Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 10, Οκτώβριος 2005
«Τρομοκρατία», Αριστερά και Πατριωτισμός
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Οι βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο αποτέλεσαν την αφορμή για τον εντεινόμενο εκφασισμό της Ευρωπαϊκής κοινωνίας που απειλεί, αν δεν κτυπηθεί στο στάδιο αυτό, να έχει σοβαρότατες αρνητικές συνέπειες, τόσο σε σχέση με τις λαϊκές κατακτήσεις παρελθόντων αγώνων, όσο και για την μελλοντική ανάπτυξη των αντισυστημικών κινημάτων. Στον εκφασισμό αυτό πρωταγωνιστεί η αχαλίνωτη προπαγάνδα της υπερεθνικής ελίτ, μέσα από τα ελεγχόμενα διεθνή ΜΜΕ, στη δημιουργία ενός κλίματος αντι-τρομοκρατικής υστερίας που ευνοεί την ανάπτυξη κάθε αυταρχικής εξουσιαστικής τάσης. Εξίσου όμως σημαντικό ρόλο παίζει και η στάση της ρεφορμιστικής Αριστεράς που όχι μόνο υιοθετεί την προπαγάνδα αυτή αλλά και ενισχύει τις εθνικιστικές τάσεις (ιδιαίτερα στην Ελλάδα με το ράσο της δήθεν ριζοσπαστικής ελληνορθόδοξης τάσης —«Άρδην» κ.λπ.). Το αξιοπερίεργο όμως (εκ πρώτης όψεως μόνο!), που δείχνει και τον σημερινό ξεπεσμό του αντιεξουσιαστικού κινήματος είναι ότι σημαντικά τμήματά του επίσης συνοδοιπορούν με την ρεφορμιστική Αριστερά (και επομένως έμμεσα με την υπερεθνική ελίτ) βρισκόμενα σε βαθιά σύγχυση και αδυνατώντας να διακρίνουν μεταξύ της βίας των θυτών και αυτής των θυμάτων, για χάρη ενός αφηρημένου αντιεξουσιαστικού απώτερου στόχου!
Ο σημερινός κύκλος της εντεινόμενης πολιτικής βίας, όπως άλλωστε πάντα στην Ιστορία, ξεκίνησε από την καπιταλιστική συστημική βία, είτε οικονομική, είτε πολιτικο-στρατιωτική. Αναπόφευκτα, η βία αυτή οδήγησε στην πολιτική αντιβία, που έχει πάρει μεγάλη έκταση σήμερα, σαν συνέπεια των πελώριων διαστάσεων που έλαβε η συστημική βία στην περίοδο της Νέας Διεθνούς Τάξης (ΝΔΤ) με την κατάρρευση του «υπαρκτού». Στο πλαίσιο αυτό, όποιο κίνημα ή καθεστώς θεωρείται ότι δεν ενσωματώνεται στην ΝΔΤ αντιμετωπίζει την ωμή στρατιωτική βία, χωρίς νομικά προσχήματα. Έτσι, στις εκατόμβες των θυμάτων που δημιούργησε μεταπολεμικά η συστηματική Σιωνιστική εκστρατεία εθνοκάθαρσης της Παλαιστίνης ―που, παρά τις δεκάδες καταδικαστικές αποφάσεις του ΟΗΕ, ποτέ δεν οδήγησαν σε εμπάργκο και εισβολές― για χάρη της εκπλήρωσης του βασικού στόχου του Σιωνιστικού κινήματος που, από τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν η δημιουργία ενός «καθαρού» Εβραϊκού κράτους, προστέθηκαν από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας οι νέες μεγαλύτερες εκατόμβες στον Κόλπο. Στόχος: η πλήρη ενσωμάτωση της πλούσιας σε πήγες ενέργειας περιοχής στην καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση της Νέας Διεθνούς Τάξης. Στους 150-200.000 νεκρούς (υπολογισμοί Παν. Χάρβαρντ) του πρώτου πόλεμου στον Κόλπο, προστέθηκαν άλλα περίπου 500.000 παιδιά (υπολογισμοί ΟΗΕ) από το εξοντωτικό εμπάργκο που επέβαλε η υπερεθνική ελίτ για να προετοιμάσει το έδαφος για την εισβολή και κτηνώδη κατοχή του Ιράκ, η οποία έχει ήδη οδηγήσει σε άλλους 100.000 νεκρούς (υπολογισμοί Βρετανικού Ιατρικού Συλλόγου).
