(Το  παρακάτω άρθρο έχει δημοσιευθεί στο τεύχος 3 του περιοδικού Δημοκρατία & Φύση)


Για μία δημοκρατική αντίληψη της επιστήμης και της τεχνολογίας

printable version

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ*

  

Σύνοψη: Η αντίληψη, η οποία επεκράτησε στη Δύση από τον καιρό του Διαφωτισμού κατά τον 18ο αιώνα, ότι η επιστήμη και η τεχνολογία επιτρέπουν τον ανθρώπινο έλεγχο της φύσης, σε μια αέναη διαδικασία Προόδου και χειραφέτησης, έχει τεθεί σε σοβαρή δοκιμασία τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια. Αντικείμενο αμφισβήτησης έγινε όχι μόνο η αντικειμενικότητα και ουδετερότητα της επιστήμης αλλά, επίσης, η αυτονομία της τεχνολογίας. Εντούτοις, ένα ακόμη σοβαρότερο θέμα που έχει τεθεί αφορά τον δημοκρατικό χαρακτήρα της σημερινής επιστήμης και τεχνολογίας, της  «τεχνοεπιστήμης». Το θέμα ανέκυψε, όχι μόνο εξαιτίας των σημερινών επιθέσεων εναντίον της επιστήμης από τους ιρασιοναλιστές κάθε είδους (θρησκόληπτοι —το φρούτο των Ελληνορθόδοξων στα παρ’ ημιν— μυστικιστές κ.λπ.) αλλά, επίσης, εξαιτίας των επιθέσεων κατά των υποτιθεμένων εγγενών αντιδημοκρατικών χαρακτηριστικών της ίδιας της τεχνολογίας. Ο σκοπός του άρθρου αυτού είναι η διερεύνηση, από δημοκρατική σκοπιά, των επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων σχετικά με την ουδετερότητα, την αυτονομία και τον δημοκρατικό χαρακτήρα της τεχνοεπιστήμης και η συναγωγή κάποιων συμπερασμάτων σχετικά με τα επιθυμητά χαρακτηριστικά μιας δημοκρατικής επιστήμης και τεχνολογίας.

 

Εισαγωγή 

Η κρίση της τεχνοεπιστήμης ήλθε στην επιφάνεια περίπου 30 χρόνια πριν όταν, από τη μια μεριά, αμφισβητήθηκε η επιστημονική διαδικασία δημιουργίας «αντικειμενικών» αληθειών[1] και, από την άλλη, επισημάνθηκαν οι αρνητικές κοινωνικές και οικολογικές επιπτώσεις της σημερινής τεχνολογίας.[2] Η κρίση της επιστήμης είχε ιδιαίτερα καταστροφικές συνέπειες σε σχέση με την αληθοφάνεια των ερμηνειών που αφορούσαν κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα, όπως έδειξε η επακολουθήσασα άνοδος του μεταμοντερνιστικού κινήματος. 

Η επιστήμη παίζει διπλό ρόλο σε σχέση με την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης, που την ορίζουμε ως το σύστημα οικονομικής οργάνωσης που συμπλέκεται είτε «αντικειμενικά» (καπιταλιστική οικονομία της αγοράς) είτε εσκεμμένα («σοσιαλιστική» σχεδιασμένη οικονομία) με την οικονομική ανάπτυξη.[3]  Έτσι, η επιστήμη παίζει πρώτα ένα σημαντικό ιδεολογικό ρόλο σε σχέση με την «αντικειμενική» δικαίωση της οικονομίας ανάπτυξης —ρόλο που ετέθη σε σοβαρά δοκιμασία από την κρίση εμπιστοσύνης της επιστήμης. Όπως η θρησκεία έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο στην «αντικειμενική» δικαίωση της φεουδαρχικής ιεραρχίας, αντίστοιχα, η επιστήμη παίζει ένα κρίσιμο ρόλο στη δικαίωση της σύγχρονης ιεραρχικής κοινωνίας. Στη πραγματικότητα, από τη στιγμή που η επιστήμη αντικατέστησε τη θρησκεία, ως η κυρίαρχη κοσμο-αντίληψη, δεν έπαψε να δικαιώνει «αντικειμενικά» την οικονομία ανάπτυξης, τόσο στη καπιταλιστική όσο και στη «σοσιαλιστική» εκδοχή της.  

Όμως, η επιστήμη —και ιδιαίτερα η εφαρμοσμένη επιστήμη και οι τεχνολογικές εφαρμογές της— παίζει ένα εξίσου σημαντικό λειτουργικό ρόλο στην υλική αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης, μέσω της αποφασιστικής συμβολής της στην προσπάθεια κυριάρχησης του φυσικού κόσμου και μεγιστοποίησης της ανάπτυξης. Η συνειδητοποίηση των αποτελεσμάτων της οικονομικής ανάπτυξης πάνω στη Φύση και συνακόλουθα στην ποιότητα ζωής, έθεσε σε αμφισβήτηση τον λειτουργικό ρόλο της επιστήμης στην προώθηση της Προόδου. Όταν, επιπρόσθετα αμφισβητήθηκε και η ίδια η αξιοπιστία των επιστημονικών αληθειών, είτε οι αλήθειες αυτές είχαν πηγή προέλευσης την ορθόδοξη κοινωνική «επιστήμη»[4] είτε την εναλλακτική «επιστήμη» του σοσιαλισμού, τον Μαρξισμό[5], τότε, έφθασε η στιγμή της αλήθειας για την ιδεολογία της ανάπτυξης. Σήμερα, η κεντρική φαντασιακή σημασία της οικονομίας ανάπτυξης, δηλαδή η ταύτιση της Προόδου με την ανάπτυξη και την συνακόλουθη ιδέα της ανθρώπινης κυριαρχίας πάνω στη Φύση, είναι, για πρώτη φορά από τον καιρό του Διαφωτισμού, κάτω από μαζική επίθεση.  

Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού και η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού είχαν το αποτέλεσμα ότι η ριζοσπαστική κριτική που ασκήθηκε στον «επιστημονικό» σοσιαλισμό, τον κρατισμό, και την εξουσιαστική πολιτική δεν λειτούργησε ως καταλύτης για την παραπέρα θεωρητική ανάπτυξη στο χώρο της αντι-εξουσιαστικής Αριστεράς. Αντίθετα, οι μεταμοντέρνοι θεωρητικοί οικειοποιήθηκαν τη κριτική του επιστημονισμού και τη μετέτρεψαν σε ένα γενικό σχετικισμό, ο οποίος αναπόφευκτα οδήγησε στην εγκατάλειψη κάθε αποτελεσματικής κριτικής του στάτους κβο και τη θεωρητικοποίηση του κομφορμισμού.[6] 

Όμως, δεν είναι η ίδια η επιστήμη και γενικά ο ορθολογισμός οι οποίοι ευθύνονται για τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση, όπως ισχυρίζονται οι διαφόρων ειδών ιρασιοναλιστές. Ο Paul Heelas, για παράδειγμα, καθηγητής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ και συγγραφέας του βιβλίου The New Age, τονίζει ότι «δεν πιστεύουμε πια ότι ο ορθολογισμός και η επιστήμη είναι οι μότορες της ανθρώπινης προόδου, όπως υποσχόταν ο Διαφωτισμός (...) δεν υπάρχει πια καμιά αίσθηση αισιοδοξίας και ενθουσιασμού για το μέλλον (...) [Τα] σπιριτουαλιστικά κινήματα είναι η εξαίρεση. Είναι αισιόδοξα, αλλά σε ένα πολύ προσωπικό ατομικιστικό επίπεδο, στην προσπάθεια για την αυτο-τελείωση τους. Σχεδόν το 50% των φοιτητών μου επιδίδονται στον παγανισμό, ή τον σαμανισμό και ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο με την εξερεύνηση του εαυτού τους παρά για την αλλαγή του κόσμου».[7] 

Εντούτοις, όπως θα τονιστεί στη συνέχεια, η εφαρμοσμένη επιστήμη (όπως και η τεχνολογία), δεν είναι ουδέτερη στη λογική και τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Παρόλα αυτά, η επιστήμη ανήκει στη παράδοση της αυτονομίας από την άποψη των μεθόδων που χρησιμοποιεί για να συνάγει τα πορίσματα της και, μερικές φορές, ακόμη και από την άποψη του περιεχομένου της (π.χ. απομυστικοποίηση θρησκευτικών δοξασιών). Όπως, επομένως, προσπάθησα να δείξω αλλού,[8] αυτό που χρειάζεται σήμερα δεν είναι η απόρριψη της επιστήμης, ή πολύ περισσότερο του ίδιου του ορθολογισμού, στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, αλλά η υπέρβαση του «αντικειμενικού» ορθολογισμού (δηλ. του ορθολογισμού που θεμελιώνεται σε «αντικειμενικούς νόμους» της φυσικής ή κοινωνικής εξέλιξης) και η ανάπτυξη ενός νέου είδους δημοκρατικού ορθολογισμού.

 

Είναι ουδέτερη η τεχνοεπιστήμη; 

Η θέση που υποστηρίζεται στο άρθρο αυτό είναι ότι η σύγχρονη τεχνοεπιστήμη δεν είναι ούτε «ουδέτερη», με την έννοια ότι είναι απλώς ένα «μέσο» που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την πραγματοποίηση οποιουδήποτε σκοπού, ούτε αυτόνομη, με την έννοια ότι είναι ο μοναδικός ή ο πιο σημαντικός παράγοντας που καθορίζει τις κοινωνικές δομές, σχέσεις και αξίες. Αντίθετα, υποστηρίζεται ότι η τεχνοεπιστήμη καθορίζεται από τις εξουσιαστικές σχέσεις που συνεπάγεται το συγκεκριμένο σύμπλεγμα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών θεσμών που χαρακτηρίζει την οικονομία ανάπτυξης και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, δηλ. το σύστημα πεποιθήσεων, ιδεών και των αντιστοίχων αξιών που συνδέεται με αυτούς τους θεσμούς.[9] 

Ένα κρίσιμο στοιχείο του σημερινού κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος είναι η ιδεολογία της ανάπτυξης, που μπορεί να οριστεί απλά ως η ιδεολογία που θεμελιώνεται στη κοινωνική φαντασιακή σημασία ότι «η απεριόριστη ανάπτυξη της παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων είναι, στη πραγματικότητα, ο κεντρικός στόχος της ανθρώπινης ύπαρξης».[10] Η ιδεολογία της ανάπτυξης έχει καθιερωθεί εδώ και 200 περίπου χρόνια, ως αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης και της δυναμικής που εκφράζεται με το μότο «ανάπτυξη-ή-θάνατος» που ετέθη σε κίνηση από την οικονομία της αγοράς. Έτσι, από τον Άνταμ Σμιθ,[11] μέχρι τον Καρλ Μαρξ,[12] το βασικό πρόβλημα εθεωρείτο ότι είναι πως θα μπορούσε το ανθρώπινο γένος, με τη βοήθεια της επιστήμης και των τεχνολογικών της εφαρμογών, να μεγιστοποιήσει την οικονομική ανάπτυξη. Στη πραγματικότητα, ο Μαρξ ήταν ακόμη περισσότερο εμφαντικός για τη σημασία της ταχείας ανάπτυξης. Όπως σημειώνεται σε πρόσφατη Μαρξιστική μελέτη:  

η Μαρξιστική κριτική του καπιταλισμού συχνά ενείχε μία μετάβαση από το ένα είδος οικονομικού ορθολογισμού στο άλλο, από μια διαδικασία ανάπτυξης που χαρακτηρίζετο από συνεχείς κρίσεις σε μια που θα ήταν απαλλαγμένη από κρίσεις και επομένως ταχύτερη (δική μου η έμφαση), από ένα αναποτελεσματικό και σπάταλο καταμερισμό των παραγωγικών πόρων σε ένα καταμερισμό που θα στηριζόταν σε πιο ακριβείς και περιεκτικούς τρόπους υπολογισμού.[13] 

Δεν είναι, λοιπόν, εκπληκτικό ότι το σοσιαλιστικό κίνημα που αναδύθηκε στην Ευρώπη του 19ου αιώνα και, φυσικά, το Μαρξιστικό κίνημα, δεν αποτελούσαν παρά την υλοποίηση της σοσιαλιστικής κρατικιστικής άποψης, σύμφωνα με την οποία, ο στόχος του σοσιαλιστικού κινήματος πρέπει να είναι η κατάληψη της κρατικής εξουσίας, με νόμιμα ή επαναστατικά μέσα, ως αναγκαία συνθήκη για την ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή, δηλ. ως προϋπόθεση για τη χρησιμοποίηση της γνώσης μας για τη Φύση και τη κοινωνία με στόχο τη διαμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος και της πορείας της κοινωνικής εξέλιξης. Η άποψη αυτή ενείχε μια πορεία γραμμικής (ή διαλεκτικής) Προόδου προς το μέλλον. Η Πολιτική θεμελιώνεται στην επιστήμη, σε μια αποτελεσματική γνώση, ανεξάρτητα από τη συλλογική, δημιουργική και αυτοθεσμίζουσα δραστηριότητα των κοινωνικών ατόμων. Η σοσιαλιστική κρατικιστική άποψη άνθισε κυρίως στο πρώτο τέταρτο του αιώνα μετά το τέλος του 2ου παγκόσμιου πολέμου, ως αποτέλεσμα της τεράστιας εξάπλωσης της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης στην Αν. Ευρώπη και της κατάληψης της εξουσίας από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη δυτική Ευρώπη. 

Η σοσιαλιστική κρατικιστική άποψη, ρητά η σιωπηρά, υιοθετούσε την θέση της ουδετερότητας της τεχνοεπιστήμης, σύμφωνα με την οποία, η τεχνοεπιστήμη  είναι ένα  «μέσο» το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καπιταλιστική ή σοσιαλιστική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στο Μαρξιστικό κίνημα, μόνο η Σχολή της Κριτικής Θεωρίας της Φρανκφούρτης απέρριπτε τη θέση της ουδετερότητας της τεχνολογίας υποστηρίζοντας ότι, μολονότι η τεχνολογία εξυπηρετεί δημιουργικούς στόχους όπως η αύξηση της ανθρώπινης εξουσίας πάνω στη Φύση,  ο σχεδιασμός και οι εφαρμογές της εξυπηρετούν τη κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο και, με αυτή την έννοια, τα μέσα  (τεχνολογία) δεν είναι πραγματικά άμοιρα αξιών αλλά περιλαμβάνουν μέσα στην ιδία τη δομή τους το στόχο της προώθησης μιας συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης (Georg Lucaks, Adorno, Marcuse κ.α). 

Δεν ήταν επομένως περίεργο ότι ο «υπάρχων σοσιαλισμός» υιοθέτησε πλήρως τη δυτική βιομηχανική τεχνοδομή (ίδια εργοστάσια, παραγωγικά συστήματα κ.λπ.). Ο Λένιν, ήδη από το 1918, είχε εισαγάγει τον Τειλορισμό, ο Στάλιν μιλούσε για  την  «επιστημονο-τεχνική επανάσταση», ενώ ο Τρότσκυ τόνιζε ότι «ο Μαρξισμός ξεκινά από την ανάπτυξη της τεχνικής ως τη θεμελιακή πηγή προόδου, και κτίζει το κομουνιστικό πρόγραμμα πάνω στη δυναμική των παραγωγικών δυνάμεων».[14] Έτσι, η αρχή της οικονομικής αποτελεσματικότητας ήταν πάντα το κριτήριο για τη μέτρηση της επιτυχίας της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης σε σχέση με το στόχο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ο στόχος στη διαδικασία σχεδιασμού της τεχνολογίας και οργάνωσης της παραγωγής ήταν, από τη μια μεριά, η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας και, από την άλλη, η εξασφάλιση της διατήρησης και αναπαραγωγής των ιεραρχικών δομών. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ένα σύγχρονο Σοβιετικό εργοστάσιο, ακόμη και τον καιρό του Λένιν, (με την ενθάρρυνση του), δεν διέφερε σε τίποτα —όσον αφορά την εσωτερική του λειτουργία, τη ιεραρχική οργάνωση της παραγωγής κ.λπ.— από ένα αντίστοιχο καπιταλιστικό, πράγμα που απλά αντανακλούσε τη σοσιαλιστική πίστη στην «ουδετερότητα της τεχνολογίας». Έτσι, όπως η τεχνολογία εθεωρείτο από τους κρατικιστές σοσιαλιστές ως ουδέτερο μέσο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από οποιοδήποτε κοινωνικό σύστημα για την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου, έτσι και η αποτελεσματικότητα εθεωρείτο ως ένα ουδέτερο μέσο για την επίτευξη του στόχου της ανάπτυξης. 

