last update: nikos @ 14 June 2010

 

Ομιλία του Τάκη Φωτόπουλου στην Σύρα (16 Ιουνίου 2009)


Συστημική κρίση και η ανάγκη για ένα νέο αντισυστημικό κίνημα με βάση τις τοπικές κοινωνίες

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Βασικά ερωτήματα: 1) Γιατί η κρίση είναι συστημική; 2) Γιατί χρειαζόμαστε μια νέα κοινωνία με βάση τις τοπικές κοινωνίες; 3) Γιατί είναι επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας ενος νεου αντισυστημικου κινηματος για τη μετάβαση στη νέα κοινωνία;

 

1. Γιατί η κρίση είναι συστημική;

Αντίθετα με τα συνήθως υποστηριζόμενα από τα ΜΜΕ, διάφορους αναλυτές και διανοούμενους η σημερινή κρίση δεν είναι μόνον οικονομική (η το πολύ και οικολογική), ούτε —το κυριότερο— οι διάφορες διαστάσεις της κρίσης είναι ...άσχετες μεταξύ τους. Όπως θα προσπαθήσω να δείξω η κρίση είναι:

Ι. Πολυδιάστατη και περιλαμβάνει το οικονομικό, πολιτικό, οικολογικό, κοινωνικό, καθώς και το πολιτιστικό επίπεδο.

ΙΙ. Καθολική, με την διπλή έννοια ότι καλύπτει όλα τα μέρη του κόσμου τα οποία έχουν ενσωματωθεί στην Νέα Διεθνή Τάξη που εγκαθιδρύθηκε από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και το πολιτικό της συμπλήρωμα την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», αλλά και με την έννοια ότι θέτει σε αμφισβήτηση σχεδόν κάθε δομή και ιδέα που στηρίζει τις ετερόνομες σύγχρονες κοινωνίες σε Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο. Ως εκ τούτου, η κρίση αυτή θέτει σε αμφισβήτηση όχι μόνο τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές δομές, που αναδύθηκαν με την άνοδο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, αλλά και τις πραγματικές αξίες που έχουν συντηρήσει αυτές τις δομές και ιδιαίτερα την μετά τον Διαφωτισμό έννοια της Προόδου και την μερική ταύτισή της με την ανάπτυξη. Αυτός ακριβώς ο καθολικός χαρακτήρας της κρίσης την διαφοροποιεί από άλλες κρίσεις στο παρελθόν.

ΙΙΙ. Η αιτία κάθε διάστασης της κρίσης είναι κοινή και μπορεί ν' αποδοθεί, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,[1] στους ίδιους τους θεσμούς της νεωτερικότητας, οι οποίοι σήμερα έχουν διεθνοποιηθεί. Με άλλα λόγια, είναι η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», που έχει οδηγήσει στην σημερινή συγκέντρωση εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, η οποία με τη σειρά της είναι η απώτερη αιτία κάθε διάστασης της σημερινής κρίσης. Με άλλα λόγια, η κρίση μπορεί να αναχθεί σε εγγενείς τάσεις του ίδιου του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και κυρίως στην τάση συγκέντρωσης εξουσίας/δύναμης σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα που οι θεσμοί αυτοί δημιουργούν ―και είναι με αυτή την έννοια που η κρίση είναι ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ.

Η κρίση στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και σε κάθε χώρα ενσωματωμένη στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, που συμπληρώνεται στο πολιτικό επίπεδο από την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», είναι επίσης πολυδιάστατη. Η κοινωνική έκρηξη μάλιστα του Δεκέμβρη (2008), με αφορμή την εν ψυχρώ δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ―τμήμα μιας μακράς αλυσίδας δολοφονιών και αστυνομικών βιαιοπραγιών που χαρακτήριζε όλη την μετεμφυλιακή περίοδο, συμπεριλαμβανομένης της «μεταπολίτευσης»― έκανε κατάφωρη τη συνεχή χειροτέρευση της πολυδιάστατης κρίσης. Δεδομένου μάλιστα ότι και οι άλλες εκφάνσεις της κρίσης (η οικονομική, οικολογική, πολιτική πολιτιστική) είναι ιδιαίτερα έντονες, για ιστορικούς και άλλους λόγους, στην Ελλάδα ο συστημικός χαρακτήρας της κρίσης είναι ακόμη εμφανέστερος.

Ας δούμε όμως λεπτομερέστερα γιατί μπορούμε ν' αποδώσουμε κάθε διάσταση της σημερινής κρίσης στην συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης που προκαλούν οι ίδιοι οι θεσμοί και η δυναμική τους.

Οικονομική κρίση

Δυο είναι οι βασικές εγγενείς τάσεις που χαρακτηρίζουν το σύστημα της αγοράς από τη γέννηση του.

Α) Η τάση ΑΓΟΡΑΙΟΠΟΙΗΣΗΣ της οικονομίας, δηλαδή η μακροπρόθεσμη τάση ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, με άλλα λόγια των ελέγχων που επιβάλλει η ίδια η κοινωνία ―κατόπιν λαϊκών αγώνων φυσικά― για να προστατέψει τον εαυτό της και κυρίως την εργασία και το περιβάλλον από το σύστημα της αυτορυθμιζομενης οικονομίας της αγοράς. Έτσι, από τη στιγμή που με τη βιομηχανική επανάσταση καθιερώθηκε το σύστημα αυτό και μετά επεκτάθηκε (με την οικονομική η ακόμη και φυσική βία) σε όλο τον κόσμο, ένας αδυσώπητος αγώνας ξεκίνησε, οπού οι μεν οικονομικές ελίτ οι οποίες κυρίως καρπώνονταν τα οφέλη του συστήματος επιδίωκαν την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στην αγορά που έκαναν την οικονομική διαδικασία λιγότερο «αποτελεσματική» δηλ. λιγότερο κερδοφόρα, ενώ αντίθετα τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και ιδιαίτερα το ισχυρό εργατικό κίνημα πάλευε για το αντίθετο. Μια βασική, επομένως, περιοδοποίηση της ιστορίας που μπορούμε να κάνουμε για τα διακόσια χρόνια από τότε που εγκαθιδρύθηκε το ΣΥΣΤΗΜΑ της αυτορυθμιζόμενης οικονομίας της αγοράς (που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τις αγορές όπου γινόταν η ανταλλαγή προϊόντων με τη μεσολάβηση ή μη χρήματος που είναι βέβαια παμπάλαιες) είναι αυτή μεταξύ φιλελεύθερης, κρατικιστικής και νεοφιλελεύθερης περιόδου. Το κριτήριο για την περιοδοποίηση αυτή είναι οι μεταβολές στην αγοραιοποίηση. Έτσι στη πρώτη περίοδο, τη φιλελεύθερη, (1840-1880 περίπου) η τάση για ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων, ιδιαίτερα στη Βρετανία άλλα και άλλου, ήταν επικρατούσα και μάλιστα τότε έγινε η πρώτη απόπειρα διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς η οποία όμως απέτυχε γιατί δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις γι' αυτήν. Μετά από το κραχ του 1929 και τη κρίση που επακολούθησε, άρχισε στη Γερμανία, Ιταλία κ.α. η κρατικιστική περίοδος μεγιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων, η οποία όμως άνθησε στη μεταπολεμική περίοδο στη Δύση (1945-1980 περίπου) ως το κράτος-πρόνοιας κ.λπ. και τέλος από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα μπήκαμε στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης (ή σήμερα σοσιαλφιλελεύθερης συναίνεσης) που χαρακτηρίζεται από την επιτυχή απόπειρα διεθνοποίησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στο πολιτικό-ιδεολογικό επίπεδο, η σύγκρουση αυτή εκφράστηκε ως η σύγκρουση φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού.

Β) Η τάση ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, η οποία αποτελεί την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, δηλαδή η τάση συνεχούς ανάπτυξης της οικονομίας που καθιερώνει η οικονομία της αγοράς, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα στην «οικονομία της ανάπτυξης». Από την άλλη μεριά, τα λαϊκά στρώματα που έπαιρναν μόνο τα ψίχουλα της ανάπτυξης αυτής πάντα πάλευαν για την μεγιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές και το αποτέλεσμα αυτής της συνεχούς πάλης δεν ήταν ποτέ προκαθορισμένο αλλά αποφασίζοταν κάθε φορά από τον επικρατούντα συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων που κυρίως καρπώνονται τα οφέλη της αγοράς και των υπολοιπων. Εξ ου και η περιοδοποιηση της ιστορίας που ανάφερα. Μπορεί εύκολα να δειχθεί ότι η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης/εξουσίας, ως αποτέλεσμα των εμπορευματικών σχέσεων και της δυναμικής «ανάπτυξη-ή-θάνατος» της οικονομίας της αγοράς, έχει οδηγήσει σε μια χρόνια οικονομική κρίση. Ως εκ τούτου, η συνέπεια της παρούσας διεθνοποίησης της οικονομίας αγοράς/ανάπτυξης με τη σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή της ―που επιβάλλεται από το άνοιγμα των αγορών, λόγω της μαζικής επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων τα τελευταία είκοσι πέντε περίπου χρόνια είναι η δημιουργία ενός διπολικού κόσμου. Ο κόσμος αυτός αποτελείται από ένα κόσμο ο οποίος περιλαμβάνει τις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες που επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση, είτε στον Βορρά είτε τον Νότο (αυτό που ονομάζουμε «νέο Βορρά») και έναν άλλο κόσμο που έχει αποκλειστεί από τα δήθεν «καθολικά» οφέλη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και ο οποίος περιλαμβάνει την περιθωριοποιημένη πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, είτε στο Βορρά είτε στο Νότο («ο νέος Νότος»). Έτσι, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή αύξηση της παγκόσμιας ανισότητας, όπως επιβεβαιώνεται και από την τελευταία Έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τις αρχές του 1990, δηλαδή, την εποχή που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση άρχισε να ανθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη, η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε δραματικά στις περισσότερες περιοχές του κόσμου. Είναι μάλιστα η ίδια αυτή πελώρια συγκέντρωση οικονομικής εξουσίας/δύναμης, που δημιούργησε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η οποία αποτελεί την απώτερη αίτια της σημερινής κρίσης και όχι απλώς η απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών ή κάποιοι κακοί τραπεζίτες ή καπιταλιστές που την προκάλεσαν, όπως υποστηρίζουν νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλεύθεροι αντάμα με τη ρεφορμιστική Αριστερά!

Στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο όμως παρατηρείται κάποια σημαντική διαφοροποίηση. Έτσι, ενώ η πρώτη εγγενής τάση της αραιοποίησης οδήγησε στην κλασική διαμάχη μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού, η δεύτερη εγγενής τάση της ανάπτυξης δεν οδήγησε σε παρόμοια διαμάχη και τόσο οι φιλελεύθεροι όσο και οι σοσιαλιστές υποστήριζαν ―για διαφορετικούς βέβαια λόγους― την τάση ανάπτυξης, με πολύ σημαντικές συνέπειες όσον αφόρα την έννοια της Προόδου και της συνακόλουθης οικολογικής κρίσης που θα δούμε στη συνέχεια.

Όσον αφόρα την κρίση στην Ελλάδα είναι βέβαια σήμερα αρχικά οικονομική ―και δεν μιλώ για τη συγκεκριμένη επιδείνωση της παγκόσμιας κρίσης που περνάμε σήμερα αλλά για την χρόνια οικονομική κρίση στην οποία οδήγησε η καθιέρωση της οικονομίας της αγοράς πριν δυο αιώνες και η μετεξέλιξη της αργότερα σε οικονομία ανάπτυξης. Σε χώρες δηλαδή στη περιφέρεια-ημιπεριφέρεια όπως η Ελλάδα που δεν ανέπτυξαν εγγενώς μια οργανωμένη οικονομία της αγοράς, σαν συνέπεια της δημιουργίας μιας ολοκληρωμένης παραγωγικής δομής, οι διαδικασίες και φάσεις αυτές είναι κατά κανόνα εισαγόμενες. Έτσι, η διαδικασία του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των Ελληνικών αγορών, την οποία συνεπάγεται η ενσωμάτωση στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είχε αρχίσει στην μεταπολεμική περίοδο, αλλά συμπληρώθηκε με την είσοδό της στην Ε.Ε. Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού[2], η διαδικασία για την ενσωμάτωση της χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς ολοκληρώθηκε με την ένταξή της στην Ε.Ε., στην αρχή της δεκαετίας του 1980. Οι συνέπειες της ενσωμάτωσης της χώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς ήταν, όπως παντού, ένα πελώριο και συνεχώς διογκούμενο άνοιγμα μεταξύ, από τη μια μεριά, των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων που δρέπουν τα οφέλη της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και, από την άλλη, του υπόλοιπου πληθυσμού ο οποίος υποφέρει τις συνέπειες της ανεργίας ―ιδιαίτερα ενδημικής ανάμεσα στους νέους― αλλά και της εργασιακής ανασφάλειας και της φτώχειας, στην οποία καταδικάζεται σήμερα πάνω από το 20% του πληθυσμού. Δεδομένου ότι, στο παρελθόν, οι περισσότεροι νέοι στην Ελλάδα συνήθως απασχολούντο επαγγελματικά στον σημαντικό, ευρύτερο δημόσιο τομέα, η ιδιωτικοποίηση μεγάλων τμημάτων του, συνδυαζόμενη με την ουσιαστική καταστροφή του αγροτικού και του μεταποιητικού τομέα, ως συνέπεια του ανοίγματος των αγορών, έχει οδηγήσει σε μαζική ανεργία ανάμεσα στους νέους, με την Ελλάδα να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά νέων ανέργων στην Ευρωζώνη.

Παράλληλα, το μοντέλο ανάπτυξης που υιοθετήθηκε, το οποίο στηρίζει την όλη ανάπτυξη στον εξαγωγικό τομέα, τις ξένες επενδύσεις, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες (όπως ο τουρισμός), οδήγησε σε ένα πελώριο έλλειμμα στο Ισοζύγιο Πληρωμών, όπου το έλλειμμα Τρεχουσών Συναλλαγών στο Α.Ε.Π. σχεδόν τριπλασιάστηκε μετά την ένταξη στην Ε.Ο.Κ./Ε.Ε.: από περίπου 5% στη τελευταία δεκαετία πριν την ένταξη (1970-79), σε 14% σήμερα ―το υψηλότερο στην Ευρωζώνη.[3] Αυτό σημαίνει παταγώδη αποτυχία του όλου αναπτυξιακού μοντέλου, όπως άλλωστε είχα προβλέψει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970[4]. Δηλαδή, η αυξανόμενη εξωστρέφεια της Ελληνικής οικονομίας στην μεταπολεμική περίοδο, που δεν συνοδευόταν από την προηγουμένη ανάπτυξη μιας ισχυρής παραγωγικής δομής, αναπόφευκτα οδήγησε όχι μόνο σε αυξανόμενη εξάρτησή της από τα καπιταλιστικά κέντρα, αλλά και σε καταστροφή της ήδη υπάρχουσας παραγωγικής δομής της, ως συνέπεια της εκτόπισης των εγχώριων (συνήθως δασμοβίωτων) προϊόντων από τα ξένα.[5]

Δεν προξενεί, επομένως, έκπληξη το ότι η παρούσα χρηματοπιστωτική κρίση αναμένεται να πλήξει ιδιαίτερα σκληρά την Ελλάδα, όχι μόνο εξαιτίας των συνεπειών της παγκόσμιας ύφεσης στον τουρισμό και στην ναυτιλία (τις δυο κύριες πηγές συναλλάγματος), λόγω της κατακόρυφης πτώσης και των δύο που προκαλεί η παγκόσμια ύφεση, αλλά, επίσης, επειδή το δημόσιο χρέος της είναι, επί του παρόντος, σχεδόν ίσο με το εθνικό της προϊόν ―μια από τις κληρονομιές των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 2004, οι οποίοι, με κόστος οργάνωσης ρεκόρ 9.4 δις λιρών Αγγλίας,[6] ήταν μια οικονομική καταστροφή. Συνεπώς, δεν είναι να απορεί κανείς που η σημερινή κυβέρνηση αυτή τη στιγμή δανείζεται με επαχθείς όρους στις παγκόσμιες αγορές, ενώ τον λογαριασμό, δηλαδή, τις πελώριες δαπάνες για την «εξυπηρέτηση» αυτού του χρέους, θα τον πληρώσουν αργότερα τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα (τα οποία, παραδοσιακά, φέρουν την μερίδα του λέοντος του φορολογικού βάρους στην Ελλάδα), υπό μορφή περισσότερων φόρων και λιγότερων κοινωνικών δαπανών. Αυτός είναι ο λόγος που, το ένα μετά το άλλο τα διάφορα κοινωνικά στρώματα, αρχίζοντας με τους αγρότες ―οι οποίοι έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την ενσωμάτωση της Ελληνικής οικονομίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που επέφερε και την σχεδόν καταστροφή της αγροτικής μας παραγωγής― ήδη κατεβαίνουν στους δρόμους. Και αυτό, διότι, ενώ η πολιτική ελίτ δεν έχει κανένα πρόβλημα να παρέχει αβίαστα δισεκατομμύρια Ευρώ στους τραπεζίτες, με στόχο τη σωτηρία του ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος που κινδυνεύει από κατάρρευση στη δίνη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, δεν έχει καμιά δυνατότητα μέσα στην Ε.Ε. να σώσει από την ολική καταστροφή τομείς όπως ο αγροτικός, που είναι όμως ο πιο κρίσιμος τομέας για την οικονομική αυτοδυναμία της χώρας! Αντίθετα, η πολιτική ελίτ μας χορηγεί κίνητρα για την ενίσχυση της αγοράς οικο-καταστροφικών ΙΧ (ενώ βέβαια η χώρα ούτε καν διαθέτει αυτοκινητοβιομηχανία!) προφανώς κατόπιν συστάσεων των ελίτ στην Ε.Ε. ...

Τέλος, όσον αφορά στις συνέπειες της κρίσης, η κρίση δεν έχει καν φθάσει στην αιχμή της, εφόσον μόλις τώρα μπαίνουμε στην τουριστική περίοδο και ο τουρισμός (η «βαρειά βιομηχανία» μας κατά τον χαρακτηρισμό των ελίτ που είναι υπεύθυνες για την καταστροφή της παραγωγικής δομής της χώρας) αναμένεται να πληγεί ιδιαίτερα, όχι μόνο λόγω της γενικότερης ύφεσης, αλλά και εξαιτίας της ανόδου του Ευρώ σε σχέση με άλλα νομίσματα, ωθώντας τους (συνολικά λιγότερους εφέτος) τουρίστες σε γειτονικές ανταγωνιστικές χώρες, εκτός της ζώνης του Ευρώ. Ο άλλος, μεγάλης έντασης εργασίας, κλάδος απασχόλησης στην Ελλάδα, οι κατασκευές, ήδη έχει πληγεί βαθιά, όπως δείχνουν δειγματοληπτικές έρευνες. Περιττό να τονιστεί ότι είναι κυρίως οι νέοι που «πληρώνουν» την κρίση, με το ποσοστό ανεργίας στους νέους 15-24 ετών να έχει φθάσει τον Ιανουάριο στο 25%.

Πολιτική κρίση

Εντούτοις, η κρίση δεν αφορά μόνο στους οικονομικούς θεσμούς, δηλαδή, την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς στην τωρινή της φάση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά και σε ό,τι περνά σήμερα ως «δημοκρατία» και «πολιτική», δηλαδή, την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και την «πολιτική», όπως αυτές υλοποιούνται από τους επαγγελματίες πολιτικούς όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Η κρίση αυτή, επομένως, εκδηλώνεται με την απαξίωση της πολιτικής γενικά και όχι με την απαξίωση της μικροπολιτικής του ενός ή του άλλου κόμματος, ή του Α σε σχέση με τον Β επαγγελματία πολιτικό.

Μια παρόμοια διαδικασία συγκέντρωσης πολιτικής εξουσίας στα χέρια των πολιτικών ελίτ έλαβε χώρα κατά την περίοδο μετά την έναρξη του τελευταίου τετάρτου του 18ου αιώνα, όταν οι «Ιδρυτές Πατέρες» του Αμερικανικού Συντάγματος επινόησαν, στην κυριολεξία, την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» ―μια ιδέα χωρίς κανένα ιστορικό προηγούμενο στον αρχαίο κόσμο, δεδομένου ότι, μέχρι τότε, η δημοκρατία είχε την κλασική Αθηναϊκή έννοια της κυριαρχίας του δήμου, δηλαδή της άμεσης άσκησης της εξουσίας από όλους τους πολίτες. Η δυναμική αυτής της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» οδήγησε σε μια αντίστοιχη συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας. Έτσι, η συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας στα χέρια των βουλευτών στην φιλελεύθερη νεωτερικότητα, οδήγησε σε ένα ακόμη υψηλότερο βαθμό συγκέντρωσης στα χέρια των κυβερνήσεων και της ηγεσίας των «μαζικών» κομμάτων στην κρατικιστική νεωτερικότητα, σε βάρος των κοινοβουλίων. Στην παρούσα νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, το συνδυασμένο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» έχει οδηγήσει στη μετατροπή της πολιτικής σε τέχνη κρατικής διαχείρισης,[7] με τις δεξαμενές σκέψης να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν πολιτικές. Μια μικρή κλίκα γύρω από τον πρωθυπουργό (ή τον Πρόεδρο) συγκεντρώνει όλη την ουσιαστική πολιτική δύναμη στα χέρια της, ιδιαίτερα στις μεγάλες οικονομίες της αγοράς που είναι σημαντικά τμήματα της υπερεθνικής ελίτ και, ακόμα περισσότερο, σε εκείνες που κυβερνώνται από ένα δικομματικό πολιτικό σύστημα (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Αυστραλία κ.λπ.). Επιπλέον, η συνεχής μείωση της κρατικής οικονομικής κυριαρχίας συνοδεύεται από την παράλληλη μετατροπή του δημοσίου τομέα σε καθαρή διαχείριση. Τυπικό παράδειγμα είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ή η Τράπεζα της Αγγλίας, οι οποίες έχουν αναλάβει τον έλεγχο του ευρώ και της στερλίνας, αντίστοιχα, και λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις σχετικά με την οικονομική ζωή εκατομμυρίων πολιτών, ανεξάρτητα από πολιτικό έλεγχο.