Στόχοι του μπαμπούλα της Αλ Κάιντα και εκφασισμός της κοινωνίας
Μέσα σε αυτόν τον κύκλο της συστημικής βίας και αντιβίας αναπτύχθηκε η αποκαλούμενη «τρομοκρατία», που συχνά καταλήγει και σε τυφλή βία, πράγμα που είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της σημερινής τρομερής ασυμμετρίας δύναμης μεταξύ της υπερεθνικής ελίτ και των αντιστεκόμενων. Η προπαγάνδα της υπερεθνικής ελίτ έχει δημιουργήσει μια ολόκληρη μυθολογία για την «άθλια ιδεολογία» (Μπλερ) του εξτρεμιστικού Ισλαμισμού της Αλ Κάιντα —(την «υπερεθνική υπερδύναμη» κατά τον συμβουλάτορα του Γιωργάκη, βασικού φορέα της προπαγάνδας της υπερεθνικής ελίτ στην Ελλάδα). Έτσι, η υπερεθνική ελίτ, με τον μπαμπούλα της Αλ Κάιντα, πετυχαίνει σειρά κρίσιμων στόχων:
Πρώτον, «νομιμοποιεί» τους πόλεμους της, δηλαδή την συντριβή κάθε καθεστώτος ή κινήματος «ταραξία» που φέρνει εμπόδια στην πλήρη ενσωμάτωση μιας χώρας στη Νέα Διεθνή Τάξη (Αφγανιστάν, Ιράκ, Γιουγκοσλαβία). Η υπερεθνική, επομένως, ελίτ διαχειρίζεται την πολιτική παγκοσμιοποίηση που αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Δεύτερον, δικαιολογεί τον πλήρη εκφασισμό της δυτικής κοινωνίας, ως τμήμα της άμυνας στην επίθεση της «τρομοκρατικής υπερεθνικής υπερδύναμης» που δεν διστάζει να σκοτώνει αθώα γυναικόπαιδα στο Λονδίνο ή την Μαδρίτη (σε αντίθεση με τα προφανώς ένοχα πολλαπλάσια γυναικόπαιδα στο Ιράκ, το Αφγανιστάν ή την Παλαιστίνη που πεθαίνουν ως «παράπλευρες απώλειες», θύματα εμπάργκο κ.λπ.!). Σύμφωνα βέβαια με την υπερεθνική ελίτ, οι «τρομοκρατικές» επιθέσεις δεν στρέφονται κατά της δικής της βίας αλλά κατά της «δημοκρατίας» ―πράγμα που επιβάλλει την ουσιαστική … κατάργησή της για χάρη της προστασίας της!
