος 2, (1992) σελ. 187-214. 

[8] Murray Bookchin, The Philosophy of Social Ecology (Montreal: Black Rose, 1995), σελ. 142. 

[9] Martin J. Conyon, «Industry profit margins and concentration: evidence from UK manufacturing», International Review of Applied Economics, Vol. 9, No. 3 (1995), σελ. 288. 

[10] P. Nolan and K. O’Donnell «Restructuring and the politics of industrial renewal :the limits of flexible specialisation» in A. Pollert (επιμ.) Farewell to Flexibility? (Oxford: Blackwell, 1991) σελ. 161 

[11] Tim Lang and Colin Hines, The New Protectionism: Protecting the Future Against Free Trade (London: Earthscan, 1993), σελ. 34. 

[12] Βλ., π.χ., Petr Kropotkin, Fields, Factories and Workshops Tomorrow (London: Hutchinson, 1899)· και τα πρόσθετα στοιχεία και σχόλια από τον Colin Ward στην έκδοση του 1974 του βιβλίου (London: Allen & Unwin).Βλ., ακόμα, Kropotkin, The Conquest of Bread (London: Penguin, 1972) κεφ. 16. 

[13] Petr Kropotkin, Fields, Factories and Workshops Tomorrow, σελ. 32-34 και 41-44. 

[14] . P.J. McGowan and B. Kurdan, «Imperialism in World System Perspective», International Studies Quarterly, Vol. 25, No. 1 (Μάιος 1981), σελ. 43-68.  

[15] Paul Bairoch, The Economic Development of the Third World Since 1900 (London: Methuen, 1975), σελ. 190-92. 

[16] Τα στοιχεία υπολογίστηκαν από την World Development Report 1994 και την World Development Report 1981 της Παγκόσμιας Τράπεζας (Washington DC: World Bank). 

[17] International Monetary Fund, International Financial Statistics, (διάφορες χρονολογίες) & World Bank, World Development Report 1995, πίνακας 13. 

[18] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question (Cambridge: Polity Press, 1996), πίνακες 3.2, 3.3 & 3.4. 

[19] Mike Campbell, Capitalism in the UK (London: Croom Helm, 1981), πίνακας 3.2· και John Allen and Doreen Massey, The Economy in Question, (London: Sage Publications, 1988) διάγραμμα 5.1. 

[20] Phillip Armstrong et al., Capitalism Since World War II (London: Fontana, 1984), σελ. 216-18. 

[21] John Allen and Doreen Massey, επιμ., Restructuring Britain: The Economy in Question, σελ. 192-200. 

[22] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 53. 

[23] Βλ., για παράδειγμα, τη συνέντευξη του Alvin Toffler στην εφημερίδα The Guardian (13 Ιανουαρίου 1996). 

[24] Michael Carley and Ian Christie, Managing Sustainable Development (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1993), σελ. 50. 

[25] Andrew McLaughlin, «What Is Deep Ecology?» Capitalism, Nature, Socialism, Vol. 6/3, No. 23 (Σεπτέμβριος 1995). 

[26] World Bank, World Development Report 1995, πίνακας 2 

[27] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, σελ. 163. 

[28] . Για μια περιεκτική ανάλυση αυτής της διαδικασίας, βλ. το έργο του Murray Bookchin και, ιδιαίτερα, τα έργα του Remaking Society  (Montreal: Black Rose, 1990, ελληνική έκδοση, Ξαναφτιάχνοντας την Κοινωνία, Αθήνα: Εξάντας, 1993), The Ecology of Freedom (Montreal: Black Rose, 1991), and From Urbanisation to Cities  London: Cassell, 1995). 

[29] V. Lenin, The State and Revolution (Moscow: Foreign Languages Publishing House, 1917), σελ. 30.

[30] G.P. Maximoff, The Political Philosophy of Bakunin (Toronto: Macmillan), 1953, σελ. 287.

[31] Βλ., για παράδειγμα, Michael Bleaney, The Rise and Fall of Keynesian Economics (London: Macmillan, 1985), ιδιαίτερα το κεφάλαιο 12. 

[32] Βλ., για παράδειγμα, Paul Sweezy, The Theory of Capitalist Development (New York: Monthly Review Press, 1942), σελ. 87-92. 

[33] Michael Ellman, Socialist Planning (Cambridge: Cambridge University Press, 1979), σελ. 267-68. 

[34] The Guardian (26 Nov. 1992).

[35] Michael Barratt-Brown, Models in Political Economy (London: Penguin, 1984), σελ. 144.  

[36] A. Szymanski, «The Socialist World System», στο Socialist States in the World System, C. K. Chase-Dunn, επιμ. (London: Sage Publications, 1982), πίνακας 2.3. Ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για τη δεκαετία του 1980 αναφέρεται στην Ρωσική Ομοσπονδία μόνο (World Development Report 1997). 

[37] Για μια παρουσίαση της φιλελεύθερης αντίληψης, (έξω από την ακραία δεξιά --Hayek και λοιποί) βλ., για παράδειγμα, το έργο του διακεκριμένου βρετανού σοβιετολόγου Alec Nove, The Economics of Feasible Socialism (London: Allen and Unwin, 1983). Για μια κριτική του έργου του Nove από αριστερή, σοσιαλκρατικιστική πλευρά, βλ. E. Mandel, “In Defence of Socialist Planning,” New Left Review, No. 159 (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1986). 

[38] Alec Nove, «The Soviet Economy: Problems and Prospects,» New Left Review, No. 119 (Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1980), σελ. 3-19. 

[39] Τέτοιες απόψεις εκφράζονται για παράδειγμα απο τον Καστοριαδη, Cornelius Castoriadis, Political and Social Writings (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1988), Vols. 1-2, καθώς και από τον ανατολικογερμανό Πράσινο, Rudolf Bahro —όταν δεν είχε ακόμα υιοθετήσει την ιδέα για τον «Πράσινο Αδόλφο» (βλ. Janet Biehl, “Ecology and the Modernisation of Fascism in the German Ultra-right,” Society and Nature, Vol. 2, No. 2, (1994)—R. Bahro, The Alternative in Eastern Europe (London: Verso, 1978). 

[40] Βλ. τη συνέντευξη που δόθηκε από τον Alexander Yakovlev στην εφημερίδα The Guardian (20 Αυγούστου 1991) καθώς και το βιβλίο του, The Fate of Marxism in Russia (Yale: Yale University Press, 1993). 

[41] Leon Trotsky, The Revolution Betrayed (New York: Merit, 1965). 

[42] Peter Gowan, «Neo-Liberal Theory and Practice for Eastern Europe», New Left Review, No. 213 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος, 1995), σελ. 40. 

[43] Jeffrey Sachs, «What is to be done?» Economist, 13 January 1990.

[44] Peter Gowan, «Neo-Liberal Theory and Practice», σελ. 6-7. 

[45] Peter Gowan, «Neo-Liberal Theory and Practice» σελ. 24.

[46] J. M. C. Rollo and J. Stern, «Growth and Trade Prospects for Central and Eastern Europe», The World Economy, No. 199 (παρατίθεται στο Peter Gowan, «Neo-Liberal Theory and Practice», σελ.55. 

[47] Ενδεικτικά, ο Γιέλτσιν και η κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, προκειμένου να πάρουν ένα δάνειο της τάξεως του 1,5 δισεκατομμυρίου δολλαρίων, έπρεπε να υποσχεθούν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ότι θα μείωναν δραστικά τις κρατικές επιχορηγήσεις των ρωσικών εξαγωγών. Και όλα αυτά, τη στιγμή που η Ε.Ε. είχε αρνηθεί να μειώσει τους δασμούς στα ανατολικά προϊόντα, προκαλώντας περεταίρω άνοιγμα του ελείμματος στο ρωσικό εμπορικό ισοζύγιο· The Guardian (26 Μαϊου1993). 

[48] The Guardian (24 Μαρτίου 1993). 

[49] World Bank, World Development Report 2000/2001, Table 11 

[50]   The Guardian, (16 Μαρτιου, 1994)

[51] OECD, Integrating emerging market economies into the international trading system (Paris: OECD, 1994) (παρατίθεται στο Peter Gowan, «Neo-Liberal Theory and Practice», σελ. 17). 

[52] The Guardian (3 Δεκεμβρίου 1994). 

[53] Παρατίθεται στο Peter Gowan, «Neo-Liberal Theory and Practice», σελ. 22. 

[54] World Bank, World Bank Development Report 1995, πίνακας 26. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, ο δείκτης θνησιμοτητας στη Ρωσία ανέβηκε από 11.4 το 1991 σε 14.4 το 1993 και σε 16.2 στο πρώτο τρίμηνο του 1994 (Michael Ellman, «The Increase in Death and Disease Under ‘Katastroika’» Cambridge Journal of Economics, No. 18 (1994), σελ. 349. 

[55] The Guardian (16 Νοεμβρίου 1992). 

[56] The Guardian (7 Ιουλίου 1993).

[57] Βλ. Markus Mathyl, «Is Russia on the Road to Dictatorship?» Green Perspectives, No. 34 (Δεκέμβριος 1995). 

[58] Alexander Buzgalin and Andrei Kolganov, «Russia: the Rout of the Neo-Liberals», New Left Review, No. 215 (Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1996), σελ. 132. 

[59] Sheldon Wolin, «What revolutionary action means today» στο Dimensions of Radical Democracy, επιμ. Chantal Mouffe, (London: Verso, 1995 & 1992), σελ. 241 

[60] B. Cumings, «The Abortive Abertura», New Left Review, No. 173 (Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1989), σελ. 5-32. 