Η ιδεολογία της ανάπτυξης επομένως συμπλήρωνε τη φιλελεύθερη ιδεολογία της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης και τη σοσιαλιστική ιδεολογία της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης. Με αυτή την έννοια, η ιδεολογία της ανάπτυξης αποτελούσε την απώτατη ιδεολογική θεμελίωση τόσο για την καπιταλιστική όσο και για την «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης, παρά τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους διαρθρώνονται οι ιεραρχικές δομές συγκέντρωσης δύναμης στους δυο τύπους οικονομίας ανάπτυξης. Ακόμη, η ιδεολογία της ανάπτυξης, με μια έννοια, λειτούργησε ως η απώτατη ιδεολογία, η ιδεολογία «σε τελική ανάλυση», εφόσον καθόρισε τελικά τη κυρίαρχη ιδεολογία. Και αυτό, διότι η οικονομική αποτυχία της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης (δηλ. η αποτυχία της να δημιουργήσει μια δυτικού τύπου καταναλωτική κοινωνία) ήταν η κύρια αιτία η οποία οδήγησε στην κατάρρευση αυτού του τύπου οικονομίας ανάπτυξης και στην σημερινή επικράτηση της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης και της ιδεολογίας της (φιλελευθερισμός). 

Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης υιοθέτησε τον ίδιο ορισμό οικονομικής αποτελεσματικότητας όπως και η καπιταλιστική (δηλ. ένα ορισμό που βασίζεται πάνω σε στενά τεχνοοικονομικά κριτήρια που δεν περιλαμβάνουν το οικολογικό κόστος της ανάπτυξης) μπορεί επίσης να εξηγήσει το γεγονός ότι και οι δυο τύποι οικονομίας ανάπτυξης συνδέονται με ένα παρόμοιο βαθμό επιδείνωσης του περιβάλλοντος. Έτσι, παρά το γεγονός ότι στη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης η διαδικασία ανάπτυξης δεν ήταν συνδεδεμένη με την αγοραιοποίηση της οικονομίας, εντούτοις, η οικολογική βλάβη ήταν αντίστοιχη (αν όχι χειρότερη, εξαιτίας του χαμηλότερου τεχνολογικού επιπέδου) με τη δυτική. Στο βαθμό, επομένως, που η σημερινή συγκέντρωση δύναμης δεν μπορεί ν’ αναχθεί απλώς στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, όπως ισχυρίζονται οι Μαρξιστές, σε ανάλογο βαθμό η ίδια η οικολογική κρίση δεν μπορεί ν’ αναχθεί απλώς στις καπιταλιστικές σχέσεις και συνθήκες παραγωγής, όπως διατείνονται οι οικο-Μαρξιστες.[15] Είναι άλλωστε φανερό ότι μια ανάλυση της οικολογικής κρίσης με βάση τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν είναι σε θέση να εξηγήσει την ύπαρξη μιας ακόμη σοβαρότερης οικολογικής κρίσης στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», παρά την απουσία καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Εάν, λοιπόν, θα ήταν λάθος ν’ αποδοθεί η οικολογική κρίση μόνο στην ιδεολογία ανάπτυξης, όπως κάνουν οι περιβαλλοντιστες και οι διάφοροι «ρεάλος» μέσα στο Πράσινο κίνημα,  παραγνωρίζοντας το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και τις συνακόλουθες εξουσιαστικές σχέσεις, δεν θα ήταν μικρότερο λάθος ν’ αποδοθεί η κρίση βασικά στις καπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής (όπως προσπαθούν να κάνουν οι οικο-Μαρξιστες), αγνοώντας τη σημασία της ιδεολογίας ανάπτυξης σε σχέση με τη θεωρία και πρακτική του σοσιαλιστικού κρατισμού. 

Σε αυτή τη προβληματική, το διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο των δυο τύπων οικονομίας ανάπτυξης (καπιταλιστική και «σοσιαλιστική») καθώς και το κοινό ιδεολογικό πλαίσιο (ιδεολογία ανάπτυξης) είναι εξίσου σημαντικά στην ανάλυση των στόχων των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία ανάπτυξης και των συνεπειών αυτών των στόχων σε σχέση με τις οικολογικές επιπτώσεις της ανάπτυξης. Έτσι: 

  • στη περίπτωση της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης, αυτοί που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής (κεφάλαιο, εργασία και «γη») δεν έχουν άλλη επιλογή, στο πλαίσιο της διαδικασίας αγοραιοποίησης, παρά την επιδίωξη της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αντίστοιχες αγορές—είτε οι έλεγχοι αυτοί έχουν σχεδιαστεί με στόχο την προστασία της εργασίας είτε τη προστασία του περιβάλλοντος. 

  • στη περίπτωση της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης, οι υπεύθυνοι για το κεντρικό πλάνο, θεωρητικά, ήταν σε θέση να λάβουν υπόψη τους οικολογικούς παράγοντες στη διαδικασία σχεδιασμού. Στη πράξη, όμως, αυτό θα συνεπαγόταν την μη μεγιστοποίηση της ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας, με συνέπεια τη διεύρυνση του ανοίγματος με την καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης.  

Είναι επομένως φανερό ότι και στις δυο εκδοχές της οικονομίας ανάπτυξης η λογική του συστήματος που απορρέει από τον θεμελιακό στόχο της μεγιστοποίησης της ανάπτυξης και τον ενδιάμεσο στόχο της αύξησης της οικονομικής αποτελεσματικότητας, οδηγεί είτε στην εκτόπιση του περιβάλλοντος από τους υπολογισμούς για το κόστος της ανάπτυξης, είτε σε μια αδίστακτη προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η Φύση ως μέσο για την επίτευξη του παραπάνω στόχου. 

Η τεχνολογία δεν ήταν ποτέ «ουδέτερη» σε σχέση με τη λογική και τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Εντούτοις, αυτό δεν εμποδίζει όχι μόνο τους κρατικιστές σοσιαλιστές αλλά ακόμη και τους περιβαλλοντιστές να υποθέτουν, ρητά, ή συνήθως σιωπηρά, ότι η τεχνολογία είναι κοινωνικά ουδέτερη και ότι απλώς πρέπει να τη χρησιμοποιούμε για τους σωστούς στόχους για να λύσουμε όχι μόνο το οικολογικό αλλά και γενικότερα το κοινωνικό πρόβλημα. Είναι φανερό ότι η προσέγγιση αυτή αγνοεί τη κοινωνική θέσμιση της επιστήμης και της τεχνολογίας και το γεγονός ότι ο σχεδιασμός και ιδιαίτερα η υλοποίηση των νέων τεχνικών συνδέεται άμεσα με την κοινωνική οργάνωση γενικά και την οργάνωση της παραγωγής ειδικότερα.[16]  Σε μια κοινωνία της αγοράς, όπως και σε κάθε κοινωνία, η τεχνολογία ενσωματώνει συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής, την ιεραρχική της οργάνωση και, φυσικά, τον πρωταρχικό στόχο της ο οποίος, στη περίπτωση της οικονομίας της αγοράς, αναφέρεται στην μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και αποτελεσματικότητας με κίνητρο το κέρδος. Επομένως, η τεχνολογία σχεδιάζεται πάντοτε (ή τουλάχιστον εκείνες μόνο οι τεχνολογίες εισάγονται), κατά τρόπο που ικανοποιεί καλύτερα τους αντικειμενικούς στόχους της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. 

Παρόλα αυτά, μερικές οικο-φεμινίστριες όπως η  Carolyn Merchant, προσπαθούν να εξηγήσουν τη σημερινή οικολογική κρίση με αναφορά στην «νέα μηχανικιστική φιλοσοφία των μέσων του 17ου αιώνα (η οποία) επανένωσε τον κόσμο, τη κοινωνία και το άτομο με όρους μιας νέας μεταφοράς —της μηχανής (...) ο ορθολογικός έλεγχος πάνω στη Φύση, τη κοινωνία και το άτομο επετεύχθη με την αναθεώρηση της πραγματικότητας μέσω της νέας μηχανικιστικής μεταφοράς».[17] Όμως, το γεγονός που δεν είναι σε θέση να αφομοιώσει αυτή η αντίληψη της Ιστορίας είναι ότι «η μηχανιστική αντίληψη της Φύσης» δεν ήταν παρά το υπο-προϊόν της ανάδυσης, περίπου 400 χρόνια πριν, μιας διαδικασίας διαχωρισμού της οικονομίας από την κοινωνία,[18] η οποία αποκορυφώθηκε, δυο αιώνες πριν, με την άνοδο της οικονομίας της αγοράς που κατέληξε στη σημερινή μορφή οικονομίας ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, η άνθηση της μηχανιστικής αντίληψης της Φύσης ήταν απλώς αδιάσπαστο τμήμα του νέου κοινωνικού παραδείγματος  που έγινε κυρίαρχο στους τελευταίους δυο αιώνες και ιδιαίτερα της ιδεολογίας της ανάπτυξης που εξιδανίκευε τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Δεν είναι επομένως η ίδια η τεχνολογία που είναι υπεύθυνη για τη σημερινή οικολογική κρίση, όπως συνήθως ισχυρίζονται οι βαθείς οικολόγοι. Αντίστοιχα, δεν είναι ο βιομηχανισμός γενικά και η θεωρητική του εξιδανίκευση που δημιούργησαν τη σημερινή καταστρεπτική για το περιβάλλον μορφή οικονομικής οργάνωσης αλλά, αντίθετα, υπεύθυνος είναι ο συγκεκριμένος τύπος βιομηχανικής κοινωνίας που αναπτύχθηκε τους τελευταίους δυο αιώνες στο πλαίσιο της οικονομίας αγοράς/ανάπτυξης. Επομένως, η απώτατη αιτία της οικολογικής κρίσης είναι η οικονομία της αγοράς και το παρακλάδι της, η οικονομία ανάπτυξης, και όχι τα συμπτώματα της, δηλ. ο σημερινός τύπος τεχνολογίας και βιομηχανικής κοινωνίας.  

Γενικά, ο τύπος τεχνοεπιστήμης που αναπτύχθηκε τους τελευταίους δυο αιώνες δεν αποτελεί ένα αυτόνομο πολιτιστικό φαινόμενο αλλά ένα υπο-προϊόν των εξουσιαστικών σχέσεων και του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος που αναδύθηκε σε συνδυασμό με την άνοδο της οικονομίας της αγοράς. Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,[19] δεν ήταν μόνο η εισαγωγή της μηχανικής παραγωγής και η υιοθεσία μιας  «μηχανιστικής αντίληψης της Φύσης» που οδήγησαν στο σημερινό τύπο τεχνοεπιστήμης. Αντίθετα, ήταν το γεγονός ότι η μηχανική παραγωγή εισάχθηκε κάτω από συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των μέσων παραγωγής που, από τη μια μεριά, οδήγησε στην αγοραιοποίηση και, από την άλλη, στην οικονομική ανάπτυξη. Η αγοραιοποίηση ήταν το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτών που έλεγχαν την οικονομία της αγοράς να ελαχιστοποιήσουν τους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές. Η οικονομική ανάπτυξη ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, η οποία, στο μικρο-οικονομικό επίπεδο, ενείχε την επιδίωξη του κέρδους με τη συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας (μέσω των επενδύσεων σε νέες τεχνικές, μεθόδους παραγωγής, προϊόντα κ.λπ.) και των πωλήσεων. Τόσο η Μαρξιστική όσο και η ορθόδοξη οικονομική θεωρία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να δείξουν ότι η μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας εξαρτώνται αποφασιστικά από τον παραπέρα καταμερισμό εργασίας, την εξειδίκευση και την επέκταση του μεγέθους της αγοράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η σύγχρονη τεχνολογία πάντα σχεδιαζόταν με στόχο τη μεγιστοποίηση της οικονομικής αποτελεσματικότητας (με την έννοια που την ορίσαμε παραπάνω), πράγμα που σήμαινε παραπέρα επέκταση του καταμερισμού εργασίας και του βαθμού εξειδίκευσης, ανεξάρτητα από τις γενικότερες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις που συνεπαγόταν η αναπόφευκτη απομάκρυνση από την αρχή της αυτοδυναμίας: ανεργία, φτώχεια, οικονομικές κρίσεις στην οικονομία της αγοράς και οικονομικός ανορθολογισμός στην «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης, αποσύνθεση των κοινωνικών δεσμών και αξιών, οικολογικές επιπτώσεις κ.λπ. 

Επομένως, η πρακτική των βαθιών οικολόγων και των συνοδοιπόρων τους να χρησιμοποιούν τον όρο «βιομηχανισμός» για την περιγραφή του σημερινού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, αντί για οικονομία της αγοράς ή καπιταλισμός,  δεν έχει νόημα. Ο Roy Morrison, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι ο βιομηχανισμός «δεν είναι απλώς» καπιταλισμός. Αντίθετα, ο βιομηχανισμός ορίζεται ως «ένα σύστημα μεγιστοποίησης της παραγωγής και της κατανάλωσης, που είναι όμως συγχρόνως και κάτι άλλο: ο βιομηχανισμός είναι ένας πολιτισμός».[20] Στη συνέχεια, πληροφορούμαστε ότι ο βιομηχανισμός χαρακτηρίζεται παντού «από δυο κεντρικές προσταγές: πρώτον, τη μεγιστοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, δεύτερον, τη μεγιστοποίηση του κέρδους και της δύναμης (...) η ιεραρχία, η πρόοδος και η τεχνική συμπλέκονται για να σχηματίσουν το ατσάλινο τρίγωνο του βιομηχανισμού».[21] 

Ο παραπάνω ορισμός κάνει σαφές ότι ο συγγραφέας  δεν μιλά στη πραγματικότητα για το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και τη συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης αλλά για ένα «πολιτισμό», με αλλά λόγια για ένα πολιτιστικό φαινόμενο και όχι για ένα κοινωνικό-οικονομικό σύστημα και το διαπλεκόμενο με αυτό σύστημα αξιών και ιδεολογία. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο Morrison θεωρεί τη μεγιστοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, καθώς και τη μεγιστοποίηση του κέρδους ως δυο κεντρικές προσταγές που χαρακτηρίζουν τον βιομηχανικό πολιτισμό και όχι ως επιταγές που απορρέουν αντίστοιχα από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και τις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας. Ακόμη, με το να συγχέει την οικονομία ανάπτυξης με την ιδεολογία ανάπτυξης  βάζει «στο ίδιο τσουβάλι» τις οικονομίες της αγοράς και τα χρεωκοπήσαντα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», παρά το γεγονός ότι οι εξουσιαστικές δομές στους δυο τύπους οικονομίας ανάπτυξης ήταν πολύ διαφορετικές. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει την ιεραρχία ο συγγραφείς επιβεβαιώνει την υποψία ότι δεν αναφέρεται σε ένα κοινωνικό-οικονομικό σύστημα αλλά σε ένα πολιτισμό.[22] Έτσι, η ιεραρχία περιγράφεται ως «η βασική οργανωτική αρχή της βιομηχανίας. Οι βιομηχανικές ιεραρχίες δεν θεμελιώνονται πάνω στη τάξη ή τη κάστα αλλά στην επιτυχία ως προς την εκτέλεση των βιομηχανικών προσταγών».[23] Το γεγονός, επομένως ότι οι βιομηχανικές ιεραρχίες οι οποίες ελέγχουν τα μέσα παραγωγής επιδιώκουν τους ίδιους στόχους με αυτούς στους οποίους στοχεύουν οι ελίτ που έχουν την ιδιοκτησία πάνω σε αυτά αγνοείται από τον συγγραφέα που φαίνεται να υιοθετεί τον μύθο (σήμερα ξεπερασμένο) του δήθεν διαχωρισμού της ιδιοκτησίας από τον έλεγχο στη βιομηχανία. 