Τρίτον, στο κλίμα αυτό, περνά άνετα τα μέτρα οικονομικής βίας που συνιστούν την καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Σήμερα, υπονομεύονται συστηματικά ή καταργούνται, όχι μόνο κοινωνικά δικαιώματα που είχαν κατακτήσει οι λαοί με μακρούς αγώνες (π.χ. δικαίωμα πλήρους απασχόλησης, δικαίωμα στο οκτάωρο κ.λπ.), αλλά και πολλές ατομικές ελευθερίες που αποτελούσαν το κύριο στοιχείο του πολιτικού φιλελευθερισμού (π.χ. δικαίωμα απεργίας, αυθόρμητων συναθροίσεων κ.α.). Στην πάλαι ποτέ φιλελεύθερη Βρετανία, για παράδειγμα, έχει ήδη δημιουργηθεί ένα κράτος αστυνόμευσης των πάντων, όπου οι υπηρεσίες ασφαλείας έχουν οπλιστεί με δικαίωμα να εκτελούν επί τόπου όποιον θεωρούν ύποπτο για τρομοκρατική ενέργεια, ενώ το Φθινόπωρο αναμένεται να καθιερωθεί και η ποινικοποίηση ακόμη και της σκέψης που η ελίτ και τα όργανά της θα κρίνουν ότι ενθαρρύνει την τρομοκρατία. Έτσι, αν ο προπολεμικός φασισμός εξαγόραζε την ανοχή ή υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων στην κατάργηση των ελευθεριών τους (δήθεν για να τα προστατεύσει από τον κομμουνιστικό μπαμπούλα), με αντάλλαγμα την ουσιαστική κατάργηση της ανεργίας, σήμερα ο νέος «σοσιαλφασισμός» που ανατέλλει επιδιώκει την ίδια ανοχή ή υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων στην κατάργηση των ελευθέριων τους (δήθεν για να τα προστατεύσει από τον τρομοκρατικό μπαμπούλα) χωρίς κανένα ουσιαστικά αντάλλαγμα!
Το πιο ανησυχητικό όμως στοιχείο είναι η εντεινόμενη απάθεια των λαϊκών στρωμάτων και η πλήρης ανοχή που παρέχουν στον στραγγαλισμό των ελευθεριών τους —γεγονός που οδηγεί κατευθείαν στον εκφασισμό της κοινωνίας. Έτσι, τρία τέταρτα των Βρετανών, δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, θυσιάζουν τις ατομικές ελευθερίες τους για χάρη της…ασφάλειας και 68% είναι υπέρ της κράτησης ύποπτων για τρεις μήνες χωρίς κατηγορία! Στη διαδικασία αυτή βοηθά αποφασιστικά και το ηγεμονικό στην Αριστερά ρεφορμιστικό τμήμα της, στο οποίο ανήκουν σήμερα και…Τροτσκιστές τύπου SWP (και του εδώ παραρτήματος τους στο ΣΕΚ), οι οποίοι βάζουν στο ίδιο τσουβάλι την βία των ελίτ και την αντίσταση εναντίον της με σύνθημα «Σταματήστε τις βόμβες―Σταματήστε τον πόλεμο!», και δεν οργάνωσαν ούτε μια διαδήλωση για ν’ αποδοθεί η απώτερη ευθύνη για τις βομβιστικές ενέργειες στην ντόπια ελίτ. Παράλληλα, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), συνήθως λαλίστατες στη καταδίκη της κρατικής τρομοκρατίας όταν αυτό βολεύει την υπερεθνική ελίτ (Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, προκατοχικο Ιράκ), έχασαν τη λαλιά τους όταν έπρεπε να καταδικάσουν ως καθαρή περίπτωση κρατικής τρομοκρατίας την εκτέλεση του Βραζιλιάνου και φυσικά δεν διανοήθηκαν ποτέ να απαιτήσουν, όπως στις περιπτώσεις Μιλόσεβιτς και Σανταμ, την παραπομπή των Μπους, Μπλερ, Σαρόν και συντροφιά, για εγκλήματα πόλεμου.
