Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 11, Φεβρουάριος 2006
Η νεοφιλελεύθερη επίθεση του συστήματος: ΝΔ και ΠΑΣΟΚ σε αγαστή σύμπνοια
ΣΠΥΡΟΣ ΛΟΥΒΡΟΣ, συνδικαλιστής
Στη πρώιμη καπιταλιστική κοινωνία οι εργαζόμενοι εξασφάλιζαν μόνο 52 Κυριακές αργίας και εξοντωτικά ωράρια αλλά μέχρι και το 1970 είχαν καταφέρει, μέσα από πολύχρονους και αιματηρούς αγώνες, να καθιερώσουν ρεπό, σταθερότητα στην εργασία, κατάργηση της απασχόλησης σε ανήλικους, 8ωρη εργάσιμη ημέρα, συλλογικές συμβάσεις εργασίας, συνταξιοδοτικές απολαβές, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και το κυριότερο είχαν θέσει τα παραπάνω σε εποπτεία και έλεγχο στην εφαρμογή τους από τα ίδια τα συνδικάτα τους.
Οι μάχες αυτές που οδηγούσαν στη χειραφέτησή τους έδωσαν ιστορικά παραδείγματα αγώνων που καταπνίγηκαν στο αίμα, κυρίως γιατί οι συνθήκες της εποχής δεν επέτρεψαν να αποτελέσουν μέρος ενός συνολικού προτάγματος κοινωνικής αλλαγής, με αποτέλεσμα μερικές ανατροπές, όπου καταλάμβαναν προσωρινά την εξουσία ή την επικράτηση της ηθικής της αστικής τάξης που στηριζόταν αρχικά στις χριστιανικές αξίες («Ο άνθρωπος βρίσκεται στη γη για να υποφέρει όχι για να γλεντά» έλεγε ο Γάλλος Πολιτικός Θιέρσος το 1840 ζητώντας την «εξαφάνιση» κάθε θεμελιώδους δικαιώματος τους). Στη συνέχεια επικράτησαν οι αρχές της μέγιστης αποδοτικότητας που επέβαλε το ανταγωνιστικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς, με βάση τη φιλελεύθερη και σήμερα τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.
Έτσι με την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης από τη δεκαετία του ’70 και μετά, η δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς έχει οδηγήσει το χρηματιστηριακό κεφάλαιο και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις να προωθούν κάθε μέτρο που θα ενίσχυε την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, με στόχο να κάνουν την εργασία όσο πιο «ευέλικτη» και προσαρμόσιμη γίνεται για τις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας. Στο σχήμα αυτό, εντάσσονται και οι πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες για τις αλλαγές στις ΔΕΚΟ, που είναι σαφώς ενταγμένες μέσα στο θεσμικό πλαίσιο που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (στην Ελλάδα, μέσω της Ευρ. Ένωσης) και δεν έχουν καμία σχέση με κακές επιλογές της σημερινής κυβέρνησης, όπως διατείνονται οι πρώτοι διδάξαντες (βλ τα μέτρα για την ελαστικοποίηση του ωραρίου και σειρά άλλων αλλαγών), δηλαδή οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
Έτσι, είναι υποκριτική η στάση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ σχετικά με τα νέο-αγγελθέντα μέτρα αφού αυτό που τον ενοχλεί δεν αφορά την ουσία των μέτρων αλλά στο γεγονός ότι αυτά δεν έτυχαν της ίδιας συνδικαλιστικής συναίνεσης όπως τα αντίστοιχα του ΟΤΕ ― κάτι που τον υποχρεώνει να καταφύγει στην καταγγελία προκειμένου και να μη γελοιοποιηθεί αλλά και να περιορίσει τις όποιες αντιπολιτευτικές φωνές στο εσωτερικό του.
Αντίστοιχα δεν αληθεύουν και οι ισχυρισμοί της ρεφορμιστικής αριστεράς που διατυμπανίζει ανέξοδα ότι οι επιλογές τόσο των νεοφιλελεύθερων όσο και των σοσιαλφιλελεύθερων αποτελούν προϊόν συμβιβασμών κακών κυβερνήσεων, και ότι μια «άλλη» κυβέρνηση θα μπορούσε να αντισταθεί (αλήθεια πώς;) στις επιταγές που επιβάλλουν οι διεθνείς οργανισμοί της υπερεθνικής ελίτ (ΠΟΕ, ΔΝΤ) και οι πολυεθνικές εταιρίες.