Όμως, αυτή η προβληματική δεν παρουσιάζει καμιά πρωτοτυπία. Είναι φανερό ότι οι βαθείς οικολόγοι σήμερα συνάγουν τα λογικά συμπεράσματα της προσέγγισης τους που πάντοτε τόνιζε, σε σχέση με την ερμηνεία της οικολογικής κρίσης, τη σημασία των συστημάτων αξιών αντί για τη σημασία των θεσμών, και της τεχνοεπιστήμης αντί για το σύστημα της αγοράς. Δεν είναι επομένως εκπληκτικό ότι τώρα δεν ασχολούνται καθόλου με την οικονομία της αγοράς. Έτσι, όπως τονίζει η Janet Biehl σε βιβλιοκριτική πρόσφατου βιβλίου για την βιομηχανική επανάσταση, «ο Kirkpatrick Sale ρητά ορίζει τον βιομηχανισμό ως “το ήθος που συνοψίζει τις αξίες και τεχνολογίες του δυτικού πολιτισμού”. Αυτή η υποκειμενοποίηση του βιομηχανισμού ως “ήθους” αποκλείει την καπιταλιστική συνιστώσα στον βιομηχανισμό του Sale».[24] 

Είναι σαφές ότι οι βαθείς οικολόγοι και ο Morrison, χρησιμοποιώντας μια απλοϊκή  «ιστορική» ανάλυση που δεν διακρίνει μεταξύ βασικών εννοιών όπως, από τη μια μεριά, οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, η οικονομία της αγοράς και η οικονομία ανάπτυξης και, από την άλλη, η ιδεολογία ανάπτυξης, καταλήγουν σε ένα γενικό ανακάτεμα που ονομάζουν  «βιομηχανισμό», το οποίο υποτίθεται είναι η αιτία όλων των δεινών μας! Το γεγονός ότι η βιομηχανική επανάσταση έλαβε χώρα σε μια κοινωνία όπου τα μέσα παραγωγής ήταν κάτω από ιδιωτικό έλεγχο απλώς αγνοείται στην προσέγγιση αυτή. Το ίδιο αγνοείται το γεγονός ότι τα καταρρεύσαντα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», στη πραγματικότητα, είχαν τη δυνατότητα να μην υιοθετήσουν την οικονομία ανάπτυξης αλλά δεν το έπραξαν. Όχι διότι σκόπευαν να γίνουν βιομηχανικές κοινωνίες και έπρεπε επομένως να υιοθετήσουν το περιεκτικό σύστημα κοινωνικών σχέσεων που έχει διαμορφώσει η βιομηχανική πραγματικότητα, όπως φαίνεται να υποστηρίζει ο Morrison. Ούτε καν εξαιτίας των «αντικειμενικών» παραγόντων που προφανώς απαιτούσαν κάποιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης για να είναι δυνατή η ικανοποίηση των αναγκών των λαών τους. Μολονότι όλοι αυτοί οι παράγοντες πράγματι έπαιξαν ένα ρόλο,  η κύρια αιτία που οι χώρες του «υπαρκτού» υιοθέτησαν την οικονομία ανάπτυξης ήταν ένας «υποκειμενικός» παράγοντας: το γεγονός ότι η ταυτοποίηση της Προόδου με την οικονομική ανάπτυξη ήταν βασικό τμήμα της ιδεολογίας τους.[25] 

Σήμερα, βέβαια, λίγοι πιστεύουν ακόμη στη ταυτοποίηση της Προόδου με την οικονομική ανάπτυξη, ή ακόμη και στην ίδια την ιδέα της Προόδου. Για παράδειγμα, ελάχιστοι θα ισχυριστούν σήμερα, ιδιαίτερα μετά την εμπειρία του αιώνα μας, ότι υπάρχει κάποιο είδος αιτιακής σχέσης μεταξύ Προόδου στην τεχνοεπιστήμη και του βαθμού αυτονομίας που έχει επιτευχθεί στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Ακόμη, αρκετοί ερευνητές σημειώνουν ότι το ανθρώπινο γένος γίνεται όλο και περισσότερο τρωτό εξαιτίας του γεγονότος ότι στηρίζεται, σε παγκόσμιο επίπεδο, στην ίδια τεχνολογία και διότι η αυξανόμενη τεχνολογική πολυπλοκότητα συνοδεύεται από ολοένα μεγαλύτερη έλλειψη ευκαμψίας και προσαρμοστικής ικανότητας.[26] Όμως, θα μπορούσε κανένας σχετικά να προτείνει το αντεπιχείρημα ότι, εάν δεχθούμε την θέση για την μη ουδετερότητα της τεχνολογίας, τότε, η ομογενοποίηση της τεχνολογίας δεν είναι μια «ανεξάρτητη μεταβλητή» αλλά απλώς το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αγοραιοποίησης της οικονομίας.  

Η μη ουδετερότητα της τεχνοεπιστήμης είναι πιο φανερή σήμερα από ότι στο παρελθόν. Έτσι, όσον αφορά, πρώτα, τη τεχνολογία, όπως σημειώνει ο Ian Reinecke σε σχέση με την ηλεκτρονική τεχνολογία: 

Οι αξίες που ενυπάρχουν σε πολλά ηλεκτρονικά συστήματα επεκτείνονται πέρα από τα γραφεία και τα εργοστάσια και αντανακλούν ολόκληρη την κοινωνία. Τα συστήματα αυτά τονίζουν τη προτεραιότητα του ελέγχου και της παραγωγής που κινείται με βάση το κέρδος. Εξυπηρετούν το συμφέρον αυτών που παράγουν τη τεχνολογία, αυτών στους οποίους τη πωλούν, και αυτών οι οποίοι ωφελούνται από αυτή. Ένα τεστ για την υποτιθέμενη ουδετερότητα της τεχνολογίας είναι το κατά πόσο ο σχεδιασμός της είναι ανεπηρέαστος από τη κοινωνία που την περιβάλλει (...) η ουδετερότητα μιας τεχνολογίας δεν εξαρτάται από τη θεωρητική της δυνατότητα να κάνει καλό ή κακό αλλά από το πως είναι σχεδιασμένη να χρησιμοποιηθεί. Εάν στη πραγματικότητα χρησιμοποιείται μόνο σαν απειλή, ως ένα όργανο ελέγχου, ως μέσο καθυπόταξης των πολλών από τους λίγους, τότε ο τίτλος της ως ουδέτερης  είναι κίβδηλος.[27] 

Ακόμη, όσον αφορά τη σημερινή επιστήμη, ο μη ουδέτερος χαρακτήρας της έχει γίνει περισσότερο φανερός παρά ποτέ στο παρελθόν, μετά την ιδιωτικοποίηση της επιστημονικής έρευνας, ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα γενικά και των δημοσίων δαπανών ειδικότερα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης φάσης της αγοραιοποίησης της οικονομίας.[28] Όπως τονίζει η Stephanie Pain, μια από τους διευθυντές του περιοδικού New Scientist (που δεν φημίζεται για τη ριζοσπαστικότατα του), επιστήμη και μεγάλες επιχειρήσεις έχουν τελευταία αναπτύξει πολύ στενότερους δεσμούς: 

Ενώ κάποτε η έρευνα ήταν κατά το πλείστον ουδέτερη, τώρα, πρέπει να ικανοποιεί μια ολόκληρη σειρά από χρηματοδότες. Τα ερευνητικά πορίσματα, αντί να είναι αμερόληπτα, χειραγωγούνται διακριτικά και «μαλάζονται», ή ακόμη και κλειδώνονται στα συρτάρια εάν δεν εξυπηρετούν τα σωστά συμφέροντα. Το πατρονάρισμα σπανίως έρχεται χωρίς όρους.[29] 

Στη πραγματικότητα, όπως υποστηρίζει η ίδια, ακόμη πιο βλαβερή είναι η αυτο-λογοκρισία στην οποία υποβάλλονται οι επιστήμονες σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν τη μη διακοπή της ροής των συμβολαίων —προσπάθεια που είναι ζωτική για την επιβίωση τους μετά τη νεοφιλελεύθερη θεσμοποίηση των προηγούμενων άτυπων δεσμών μεταξύ επιχειρήσεων και επιστήμης. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ένας νόμος του 1993 για την επιστήμη τονίζει την ανάγκη να επικεντρωθεί η έρευνα σε θέματα που βοηθούν την «οικονομία» ενώ η βιομηχανία καλείται να στηρίξει εκείνες τις επιστημονικές έρευνες που είναι πιθανό να δημιουργήσουν πλούτο στο μέλλον. Το αποτέλεσμα των τυπικών και άτυπων δεσμών που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ επιχειρήσεων και επιστήμης είναι ότι σήμερα, όχι μόνο δεν είναι δυνατόν να μιλούμε για την ουδετερότητα η «αντικειμενικότητα» των κοινωνικών επιστημών —όπως άλλωστε συνέβαινε και στο παρελθόν—[30] αλλά γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να μιλούμε ακόμη και για την ουδετερότητα των φυσικών επιστημών.  

Θ’ αναφερθώ σε δυο παραδείγματα που δείχνουν καθαρά τους κοινούς στόχους και δεσμούς μεταξύ, από τη μια μεριά, αυτών που ελέγχουν τη βιομηχανία στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και, από την άλλη, αυτών που ελέγχουν την επιστημονική έρευνα. Το πρώτο παράδειγμα αφορά την αγρο-βιομηχανική έρευνα και το δεύτερο το αποτέλεσμα του θερμοκηπίου.  

Όσον αφορά την αγρο-βιομηχανική έρευνα, όπως ανέφερε μερικά χρόνια πριν το περιοδικό The Ecologist : 

H βιομηχανία, μέσω της στρατηγικής τοποθέτησης των χρημάτων της σε ερευνητικά σχέδια, μπορεί να κατευθύνει σημαντικά κονδύλια σε έρευνα που εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δική της μακροπρόθεσμη ατζέντα. Η διαδικασία αυτή έχει ήδη αποκτήσει τη δική της ταχύτητα και τα πανεπιστήμια υιοθετούν κορπορατίστικα οράματα  για τη μεγιστοποίηση των κερδών. Στις ΗΠΑ, τα δημόσια πανεπιστήμια κατανέμουν σπάνιους οικονομικούς πόρους σε έρευνα η οποία ελπίζεται ότι θα αποδώσει πατενταρισμένες διαδικασίες και προϊόντα που θ’ αποτελέσουν τμήμα της «μελλοντικής προίκας» τους. Έτσι, η βιοτεχνική έρευνα προσπορίζεται σημαντικά κονδύλια, ενώ αντίθετα η έρευνα για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις της βιομηχανικής γεωργίας παραμελείται ή εξαφανίζεται.[31] 

Το δεύτερο παράδειγμα αφορά το κρίσιμο πρόβλημα του «αποτελέσματος του θερμοκηπίου» και τις προσπάθειες της βιομηχανίας φυσικών καυσίμων να υποσκάψει τις διαπραγματεύσεις για μια κλιματική συνθήκη που θα εμπόδιζε τη παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας. Όπως αναφέρει η Stephanie Pain, οι ειδικοί επιστήμονες για πολλά χρόνια είχαν προσπαθήσει να συσχετίσουν την κλιματική μεταβολή με την καύση των φυσικών καυσίμων (πετρέλαιο, άνθραξ, φυσικό αέριο). Τελικά, το 1995, περισσότεροι από 2.500 κλιματολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο πλανήτης έχει οριστικά αρχίσει να υφίσταται τις συνέπειες μιας γενικής ανόδου της θερμοκρασίας, ως αποτέλεσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων, δηλ. της καύσης φυσικών καυσίμων και της συνακόλουθης δημιουργίας εκπομπών θερμοκηπίου οι οποίες είναι υπεύθυνες για την πλανητική άνοδο της θερμοκρασίας. Παρόλα αυτά, μια ισχυρή ομάδα πίεσης από τις ενεργειακές βιομηχανίες, με τη βοήθεια μιας χούφτας επιστημόνων, έκανε λυσσώδη αγώνα για να αποτρέψει τη συναγωγή του παραπάνω συμπεράσματος με το επιχείρημα ότι η παγκόσμια άνοδος της θερμοκρασίας είναι ένας μύθος που στοχεύει να εκφοβίσει τις κυβερνήσεις και να τις ωθήσει στη παραχώρηση σημαντικών ερευνητικών κονδυλίων για τη σχετική έρευνα. Οι επιστήμονες αυτοί «κατάφεραν να κωλυσιεργήσουν τις διαπραγματεύσεις και συνέβαλαν αποφασιστικά ώστε οι ενεργειακές βιομηχανίες να κερδίσουν αναστολή για μια περίπου δεκαετία».[32] Και αυτό, τη στιγμή που υπολογίζεται ότι για κάθε χρόνο αυτής της αναστολής, άλλα 6 δισ. τόνοι διοξειδίου του άνθρακος θα εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας της Γης. Περιττό να προστεθεί ότι «ένα δίκτυο διαπλεκομένων συμφερόντων υπάρχει μεταξύ ερευνητών στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, κυβερνήσεων (Κουβέιτ) και ομάδων πίεσης από τις ενεργειακές και ενεργοβόρες βιομηχανίες (μεταξύ των μελών τους είναι οι Shell, Exxon, Texaco, η British Coal και η Ford).»[33]  

 

Είναι αυτόνομη η τεχνολογία; 

Συχνά, το θέμα της μη ουδετερότητας της τεχνοεπιστήμης συγχέεται με το θέμα της αυτονομίας της. O David Watson, για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι «η ιδέα πως η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη συνεπάγεται λογικά όχι μόνο ότι οι αντιλήψεις μας διαμορφώνουν και καθορίζουν τη τεχνολογία αλλά και ότι οι τεχνολογικές σχέσεις και οι επιταγές της τεχνολογίας διαμορφώνουν, με τη σειρά τους, τις αντιλήψεις μας και τις κοινωνικές σχέσεις».[34]  

Όμως, η λογική αυτή συνέπεια μπορεί να συναχθεί μόνο εάν υποθέσουμε ότι η τεχνολογία είναι όχι μόνο μη ουδέτερη αλλά και αυτόνομη, πράγμα που δεν είναι. Αυτόνομη τεχνολογία σημαίνει ότι η τεχνολογία έχει την ικανότητα να καθορίζει το θεσμικό πλαίσιο καθώς και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, είτε ως ο μόνος, είτε ως ο πιο σημαντικός παράγοντας. Όμως μια τέτοια προσέγγιση αμέσως γεννά ερωτήματα του τύπου: πως εξηγείται ότι, ιστορικά, παρόμοιες αν όχι οι ίδιες τεχνολογίες στήριζαν εντελώς διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές δομές, από την δημοκρατική Αθήνα και την ολιγαρχική Σπάρτη, μέχρι μια «σχετικά δημοκρατική ομοσπονδία όπως οι Iroquois και μια πολύ δεσποτική αυτοκρατορία όπως οι Ινκα»;[35] 

Άλλοι, υιοθετούν ρητά τη θέση «η τεχνολογία είναι αυτόνομη». Έτσι, ο Michael Shallis,  αναφερόμενος στη γνωστή φράση του Marshall McLuhan’s «το μέσο είναι το μήνυμα», υποστηρίζει την αυτονομία της τεχνολογίας, μια αυτονομία την οποία, όπως υποστηρίζει, συνήθως αγνοούμε, όταν δεν βλέπουμε το μέσο αλλά μόνο το περιεχόμενο. Ο Shallis αναφέρεται στην τεχνολογία του ρολογιού και τονίζει ότι το ρολόι μεταμόρφωσε την κοινωνία και επέβαλε σε όλους την τυραννία του χρόνου ενώ συγχρόνως έκανε δυνατή την χρονική αφαίρεση, έξω από κάθε ανθρώπινη εμπειρία. Παρόμοια, αναφερόμενος στην τεχνολογία των κομπιούτερς, ο ίδιος συγγραφέας ισχυρίζεται ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι το πως χρησιμοποιούμε τον κομπιούτερ αλλά το γεγονός ότι «η ανωνυμία του κομπιούτερ, το απρόσωπο, συμβολίζει την απώλεια της πίστης και της ίδιας της προσωπικότητας του ανθρώπου, την ανωνυμία του σε ένα μηχανικό κόσμο».[36] 

Θα μπορούσε όμως εδώ να υποστηρίξει κανένας τη θέση ότι το θέμα δεν είναι εάν το ρολόι ή ο κομπιούτερ μεταμόρφωσαν τη κοινωνία, πράγμα που κανένας δεν αμφισβητεί. Το πραγματικό ερώτημα είναι εάν η υιοθέτηση αυτών των τεχνολογιών αντανακλά σημαντικές καινούριες ανάγκες του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, (δηλ. εκείνων στην άρχουσα ελίτ που το ελέγχουν), οπότε βέβαια η τεχνολογία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αυτόνομη. Από την άποψη αυτή δεν είναι τυχαίο ότι μολονότι το πρώτο μηχανικό δημόσιο ρολόι κατασκευάστηκε και αναγέρθηκε στο Μιλάνο το 1335 και τα πρώτα ατομικά ρολόγια εμφανίστηκαν λίγο μετά το 1500, εντούτοις, μόλις στο τέλος του 18ου αιώνα έγινε δυνατό η τεχνολογία του ατομικού ρολογιού να προχωρήσει τόσο πολύ ώστε η μαζική επέκταση της χρήσης του να συμβαδίσει πλήρως με την παράλληλη επέκταση του εργοστασιακού συστήματος. Με άλλα λόγια, δεν ήταν η εφεύρεση του ρολογιού που επέβαλλε τη τυραννία του χρόνου αλλά η ανάδυση της οικονομίας της αγοράς που την έκανε αναγκαία. Αντίστοιχα, δεν ήταν η άφιξη του κομπιούτερ που έφερε την απώλεια της προσωπικότητας και την ανωνυμία του ατόμου σε ένα μηχανικό κόσμο, αλλά η ανάδυση των τεράστιων αστικών κέντρων στη σημερινή μετα-βιομηχανική κοινωνία, (όπου συγκεντρώνεται σχεδόν το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού[37]) και η συνακόλουθη παρακμή των κοινοτήτων που την έκανε αναπόφευκτη. Η πληροφορική τεχνολογία απλώς αντανακλούσε τις ανάγκες της νεο-αναδυθείσης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς για ταχύτερη επεξεργασία των στοιχείων και ευκολότερη επικοινωνία. 