Η αυξανόμενη αυτή παθητικοποίηση και ιδιώτευση που οδηγεί κατευθείαν στον εκφασισμό της κοινωνίας οφείλεται σε σειρά παραγόντων που απλώς αναφέρουμε εδώ:
· αντικειμενικοί παράγοντες, όπως η συρρίκνωση της παραδοσιακής εργατικής τάξης και των οργανωμένων συνδικάτων εξαιτίας τεχνολογικών αλλαγών
· η κατάρρευση του «υπαρκτού» αλλά και της πίστης στη δυνατότητα μιας εναλλακτικής κοινωνίας
· η επέκταση της καταναλωτικής κοινωνίας και η μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών
· η δραστική συρρίκνωση της συλλογικότητας και
· ο ξεπεσμός των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων
Τρόποι δράσης κατά της σημερινής βαρβαρότητας
Όπως είναι φανερό, μπροστά στην εντεινόμενη σημερινή βαρβαρότητα, υπάρχουν τρεις τρόποι δράσης:
Ο πρώτος είναι η βίαιη αντίσταση που υιοθετούν οι Ισλαμικές οργανώσεις, η οποία συχνά παίρνει την μορφή της τυφλής βίας για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της πελώριας ασυμμετρίας δύναμης. Όμως, η πολιτική βία μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στη περίπτωση του αγώνα εναντίον ενός στρατού κατοχής, ή εναντίον ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος που δεν επιτρέπει οποιαδήποτε μορφή μη βίαιης πολιτικής πάλης η οποία θ’ αμφισβητούσε το υπάρχον κοινωνικο-οικονομικό σύστημα. Αυτές είναι οι περιπτώσεις που ανέφερε και η Χάννα Άρεντ, της επαναστατικής βίας και της συλλογικής ή ατομικής αυτοάμυνας εναντίον της κρατικής βίας και της βίας των ελίτ γενικότερα. Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις, όπως έχω τονίσει και αλλού (βλ. Ο Πόλεμος κατά της «Τρομοκρατίας», 2003) η χρήση πολιτικής βίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί διότι είναι εγγενώς ασύμβατη με το δημοκρατικό πρόταγμα, ηθικά καταδικαστέα διότι χρησιμοποιεί τις ίδιες βάρβαρες μεθόδους όπως και οι ελίτ, και πολιτικά αδιέξοδη εφόσον, σε τελική ανάλυση, εξυπηρετεί τον στόχο των ελίτ για την επέκταση του ελέγχου τους πάνω στον πληθυσμό.
Ο δεύτερος τρόπος είναι αυτός που υιοθετεί η ρεφορμιστική Αριστερά —και έμμεσα ενθαρρύνεται από την υπερεθνική ελίτ διότι είναι ανώδυνος, εφόσον δεν θέτει κάτω από αμφισβήτηση το ίδιο το σύστημα: παθητικές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, απεργίες με ρεφορμιστικά αιτήματα για την τιμή των όπλων, συλλογή υπογραφών εναντίον συγκεκριμένων πολιτικών των ελίτ, και άλλα παρόμοια. Είναι όμως φανερό ότι, όταν αντίστοιχες δραστηριότητες δεν μπόρεσαν να παράγουν οποιαδήποτε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα ακόμη και κατά την διάρκεια της κρατικιστικής νεωτερικότητας που μεσουρανούσε (λόγω των τότε αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών) η σοσιαλδημοκρατία, δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι οι προοπτικές επιτυχίας παρόμοιας δραστηριότητας σήμερα είναι μηδαμινές, εφόσον, στο σημερινό πλαίσιο των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, που αποτελούν την πεμπτουσία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οποιεσδήποτε σημαντικές μεταρρυθμίσεις μέσω της χρησιμοποίησης της εκλογικής διαδικασίας και της κρατικής μηχανής δεν είναι πια δυνατές. Έτσι, όποιος δεν δέχεται να καλουπωθεί στο πλαίσιο των επιλογών που του προσφέρει το σύστημα, δηλαδή, είτε να επιλέξει μεταξύ κομμάτων εξουσίας ―νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων― είτε να εκτονωθεί ψηφίζοντας την ρεφορμιστική Αριστερά που δεν αμφισβητεί τις συστημικές δομές, απλώς συνθλίβεται.
Ο τρίτος τρόπος που στις σημερινές συνθήκες φαίνεται, όχι μόνο ως ο μόνος συμβατός με το δημοκρατικό πρόταγμα, αλλά και ο μόνος ρεαλιστικός, είναι ο αγώνας για την δημιουργία ενός διεθνούς αντισυστημικού μετώπου από τις δυνάμεις που θα ένωνε η διαπίστωση ότι η έξοδος από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση προϋποθέτει την άμεση αμφισβήτηση του συστήματος που την προκάλεσε, δηλαδή της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», και την αντικατάστασή του από μια κοινωνία όπου οι ίδιοι οι πολίτες, και όχι οι ελίτ «για λογαριασμό τους», θα διαχειρίζονται την πολιτεία και την οικονομία. Με άλλα λόγια, ενός αντισυστημικού μετώπου που θα πάλευε για την μαζική συνειδητοποίηση της σημερινής κρίσιμης επιλογής μεταξύ της δημοκρατίας (με την έννοια της ενσωμάτωσης της κοινωνίας με την πολιτεία, την οικονομία και την Φύση) και της σημερινής βαρβαρότητας.