Η συνεχιζόμενη όμως πολιτική αποψίλωσης των εργασιακών δικαιωμάτων, προκειμένου να συνεχιστούν και να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες εκείνες που θα επιτρέπουν αφενός τη μεγιστοποίηση των κερδών της ντόπιας και ξένης ελίτ και αφετέρου τη δημιουργία ευνοϊκότερων προϋποθέσεων προκειμένου να προσελκυσθούν διεθνή πολυεθνικά κεφάλαια (και να παραμείνουν υποτίθεται εντός συνόρων τα ντόπια) επενδύσεων χωρίς εμπόδια και θα εξαγοράσουν ακόμα πιο αποφασιστικά τις υπό ιδιωτικοποίηση πρώην δημόσιες επιχειρήσεις Κοινωνικής Ωφέλειας, δεν αποτελεί κάτι καινούργιο. Το σχετικά καινούργιο αποτελεί η απογοητευτική αντίδραση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η οξύτητα των μέτρων που αναγγέλθηκαν, οι μεσοπρόθεσμες και κυρίως μακροπρόθεσμες συνέπειές τους, στον ιδιωτικό όσο και αργότερα στον Δημόσιο τομέα, δεν θα έπρεπε να είχαν δημιουργήσει μόνο σειρά αντιδράσεων των συνδικάτων και των εργαζόμενων γι’ αυτή καθεαυτή τη σημασία των μέτρων, τις συνέπειες στα δικαιώματα των εργαζομένων και στην συνακόλουθη κατάλυσή τους ή στη γενικευμένη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων που επιβάλλει κατ’ αρχήν η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Η αντίδραση των εργαζόμενων θα έπρεπε να είχε στραφεί στο γεγονός ότι οι εισαγόμενες ρυθμίσεις βάλλουν ευθέως στην ίδια την καρδιά του συνδικαλιστικού κινήματος αφού η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων (κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, ελαστικοποίηση ωραρίου, νέα πολιτική προσλήψεων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια) και η τελική γενική απορρύθμιση που θα επιφέρει η ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων αυτών, θα επηρεάσει άμεσα και την ίδια την συνοχή του συνδικαλιστικού κινήματος, αφού το 70-80% των συνδικαλιστικών οργανώσεων των επιχειρήσεων αυτών έχουν άμεση αναφορά στην ΓΣΕΕ --κάτι για το οποίο βέβαια κανείς από τους εργατοπατέρες σήμερα δεν μιλάει. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα έπρεπε απλώς ν’ αγωνιστούν για την υπεράσπιση των συνδικάτων όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα, δηλαδή σα γραφειοκρατικοί οργανισμοί υπεράσπισης συντεχνιακών συμφερόντων—πράγμα που αποτελεί και βασική αιτία του εκφυλισμού τους. Αντίθετα οι εργαζόμενοι με βάση όλες αυτές τις εμπειρίες του παρελθόντος, θα έπρεπε να παλέψουν για την αυτοδιαχείριση στους τόπους δουλειάς, αρχίζοντας με την αυτοδιαχείριση των ίδιων των συνδικάτων τους, τη δημιουργία δηλαδή αμεσοδημοκρατικών εργατικών οργανώσεων που θα ελέγχονταν από τους ίδιους τους εργαζόμενους και όχι από τους εργατοπατέρες και μέσω αυτών από τα κόμματα του συστήματος και τους δορυφόρους τους.