[61] P. Bachrach, The Theory of Democratic Elitism (Boston, 1967), σελ. 8-9. 

[62] Paul Bowles and Xiao-yuan Dong, «Current Successes and Future Challenges in China’s Economic Reforms», New Left Review, No. 208 (Νοέμβριος/Δεκέμβριος 1994), πίνακας 1. 

[63] W. Byrd, The Market Mechanism and Economic Reform in China (New York: Armonk, 1991), σελ. 219 (παρατίθεται στο Paul Bowles and Xiao-yuan Dong , «Current Successes and Future Challenges in China’s Economic Reforms»). 

[64] World Bank, World Development Report 1991, fig. 1.1 

[65] Richard Smith «The Chinese Road to Capitalism», New Left Review, No. 199, (Μάιος/Ιούνιος 1993), σελ. 69. 

[66] Richard Smith «The Chinese Road to Capitalism», σελ. 96-97. 

[67] Paul Hirst & Grahame Thompson, Globalization in Question,  σελ. 108. Το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζεται και από άλλες μελέτες που επιβεβαιώνουν ότι η γεωγραφικη κατανομή του εισοδήματος έχει σίγουρα γίνει περισσότερο άνιση κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων, βλ., π.χ., C. Brammal and M. Jones «Rural Income Inequality in China Since1978», Journal of Peasant Studies, Vol. 21, No. 1  (Οκτώβριος 1993). 

[68] Andrew Higgins παραπέμποντας στον Hu Angang, διακεκριμένο κινέζο οικονομολόγο στην Κινεζική Ακαδημία των Κοινωνικών Επιστημών, The Guardian, (30 Μαϊου1996) 

[69] Simon Long παραπέμποντας σ’ ένα άρθρο της κινεζικής ημερήσιας εφημερίδας Economic Information Daily, The Guardian (8 Ιανουαρίου 1994).  

[70] Catherine Field, The Observer (13 Φεβρουαρίου 1994). 

[71] Richard Smith «The Chinese Road to Capitalism», σελ. 95. 

[72] . Paul Bowles and Xiao-yuan Dong  «Current Successes and Future Challenges in China’s Economic Reforms», σελ. 50. 

[73] Gabriel Kolko, Anatomy of a War (New York: The New Press, 1994) παρατίθεται στο John Gittings, The Guardian (13 Ιανουάριος 1995). 

[74] «Introduction», στο P. Anderson and P. Camiller, επιμ., Mapping the West European Left, (London: Verso, 1994), σελ. 15-16. 

[75] Andrew Martin, «Labour, the Keynesian Welfare State, and the Changing International Political Economy» στο Richard Stubbs and Geoffrey R. D. Underhill, Political Economy and the Changing Global Order (London: Macmillan, 1994), σελ. 70. 

[76] Eric Helleiner, «From Bretton Woods to Global Finance: A World Turned Upside-Down» in Richard Stubbs and Geoffrey R. D. Underhill, Political Economy, σελ. 173.  

[77] Jan Fagerberg et al «The decline of social-democratic state capitalism in Norway», New Left Review, no 181, Μάιος/Ιούνιος 1990, σελ. 88. 

[78] . Βλ. το άρθρο του Tom Notermans στο τεύχος του Ιουνίου 1993 του Politics and Society. 

[79] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question. 

[80] Βλ., π.χ., Martin Jacques, Sunday Times (18 Ιουλίου 93). 

[81] Βλ., π.χ., Νίκος Μουζέλης, «4 Προβλήματα σε σχέση με τον εκσυγχρονισμό», Το Βήμα (25 Ιουλίου 1993). 

[82] The Guardian (20 Δεκεμβρίου 1993).  

[83] Βλ. Will Hutton, The Guardian (18 Αυγούστου 1993). 

[84] European Consumers Bureau Report/The Guardian (13 Φεβρουαρίου 1992). 

[85] Βλ., π.χ., το άρθρο του καθηγητή στο London School of Economics Νίκου Μουζέλη, «Το μέλλον του κράτους-πρόνοιας» στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (1-2 Ιανουαρίου 1994). 

[86] Le Monde (8 Φεβρουαρίου 1994).

[87] BBC, Απρίλιος 1994.

[88] World Bank, World Development Report, 1998/99, Πιν. 15 

[89] World Economic Forum (1993). 

[90] Βλ. the European Commission, The Challenges Ahead—A Plan for Europe (Brussels, 1979). 

[91] Paolo Gecchini, 1992: The European Challenge (London: Wildwood House, 1988), σελ. 4. 