Αριστερά, εθνικισμός και πατριωτισμός
Ένα σημαντικό θέμα που ανέκυψε τελευταία στους κόλπους κυρίως της ρεφορμιστικής Αριστεράς, μετά από σχετικό άρθρο του Τζωρτζ Μόμπιο (αναδημοσιεύτηκε και στην Αυγή) ο οποίος διαφοροποιούνταν από τον Τζωρτζ Όργουελ, ήταν η θέση της Αριστεράς αναφορικά με τον εθνικισμό και πατριωτισμό. Δεδομένου ότι η θέση που παίρνει κανείς σχετικά με τη διαμάχη αυτή έχει σημαντικές συνέπειες για το τι θεωρείται θεμιτή πολιτική αντιβία, θα άξιζε να τελειώσουμε το άρθρο με τις σχετικές μας θέσεις πάνω στο θέμα. «Με τον όρο εθνικισμό», γράφει o Όργουελ, «εννοώ τη συνήθεια vα ταυτοποιείται κανείς με έvα μόνο έθνος ή άλλη μονάδα, την οποία τοποθετεί πέρα από τo καλό και τo κακό, και vα μηv αναγνωρίζει καvέvα άλλο καθήκον παρά τηv προαγωγή τωv συμφερόντων τους». Τον εθνικισμό αυτό o Όργουελ τον διακρίνει σαφώς από τον πατριωτισμό, με τον oπoίo εννοεί τηv αφοσίωση σε έvα συγκεκριμένο τόπο και τρόπο ζωής, πoυ μπορεί κάποιος vα τα θεωρεί ως τα καλύτερα στον κόσμο, χωρίς όμως αυτό vα τoυ δημιουργεί καμμιά διάθεση vα τα επιβάλλει στους άλλους. Έτσι, εvω o πατριωτισμός είναι από τη φύση τoυ αμυντικός, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτιστικά, o εθνικισμός είναι αδιαχώριστος από τηv δίψα για εξουσία: «o παντοτινός στόχος κάθε εθνικιστή είναι vα εξασφαλίσει περισσότερη εξουσία και περισσότερο κύρος, όχι για τον ίδιο, αλλά για τo έθνος ή τη μονάδα πoυ επέλεξε vα βυθίσει τηv ατομικότητα τoυ». Από την άλλη μεριά, ο Μόνμπιο διακηρύσσει ότι «ο πατριωτισμός του είδους που απαιτούσε ο Όργουελ για το 1940 είναι αναγκαίος μόνο για την αντιμετώπιση του πατριωτισμού των άλλων», αφού ο ίδιος ο πόλεμος δεν θα είχε καν συμβεί, αν ο Χίτλερ δεν είχε εκμεταλλευθεί την ιδιαίτερη αφοσίωση των Γερμανών στην πατρίδα τους.