Οι λεονταρισμοί άλλωστε του Προέδρου της ΓΣΕΕ και μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ κ. Πολυζωγόπουλου σχετικά με μια ΔΥΝΑΜΙΚΗ απάντηση του συνδικαλιστικού κινήματος αποδείχθηκαν άνευ ουσίας. Δεν κατάφεραν (και εξαρχής δεν στόχευαν στο) να κινητοποιήσουν στοιχειωδώς τους εργαζόμενους που πλέον έχοντας χάσει κάθε πίστη στους εκπροσώπους τους, και παράλληλα βλέποντας την γελοιότητα των 24ωρων «επαναστάσεων» της συνδικαλιστικής τους ηγεσίας που και δεν οδηγούν πουθενά και επιπλέον αφαιρούν μέρος από τον ήδη περιορισμένο μισθό τους, δεν ακολουθούν και δεν εμπιστεύονται κανένα, όπως φυσικά και δεν πείθονται και από τη δήθεν απουσία από την ψηφοφορία για τα μέτρα του πρώην Γ. Γραμματέα της ΓΣΕΕ και νυν βουλευτή της ΝΔ κ. Μανώλη, ο οποίος δήλωσε ότι δεν ψηφίζει το νομοσχέδιο για τα μέτρα σεβόμενος την ιστορία του, δηλαδή σεβόμενος τις φιλελεύθερες ιδέες του.
Η εξέλιξη όμως αυτή δεν είναι καθόλου ευχάριστη κυρίως για τους νέους εργαζόμενους αφού οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, καθώς και οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες τους, έχουν καταφέρει να χωρίσουν σε κατηγορίες τους ήδη εργαζόμενους προκειμένου να περάσουν χωρίς κόστος και με την «ανοχή» τους τα μέτρα.Έτσι γεννιέται σήμερα το ερώτημα: Ο νεοφιλελευθερισμός επικράτησε πλήρως; Διαφαίνεται άραγε κάποια διαδικασία ανατροπής ή βελτίωσης των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης μέσα στο καθεστώς της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης;
Δυστυχώς, η μέχρι σήμερα ανάλυση της πορείας που ακολούθησε την πρώτη απόπειρα εγκαθίδρυσης της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς τον 19ο αιώνα και τα στάδια που ακολουθήθηκαν μέχρι την εγκαθίδρυση της νεοφιλελεύθερης σημερινής πραγματικότητας έχουν αποδείξει ότι, με τα υπάρχοντα χθεσινά πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποιεί η ρεφορμιστική και η παραδοσιακή αριστερά δεν μπορεί να υπάρξει καμία βελτίωση και όπου αυτή επέλθει θα είναι παροδική (όπως συνέβηκε στη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, 1945-1975).Η εξήγηση που επιχειρούν οι παραπάνω προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τις πολιτικές τους, έχουν αναφορά είτε στα «.. περί των πουλημένων ηγετών» είτε « σε εκφυλισμένους πολιτικούς σχηματισμούς». Όμως οι «εξηγήσεις» αυτές αποτελούν στη πραγματικότητα άλλοθι του ίδιου του συστήματος που επιθυμεί τη διπολική αναπαραγωγή του μέσα από κόμματα/παραλλαγή (ΠΑΣΟΚ –Ν.Δ) και με δορυφόρους που συντηρούν μια προοδευτική σούπα από ολίγον κεντροδεξιά, κεντροαριστερά, αριστερά ρεφορμίζουσα (ΣΥΝ), αριστερά παραδοσιακή με αντισυστημική ρητορεία και ρεφορμιστική πρακτική (ΚΚΕ, καθώς και οι διάφορες ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστερός, ΚΟΕ, ΣΕΚ κλπ), πολιτικών οργανισμών δηλαδή που προσπαθούν με τα αναλυτικά εργαλεία του 19ου αιώνα να καταλάβουν την πραγματικότητα του 21ου! .
Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να στραφούν σε νέες πολιτικές και οργανωτικές δομές στα συνδικάτα που θα λειτουργήσουν συσπειρωτικά και σαν τμήμα ενός ευρύτερου αντισυστημικού κινήματος που στοχεύει στην ανατροπή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» που το στηρίζει. Χρειαζόμαστε επομένως μια συνδικαλιστική παρέμβαση που θα παλεύει για ολοένα περισσότερη δημοκρατία στους χώρους δουλειάς (μαζί με τους αμυντικούς αγώνες για την προάσπιση των εργατικών κεκτημένων όπως η μονιμότητα, το ασφαλιστικό κλπ) στο βαθμό που είναι δυνατό και που παράλληλα θα θέτει συνολικά πολιτικά αιτήματα ενταγμένα σε μια αντισυστημική στρατηγική με βάση της τη δημιουργία εναλλακτικών οικονομικών και πολιτικών θεσμών, έτσι ώστε το κίνημα για την κοινωνική αλλαγή να είναι ηγεμονικό ΠΡΙΝ την πιθανή τελική σύγκρουση με το σύστημα.