Στο πλαίσιο, επομένως, της σημερινής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, οι παλαιές ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά έχουν εξαφανιστεί. Οι εκλογές έχουν πάρει την μορφή πολυέξοδων καλλιστείων μεταξύ «χαρισματικών» ηγετών (και των κομματικών μηχανών που τους υποστηρίζουν, με την αφειδή χρηματική υποστήριξη διαφόρων τμημάτων των οικονομικών ελίτ), οι οποίοι αντιμάχονται ο ένας τον άλλον στο ποιος θα προσελκύσει την προσοχή των τηλεθεατών (ή των χρηστών του ιντερνετ!), για να εφαρμόσουν πολιτικές που συνιστούν παραλλαγές του ίδιου θέματος: μεγιστοποίηση της ελευθερίας των δυνάμεων της αγοράς σε βάρος της πλειονότητας που αποτελούν τα θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και προς όφελος των ολίγων που καρπούνται από αυτήν.

Ως συνέπεια, στην παρούσα νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα έχει αναπτυχθεί μια «κρίση της πολιτικής» που υπονομεύει τα θεμέλια της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και εκφράζεται από διάφορα συμπτώματα, τα οποία, συχνά, παίρνουν την μορφή μιας έμμεσης ή ρητής αμφισβήτησης θεμελιωδών πολιτικών θεσμών (κόμματα, εκλογικές αναμετρήσεις, κ.λπ.). Τέτοια συμπτώματα είναι τα σημαντικά και συνήθως αυξανόμενα ποσοστά αποχής στις εκλογικές αναμετρήσεις, κυρίως σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά, όπως έδειξαν οι Ευρωεκλογές, ακόμη και σε χώρες όπως η Γαλλία, και η Ελλάδα με τις έντονες πελατειακές σχέσεις, η έκρηξη αγανάκτησης με τη μορφή συχνών βίαιων εξεγέρσεων, η μείωση του αριθμού των μελών των κομμάτων, το γεγονός ότι ο σεβασμός για τους επαγγελματίες πολιτικούς δεν υπήρξε ποτέ σε τόσο χαμηλό επίπεδο κ.λπ. Έτσι, στο πλαίσιο της σημερινής νεοφιλελεύθερης (σοσιαλφιλελεύθερης) συναίνεσης, οι παλαιές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς έχουν εξαφανιστεί. Ταυτοχρόνως, η κατάρρευση του «σοσιαλιστικού» κρατισμού στην Ανατολή, αντί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την οικοδόμηση ενός νέου μη αυταρχικού τύπου πολιτικής που θα ανέπτυσσε περαιτέρω τις ιδέες του Μάη του 1968, οδήγησε απλώς σε μια γενική τάση ―ιδιαίτερα αισθητή μεταξύ φοιτητών, νέων ακαδημαϊκών και άλλων προς ένα μεταμοντέρνο κομφορμισμό και την απόρριψη κάθε «καθολικού» αντισυστημικού προτάγματος. Οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένων των περισσοτέρων από την υπο-τάξη, που είναι τα κύρια θύματα της νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας, έχουν πέσει σε πολιτική απάθεια και σε μια υποσυνείδητη απόρριψη της καθιερωμένης κοινωνίας ―μια απόρριψη που έχει, συνήθως, πάρει την μορφή έκρηξης της εγκληματικότητας και της κατάχρησης ναρκωτικών, και μερικές φορές της βίαιης εξέγερσης.

Εντούτοις, το Σιάτλ, η Γένοβα, το Παρίσι ή η Αθήνα, αποτελούν σαφείς ενδείξεις για το γεγονός ότι η σημερινή νεολαία δεν είναι απαθής προς την Πολιτική (θεωρούμενη με την κλασική έννοια του όρου, ως αυτο-διαχείριση), αλλά μόνο προς ό,τι περνά ως «πολιτική» σήμερα, δηλαδή, το σύστημα που επιτρέπει σε μια κοινωνική μειοψηφία (επαγγελματίες πολιτικοί) να καθορίζει την ποιότητα ζωής του κάθε πολίτη. Το ίδιο ισχύει και για τα ριζοσπαστικά λαϊκά κινήματα στην Βενεζουέλα, Βολιβία, Αργεντινή, και Βραζιλία, τα οποία ασκούν σημαντική πίεση, από κάτω, για νέες άμεσοδημοκρατικές μορφές οργάνωσης. Με άλλα λόγια, εκείνο που έχει μετατρέψει την πολιτική σε τέχνη διαχείρισης του κράτους και έχει απομακρύνει πολλούς ανθρώπους από αυτό το είδος «πολιτικής» είναι η αυξανόμενη συνειδητοποίησή της συγκέντρωσης πολιτικής εξουσίας στα χέρια επαγγελματιών πολιτικών και διαφόρων «ειδικών» (ως αποτέλεσμα της δυναμικής της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας»).

Στην Ελλάδα, η κρίση της παραδοσιακής πολιτικής φαίνεται όχι μόνο από τις περιοδικές αναφορές του Ευρωβαρόμετρου, αλλά και από επιστημονικές μελέτες, όπως μια έρευνα του Ε.Κ.Κ.Ε.[8] πριν μερικά χρόνια, σύμφωνα με την οποία, 78,5% των πολιτών δεν έχει καμία ή μικρή εμπιστοσύνη στους επαγγελματίες πολιτικούς (τους βαθμολογούν από 0 έως 5, με άριστα το 10). Η απαξίωση, όμως, αυτού που περνά για «πολιτική» και «δημοκρατία» δεν σημαίνει και γενικότερη απαξίωση της Πολιτικής, με την κλασική έννοια που εκφράζει την ατομική και συλλογική αυτονομία. Αυτό φανερώνει όχι μόνο η σημαντικά μεγαλύτερη ένταση της Κοινωνικής Πάλης στη χώρα μας σε σχέση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά ακόμη και η προαναφερθείσα έρευνα που δείχνει ότι σχεδόν 60% του λαού θεωρεί την πολιτική ως σημαντική αξία στη ζωή (από μέτρια σημαντική μέχρι πάρα πολύ), έναντι μόνο 42% στην Αγγλία.

Κοινωνική κρίση

Πέρα όμως από την οικονομική και πολιτική της διάσταση, η κρίση είναι, επίσης, και βαθιά κοινωνική. Όπως θα περίμενε κανείς, αυτή η τεράστια και αυξανόμενη συγκέντρωση εισοδήματος συνοδεύτηκε από την επιδείνωση μιας παράλληλης κοινωνικής κρίσης που εκδηλώθηκε, για παράδειγμα, με τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας. Τη σύνδεση μεταξύ συγκέντρωσης δύναμης και κοινωνικής κρίσης κατέδειξε ακόμη πιο καθαρά η έρευνα των Richard Wilkinson & Kate Pickett[9] που σε πρόσφατο βιβλίο τους έδειξαν ότι όσο πιο άνιση μια κοινωνία είναι τόσο περισσότερο κοινωνικά κατατείνει. Όπως τονίζουν οι συγγραφείς, στις πιο άνισες κοινωνίες υπάρχουν περισσότερες εφηβικές εγκυμοσύνες, διανοητικές ασθένειες, περισσότεροι φυλακισμένοι, παχύσαρκοι, εγκληματίες και αναλφάβητοι. Ακόμη και μεταξύ των πλουσίων αναφέρονται περισσότερες περιπτώσεις διανοητικών ασθενειών και χαμηλότερα προσδόκιμα ζωής από ό,τι σε λιγότερο άνισες κοινωνίες. Τα αυξανόμενα κοινωνικά προβλήματα της Βρετανίας είναι άρρηκτα δεμένα με την αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας, που σημείωσε άνοδο περίπου 40% τα τελευταία 35 χρόνια και έμεινε βασικά αμετάβλητη στο καθεστώς του «Νέου» Εργατικού κόμματος, παρά τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε το τελευταίο, όπως ο ελάχιστος μισθός και οι φορολογικές πιστώσεις για το εισόδημα από εργασία.[10] Τέλος, οι συνέπειες της ανισότητας στην σωματική και πνευματική υγεία των πολιτών έχουν συστηματικά τεκμηριωθεί τελευταία, ιδιαίτερα απο τις Εκθέσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO).[11] Τα αποτελέσματα της επιδεινούμενης κοινωνικής κρίσης είναι άκρως εντυπωσιακά.

Στην Ελλάδα, όπως έχουν δείξει οι περασμένες εκρήξεις του φοιτητικού κινήματος σχετικά με τις προσπάθειες των νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων να εφαρμόσουν τις εντολές της Ε.Ε. για ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, αλλά φυσικά και η έξαρση κοινωνικών φαινομένων όπως η κατάχρηση ναρκωτικών και της εγκληματικότητας, ιδιαίτερα κατά της περιουσίας ―που είναι και τα δύο φαινόμενα τα οποία σαφώς οφείλονται στην εντεινόμενη πολυδιάστατη κρίση. Οι συχνές επιστρατεύσεις απεργών εργαζομένων είναι άλλη μια ένδειξη βαθιάς κοινωνικής κρίσης. Η κοινωνική κρίση στην Ελλάδα δεν είναι επομένως καινούρια και δεν εκδηλώθηκε μόλις τον Δεκέμβρη του 2008 όταν ένα αυθόρμητο κύμα αγανάκτησης ξέσπασε από το ένα άκρο της Ελλάδος στο άλλο, ενώνοντας διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και ηλικίες, παρόλο που ο προπομπός ήταν, όπως πάντα, η νεολαία. Η δύναμη, αλλά συγχρόνως και η αδυναμία, της κοινωνικής αυτής έκρηξης ήταν ο αυθορμητισμός της. Ήταν δύναμη, διότι ξεπέρασε τα «συστημικά δεσμά», όπως αυτά εκδηλώνονται από τα Μ.Μ.Ε. και κυρίως τα τηλεοπτικά, αλλά και τα παραδοσιακά κόμματα, θεσμούς (Εκκλησία κ.λπ.) και τις συστημικές αξίες (καταναλωτισμός, «βόλεμα», πειθαρχία κ.λπ.). Αλλά ήταν και αδυναμία, διότι, όπως κάθε αυθόρμητο ξέσπασμα, ήταν καταδικασμένο τελικά να υποκύψει είτε στους ίδιους θεσμούς και αξίες, όπως προηγουμένως (με τις ελίτ να επιβάλλουν στη συνέχεια τη θέλησή τους με ακόμη πιο άγρια επιβολή από πριν, όπως συμβαίνει σήμερα) είτε, όπως συνέβη σε άλλες ιστορικές περιόδους, να υποκύψει σε νέες ελίτ και τις αξίες τους, εφόσον το ίδιο το κίνημα δεν είχε κατορθώσει να δημιουργήσει, πολύ πιο πριν από την έκρηξη, τις δικές του αξίες και θεσμούς, όπως προτείνει για παράδειγμα η μεταβατική στρατηγική της Περιεκτικής Δημοκρατίας.

Οικολογική κρίση

Ακόμη, η κρίση είναι και οικολογική. Η αναστάτωση των οικολογικών συστημάτων, η εκτεταμένη μόλυνση, η βαθμιαία εξάντληση των φυσικών πόρων και, γενικά, η ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής έχουν κάνει ξεκάθαρα τα όρια της οικονομικής «ανάπτυξης» τα 30 τελευταία περίπου χρόνια. Το μέγεθος της καταστροφικής κλιματικής αλλαγής που απειλεί τον πλανήτη εξαιτίας του φαινομένου του θερμοκηπίου γίνεται φανερό αν πάρουμε υπόψη ότι ακόμη και εάν επιτύχουμε την εφαρμογή του πιο αισιόδοξου σεναρίου, δηλαδή να σταθεροποιήσουμε τις εκπομπές θερμοκηπίου σε επίπεδα που θα οδηγήσουν σε αύξηση της μέσης θερμοκρασίας μόνο κατά 2,2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2050 (τη στιγμή που τώρα φαίνεται πιθανότερη μια αύξηση 4,4 βαθμών), πάλι, σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν του 2007, αυτό θα σήμαινε ότι μέσα σε μια δεκαετία θα υπάρξουν 11.000 επιπρόσθετοι θάνατοι στην Ευρώπη και από το 2071 και μετά θα σημειώνονται 29.000 επιπλέον θάνατοι τον χρόνο μόνο στη Νότια Ευρώπη, όπου και η Ελλάδα, εκτός από τους 27.000 επιπρόσθετους θανάτους στη Βόρεια Ευρώπη![12] Τέλος, η σημερινή πανδημία από την γρίπη των χοίρων, όπως δείχνουν όλες οι ενδείξεις και έγκυρες μελέτες,[13] επίσης οφείλεται σε ένα μεγάλο μέρος στην βιομηχανοποίηση της κτηνοτροφίας που διευκολύνει την μετάδοση του ιού μεταξύ ζώων και από τα ζώα σε ανθρώπους και φυσικά στην απόπειρα των ελίτ να ελαχιστοποιήσουν τις ζημιές της τουριστικής βιομηχανίας καθώς και των αεροπορικών εταιρειών, έστω και αν αυτό μπορεί να κοστίσει χιλιάδες ανθρώπινες ζωές!

Ενώ, όμως, όλοι σχεδόν οι ειδικοί συμφωνούν ότι βρισκόμαστε στα όρια οικολογικής καταστροφής, δεν υπάρχει ανάλογη συναίνεση για τα αίτια της κρίσης. Η ρεφορμιστική Αριστερά/Οικολογία (Οικολόγοι-Πράσινοι κ.λπ.) αποδίδουν τα αίτιά της στο σύστημα αξιών που επικρατεί σήμερα και στην τεχνολογία. Αντίθετα, σύμφωνα με την αντισυστημική Οικολογία, η οικολογική κρίση οφείλεται βασικά στην δυναμική της οικονομίας της αγοράς, (δηλαδή την οικονομία ανάπτυξης), η οποία οδήγησε στην σημερινή συγκέντρωση και στις συνακόλουθες αξίες, που καθιέρωσε το ίδιο το σύστημα αυτό, με κυρίαρχη την εργαλειακή αντίληψη της Φύσης (δηλαδή την θεώρηση της Φύσης ως εργαλείου για την ανάπτυξη) καθώς και στις τεχνολογίες που επιλέχθηκαν μέσα από την αγορά για την ικανοποίηση του στόχου της μεγίστης ανάπτυξης. Πράγματι, δεν είναι δύσκολο να δειχτεί ότι η συγκέντρωση δύναμης ―στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η δυναμική της οικονομίας της αγοράς― αποτελεί την απώτερη αιτία για την οικολογική κρίση, όπως και για κάθε άλλη όψη της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης. Συγκεκριμένα σε σχέση με το φαινόμενο του θερμοκηπίου, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας, το φτωχότερο 37% του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνεται μόνο για το 7% των εκπομπών θερμοκηπίου, ενώ το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις πλούσιες χώρες είναι υπεύθυνο για το 46% αυτών των εκπομπών[14]. Αντίστοιχα, η κατά κεφαλή χρήση ενέργειας στις πλούσιες χώρες είναι σήμερα ενδεκαπλάσια από ό,τι στις φτωχές χώρες![15] Είναι, επομένως, φανερό ότι η αιτία του θερμοκηπίου είναι το ίδιο το πρότυπο ζωής που συνεπάγεται το σημερινό οικονομικό σύστημα και, συγκεκριμένα, η οικονομία της ανάπτυξης, δηλαδή το σύστημα οικονομικής οργάνωσης που έχει βασικό οικονομικό στόχο ―είτε αντικειμενικά καθορισμένο από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, είτε από μια κομματική γραφειοκρατία (όπως στον τ. «υπαρκτό» σοσιαλισμό)― την μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης.

Συγκεκριμένα στο σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, η οικονομία της ανάπτυξης είναι, ιστορικά, η οικονομία που προέκυψε ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, η οποία εγκαθιδρύθηκε μετά την καπιταλιστική Βιομηχανική Επανάσταση, διακόσια χρόνια πριν. Η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, κυρίως, η συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου μεταξύ χωρών, αλλά και στο εσωτερικό τους, καθώς και η συνακόλουθη αστική συγκέντρωση, η καταναλωτική κουλτούρα γενικά και η κουλτούρα του αυτοκινήτου ειδικότερα, είναι καθοριστικοί παράγοντες της οικολογικής κρίσης.

Στην Ελλάδα, το μέγεθος της κρίσης έγινε τραγικά φανερό το καλοκαίρι του 2007, όταν πολλοί φτωχοί αγρότες έχασαν τη ζωή τους στις πυρκαγιές, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού της κλιματικής αλλαγής, της διαφθοράς και της κοινωνικής αναλγησίας της εγκληματικής ελίτ. Περιττό να προστεθεί ότι, όσο το σημερινό σύστημα αναπαράγεται, η οικολογική κρίση θα επιδεινώνεται, με ακόμη μεγαλύτερες αρνητικές συνέπειες στις χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας όπως η Ελλάδα, και ιδιαίτερα στα φτωχότερα στρώματα σε αυτές.[16] Σήμερα, είναι γενικά παραδεκτό ότι η οικολογική κρίση και κυρίως το φαινόμενο του θερμοκηπίου, που είναι η σημαντικότερη εκδήλωσή της ―καθώς και η συνακόλουθη κλιματική αλλαγή― καθημερινά επιδεινώνεται, όπως άλλωστε διαπιστώνουμε όλοι καθημερινά. Για παράδειγμα, στην ευρύτερη περιοχή μας, ενώ παλαιότερα η παρατεταμένη ξηρασία ταλαιπωρούσε βασικά τη Μεσόγειο, τώρα επεκτείνεται και στη κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Σύμφωνα, άλλωστε, με πρόσφατη Ισπανική μελέτη, η τήξη των πάγων, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ήδη οδηγεί στην ανύψωση της θάλασσας περίπου 2,5 χιλιοστά τον χρόνο, πράγμα που μέχρι το 2050 θα έχει οδηγήσει σε συνολική ανύψωση 12-15 εκατοστά. Αυτό σημαίνει ότι οι Ελληνικές, και οι Μεσογειακές ακτές γενικότερα, θα χάσουν περίπου 10 μέτρα αμμουδιάς στα προσεχή 40 περίπου χρόνια,[17] με ό,τι αυτό συνεπάγεται στον τουρισμό, στην αξία των παρακτίων κτισμάτων κ.λπ. H θερμοκρασία του πλανήτη ανεβαίνει ακόμη περισσότερο από ό,τι είχε προβλέψει η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για το περιβάλλον στην Έκθεσή της του 2001 και, όπως προβλέπει τώρα η ίδια στη τελευταία έκθεσή της, οι καταστροφικές κλιματικές συνέπειες του θερμοκηπίου θα είναι ακόμη χειρότερες. Πρόσφατα, άλλωστε, ο καθηγητής David King, επί κεφαλής των επιστημονικών συμβούλων της Βρετανικής κυβέρνησης, υπολόγισε ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει μια αύξηση της θερμοκρασίας ψηλότερη από 3 βαθμούς Κελσίου στη διάρκεια του παρόντος αιώνα, ακόμη και αν επιτευχθεί διεθνής συμφωνία για τον περιορισμό των εκπομπών του θερμοκηπίου (η οποία υποτίθετο θα σταθεροποιούσε το κλίμα σε μια αύξηση όχι μεγαλύτερη των 2 βαθμών)[18]. Αυτό σημαίνει ότι πάνω από 400 εκ. άνθρωποι θα αντιμετωπίσουν κίνδυνο λιμοκτονίας, εξαιτίας της δραστικής μείωσης στη παραγωγή δημητριακών.

Πολιτισμική κρίση

Τελευταίο, αλλά όχι και λιγότερο σημαντικό, είναι το ότι η κρίση δεν είναι μόνο θεσμική, που αφορά στους κύριους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς της Ελλάδας, αλλά επίσης ―και κυρίως― μια κρίση αξιών, ιδεών αλλά και κουλτούρας, την οποία ενέτεινε δραστικά η σημερινή ομογενοποίηση της κουλτούρας που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση. Είναι δηλαδή και μια κρίση πολιτισμική, με τη γενικότερη έννοια. Αν δούμε, για παράδειγμα, την πολιτιστική κρίση σε σχέση με τα Μ.Μ.Ε., αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι η συστηματική οργάνωση της ιδεολογικής παγκοσμιοποίησης από την υπερεθνική ελίτ και τα παρακλάδια της στα διεθνή Μ.Μ.Ε. Αυτοί ελέγχουν ποιές ειδήσεις και πώς τις μαθαίνουμε, πλήρως, ελλιπώς, ή καθόλου, ανάλογα με την δική τους «ατζέντα» που καθορίζει και το πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου. Έτσι, όπως καταγγέλλει ο γνωστός, ανεξάρτητος διεθνής δημοσιογράφος, John Pilger, «μια αόρατη κυβέρνηση έχει αναπτυχθεί. Το 1983, τα κύρια διεθνή Μ.Μ.Ε. ήταν στην ιδιοκτησία 50 εταιρειών, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν Αμερικανικές. Το 2002, οι εταιρίες αυτές είχαν μειωθεί στις 9 και, σήμερα, είναι πιθανώς 5 (πέντε)!. Ο Rupert Murdoch είχε προβλέψει ότι, τελικά, θα υπάρχουν μόνο 3 διεθνείς μιντιακοί γίγαντες και ότι η εταιρεία του θα ήταν μια από αυτές».[19] Φυσικά, η πρόβλεψη αυτή είναι στο δρόμο της αυτο-επαλήθευσης, αφού το συγκρότημα Murdoch σήμερα ελέγχει περίπου 180 διεθνείς εφημερίδες, μεταξύ των οποίων τους Times του Λονδίνου, το New York Post και την μόλις αποκτηθείσα Wall Street Journal ―την 2η σε κυκλοφορία Αμερικανική εφημερίδα― το τηλεοπτικό κανάλι Fox, την Χολιγουντιανή 21sty Century Fox, πολλά δορυφορικά κανάλια μεταξύ των οποίων το γνωστό Sky, και, πέρα από αυτά, εκδοτικούς οίκους, όπως τον HarperCollins, και αυξανόμενη δραστηριότητα στο ιντερνετ (εξαγορά MySpace κ.λπ.).