Το θέμα όμως στη πραγματικότητα, δεν είναι τόσο η διάκριση εθνικισμού και πατριωτισμού —που κάποτε μπορεί να είναι χρήσιμη— όσο το πώς θα ξεπεράσουμε τόσο τους εθνικισμούς όσο και τους πατριωτισμούς. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι άνθρωποι δεν έχουν ρίζες που τους δένουν με άλλους ανθρώπους, με βάση τις κοινές εμπειρίες και την κουλτούρα τους (γλώσσα, λαϊκή μουσική κ.λπ.). Στην κουλτούρα, φυσικά, δεν θα πρέπει να περιλάβουμε την θρησκεία, η οποία είναι ετερόνομο ή εξωγενές στοιχείο της, εφόσον δεν γεννιέται μέσα από τον λαό, όπως για παράδειγμα η λαϊκή μουσική, και ακόμη και όταν δεν είναι ―όπως συνήθως― εισαγόμενη, επικρατεί μόνο όταν αναπαράγεται από τις ελίτ και τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς της, δηλαδή μόνο όταν είναι συμβατή με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Ούτε ακόμη θα πρέπει να περιλάβουμε στην κουλτούρα τις παραδόσεις γενικά, εφόσον πολλές από αυτές έχουν γεννηθεί στο πλαίσιο του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος ―ή αποτελούν τμήματά του― και τις αναπαράγουν οι ελίτ με απώτερο στόχο την θεμελίωση των θεσμών οι οποίοι αναπαράγουν τα προνόμια τους. Άλλο όμως το να έχει ο κάθε άνθρωπος την κουλτούρα του και άλλο να την θεωρεί υπέρτερη οποιαδήποτε άλλης. Η ομορφιά άλλωστε του ανθρώπινου πολιτισμού έγκειται στην πολιτισμική ποικιλία, την οποία μια διεθνής κοινωνία που θα βασιζόταν στις αρχές οργάνωσης και τις αξίες που στηρίζουν μια Περιεκτική Δημοκρατία (ΠΔ) θα ενίσχυε με κάθε τρόπο. Είναι επομένως προφανές ότι ούτε ο εθνικισμός ούτε ακόμη και ο πατριωτισμός είναι τμήματα αυτών των αξιών. Αλλά, εάν για τον εθνικισμό είναι εύκολο να δειχτεί η ασυμβατότητα των δημοκρατικών αξιών που απορρέουν από τις αρχές αυτονομίας και κοινότητας (δηλαδή οι αξίες της ισότητας, σεβασμού της προσωπικότητας κάθε πολίτη ανεξάρτητα από φύλο, φυλή κ.λπ., σεβασμού της ζωής και της ποιότητας ζωής, της αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας κ.λπ.), μπορούμε ν’ απορρίψουμε με την ίδια ευκολία τον πατριωτισμό;
Αρχικά, είναι αυτονόητο το αμυντικό δικαίωμα της δημοκρατίας απέναντι σε οποιαδήποτε εσωτερική ή εξωτερική απειλή, είτε δηλαδή η απειλή προέρχεται από τις ντόπιες ελίτ και τα όργανα της που θέλουν ν’ αποτρέψουν μια διαδικασία καθιέρωσης πολιτικής και οικονομικής ισότητας, μέσω των θεσμών μιας ΠΔ, είτε η απειλή προέρχεται από τις ξένες ελίτ, σε συνεργασία ή όχι με τις ντόπιες. Στη τελευταία μάλιστα περίπτωση, ο αγώνας για την υπεράσπιση των θεσμών και αξιών μιας ΠΔ γίνεται και πατριωτικός αγώνας, όταν στρέφεται κατά των ξένων ελίτ και των οργάνων της. Στον βαθμό επομένως που ο Όργουελ μιλούσε για μια εξωτερική απειλή που απειλούσε όχι απλώς τα προνόμια των ντόπιων ελίτ (όπως γινόταν συνήθως με τους πόλεμους μεταξύ ελίτ, όπως ήταν και ο Α’ Παγκ. Πόλεμος) αλλά ακόμη και λαϊκές κατακτήσεις ―όπως συνέβαινε με την απειλή που έθετε ο εθνικοσοσιαλισμός και ο φασισμός― η διάκριση είχε βέβαια νόημα. Για παράδειγμα, ο αγώνας του Ελληνικού λαού κατά των κατοχικών δυνάμεων, δεν ήταν μόνο εθνικιστικός, αλλά ήταν ΚΑΙ πατριωτικός. Μολονότι βέβαια το καθεστώς που υπήρχε στην Ελλάδα πριν την κατοχή ήταν επίσης δικτατορικό, ο αντιστασιακός αγώνας δεν στόχευε φυσικά στην εκδίωξη των κατακτητών και την επαναφορά του καθεστώτος Μεταξά αλλά την εκδίωξη των κατακτητών που ήθελαν να μονιμοποιήσουν την φασιστική καταπίεση στη χώρα —πράγμα που εμπόδιζε την πορεία προς μια σοσιαλιστική, ή έστω «δικαιότερη», κοινωνία, όπως τη φανταζόταν τότε ο μέσος αντιστασιακός πολίτης.
