Ιδιωτικοποιήσεις, νέος εργασιακός νόμος και η ελληνική οικονομία.

ΘΩΜΑΣ ΛΕΚΚΑΣ

 

Η οικονομική πολιτική που όλα τα τελευταία χρόνια επέβαλλε επιμελώς η σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και που στόχευε την περιβόητη σύγκλιση, εφαρμόζεται με εντονότερους ρυθμούς  μετά την κατοχύρωση της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ και το Ευρώ. Θεμελιώνεται στο τρίπτυχο της δραστικής συρρίκνωσης του δημοσίου τομέα (ιδιωτικοποιήσεις σε ΟΤΕ, ΕΛΤΑ, ΔΕΗ, Νοσοκομεία, τράπεζες κ.λπ.), της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας (νέα ελαστικά ωράρια και συνολικότερα  νέες εργασιακές σχέσεις), και της δραστικής περικοπής των δημοσίων δαπανών και των άμεσων φόρων (που ευνοεί φυσικά τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα), για χάρη της επίτευξης ενός πλασματικού πλεονάσματος στον προϋπολογισμό, όπως απαιτεί η ΟΝΕ.

 

Οι ιδιωτικοποιήσεις  πυροδοτούν σημαντικές αντιδράσεις από τη μεριά των εργαζόμενων, ενώ ο νέος εργασιακός νόμος του Γιαννίτση έχει θεσμοθετήσει ένα μακρόσυρτο ‘κοινωνικό διάλογο’ μεταξύ κυβέρνησης, ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, προκειμένου να βρεθεί μια συναινετική πλατφόρμα. Στην παρούσα συγκυρία διαφαίνεται ότι η αρχική πρόταση της κυβέρνησης για 40ωρο με ελαστικό 8ωρο, μετατρέπεται σε 39ωρο με ελαστικό 8ωρο, ενώ μικροβελτιώσεις προς όφελος των εργαζόμενων σε σχέση με τις αρχικές προθέσεις της κυβέρνησης παρατηρούνται στη μείωση των εργοδοτικών εισφορών και στο όριο των απολύσεων. Είναι ξεκάθαρο όμως ότι μιλάμε για μικροβελτιώσεις, καθώς η ουσία του νέου νόμου, οι ελαστικές δηλαδή εργασιακές σχέσεις, θεωρούνται τελικά δεδομένες από τη δήθεν μαχητική ΓΣΕΕ (δηλαδή από τους κομματικούς γραφειοκράτες που την ελέγχουν), που παρά τις αρχικές διαφωνίες της, αναλαμβάνει για μία ακόμη φορά,  ίσως περισσότερο έμμεσα είναι η αλήθεια από άλλες περιπτώσεις, το ρόλο του πυροσβεστήρα εργατικών κινητοποιήσεων.

 

Φυσικά οι «εκσυγχρονιστές» ψέλνοντας μονότονα το τροπάριο των τελευταίων χρόνων διατείνονται ότι η ακολουθητέα πολιτική θα οδηγήσει τα επόμενα χρόνια σε μια ισχυρή, ανταγωνιστική ελληνική οικονομία, στην ανάπτυξη και τη μείωση της ανεργίας, καθώς και σε ένα κοινωνικό κράτος (για να δικαιολογηθεί και η λέξη «Σοσιαλιστικό» που προκλητικά υπάρχει στο όνομα του κυβερνώντος κόμματος). Όμως η πραγματικότητα απέχει πολύ από τις υποκριτικές αυτές εκτιμήσεις. Η πολιτική της «απελευθέρωσης των αγορών», των ιδιωτικοποιήσεων, της μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων που εφαρμόστηκε τα προηγούμενα χρόνια το μόνο που κατάφερε πέρα από τη σύγκλιση, ήταν να εκτοξεύσει την ανεργία από το 9.7% το 1994 σε περισσότερο από 11% σήμερα, ενώ παράλληλα αυξήθηκε η φτώχεια και η εξαθλίωση για σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού. Η εξασφαλισμένη πλέον είσοδος στην ΟΝΕ είναι βέβαιο ότι θα κάνει χειρότερη την κατάσταση.

 

Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι παρόλο που η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει τελείως διαφορετικά προβλήματα από αυτά των χωρών στον Ευρωπαϊκό Βορρά, ακολουθείται παρόμοια πολιτική για την επίλυσή τους. Τα πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Ευρωπαϊκός Βορράς είναι η μείωση της ανταγωνιστικότητας του σε σχέση με το Βορειοαμερικάνικο μπλοκ και την Ιαπωνία κάτι που αντανακλάται και στο κατρακύλισμα του Ευρώ έναντι του δολαρίου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα σχετικά ισχυρά συνδικάτα, η σοσιαλδημοκρατική παράδοση και η ‘κοινωνική αγορά’ σε χώρες της ΕΕ με προεξέχουσα τη Γερμανία, είναι σήμερα στοιχεία ασύμβατα με τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που επιτάσσει την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων, οι οποίοι  στόχευαν σε κάποια σημαντική προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος από την αρπακτικότητα της αγοράς. Η ελαχιστοποίηση αυτή στο Βορειοαμερικάνικο μπλοκ και στην Ιαπωνία όπου οι αγορές κεφαλαίου, εργασίας και εμπορευμάτων είναι απελευθερωμένες αναγκάζει τις ευρωπαϊκές ελίτ προκειμένου να επιβιώσουν, σε ένα αγώνα δρόμου για παρόμοια απελευθέρωση και στην ΕΕ.