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι το άνοιγμα και κυρίως η «απελευθέρωση» των αγορών (με την έννοια του δραστικού περιορισμού των ρυθμίσεων της λειτουργίας των Μ.Μ.Ε.) για χάρη του «πλουραλισμού» και της κατάργησης των κρατικών μονοπωλίων, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Ο πολλαπλασιασμός των Μ.Μ.Ε. και, κυρίως, των τηλεοπτικών, όχι μόνο δεν οδήγησε σε πλουραλισμό στην πληροφόρηση αλλά, αντίθετα, σε πρωτοφανή συγκέντρωση στον χώρο της ιδιοκτησίας και του ελέγχου και στην συνακόλουθη τυποποίηση και άμεση η έμμεση λογοκρισία της πληροφόρησης. Σήμερα, ιδιωτικά και δημόσια κανάλια, όχι μόνο παρουσιάζουν τις «πληροφορίες» κατά πανομοιότυπο τρόπο που εκφράζει τις απόψεις των οικονομικών και των διαπλεγμένων με αυτές πολιτικών ελίτ (εκτός από τις περιπτώσεις όπου για το θέμα υπάρχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα μεταξύ τμημάτων των ελίτ), αλλά και συναγωνίζονται στην παρουσίαση της ασημαντότητας, αν όχι και της χυδαιότητας, για χάρη της θεαματικότητας και των διαφημιστικών εισπράξεων. Το καινούριο σημαντικό στοιχείο σε αυτή τη διαδικασία είναι ότι, μετά τα Μ.Μ.Ε. και τα κανάλια, ήλθε η σειρά της άλωσης από οικονομικά συγκροτήματα και των εκδοτικών οίκων γενικότερα, οδηγώντας σε έμμεση, απολυταρχική λογοκρισία των ιδεών ―στην οποία προς το παρόν, ευτυχώς, ακόμη αντιστέκονται οι «μικροί» εκδοτικοί οίκοι.

Για όλους αυτούς τους λόγους η σημερινή κρίση, είναι μια συστημική κρίση και η τελευταία κοινωνική έκρηξη τον περασμένο Δεκέμβρη ήταν η πρώτη, έμμεσα αντισυστημική, κοινωνική έκρηξη στην μετεμφυλιακή περίοδο.

2. Γιατί μια νέα κοινωνία με βάση τις τοπικές κοινωνίες ;

Με βάση αυτή την προβληματική, προκύπτει αυτονόητη η ανάγκη ριζικής αποκέντρωσης της εξουσίας/δύναμης ―μιας αποκέντρωσης που θα φθάνει στις τοπικές κοινωνίες και, μέσα από αυτές, στον ίδιο τον πολίτη. Εξ ου και η ανάγκη για ένα νέο μαζικό αντισυστημικό κίνημα που θα παλέψει για μια πραγματική δημοκρατία όπου ο Δήμος, δηλαδή οι δημοτικές συνελεύσεις των πολιτών, θα αποτελεί την κεντρική μονάδα πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας και όπου οι συνελεύσεις αυτές, συνομονδιοσποποιούμενες, θα παίρνουν όλες τις βασικές πολιτικές, οικονομικές και γενικότερα κοινωνικές αποφάσεις που αφορούν τη ζωή τους, αντί για τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, όπως σήμερα, που μας έχουν φέρει σε αυτή την καταστροφική κρίση.

Χρειάζεται δηλαδή η δημιουργία ενός νέου τρόπου οικονομικής, πολιτικής, και γενικότερα κοινωνικής οργάνωσης, που εξασφαλίζει την ισοκατανομή εξουσίας/δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών, σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό). Και αυτός ο τρόπος οργάνωσης δεν είναι παρά η επέκταση της πολιτικής δημοκρατίας (δηλαδή της άμεσης δημοκρατίας) που εξασφαλίζει την ισοκατανομή της πολιτικής εξουσίας μεταξύ όλων των πολιτών, στο οικονομικό, και το ευρύτερα κοινωνικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, χρειάζεται μια Περιεκτική Δημοκρατία που επεκτείνει τον δημόσιο χώρο σε όλους τους κοινωνικούς τομείς όπου είναι δυνατή η συλλογική και δημοκρατική λήψη αποφάσεων. Η Περιεκτική Δημοκρατία δεν είναι μια νέα ουτοπία, αλλά ένας νέος τρόπος κοινωνικής οργάνωσης που, όχι μόνο θεμελιώνεται σε υπάρχουσες κοινωνικές τάσεις, όπως αυτές εκδηλώνονται σε κάθε περίοδο κρίσης του νεωτερικού συστήματος (εξεγέρσεις κ.λπ.) μέσα από συνελεύσεις γειτονιάς, καταλήψεις εργοστασίων και Πανεπιστημίων κ.ο.κ., αλλά και διασφαλίζει την ισοκατανομή εξουσίας/δύναμης σε όλα τα επίπεδα ―και, επομένως, το οριστικό ξεπέρασμα της πολυδιάστατης κρίσης. Ο τελικός στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η δημιουργία μιας δημοκρατικής παγκόσμιας «τάξης» βασισμένης στις συνομοσπονδίες Περιεκτικών Δημοκρατιών των λαών που θα αντικαταστήσουν τις ιεραρχικές παγκόσμιες τάξεις του παρόντος και του παρελθόντος.

Η Περιεκτική Δημοκρατία αποτελεί, επομένως, την ανώτερη μορφή δημοκρατίας, εφόσον εξασφαλίζει τις θεσμικές προϋποθέσεις για την πολιτική (ή άμεση) δημοκρατία, την οικονομική δημοκρατία, την κοινωνική δημοκρατία, και την οικολογική δημοκρατία. Στο φιλοσοφικό και το υποκειμενικό επίπεδο, η Περιεκτική Δημοκρατία μπορεί να θεμελιώνεται μόνο στη συνειδητή επιλογή των πολιτών για αυτονομία και όχι σε δόγματα, θρησκείες και ανορθολογικά συστήματα ή κλειστά θεωρητικά συστήματα, τα οποία εγγενώς δεν επιτρέπουν την αμφισβήτηση, το θεμέλιο της δημοκρατίας. Η Περιεκτική Δημοκρατία, δηλαδή, δεν είναι ούτε το αποτέλεσμα των δυνατοτήτων που δημιουργούν κάποιοι «νόμοι» ή «τάσεις» κοινωνικής εξέλιξης, που δήθεν επιβάλλει η Ιστορία ή η Φύση, αλλά ούτε απλώς άλλη μια ουτοπία, σαν αυτές που διακηρύσσονται στον ελευθεριακό χώρο (π.χ. Παρεκον). Η Περιεκτική Δημοκρατία είναι, επομένως, ασύμβατη όχι μόνο με κάθε είδος θρησκευτικού (ή μη) ανορθολογισμού αλλά και αντικειμενικού ορθολογισμού. Συνοπτικά, η Περιεκτική Δημοκρατία, αποτελεί τη σύνθεση, αλλά και την υπέρβαση των κινημάτων για τον σοσιαλισμό, τη δημοκρατία και την αυτονομία), καθώς και των αντισυστημικών τάσεων μέσα στα «νέα» κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικό, Πράσινο, ταυτότητας κ.λπ.). Με άλλα λόγια, η Περιεκτική Δημοκρατία επιχειρεί τη σύνθεση αλλά και την υπέρβαση της σοσιαλιστικής, της ελευθεριακής και της δημοκρατικής παράδοσης με τα αντισυστημικά ιδεολογικά ρεύματα στα προαναφερθέντα κοινωνικά κινήματα. Συγκεκριμένα:

Πολιτική δημοκρατία

Η πολιτική δημοκρατία συνεπάγεται την δημιουργία θεσμών άμεσης δημοκρατίας στο πολιτικό επίπεδο για την άμεση λήψη αποφάσεων μέσω των συνελεύσεων των πολιτών στο τοπικό επίπεδο, που συνομοσπονδιοποιούνται σε περιφερειακό, εθνικό, και, τελικά, σε ηπειρωτικό και παγκόσμιο επίπεδο, και απαρτίζονται από άμεσα ανακλητούς (από τις δημοτικές συνελεύσεις) εντολοδόχους. Η λειτουργία των περιφερειακών, εθνικών και συνομοσπονδιακών συνελεύσεων είναι μόνο να εφαρμόζουν και συντονίζουν τις αποφάσεις των δημοτικών συνελεύσεων. Η πολιτική δημοκρατία εξασφαλίζει, δηλαδή, την επανενσωμάτωση της κοινωνίας στην πολιτεία, και αντικαθιστά το κράτος ως χωριστή εξουσία πάνω στους πολίτες, που μετατρέπει, στην ουσία, τους πολίτες σε υπηκόους.

Περιληπτικά, οι κυριότερες αρχές οργάνωσης και λειτουργίας της πολιτικής δημοκρατίας είναι οι εξής:

Ο Δήμος, ο οποίος είναι η βασική μονάδα πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας της ΠΔ, ορίζεται ως «η εκούσια ένωση των πολιτών μιας τοπικής κοινωνίας, η οποία αυτο-θεσμίζεται ως τοπική, πολιτικά και οικονομικά αυτοδύναμη, Περιεκτική Δημοκρατία, στο πλαίσιο μιας Συνομοσπονδιακής Περιεκτικής Δημοκρατίας απαρτιζόμενης από Δήμους (σε πρώτο στάδιο, στο τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο) που, μέσω συνελεύσεων πρόσωπο-με-πρόσωπο παίρνει όλες τις σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την πολιτική και οικονομική διαχείριση του Δήμου και των συλλογικά ελεγχόμενων πλουτοπαραγωγικών πηγών της». Όλοι οι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής (η οποία, σήμερα, μπορεί να έχει την μορφή μόνο μιας γεωγραφικής κοινότητας), οι δημότες, ―που δεν θα ξεπερνούν τους 50.000 κατοίκους, για να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα της άμεσης και οικονομικής δημοκρατίας― μετά την συμπλήρωση του έτους ενηλικίωσης (το οποίο θα καθορίζεται από το ίδιο το σώμα των πολιτών) είναι μέλη της δημοτικής συνέλευσης, δηλαδή του σώματος των πολιτών και συμμετέχουν άμεσα στην διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

Οι δημοτικές συνελεύσεις εξουσιοδοτούν με κλήρο και πιθανώς με εναλλαγή, εντολοδόχους οι οποίοι είναι πάντοτε ανακλητοί από αυτές (π.χ. σε περίπτωση που ψηφίζουν αποφάσεις αντίθετες με τις εντολές τους), για τις περιφερειακές συνελεύσεις, για παράδειγμα, έναν ανά 5.000 κατοίκους, αλλά και για τη συνομοσπονδιακή συνέλευση—για παράδειγμα, έναν ανά 50.000 κατοίκους. Για παράδειγμα, για μια πόλη 1.000.000 κατοίκων που αποτελεί μια περιφέρεια με 20 δήμους των 50.000 κατοίκων, στην περιφερειακή συνέλευση θα μετέχουν 200 εντολοδόχοι από τις δημοτικές συνελεύσεις (10 από κάθε δημοτική συνέλευση), ενώ στην συνομοσπονδιακή συνέλευση, αν υποθέσουμε ότι η συνομοσπονδία αποτελείται από 10 εκ. κατοίκους, θα μετέχουν επίσης 200 εντολοδόχοι (τουλάχιστον ένας εντολοδόχος από κάθε δημοτική συνέλευση). Οι περιφερειακές συνελεύσεις, καθώς και οι συνομοσπονδιακές συνελεύσεις είναι, επομένως, ένα δίκτυο εκτελεστικών συνελεύσεων, των οποίων τα μέλη ή εντολοδόχοι εκλέγονται από τις δημοτικές «πρόσωπο-με-πρόσωπο» συνελεύσεις των τοπικών κοινωνιών, στις γειτονιές των μεγάλων πόλεων, στις κωμοπόλεις και στα χωριά.

Όλες οι πολιτικές αποφάσεις που μπορεί να ληφθούν στο τοπικό επίπεδο (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στην διαμόρφωση και την εφαρμογή των νόμων), λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση, την δημοτική συνέλευση, η οποία, επίσης, εξουσιοδοτεί τα δημοτικά δικαστήρια, την δημοτική πολιτοφυλακή κ.λπ. Τα μέλη των περιφερειακών και συνομοσπονδιακών συνελεύσεων είναι ειδικοί εντολοδόχοι, πάντοτε ανακλητοί και υπόλογοι στις συνελεύσεις που τους εκλέγουν. Η μοναδική αρμοδιότητα τους είναι να παίρνουν αποφάσεις σε θέματα που δεν μπορούν να αποφασιστούν , από τη φύση τους, στο τοπικό επίπεδο (π.χ. περιβαλλοντικά προβλήματα, θέματα ενέργειας, μεταφορών, επικοινωνιών κ.λπ.), με βάση όμως πάντοτε τις ειδικές εντολές των  δημοτικών συνελεύσεων, που διαμορφώνουν πολιτικές γι αυτά τα θέματα, παίρνοντας φυσικά υπόψη τις εκθέσεις των εντολοδόχων τους για τις σχετικές διαβουλεύσεις στις περιφερειακές και συνομοσπονδιακές συνελεύσεις. Η λειτουργία τους είναι, επομένως, καθαρά συντονιστική και εκτελεστική και δεν έχει σχέση με την διαμόρφωση πολιτικής, όπως συμβαίνει με την λειτουργία των αντιπροσωπευτικών σωμάτων στην σημερινή αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Στόχος είναι η κατάργηση των ιεραρχικών σχέσεων, δεδομένου ότι οι σχέσεις αυτές βασίζονται σήμερα, σε σημαντικό βαθμό, στον μύθο των «ειδικών», οι οποίοι υποτίθεται ότι είναι σε θέση να ελέγχουν τα πάντα, από την Φύση ως την κοινωνία. Ένα ηλεκτρονικό δίκτυο θα μπορούσε να συνδέει συνελεύσεις σε διάφορα επίπεδα, για την επίλυση προβλημάτων συντονισμού κ.λπ., σχηματίζοντας στην πράξη «συνελεύσεις» των συνελεύσεων. Έτσι, θα γινόταν ακόμη ευκολότερο να περιοριστούν τα μέλη των περιφερειακών και συνομοσπονδιακών συνελεύσεων σε καθαρά διοικητικά καθήκοντα συντονισμού και εκτέλεσης των πολιτικών που έχουν υιοθετήσει οι δημοτικές συνελεύσεις.[20]

Περί πλειοψηφίας και ομοφωνίας

Οι αποφάσεις σε όλες αυτές τις συνελεύσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, όπως συζητήθηκε παραπάνω, αλλά το μέγεθος της απαρτίας και της απαιτούμενης πλειοψηφίας ορίζεται από τις ίδιες τις συνελεύσεις, με ασφαλιστικές δικλείδες που αποκλείουν το ενδεχόμενο τυχόν καταπίεσης μειονοτήτων διαφόρων ειδών (εθνοτικών, πολιτιστικών, με βάση τη σεξουαλική ταυτότητα κ.λπ.). Προς διασφάλιση κάποιων θεμελιακών ελευθεριών των πολιτών (τις οποίες ορίζουν οι δημοτικές συνελεύσεις) καθορίζεται ένα είδος «συνταγματικών» ρυθμίσεων, οι οποίες αποφασίζονται από την συνομοσπονδιακή συνέλευση και είναι δυνατόν να αλλαχθούν μόνο με ειδικές απαρτίες, πλειοψηφίες και διαδικασίες. Οι πολίτες έχουν δικαίωμα να έχουν ατομικά οποιεσδήποτε δοξασίες επιθυμούν (ακόμη και ανορθολογικές, π.χ. θρησκευτικές), υπό τον όρο όμως ότι θα υπόκεινται πάντοτε στις αποφάσεις των συνελεύσεων σε οποιοδήποτε θέμα, ακόμη και σε θέματα ηθικής. Ο δημοκρατικός ορθολογισμός[21] είναι η βασική αρχή με την οποία ιδρύονται και λειτουργούν οι συνελεύσεις, πράγμα που σημαίνει ότι, εάν η πλειοψηφία των εντολοδόχων των δημοτικών συνελεύσεων στην συνομοσπονδιακή συνέλευση δεν αποτελείται από πολίτες, οι οποίοι αποδέχονται τον δημοκρατικό ορθολογισμό για την ερμηνεία του κόσμου γύρω μας και την λήψη αποφάσεων σύμφωνα με τις γνώσεις που συνάγονται με βάση τον ορθολογισμό αυτό, η ΠΔ είναι ανέφικτη.

Ένα θέμα που έχει δημιουργηθεί τελευταία ιδιαίτερα στον ελευθεριακό χώρο, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, και ανακύπτει συχνά ιδίως σε καταλήψεις και παρόμοιες δραστηριότητες είναι το ζήτημα εάν οι δημοκρατικές αποφάσεις πρέπει να παίρνονται με πλειοψηφία, όπως ήταν ανέκαθεν η δημοκρατική αρχή, ή με ομοφωνία. Το επιχείρημα της ομοφωνίας βασίζεται σε μια κακώς εννοούμενη έννοια της ελευθερίας η οποία στην πραγματικότητα θεμελιώνεται στην φιλελεύθερη αντίληψη της ελευθερίας, όπου η ατομική ελευθερία και αυτονομία (δήθεν) αποθεώνεται σε βάρος της συλλογικής ελευθερίας και αυτονομίας. Όμως ατομική ελευθερία και αυτονομία είναι αδιανόητη χωρίς το συμπλήρωμα της στην συλλογική ελευθερία και αυτονομία και συλλογική αυτονομία και ελευθερία είναι αδύνατη εάν ακόμη και ένα άτομο μπορεί ν’ ακυρώνει τη δυνατότητα λήψης απόφασης από δεκάδες αν όχι εκατοντάδες ή χιλιάδες άλλους πολίτες. Με αυτή την έννοια, η αρχή της ομοφωνίας που εφαρμόζουν σήμερα πολλοί ελευθεριακοί στη δραστηριότητα τους σε συνελεύσεις πολιτών είναι καταστροφική και απλώς δείχνει πόσο βαθιά η μια από τις καταβολές του αναρχισμού (η φιλελεύθερη) έχει γίνει κυρίαρχη στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και μεταμοντέρνα ηγεμονία έναντι της δίδυμης καταβολής του (της σοσιαλιστικής). Άλλωστε στο κλασικό αναρχικό κίνημα η αρχή της ομοφωνίας εφαρμοζόταν μόνο στις «ομάδες συνάφειας» δηλ. τις αναρχικές ολιγομελείς ομάδες και ποτέ εξ όσων γνωρίζω ως διαδικασία λήψης αποφάσεων σε συνελεύσεις πολιτών ή εργατών. Πέρα όμως από τις πολιτικές και φιλοσοφικές αντιρρήσεις στην αρχή της ομοφωνίας, πρακτικά, η αρχή της ομοφωνίας σημαίνει την παράλυση της λειτουργίας λήψης αποφάσεων και την ουσιαστική μετατροπή της δημοκρατίας σε διαδικασία αντί για πολίτευμα. Εναλλακτικά, όπως είχε καταγγείλει ο τελευταίος σημαντικός αναρχικός που τελικά αναγκάστηκε ν’ απαρνηθεί τον σημερινό μεταμοντέρνο αναρχισμό, ο Μάραιη Μπούκτσιν, η ομόφωνη λήψη αποφάσεων καταλήγει σε παρασκηνιακές διαδικασίες ―όπως τις έζησε ο ίδιος προσωπικά― ώστε οι αποφάσεις να παίρνονται προκαταβολικά, έξω από τη συνέλευση, και για όσες δεν υπήρχε ομοφωνία τα σχέδια αποφάσεων εστέλνοντο στις ελληνικές καλένδες. Τέλος ακόμη και το επιχείρημα κάποιων ελευθεριακών ότι η αρχή τη ομοφωνίας δίνει δύναμη στις μειοψηφίες για να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι να επιτευχθεί ομοφωνία είναι επίσης αστήρικτο γιατί η δημοκρατία επίσης παρέχει τη δυνατότητα στις μειοψηφίες να επαναφέρουν όποιο θέμα θέλουν προς νέα συζήτηση και ψηφοφορία. Τελικά, η αρχή της ομοφωνίας είναι μια βαθύτατα αντιδημοκρατική αρχή και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πολλοί ελευθεριακοί από τους υποστηρικτές της απορρίπτουν και την ίδια την έννοια της δημοκρατίας και τη συναφή έννοια της Πολιτικής και καταλήγουν σε ένα είδος life style αναρχισμού όπου η άμεση δράση γίνεται αυτοσκοπός και αντικαθιστά την ίδια την ανάγκη συνολικού προτάγματος ως αναγκαίας συνθήκης για την αντικατάσταση του σημερινού συστήματος και του συνολικού προτάγματος που το στηρίζει.

Εν κατακλείδι, όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι οι παραπάνω θεσμικές διευθετήσεις δημιουργούν μόνο τις προϋποθέσεις της ελευθερίας. Σε τελική ανάλυση, η ατομική και συλλογική αυτονομία εξαρτάται από την εσωτερίκευση των δημοκρατικών αξιών από κάθε πολίτη. Επομένως, η παιδεία παίζει έναν κρίσιμο ρόλο. Έτσι, η παιδεία, σε συνδυασμό με το υψηλό επίπεδο πολιτικής συνείδησης, το οποίο αναμένεται να δημιουργήσει η συμμετοχή σε μια δημοκρατική κοινωνία, θα βοηθούσε αποφασιστικά στην εγκαθίδρυση ενός νέου ηθικού κώδικα, ο οποίος θα καθόριζε την ανθρώπινη συμπεριφορά σε μια δημοκρατική κοινωνία. Ο νέος αυτός κώδικας θα απέρρεε από τις οργανωτικές αρχές της Περιεκτικής Δημοκρατίας, δηλαδή την αρχή της αυτονομίας και την αρχή της κοινότητας. Όπως μπορεί να δειχθεί,[22] οι ηθικές αξίες, οι οποίες είναι συμβατές με την ατομική και την συλλογική αυτονομία και με την κοινοτική ζωή, είναι εκείνες που βασίζονται στην συνεργασία, την αμοιβαία βοήθεια και την αλληλεγγύη. Η υιοθέτηση, επομένως, παρόμοιων ηθικών αξιών θα είναι το αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής από αυτόνομα άτομα που ζουν σε μια αυτόνομη κοινωνία και όχι η έκβαση κάποιων θείων, φυσικών, ή κοινωνικών «νόμων» ή «τάσεων».

Οικονομική δημοκρατία

Η οικονομική δημοκρατία συνεπάγεται την δημιουργία θεσμών κοινοκτημοσύνης των πλουτοπαραγωγικών πηγών (δηλαδή των πηγών κοινωνικού πλούτου) και συλλογικού ελέγχου από τους δήμους, δηλαδή τις συνελεύσεις των πολιτών. Οι νέοι θεσμοί εξασφαλίζουν τον δημοκρατικό έλεγχο των μέσων παραγωγής, με στόχο την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, καθώς και την ελευθερία επιλογής του ατόμου ως προς την ικανοποίηση των μη βασικών αναγκών του, σύμφωνα με τις επιλογές του για εργασία/ελεύθερο χρόνο. Η οικονομική δημοκρατία εξασφαλίζει δηλαδή την επανενσωμάτωση της κοινωνίας στην οικονομία, και αντικαθιστά τη χρηματική οικονομία και τις δυνάμεις της αγοράς, οι οποίες διαχωρίζουν τους πολίτες σε προνομιούχους, που υπερκαλύπτουν κάθε πραγματική ή φανταστική ανάγκη τους, και μη προνομιούχους, που είναι σε αδυναμία να καλύψουν ακόμη και τις βασικές ανάγκες τους.

Η οικονομική δημοκρατία ορίζεται, κατ’ αναλογία της πολιτικής δημοκρατίας, ως μια οικονομική δομή και διαδικασία που, με την άμεση συμμετοχή των πολιτών στην διαδικασία λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων, διασφαλίζει την ίση κατανομή της οικονομικής δύναμης μεταξύ των πολιτών. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του προτεινόμενου μοντέλου οικονομικής δημοκρατίας, που το διαφοροποιεί από παρόμοια μοντέλα συγκεντρωτικού σχεδιασμού (π.χ. Κεντρικό Πλάνο του τέως «υπαρκτού» σοσιαλισμού) ή αποκεντρωμένου σχεδιασμού (π.χ. Πάρεκον), είναι ότι, μολονότι δεν προϋποθέτει την υπέρβαση της σπάνεως, εντούτοις εξασφαλίζει μία κατανομή των παραγωγικών πόρων, η οποία εγγυάται την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, χωρίς όμως να θυσιάζει την ελευθερία της επιλογής, σε μια οικονομία χωρίς κράτος, χρήμα και αγορά ―πράγμα που αποκλείει την θεσμοποίηση των προνομίων κάποιων τμημάτων της κοινωνίας, καθώς και την ιδιωτική συσσώρευση πλούτου. Το μοντέλο αυτό προϋποθέτει, επομένως, ρητά την διαφορετικότητα των ατόμων (η οποία, με την σειρά της, συνεπάγεται ότι είναι αδύνατη η ομοφωνία), και προτείνει την θέσμιση της διαφορετικότητας αυτής, μέσω της υιοθέτησης ενός μείγματος δημοκρατικού σχεδιασμού, από την μια μεριά, και ενός σχήματος ειδικών πιστωτικών καρτών στο πλαίσιο μίας τεχνητής «αγοράς», από την άλλη.

Τρεις θεμελιακές προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται, ούτως ώστε να είναι εφικτή η οικονομική δημοκρατία: (α) δημοτική αυτοδυναμία (β) δημοτική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών και (γ) συνομοσπονδιακή κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών.

Η δημοτική αυτοδυναμία δεν σημαίνει αυτάρκεια, αλλά την στήριξη της δημοτικής παραγωγής, πρωταρχικά, στους δημοτικούς πόρους, ανθρώπινους και φυσικούς, και την ικανότητα αυτόνομου καθορισμού των στόχων και της λήψης των αποφάσεων ―μια διαδικασία που οδηγεί σε αντίστοιχη μεγιστοποίηση της τοπικής απασχόλησης και (μέσω των «πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων) του τοπικού εισοδήματος. Η οικονομική δημοκρατία είναι, κατά συνέπεια, αδύνατη χωρίς μια ριζική αποκέντρωση της οικονομικής δύναμης (η οποία αρχικά μπορεί να είναι μόνο διοικητική) που θα καταστήσει εφικτή την αυτοδυναμία. Στον επικρατούντα, σήμερα, τύπο εξαρτημένης αποκέντρωσης, μπορούμε να αντιτάξουμε την αυτοδύναμη αποκέντρωση, που θα στηρίζεται στην οριζόντια αλληλεξάρτηση οικονομικά αυτοδύναμων κοινοτήτων. Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των συνομοσπονδιουμένων δήμων θα πρέπει, επομένως, να δομούνται στην αμοιβαία αυτοδυναμία και την συλλογική στήριξη, και όχι στην κυριαρχία και την εξάρτηση, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο μιας διαδικασίας συνομοσπονδιακού δημοκρατικού σχεδιασμού, όπως αυτός τον οποίο προτείνει το μοντέλο αυτό οικονομικής δημοκρατίας.[23] Η αυτοδυναμία στο πλαίσιο αυτό σημαίνει ότι οι βασικές ανάγκες, καθοριζόμενες δημοκρατικά, θα πρέπει, στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό, να καλύπτονται στο τοπικό επίπεδο, παρόλο που το επίπεδο ικανοποίησης των αναγκών αυτών θα πρέπει να είναι το ίδιο σε ολόκληρη την συνομοσπονδία. Επομένως, οι ανταλλαγές μεταξύ των δήμων σε μια συνομοσπονδία είναι και αναγκαίες και επιθυμητές, δεδομένου ότι η αυτοδυναμία δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην ικανοποίηση όλων των αναγκών.

Η δημοτική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών αντιπαρατίθεται τόσο στο καπιταλιστικό σύστημα ιδιοκτησίας όσο και στο κρατικο-σοσιαλιστικό σύστημα. Το πρώτο συνεπάγεται την ατομική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών και, συνήθως, συνδέεται με το σύστημα της αγοράς, ως προς την κατανομή μεταξύ διαφόρων χρήσεων, πράγμα που σημαίνει ότι είναι οι δυνάμεις της αγοράς (και οι οικονομικές ελίτ που έμμεσα τις ελέγχουν) αυτές που καθορίζουν το επίπεδο και την ποιότητα παραγωγής και απασχόλησης, τις επιπτώσεις στο περιβάλλον κ.λπ. Το δεύτερο συνεπάγεται την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής με την μορφή εθνικοποιημένων επιχειρήσεων, κολεκτιβοποιημένων, αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων κ.λπ. πράγμα που σημαίνει ότι είναι το Σχέδιο (και οι γραφειοκρατικές και κομματικές ελίτ που άμεσα το ελέγχουν) αυτό που καθορίζει το επίπεδο και την ποιότητα παραγωγής και απασχόλησης, τις επιπτώσεις στο περιβάλλον κ.λπ.

Αντίθετα, η δημοτική ιδιοκτησία διασφαλίζει την δημοκρατική ιδιοκτησία και τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών, και οδηγεί στην πολιτικοποίηση της οικονομίας, σε μια πραγματική σύνθεση της οικονομίας και της πολιτείας. Το σύστημα αυτό διαφέρει όχι μόνο από τις μορφές κοινωνικής ιδιοκτησίας όπου οι οικονομικές αποφάσεις παίρνονται από γραφειοκρατικές/κομματικές ελίτ, αλλά και μορφές κοινωνικής ιδιοκτησίας όπου οι οικονομικές αποφάσεις παίρνονται από επαγγελματικά προσανατολισμένες ομάδες (εργάτες, τεχνικοί, μηχανικοί, αγρότες κ.λπ.). Έτσι, στην οικονομική δημοκρατία καθιερώνεται ένα δυαδικό σύστημα αποφάσεων: οι μεν βασικές μακροοικονομικές αποφάσεις, οι οποίες επηρεάζουν ολόκληρο τον δήμο, παίρνονται μέσω των δημοτικών συνελεύσεων, όπου οι άνθρωποι μετέχουν ως πολίτες, ενώ οι αποφάσεις στον τόπο εργασίας, για την εφαρμογή του δημοκρατικού πλάνου και την εκτέλεση παραγγελιών, που προκύπτουν από την χρήση των πιστωτικών καρτών, καθώς και για την διαχείριση του τόπου εργασίας, παίρνονται από τις συνελεύσεις στον τόπο εργασίας. Στις συνελεύσεις αυτές οι πολίτες παίρνουν μέρος ως εργαζόμενοι, πέρα από την συμμετοχή τους ως πολίτες στις δημοτικές αποφάσεις για τον καθορισμό των συνολικών στόχων του σχεδιασμού. Η διαδικασία δημοκρατικού σχεδιασμού είναι μια διαδικασία συνεχούς ανατροφοδότησης πληροφοριών από τις δημοτικές συνελεύσεις προς τις συνελεύσεις των χώρων εργασίας και αντίστροφα. Επομένως, οι συνελεύσεις στον τόπο εργασίας, μαζί με τις δημοτικές συνελεύσεις, συνιστούν τον πυρήνα της Περιεκτικής Δημοκρατίας.

Η συνομοσπονδιακή κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών προτείνεται σαν ένας τρόπος καταμερισμού των πόρων, ο οποίος θα διασφαλίζει μια δίκαιη και αποτελεσματική κατανομή των πλουτοπαραγωγικών πηγών μεταξύ διαφόρων χρήσεων, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, την συνομοσπονδιακή κατανομή των αγαθών και υπηρεσιών, ενδο-δημοτική και δια-δημοτική. Ο μηχανισμός, δηλαδή, αυτός προτείνεται στη θέση των δυο ιστορικά αποτυχημένων μηχανισμών καταμερισμού εργασίας: του μηχανισμού της αγοράς και του κεντρικού σχεδιασμού.

Το προτεινόμενο σύστημα αποτελείται από δύο βασικά στοιχεία: α) το στοιχείο «αγορά», που ενέχει την δημιουργία μιας τεχνητής «αγοράς», η οποία θα εξασφαλίζει την πραγματική ελευθερία επιλογής, χωρίς όμως να επιφέρει τα αρνητικά αποτελέσματα, τα οποία συνδέονται με τις πραγματικές αγορές και β) το στοιχείο «σχεδιασμός», που ενέχει την δημιουργία μιας διαδικασίας δημοκρατικού σχεδιασμού και ροής πληροφοριών μεταξύ των συνελεύσεων των πολιτών σε όλα τα επίπεδα: συνελεύσεων στον χώρο εργασίας, δημοτικών συνελεύσεων, περιφερειακών συνελεύσεων και συνομοσπονδιακής συνέλευσης. Έτσι, ο καταμερισμός των οικονομικών πόρων γίνεται, κατά πρώτον, στην βάση των συλλογικών αποφάσεων των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τα δημοτικά και συνομοσπονδιακά πλάνα, και, κατά δεύτερον, στην βάση των ατομικών επιλογών των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από ένα σύστημα ειδικών πιστωτικών καρτών.

Οι κυριότερες παραδοχές στις οποίες στηρίζεται το μοντέλο είναι οι εξής:

  • η δημοτική συνέλευση αποτελεί το ανώτατο όργανο διαμόρφωσης οικονομικής πολιτικής, άμεσα σε κάθε αυτοδύναμο δήμο, και έμμεσα σε κάθε περιφέρεια και τελικά στην συνομοσπονδία·

  • οι συνομοσπονδιοποιημένοι δήμοι συντονίζονται μέσω των περιφερειακών συνελεύσεων και της συνομοσπονδιακής συνέλευσης, που αποτελούνται από ανακλητούς και, κυκλικά, εναλλασσόμενους εντολοδόχους, τους οποίους διορίζουν οι δημοτικές συνελεύσεις, όπως είδαμε παραπάνω·

  • οι πλουτοπαραγωγικές πηγές/παραγωγικά μέσα ανήκουν στους δήμους και παραχωρούνται στους εργαζομένους κάθε παραγωγικής μονάδας με μακροπρόθεσμα μισθωτήρια συμβόλαια·

  • στόχος της παραγωγής δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη, αλλά η ικανοποίηση, πρωταρχικά, των βασικών αναγκών των πολιτών, καθώς και εκείνων από τις μη βασικές ανάγκες, για τις οποίες οι πολίτες εκφράζουν την επιθυμία να προσφέρουν την απαιτούμενη εργασία προς ικανοποίησή τους

  • το γενικό κριτήριο της κατανομής των οικονομικών πόρων δεν είναι η αποτελεσματικότητα, όπως ορίζεται σήμερα με στενά τεχνοοικονομικά κριτήρια, αλλά μια νέα «αποτελεσματικότητα» που θα ορίζεται με κριτήριο την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, και όχι μόνο των επιθυμιών που υποστηρίζονται με χρήμα.

Όσον αφορά στον τρόπο που επιτυγχάνεται ο καταμερισμός εργασίας στην οικονομική δημοκρατία, θα πρέπει πάλι να διακρίνουμε μεταξύ τομέων παραγωγής βασικών και μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι, όσον αφορά στον πρώτο, η κατανομή των σχετικών πόρων καθορίζεται από την συνομοσπονδιακή συνέλευση, η οποία έχει και την γενική υπευθυνότητα για την κάλυψη των βασικών αναγκών. Από την στιγμή που η συνομοσπονδιακή συνέλευση υιοθετήσει κάποιο πλάνο σχετικά με το επίπεδο ικανοποίησης των βασικών αναγκών και την συνολική κατανομή των πόρων, η δημοτική συνέλευση θα καθορίσει το είδος των εργασιακών καθηκόντων που προκύπτουν από το πλάνο αυτό, έτσι ώστε να καλύπτονται όλες οι βασικές ανάγκες της κοινότητας. Μολονότι η επιλογή της εργασιακής δραστηριότητας θα είναι, όπως είδαμε, κατ’ αρχήν ατομική επιλογή, στην περίπτωση όπου οι ατομικές επιλογές δεν επαρκούν για να καλύψουν όλες τις εργασιακές δραστηριότητες, οι οποίες απαιτούνται για την κάλυψη των βασικών αναγκών, πιθανώς να χρειαστεί η κατ’ εξαίρεση εισαγωγή κάποιου βαθμού κυκλικής εναλλαγής της εργασίας. Όσον αφορά στις μη βασικές ανάγκες, θα πρότεινα την δημιουργία μιας ακόμα «τεχνητής» αγοράς, η οποία όμως, σε αντίθεση με την καπιταλιστική αγορά εργασίας, δεν θα κατανέμει την εργασία με βάση το κέρδος ή, εναλλακτικά, με βάση τις εντολές των υπευθύνων για το κεντρικό πλάνο, όπως συνέβαινε στον «υπαρκτό» σοσιαλισμό. Αντίθετα, η κατανομή της εργασίας θα γίνεται με βάση τις προτιμήσεις των πολιτών τόσο ως παραγωγών, όσο και ως καταναλωτών. Έτσι, οι πολίτες:

  • ως παραγωγοί, θα επιλέγουν την δουλειά που θέλουν να κάνουν και οι επιθυμίες τους θα αντικατοπτρίζονται στον «δείκτη επιθυμητότητας», ο οποίος θα καθορίζει εν μέρει και το μέγεθος των αμοιβών, και,

  • ως καταναλωτές, θα επηρεάζουν άμεσα τις «τιμές» των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών μέσω της χρήσης των ΜΒΚ, και έμμεσα την κατανομή των εργασιακών πόρων σε κάθε δραστηριότητα, μέσω του αντίκτυπου των «τιμών» στο μέγεθος των αμοιβών.

Τέλος, όσον αφορά στον καθορισμό του συγκεκριμένου επιπέδου παραγωγής κάθε δημοτικής επιχείρησης, είτε παράγει βασικά αγαθά και υπηρεσίες είτε μη βασικά, αυτό καθορίζεται, κυρίως, από τις προτιμήσεις των πολιτών ως καταναλωτών, όπως αυτές εκφράζονται από τις χρεώσεις των πιστωτικών καρτών για κάθε τύπο προϊόντος, καθώς επίσης και από τις συνελεύσεις στους χώρους εργασίας, όπου οι πολίτες ως παραγωγοί αποφασίζουν τον τρόπο εκπλήρωσης των «παραγγελιών» των καταναλωτών, στην βάση των στόχων που τίθενται από το συνομοσπονδιακό πλάνο (όσον αφορά στις βασικές ανάγκες), τον τρόπο κατανομής των εργασιακών καθηκόντων μεταξύ τους κ.λπ. Έτσι, οι παραγωγικές μονάδες (οι δημοτικές επιχειρήσεις) μπορούν να διεκδικούν μερίδιο από τους διαθέσιμους δημοτικούς πόρους (σύμφωνα με το συνομοσπονδιακό πλάνο) για τον δικό τους τύπο παραγωγής, το οποίο θα είναι ανάλογο με τις χρεώσεις που προσφέρονται σε αυτές από τους πολίτες ως καταναλωτές. Όσον αφορά στις χρεώσεις ΜΒΚ, η παραγωγή αποφασίζεται με βάση την ζήτηση και τους διαθέσιμους πόρους σε δημοτικό επίπεδο.

Ακόμη, σε μια δυναμική οικονομική δημοκρατία, οι επενδύσεις στις τεχνολογικές καινοτομίες, καθώς και στην έρευνα και την ανάπτυξη γενικότερα, θα πρέπει να συνιστούν σημαντικό τμήμα των διαβουλεύσεων των συνομοσπονδιοποιημένων δημοτικών συνελεύσεων. Οι συστάσεις των συνελεύσεων των χώρων εργασίας και αυτές των καταναλωτικών οργανώσεων θα πρέπει προφανώς να παίζουν κρίσιμο ρόλο στην διαδικασία λήψης των σχετικών αποφάσεων.

Ένας βαθμός ανισότητας στην κατανομή του εισοδήματος από τον εισαγόμενο διαχωρισμό μεταξύ βασικής και μη βασικής εργασίας θα είναι αναπόφευκτος, αλλά η ανισότητα αυτή θα είναι εντελώς διαφορετική από την σημερινή ανισότητα. Έτσι η ανισότητα αυτή θα διαφέρει τόσο ποσοτικά, εφ’ όσον θα είναι ελάχιστη σε κλίμακα συγκρινόμενη με τις σημερινές τεράστιες ανισότητες, όσο και ποιοτικά, εφ’ όσον θα έχει αποκλειστική αιτία την επιπρόσθετη εθελοντική εργασία και όχι τον συσσωρευμένο ή κληρονομημένο πλούτο, όπως σήμερα. Επιπλέον, δεν θα είναι άμεσα ή έμμεσα θεσμοποιημένη, αφού το επιπρόσθετο εισόδημα/πλούτος δεν θα συνδέεται με επιπλέον πολιτική και οικονομική δύναμη και δεν θα μεταβιβάζεται σε κληρονόμους, αλλά στον δήμο. Η εισαγωγή, επομένως, αυτού του ελάχιστου βαθμού ανισότητας με κανέναν τρόπο δεν αναιρεί την οικονομική δημοκρατία που έχει μία έννοια πολύ ευρύτερη, η οποία αναφέρεται στην ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης και όχι απλώς στην ισοκατανομή του εισοδήματος. Από την άποψη αυτή, η πρόταση του Καστοριάδη[24] για ισότητα μισθών όχι μόνο δεν εκφράζει την ανισότητα στην ικανοποίηση από τα διάφορα είδη απασχόλησης και επομένως δημιουργεί ανυπέρβλητα πρακτικά προβλήματα στον καταμερισμό εργασίας ―με τα οποία δεν ασχολείται ο συγγραφέας― αλλά και εισάγεται, στην πραγματικότητα, ως «αντίβαρο» για την χρηματική οικονομία της αγοράς που υιοθετεί το μοντέλο αυτό.[25]

Κοινωνική δημοκρατία

Η κοινωνική δημοκρατία συνεπάγεται τη δημιουργία θεσμών αυτοδιεύθυνσης στα εργοστάσια, τα γραφεία και γενικότερα στους τόπους παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των πολιτιστικών ―Μ.Μ.Ε., τέχνες κ.λπ., καθώς και τους τόπους εκπαίδευσης. Οι συνελεύσεις των εργαζομένων/φοιτητών κ.λπ. εξασφαλίζουν την αυτοδιεύθυνση των τόπων παραγωγής, εκπαίδευσης κ.ο.κ., με βάση τους γενικούς στόχους που θέτουν οι δημοτικές συνελεύσεις και τις προτιμήσεις των πολιτών ως παραγωγών, αλλά και ως καταναλωτών.

Μια περιεκτική δημοκρατία είναι αδιανόητη εάν δεν επεκτείνεται στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο για να συμπεριλάβει, με την μορφή αυτοδιεύθυνσης, τον χώρο εργασίας, το νοικοκυριό, τον εκπαιδευτικό χώρο και στην πραγματικότητα κάθε οικονομικό ή πολιτισμικό θεσμό που αποτελεί στοιχείο του χώρου αυτού. Ιστορικά, εισήχθησαν διάφορες μορφές δημοκρατίας στο κοινωνικό πεδίο, ιδιαίτερα τον 20ό αιώνα, συνήθως σε περιόδους επαναστατικής δραστηριότητας. Εντούτοις, οι μορφές αυτές δημοκρατίας όχι μόνο υπήρξαν βραχύβιες αλλά και σπάνια εκτείνονταν πέρα από τον χώρο εργασίας (π.χ. τα ουγγρικά εργατικά συμβούλια[26] το 1956), και τον χώρο της εκπαίδευσης (π.χ. οι παρισινές φοιτητικές συνελεύσεις το 1968).