Περιεκτική Δημοκρατία, αντίσταση και «τρομοκρατία»
Ούτε βέβαια ήταν βάσιμο το επιχείρημα που υποστήριζαν κάποιοι στην Αριστερά, κρατικιστική και ελευθεριακή, ότι δεν έπρεπε να μετέχουμε στον αντιστασιακό αγώνα γιατί η ηγεσία του ―η οποία ελεγχόταν από το ΚΚΕ― θα οδηγούσε σε ένα νέο αυταρχικό καθεστώς. Θα πρέπει πάντα να βλέπουμε ότι η συμμετοχή σε έναν αντιστασιακό αγώνα κατά των κατακτητών-οργάνων μιας ξένης ελίτ, έχει βασικό στόχο την εξασφάλιση των προϋποθέσεων που επιτρέπουν την ανάπτυξη ενός αγώνα για μια αυτόνομη κοινωνία, και η πρώτη αναγκαία (αλλά όχι και επαρκής) προϋπόθεση γι' αυτό είναι η απαλλαγή από τον εξωτερικό κατακτητή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι συμμετέχοντες στον αγώνα, οι οποίοι δεν συμμερίζονται π.χ. τις απόψεις των κρατιστών αλλά εμφορούνται π.χ. από μια αντίληψη ελευθεριακού σοσιαλισμού ή ΠΔ, δεν θα παλεύουν συγχρόνως για τον διπλό στόχο της εκδίωξης του εισβολέα αλλά και της εγκαθίδρυσης μιας κοινωνίας ισότητας και αυτονομίας ―πάντοτε βέβαια ΜΕΣΑ από τις γραμμές του αντιστασιακού κινήματος.
Στην προβληματική αυτή, αποτελούν αστειότητα οι θέσεις κάποιων Τροτσκιστών ή οπαδών της αυτονομίας, τότε και σήμερα, ότι συνεπής στάση δεν είναι η συμμετοχή στο αντιστασιακό κίνημα αλλά η προσπάθεια συναδέλφωσης με τους στρατιώτες των κατοχικών δυνάμεων, με στόχο τον κοινό αγώνα κατά των ελίτ. Όμως, οι στρατιώτες των κατοχικών δυνάμεων, από την στιγμή που συμμετέχουν στην εκστρατεία των ελίτ ―είτε συνειδητοποιούν είτε όχι τις ευθύνες τους— γίνονται συνυπεύθυνοι και επομένως αποτελούν στόχο του αντιστασιακού κινήματος, ο οποίος μπορεί να πληγεί με οποιοδήποτε μέσο στη διάθεση των αντιστεκόμενων. Αυτό, στη σημερινή τρομερή ασυμμετρία δύναμης που επιβάλλει η φοβερή υπεροπλία της υπερεθνικής ελίτ, μπορεί να σημαίνει ακόμη και επιθέσεις αυτοκτονίας. Με την ίδια λογική, θα μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει ως αντιστασιακές πράξεις (χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι οι υποστηρικτές της ΠΔ θα κατέφευγαν ποτέ σε παρόμοιες μεθόδους) ακόμη και τις επιθέσεις εναντίον πολιτών που υποστηρίζουν τον αγώνα των κατοχικών δυνάμεων (π.χ. ενάντια στους Γάλλους άποικους στην Αλγερία ή τους Ισραηλινούς εποίκους/άποικους στα κατεχόμενα).
Ανάλογες αρχές πρέπει να καθορίζουν και τη στάση μας απέναντι σε σημερινά αντιστασιακά κινήματα στο Ιράκ ή την Παλαιστίνη, τα οποία η υπερεθνική ελίτ χαρακτηρίζει τρομοκρατικά. Αποτελεί, επομένως, συνειδητή συνοδοιπορία με την υπερεθνική ελίτ η στάση της ρεφορμιστικής αριστεράς που βάζει στο ίδιο τσουβάλι την βία των θυμάτων και των θυτών, όπως αποτελεί εθελοτυφλία (στο βαθμό που δεν συνειδητοποιούν την συνοδοιπορία) η ανάλογη στάση κάποιων ελευθεριακών. Είναι άλλωστε γνωστό ότι αυτού του είδους την αντιπολίτευση επιδιώκει να έχει και η υπερεθνική ελίτ, δηλαδή μια «αριστερά» που καταδικάζει τη βία γενικά, από όπου και αν προέρχεται, «ξεχνώντας» τις αιτίες που οδήγησαν στην αντιστασιακή βία! Έτσι, η κάθε ελίτ μπορεί ν’ αρπάζει και να σκοτώνει οπουδήποτε στη γη και όταν μετά επιδιώκει την «ειρήνη» για να παγιώσει τη λεία της (Παλαιστίνη, Ιράκ κ.λπ.) και κάποιοι αντιστέκονται, να τους βαφτίζει τρομοκράτες ―με την βοήθεια μάλιστα της «Αριστεράς» αυτής!
Το ηθικό και πολιτικό πρόβλημα που δημιουργείται εδώ, όμως, είναι αν η στάση αυτή δικαιολογεί και πράξεις πολιτικής αντιβίας έξω από τα κατεχόμενα εδάφη, π.χ. στις ΗΠΑ, ή τη Βρετανία (τους πρωταγωνιστές της υπερεθνικής ελίτ). Κατά τη γνώμη μου, όσο στις χώρες αυτές είναι ακόμη δυνατός ο αγώνας με πολιτικά μέσα για την κατάργηση της εξουσίας και των προνομίων των ελίτ, τα οποία αποτελούν την απώτερη αιτία των κατοχικών εκστρατειών της, και με δεδομένο ότι σημαντικό τμήμα των λαών τους καταδικάζει ρητά τις εκστρατείες αυτές, οι επιθέσεις εναντίον πολιτών είναι ηθικά και πολιτικά απαράδεκτες (φυσικά οι επιθέσεις εναντίον τους στις χώρες κατοχής, όταν μετέχουν στα τμήματα των κατοχικών δυνάμεων ή σαν τμήματα της πολιτικής και οικονομικής υποδομής της κατοχής, είναι απόλυτα δικαιολογημένες). Ανάλογα ισχύουν για το ίδιο το Ισραήλ, μολονότι η απάντηση περιπλέκεται από το γεγονός ότι ολόκληρο το κράτος αυτό, ιστορικά, είναι προϊόν κατάκτησης και αρπαγής. Από τη στιγμή, όμως, που υπάρχουν αντιστεκόμενοι στον Σιωνισμό κάτοικοι του Ισραήλ (πέρα από την Αραβική μειονότητα) και ο πολιτικός αγώνας μεταξύ αυτών και των Σιωνιστών είναι ακόμη δυνατός, πράγμα που ίσως θα επέτρεπε ακόμη και την διάδοση των ιδεών για μια πολυπολιτισμική συνομοσπονδιακή ΠΔ μεταξύ Παλαιστίνιων και Εβραίων που θα εκτείνεται σε ολόκληρη την ιστορική Παλαιστίνη, τότε θα μπορούσε να υποστηριχτεί η θέση ότι η πολιτική αντιβία εναντίον πολιτών μέσα στο ίδιο το Ισραήλ είναι ασύμβατη με το δημοκρατικό πρόταγμα. Μολονότι βέβαια αυτό δημιουργεί το πρακτικό πρόβλημα αν είναι δυνατή η διάκριση μεταξύ πολιτών και παρτ-ταιμ στρατιωτών που είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να σταλούν στα κατεχόμενα για κατάπνιξη του αντιστασιακού κινήματος, κατά τη γνώμη μου επιθέσεις εναντίον τους δεν δικαιολογούνται παρά μόνο όταν λειτουργούν σαν οργανικό τμήμα των κατοχικών δυνάμεων.