Από τη σκοπιά αυτή, ακολουθώντας την Frances Stewart,[38] θα εισάγουμε μια σημαντική διάκριση μεταξύ της διαθέσιμης τεχνολογίας και της τεχνολογίας-εν-χρήσει. Έτσι, ξεκινώντας με ένα ευρύ ορισμό της τεχνολογίας που καλύπτει «όλες τις δεξιοτεχνίες, γνώσεις και διαδικασίες για τη κατασκευή και χρήση χρήσιμων πραγμάτων», μπορούμε να περιγράψουμε τη τεχνολογία ως ένα σύνολο τεχνικών, όπου η κάθε τεχνική συνδεεται με ένα σύνολο χαρακτηριστικών. Η διαθέσιμη τεχνολογία μπορεί να οριστεί ως το σύνολο όλων εκείνων των γνωστών τεχνικών που έχουν εξελιχθεί ιστορικά, ενώ η τεχνολογία-εν-χρήσει είναι απλώς ένα υποσύνολο, δηλ. ένα (μικρό) τμήμα της διαθέσιμης τεχνολογίας, το οποίο προσδιορίζεται σε δεδομένη ιστορική στιγμή από τη φύση της διαθέσιμης τεχνολογίας και την επιλογή που γίνεται μεταξύ των διαθέσιμων τεχνικών. Με βάση αυτή τη διάκριση, όπως σημειώνει η Stewart, η ανάπτυξη τεχνικών είναι μια ιστορική διαδικασία. Η κατάσταση της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης θέτει το πλαίσιο, ή παρέχει το σημείο εκκίνησης, για νέες εξελίξεις όπου η μια τεχνική με συγκεκριμένο σύνολο χαρακτηριστικών αντικαθιστά την άλλη, ανάλογα με τις ιστορικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής.  

Όσον αφορά, πρώτα, τις ιστορικές συνθήκες, τα χαρακτηριστικά των τεχνικών που υιοθετούνται σε συγκεκριμένη στιγμή,  εξαρτώνται από τις ιστορικές περιστάσεις του τόπου όπου εισάγονται οι τεχνικές αυτές. Έτσι, εξαιτίας του γεγονότος ότι το μεγαλύτερο τμήμα της τεχνολογικής εξέλιξης, από τότε που αναδύθηκε η οικονομία της αγοράς κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, έλαβε χώρα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, η διαθέσιμη τεχνολογία σήμερα στηρίζεται στα χαρακτηριστικά των τεχνικών που αναπτύχθηκαν στις χώρες αυτές, τα οποία, με τη σειρά τους εξαρτώνται από τις ιστορικο-οικονομικές περιστάσεις των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών κατά τη περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης (εργοστασιακό σύστημα, μεγάλος βαθμός καταμερισμού εργασίας και εξειδίκευσης, υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας και εισοδήματος κ.λπ.). 

Δεύτερον, όσον αφορά τις οικονομικές συνθήκες, όπως σημειώνει η Stewart, «εκείνες μόνο οι τεχνικές αναπτύσσονται και υιοθετούνται που πιστεύεται ότι είναι ζωτικές στην οικονομία στην οποία εισάγονται».[39] Με άλλα λόγια, το συγκεκριμένο υποσύνολο, από το σύνολο των διαθεσίμων τεχνικών που θα επιλεγεί σε οποιαδήποτε στιγμή, εξαρτάται από την οικονομική οργάνωση της κοινωνίας και τους μηχανισμούς επιλογής που έχει καθιερώσει. Επομένως, η επιλογή που πράγματι γίνεται σε συγκεκριμένη στιγμή εξαρτάται από τη φύση των στόχων που έχουν εκείνοι οι οποίοι παίρνουν τις αποφάσεις, τις οικονομικές περιστάσεις της συγκεκριμένης χώρας και τα χαρακτηριστικά των διαφόρων τεχνικών.[40] Είναι λοιπόν φανερό ότι για να εξηγήσουμε την εισαγωγή, για παράδειγμα, του ρολογιού ή του κομπιούτερ, δεν είναι αρκετό απλώς ν’ αναφερθούμε στις σχετικές εφευρέσεις, ως αυτόνομες τεχνο-επιστημονικές εξελίξεις, αλλά ότι θα πρέπει ν’ αναφερθούμε σε ολόκληρη την κοινωνικο-οικονομική δομή της κοινωνίας και τις αξίες της. Το συμπέρασμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αν πάρουμε υπόψη τα παρακάτω στοιχεία: πρώτον, ότι σε κάθε τεχνική αντιστοιχεί συγκεκριμένη κατανομή ωφελημάτων, δεύτερον, ότι η κάθε τεχνική σχεδιάζεται για συγκεκριμένο οικονομικο-τεχνικό περιβάλλον και είναι «αποτελεσματική» μόνο στο πλαίσιο του περιβάλλοντος αυτού και, τρίτον, ότι «οι μηχανισμοί επιλογής είναι και οι ίδιοι τμήμα του τεχνολογικού συστήματος, πράγμα που σημαίνει ότι το σύστημα αναπαράγεται μέσω της δημιουργίας τέτοιων μηχανισμών επιλογής οι οποίοι είναι συμβατοί με αυτό».[41] Όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν το «παράδοξο» στο οποίο αναφέρεται ο Bookchin ότι «ενώ ο καπιταλισμός έχει στραφεί στη τεχνολογία με μια ορμή που είναι άγνωστη σε οποιαδήποτε προηγούμενη κοινωνία, είναι πασίγνωστο ότι οι καπιταλιστές έχουν αγνοήσει πολύ σημαντικές τεχνολογίες και έχουν επιλέξει ν’ αναπτύξουν εκείνες ακριβώς τις τεχνολογίες που ευνοούν  τη θεμελιακή επιταγή για ανάπτυξη και τη συνακόλουθη πελώρια όρεξη για κέρδος».[42] 

Συμπερασματικά, μολονότι οι τεχνολογικές εφευρέσεις μπορεί πράγματι ν’ αντανακλούν ένα σημαντικό βαθμό αυτονομίας —πράγμα που συνέβαινε ιδιαίτερα σε παλιότερους καιρούς όταν η επιστημονική και τεχνολογική έρευνα δεν διεξαγόταν, όπως σήμερα, μέσα σε πελώρια και πολυέξοδα ερευνητικά ιδρύματα— η ίδια η τεχνολογία, με την έννοια της τεχνολογίας-εν-χρήσει που υιοθετούν αυτοί που ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία, αποτελούσε πάντοτε ένα αδιάσπαστο τμήμα  των εξουσιαστικών σχέσεων που απορρέουν από τους υπάρχοντες κοινωνικο-οικονομικούς θεσμούς και τις αξίες που είναι συμβατές με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα.

Επομένως, αντίθετα με την άποψη του Καστοριάδη («μια αυθεντική επιλογή απαιτεί την καθιέρωση κριτηρίων και προτεραιοτήτων (...) για ποια κριτήρια και τι προτεραιότητες (μιλούμε εδώ); (...) και αυτές οι επιλογές, εάν υποθέσουμε ότι υπήρχαν, είναι επιλογές από ποιον;»)[43] θα μπορούσε κανένας να υποστηρίξει ότι πράγματι γίνονται επιλογές με βάση συγκεκριμένα κριτήρια. Όμως, ούτε οι επιλογές, ούτε τα κριτήρια καθορίζονται από την κοινωνία γενικά, και πολύ περισσότερο από τους επιστήμονες. Με αυτή την έννοια, η τεχνοεπιστήμη δεν είναι αυτόνομη, όπως υποστηρίζει ο Καστοριάδης, ακολουθώντας τον Jaques Ellul.[44] Εάν όμως η τεχνολογία δεν θεωρηθεί αυτόνομη, το ερώτημα που τίθεται είναι πως μπορούμε να εξηγήσουμε τη σημερινή κατάσταση που είναι φανερό ότι εξελίσσεται σε πλήρη αντίφαση με τους ίδιους τους στόχους της οικονομίας της αγοράς, κυρίως εξαιτίας της συνεχιζόμενης καταστροφής του περιβάλλοντος; Στη πραγματικότητα, αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της σημερινής τεχνολογίας οδήγησε τον Καστοριάδη να ισχυριστεί ότι η τεχνολογία είναι σήμερα ανεξέλεγκτη, χωρίς κατεύθυνση και στόχους.[45]  

Κατά τη γνώμη μου, όμως, η άποψη για το ανεξέλεγκτο της τεχνολογίας θα ήταν βάσιμη μόνο εάν δούμε την τεχνολογία μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, η τεχνολογία ελέγχεται αποφασιστικά από τους θεσμούς που χρηματοδοτούνται από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης και κατευθύνεται ουσιαστικά από τις αξίες με τις οποίες είναι διαποτισμένο το σύστημα αυτό. Εάν, λοιπόν, μακροπρόθεσμα, η τεχνολογία φαίνεται να είναι χωρίς κατεύθυνση και αντιφάσκουσα προς τους ίδιους τους στόχους του συστήματος, αυτό οφείλεται στο ότι είναι έξω από τη λογική της οικονομίας της αγοράς για αυτούς που την ελέγχουν να σκέφτονται τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των επιλογών τους. Μολονότι, επομένως οι τεχνολογικές επιλογές φαίνονται ανορθολογικές, δεν παύουν να είναι απόλυτα συμβατές με τις αξίες και τους στόχους αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και, σαν τέτοιες, είναι ορθολογικές. Ακόμη, στο βαθμό που οι νέες «πράσινες» τεχνολογίες ικανοποιούν τις μακροπρόθεσμες ανάγκες του συστήματος από την άποψη των οικολογικών τους επιπτώσεων, και, συγχρόνως, είναι συμβατές με τους στόχους της μεγιστοποίησης της αποτελεσματικότητας, της ανάπτυξης και των κερδών, οι τεχνολογίες αυτές δεν απορρίπτονται. Είναι μάλιστα ακριβώς η μερική υιοθέτηση παρόμοιων «πράσινων» τεχνολογιών (π.χ. «πράσινα» ψυγεία) που τρέφει τη περιβαλλοντιστικη μυθολογία[46] ότι ο «πράσινος» καπιταλισμός είναι εφικτός. 

Ο Murray Bookchin, επίσης, απορρίπτει τη θέση «η τεχνολογία είναι αυτόνομη»: 

Η ιδέα ότι η επιστήμη και η τεχνολογία είναι αυτόνομες από την κοινωνία και ότι, αντίθετα, οι ίδιες αποτελούν βασικούς παράγοντες που την κατευθύνουν, ίσως είναι μια από τις πιο ύπουλες φαντασιώσεις του καιρού μας. Είναι βεβαια αληθές ότι η επιστήμη και η τεχνική καθοδηγούν την έρευνα και δημιουργούν οράματα προς νέες εξελίξεις, όμως αυτές οι εξελίξεις καθοδηγούνται αυστηρά από την κρατούσα κοινωνία της αγοράς και όχι αντίστροφα (...) η τεχνολογία είναι ένα ετερόνομο ή εξαρτημένο φαινόμενο (...) ο οικομυστικισμός τείνει να τονίζει την αυτονομία της τεχνολογίας από την κοινωνία και το μυστηριακό περιεχόμενο μιας «τεχνολογικής επιταγής», συσκοτίζοντας ωμά τους βαθύτατα κοινωνικούς παράγοντες που προωθούν ή παρεμποδίζουν την τεχνολογική καινοτομία.[47] 

Εντούτοις, μολονότι ο  Bookchin αναφέρεται όχι μόνο στον μη-αυτόνομο αλλά και στον μη-ουδέτερο χαρακτήρα της τεχνολογίας, συγχρόνως, φαίνεται να δέχεται τον διαχωρισμό μεταξύ μέσων και σκοπών σε σχέση με τις χρήσεις της τεχνολογίας, πράγμα που ουσιαστικά σημαίνει την άρνηση της θέσης της μη ουδετερότητας: «στις ταξικές κοινωνίες η χρήση τεχνολογιών για την αντικατάσταση της εργασίας από μηχανές, για την αποψίλωση πελώριων εκτάσεων του πλανήτη, για την εκμετάλλευση των χαμηλόμισθων του Τρίτου Κόσμου —όλα αυτά θέτουν ακριβώς το κοινωνικό θέμα των τρόπων με τους οποίους χρησιμοποιείται η τεχνολογία.»[48] 

Κατά τη γνώμη μου, η μη-ουδετερότητα της τεχνοεπιστήμης δεν προκύπτει ούτε από κάποια φαντασιακή αυτονομία, ούτε από ένα υποτιθέμενο διαχωρισμό μεταξύ μέσων και σκοπών και τη συνακόλουθη «αλήθεια» ότι η τεχνοεπιστήμη  είναι «ένα καλό εργαλείο που έχει πέσει σε κακά χέρια». Η ιδέα της αυτονομίας της τεχνοεπιστήμης οδηγεί σε απλοϊκούς ντετερμινισμούς σύμφωνα με τους οποίους η κατάσταση της τεχνολογίας (των παραγωγικών δυνάμεων) καθορίζει τη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, μέσω του προσδιορισμού, άμεσα, των παραγωγικών σχέσεων και, έμμεσα, της οικονομικής οργάνωσης και της «υπερδομής». Από την άλλη μεριά, η ιδέα ότι η τεχνολογία έχει πέσει σε κακά χέρια, εξαιτίας του γεγονότος ότι κάποιοι κακοί άνθρωποι την απομακρύνουν από τους αυθεντικούς σκοπούς της, οδηγεί σε ένα απατηλό διαχωρισμό «σκοπών» και «μέσων».  Όμως, σκοποί και μέσα είναι αδιάσπαστα τμήματα του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος το οποίο καθορίζει επιλογές, κριτήρια και προτεραιότητες. Με αυτή την έννοια, η τεχνοεπιστήμη δεν είναι ούτε ουδέτερη αλλά ούτε και αυτόνομη. Ακόμη, ακριβώς λόγω του ετερόνομου χαρακτήρα της τεχνοεπιστήμης μπορούμε να ελπίζουμε ότι σε μια περιεκτική δημοκρατία το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα θα περιέχει ένα εντελώς διαφορετικό σύνολο αξιών που θα συνεπάγεται μια αντίστοιχα διαφορετική και δημοκρατική επιστήμη και τεχνολογία.  

Επομένως, μια δημοκρατική αντίληψη της τεχνοεπιστήμης πρέπει ν’ αποφύγει και τις δυο μορφές ντετερμινισμού, τόσο τον τεχνολογικό ντετερμινισμό όσο και τον κοινωνικό ντετερμινισμό. Σύμφωνα με τον πρώτο, που συνήθως υιοθετούν οι περισσότερο απλοϊκές μορφές του Μαρξισμού, η τεχνολογία καθορίζει την κοινωνία. Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με τον κοινωνικό ντετερμινισμό, η κοινωνία καθορίζει την τεχνολογία. Όπως σημειώνει ο David Pepper αυτός είναι ο τύπος ντετερμινισμού σύμφωνα με τον οποίο «τεχνολογίες τόσο διαφορετικές όσο οι λάμπες των ανθρακωρύχων, η γεωργία της πράσινης επανάστασης και η πληροφορική τεχνολογία αναπτύχθηκαν από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τη βιομηχανία για να ικανοποιήσουν τον συγκεκριμένο στόχο της συσσώρευσης κεφαλαίου, σαν να μη επρόκειτο οι τεχνολογίες αυτές ν’ αναπτυχθούν σε μια μη καπιταλιστική κοινωνία».[49] Νομίζω ότι ο μόνος τρόπος για ν’ αποφύγουμε τις δυο αυτές μορφές ντετερμισμού είναι, όπως προσπάθησα να δείξω παραπάνω, να δούμε τη τεχνολογία ως ένα αδιάσπαστο τμήμα μιας ολότητας που καθορίζεται από τις εξουσιαστικές σχέσεις που συνεπάγονται οι συγκεκριμένοι κοινωνικο-οικονομικοί θεσμοί και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Όμως, το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι καθορίζεται στενά από τις σχέσεις ιδιοκτησίας και τον αντίστοιχο έλεγχο των οικονομικών θεσμών, όπως συνήθως υποθέτουν οι Μαρξιστές. Το σύστημα αξιών που χαρακτηρίζει το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα της οικονομίας ανάπτυξης, είτε καπιταλιστικού είτε «σοσιαλιστικού» τύπου, είναι σχεδόν πανομοιότυπο, παρά τις διαφορές στους οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς και τις συνακόλουθες διαφορές στις εξουσιαστικές δομές. 

Συμπερασματικά, ο μη ουδέτερος και ετερόνομος χαρακτήρας της τεχνοεπιστήμης σήμερα προκύπτει από τις θεμελιακές οργανωτικές αρχές που χαρακτηρίζουν την οικονομία ανάπτυξης και τις αξίες που συνεπάγεται το διαπλεκόμενο με αυτή κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα.

 

Η αντιδημοκρατική φύση της τεχνοεπιστήμης 

Ο χαρακτήρας της τεχνοεπιστήμης ως δημοκρατικός ή ολιγαρχικός εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο οι πολίτες είναι σε θέση ν’ ασκήσουν έλεγχο πάνω στο περιεχόμενο του. Εάν δεχθούμε την υπόθεση που κάναμε παραπάνω ότι η τεχνοεπιστήμη δεν είναι ούτε ουδέτερη ούτε αυτόνομη και ότι η φύση της καθορίζεται αποφασιστικά από τις εξουσιαστικές σχέσεις που απορρέουν από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και το διαπλεκόμενο με αυτό κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η τεχνοεπιστήμη δεν είναι δημοκρατική. Ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης δύναμης που χαρακτηρίζει τη σημερινή κοινωνία συνεπάγεται έναν ολιγαρχικό έλεγχο πάνω στην τεχνοεπιστήμη ο οποίος εκδηλώνεται στο περιεχόμενο της το οποίο, με τη σειρά του, εκφράζει τις υπάρχουσες εξουσιαστικές σχέσεις και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα.   