Μια αποτελεσματική κοινωνική δημοκρατία είναι αδιανόητη αν ο ελεύθερος χρόνος δεν κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ όλων των πολιτών. Όμως, στον βαθμό που εξακολουθούν να υφίστανται οι σημερινές ιεραρχικές συνθήκες στο νοικοκυριό, στον χώρο εργασίας και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο, η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί. Επιπλέον, η δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο, ιδιαίτερα στο νοικοκυριό, είναι αδύνατη, εάν δεν εισαχθούν θεσμικές ρυθμίσεις που να αναγνωρίζουν τον ρόλο του νοικοκυριού στην ικανοποίηση των αναγκών και να ενσωματώνουν την φροντίδα και τις υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιό του στο γενικό σχήμα ικανοποίησης των αναγκών

Οικολογική δημοκρατία

Η οικολογική δημοκρατία συνεπάγεται τη δημιουργία θεσμών και κουλτούρας, που εξασφαλίζουν την επανενσωμάτωση της Κοινωνίας στη Φύση. Αυτό σημαίνει ότι στόχος της οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι η σημερινή οικο-καταστροφική «ανάπτυξη», που επιβάλλουν οι επιταγές του ανταγωνισμού και του κέρδους, αλλά η ικανοποίηση των αναγκών όλων των πολιτών κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την πραγματική ποιότητα ζωής, την οποία μόνο η αρμονική σχέση Κοινωνίας και Φύσης μπορεί να επιφέρει.

Η Περιεκτική Δημοκρατία δεν μπορεί, βέβαια, να προσφέρει εγγυήσεις όσον αφορά την εξασφάλιση μιας καλύτερης σχέσης κοινωνίας και Φύσης από αυτήν που δημιουργούν τα συστήματα της οικονομίας της αγοράς ή του σοσιαλιστικού κρατισμού. Εάν θεωρήσουμε την δημοκρατία ως μια διαδικασία κοινωνικής αυτοθέσμισης, όπου δεν υπάρχει κανένας θεϊκά ή «αντικειμενικά» καθοριζόμενος κώδικας ανθρώπινης συμπεριφοράς, τέτοιες εγγυήσεις αποκλείονται εξ ορισμού. Επομένως, η αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο Περιεκτικής Δημοκρατίας συνιστά μόνο την αναγκαία συνθήκη για μια αρμονική σχέση μεταξύ του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο οικολογικής συνείδησης των πολιτών. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσε κανείς εύλογα να περιμένει ότι η ριζοσπαστική αλλαγή στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα που θα ακολουθήσει την θέσμιση μιας περιεκτικής δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τον αποφασιστικό ρόλο που θα παίζει η παιδεία σε ένα φιλικό προς το περιβάλλον θεσμικό πλαίσιο, θα οδηγήσουν σε μια ριζική αλλαγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς προς την Φύση.

Με άλλα λόγια, μια δημοκρατική οικολογική προοπτική δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις θεσμικές προϋποθέσεις που προσφέρουν τις μεγαλύτερες ελπίδες για μια καλύτερη σχέση του ανθρώπου με την Φύση. Εντούτοις, υπάρχουν ισχυροί λόγοι να πιστεύουμε ότι η σχέση μεταξύ της περιεκτικής δημοκρατίας και της Φύσης θα είναι πολύ πιο αρμονική από την σχέση που θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί στην οικονομία της αγοράς, ή στον σοσιαλιστικό κρατισμό. Οι παράγοντες που υποστηρίζουν την αντίληψη αυτή αναφέρονται και στα τρία στοιχεία μιας περιεκτικής δημοκρατίας: το πολιτικό, το οικονομικό και το κοινωνικό.

Στο πολιτικό επίπεδο, έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η δημιουργία ενός δημόσιου χώρου θα συμβάλει σημαντικά, από μόνη της, στο να γίνει ο υλισμός λιγότερο ελκυστικός. Κι αυτό διότι ο δημόσιος χώρος θα δώσει ένα νέο νόημα στην ζωή που θα γεμίσει το υπαρξιακό κενό που δημιουργεί η σημερινή καταναλωτική κοινωνία.

Ακόμη, στο οικονομικό επίπεδο, δεν είναι τυχαίο ότι, ιστορικά, η διαδικασία μαζικής καταστροφής του περιβάλλοντος συμπίπτει με την διαδικασία αγοραιοποίησης της οικονομίας. Με άλλα λόγια, η ανάδυση της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης είχε κρίσιμες συνέπειες για την σχέση κοινωνίας και Φύσης και οδήγησε στην επικράτηση της ιδεολογίας ανάπτυξης ως του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Έτσι, έγινε κυρίαρχη μια «εργαλειακή» αντίληψη της Φύσης, στην οποία η Φύση εθεωρείτο ως ένα εργαλείο για την ανάπτυξη, σε μια διαδικασία απεριόριστης συγκέντρωσης δύναμης. Εάν υποθέσουμε ότι, σήμερα, μόνο μια συνομοσπονδιακή κοινωνία θα μπορούσε να εξασφαλίσει την περιεκτική δημοκρατία, είναι εύλογο να υποθέσουμε περαιτέρω ότι όταν η οικονομία της αγοράς αντικατασταθεί από μια συνομοσπονδιακή οικονομική δημοκρατία, η δυναμική ανάπτυξη-ή-θάνατος της πρώτης θα αντικατασταθεί από την νέα κοινωνική δυναμική της δεύτερης: μια δυναμική που θα στοχεύει στην ικανοποίηση των κοινοτικών αναγκών και όχι στην ανάπτυξη καθ’ εαυτή. Εάν η ικανοποίηση των κοινοτικών αναγκών δεν εξαρτάται, όπως σήμερα, από την συνεχή επέκταση της παραγωγής για να καλυφθούν οι «ανάγκες» που δημιουργεί η αγορά και, εάν αποκατασταθεί ο δεσμός μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η σημερινή εργαλειακή αντίληψη της Φύσης θα συνεχίσει να καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Τέλος, θα μπορούσαμε, επίσης εύλογα, να περιμένουμε ότι η δημοκρατία στο γενικότερο κοινωνικό πεδίο θα είναι φιλική προς το περιβάλλον. Η εξάλειψη των πατριαρχικών σχέσεων στο νοικοκυριό και των ιεραρχικών σχέσεων γενικά θα δημιουργούσε ένα νέο αντί-κυριαρχικό ήθος που θα επεκτεινόταν από την κοινωνία στην Φύση. Με άλλα λόγια, η δημιουργία δημοκρατικών συνθηκών στο κοινωνικό πεδίο θα ήταν ένα αποτελεσματικό βήμα στην δημιουργία των επαρκών συνθηκών για μια αρμονική σχέση Φύσης-κοινωνίας.

Αλλά, πέρα από τους παραπάνω πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, θα πρέπει επίσης να αναφερθεί εδώ και ένας οικολογικός παράγοντας που συνηγορεί σθεναρά υπέρ της αρμονικής σχέσης δημοκρατίας-Φύσης: είναι εύλογο ότι ο «τοπικιστικός» χαρακτήρας μιας συνομοσπονδιακής κοινωνίας θα ενισχύσει τον φιλικό προς το περιβάλλον χαρακτήρα της. Επιπλέον, είναι λογικό να υποθέσουμε και η εμπειρία σχετικά με την αξιοσημείωτη επιτυχία τοπικών κοινοτήτων στην διαφύλαξη του περιβάλλοντος υποστηρίζει την υπόθεση αυτή[27] ότι, όταν οι άνθρωποι στηρίζονται άμεσα στο φυσικό τους περιβάλλον για να επιβιώσουν, αναπτύσσουν μια στενή σχέση με αυτό, η οποία αναγκαστικά επηρεάζει θετικά την συμπεριφορά τους προς αυτό. Εντούτοις, η προϋπόθεση για να είναι επιτυχής ο τοπικός έλεγχος του περιβάλλοντος είναι ότι η κοινότητα βασίζεται στο φυσικό περιβάλλον για την μακροπρόθεσμη επιβίωσή της και ότι κατά συνέπεια έχει άμεσο συμφέρον να το προστατέψει ένας ακόμα λόγος για τον οποίο μια οικολογική κοινωνία είναι αδύνατη χωρίς την οικονομική δημοκρατία.

Οι λαοί του κόσμου έχουν, επομένως, κάθε λόγο σήμερα, προτού η οικονομική κρίση και η παράλληλη οικολογική κρίση καταστρέψουν την ποιότητα ζωής των περισσοτέρων ανθρώπων στον πλανήτη, να αρχίσουν την οικοδόμηση ενός κινήματος ΠΔ και να πάρουν μέτρα, έτσι ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν στην αντικατάσταση του παρόντος συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς από μια οικονομική δημοκρατία ―ως μέρος μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας― και να υπερβούν την παρούσα πολυδιάστατη κρίση.

3. Η ανάγκη για ένα νέο αντισυστημικό κίνημα και η μετάβαση στη νέα κοινωνία

Τι είδους κίνημα; Ποιο απελευθερωτικό υποκείμενο;

Σήμερα, αντιμετωπίζουμε το τέλος των «παραδοσιακών» αντισυστημικών κινημάτων. Το ζήτημα δεν είναι πλέον να αμφισβητούμε την μία ή την άλλη μορφή εξουσίας, αλλά να αμφισβητήσουμε την ίδια την εξουσία, με την έννοια της ανισοκατανομής της, πράγμα που συνιστά την βάση της ετερονομίας. Αντίθετα, τα «παραδοσιακά» αντισυστημικά κινήματα αμφισβητούσαν την ανισοκατανομή της μιας ή της άλλης μορφής εξουσίας που την ανήγαγαν ως την βάση όλων των άλλων μορφών εξουσίας: οι σοσιαλιστές κρατιστές κυρίως την οικονομική εξουσία, οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές κυρίως την πολιτική εξουσία, οι φεμινίστριες την κοινωνική εξουσία, κ.λπ. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι να αμφισβητηθούν οι ίδιες οι εξουσιαστικές σχέσεις και δομές.

Η κατάρρευση αυτή των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων δημιουργεί από μόνη της την ανάγκη ενός αντισυστημικού κινήματος νέου τύπου. Ένας δεύτερος λόγος, που σχετίζεται με τον πρώτο και, επίσης, επιβεβαιώνει την ανάγκη ενός τέτοιου κινήματος, είναι το γεγονός ότι, σήμερα, δεν αντιμετωπίζουμε απλά το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων αλλά και το τέλος των παραδοσιακών μαρξιστικών ταξικών διαχωρισμών. Ωστόσο, το γεγονός ότι σήμερα αντιμετωπίζουμε το τέλος των παραδοσιακών ταξικών συγκρούσεων δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια «σύστημα», ή, ακόμη περισσότερο, «ταξικοί διαχωρισμοί». Εκείνο που σημαίνει είναι ότι, σήμερα, αντιμετωπίζουμε νέους «ταξικούς διαχωρισμούς.[28] Παρόλο όμως που δεν έχει πια νόημα να μιλάμε για μονολιθικούς ταξικούς διαχωρισμούς, αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα οι κοινωνικές ομάδες που ανήκουν στο απελευθερωτικό υποκείμενο ―όπως αυτό ορίζεται παρακάτω― να ενωθούν ενάντια όχι απλώς στις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες αλλά στο ίδιο το ιεραρχικό θεσμικό πλαίσιο και σε όσους το υποστηρίζουν. Αυτό θα συμβεί όταν οι ομάδες αυτές αναπτύξουν μια κοινή συνειδητοποίηση γύρω από τις αξίες και τους θεσμούς που δημιουργούν και αναπαράγουν τις δομές ανισοκατανομής εξουσίας. Το ενοποιητικό στοιχείο που θα μπορούσε να συνενώσει τα μέλη των υποτελών κοινωνικών ομάδων γύρω από ένα απελευθερωτικό πρόταγμα, όπως το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, είναι ο αποκλεισμός τους από τις διάφορες μορφές εξουσίας ―ένας αποκλεισμός ο οποίος θεμελιώνεται στην άνιση κατανομή εξουσίας που δημιουργούν οι σημερινοί θεσμοί και οι συνακόλουθες αξίες. Αυτό μας φέρνει στο κρίσιμο ερώτημα, το οποίο αντιμετωπίζει κάθε μεταβατική στρατηγική, για την «ταυτότητα» του απελευθερωτικού υποκειμένου, ή όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, το ερώτημα για το «επαναστατικό υποκείμενο».

Όλες οι αντισυστημικές στρατηγικές του παρελθόντος βασίζονταν στην υπόθεση ότι το επαναστατικό υποκείμενο ταυτίζεται με το προλεταριάτο, παρόλο που από τον προηγούμενο αιώνα έχουν προταθεί διάφορες παραλλαγές αυτής της προσέγγισης, ώστε να συμπεριληφθούν στο επαναστατικό υποκείμενο αγρότες[29] και αργότερα φοιτητές.[30] Ωστόσο, οι «συστημικές αλλαγές» που σηματοδότησαν την μετατόπιση από την κρατικιστική νεωτερικότητα στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα και οι σχετικές αλλαγές στην ταξική δομή, καθώς και η παράλληλη ιδεολογική κρίση,[31] σήμαναν, όπως ανέφερα παραπάνω, το τέλος των παραδοσιακών ταξικών διαχωρισμών όχι όμως και των ίδιων των ταξικών διαχωρισμών όπως ισχυρίζονται οι σοσιαλφιλελεύθεροι.[32] Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι στην ριζοσπαστική Αριστερά, παρά τις φανερές συστημικές αλλαγές, επιμένουν να αναπαράγουν τον μύθο της επαναστατικής εργατικής τάξης, επανορίζοντάς την, συνήθως, με ταυτολογικούς τρόπους.[33] Ταυτόχρονα, συγγραφείς της ελευθεριακής Αριστεράς, όπως ο Bookchin[34] και ο Καστοριάδης[35] υιοθέτησαν θέσεις σύμφωνα με τις οποίες, για να ορίσουμε το απελευθερωτικό υποκείμενο, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε «αντικειμενικό κριτήριο» και να υποθέσουμε, αντίθετα, ότι το σύνολο του πληθυσμού («ο λαός») είναι απλά είτε ανοιχτό, είτε κλειστό σε μια επαναστατική προοπτική. Τέλος, οι μεταμοντέρνοι αντικαθιστούν τον ταξικό διαχωρισμό με τις διαφορές ταυτότητας και το «πολιτικό σύστημα» με τα επιμέρους στοιχεία του και διαχωρισμούς. Αυτό έχει μοιραία οδηγήσει σε μια κατάσταση, όπου δεν αναγνωρίζεται η συστημική ενότητα του καπιταλισμού, ή ακόμη και η ίδια η ύπαρξή του ως κοινωνικό σύστημα, με συνέπεια ότι «αντί για τις οικουμενικές φιλοδοξίες του σοσιαλισμού και τους ενοποιητικούς αγώνες κατά της ταξικής εκμετάλλευσης, τώρα έχουμε μια ποικιλία, ουσιαστικά αποσπασματικών, αγώνων μερικού χαρακτήρα που καταλήγουν στην υποταγή στον καπιταλισμό».[36]

Σύμφωνα με την προβληματική της Περιεκτικής Δημοκρατίας, εκείνο που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένα νέο «παράδειγμα», το οποίο αναγνωρίζει μεν τις διαφορετικές ταυτότητες των κοινωνικών ομάδων που συνιστούν τις διάφορες επιμέρους ολότητες (γυναίκες, εθνικές μειονότητες κ.λπ.), αλλά ταυτόχρονα τονίζει την ύπαρξη της ολότητας του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, το οποίο διασφαλίζει την συγκέντρωση της δύναμης/εξουσίας στα χέρια των διαφόρων ελίτ και των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων μέσα στην κοινωνία ως σύνολο. Ένα τέτοιο «παράδειγμα» είναι το «παράδειγμα» της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το οποίο ανταποκρίνεται στην σημερινή πολλαπλότητα των κοινωνικών σχέσεων (φύλου, εθνικότητας, φυλής κ.ο.κ.), με πολυσύνθετες έννοιες περί της ισοκατανομής όλων των μορφών εξουσίας, που αναγνωρίζουν τις διαφορετικές ανάγκες και εμπειρίες των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, το κύριο πρόβλημα ενός απελευθερωτικού κινήματος, σήμερα, είναι το πώς μπορούν οι κοινωνικές ομάδες, που, εν δυνάμει, αποτελούν την βάση ενός νέου απελευθερωτικού υποκειμένου, να ενωθούν από μια κοινή κοσμοθεωρία, ένα κοινό «παράδειγμα», το οποίο θα βλέπει την υπέρτατη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης στις σημερινές δομές, οι οποίες διασφαλίζουν την συγκέντρωση της δύναμης/εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, καθώς και τα συνακόλουθα συστήματα αξιών. Σύμφωνα με αυτήν την προβληματική, με δεδομένη την πολυδιάστατη αντίληψη του προτάγματος για μια Περιεκτική Δημοκρατία, ένα νέο κίνημα με στόχο την Περιεκτική Δημοκρατία απευθύνεται σε όλα σχεδόν τα τμήματα της κοινωνίας, εκτός, βέβαια, από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, δηλαδή τις άρχουσες ελίτ και την υπερτάξη.

 

Έτσι, συνοψίζοντας, είναι απαραίτητο η νέα πολιτική οργάνωση να θεμελιώνεται στην ευρύτερη δυνατή πολιτική βάση. Κατά την γνώμη μου, αυτό σημαίνει ένα ευρύ φάσμα από ριζοσπαστικοποιημένους πολίτες, που περιλαμβάνει ακτιβιστές κατά της παγκοσμιοποίησης, ριζοσπάστες οικολόγους, υποστηρικτές του προτάγματος της αυτονομίας, ελευθεριακούς σοσιαλιστές, ριζοσπάστες φεμινιστές/φεμινίστριες, ελευθεριακούς αριστερούς και κάθε άλλον ακτιβιστή που υιοθετεί το δημοκρατικό πρόταγμα για συστημική αλλαγή. Και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά ενός τέτοιου κινήματος από παρόμοια κινήματα, όπως αυτό γύρω από το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και τα κατά τόπους Κοινωνικά Φόρα, τα οποία, μη έχοντας σαφή στόχο την συστημική αλλαγή, καταλήγουν στον ουτοπικό ρεφορμισμό. Δεδομένου ότι το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας απευθύνεται στην μεγάλη πλειοψηφία του λαού θα μπορούσε να έχει απήχηση σε όλους αυτούς τους ριζοσπάστες ακτιβιστές.

 

Με βάση επομένως την παραπάνω συλλογιστική, οι ακόλουθες κοινωνικές ομάδες θα μπορούσαν δυνητικά να αποτελέσουν την βάση ενός νέου «απελευθερωτικού υποκειμένου» για συστημική αλλαγή:

  • τα θύματα του συστήματος της οικονομίας της αγοράς στην σημερινή διεθνοποιημένη της μορφή, δηλαδή οι άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι, οι αγρότες υπό εξαφάνιση, οι περιστασιακά εργαζόμενοι κ.ά. Ο αριθμός των θυμάτων αυτών έχει αυξηθεί γεωμετρικά με την σημερινή βαθιά παγκόσμια κρίση που είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια.

  • εκείνοι οι πολίτες, ιδιαίτερα στα «μεσαία στρώματα», που έχουν αποξενωθεί από αυτό που περνά σήμερα ως «πολιτική», δηλαδή την κρατική διαχείριση, και διεκδικούν ήδη το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού μέσω των διαφόρων τοπικών ομάδων,

  • οι εργάτες, υπάλληλοι κ.ά. που είναι θύματα εκμετάλλευσης και αποξένωσης από τις ιεραρχικές δομές στους τόπους εργασίας,

  • οι γυναίκες που αποξενώνονται από τις ιεραρχικές δομές τόσο στο σπίτι όσο και στους τόπους εργασίας, και επιζητούν μια εκδημοκρατισμένη οικογένεια που θα βασίζεται στην ισότητα, τον αμοιβαίο σεβασμό, την αυτονομία, την κοινή λήψη αποφάσεων και ανάληψη ευθυνών, την συναισθηματική και σεξουαλική ισότητα,

  • οι εθνοτικές ή φυλετικές μειοψηφίες, οι οποίες αποξενώνονται από την σημερινή «κρατικιστική» δημοκρατία που διαχωρίζει τον πληθυσμό σε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας,

  • όλοι εκείνοι που ανησυχούν από την καταστροφή του περιβάλλοντος και την επιταχυνόμενη χειροτέρευση της ποιότητας ζωής, οι οποίοι επί του παρόντος είναι οργανωμένοι σε ρεφορμιστικά οικολογικά κινήματα, περιθωριοποιημένες οικοκομμούνες κ.λπ..

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετές από αυτές τις ομάδες μπορεί να θεωρούν αυτήν την στιγμή ότι οι στόχοι τους συγκρούονται με εκείνους άλλων ομάδων (μεσαία στρώματα σε σχέση με τις ομάδες των θυμάτων της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς κ.ο.κ.). Ωστόσο, όπως ανέφερα παραπάνω, το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας προσφέρει ένα κοινό παράδειγμα για όλα τα θύματα του σημερινού συστήματος, το οποίο συνίσταται σε μια ανάλυση για τα αίτια της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (που τα ανάγει στις σημερινές δομές οι οποίες διασφαλίζουν την ανισοκατανομή της δύναμης και τις αντίστοιχες αξίες), καθώς και σε συγκεκριμένες προτάσεις για τους στόχους και τα μέσα που θα μας οδηγούσαν σε μια εναλλακτική κοινωνία. Επομένως, ο αγώνας για την οικοδόμηση ενός κινήματος (που σήμερα νοείται μόνο διεθνοποιημένο), το οποίο θα εμπνέεται από το παράδειγμα αυτό, είναι επείγων καθώς και επιτακτικός. Έτσι μόνο θα μπορέσουν οι διάφορες κοινωνικές ομάδες, που διαμορφώνουν το νέο απελευθερωτικό υποκείμενο, να λειτουργήσουν ως καταλύτης για μια νέα κοινωνία, η οποία θα επανενσωματώσει στην κοινωνία την πολιτεία, την οικονομία και την Φύση.