[92] Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σημαντικών οικονομιών όπως η Γερμανία, η Βρετανία και η Ιταλία ήταν πολύ μικρότερος από 3% στη δεκαετία του 1970, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός των Η.Π.Α. ήταν μεγαλύτερος από 3% και της Ιαπωνίας ξεπερνούσε το 5%. (Word Bank, World Development Report 1981, πίνακας 2) 

[93] European Commission, Treaty on European Union (Maastricht, 1992). 

[94] Ο D. Piachaud, καθηγητής στο London School of Economics, καταληγει σε παρόμοιο συμπέρασμα, The Guardian (13 Νοεμβρίου 1991). 

[95] F. Weber, «Impact of the Social Charter», Europe 1992 (Dublin, 1991), σελ. 34 και 37.

[96] Alissa Goodman and Steven Webb, For Richer, For Poorer (London: Institute of Fiscal Studies, 1994), fig. 2.3. 

[97] Michel Albert, Capitalism Against Capitalism (London: Whurr, 1993), σελ. 5.

[98] World Bank, World Development Report 1995, πίνακας 2 και WDR 1996, Πιν. 11. 

[99] Norbert Walter, «German Social Market Economy Need New Lease of Life», The Guardian (13 Φεβροαρίου 1995).  

[100] Mark Frankland, The Observer (24 Δεκεμβρίου 1995). 

[101] Η ανεργία στη Γερμανια αυξήθηκε από 5.6% το 1991 σε 8.4% το 1994, ενώ η ανεργία στις Η.Π.Α. μειώθηκε από 7.4% το 1992 σε  5.6% το 1995 (European Commission, Eurostatistics (Νοέμβριος 1995)· OECD, Economic Outlook, No. 58 (Δεκέμβριος 1995). 

[102] Ian Traynor, The Guardian, 25 Ιανουαρίου 1996. 

[103] David Kerr, «British Manufacturing Is Starting to Score at the Expense of Inflexible European Competitors», The Guardian (16 Ιανουάριος 1995).[104] Ενδεικτικά, σύμφωνα με το πιο πρόσφατο World Competitiveness Yearbook 1996 (International Institute for Management Development) η Γερμανία έπεσε από την 6η στη 10η θέση στην κατάταξη της ανταγωνιστικότητας μεταξύ 1995 και 1996, ενώ οι Η.Π.Α. παρέμειναν στην κορυφή.  

[105] Η γερμανική συμμετοχή στις εξαγωγές μειώθηκε από 11.7% το 1989 σε 10.2% το 1995, World Bank, World Development Report, 1991 & 1997, πίνακας 13 & 15 αντιστοιχα. 

[106] Η προσφατη ανοδος στην εξουσια της ‘κοκκινοπρασινης συμμαχιας’ δεν προκειται βεβαια ν’ αποτρεψει την καταρρευση του ‘μοντελλου του Ρηνου’ ιδιαιτερα μαλιστα οταν τοσο οι σοσιαλδημοκρατες οσο και οι Πρασινοι ειναι ενθερμοι θιασωτες της ΟΝΕ. Οπως σημειωσα αλλου, (Ελευθεροτυπια, 10/10/98) η μονη σημασια της κυβερνητικης αυτης αλλαγης ειναι οτι  σηματοδοτεί το οριστικό τέλος του οικολογικού κινήματος (τοσο του Γερμανικου, οσο και ---λογω του ‘βαρους’ του Γερμανικου κινηματος-- του παγκοσμιου) ως κινηματος για ριζική κοινωνική αλλαγή. 

[107] Will Hutton, The State We re In (London: Jonathan Cape, 1995), σελ. 315-16.

[108] Tim Lang and Colin Hines, The New Protectionism: Protecting the Future Against Free Trade. (London: Earthscan, 1993). 

[109] Marc L. Busch and Helen V. Miller, «The Future of the International Trading System: International Firms, Regionalism and Domestic Politics» στο Richard Stubbs and Geoffrey R.D. Underhill, Political Economy and the Changing Global Order (London: Macmillan, 1994), πίνακας 1. 

[110] Jeremy Seabrook, The myth of the market, (Devon: Green Books, 1990) σελ. 33 

[111] André Gunder Frank, “Is Real World Socialism Possible?”, Society and Nature, Vol. 2, No. 3 (1994). 

[112] Βλ. Alan A. Brown and Egon Neuberger, International Trade and Central Planning (Berkeley: University of California Press, 1968), πίνακας και, ακόμα, World Development Report (World Bank, διάφορες χρονολογίες). 

[113] André Gunder Frank, “Is Real World Socialism Possible?” 

[114] Βλ. Karl Polanyi, The Great Transformation (Boston: Beacon Press, 1944). Για μια πρόσφατη συζήτηση της θέσης του Polanyi, βλ. ακόμα, Kari Polanyi-Levitt, επιμ., The Life and Work of Carl Polanyi (Montréal: Black Rose Press, 1990).