Η συγκεντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια των ελίτ που ελέγχουν την οικονομική διαδικασία στην οικονομία της αγοράς ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της επιδίωξης του κέρδους, μέσω της μεγιστοποίησης της οικονομικής αποτελεσματικότητας και του μεγέθους της αγοράς. Θα μπορούσε να δειχθεί, όπως επιβεβαίωσε πρόσφατη μελέτη, ότι «υπάρχει μια ισχυρή θετική στατιστική συσχέτιση μεταξύ της βιομηχανικής κερδοφορίας και της συγκέντρωσης της αγοράς».[50] Αυτό αποτελεί μια ένδειξη ότι η επιδίωξη του κέρδους από αυτούς που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς πράγματι οδηγεί στη συγκέντρωση. Σε ένα πρώιμο στάδιο αγοραιοποίησης, η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης ήταν το αποτέλεσμα της «μαζικοποίησης» της παραγωγής, δηλ. της συγκέντρωσης της παραγωγικής διαδικασίας σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες οι οποίες εξασφάλιζαν «οικονομίες κλίμακας» και οικονομική αποτελεσματικότητα. Σήμερα, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, για να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό μέσα στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς , είναι υποχρεωμένες να «παράγουν μικρές ποσότητες προϊόντων υψηλής ποιότητας και προδιαγραφών, απομακρύνοντας έτσι τις οικονομίες κλίμακας από τη θέση τους στη κεντρική δυναμική του ανταγωνισμού».[51] Επομένως, η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης συμπίπτει σήμερα με μια παράλληλη διαδικασία «απο-μαζικοποίησης» της παραγωγής και διαφοροποίησης, η οποία είναι συνεπής με τις απαιτήσεις της μετα-βιομηχανικής κοινωνίας και της σύγχρονης τεχνολογίας. Όμως, αυτή η «απο-μαζικοποίηση» της παραγωγής, μολονότι επηρεάζει το μέγεθος της παραγωγικής μονάδας, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα όσον αφορά τον βαθμό συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης στο επίπεδο της επιχείρησης. Αυτό είναι σαφές, για παράδειγμα, από το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες 500 πολυεθνικές ελέγχουν σήμερα τα δύο τρίτα του παγκόσμιου εμπορίου (40% από αυτό γίνεται μεταξύ πολυεθνικών) και από το ότι όλες αυτές οι επιχειρήσεις, (εκτός από τις Νοτιο-Κορεάτικες) έχουν έδρα τον Βορρά.[52] 

Αντίθετα, λοιπόν, με την άποψη που υποστηρίζεται από τους κλασικούς αναρχικούς και μερικούς από τους σύγχρονους,[53] στη προσπάθεια τους να δείξουν ότι υπάρχουν φυσικές τάσεις που οδηγούν σε μια αποκεντρωμένη αναρχική κοινωνία (παρόμοιος ισχυρισμός προβάλλεται σήμερα από τους υποστηρικτές του βιο-ρετζιοναλισμού), θα μπορούσε να δειχθεί ότι υπάρχει μια μακροπρόθεσμη τάση που οδηγεί στη συνεχή συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, ακόμη και όταν η τάση αυτή συνοδεύεται από μια παράλληλη φυσική αποκέντρωση της παραγωγικής διαδικασίας, σαν τη σημερινή. Αυτή η αυξανόμενη συγκέντρωση μπορεί να δειχθεί τόσο στο διακρατικό μακρο-οικονομικό επίπεδο, όσο και στο διεπιχειρησιακό μικρο-οικονομικό επίπεδο.[54] 

Η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης δεν είναι βέβαια ένα νέο φαινόμενο. Σε κάθε ιεραρχική κοινωνία, η συγκέντρωση πλούτου πάντοτε συνόδευε τη συγκέντρωση πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης στα χέρια των διαφόρων ελίτ —γεγονός που συνήθως «δικαιώνεται» μέσω ενός συστήματος κοινωνικών κανόνων που βασίζονται στη θρησκεία. Το καινούριο στοιχείο στην οικονομία ανάπτυξης είναι το γεγονός ότι σήμερα η ίδια η αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος, καθώς και η δύναμη της ελίτ που το ελέγχει, εξαρτάται αποφασιστικά από την υλοποίηση του στόχου της ανάπτυξης η οποία, με τη σειρά της, «δικαιώνεται» μέσω της ταυτοποίησης της με την Πρόοδο. Επομένως, η οικονομική ανάπτυξη λειτουργεί όχι μόνο ως ένας βασικός κοινωνικός και οικονομικός στόχος, αλλά επίσης ως ένα βασικό μέσον για την αναπαραγωγή των δομών της άνισης κατανομής της οικονομικής και πολιτικής δύναμης η οποία χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ιεραρχική κοινωνία, καθώς και ως κεντρικό στοιχείο της ιδεολογίας που τη στηρίζει. Η ιεραρχική κοινωνία πήρε μια νέα μορφή με την άνοδο της οικονομίας της αγοράς στη Δύση και της σχεδιασμένης οικονομίας στην Ανατολή. Στη νέα αυτή μορφή, η ελίτ έλκει τη δύναμη της όχι μόνο, όπως στο παρελθόν, από τη συγκέντρωση πολιτικής, στρατιωτικής, ή γενικά, κοινωνικής δύναμης, αλλά, πρωταρχικά, από τη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, είτε η συγκέντρωση αυτή γίνεται μέσω του μηχανισμού της αγοράς είτε  μέσω του κεντρικού πλάνου.  

Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι η συγκέντρωση και η οικολογική αποσύνθεση δεν αποτελούν απλώς συνέπειες της επικράτησης της οικονομίας ανάπτυξης αλλά, επίσης, θεμελιακές προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή της. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς μερικών από τους οπαδούς της τάσης για την «κοινωνία πολιτών» που, υιοθετώντας τη θεωρία της κρίσης υποκατανάλωσης, ελπίζουν ότι οι ελίτ της Τριάδας (NAFTA, E.Ε., Άπω Ανατολή), μπροστά στην απειλή μιας ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης, εξαιτίας της διευρυνόμενης ανισότητας, θα παρακινηθούν να εισάγουν μια παγκόσμια μικτή οικονομία,[55] στη πραγματικότητα, φαίνεται ότι συμβαίνει το αντίθετο. Η οικονομία ανάπτυξης στο Βορρά, όχι μόνο δεν απειλείται από τη διευρυνόμενη ανισότητα της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς , αλλά, αντίθετα, εξαρτάται από αυτή. Έτσι, όπως ακριβώς η παραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης δεν είναι δυνατή χωρίς τη λεηλασία της Φύσης, έτσι και η φυσική της αναπαραγωγή είναι εξίσου αδύνατη χωρίς την παραπέρα συγκέντρωση οικονομικής δύναμης. 

Είναι, επομένως φανερό ότι η σημερινή συγκέντρωση οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής δύναμης στα χέρια των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία ανάπτυξης δεν είναι απλώς ένα πολιτιστικό φαινόμενο που μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις αξίες που καθιέρωσε η βιομηχανική επανάσταση, όπως αφελώς πιστεύουν σημαντικά ρεύματα μέσα στο οικολογικό κίνημα. Επομένως, η πραγματοποίηση της οικολογικής ισορροπίας δεν είναι απλώς θέμα αλλαγών στα συστήματα αξιών (εγκατάλειψη της αναπτυξιακής λογικής και του καταναλωτισμού) που θα οδηγούσαν σε ένα φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο ζωής. Στη πραγματικότητα, η συγκέντρωση δύναμης συνιστά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας, η οποία άρχισε με την επικράτηση των ιεραρχικών κοινωνικών δομών και της συνακόλουθης ιδεολογίας της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο και τη Φύση[56] και κορυφώθηκε τους τελευταίους δυο αιώνες με την ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς  και του παρακλαδιού της, της οικονομίας ανάπτυξης. 

Η οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης και η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό σημαίνει ότι ούτε η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης ούτε οι οικολογικές συνέπειες της οικονομίας ανάπτυξης είναι δυνατόν ν’ αποφευχθούν μέσα στο παρόν θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. Από την άλλη μεριά, όμως, η αύξηση της συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι η Πρόοδος, με την έννοια της βελτίωσης της ευημερίας μέσω της ανάπτυξης, έχει έναν αναγκαστικό μη καθολικό χαρακτήρα. 

Επομένως, με δεδομένο τον ολιγαρχικό έλεγχο πάνω στην τεχνοεπιστήμη που αναπόφευκτα ακολουθεί τη συγκέντρωση δύναμης που επιφέρει η οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης, το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν κάποια εγγενή χαρακτηριστικά τα οποία επηρεάζουν τον δημοκρατικό ή ολιγαρχικό χαρακτήρα τους. Όσον αφορά πρώτα την επιστήμη, θα μπορούσε κανένας να υποστηρίξει τη θέση ότι, από τη δημοκρατική σκοπιά, η ουσία της επιστήμης δεν βρίσκεται στο περιεχόμενο της, μολονότι, φυσικά, οι φυσικές επιστήμες, προωθώντας μια μη μεταφυσική προσέγγιση της πραγματικότητας, έπαιξαν ένα σημαντικό απελευθερωτικό ρόλο στο να υποσκάψουν τις θρησκευτικές και μεταφυσικές πεποιθήσεις και δοξασίες. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποστηρίξουμε τη θέση ότι η ουσία της επιστήμης βρίσκεται στη συνεχή αμφισβήτηση της αλήθειας, δηλ. στις διαδικασίες που χρησιμοποιεί για να συνάγει τις αλήθειες της. Επομένως, η επιστήμη, μολονότι από τη σκοπιά του περιεχομένου της (καθώς και των τεχνολογικών εφαρμογών της) μπορεί να ενδυναμώνει είτε την αυτονομία είτε την ετερονομία (κυρίως την τελευταία, δεδομένης της συνήθως ετερόνομης θέσμισης της κοινωνίας που καθορίζει το περιεχόμενο της επιστήμης), από τη σκοπιά των διαδικασιών που χρησιμοποιεί, ιστορικά, αποτελούσε πάντοτε μια έκφραση της αυτονομίας. Με άλλα λόγια, το ίδιο το γεγονός ότι η επιστήμη συνεχώς ερευνά για νέες αλήθειες προς αντικατάσταση των παλιών και δεν δέχεται την ύπαρξη μόνιμων αληθειών είναι μια ένδειξη του δημοκρατικού της χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας αυτός οφείλεται δηλαδή στην κρίσιμη διαφορά όσον αφορά τις διαδικασίες που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες όταν συνάγουν τις επιστημονικές τους «αλήθειες», σε σχέση με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι προφήτες, οι πατέρες της εκκλησίας και οι γκουρού διαφόρων ειδών για να διατυπώσουν δόγματα, μυστικιστικές «αλήθειες» κ.λπ. Το ίδιο το γεγονός ότι οι επιστημονικές διαδικασίες για την ανεύρεση και την αξιολόγηση «αληθειών» έχουν αλλάξει τόσο δραστικά στη πάροδο του χρόνου είναι μια σαφής ένδειξη του δημοκρατικού χαρακτήρα της επιστημονικής μεθόδου. Οι επιστημονικές «αλήθειες», καθώς και οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τη συναγωγή τους, αντίθετα με τις μυστικιστικές, διαισθητικές και ανορθολογικές «αλήθειες» και διαδικασίες, υπόκεινται σε συνεχή αμφισβήτηση και κριτική αξιολόγηση. 

Αντίστοιχα, το γεγονός ότι η αυτονομία δεν είναι μια «ατομική» υπόθεση και ότι «καθορίζεται αποφασιστικά από τη θεσμιση της κοινωνίας»[57] συνεπάγεται ότι το πρόταγμα της αυτονομίας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της αυτόνομης ανθρώπινης δραστηριότητας, μέσα σε μια διαδικασία δημιουργίας κοινωνικών θεσμών που επιτρέπουν την αυτόνομη σκέψη, και όχι μέσω κάποιου είδους σπιριτουαλιστικής διαδικασίας «αυτο-συνειδητοποίησης», όπως, για παράδειγμα, συνιστούν οι βαθείς οικολόγοι.[58] Στη πραγματικότητα, μια τέτοια διαδικασία αυτο-συνειδητοποίησης θα κατέληγε μόνο στο να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την ιδιώτευση και την απόσυρση από τη κοινωνική διαδικασία που θεσμίζει την κοινωνία. Μια ιεραρχική κοινωνία που βασίζεται στη κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο θα μπορούσε κάλλιστα να επιβιώσει την «αυτό-μεταμόρφωση» (συνήθως της μεσαίας τάξης της) μέσω της Βουδιστικής φώτισης, του «αναγεννημένου» Χριστιανισμού στη Δύση, ή της αναβάπτισης στην Ελληνοορθοδοξία στην «καθ’ημας Ανατολή». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η αυτο-μεταμόρφωση εκατομμυρίων Αμερικανών και Δυτικο-Ευρωπαίων την προηγούμενη δεκαετία ήταν πλήρως συμβατή με μια από τις πιο άγριες επιθέσεις των ελίτ που πήρε τη μορφή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών (Ρηγκανόμικς, Θατσερισμός), ούτε είναι εκπληκτικό ότι κάτι αντίστοιχο επιχειρείται σήμερα στην Ελλάδα με την μαζική προβολή από τα ΜΜΕ των «διανοουμένων» της Ελληνοορθοδοξίας και των σκοταδιστικών ανοησιών τους. 

Όμως, παρά το γεγονός ότι η επιστημονική έρευνα, από μόνη της, είναι δημοκρατική είναι φανερό ότι μια δημοκρατική, από τη σκοπιά του περιεχομένου και του ελέγχου πάνω σε αυτή, επιστήμη δεν είναι δυνατή στο πλαίσιο των εξουσιαστικών σχέσεων και του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος της σημερινής ολιγαρχικής κοινωνίας. Ο μη ουδέτερος και γενικά ετερόνομος χαρακτήρας της σημερινής επιστήμης αποκλείει μια αληθινά δημοκρατική επιστήμη.  

Αλλά, ας έλθουμε τώρα στο θέμα της δημοκρατικότητας της τεχνολογίας. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει σχετικά αναφέρεται στον ορισμό της δημοκρατικής τεχνολογίας. Από όσα ελέχθησαν παραπάνω για την επιστήμη είναι σαφές ότι το κριτήριο που προτείνεται εδώ για την ταξινόμηση ενός συνόλου τεχνικών ως δημοκρατικών είναι το ποιος ελέγχει τη διαδικασία η οποία καθορίζει, όχι την διαθέσιμη τεχνολογία γενικά που όπως είδαμε παραπάνω είναι μια ανεξέλεγκτη διαδικασία, αλλά την τεχνολογία-εν-χρήσει. Με βάση την παραπάνω ανάλυση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία η οποία καθορίζει την τεχνολογία-εν-χρήσει καθορίζεται αποφασιστικά από τις εξουσιαστικές δομές που απορρέουν από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και το αντίστοιχο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Επομένως, με δεδομένη την σημερινή συγκέντρωση δύναμης, η τεχνολογία-εν-χρήσει ελέγχεται αποφασιστικά από τις ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και, επομένως, δεν είναι δημοκρατική. 