Αυτό που σήμερα περνά για πολιτική είναι καταδικασμένο, καθώς η επιταχυνόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς συνοδεύεται από την συνεχή παρακμή της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Η αδυναμία του κράτους να ελέγξει αποτελεσματικά τις δυνάμεις της αγοράς για να αντιμετωπίσει τα θεμελιακά προβλήματα της μαζικής ανεργίας, φτώχειας, αυξανόμενης συγκέντρωσης του εισοδήματος και του πλούτου, καθώς και η συνεχιζόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος έχουν οδηγήσει σε μαζική πολιτική απάθεια και κυνισμό, ιδιαίτερα μεταξύ της υποτάξης και των περιθωριοποιημένων. Ως αποτέλεσμα, σήμερα όλα τα κόμματα συναγωνίζονται για την ψήφο της μεσαίας τάξης, η οποία είναι η τάξη που ουσιαστικά καθορίζει την πολιτική διαδικασία. Ταυτόχρονα, τα ουτοπικά οράματα ορισμένων τμημάτων της «Αριστεράς» για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας των πολιτών, είναι επίσης καταδικασμένα. Όπως ανέφερα και παραπάνω, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ακολουθείται αναπόφευκτα από την διεθνοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Με άλλα λόγια, ο ανταγωνισμός επιβάλλει τα στάνταρ του ελάχιστου κοινού παρανομαστή όσον αφορά τους κοινωνικούς και οικολογικούς ελέγχους στις αγορές. Επομένως, η μορφή της κοινωνίας των πολιτών που θα επικρατήσει τελικά είναι εκείνη που είναι περισσότερο συμβατή με τον βαθμό διεθνοποίησης που χαρακτηρίζει τα πιο ανταγωνιστικά τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας.

Είναι επομένως φανερό ότι χρειαζόμαστε έναν νέο τύπο πολιτικής που θα περιλαμβάνει την δημιουργία τοπικών περιεκτικών δημοκρατιών, δηλαδή την δημιουργία ενός νέου δημόσιου χώρου ο οποίος θα εμπλέκει τους πολίτες:

  • ως πολίτες που θα παίρνουν αποφάσεις, μέσα από τις δημοτικές συνελεύσεις, στα σημαντικά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα,
  • ως εργάτες που θα παίρνουν αποφάσεις, μέσα από τις συνελεύσεις στους τόπους εργασίας, για την διεύθυνση των δημοτικών επιχειρήσεων,
  • ως φοιτητές, μαθητές κ.λπ., που θα παίρνουν αποφάσεις, μέσα από τις συνελεύσεις στους τόπους εκπαίδευσης, για την διεύθυνση των πανεπιστημίων και των σχολείων κ.λπ.

Αυτό το νέο είδος Πολιτικής απαιτεί έναν νέο τύπο πολιτικής οργάνωσης που θα παίξει τον ρόλο του καταλύτη για την ανάδυσή της. Ποια είναι, λοιπόν, η μορφή που πρέπει να πάρει αυτή η νέα πολιτική οργάνωση και πώς μπορούμε να την δημιουργήσουμε; Είναι σαφές ότι ο νέος τύπος πολιτικής οργάνωσης πρέπει να αντανακλά την επιθυμητή δομή της κοινωνίας. Η πολιτική οργάνωση δεν μπορεί βέβαια να είναι το συνηθισμένο πολιτικό κόμμα, αλλά μια μορφή «δημοκρατίας εν δράσει», η οποία θα αναλάβει διάφορες μορφές παρέμβασης στο τοπικό επίπεδο, πάντοτε ως μέρος ενός περιεκτικού προγράμματος για κοινωνικό μετασχηματισμό, με στόχο την τελική αλλαγή κάθε τοπικής εξουσίας σε μια Περιεκτική Δημοκρατία. Οι μορφές αυτές παρέμβασης θα πρέπει να επεκταθούν σε κάθε τμήμα του δημόσιου χώρου εν ευρεία έννοια που ορίσαμε παραπάνω και θα έπρεπε να περιλαμβάνουν:

  • στο πολιτικό επίπεδο, την δημιουργία «σκιωδών» πολιτικών θεσμών που βασίζονται στην άμεση δημοκρατία (συνελεύσεις γειτονιάς, κ.λπ.), καθώς και διάφορες μορφές άμεσης δράσης (πορείες, συλλαλητήρια, καταλήψεις και πολιτική ανυπακοή), ενάντια στους υπάρχοντες πολιτικούς θεσμούς και τις δραστηριότητές τους·
  • στο οικονομικό επίπεδο, την εγκαθίδρυση ενός «δημοτικού» οικονομικού τομέα (δηλαδή ενός τομέα που αποτελείται από δημοτικές μονάδες παραγωγής και διανομής ―δημοτικές επιχειρήσεις― οι οποίες ανήκουν και ελέγχονται συλλογικά από τους πολίτες, την δημοτική πρόνοια κ.λπ.), καθώς και διάφορες μορφές άμεσης δράσης (απεργίες, καταλήψεις κ.λπ.), ενάντια στους υπάρχοντες οικονομικούς θεσμούς και τις δραστηριότητές τους·
  • στο κοινωνικό επίπεδο, την δημιουργία θεσμών αυτοδιαχείρισης στους τόπους εργασίας, στους τόπους εκπαίδευσης κ.λπ., καθώς και συμμετοχή στους αγώνες για εργατική δημοκρατία, δημοκρατία στα νοικοκυριά, δημοκρατία στους εκπαιδευτικούς θεσμούς κ.ο.κ.·
  • στο οικολογικό επίπεδο, την εγκατάσταση οικολογικά βιώσιμων μονάδων παραγωγής και κατανάλωσης, καθώς και μορφές άμεσης δράσης κατά της καταστροφής της φύσης από τις επιχειρήσεις·
  • στο πολιτιστικό επίπεδο, ενέργειες με στόχο την δημιουργία μορφών καλλιτεχνικής δραστηριότητας που θα ελέγχονται από την κοινότητα (στην θέση των σημερινών ελεγχόμενων από τις ελίτ καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων), και την δημιουργία εναλλακτικών ΜΜΕ και μέσων ενημέρωσης που θα βοηθούσαν την ανάδειξη εκείνου του συστήματος αξιών που είναι συνεπές με την Περιεκτική Δημοκρατία να γίνει το ηγεμονικό κοινωνικό παράδειγμα.

Μια Νέα Διεθνής Τάξη, που θα στηρίζεται στην Περιεκτική Δημοκρατία, είναι μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει την οικονομία, την πολιτεία και την Φύση στην κοινωνία, μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει τις αναγκαίες συνθήκες για την ισοκατανομή όλων των μορφών εξουσίας. Το εναλλακτικό σενάριο είναι οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις, όπως η σημερινή, που κατά πάσα πιθανότητα θα γίνονται και κάθε φορά βαθύτερες, εφόσον όσο εντείνεται η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς τόσο μεγαλύτερο θα είναι το φάσμα των χωρών και των κοινωνικών στρωμάτων που θα εμπλέκονται άμεσα σε αυτές τις κρίσεις. Οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις θα έχουν αναπόφευκτη συνέπεια την παραπέρα διόγκωση της ανισότητας, της φτώχειας, της ανεργίας, και της εργασιακής ανασφάλειας καθώς και την επιδείνωση της οικολογικής κρίσης, ενώ η ημι-ολοκληρωτική «δημοκρατία» θα παίρνει όλο και εντονότερα τα χαρακτηριστικά της ολοκληρωτικής, ώστε να διασφαλίζεται ο απαραίτητος έλεγχος των πληθυσμών.

Συμπερασματικά, αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι το όραμα μιας εναλλακτικής κοινωνίας που, σήμερα, μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού λείπει πραγματικά αλλά, επίσης, μια στρατηγική που θα μας οδηγήσει σε μια κοινωνία ισοκατανομής δύναμης σε όλα τα επίπεδα, η οποία διαφέρει ριζικά από τις μεταβατικές στρατηγικές της παραδοσιακής Αριστεράς.[37] Έτσι, η στρατηγική της Περιεκτικής Δημοκρατίας συνεπάγεται το κτίσιμο ενός μαζικού προγραμματικού πολιτικού κινήματος, όπως το παλιό σοσιαλιστικό κίνημα, με τον σαφή καθολικό στόχο της αλλαγής της κοινωνίας μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, ξεκινώντας εδώ και τώρα. Επομένως, ένα τέτοιο κίνημα πρέπει ρητά να στοχεύει σε μια συστημική αλλαγή, καθώς και σε μια παράλληλη αλλαγή στα συστήματα αξιών μας. Η στρατηγική αυτή συνεπάγεται την σταδιακή εμπλοκή ολοένα και περισσότερων ανθρώπων σε ένα νέο είδος πολιτικής και την παράλληλη μετατόπιση οικονομικών πόρων (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς προς τον νέο δημοτικοποιημένο τομέα. Ο στόχος μιας τέτοιας στρατηγικής θα πρέπει να είναι η δημιουργία νέων θεσμών και συναφών αλλαγών στις αξίες που, μετά από μια περίοδο έντασης μεταξύ των νέων θεσμών και του κράτους, θα οδηγήσουν τελικά στην αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και του κοινωνικού παραδείγματος που τις «νομιμοποιεί» με μια περιεκτική δημοκρατία και ένα νέο δημοκρατικό παράδειγμα αντίστοιχα.

Πως δημιουργείται μια νέα ηγεμονική δημοκρατική κουλτούρα;

Το σκεπτικό πίσω από την στρατηγική αυτή είναι ότι, με δεδομένο ότι η συστημική αλλαγή απαιτεί μια ρήξη με το παρελθόν που επεκτείνεται τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κουλτούρας, μια τέτοια ρήξη είναι δυνατή μόνο μέσω της ανάπτυξης μιας νέας πολιτικής οργάνωσης και ενός νέου περιεκτικού πολιτικού προγράμματος για συστημική αλλαγή, το οποίο θα δημιουργήσει μία ξεκάθαρα αντισυστημική συνειδητοποίηση σε μαζική κλίμακα.. Όμως, η δημιουργία μιας νέας κουλτούρας ―η οποία θα πρέπει να έχει γίνει ηγεμονική πριν να γίνει η μετάβαση σε μία Περιεκτική Δημοκρατία― είναι δυνατή μόνο μέσω της παράλληλης οικοδόμησης νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Με άλλα λόγια, μόνο μέσω της δράσης για την οικοδόμηση παρόμοιων θεσμών μπορεί να κτιστεί ένα μαζικό πολιτικό κίνημα με δημοκρατική συνειδητοποίηση. Μία τέτοια στρατηγική δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες για την μετάβαση: τόσο τις «υποκειμενικές», που αφορούν στην ανάπτυξη μιας νέας δημοκρατικής συνειδητοποίησης, όσο και τις «αντικειμενικές», που αφορούν στην δημιουργία των νέων θεσμών πάνω στους οποίους θα κτιστεί μια Περιεκτική Δημοκρατία. Ταυτόχρονα, η εγκαθίδρυση αυτών των νέων θεσμών θα βοηθήσει άμεσα τα θύματα της συγκέντρωσης δύναμης ―στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί το σημερινό θεσμικό πλαίσιο― και ειδικότερα τα θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τα προβλήματα που γεννά η συγκέντρωση αυτή γενικά και η σημερινή βαθιά κρίση ειδικότερα.

Έτσι, οι άνθρωποι που σήμερα αποξενώνονται από όλες τις μορφές εξουσίας, και ιδιαίτερα από την πολιτική και οικονομική εξουσία, θα είχαν κάθε λόγο να αναμιχθούν σε ένα τέτοιο κίνημα και να ψηφίσουν στις τοπικές εκλογές για την εγκαθίδρυση μιας «δημοκρατίας εν δράσει» στην περιοχή τους. Κι αυτό διότι θα γνωρίζουν ότι προβλήματα, όπως η ανεργία και η φτώχεια, θα μπορούσαν να λυθούν μέσω των θεσμών της Περιεκτικής Δημοκρατίας (δημοτικές επιχειρήσεις, δημοτική πρόνοια κ.λπ.). Θα γνωρίζουν, επίσης, ότι προβλήματα, όπως η μόλυνση του αέρα, του νερού, της τροφής μπορούν να λυθούν αποδοτικά και σε μαζική κοινωνική κλίμακα, αν οι πολίτες, στο πλαίσιο των θεσμών της Περιεκτικής Δημοκρατίας, άρχιζαν να παίρνουν τον έλεγχο της τοπικής εξουσίας, παρά στο πλαίσιο περιθωριακών πειραμάτων (κομούνες κ.λπ.) εκτός της κύριας πολιτικής και κοινωνικής αρένας. Θα γνωρίζουν, τέλος, ότι αν δεν αποκτήσουν την πολιτική εξουσία στο τοπικό επίπεδο και, στη συνέχεια, μέσω συνομοσπονδιών από τοπικές περιεκτικές δημοκρατίες στο περιφερειακό, δεν θα μπορέσουν ποτέ να ελέγξουν την ζωή τους. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι θα συμμετέχουν σε έναν αγώνα για την εγκαθίδρυση των θεσμών της Περιεκτικής Δημοκρατίας, όχι από κάποιο διακαή πόθο για μία αφηρημένη έννοια της δημοκρατίας, αλλά επειδή θα μπορούν μέσω της ίδιας τους της δράσης να διαπιστώσουν ότι η αιτία όλων των προβλημάτων τους (οικονομικών, κοινωνικών, οικολογικών) ήταν το γεγονός ότι η εξουσία είχε συγκεντρωθεί σε λίγα χέρια.

Ο βασικός στόχος, επομένως, μιας στρατηγικής για την Περιεκτική Δημοκρατία είναι η δημιουργία από τα κάτω «λαϊκών βάσεων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας», δηλαδή η εγκατάσταση τοπικών περιεκτικών δημοκρατιών που, σε μεταγενέστερο στάδιο, θα συνομοσπονδιοποιηθούν προκειμένου να δημιουργήσουν τις συνθήκες για την εγκαθίδρυση μιας συνομοσπονδιακής Περιεκτικής Δημοκρατίας. Επομένως, ένα κρίσιμο στοιχείο της στρατηγικής της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί της Περιεκτικής Δημοκρατίας αρχίζουν να εγκαθίστανται αμέσως μόλις ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη περιοχή έχει διαμορφώσει μια βάση «δημοκρατίας εν δράσει» ―κατά προτίμηση, αλλά όχι αποκλειστικά, στην μαζική κοινωνική κλίμακα η οποία διασφαλίζεται από την νίκη του προγράμματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας στις τοπικές εκλογές.

Αντίστοιχα, όσον αφορά στην «προεικόνιση» του μελλοντικού συστήματος, υπάρχουσες δραστηριότητες όπως τα Κοινοτικά Προγράμματα Οικονομικής Ανάπτυξης (Community Economic Development Projects), τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια και αγροκτήματα, οι στεγαστικοί συνεταιρισμοί, οι κοοπερατίβες, τα σχήματα LETS (σχήματα για την άμεση ανταλλαγή υπηρεσιών χωρίς την μεσολάβηση χρήματος), τα κινήματα αντίστασης στις γειτονιές κ.ο.κ., πρέπει επίσης να υποστηρίζονται ―προϋποτιθέμενου, όμως, ότι αποτελούν μέρος ενός προγραμματικού πολιτικού κινήματος με ξεκάθαρους στόχους, μέσα και στρατηγικές, όπως είναι το κίνημα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, ειδάλλως η τύχη των «μονοθεματικών κινημάτων» είναι προδιαγεγραμμένη: περιθωριοποίηση, είτε όταν το συγκεκριμένο αίτημα ικανοποιηθεί σε κάποιο βαθμό, είτε όταν πολλοί μετέχοντες σε αυτό σε κάποιο στάδιο απογοητευθούν για τη δυνατότητα σημαντικών αλλαγών.

Η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές αποτελεί όχι μόνο τον καλύτερο τρόπο για την μαζική δημοσιοποίηση του προγράμματος για μια Περιεκτική Δημοκρατία, αλλά και παρέχει την ευκαιρία να εγκαινιαστεί η άμεση υλοποίησή του σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Με άλλα λόγια, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δεν αποτελεί μόνο μια εκπαιδευτική άσκηση αλλά, επίσης, μια έκφραση της πεποίθησης ότι μόνο σε τοπικό επίπεδο μπορεί να θεμελιωθεί σήμερα η άμεση και οικονομική δημοκρατία, μολονότι, βέβαια, οι τοπικές περιεκτικές δημοκρατίες πρέπει να συνομοσπονδιοποιηθούν ώστε να διασφαλιστεί η μετάβαση σε μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία. Ακριβώς επειδή ο δήμος αποτελεί την θεμελιώδη κοινωνική και οικονομική μονάδα μιας μελλοντικής δημοκρατικής κοινωνίας, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το τοπικό επίπεδο για να αλλάξουμε την κοινωνία. Επομένως, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές αποτελεί σημαντικό μέρος της στρατηγικής για την κατάκτηση της εξουσίας, με στόχο την άμεση κατάλυσή της την επομένη των εκλογών, όταν οι δημοτικές συνελεύσεις θα αντικαταστήσουν τις τοπικές αρχές στην λήψη όλων των αποφάσεων. Επιπρόσθετα, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δίνει την ευκαιρία να ξεκινήσει η αλλαγή της κοινωνίας «από τα κάτω», κάτι που αποτελεί την μόνη δημοκρατική στρατηγική, σε αντίθεση με τις προσεγγίσεις των κρατιστών που στοχεύουν στην αλλαγή της κοινωνίας «από τα πάνω», μέσω της κατάληψης της κρατικής εξουσίας, και τις προσεγγίσεις της «κοινωνίας των πολιτών» που δεν σκοπεύουν καν σε συστημική αλλαγή.

 

Ωστόσο, ο κύριος στόχος της άμεσης δράσης, καθώς και της συμμετοχής στις τοπικές εκλογές, δεν είναι απλώς η κατάληψη της «εξουσίας» αλλά η ρήξη της διαδικασίας κοινωνικοποίησης και, επομένως, η δημιουργία μιας δημοκρατικής πλειοψηφίας «από τα κάτω», η οποία θα νομιμοποιήσει τις νέες δομές της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Με δεδομένο αυτόν τον στόχο, είναι φανερό ότι η συμμετοχή στις εθνικές εκλογές είναι ένα εντελώς ακατάλληλο μέσο για τον σκοπό αυτόν, δεδομένου ότι, ακόμα και αν το κίνημα για μια Περιεκτική Δημοκρατία κερδίσει τις εθνικές εκλογές, αυτό θα θέσει αναπόφευκτα σε κίνηση μια διαδικασία «επανάστασης από τα πάνω». Όμως, η ρήξη στην διαδικασία κοινωνικοποίησης μπορεί να είναι μόνο βαθμιαία και σε συνεχή αλληλεπίδραση με την σταδιακή υλοποίηση του προγράμματος για Περιεκτική Δημοκρατία, η οποία, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα πρέπει πάντοτε να ξεκινά στο τοπικό επίπεδο. Αντίθετα, η προσπάθεια υλοποίησης του νέου προτάγματος μέσω της κατάληψης της εξουσίας σε εθνικό επίπεδο δεν θα προσέφερε καμία δυνατότητα αλληλεπίδρασης μεταξύ θεωρίας και πράξης, καθώς και για την απαιτούμενη ομογενοποίηση της συνειδητοποίησης, όσον αφορά στην ανάγκη για συστημική αλλαγή.

 

Ένα μάθημα το οποίο μας δίδαξε η Ιστορία είναι ότι η βασική αιτία αποτυχίας των προηγούμενων, επαναστατικών ή ρεφορμιστικών, προσπαθειών με στόχο την συστημική αλλαγή ήταν ακριβώς η σημαντική ανομοιογένεια στο επίπεδο συνειδητοποίησης, με άλλα λόγια, το γεγονός ότι όλες οι επαναστάσεις στο παρελθόν έλαβαν χώρα σε ένα περιβάλλον όπου μόνο μία μειοψηφία του πληθυσμού είχε έλθει σε ρήξη με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Το γεγονός αυτό έδωσε την χρυσή ευκαιρία στις διάφορες ελίτ να στρέψουν το ένα τμήμα του λαού ενάντια στο άλλο (όπως για παράδειγμα στην Χιλή), ή οδήγησε στην ανάπτυξη αυταρχικών δομών για την προστασία της επανάστασης (για παράδειγμα η Γαλλική ή η Ρωσική Επανάσταση), ματαιώνοντας κάθε προσπάθεια για την δημιουργία των δομών ισοκατανομής της δύναμης/εξουσίας. Όμως, για να επιτύχει πραγματικά μια επανάσταση απαιτείται ρήξη με το παρελθόν τόσο στο υποκειμενικό επίπεδο συνειδητοποίησης, όσο και στο θεσμικό επίπεδο.

Αντίθετα, όταν γινόταν στο παρελθόν μια επανάσταση «από τα πάνω», τότε αυτή είχε μεν πολλές πιθανότητες να πετύχει τον πρώτο της στόχο, την κατάλυση, δηλαδή, της κρατικής εξουσίας και την εγκατάσταση της δικής της, αλλά, ακριβώς, επειδή ήταν μια επανάσταση από τα πάνω, με τις δικές της ιεραρχικές δομές κ.λπ., δεν είχε καμία δυνατότητα να αλλάξει το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα παρά μόνο τυπικά, δηλαδή στο επίπεδο της επίσημης (υποχρεωτικής) ιδεολογίας. Από την άλλη πλευρά, όταν γινόταν στο παρελθόν μια επανάσταση «από τα κάτω» ―μολονότι η επανάσταση αυτή ήταν πάντοτε η σωστή προσέγγιση για την δημοκρατική μεταστροφή των ανθρώπων προς ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα― υπέφερε πάντα από το γεγονός ότι η ανομοιογενής ανάπτυξη της συνειδητοποίησης μεταξύ του πληθυσμού δεν επέτρεπε στους επαναστάτες να πετύχουν ακόμη και τον πρώτο τους στόχο, αυτόν της κατάλυσης της κρατικής εξουσίας. Επομένως, το μεγαλύτερο πρόβλημα σχετικά με την συστημική αλλαγή ήταν πάντα το πώς θα μπορούσε να επέλθει από τα κάτω μεν, αλλά από την πλειοψηφία του πληθυσμού, έτσι ώστε να κάνει δυνατή μία δημοκρατική κατάλυση των εξουσιαστικών δομών. Η στρατηγική της Περιεκτικής Δημοκρατίας προσδοκά να προσφέρει μία λύση σε αυτό ακριβώς το πρόβλημα.

Έτσι, από την στιγμή που οι θεσμοί της Περιεκτικής Δημοκρατίας αρχίσουν να εγκαθίστανται και οι άνθρωποι για πρώτη φορά στην ζωή τους αρχίσουν να αποκτούν πραγματική δύναμη στον καθορισμό της μοίρας τους, τότε η σταδιακή διάβρωση του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος και του σημερινού θεσμικού πλαισίου θα έχει τεθεί σε κίνηση. Θα έχει δημιουργηθεί μια νέα λαϊκή βάση. Ο ένας δήμος μετά τον άλλο, η μία πόλη μετά την άλλη και η μία περιφέρεια μετά την άλλη ουσιαστικά θα αποσπώνται από τον έλεγχο της οικονομίας της αγοράς και τις κρατικιστικές μορφές οργάνωσης (εθνικές και υπερεθνικές), αντικαθιστώντας τις πολιτικές και οικονομικές τους δομές με τις συνομοσπονδίες των δήμων. Ένα εναλλακτικό κοινωνικό παράδειγμα θα γίνει ηγεμονικό και η ρήξη στην διαδικασία κοινωνικοποίησης –η προϋπόθεση για την αλλαγή της κοινωνικής θέσμισης– θα ακολουθήσει. Μια δυαδική «εξουσία» σε ένταση με τις κρατικιστικές μορφές οργάνωσης θα έχει δημιουργηθεί, η οποία τελικά μπορεί να οδηγήσει, ή όχι, σε μια σύγκρουση με τις άρχουσες ελίτ, ανάλογα με τον συσχετισμό δυνάμεων που θα έχει διαμορφωθεί μέχρι τότε. Είναι φανερό, επομένως, ότι όσο μεγαλύτερη θα ήταν η επιρροή των νέων θεσμών στους πολίτες, τόσο μικρότερη θα ήταν και η πιθανότητα οι άρχουσες ελίτ να προσφύγουν στην βία για να αποκαταστήσουν την εξουσία του κράτους και τους θεσμούς της οικονομίας της αγοράς, πάνω στους οποίους στηρίζεται η εξουσία τους.

Μεταβατικοί πολιτικοί θεσμοί

Όσον αφορά στις προτάσεις για εναλλακτικούς πολιτικούς θεσμούς, οι ομάδες/οργάνωση της Περιεκτικής Δημοκρατίας πρέπει, ακόμα και πριν την κατάληψη της εξουσίας και την εγκαθίδρυση ενός δήμου στην περιοχή τους, αλλά αφού έχει γίνει ευρέως γνωστή σε τοπικό επίπεδο (κάτι που προϋποθέτει ότι θα έχει ήδη ξεκινήσει η διαδικασία συμμετοχής στις τοπικές εκλογές), να αναλαμβάνει διάφορες πρωτοβουλίες για την εγκαθίδρυση μιας πολιτικής (άμεσης) δημοκρατίας. Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι:

  • η οργάνωση δημοτικών συνελεύσεων, όπου θα συζητούνται σημαντικά τοπικά ζητήματα. Στις μεγάλες πόλεις οι συνελεύσεις αυτές μπορούν να πάρουν την μορφή συνελεύσεων γειτονιάς που θα συνομοσπονδιοποιούνται και θα σχηματίζουν την «συνομοσπονδιακή συνέλευση της πόλης», την οποία θα απαρτίζουν οι εντολοδόχοι των συνελεύσεων γειτονιάς. Η συνομοσπονδιακή συνέλευση θα φέρνει απλώς εις πέρας τις αποφάσεις των συνελεύσεων γειτονιάς και θα λαμβάνει συμπληρωματικές αποφάσεις για την υλοποίηση των αποφάσεων αυτών. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να καθιερωθεί η θεμελιώδης αρχή ότι, στην πραγματικότητα, οι δημοτικές συνελεύσεις είναι εκείνες που λαμβάνουν τις αποφάσεις και ότι στις συνομοσπονδιακές συνελεύσεις οι εντολοδόχοι που τις απαρτίζουν δεν «αντιπροσωπεύουν» τους πολίτες ούτε διαμορφώνουν πολιτικές «εξ ονόματός τους». Οι εντολοδόχοι στις συνομοσπονδιακές συνελεύσεις της πόλης μπορεί να εκλέγονται εκ περιτροπής αλλά θα πρέπει να είναι άμεσα ανακλητοί από τις συνελεύσεις γειτονιάς μέσω των δημοκρατικών διαδικασιών που εκείνες θα έχουν καθιερώσει. Σε αυτό το στάδιο, οι ομάδες/οργάνωση Περιεκτικής Δημοκρατίας θα μπορούσαν επίσης να απαιτήσουν την επίσημη αναγνώριση των συνελεύσεων γειτονιάς από το δημοτικό συμβούλιο, καθώς και την παραχώρηση συγκεκριμένων εξουσιών σε αυτές

  • η εκλογή ενός «σκιώδους δημοτικού συμβουλίου», δηλαδή ενός συμβουλίου το οποίο θα είναι η «σκιά» του επίσημου δημοτικού συμβουλίου και θα κάνει εναλλακτικές προτάσεις πάνω στην ατζέντα του επίσημου. Το σκιώδες συμβούλιο θα αποτελείται από εντολοδόχους των δημοτικών συνελεύσεων και θα κάνει προτάσεις στην βάση των γενικών αρχών που αποφασίζουν οι συνελεύσεις. Οι ίδιες αρχές που θα ισχύουν στην εκλογή/ανάκληση των εντολοδόχων στην συνομοσπονδιακή συνέλευση θα πρέπει να ισχύουν και εδώ

  • το αίτημα για την μεγαλύτερη δυνατή αποκέντρωση της πολιτικής εξουσίας, καθώς και της οικονομικής εξουσίας (φορολογική εξουσία/εξουσία στον καθορισμό των δαπανών) στο τοπικό επίπεδο, με δεδομένο ότι η αποκέντρωση είναι η βάση της οργάνωσης μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι όλα αυτά τα βήματα, καθώς και εκείνα που θα περιγραφούν παρακάτω, δεν στοχεύουν στην επίτευξη κάποιας μορφής μεταρρυθμίσεων των υπαρχόντων θεσμών πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, δηλαδή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας». Γι’ αυτό άλλωστε κάθε «μεταβατικό» αίτημα (π.χ. αυτό για μεγαλύτερη αποκέντρωση), θα πρέπει να συνδέεται με τον μακροπρόθεσμο στόχο της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Το κίνημα Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι «αντισυστημικό» και όχι ρεφορμιστικό, και θα προσπαθήσει να πετύχει όλους τους στόχους του με ειρηνικά μέσα, μολονότι σε κάποιο στάδιο μπορεί να δεχτεί την βίαια επίθεση από τις άρχουσες ελίτ, οπότε βέβαια θα πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ωστόσο, όσο περισσότερο «ηγεμονικό» γίνεται το κοινωνικό παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για τις άρχουσες ελίτ να επιβάλουν την θέλησή τους με την βία.

Μεταβατικοί οικονομικοί θεσμοί

Όσον αφορά στον στόχο της οικοδόμησης εναλλακτικών οικονομικών θεσμών που θα οδηγήσουν σε μια οικονομική δημοκρατία, το πρόγραμμα θα πρέπει να καθιστά σαφές το γιατί η κατάληψη από μέρους του κινήματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας πολλών δημοτικών συμβουλίων θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες για:

α) την δραστική αύξηση της οικονομικής αυτοδυναμίας των δήμων (οι δήμοι εννοούνται εδώ όχι βέβαια όπως οι σημερινοί δήμοι αλλά ως οι εκκλησίες του δήμου, δηλ. οι συνελεύσεις των πολιτών),

β) την δημιουργία ενός δημοτικού οικονομικού τομέα, δηλαδή ενός τομέα που ανήκει στον δήμο, και

γ) την δημιουργία ενός δημοκρατικού μηχανισμού για την συνομοσπονδιακή κατανομή των πόρων.

Όσον αφορά στην αυτοδυναμία, υπάρχει μια σημαντική βιβλιογραφία των Πράσινων πάνω στο θέμα, η οποία, ωστόσο, υποφέρει από το βασικό μειονέκτημα ότι είναι ρεφορμιστική, δηλαδή στοχεύει στην μεταρρύθμιση της οικονομίας της αγοράς με στόχο την μεγαλύτερη αυτοδυναμία. Ωστόσο, ένα κίνημα Περιεκτικής Δημοκρατίας θα πρέπει να αναπτύξει μια μεταβατική στρατηγική για ριζοσπαστική αποκέντρωση της εξουσίας/δύναμης προς τους δήμους, με ρητό στόχο την αντικατάσταση του σημερινού πολιτικού και οικονομικού θεσμικού πλαισίου. Βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσαν να είναι η προσπάθεια (η οποία θα διευκολυνθεί όταν η τοπική εξουσία θα έχει κατακτηθεί) για την ενδυνάμωση της:

1. τοπικής χρηματοπιστωτικής εξουσίας που σταδιακά θα έκανε άχρηστο το επίσημο νόμισμα. Σε πρώτο στάδιο θα μπορούσαν να εισαχθούν σχήματα LETS[38] ―που ήδη λειτουργούν επιτυχώς σε χώρες όπως η Βρετανία― για την άμεση ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ μελών του δήμου, ως ένα πρώτο βήμα για την εγκαθίδρυση δημοτικών συστημάτων για την κάλυψη των αναγκών των πολιτών χωρίς την χρήση χρήματος. Σε ένα δεύτερο στάδιο θα μπορούσαν να δημιουργηθούν Δημοτικές Πιστωτικές Ενώσεις (δηλ. χρηματοπιστωτικοί συνεταιρισμοί που υποστηρίζονται από τον δήμο) για την παροχή δανείων «σε είδος» στα μέλη για τις προσωπικές και επενδυτικές ανάγκες τους, ως ένα πρώτο βήμα για την δημιουργία ενός Δικτύου Δημοτικών Τραπεζών. Τα δάνεια δηλαδή αυτά θα επιτρέπουν στους δανειολήπτες να «αγοράζουν» (με την χρήση των Δημοτικών Πιστωτικών Καρτών που θα τους χορηγούνται) αγαθά και υπηρεσίες που παράγουν ή προμηθεύονται από αλλού οι δημοτικές επιχειρήσεις. Οι Δημοτικές Πιστωτικές Κάρτες θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, μέσω της χρήσης τοπικά παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών, ως ένα πρώτο βήμα για την ίδρυση ενός συστήματος πιστωτικών καρτών για την κατανομή των παραγωγικών πόρων που θα έκανε άχρηστο το επίσημο νόμισμα στην τοπική περιεκτική δημοκρατία.

2. τοπικής φορολογικής εξουσίας, μέσω της φορολογικής αποκέντρωσης, δηλαδή της μεταβίβασης της φορολογικής εξουσίας από το εθνικό στο τοπικό επίπεδο, για όσο διάστημα το επίσημο νόμισμα θα συμβιώνει με τα εναλλακτικά μέσα κατανομής των πόρων στην τοπική Περιεκτική Δημοκρατία που δημιουργούνται παράλληλα. Αρχικά, οι νέοι τοπικοί φόροι θα είναι συμπληρωματικοί ως προς τους κρατικούς φόρους, αλλά το κίνημα Περιεκτικής Δημοκρατίας θα πρέπει να αγωνιστεί για την φορολογική αποκέντρωση και την παράλληλη εισαγωγή ενός νέου δημοτικού συστήματος φορολόγησης (δηλ. ενός φορολογικού συστήματος που ελέγχεται από τους δήμους), το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για:

α) την χρηματοδότηση ενός προγράμματος δημοτικοποίησης των τοπικών παραγωγικών πόρων, που θα παρείχε και δυνατότητες απασχόλησης στους πολίτες του δήμου,

β) την χρηματοδότηση ενός περιεκτικού προγράμματος κοινωνικών δαπανών που θα κάλυπτε τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών,

γ) την χρηματοδότηση διαφόρων θεσμικών αλλαγών που θα έκαναν εφικτή την δημοκρατία στο νοικοκυριό (π.χ. πληρωμή της οικιακής εργασίας, της φροντίδας των παιδιών και των ηλικιωμένων κ.λπ.),

δ) την χρηματοδότηση προγραμμάτων για την αντικατάσταση των παραδοσιακών πηγών ενέργειας με τοπικούς ενεργειακούς πόρους, ιδιαίτερα με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ηλιακή, αιολική κ.λπ.),

ε) την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στις θυγατρικές και στα τμήματα μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν την βάση τους στην περιοχή για τις οποιεσδήποτε αντιοικολογικές ή αντεργατικές δραστηριότητές τους.

Έτσι, η συνισταμένη των παραπάνω μέτρων θα είναι η αναδιανομή της οικονομικής δύναμης στο εσωτερικό του δήμου, με την έννοια της μεγαλύτερης ισότητας στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Αυτό, σε συνδυασμό με την εισαγωγή ενός δημοκρατικού πλάνου, θα δημιουργούσε μια γερή βάση για την μετάβαση προς την πλήρη οικονομική δημοκρατία.

3. εξουσίας για τον καθορισμό της τοπικής παραγωγής, μέσω, αρχικά, της παροχής οικονομικών κινήτρων προς τους τοπικούς παραγωγούς/καταστήματα/πολίτες, προκειμένου να παρακινηθούν ώστε να παράγουν/πωλούν/αγοράζουν τοπικά παραγόμενα προϊόντα, με στόχο το σπάσιμο των αλυσίδων των μεγάλων εταιρειών παραγωγής και διανομής. Στη συνέχεια, η δημιουργία Δημοτικών Επιχειρήσεων (δηλ. επιχειρήσεων που ανήκουν στους δήμους και ελέγχονται από τις δημοτικές συνελεύσεις), θα έδινε την εξουσία στους δήμους να αναλάβουν όλο και περισσότερο την παραγωγή (βλ. παρακάτω).

4. εξουσίας για την κάλυψη των αναγκών πρόνοιας των τοπικών πολιτών, μέσω της δημιουργίας ενός Δημοτικού Συστήματος Πρόνοιας, δηλαδή ενός συστήματος πρόνοιας που θα ελέγχεται από τον δήμο και θα παρέχει σημαντικές κοινωνικές υπηρεσίες (εκπαίδευση, υγεία, στέγαση, κ.λπ.) τοπικά, ή περιφερειακά σε συνεργασία με άλλους δήμους της περιοχής. Ένα τέτοιο σύστημα, όχι μόνο θα μεγιστοποιούσε την χρήση των τοπικών παραγωγικών πόρων αλλά, επίσης, θα μείωνε δραστικά την εξωτερική εξάρτηση.

Ερχόμενοι στην συνέχεια στην δημιουργία ενός δημοτικοποιημένου οικονομικού τομέα, αυτό αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα για την μετάβαση σε μία Περιεκτική Δημοκρατία, όχι μόνο λόγω της σημασίας που έχει όσον αφορά στην ίδια την οικονομική δημοκρατία, αλλά, επίσης, και λόγω του ότι η εγκαθίδρυση αυτοδιαχειριζόμενων παραγωγικών μονάδων συνιστά το θεμέλιο της δημοκρατίας στους τόπους εργασίας. Ένας δημοτικοποιημένος τομέας θα ενείχε νέες συλλογικές μορφές ιδιοκτησίας οι οποίες θα διασφάλιζαν τον έλεγχο της παραγωγής, όχι μόνο από τους εργαζόμενους στις παραγωγικές μονάδες, αλλά, επίσης, από τον δήμο. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της δημιουργίας:

  • Δημοτικών Επιχειρήσεων, δηλαδή παραγωγικών μονάδων που θα μπορούσαν να ανήκουν στον δήμο και να διευθύνονται από τους εργαζόμενους στις μονάδες αυτές, ενώ η τεχνική διαχείριση (μάρκετινγκ, σχεδιασμός κ.λπ.) θα μπορούσε να ανατίθεται σε εξειδικευμένο προσωπικό. Εντούτοις, ο συνολικός ελέγχος των δημοτικών επιχειρήσεων θα πρέπει να ανήκει στις δημοτικές συνελεύσεις, οι οποίες θα επιβλέπουν την παραγωγή και τις πολιτικές απασχόλησης και περιβάλλοντος που ακολουθούν, διασφαλίζοντας ότι θα επιδιώκεται το «γενικό κοινωνικό συμφέρον» αντί για τα «μερικά» συμφέροντα των μελών της κάθε δημοτικής επιχείρησης. Παρόμοιες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να ιδρυθούν ακόμα και πριν την κατάληψη του δημοτικού συμβουλίου από τους υποστηρικτές του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας μέσω της χρήσης, για παράδειγμα, Δημοτικών Κτηματικών Εταιρειών (Land Τrusts), μολονότι οι επιχειρήσεις αυτές θα μπορέσουν να ανθίσουν πραγματικά μόνο μετά την κατάκτηση της τοπικής εξουσίας.[39]

Οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να διαχωρίζονται σαφώς τόσο από τις γραφειοκρατικές σοσιαλιστικές επιχειρήσεις, όσο και από τις καπιταλιστικές εταιρείες. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσα από την αποκέντρωση της λήψης αποφάσεων που είναι δυνατή στο πλαίσιο κοοπερατίβων που ανήκουν μεν στον δήμο αλλά είναι αυτοδιαχειριζόμενες. Έτσι, η δημοτική συνέλευση θα μπορούσε να καθορίσει κοινωνικούς και οικολογικούς στόχους τους οποίους θα πρέπει να επιδιώκει η δημοτική επιχείρηση, ενώ την ίδια την επιχείρηση θα την διαχειρίζονται τα μέλη της. Η επιβίωσή τους στην μεταβατική περίοδο θα εξαρτηθεί από το πόσο πετυχημένοι θα είναι οι νέοι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί στην δημιουργία μιας νέας συνειδητοποίησης, η οποία θα κάνει τους πολίτες περισσότερο ανθεκτικούς σε καθαρά οικονομικά κίνητρα. Ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή θα είναι η παραγωγή των δημοτικών επιχειρήσεων να απευθύνεται αποκλειστικά στην τοπική αγορά, με την χρήση των τοπικών πόρων. Αυτό προϋποθέτει ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις παρεμφερείς δραστηριότητες των Πρασίνων, θα αποτελούν μέρος ενός περιεκτικού προγράμματος για την δημοτικοποίηση της οικονομίας ―με άλλα λόγια, ενός προγράμματος του οποίου τα συστατικά στοιχεία είναι η αυτοδυναμία, η δημοτική ιδιοκτησία και η συνομοσπονδιακή κατανομή των πόρων. Στόχος αυτής της διαδικασίας είναι η βαθμιαία μετατόπιση ολοένα και περισσότερων ανθρώπινων και μη πόρων από την οικονομία της αγοράς στον νέο «δημοτικό» τομέα της οικονομίας, ο οποίος θα αποτελέσει την βάση μιας ΠΔ. Στο τέλος της διαδικασίας αυτής, οι δημοτικές επιχειρήσεις θα ελέγχουν την τοπική οικονομία και θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην συνομοσπονδία των δήμων, που θα ήταν πλέον σε θέση να αγοράζει, ή να απαλλοτριώνει, μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις.

  • Ενός δικτύου δημοτικών τραπεζικών συνεταιρισμών, παρόμοιου, για παράδειγμα, με το δίκτυο των Βάσκων της Caja Laboral Popular στην Ισπανία,[40] το οποίο υποστηρίζει τους συνεταιρισμούς Mondragon, και το οποίο θα μπορούσε να ιδρυθεί πριν την κατάκτηση της τοπικής εξουσίας. Όταν, όμως, θα έχουν επικρατήσει οι υποστηρικτές της Περιεκτικής Δημοκρατίας σε έναν αριθμό πόλεων/δήμων στις τοπικές εκλογές, τότε θα υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας ενός δικτύου δημοτικών τραπεζών κάτω από την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δήμου. Έτσι, κάθε πόλη/δήμος θα μπορούσε να διαθέτει την δική της δημοτική τράπεζα, η οποία θα μπορούσε αρχικά να ενσωματωθεί σε ένα περιφερειακό και, στην συνέχεια, σε ένα συνομοσπονδιακό δίκτυο. Η δημοτική τράπεζα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί:

α) για την απορρόφηση των τοπικών αποταμιεύσεων προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τοπικά, φιλικά προς το περιβάλλον, επενδυτικά προγράμματα που μεγιστοποιούν την τοπική εργασία,

β) για την προσφορά άλλων εξειδικευμένων υπηρεσιών που θα επέτρεπαν την δημιουργία και λειτουργία δημοτικών επιχειρήσεων από κάθε ενδιαφερόμενη κοινωνική ομάδα της περιοχής, η οποία δεν είναι απαραίτητο να διαθέτει και την απαιτούμενη εξειδικευμένη γνώση (π.χ. εργαζόμενοι χρεωκοπημένων εταιρειών, άνεργοι, χαμηλόμισθοι κ.λπ.),

γ) για την διεξαγωγή έρευνας σχετικά με τον τύπο παραγωγικών μονάδων που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στην περιοχή, βάσει κριτηρίων που θα στόχευαν στην μεγιστοποίηση της τοπικής απασχόλησης, της τοπικής (και συνεπώς της συνομοσπονδιακής) οικονομικής αυτοδυναμίας και παραγωγικότητας, καθώς και την ελαχιστοποίηση των συνεπειών στο περιβάλλον,

δ) για την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών πάνω στον σχεδιασμό της οργάνωσης παραγωγής και των τόπων εργασίας, στην εκπαίδευση ανθρωπίνου δυναμικού, στα λογιστικά συστήματα, κ.λπ.

Τέλος, όσον αφορά στην μετάβαση σε μια Συνομοσπονδιακή Κατανομή Πόρων, το θεμελιώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζει μια στρατηγική που οδηγεί σε ένα σύστημα συνομοσπονδιακής κατανομής των πόρων είναι το πώς θα εισαχθούν οι κατάλληλες θεσμικές αλλαγές για την οικονομική δημοκρατία, οι οποίες θα είναι συμβατές με το θεσμικό πλαίσιο που, στο μεταβατικό στάδιο, θα εξακολουθεί να είναι η οικονομία της αγοράς. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η συνομοσπονδιακή κατανομή των πόρων περιλαμβάνει δύο βασικούς μηχανισμούς κατανομής των πόρων, δηλαδή, έναν μηχανισμό δημοκρατικού σχεδιασμού για τις περισσότερες από τις μακροοικονομικές αποφάσεις (στοιχείο κοινωνικής αυτονομίας) και ένα σύστημα διατακτικών ή πιστωτικών καρτών για τις περισσότερες από τις μικροοικονομικές αποφάσεις, οι οποίες, με την αντικατάσταση της πραγματικής αγοράς με μια τεχνητή αγορά, θα δημιουργούσαν συνθήκες ελευθερίας επιλογής (στοιχείο ατομικής αυτονομίας).

Είναι σαφές ότι το ένα πλήρες σύστημα συνομοσπονδιακής κατανομής των πόρων δεν μπορεί να εισαχθεί πριν την ανάδυση μιας πλήρους οικονομικής δημοκρατίας με την μορφή μιας συνομοσπονδίας δήμων ―μολονότι βήματα προς την κατεύθυνση αυτήν θα μπορούσαν να γίνουν και νωρίτερα (π.χ. το σχήμα Δημοτικής Πιστωτικής Κάρτας που αναφέρθηκε παραπάνω). Εντούτοις, ένα σύστημα δημοκρατικού σχεδιασμού είναι εφικτό ακόμα και στην μεταβατική περίοδο μολονότι, προφανώς, η εμβέλειά του για την λήψη αποφάσεων θα είναι σημαντικά περιορισμένη από την οικονομία της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά, ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να παίξει έναν χρήσιμο ρόλο στην εκπαίδευση των ανθρώπων στην οικονομική δημοκρατία και, ταυτόχρονα, στην δημιουργία των προϋποθέσεων για ατομική και κοινωνική αυτονομία.

Όμως, για να έχει νόημα οποιοσδήποτε δημοκρατικός μηχανισμός και να καταφέρει να ελκύσει τους πολίτες να μετέχουν στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, προϋποτίθεται ότι οι ίδιες οι λαμβανόμενες αποφάσεις είναι σημαντικές. Είναι, επομένως, κρίσιμο κατά την διάρκεια της μετάβασης σε μια Περιεκτική Δημοκρατία ο δήμος να έχει ενισχυθεί με σημαντικές εξουσίες που θα τον έχουν μετατρέψει σε ένα συνεκτικό τοπικό φορολογικό και οικονομικό σύστημα. Τότε, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να εξουσιοδοτηθούν να παίρνουν αποφάσεις που επηρεάζουν την οικονομική ζωή της τοπικής κοινωνίας, οι οποίες θα μπορούσαν να εκτελεστούν από το δημοτικό συμβούλιο ή κάποιο άλλο σχετικό σώμα, αφού αυτό έχει μετατραπεί, τυπικά η άτυπα, ανάλογα με το υπάρχον νομικό πλαίσιο, σε ένα σώμα ανακλητών εντολοδόχων.

Έτσι, η μετατόπιση της φορολογικής εξουσίας προς τις πόλεις/δήμους, που θα πρέπει να αποτελεί βασικό αίτημα ενός κινήματος Περιεκτικής Δημοκρατίας, θα επέτρεπε στις δημοτικές συνελεύσεις να καθορίζουν το ύψος των τοπικών φόρων και τον τρόπο με τον οποίο οι φόροι θα επιβάλλονται πάνω στο εισόδημα, τον πλούτο, την χρήση γης και ενέργειας, καθώς και πάνω στην κατανάλωση. Οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να συνέρχονται σε ετήσια βάση και να συζητούν διάφορες προτάσεις πάνω στο ύψος της φορολόγησης για το επερχόμενο έτος, σε σχέση με τον τρόπο που θα ξοδευτούν τα χρήματα που συλλέγονται από τον δήμο. Με τον τρόπο αυτό, οι δημοτικές συνελεύσεις θα άρχιζαν να παίρνουν στα χέρια τους τις δημοσιονομικές εξουσίες του κράτους, σε ότι αφορά τους δήμους τους, παρ’ όλο που κατά την μεταβατική περίοδο, μέχρις ότου η συνομοσπονδιοποίηση των δήμων αντικαταστήσει το κράτος, θα εξακολουθούν να υπόκεινται στη δημοσιονομική εξουσία του κράτους.

Παρόμοια μέτρα μπορούν να ληφθούν και όσον αφορά στις σημερινές κρατικές εξουσίες που σχετίζονται με την κατανομή των χρηματοπιστωτικών πόρων. Η εισαγωγή ενός συστήματος δημοτικών τραπεζών, σε συνδυασμό με τις δημοτικές πιστωτικές κάρτες, θα δώσει σημαντική δύναμη στις δημοτικές συνελεύσεις ώστε να καθορίζουν την κατανομή των χρηματοπιστωτικών πόρων κατά την υλοποίηση των στόχων του δήμου (την δημιουργία νέων επιχειρήσεων, την ικανοποίηση οικολογικών στόχων κ.λπ.).

Τέλος, οι συνελεύσεις θα διέθεταν σημαντικές εξουσίες στον καθορισμό της κατανομής των πόρων στον δημοτικοποιημένο τομέα, δηλαδή, τις δημοτικές επιχειρήσεις και το δημοτικό σύστημα πρόνοιας. Ως ένα πρώτο βήμα, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να εισαγάγουν ένα σχήμα ειδικών πιστωτικών καρτών σε σχέση με τις κοινωνικές υπηρεσίες, όπου όλοι οι δικαιούχοι θα «επιστώνοντο» με ένα αριθμό ωρών παροχής κοινωνικών υπηρεσιών για την κάλυψη των σχετικών αναγκών τους. Σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν ένας σημαντικός αριθμός δήμων συμμετέχει στην συνομοσπονδία περιεκτικών δημοκρατιών, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να επεκτείνουν το σύστημα αυτό για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, αρχικά, παράλληλα με την οικονομία της αγοράς ―μέχρι την σταδιακή κατάργησή της.

Μεταβατικοί κοινωνικοί θεσμοί

Όπως ανέφερα και παραπάνω, η μεταβατική στρατηγική θα πρέπει να περιλαμβάνει βήματα για την ανάπτυξη θεσμών που δημιουργούν μια «δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο» (θεσμοί αυτοδιαχείρισης στους τόπους εργασίας, το νοικοκυριό, τους τόπους εκπαίδευσης κ.λπ.), καθώς και των αξιών που ανταποκρίνονται σε αυτήν. Αυτό συνεπάγεται ότι οι ομάδες Περιεκτικής Δημοκρατίας, πέρα από την συμμετοχή σε αγώνες για την εργατική δημοκρατία, την δημοκρατία στα νοικοκυριά, την δημοκρατία στους εκπαιδευτικούς θεσμούς κ.ο.κ., θα πρέπει να θέσουν σε κίνηση διαδικασίες για την εγκαθίδρυση εναλλακτικών θεσμών ―όπως είναι οι δημοτικές επιχειρήσεις, οι δημοτικές κλινικές, σχολεία κ.λπ.― οι οποίοι θα είναι αυτοδιαχειριζομενοι, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Επιπροσθέτως, οι ομάδες ΠΔ θα πρέπει να πραγματοποιήσουν βήματα για την ενδυνάμωση της αυτοδιαχείρισης στους υπάρχοντες θεσμούς.

Η δημιουργία μιας εναλλακτικής κουλτούρας παίζει κρίσιμο ρόλο στην διαδικασία της δημιουργίας μιας δημοκρατικής Παιδείας, δηλαδή ενός συστήματος καθολικής εκπαίδευσης που μορφοποιεί τον χαρακτήρα του δημοκρατικού πολίτη και, ταυτόχρονα, προωθεί το σύστημα αξιών που είναι συνεπές με μια Περιεκτική Δημοκρατία, ώστε αυτό να καταλάβει ηγεμονική θέση στην κοινωνία. Αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα από το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο αποτελεί βασικό τμήμα της διαδικασίας κοινωνικοποίησης, η οποία παράγει πειθαρχημένα άτομα αντί για ελεύθερους πολίτες. Παρόμοια, θα πρέπει να ενισχύεται με κάθε τρόπο η ελεύθερη έκφραση των καλλιτεχνών η οποία, ελεύθερη από καπιταλιστικούς ή γραφειοκρατικούς περιορισμούς, θα αντικαταστήσει τις σημερινές ελεγχόμενες από τις ελίτ καλλιτεχνικές δραστηριότητες.

Στο πλαίσιο αυτό, αναγκαία είναι η εγκαθίδρυση ενός συστήματος εναλλακτικών αυτοδιαχειριζόμενων ΜΜΕ, ακόμα και πριν την κατάληψη της τοπικής εξουσίας, με στόχο την παρουσίαση των ειδήσεων από την λαϊκή σκοπιά παρά από την σκοπιά των ελίτ. Τα εναλλακτικά ΜΜΕ που ιδρύονται ως μέρος του προγράμματος Περιεκτικής Δημοκρατίας θα διαδραματίσουν έναν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη μιας «εναλλακτικής συνειδητοποίησης», όσον αφορά στις μεθόδους επίλυσης των οικονομικών και οικολογικών προβλημάτων με δημοκρατικό τρόπο. Τα εναλλακτικά ΜΜΕ θα πρέπει να τονίζουν την συστημική φύση της σημερινής οικονομικής και οικολογικής κρίσης και να κάνουν προτάσεις για το πώς μπορεί να ξεκινήσει το χτίσιμο της νέας κοινωνίας. Μόλις κατακτηθεί η τοπική εξουσία, αυτά τα εναλλακτικά ΜΜΕ θα πρέπει να μετατραπούν σε δημοτικά ΜΜΕ, τα οποία θα βρίσκονται υπό τον συνολικό ελέγχο των δημοτικών συνελεύσεων.

Συνοψίζοντας, θα πρέπει να προωθήσουμε μια νέα κουλτούρα για μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία θα χαρακτηρίζεται από πολύ διαφορετικές αξίες από αυτές της οικονομίας της αγοράς. Οι αξίες της ετερονομίας, του ανταγωνισμού, του ατομικισμού και του καταναλωτισμού, οι οποίες είναι κυρίαρχες σήμερα, θα πρέπει να αντικατασταθούν σε μια δημοκρατική κοινωνία από τις αξίες της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, της συνεργασίας, της αμοιβαίας βοήθειας, της αλληλεγγύης και της διανομής.

Μεταβατικοί οικολογικοί θεσμοί

Τέλος, η μεταβατική στρατηγική θα πρέπει να περιλαμβάνει βήματα για την ανάπτυξη θεσμών και αξιών που θα έχουν ως στόχο την επανενσωμάτωση της κοινωνίας στην Φύση και την εξάλειψη κάθε ανθρώπινης προσπάθειας κυριαρχίας του φυσικού κόσμου. Αυτό συνεπάγεται, εκτός από την συμμετοχή σε αγώνες ενάντια στις δραστηριότητες των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που έχουν ως αποτέλεσμα την σημερινή οικολογική κρίση, το ξεκίνημα διαδικασιών για την ίδρυση εναλλακτικών, «φιλικών προς το περιβάλλον» θεσμών και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Στην πραγματικότητα, όπως ήδη είδαμε, η εγκαθίδρυση νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών από μόνη της, και ειδικότερα η δραστική αποκέντρωση την οποία συνεπάγονται οι νέοι θεσμοί, αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα προς την κατεύθυνση αυτήν, καθώς επιτρέπει την ανάπτυξη νέων τρόπων ζωής πέρα από τον καταναλωτικό που επιβάλλει το σημερινό «αναπτυξιακό» μοντέλο,, νέων μορφών εργασίας, παραγωγής, χρήσης της ενέργειας και κατανάλωσης, οι οποίες είναι απόλυτα συμβατές με τον στόχο μιας οικολογικής δημοκρατίας.

Συμπερασματικά, εάν λοιπόν τον περασμένο αιώνα το κρίσιμο δίλημμα για τα λαϊκά κινήματα που θεμελιωνόντουσαν στην εργατική τάξη ήταν «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», σήμερα, που η ριζική αλλαγή των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών στη Νέα Τάξη δημιούργησε, όπως είδαμε, ένα πολύ πιο ευρύ απελευθερωτικό υποκείμενο, το οποίο στρέφεται όχι μόνο κατά της ανισοκατανομής της οικονομικής εξουσίας, όπως το σοσιαλιστικό, αλλά ενάντια στην ανισοκατανομή δύναμης στο οικονομικό αλλά και το πολιτικό και το γενικότερο κοινωνικό επίπεδο, το κρίσιμο δίλημμα είναι: «Δημοκρατία ή Βαρβαρότητα». Όπου δημοκρατία δεν σημαίνει βέβαια την παρωδία «δημοκρατίας» των ολίγων που επικρατεί σήμερα αλλά  μια δημοκρατία που εξασφαλίζει την ισοκατανομή δύναμης στο πολιτικό, το οικονομικό και το γενικότερο κοινωνικό επίπεδο ―μια Περιεκτική Δημοκρατία.-

 


 

[1] Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία: 10 χρόνια μετά (Ελ. Τύπος, 2008), κεφ. 1.

[2] Τάκης Φωτόπουλος, «Η κρίση της Ελληνικής Οικονομίας και το εξωτερικό Χρέος» Μηνιαία Επιθεώρηση (Φεβρ.-Μαρτ. & Ιούν.-Ιούλ. 1992)- Μετάφραση άρθρου που πρωτοδημοσιεύθηκε με τον τίτλο “Economic restructuring and debt: The Greek case,” International Review of Applied Economics, Vol. 6, No. 1 (1992), σελ. 38-64

[3] Στο ίδιο, Πιν. 2 & Χρήστος Ζιώτης «Εξάγουμε 12 δισ. ευρώ - εισάγουμε 39!», Ελευθεροτυπία (20/2/2008).

[4] Βλ. τη σειρά άρθρων μου στον Οικονομικό Ταχυδρόμο με τον γενικό τίτλο «Εξαρτημένη Ανάπτυξη και Εκβιομηχάνιση» (10, 17 & 24 Ιούλη 1975)

[5] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η Ελληνική περίπτωση (Εξάντας, 1985 & 1987)

[6] Simon Usborne, “After The Party: What happens when the Olympics leave town,” The Independent (19/08/2008).

[7] Murray Bookchin, From Urbanisation to Cities (Cassell, 1995), κεφ. 6 και Cornelius Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy (Oxford Univ. Press, 1991), κεφ. 7.

[8] ΕΚΚΕ, “Εuropean Social Survey-ESS” (Νοέμβριος 2003).

[9] Wilkinson & Kate Pickett, The Spirit Level: Why More Equal Societies Almost Always Do Better (Allen Lane, 2009); βλ. και Will Hutton, “Look no further than inequality for the source of all our ills,” The Observer (15/3/2009).

[10] Στη πραγματικότητα, μόλις δημοσιευθείσα έρευνα του Institute of Fiscal Studies δείχνει ότι η ανισότητα διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο στη διάρκεια της σοσιαλφιλελεύθερης διακυβέρνησης των Μπλερ και Μπραουν, με αποτέλεσμα η ανισότητα σήμερα στη Βρετανία να είναι η μεγαλύτερη από το 1961 που άρχισε η σύγχρονη καταγραφή των στοιχείων και ν’ αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο στη διάρκεια της τωρινής κρίσης. { Larry Elliott and Polly Curtis, “Gap between rich and poor widest since 60s,” The Guardian (8/5/2009) }.

[11] Βλ. το πόρισμα της Επιτροπής τoυ WHO (2008) για τoυς κοινωνικούς παράγοντες της υγείας, “Social injustice killing people, says report,” The Independent (28/8/2008) & την έρευνα του ίδιου οργανισμού για τις συνέπειες της ανισότητας στην πνευματική υγεία, «Inequality is bad for your health,” The Guardian (11/3/2009).

[12] Βλ. για ανάλυση και στοιχεία, T. Fotopoulos, “The Ecological Crisis as Part of the Present Multi-dimensional Crisis, The International Journal Of Inclusive Democracy, Vol. 3, No. 3 (July 2007).

[13] Βλ για αναφορές στη σχετική έρευνα, Mike Davis, “The swine flu crisis lays bare the meat industry's monstrous power,The Guardian (27/4/2009).

[14] World Bank, World Development Indicators 2008, Table 3.8.

[15] World Bank, World Development Indicators 2008, Table 3.7.

[16] Τάκης Φωτόπουλος, "The deadly fires in Greece: a "tragedy" or the inevitable outcome of the criminal elites' activities?," The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 3, No. 4 (October 2007) ― και μια συντομότερη εκδοχή υπάρχει εδώ: «Η “ανάπτυξη” και οι εγκληματικές ευθύνες των ελίτ», Ελευθεροτυπία (1 Σεπτεμβρίου 2007).

[17] Giles Tremlett, “Global warming to wash away beaches, warns Spanish study,The Guardian (11/09/2006),

[18] Andrew Grice, “3 degrees: Chief scientist warns bigger rise in world's temperature will put 400 million at risk,The Independent (15/4/2006).

[19] John Pilger, Democracy Now (7/8/2007)

[20] Για μια κριτική σε πιλοτικό σχήμα ηλεκτρονικής δημοκρατίας, που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο στην πραγματικότητα στοχεύει στον εκσυγχρονισμό του υπάρχοντος ολιγαρχικού συστήματος λήψης των αποφάσεων, βλ. Τ. Φωτόπουλος, «Άμεση Δημοκρατία και Ηλεκτρονική “Δημοκρατία”», στο βιβλίο Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997), κεφ. 14.

[21] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία: 10 Χρόνια Μετά, κεφ. 8, για την έννοια και τη σημασία του δημοκρατικού ορθολογισμού.

[22] Βλ. T. Fotopoulos, “Towards a democratic liberatory ethics,Democracy & Nature, Vol. 8, No. 3 (November 2002) και περίληψη στο άρθρο «Νέες Θεωρητικές εξελίξεις στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας» που περιέχεται στο βιβλίο Παγκοσμιοποιημένος Καπιταλισμός, Έκλειψη της Αριστεράς και Περιεκτική Δημοκρατία, επιμ. Steven Best (Αθήνα: Κουκκίδα, Μάης 2008)

[23] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία: 10 Χρόνια Μετά, κεφ. 6, για λεπτομερή περιγραφή του μοντέλου αυτού. Μολονότι το εδώ παρουσιαζόμενο μοντέλο διαφέρει σε αρκετά σημεία, δεδομένου ότι βασίζεται στην χρήση ειδικών πιστωτικών καρτών, οι βασικές αρχές λειτουργίας παραμένουν ίδιες.

[24] C. Castoriadis, “An Interview,Radical Philosophy, Vol. 56 (φθινόπωρο 1990), σελ. 35-43. Ορισμένες από τις ιδέες που εκφράζονται στην συνέντευξη αυτή, και ιδιαίτερα αυτή για την ισότητα των μισθών, είχαν πρωτοεκφρασθεί στο Workers’ Councils and the Economics of a Self-Managed Society.

[25] Στο ίδιο.

[26] Andy Anderson, Hungary ’56 (London: Solidarity, 1964).

[27] Για στοιχεία, βλ. The Ecologist, Vol. 22, No. 4 (Ιούλιος-Αύγουστος 1992).

[28] Βλ., T. Fotopoulos, “Class Divisions Today: The Inclusive Democracy Approach” και μετάφραση στο περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 8 & 9 (2004 & 2005).

[29] Βλ., π.χ., Mao Tse-Tung, “Report of an investigation of the peasant movement in Hunan” (Μάρτιος 1927), in Selected Readings from the works of Mao Tse-Tung (Peking: Foreign Languages Press, 1967).

[30] Βλ., π.χ., Ernest Mandel, “The new vanguard” στο Tariq Ali’s (επιμ.), The New Revolutionaries (New York: William Morrow & Co, 1969).

[31] Βλ., Fotopoulos, “The End of Traditional Antisystemic Movements”.

[32] Βλ., π.χ., Anthony Giddens, The Third Way (Oxford: Polity Press, 1998).

[33] Βλ., π.χ., Erik Olin Wright, Classes (London: Verso, 1985/1997), και D. Ames Curtis, “On the Bookchin/Biehl resignations and the creation of a new liberatory project,Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (Μάρτιος 1999), σελ. 163-74.

[34] M. Bookchin, Post-scarcity anarchism (London: Wildwood House, 1974), σελ. 191.

[35] C. Castoriadis’ introductory interview στο The Castoriadis Reader, επιμ. David Ames Curtis (Oxford: Blackwell, 1997) σελ. 26-27.

[36] Ellen Meiksins Wood, Democracy Against Capitalism (Cambridge: Cambridge University Press, 1995), σελ. 262.

[37] Βλ. επίσης, T. Fotopoulos, “Mass Media, Culture and Democracy,Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (Μάρτιος 1999), σελ. 33-64.

[38] Βλ. για περιγραφή των σχημάτων αυτών, Ross V.G. Dobson, Bringing the Economy Home from the Market (Montreal: Black Rose, 1993).

[39] Βλ., C. George Benello et al., Building Sustainable Communities (New York: Bootstrap, 1989), μέρος I.

[40] Βλ., M.A. Lutz και K. Lux, Humanistic Economics (New York: Bootstrap, 1988), σελ. 263-68.