 

Όμως ενώ η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής που επιδιώκεται με τη μείωση του κρατισμού και την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας που καθιστά την εργασία εμπόρευμα και συνεπάγεται χαμηλούς μισθούς, ανεργία κ.λπ., αποτελεί λύση για τις ευρωπαϊκές ελίτ, δε συμβαίνει το ίδιο και για την Ελλάδα. Η διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι η Ελλάδα ούτε διέθετε ποτέ, ούτε διαθέτει ανταγωνιστικό ιδιωτικό τομέα, σαν συνέπεια του εξαρτημένου χαρακτήρα της ανάπτυξής της. Είναι χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας το τεράστιο άνοιγμα μεταξύ του τι παράγουμε και του τι καταναλώνουμε, χάσμα που άνοιξε δραματικά μετά την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ. Ενδεικτικός του χάσματος είναι ο λόγος των εξαγωγών προς της εισαγωγές που ορίζει την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας. Ο λόγος αυτός διαρκώς μειώνεται, καθώς από 39% τη δεκαετία του ’70 έπεσε τη δεκαετία του ’90 στο 30%, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, όπου οι εξαγωγές υπερκαλύπτουν συνήθως τις εισαγωγές. Έτσι, ενώ η  μείωση της αξίας του Ευρώ που οφείλεται στις παραπάνω «αγκυλώσεις» της Ευρωπαϊκής οικονομίας της αγοράς τελικά ωφελεί τις εξαγωγικές χώρες στην ΕΕ βλάπτει ιδιαίτερα την εισαγωγική Ελλάδα, χειροτερεύοντας ακόμη περισσότερο το ισοζύγιο πληρωμών και τον πληθωρισμό και  οδηγεί στην ανάγκη ακόμη μεγαλύτερης συμπίεσης των μισθών και των ημερομισθίων.

 

Δεδομένης της σαθρής παραγωγικής βάσης της χώρας η οποία μετά  την εγκατάλειψη του προστατευτισμού που σηματοδότησε η είσοδος στην ΕΟΚ, αποδιαρθρώθηκε ακόμη περισσότερο, η ελληνική ανταγωνιστικότητα βασιζόταν στις χαμηλές τιμές στις οποίες συνέβαλλαν το χαμηλό εργατικό κόστος και η συνεχώς υποτιμούμενη δραχμή. Όποτε η αύξηση του εργατικού κόστους οδηγούσε σε μείωση της ανταγωνιστικότητας η υποτίμηση της δραχμής χρησιμοποιούταν για ν’ αντισταθμίζει όσο αυτό ήταν δυνατό αυτή την τάση. Τα τελευταία όμως χρόνια η αναγκαστική λόγω της σύγκλισης πολιτική της σκληρής δραχμής, η είσοδος στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών και η επικείμενη αντικατάσταση της δραχμής από το Ευρώ, οδηγούν στην απεμπόληση του όπλου της υποτίμησης. Συνακόλουθα η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας συμβαδίζει πλέον μόνο με τη συμπίεση του εργατικού κόστους, δεδομένης της απουσίας μαζικών παραγωγικών επενδύσεων από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Αυτό όμως σημαίνει αυτόματα ότι τα λαϊκά στρώματα θα συνεχίσουν να είναι τα θύματα και μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη μετά- ΟΝΕ εποχή.

 

Έτσι αντικρούοντας το επιχείρημα ότι οι ιδιωτικοποιήσεις και οι νέες εργασιακές σχέσεις θα οδηγήσουν σε μία ανταγωνιστική οικονομία και σε άνοδο του βιοτικού επιπέδου, ισχυριζόμαστε ότι η ανεργία και κυρίως η υποαπασχόληση, η ευκαιριακή απασχόληση κ.λπ. και συνακόλουθα η φτώχεια θα διογκωθούν δραματικά στη μετά-ΟΝΕ εποχή. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν και η μοναδική σημαντική εξαγωγική «επίδοση» της χώρας, ο τουρισμός, θα υποστεί δραστική μείωση στα επόμενα χρόνια λόγω της επιβεβεβαιούμενης πια κλιματικής αλλαγής από το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Το συμπέρασμα είναι ότι απαιτείται η δημιουργία ενός αντισυστημικού κινήματος απεγκλωβισμένου από τις συμβιβαστικές συνδικαλιστικές ηγεσίες, που θα παλέψει για την έξοδο της χώρας όχι μόνο από από την ΟΝΕ και την ΕΕ αλλά και από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς γενικότερα που έχει οδηγήσει στη σημερινή τεράστια ανισότητα και συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στην πορεία για πραγματικά περιεκτική δημοκρατία που θα εξασφαλίζει την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών. Οι πολίτες θα μπορούν να ικανοποιούν τις ανάγκες τους μόνο όταν οι ίδιοι συναποφασίζουν για τον τρόπο κάλυψής τους αντί ν’ αναθέτουν τις αποφάσεις αυτές, μέσω της αγοράς, στις οικονομικές ελίτ.