Το κριτήριο που εισαγάγαμε παραπάνω για να ορίσουμε την δημοκρατική τεχνολογία είναι διαφορετικό από τα συνηθισμένα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτό. Ο Lewis Mumford, για παράδειγμα, διακρίνει μεταξύ αυταρχικής και δημοκρατικής τεχνικής ως ακολούθως: 

Από την ύστερη Νεολιθική εποχή στην Εγγύς Ανατολή, μέχρι τις ημέρες μας, δυο τεχνολογίες συνυπήρχαν επανειλημμένα: η μια αυταρχική, η άλλη δημοκρατική, η μια συστημική-κεντρική και πολύ δυνατή, αλλά εγγενώς ασταθής, η άλλη ανθρωπο-κεντρική και σχετικά αδύνατη αλλά εφευρετική και σταθερή (...) αυτό που ονομάζω δημοκρατική τεχνική είναι η μικρής κλίμακας μέθοδος παραγωγής, που στηρίζεται κυρίως στην ανθρώπινη δεξιοτεχνία και τη ζωική ενέργεια αλλά η οποία, ακόμη και όταν χρησιμοποιεί μηχανές, παραμένει πάντοτε κάτω από την ενεργό καθοδήγηση του χειροτέχνη ή του αγρότη.[59] 

Στη συνέχεια, ο Mumford ισχυρίζεται ότι η αυταρχική τεχνική είναι ένα πολύ πιο πρόσφατο φαινόμενο που εμφανίζεται περίπου τη τέταρτη χιλιετηρίδα. Η νέα συγκεντρωτική τεχνική στηριζόταν στον βάναυσο φυσικό καταναγκασμό, την αναγκαστική εργασία και τη δουλεία και δημιούργησε πολύπλοκες ανθρώπινες μηχανές —τον στρατό, τον εργατικό στρατό, τη γραφειοκρατία. Η αυταρχική τεχνική επανήλθε σήμερα, σύμφωνα με τον Mumford, σε μια άπειρα μεγεθυμενη και τελειοποιημένη μορφή όπου «οι εφευρέτες των πυρηνικών βομβών, των διαστημικών πυραύλων και των κομπιούτερς είναι οι πυραμιδοποιοί της εποχής μας (...) η αυταρχική τεχνική, μέσω της μηχανοποίησης, της αυτοματοποίησης και της κυβερνητικής, έχει καταφέρει σήμερα να υπερβεί επιτέλους τη πιο σοβαρή της αδυναμία: την αρχική της εξάρτηση από συχνά ανυπάκουους σερβο-μηχανισμούς».[60] 

Είναι, επομένως, φανερό ότι, για τον Mumford, το κύριο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τις δημοκρατικές από τις αυταρχικές τεχνικές είναι η κλίμακα. Όμως, μολονότι είναι αληθές ότι η μικρή κλίμακα είναι εγγενής σε ιστορικές μορφές δημοκρατικών τεχνικών (και αντίστροφα όσον αφορά τις ιστορικές μορφές αυταρχικών τεχνικών), εντούτοις, η κλίμακα δεν πρέπει να είναι το διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό μεταξύ των δυο τεχνολογικών τύπων. Εάν οι χειροτέχνες στην αρχαιότητα ή στη φεουδαρχία ήταν σχετικά ανεξάρτητοι και συγχρόνως είχαν τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της μικρής κλίμακας παραγωγής, να ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία και το ίδιο τους το προϊόν, αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας δημοκρατικής μορφής κοινωνικής οργάνωσης, στο πολιτικό ή το οικονομικό επίπεδο, αλλά συνέπεια του γεγονότος ότι η παραγωγική διαδικασία στα συστήματα πριν από την οικονομία της αγοράς δεν απαιτούσε παραγωγή μαζικής κλίμακας και το εργοστασιακό σύστημα. Τα δυο βασικά χαρακτηριστικά της οικονομίας της αγοράς, η αγοραιοποίηση και η ανάπτυξη, ήταν απόντα στα συστήματα αυτά και έκαναν «αντικειμενικά» δυνατή τη δημοκρατική τεχνική. Το κατά πόσο, σε δεδομένη χρονική στιγμή, η αντικειμενικά δημοκρατική τεχνολογία απερρίπτετο προς όφελος μιας αυταρχικής τεχνικής συνήθως καθοριζόταν είτε από αντικειμενικούς αλλά εξω-οικονομικούς παράγοντες (κλίμα, γεωλογία κ.λπ), είτε από τέτοιους «υποκειμενικούς» παράγοντες όπως οι στόχοι της ελίτ που μονοπωλούσε την εξουσία  (πυραμίδες κ.λπ.).  

Στη πραγματικότητα, η εισαγωγή του εργοστασιακού συστήματος κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, σηματοδότησε τη μετάβαση σε μια κατάσταση που έκανε «αντικειμενικά» δυνατή την αυταρχική τεχνική, με την έννοια ότι η αναπαραγωγή της οικονομίας αγοράς/ανάπτυξης που ανέκυψε την ίδια περίοδο δεν ήταν πια συμβατή με τις δημοκρατικές τεχνικές. Εντούτοις, δεν ήταν οι νέες αξίες που θα έπρεπε να θεωρηθούν υπεύθυνες, όπως υποστηρίζουν οι βαθείς οικολόγοι και άλλοι, για την εισαγωγή του εργοστασιακού συστήματος, τη παραγωγή μαζικής κλίμακας, το εργοστασιακό σύστημα κ.λπ. Εκείνο που έκανε όχι μόνο δυνατό αλλά και επιθυμητό το εργοστασιακό σύστημα, τη παραγωγή μαζικής κλίμακας και την αυταρχική τεχνολογία ήταν, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,[61] η «εθνικοποίηση» της αγοράς και η χρησιμοποίηση της κρατικής μηχανής για την αγοραιοποίηση της εργασίας και της γης. Στη προβληματική αυτή, η προσπάθεια των εμπόρων να μεγιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητα ήταν αναπόφευκτο να τους οδηγήσει, όπως σημειώνει ο Sidney Pollard,[62] «στην αναζήτηση νέων τρόπων παραγωγής και στην επιβολή των δικών τους πρακτικών μάνατζμεντ στον παραγωγικό τομέα», πράγμα που μετέτρεπε την εισαγωγή του εργοστασιακού συστήματος σε θέμα πειθαρχίας, «έτσι ώστε οι εργάτες να μπορούν να ελεγχθούν αποτελεσματικά υπό την επίβλεψη του επιστάτη».[63] Επομένως, η αγοραιοποίηση και η ανάπτυξη, καθώς και τα αποτελέσματα τους στον αγροτικό τομεα (κίνημα περίφραξης της γης) και τον βιομηχανικό τομέα (εργοστάσια) οδήγησαν σε μια κατάσταση όπου, όπως σημειώνει ο Christopher Hill, «εκείνο που χάθηκε με τα εργοστάσια και τις περιφράξεις ήταν η ανεξαρτησία, η ποικιλία και η ελευθερία που απέλαυαν οι μικροί παραγωγοί».[64] 

Εάν η παραπάνω ανάλυση είναι σωστή τότε δεν χρειάζεται να καταργήσουμε την μεσαίας ή ακόμη την μεγάλης κλίμακας παραγωγή σε μια μελλοντική περιεκτική δημοκρατία —πράγμα που θα σήμαινε, για παράδειγμα, την εγκατάλειψη της σημερινής ιατρικής τεχνολογίας. Όμως, παρά τις αδυναμίες της σύγχρονης ιατρικής, με την μη ολιστική προσέγγιση της και την παραμέληση των προληπτικών μεθόδων, λίγοι θα αρνιόντουσαν τη σημασία, για παράδειγμα, σύγχρονων τεχνικών για την αποκατάσταση της όρασης εκατομμυρίων ανθρώπων, για να μην αναφέρω την ορθοπεδική  μικροχειρουργική  κ.λπ.  

Ο ορισμός της δημοκρατικής τεχνολογίας με βάση την έμφαση στη κλίμακα παραγωγής επικεντρώνει τη συζήτηση στις τεχνικές και οργανωτικές πλευρές της παραγωγής αντί για τις εξουσιαστικές σχέσεις και δομές στις οποίες θεμελιώνεται πραγματικά η τεχνολογία. Δεν είναι, επομένως, εκπληκτικό ότι η στάση του Schumaher υπέρ της μικρής κλίμακας τεχνολογίας[65] στερείται, επίσης, από οποιοδήποτε σημαντικό κοινωνικό περιεχόμενο, μη επικεντρώνοντας την ανάλυση στη σχέση της τεχνολογίας με την κυριαρχία, την εκμετάλλευση, τον γραφειοκρατικό έλεγχο, τον ρατσισμό, τον σεξισμό και τον μιλιταρισμό. Όπως σωστά παρατηρούν γνωστοί οικο-Μαρξιστές «η ανάλυση του Schumacher επικεντρώνεται στις τεχνικές συνέπειες της παραγωγής και ελάχιστα στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που καθορίζουν την εισαγωγή και ανάπτυξη της τεχνολογίας».[66]  

Η περιθωριοποίηση του κινήματος «εναλλακτικής τεχνολογίας» το οποίο, επίσης, επικεντρώνει την κριτική του στις τεχνικές και οργανωτικές πλευρές της παραγωγής είναι άλλο ένα παράδειγμα για το γεγονός ότι κοινωνικά κινήματα, τα οποία δεν συνειδητοποιούν ότι η τεχνολογία θεμελιώνεται στις εξουσιαστικές δομές και σχέσεις που απορρέουν από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, είναι καταδικασμένα σε αποτυχία. Οι οικο-κεντρικοί, για παράδειγμα, θεωρούν το ανθρώπινο γένος ως τμήμα ενός παγκόσμιου οικοσυστήματος που υπόκειται σε οικολογικούς νόμους και τάσσονται υπέρ «εναλλακτικών» τεχνολογιών, δηλ. αποκεντρωμένων τεχνολογιών μικρής κλίμακας που χρησιμοποιούν ανανεώσιμη ενέργεια. Είναι όμως ενδιαφέρον να σημειωθεί εδώ ότι η στάση τους υπέρ των εναλλακτικών τεχνολογιών στηρίζεται όχι μόνο σε περιβαλλοντικές εκτιμήσεις αλλά και σε αντίστοιχες «δημοκρατικές». Έτσι, συνιστούν τις εναλλακτικές τεχνολογίες «διότι είναι δυνητικά δημοκρατικές (με την έννοια) ότι, αντίθετα με την υψηλή τεχνολογία, μπορούν να τις κατέχουν, καταλαβαίνουν, διατηρούν και χρησιμοποιούν άτομα και ομάδες με μικρή οικονομική ή πολιτική δύναμη».[67] Όμως, είναι φανερό ότι το επιχείρημα τους αγνοεί το γεγονός ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς μια διαδικασία αλλά ένας τρόπος κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης[68] και ότι επομένως η τεχνολογία δεν μπορεί να αποχωριστεί απο το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα που συνεπάγεται η συγκεκριμένη οργάνωση της κοινωνίας.  

Επομένως, η ενθάρρυνση εναλλακτικών τεχνολογιών, όχι μόνο δεν πρόκειται να κάνει την υπάρχουσα κοινωνικο-οικονομική δομή περισσότερο δημοκρατική ή οικολογική, αλλά, όπως η εμπειρία των κινημάτων εναλλακτικής τεχνολογίας έχει ήδη δείξει, είναι πολύ πιο πιθανόν να οδηγήσει στη περιθωριοποίηση των τεχνικών αυτών. Αυτή είναι, ιδιαίτερα, η κατάληξη τεχνολογιών που είναι ασύμβατες με τη λογική και τη δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Από την άλλη μεριά, όσον αφορά τις τεχνολογίες που είναι συμβατές με την οικονομία της αγοράς, αυτές απλώς τείνουν να συμπληρώνουν αντί να θέτουν σε αμφισβήτηση τις υπάρχουσες τεχνολογίες και κοινωνικές σχέσεις, όπως σωστά τονίζει και ο David Pepper: 

Σήμερα, η Ομάδα για την Ανάπτυξη της Εναλλακτικής Τεχνολογίας, που ιδρύθηκε απο τον Schumacher το 1966, βλέπει τους χειρότερους φόβους μερικών οικοκεντρικών να πραγματοποιούνται (...) συνήθως λειτουργεί σε ένα πλαίσιο όπου αυτού του είδους η ανάπτυξη απλώς συμπληρώνει παρά αντικαθιστά την μεγάλης κλίμακας και εντάσεως κεφαλαίου οικονομική ανάπτυξη που χρηματοδοτείται από εξωγενείς πηγές και υπόκειται στη Δυτική επιρροή και έλεγχο (...) η συνιστώσα της ενδιάμεσης τεχνολογίας, επομένως, δεν αποτελεί τμήμα ριζικά διαφορετικών κοινοτικών σχέσεων, αλλά, βασικά, παρέχει το φυτώριο για ένα συμπληρωματικό καπιταλισμό μικρής κλίμακας, από τον οποίο τείνει ν’ αναπτύσσεται ο καπιταλισμός μεγάλης κλίμακας: είναι, επομένως, τμήμα του προβλήματος και όχι η θεραπεία. [69] 

Συμπερασματικά, ο χαρακτήρας της τεχνολογίας ως δημοκρατικός ή, εναλλακτικά, ως αυταρχικός δεν προκύπτει από κάποια εγγενή χαρακτηριστικά της, αλλά από τις εξουσιαστικές σχέσεις που απορρέουν από το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο και το διαπλεκόμενο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα.

 

Επιστήμη και Τεχνολογία στη περιεκτική δημοκρατία 

Θα ήθελα να κλείσω το άρθρο αυτό με μερικές σκέψεις για τη σημασία και τη φύση της επιστήμης και της τεχνολογίας στη περιεκτική δημοκρατία. Ο κίνδυνος, ακόμη και για τη σημερινή «δημοκρατία», εξαιτίας της εξάπλωσης των αυταρχικών τεχνικών είχε σαφώς τονιστεί απο τον Lewis Mumford: 

Ο κίνδυνος για τη δημοκρατία δεν προκύπτει από οποιεσδήποτε συγκεκριμένες επιστημονικές ανακαλύψεις (...) ο κίνδυνος προκύπτει από το γεγονός ότι, από τον καιρό του Γαλιλέου και του Φράνσις Μπέηκον (...) οι μεγάλες φυσικές μεταμορφώσεις πραγματοποιήθηκαν από ένα σύστημα το οποίο εσκεμμένα εξαφανίζει ολόκληρη την ανθρώπινη προσωπικότητα (...) υπερτονίζει το ρόλο της αφηρημένης ευφυΐας και ανάγει τον έλεγχο πάνω στη Φύση, τελικά τον έλεγχο πάνω στον ίδιο τον άνθρωπο, ως τον κύριο σκοπό ύπαρξης (...) Όταν η αυταρχική τεχνική θα έχει παγιώσει τη δύναμη της, με τη βοήθεια των νέων μορφών συλλογικού ελέγχου που έχει αναπτύξει και τη πανοπλία της σε ηρεμιστικά, καταπραϋντικά, και αφροδισιακά, θα είναι δυνατό για οποιαδήποτε μορφή δημοκρατίας να επιβιώσει;[70] 

Όμως, ο Mumford μιλούσε για τα εγγενή χαρακτηριστικά της τεχνολογίας σε σχέση με τις τεχνικές και οργανωτικές πλευρές της παραγωγής και όχι για τον γενικό χαρακτήρα και κατεύθυνση της τεχνολογίας, που, όπως είδαμε, καθορίζονται αποφασιστικά από τις εξουσιαστικές δομές και σχέσεις και το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Αλλά, είναι ο γενικός χαρακτήρας και κατεύθυνση της τεχνολογίας που καθορίζει τα τεχνικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά της παραγωγής και όχι το αντίστροφο. Αυτό, επομένως που χρειάζεται σε μια περιεκτική δημοκρατία είναι η ανασύσταση της τεχνολογίας και της επιστήμης κατά τρόπο που να θέτει την ανθρώπινη προσωπικότητα και τις ανάγκες της (αντί, όπως σήμερα, τις αξίες και τις ανάγκες αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης) στο κέντρο κάθε σταδίου στη διαδικασία, σε κάθε τεχνική χωριστά. Αυτό προϋποθέτει μια νέα μορφή κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης όπου οι πολίτες, ως παραγωγοί αλλά και ως καταναλωτές, ελέγχουν αποτελεσματικά τις τεχνολογικές μορφές που υιοθετούνται, εκφράζοντας το γενικό αντί, όπως σήμερα, το μερικό συμφέρον. 

Μια σημαντική συνέπεια της διαδικασίας εκδημοκρατισμού της τεχνοεπιστήμης με την παραπάνω έννοια είναι ότι μια τέτοια διαδικασία δεν έχει σχέση με την πολυδιαφημιζόμενη «πρόσβαση στις πληροφορίες» την οποία υποτίθεται εξασφαλίζει η σύγχρονη τεχνολογία της πληροφορικής. Όπως σημειώνει ο Herbert Schiller,[71] «ιστορικά, αλλά και σήμερα, αποτελεί μύθο η ελεύθερη ροή των πληροφοριών. Αυτοί που επιλέγουν και ελέγχουν εξακολουθούν και σήμερα, όπως πάντα, να φιλτράρουν και να διαμορφώνουν τα μηνύματα που κυκλοφορούν στη κοινωνία. Είναι πάντοτε θέμα ποιοι είναι αυτοί που επιλέγουν και ποιόν αντιπροσωπεύουν —πράγμα που αποτελεί ταξικό θέμα». Ακόμη, όπως τονίζει ο Langdon Winner,[72] οι σύγχρονες εμπειρικές μελέτες, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι η τεχνολογία της πληροφορικής διαχέει τη δύναμη, αλλά αντίθετα οδηγούν στο αντίθετο συμπέρασμα: η τεχνολογία της πληροφορικής οδηγεί σε μια αύξηση της δύναμης αυτών που ήδη έχουν μεγάλη δύναμη, στην ενίσχυση της δυνατότητας ελέγχου αυτών που ήδη βρίσκονται σε θέσεις ελέγχου και σε μια μεγέθυνση του πλούτου αυτών που ήδη κατέχουν συγκεντρωμένο πλούτο.  

Τα συμπεράσματα των Schiller και Winner δεν είναι βέβαια εκπληκτικά. Μολονότι η πρόσβαση των πολιτών στις πληροφορίες είναι μια σημαντική προϋπόθεση της περιεκτικής δημοκρατίας, η προϋπόθεση αυτή αφορά τις πληροφορίες που αναφέρονται στη λήψη πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων και όχι απλώς στην ατελείωτη χειραγώγηση, στη καλύτερη περίπτωση, «τεράστιων ποσοτήτων από στοιχεία τα οποία έχουν τύχει της κατάλληλης μάλαξης από τα ηλεκτρονικά μέσα, για τη διευκόλυνση των συναλλαγών μεγάλων και πολύπλοκων οργανισμών»,[73] ή στη χειρότερη, στη χειραγώγηση συχνά άσχετων και άχρηστων στοιχείων. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει αυτόματη διαπλοκή μεταξύ γνώσης, ιδιαίτερα της γνώσης που χειραγωγεί η τεχνολογία της πληροφορικής και πολιτικής και κοινωνικής δύναμης. 

Ακόμη, ο εκδημοκρατισμός της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν θα πρέπει να συσχετίζεται με την ουτοπική κατάργηση του καταμερισμού εργασίας, όπως για παράδειγμα προτείνει ο Thomas Simon. Για τον  Simon, ο εκδημοκρατισμός της τεχνολογίας σημαίνει την κατάργηση των επαγγελματιών και των ειδικών: «ο βαθμός στον οποίο δεν χρειάζεται πια ένας επαγγελματίας/ειδικός είναι, μερικώς τουλάχιστον, ο βαθμός στον οποίο, μια διαδικασία έχει εκδημοκρατιστεί. Είναι ο βαθμός στον οποίο είμαστε σε θέση να μετατρέψουμε ένα επαγγελματικό πεδίο σε μια στοχαστική συνέλευση».[74] Όμως, μολονότι είναι αλήθεια ότι η σημερινή άκρα εξειδίκευση και κατανομή εργασίας έγινε αναγκαία από τις ανάγκες «αποτελεσματικότητας» που επιβάλλει η δυναμική της οικονομίας ανάπτυξης, εντούτοις, υπάρχουν μερικά σαφή όρια στο κατά πόσο είναι δυνατό και επιθυμητό να μειωθεί ο βαθμός εξειδίκευσης ώστε να μη διακινδυνεύσουμε την επανεμφάνιση προβλημάτων που έχουν λυθεί προ πολλού (ιατρικά προβλήματα, αποχετευτικά προβλήματα κ.λπ.). Και αυτό μας φέρνει στο θέμα εάν υπάρχει τμήμα της υπάρχουσας τεχνολογίας (και ποιο) που θα πρέπει να εξακολουθήσει να υπάρχει σε μια περιεκτική δημοκρατία, καθώς και στο συναφές θέμα της επιλογής.  

Η επιλογή είναι αναγκαίο στοιχείο της περιεκτικής δημοκρατίας γενικά και της οικονομικής δημοκρατίας ειδικότερα. Στη πραγματικότητα, η περιεκτική δημοκρατία θα πρέπει ν’ αποκαταστήσει τη πιθανότητα τεχνολογικής επιλογής. Όπως υποστηρίζει ο Jacques Ellul: 

Η ύπαρξη επιλογής φαίνεται ότι ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ιστορικούς παράγοντες που σημάδεψαν την τεχνολογική εξέλιξη και επανάσταση. Η εξέλιξη, επομένως, δεν ήταν απλώς μια λογική ανακάλυψης ή μια αναπόφευκτη λιτανεία τεχνικών. Ήταν μια αλληλεπίδραση τεχνικής αποτελεσματικότητας και αποτελεσματικής ανθρώπινης απόφασης (...) (σήμερα) η τεχνική έχει γίνει αντικειμενική  και μεταδίδεται σαν ένα φυσικό πράγμα, οδηγώντας έτσι σε μια πολιτισμική ενότητα, ανεξάρτητα από το περιβάλλον της χώρας στην οποία λειτουργεί. Είμαστε αντιμέτωποι με τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά από αυτά που υπήρχαν πριν.[75] 

Έχω σκιαγραφήσει αλλού[76] ένα μοντέλο οικονομικής δημοκρατίας το οποίο στοχεύει στην κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών και στην εξασφάλιση της ελευθερίας επιλογής σε μια κοινωνία σπάνης χωρίς αγορά, χρήμα και κράτος. Σε μια περιεκτική δημοκρατία θα υπάρξει πραγματική επιλογή τεχνολογίας, με βάση τις αποφάσεις των συνελεύσεων των πολιτών, και όχι απλώς αυτό που ο  Ellul περιγράφει ως «τεχνικό αυτοματισμό». Είναι σαφές ότι η αλλαγή στους στόχους του οικονομικού συστήματος, που θα επιφέρει η εισαγωγή της οικονομικής δημοκρατίας, θα εκφραστεί στις τεχνολογίες που θα υιοθετηθούν από την κοινότητα και τον τόπο δουλειάς. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει τη πιθανότητα ότι οι τεχνολογίες που θα εισάγουν οι συνελεύσεις των πολιτών μπορεί να περικλείουν τμήματα της υπάρχουσας τεχνολογίας, εφόσον βέβαια οι τεχνολογίες αυτές είναι συμβατές με τους πρωταρχικούς στόχους της περιεκτικής δημοκρατίας.  

Έτσι, όσον αφορά τις αγροτικές τεχνικές, θα μπορούσε κανένας να υποστηρίξει ότι η τεχνολογία της «πράσινης» επανάστασης δεν θα πρέπει ν’ αποτελεί τμήμα της τεχνολογίας που θα υιοθετήσει η περιεκτική δημοκρατία. Όχι μόνο διότι η τεχνολογία αυτή έχει συνδεθεί με την εντατική γεωργία και ότι αυτό σημαίνει, δηλ. καταστροφή του περιβάλλοντος, βλάβη στην υγεία  ανθρώπων και ζώων κ.λπ. Αλλά, επίσης, διότι, όπως τονίζει ο George Bradford, η πράσινη επανάσταση κατέστρεψε την αυτοδυναμία, καθώς και τη κουλτούρα: 

Η πράσινη επανάσταση, η οποία υπετίθετο ότι θα έφερνε επανάσταση στη γεωργία των «καθυστερημένων» χωρών και θα παρήγαγε μεγαλύτερες σοδειές,  αποτέλεσε θαύμα μόνο για τις τράπεζες, τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις στρατιωτικές δικτατορίες που την υπερασπίζονται. Η μαζική εισροή λιπασμάτων, τεχνολογίας, εντομοκτόνων και γραφειοκρατίας διέλυσε παμπάλαιες αγροτικές οικονομίες που στηριζόντουσαν στην αυτοδύναμη γεωργία, δημιουργώντας μια τάξη πλουσιότερων αγροτών που είναι εξαρτημένοι απο τις δυτικές τεχνολογίες για την παραγωγή εξαγωγικών προϊόντων όπως ο καφές, το βαμβάκι, και τα δημητριακά, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτικών κοινοτήτων καταστράφηκαν απο τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό της αγοράς και προμηθεύουν τους πρόσφυγες που πλημμυρίζουν τα εξογκούμενα αστικά κέντρα.[77] 

Αντίστοιχα, όσον αφορά τις βιομηχανικές τεχνικές, όλες εκείνες οι τεχνικές που είναι βλαβερές στο περιβάλλον και τη ζωή, συμπεριλαμβανομένων των αλλοτριωτικών τεχνικών, δεν θα πρέπει να υιοθετηθούν από τη περιεκτική δημοκρατία, ακόμη και αν είναι «αποτελεσματικές» σύμφωνα με τους ορισμούς οικονομικής αποτελεσματικότητας των τεχνοκρατών. Εντούτοις, δεν είναι η ίδια η βιομηχανία που θα πρέπει να φύγει, όπως υποστηρίζουν αμελώς μερικοί οικολόγοι, αλλά ο σημερινός τύπος βιομηχανίας ο οποίος, όπως είδαμε παραπάνω, είναι ένα ενιαίο τμήμα της οικονομίας ανάπτυξης (καπιταλιστικής ή «σοσιαλιστικής»). Επομένως, η επιλογή που θα πρέπει να γίνει δεν είναι απλώς μια επιλογή κουλτούρας, όπως οι βαθείς οικολόγοι και άλλοι υποστηρίζουν, αλλά μια επιλογή κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, καθώς και κουλτούρας: θέλουμε μια ολιγαρχική και ιεραρχική κοινωνία που βασίζεται στη καπιταλιστική ή «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης και το διαπλεκόμενο κοινωνικό παράδειγμα ή μια δημοκρατική κοινωνία που θεμελιώνεται στη περιεκτική δημοκρατία και το δημοκρατικό παράδειγμα; 

Σε μια δυναμική οικονομική δημοκρατία, οι επενδύσεις στις τεχνολογικές καινοτομίες, καθώς και στην έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη γενικότερα, θα πρέπει ν’ αποτελούν κύριο τμήμα των διαβουλεύσεων των συνομοσπονδιοποιημένων κοινοτικών συνελεύσεων. Οι συστάσεις των συνελεύσεων στους τόπους δουλειάς, καθώς και αυτές των συνδέσμων καταναλωτών, προφανώς θα παίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Επομένως, ο εκδημοκρατισμός της τεχνολογίας, όχι μόνο δεν θα οδηγήσει στη στασιμότητα, αλλά θα έχει το αντίθετο αποτέλεσμα.  Όπως τονίζει ο Ellul, όποτε στην Ιστορία έλειπε η αποτελεσματική ανθρώπινη δραστηριότητα, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν η κοινωνική και ατομική στασιμότητα. Αυτό συνέβη και στην εκλείψασα «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης, όπου η γραφειοκρατία και το κεντρικό πλάνο έπνιγαν κάθε αυθορμητισμό και προσωπική δημιουργία και τελικά οδήγησαν σε μια τεχνολογική καθυστέρηση που προκάλεσε τη κατάρρευση αυτού του τύπου οικονομίας ανάπτυξης.[78] Κάτι αντίστοιχο όμως συμβαίνει και στη καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης, η οποία, μολονότι πιο εύκαμπτη από τη «σοσιαλιστική», είναι επίσης «ανίκανη να απορροφήσει τη τεχνική πρόοδο. Η αντικατάσταση μηχανών στον ρυθμό της τεχνικής προόδου είναι εντελώς αδύνατη για την καπιταλιστική επιχείρηση εφόσον δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για την απόσβεση μιας μηχανής πριν να εμφανιστεί η καινούρια (...) η αντίδραση των καπιταλιστών είναι γνωστή: αγοράζουν τις  πατέντες των νέων μηχανών και κατόπιν δεν τις θέτουν ποτέ σε λειτουργία.»[79]   

Ένα σημαντικό υποπροϊόν του εκδημοκρατισμού της τεχνολογίας θα είναι η αποκατάσταση του μη ομοιογενούς χαρακτήρα της, δηλ. της διαφοροποίησης της σύμφωνα με το τοπικό περιβάλλον. Αυτό θα είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα όχι μόνο για να επανενσωματώσει τον άνθρωπο στη  Φύση, αλλά και διότι θα δώσει τη δυνατότητα στις τοπικές κουλτούρες (και στις αντίστοιχες κοινότητες) ν’ ανθήσουν, τη στιγμή μάλιστα που φθίνουν συνεχώς, κάτω από μια ισοπεδωτική ομοιογενή τεχνολογία.  

Εντούτοις, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η φύση της τεχνολογίας που θα υιοθετηθεί από μια δημοκρατική κοινωνία δεν εξαρτάται απλώς από το ποιος είναι ιδιοκτήτης της, η ακόμη και από το ποιος την ελέγχει. Όχι μόνο, όπως έχει δείξει η Ιστορία, είναι  πολύ πιθανό ότι οι «σοσιαλιστές» γραφειοκράτες μπορεί να υιοθετήσουν τεχνικές οι οποίες είναι τόσο βλαβερές στο περιβάλλον και τη ζωή (αν όχι περισσότερο) όσο και αυτές που υιοθετούν οι καπιταλιστές, αλλά και δεν είναι απίθανο ότι οι συνελεύσεις των πολιτών μπορεί, επίσης, να υιοθετήσουν παρόμοιες τεχνικές. Επομένως, η κατάργηση της ολιγαρχικής ιδιοκτησίας και ελέγχου πάνω στη τεχνολογία, σε μια οικονομία χωρίς αγορά, κράτος και χρήμα που βασίζεται στη περιεκτική δημοκρατία, είναι μόνο η αναγκαία θεσμική συνθήκη για μια εναλλακτική, φιλική προς τη ζωή και το περιβάλλον, τεχνολογία. Η επαρκής συνθήκη εξαρτάται, όπως πάντοτε, από το σύστημα αξιών που θ’ αναπτύξει η δημοκρατική κοινωνία και το επίπεδο συνειδητοποίησης των πολιτών της. Το μόνο λοιπόν που μπορούμε να κάνουμε είναι να ελπίζουμε ότι η αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο, μαζί με τη δημοκρατική Παιδεία (που δεν είναι απλώς εκπαίδευση αλλά ανάπτυξη χαρακτήρα και σφαιρική μόρφωση στη γνώση και τις δεξιοτεχνίες, δηλ. η εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτου) θα παίξουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του νέου συστήματος αξιών και στην ανύψωση του επιπέδου συνειδητοποίησης. Εντούτοις, σε τελική ανάλυση, όπως σημειώνει ο Καστοριαδης, το θέμα της κατεύθυνσης της επιστήμης παραμένει άλυτο: «μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία, που έχει απαλλαχτεί από κάθε οικονομική, πολιτική και άλλη ολιγαρχία, θα έλθει επίσης αντιμέτωπη με αυτό το θέμα (εφόσον) (...) στην ελληνο-δυτική ιστορία, η δημιουργία της ελευθερίας δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ανάδυση της αμφισβήτησης και της ορθολογικής έρευνας.»[80]   

Τέλος, μια δημοκρατική (η απελευθερωτική) τεχνολογία δεν προϋποθέτει μια οικονομία μετα-σπάνης, όπως οπαδοί της διαλεκτικής, σαν τον Μαρξ και τον Bookchin, πιστεύουν. Δεν υπάρχει μια «αντικειμενική ποσοτική βάση» για την απελευθερωτική κοινωνία, ή οποιεσδήποτε υλικές προϋποθέσεις της ελευθερίας.[81] Ο Μαρξ πίστευε ότι η ανθρωπότητα θα περάσει από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας μέσω της ορθολογικής και κοινωνικά υπεύθυνης εφαρμογής της προχωρημένης τεχνολογίας που δημιούργησε ο καπιταλισμός. Όμως η τεχνολογία η ίδια δεν έχει μια εγγενή δυνατότητα προς μια απελευθερωτική κοινωνία, με την έννοια ότι μειώνει δραστικά τον ανθρώπινο μόχθο, οδηγώντας από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας. Η ουσία μιας απελευθερωτικής τεχνολογίας δεν είναι ο «αντικειμενικός» χαρακτήρας της αλλά το υποκειμενικό νόημα που της δίνει η δημοκρατική κοινωνία. 

Στη πραγματικότητα, η πρόοδος της τεχνολογίας δεν μείωσε τον ανθρώπινο μόχθο. Όπου οι αγορές εργασίας «ελευθερωθήκαν», αυτοί που (ακόμη) εργάζονται, εργάζονται περισσότερο! Στις ΗΠΑ και τη Βρετανία, οι εύκαμπτες αγορές σήμερα σημαίνουν μεγαλύτερα ωράρια από ότι 15 χρόνια πριν[82] —σαφής ένδειξη ότι δεν είναι η ίδια η τεχνολογία που είναι υπεύθυνη για τη μείωση ή αύξηση του μόχθου αλλά η κοινωνικο-οικονομική οργάνωση. Η υψηλή τεχνολογία μπορεί να είναι τόσο απελευθερωτική όσο και καταπιεστική και δεν είναι απλώς ο χρήστης της, αλλά οι εξουσιαστικές σχέσεις που απορρέουν από τους κοινωνικο-οικονομικούς θεσμούς και το αντίστοιχο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, που καθορίζουν τον χαρακτήρα της Μια απελευθερωτική δημοκρατική τεχνολογία θα είναι το υποπροϊόν ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος και ένα τέτοιο πρόταγμα δεν προϋποθέτει μια κοινωνία μετα-σπάνης. Η άποψη ότι μια απελευθερωτική τεχνολογία θα μπορούσε να θεμελιωθεί μόνο σε μια κοινωνία μετα-σπάνης προϋποθέτει μια ιδέα Προόδου που δεν είναι συμβατή, τόσο με τη δημοκρατική αρχή ότι δεν υπάρχουν «νόμοι» (κοινωνικοί η φυσικοί) οι οποίοι «σε τελική ανάλυση» καθορίζουν τη κοινωνική αλλαγή, όσο και με την Ιστορική εμπειρία. Από τη δημοκρατική σκοπιά, η διάκριση μεταξύ μιας τεχνολογίας για το βασίλειο της ανάγκης (κοινωνία σπάνης) και μιας άλλης για το βασίλειο της ελευθερίας (κοινωνία μετα-σπανης) όχι μόνο δεν έχει νόημα αλλά, επίσης, στη πραγματικότητα, αποκλείει τη πιθανότητα της ίδιας της απελευθερωτικής τεχνολογίας, εφόσον η κοινωνία μετα-σπάνης είναι απλώς ένας μύθος, ιδιαίτερα αν πάρουμε υπόψη τους οικολογικούς περιορισμούς της οικονομικής ανάπτυξης.

Συνοπτικά, η δημοκρατική επιστήμη και τεχνολογία προϋποθέτει: 

  • πρώτον, πολιτική δημοκρατία, ώστε να είναι δυνατή η καθιέρωση αποτελεσματικού  ελέγχου των πολιτών πάνω στην επιστημονική έρευνα και τη τεχνολογική καινοτομία

  • δεύτερον, οικονομική δημοκρατία, ώστε να μπορεί να εκφραστεί αποτελεσματικά στην έρευνα και τη τεχνολογική ανάπτυξη το γενικό οικονομικό συμφέρον των συνομοσπονδιοποιημένων κοινοτήτων, αντί για το μερικό συμφέρον των οικονομικών ελίτ,

  • τρίτον, οικολογική δημοκρατία, ώστε οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της επιστήμης και τεχνολογίας να παίρνονται πράγματι υπόψη στην επιστημονική έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, και τέλος, 

  • δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο, δηλ. ίση συμμετοχή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο εργοστάσιο, το γραφείο, το νοικοκυριό, το επιστημονικό εργαστήριο κ.λπ., ώστε η εξαφάνιση των ιεραρχικών σχέσεων στη παραγωγή, την έρευνα και τη τεχνολογική ανάπτυξη να εξασφαλίζει όχι μόνο ένα δημοκρατικό περιεχόμενο για την επιστήμη και τη τεχνολογία αλλά και δημοκρατικές διαδικασίες στην επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη και συλλογικό έλεγχο από τους επιστήμονες και τεχνολόγους.  

Με άλλα λόγια, η δημοκρατική επιστήμη και τεχνολογία προϋποθέτει την περιεκτική δημοκρατία. 

 

 

* Ο Τάκης Φωτόπουλος είναι γενικός υπεύθυνος ύλης του περιοδικού Δημοκρατία και Φύση/ Democracy and Nature/ Democracia y Natura και τακτικός συνεργάτης στην Ελευθεροτυπία. Μεταξύ 1969 και 1989 ήταν καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Β. Λονδίνου. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Toward An Inclusive Democracy: The Crisis of the Growth Economy and the need for a new liberatory project, κυκλοφόρησε στην αρχή του χρόνου από τον εκδοτικό οίκο Cassell (Λονδίνο και Ν. Υόρκη). Είναι επίσης συγγραφέας των βιβλίων  Εξαρτημένη Ανάπτυξη: Η Ελληνική περιπτωση (Εξάντας, 1985 & 1987), Ο Πόλεμος στον Κόλπο, Η πρώτη μάχη στη σύγκρουση Βορρά-Νότου (Εξάντας, 1991) και Η Νεοφιλελευθερη συναίνεση και η κρίση της οικονομίας ανάπτυξης (Γόρδιος, 1993).

[1] Βλ. πχ., Thomas S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions (Chicago: University of Chicago Press, 1970), [Ελληνική μετάφραση, Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, Σύγχρονα Θέματα, 1981]; Imre Lakatos, Criticism and the Growth of Knowledge (Cambridge: Cambridge University Press, 1970); Paul Feyerabend, Against Method (London: Verso, 1975), [Ελληνική μετάφραση, Ενάντια στη Μέθοδο, Σύγχρονα Θέματα, 1982]; και Derek Phillips, Abandoning Method (London: Jossey-Bass, 1973).

[2] Βλ. για παράδειγμα, Herbert Marcuse, One Dimensional Man (London: Sphere books, 1968), [Ελληνική μετάφραση, Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος, Παπαζήσης, 1971] και Murray Bookchin, Post-scarcity anarchism, (London: Wildwood House, 1974).

[3] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, (London & N.Y.: Cassell, 1997), κεφ. 2, [Ελληνική μετάφραση, Περιεκτική Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999]

[4] Για την κρίση της οικονομικής μεθοδολογίας ιδιαίτερα, βλ. για παραδειγμα, Daniel Bell and Irving Kristol, The Crisis in Economic Theory (New York: Basic Books, 1981), Ken Kole et al., Why Economists Disagree (London & New York: Longman, 1983), Homa Katouzian, Ideology and Method in Economics (London: Macmillan, 1980), T. W. Hutchinson, Knowledge and Ignorance in Economics (Oxford: Blackwell, 1977).

[5] Για εκτενή βιβλιογραφία πάνω στο θέμα βλ. Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, κεφ. 8.

[6] Κ. Καστοριάδης , «Η εποχή του γενικευμένου κομφορμισμού», στο βιβλίο Ο θρυμματισμένος κόσμος, Ύψιλον, 1992.

[7] Madeleine Bunting «Shopping for God¨, The Guardian, 16/12/96. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί εδώ ότι μερικοί τ. αριστεροί εκμεταλλεύονται την άνθιση του New Age και επιδίδονται σε κερδοφόρες τουριστικές μπίζνες, όπως π.χ. ο εκδότης του Βρετανικού περιοδικού New Age, Eye to Eye, Γιάννης Ανδρικόπουλος που ιδρυσε μια λιαν επικερδή επιχείρηση (όπως δείχνει η συνεχής επέκταση της) New Age (στην οποία έδωσε αμέριστη προβολή ο Ν. Ντόκας στην Ελευθεροτυπία 23/2/97) όπου συνδυάζεται η διδασκαλία «εναλλακτικών «τρόπων ζωής» με τον τουρισμό στα μαγευτικά νησιά της Ελλάδας και της Καραιβικής και όπου «γκουρού» όπως ο Βρετανός σκηνοθέτης Κεν Ράσελ, και οι συγγραφείς Μαρίνα Γουόρνερ, Σού Τάουνσεντ, Άλισον Λούρι και άλλοι «διδάσκουν» συναφή τμήματα.

[8] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, κεφ. 8

[9] Στη πραγματικότητα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η θέση στο κείμενο έχει και ιστορική βασιμότητα. Όσον αφορά, για παράδειγμα τη κλασική Ελλάδα, ο  Murray Bookchin υποστηρίζει ότι «η Ελληνική σκέψη, που σωστά συνέδεε τη χειροτεχνία με την τέχνη στο όνομα των τεχνών,  συνέδεε, επίσης, και τις δυο με τα συστήματα αξιών και τους κοινωνικούς θεσμούς (...) οι τέχνες γινόντουσαν κατανοητές κατά ολιστικό τρόπο, με την έννοια που σήμερα περιγράφουμε ένα οικοσύστημα. Δεξιοτεχνίες και πρώτες ύλες συνεπλέκοντο σε διαφορετικούς βαθμούς με το ορθολογικό, ηθικό και θεσμικό σύνολο που αποτελεί το υπόβαθρο μιας κοινωνίας, οι τέχνες αποτελούσαν τμήμα ενός ενιαίου συνόλου [Murray Bookchin, The Ecology of Freedom, (Montreal: Black Rose, 1991) σ. 223]

[10] Cornelius Castoriadis , Philosophy, Politics, Autonomy (Oxford: Oxford University Press, 1991), σ. 184.

[11] Adam Smith, The Wealth of Nations (London: Harmondsworth, 1970), σ. 104., [Ελληνική μετάφραση, Έρευνα για την φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών, Παπαζήσης, 1999]

[12] Όπως σημειώνει ο Sean Sayers, με βάση το Κεφάλαιο του Μάρξ, (τομ. 3) και την Grundrisse, «ο Μάρξ θεωρεί τη πελώρια επέκταση της παραγωγής, στην οποία έχει οδηγήσει ο καπιταλισμός, ως την προοδευτική και “πολιτισμένη” πλευρά του»; Sean Sayers, «Moral Values and Progress,» New Left Review, αρ. 204 (Μαρτ-Απρ. 1994), σ. 67-85.

[13] John Grahl,  New Left Review, αρ. 214 (Νοεμ.-Δεκ. 1995), σ. 155.

[14] Leon Trotsky, The Revolution Betrayed, (New York: Merit, 1965) σ. 45

[15] Βλ. James O'Connor, «Καπιταλισμός, Φύση, Σοσιαλισμός», Κοινωνία και Φύση,  αρ. 2, (1992).

[16] Για κριτική της θέσης που υποστηρίζει την ουδετερότητα της τεχνολογίας βλ. Cornelius Castoriadis , Philosophy, Politics, Autonomy, σ. 192. Βλ. ακόμη την μελέτη της Frances Stewart η οποία δειχνει οτι ο τρόπος με τον οποίο γίνονται στη πράξη οι τεχνολογικές επιλογές είναι κάθε άλλο παρά «ουδέτερος» [Frances Stewart, Technology and Underdevelopment (London: Macmillan, 1978), κεφ. 1].

[17] Carolyn Merchant, The death of Nature, (San Francisco: Harper and Row, 1980), στο βιβλίο Questioning Technology, Tool, Toy or Tyrant? επιμ. John Zerzan & Alice Carnes, (Philadelphia, PA: New Society Publishers, 1991)  σ 36.

[18] Henry Teune, Growth, (London: Sage, 1988) σ.13

[19] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, σ. 7-14

[20] Roy Morrison, Ecological Democracy (Boston: South End Press, 1995), σ. 25.

[21] Roy Morrison, Ecological Democracy, σ. 8-9.

[22] Roy Morrison, Ecological Democracy, σ. 25.

[23] Roy Morrison, Ecological Democracy, σ. 9.

[24] Βλ. τη βιβλιοκριτική της Janet Biehl για το βιβλίο του Kirkpatrick Sale, Rebels Against the Future: The Luddites and Their War on the Industrial Revolution, Lessons for the Computer Age (Reading, Mass.: Addison-Wesley, 1995) στο περιοδικό  Green Perspectives, αρ. 36 (Φεβρ. 1996), σ. 8.

[25] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, κεφ 2.

[26] Βλ. π.χ., John M. Gowdy, «Progress and Environmental Sustainability», Environmental Ethics, τομ. 16, αρ. 1 (Ανοιξη 1994).

[27] Ian Reinecke, «Electronic Illusions» (New York: Penguin, 1984) στο Questioning Technology σ. 214-15

[28] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, σ 33-46.

[29] Stephanie Pain, «When the price is wrong», The Guardian, 27/2/97

[30] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, σ. 340-42

[31] The Ecologist, τομ.22 αρ 4, Ιουλ-Αυγ. 1992, σ. 157-58.

[32] Stephanie Pain, «When the price is wrong»

[33] Polly Ghazi, The Observer, 10/3/1997

[34] David Watson, Beyond Bookchin, (New York: Fifth Estate, 1996) σ. 119-20

[35] Murray Bookchin, The Ecology of Freedom, σ. 246

[36] Michael Shallis The Silicon Idol, N.Y. Schoken , 1984, in Questioning Technology, σ 31.

[37] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας, το 1994, ο αστικός πληθυσμός αποτελούσε, κατά μέσο όρο, το 45% του παγκόσμιου πληθυσμού. Όμως, στις «οικονομίες μέσου εισοδήματος»  ο αστικός πληθυσμός ήταν το 61% του συνολικού και στις «υψηλού εισοδήματος οικονομίες» ήταν 77%! World Bank, World Development Report 1996, (Oxford University Press) Πίν. 9.

[38] Frances Stewart, Technology and Underdevelopment σ. 3

[39] Frances Stewart, Technology and Underdevelopment, σ. 3

[40] Frances Stewart, Technology and Underdevelopment, σ. 22

[41] Frances Stewart, Technology and Underdevelopment, σ. 87

[42] Murray Bookchin, Re-enchanting Humanity, (London: Cassell, 1995), σ. 155

[43] Cornelius Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy σ. 250-51 & 255

[44] Cornelius Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy, σ. 271

[45] Cornelius Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy, κεφ. 10

[46] Βλ. για τα παρ’ ημίν τη σχετική μυθολογία που αναπτύσσει το Ελληνικό τμήμα της Greenpeace, ο Μιχ. Μοδινός της Νέας Οικολογίας κ.λπ.

[47] Murray Bookchin, Re-enchanting Humanity, σ. 154-56

[48] Murray Bookchin, Re-enchanting Humanity, σ.157

[49] David Pepper, Modern Environmentalism, (London: Routledge, 1996) σ. 93

[50] Martin J. Conyon, «Industry profit margins and concentration: evidence from UK manufacturing», International Review of Applied Economics, τομ. 9, αρ. 3 (1995), σ. 288.

[51] P. Nolan and K. O’Donnell «Restructuring and the politics of industrial renewal: the limits of flexible specialisation» στο βιβλίο του A. Pollert (επιμ.) Farewell to Flexibility? (Oxford: Blackwell, 1991) σ. 161

[52] Tim Lang and Colin Hines, The New Protectionism: Protecting the Future Against Free Trade (London: Earthscan, 1993), σ. 34.

[53] Βλ. π.χ., Petr Kropotkin, Fields, Factories and Workshops Tomorrow (London: Hutchinson, 1899), [Ελληνική μετάφραση, Αγροί, εργοστάσια, εργαστήρια, Νησίδες, 200?] και τα επιπρόσθετα σχόλια και στοιχεία του Colin Ward στην έκδοση 1974 (London: Allen & Unwin). Βλ. ακόμη, Kropotkin, The Conquest of Bread (London: Penguin, 1972) κεφ.16.

[54] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, σ. 67-73.

[55] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, (Cambridge: Polity Press, 1996) σ. 163.

[56] Βλ. πχ το έργο του Murray Bookchin και, ιδιαίτερα, τα βιβλία Remaking Society (Montreal: Black Rose, 1990), [Ελληνική μετάφραση, Ξαναφτιάχνοντας την Κοινωνία, Εξάντας, 1993]; The Ecology of Freedom, and From Urbanisation to Cities  (London: Cassell, 1992 & 1995).

[57] Κ. Καστοριάδης, «Η κρίση του Μαρξισμού και η κρίση της πολιτικής», Κοινωνία και Φύση, αρ.2 (1992)

[58] Σύμφωνα με τον Naess, τον πατέρα της βαθιάς οικολογίας, «όσο μεγαλύτερη η αυτο-συνειδητοποίηση που επιτυγχανει κανένας τόσο ευρύτερη και βαθύτερη η τατυτοποίηση του με τους άλλους», Arne Naess, Ecology, Community and Lifestyle (MA: Cambridge University Press, 1989), σ. 196.

[59] Lewis Mumford, «Authoritarian and Democratic Technics» (from Technology and Culture τομ. 5 αρ. 1) στο βιβλίο Questioning Technology, σ. 14-15.

[60] Lewis Mumford, «Authoritarian and Democratic Technics», στο Questioning Technology, σ. 17

[61] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, σ. 10-14

[62] Sidney Pollard, The Genesis of Modern Management, (αναφερεται απο τους John και Paula Zerzan στο Questioning Technology, σ. 202)

[63] Αναφορά των John και Paula Zerzan στον ιστορικό N.S.B. Gras (Questioning Technology, σ. 202)

[64] Αναφορά των John και Paula Zerzan στον Christopher Hill (Questioning Technology, σ. 207)

[65] E.F. Schumacher, Small is beautiful: Economics as if people mattered (London: Sphere Books, 1973), [Ελληνική βιβλιογραφία, Το μικρό είναι όμορφο, Γλάρος, 1980]

[66] M.Goldman, James O’Connor at al «Ideologies of environmental crisis: Technology and its discontents», Capitalism, Nature, Socialism, αρ. 1,  Φθιν. 1988, σ. 96

[67] David Pepper, Eco-socialism (London: Routledge, 1993) σ. 33

[68] Βλ. Κ. Καστοριάδης, «Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως πολίτευμα», Δημοκρατία και Φύση, αρ. 1

[69] David Pepper, Modern Environmentalism, σ. 97

[70] Lewis Mumford, «Authoritarian and Democratic Technics», στο Questioning Technology, σ.18-19.

[71] Herbert I. Schiller, Who knows: Information in the Age of Fortune 500, Norwood, NJ: Ablex, 1981, στο Questioning Technology, σ. 174

[72] Langdon Winner, «Mythinformation», Whole Earth Review, Jan. 1985, στο Questioning Technology, σ. 165

[73] Langdon Winner, «Mythinformation», σ. 166-67

[74] Thomas W. Simon, «Beyond technological things» στη συλλογή άρθρων Renewing the Earth, επιμ. John Clark, (London: Greenprint, 1990), σ. 112.

[75] Jacques Ellul, The Technological Society, (New York: Vintage Books, 1964) στο Questioning technology, σ. 41-42

[76] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, «Σχεδίασμα οικονομικού μοντέλου για την οικονομική δημοκρατία», Δημοκρατία και Φύση, αρ. 2 . Βλ. ακόμη Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, κεφ. 6

[77] George Bradford, We All Live in Bhopal, (Fifth Estate, Winter 1985) στο Questioning technology, σ. 48

[78]  Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, σ. 73-85

[79] Jacques Ellul, in Questioning technology, σ 45

[80] Cornelius Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy, σ. 245-46

[81] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, σ. 197-99.

[82] See , for instance, S. Milne, The Guardian, 24/1/95 και D. Brindle, The Guardian, 4/11/96.