Η αντιπροσωπευτική διαδικασία σε όλα τα επίπεδα της πολιτικοκοινωνικής ζωής και οι συνακόλουθες ή συνυπάρχουσες εξουσιαστικές σχέσεις αποτελούν βασικές αιτίες συντήρησης και αναπαραγωγής του συστήματος. Η αλλαγή του δεν μπορεί να στηρίζεται στην αλλαγή προσώπων αλλά στην καθιέρωση ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος που θα πραγματώνεται στην ατομική και συλλογική αυτονομία. Όσο δρόμο και αν χρειαστεί, μια τέτοια διαδικασία, που θα στοχεύει στη δημοκρατική αυτοσυνείδηση του πολίτη, είναι μονόδρομος για αγώνα και αλλαγή με στόχους και όραμα.
Το σημερινό συνδικαλιστικό κίνημα έχει πρακτικά εξουδετερωθεί από την δυναμική που επιβάλλει η απορρύθμιση των αγορών, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, ο ανταγωνισμός και το διογκούμενο κύμα ανεργίας από τις επιχειρήσεις που μετακομίζουν σε «παράδεισους» φτηνών εργατικών δαπανών προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν το κόστος τους αλλά και να λειτουργήσουν ως άλλοθι για τις επιχειρούμενες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή έπαιξε βέβαια και η ανάπτυξη της επιρροής της ρεφορμιστικής αριστεράς στο εργατικό κίνημα, που με τη σειρά της έπαιξε σταδιακά αφομοιωτικό ρόλο σπέρνοντας τις αυταπάτες για βελτίωση του συστήματος και για καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο.
Είναι λοιπόν καταφανέστατο ότι κάθε προσπάθεια προς την κατεύθυνση επαναφοράς προστατευτικών μέτρων για τους εργαζόμενους από την σταδιακή εξαθλίωση που θα επιβάλλει η νομοθετική βία και η εργοδοτική αυθαιρεσία προς όφελος του κεφαλαίου,, θα δημιουργεί μια αντιθετική διαδικασία σύγκρουσης μεταξύ εργασίας και ανεργίας, ή μεταξύ εργασίας και συγκαλυμμένων μορφών ανεργίας (παρτ-ταιμ κλπ) ή τέλος μεταξύ εργασίας και φτηνής και εξαθλιωμένης «εργασίας» που όσο και αν φαντάζει διλημματική αποτελεί και την δυναμική του συστήματος.
Έτσι οι αλλαγές που απαιτούνται μέσα στο σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς θα συντελεσθούν, επιφέροντας τεράστιες επιπτώσεις στο ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον. Η επίκληση, αόριστη ή αληθοφανής, για Δημοκρατία ουσιαστικά είναι η μόνη λύση για την «έξοδο» από αυτό το σύστημα, αλλά η «περισσότερη Δημοκρατία» (συμμετοχική «δημοκρατία» κλπ) που επικαλούνται οι ίδιοι οι άνθρωποι που ζουν και αναπνέουν στις παραφυάδες της παγκοσμιοποίησης και των θεσμών της, δεν αποτελεί διέξοδο. Διέξοδος για μια ουσιαστική επανένωση της Πολιτείας και της Οικονομίας με την Κοινωνία και της Κοινωνίας με τη Φύση μπορεί να γεννηθεί μόνο μέσα από τον αγώνα για τη θέσπιση μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας, μιας δηλαδή ανώτερης μορφής Δημοκρατίας όπου η έννοια του πολίτη είναι συνυφασμένη με την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης, δηλαδή την κατάργηση των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών.