Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 12 (Μάιος 2006)


 

Το Φαινόμενο της Διαφθοράς στο Δημόσιο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΓΙΝΟΓΛΟΥ

 

Τα συγκοινωνούντα δοχεία

 

Ακούμε συνέχεια για «γαλάζια και πράσινα παιδιά», για «αδιαφανείς διαδικασίες» και για «διαπλεκόμενα». Κατά τους ειδήμονες υπάρχει κρίση των θεσμών και πρέπει επιτέλους να βρεθεί μια οριστική λύση. Οι λύσεις που προτείνονται δεν αφορούν βέβαια την ίδια τη φύση των θεσμών. Συνήθως το κακό είναι το «κομματικό κράτος», το οποίο όμως είναι απλώς τμήμα ενός ακόμη μεγαλύτερου κακού: της συγκέντρωσης εξουσίας στα χέρια των λίγων.

 

Το κράτος είναι ένα πλέγμα φορέων με συγκεκριμένες υποτίθεται αρμοδιότητες. Συχνά όμως η αρμοδιότητα ενός κρατικού φορέα είναι τόσο δυσδιάκριτη και ασαφής, ή είναι τόσο αλληλένδετη με την αρμοδιότητα μιας παρεμφερούς υπηρεσίας («επικάλυψη αρμοδιοτήτων» το λένε οι γραφειοκράτες), ώστε η λειτουργικότητα τους μπλοκάρεται και μετατοπίζεται  στις καλένδες (π.χ. ανήκει στη σφαίρα του μυστηρίου αν ορισμένοι δρόμοι αποτελούν ευθύνη του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ, των νομαρχιών ή των δήμων, με αποτέλεσμα να πετάει η μια υπηρεσία το μπαλάκι στην άλλη). Αν σ’ αυτό προστεθούν και τα προνόμια που απολαμβάνουν τα κομματικά στελέχη που είναι διορισμένα σε διοικητικές θέσεις του δημοσίου και έχουν κάθε λόγο να θέλουν τη διατήρηση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, τότε εκ πρώτης όψεως έχουμε δύο καλούς λόγους που εξηγούν το φαινόμενο της διαφθοράς. Μόνο που φαίνεται απλώς η κορυφή του παγόβουνου.

 

Η λέξη διαφθορά έχει ταυτιστεί με την παρανομία. Η διαφθορά είναι μεμπτή και πρέπει να παταχθεί γιατί αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον και διαβρώνει την αξιοπιστία του κράτους. Οι απολογητές του σημερινού συστήματος έχουν κάθε λόγο να κραυγάζουν για την πάταξη της, γιατί γελοιοποιεί τον βασικό ιδεολογικό πυλώνα του κοινοβουλευτισμού: τους κρατικούς θεσμούς που διασφαλίζουν την ομαλή κοινωνική λειτουργία. Μόνο όμως γι αυτό;

 

Με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού βρέθηκε άλλος ένας βασικός ένοχος για το φαινόμενο της διαφθοράς: το ίδιο το κράτος. Έτσι, οι «ανυπόμονοι» νεοφιλελεύθεροι τονίζουν ότι η «αναδιάρθρωση» και «εξυγίανση» του δημόσιου τομέα (βλέπε ιδιωτικοποιήσεις) πρέπει να επιταχυνθούν και να εξαπλωθούν όσο το δυνατό περισσότερο, ώστε να καταργηθούν τα κρατικά μονοπώλια σε σημαντικούς τομείς (ενέργεια, υγεία, παιδεία κλπ). Αν ιδιωτικοποιηθεί ο δημόσιος τομέας και οι υπηρεσίες του προσφέρονται πλέον από ιδιωτικές εταιρίες, ισχυρίζονται οι νεοφιλελεύθεροι (και οι σοσιαλφιλελεύθεροι του ΠΑ.ΣΟ.Κ.) ότι, όχι μόνο θα αυξηθεί η παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αλλά  θα εκλείψουν και τα δύο βασικά συστατικά στοιχεία της διαφθοράς: η διαχείριση του δημόσιου χρήματος απ’ όσους είναι διορισμένοι σε θέσεις-κλειδιά στον κρατικό μηχανισμό, καθώς επίσης και το «μονοπώλιο» των εξειδικευμένων επαγγελματιών (γιατροί, οικονομολόγοι, πάσης φύσεως σύμβουλοι κλπ). Ο γνήσιος ανταγωνισμός μέσα στο περιβάλλον της ελεύθερης αγοράς λοιπόν, θα καταργήσει υποτίθεται τα δυο παραπάνω συστατικά κι έτσι η διαφθορά θα συρρικνωθεί σημαντικά προς όφελος τελικά της κοινωνικής δικαιοσύνης.

 

Συνέπεια στο πολιτικό επίπεδο θα είναι, ισχυρίζονται, η ομαλότερη και διάφανη λειτουργία των  θεσμών αφού θα πάψουν προεκλογικοί διορισμοί κι εκλογικές πελατείες. Στο οικονομικό επίπεδο οι συνέπειες θα είναι η αύξηση των κρατικών εσόδων, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η δημιουργία υποδομών κοινής ωφέλειας, η μείωση της ανεργίας κλπ. Συμπληρωματικά θα βοηθήσουν οι αυστηρότερες ποινές για καταδίκες που αφορούν χρηματισμό, υπεξαίρεση κλπ. Όμως οι αποκρατικοποιήσεις έχουν τόση σχέση με την ομαλή λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών και την κοινωνική δικαιοσύνη όση και η Ανταρκτική με τους ελέφαντες.

 

Πρώτα-πρώτα είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα θα σταθεί εμπόδιο στις εκλογικές πελατείες. Ο πελατειακός χαρακτήρας ενός κράτους εξαρτάται βασικά από τον βαθμό οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, γι’ αυτό και είναι εντονότερος στην περιφέρεια/ ημιπεριφέρεια (όπως στην Ελλάδα) και σχεδόν ανύπαρκτος στο κέντρο (Βρετανία, Γερμανία κλπ). Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι βουλευτάδες μας θα εξακολουθούν να έχουν εκλογικές πελατείες στις περιφέρειες/ τσιφλίκια τους, όπως εξ άλλου ήδη συμβαίνει. Και οι πέτρες γνωρίζουν σήμερα ότι οι βουλευτές επωφελούμενοι απ τις σχέσεις τους με επιχειρηματικούς κύκλους υπόσχονται σε πολίτες θέσεις εργασίας σε ιδιωτικές επιχειρήσεις (δηλαδή με αποδοχές και συνθήκες εργασίας χειρότερες απ’ αυτές του δημοσίου) προκειμένου να διατηρήσουν/αυξήσουν τους ψηφοφόρους τους. Είναι λοιπόν η ανεργία την οποία εκμεταλλεύονται οι βουλευτές, ανεξάρτητα απ’ τον ιδιωτικό ή δημόσιο χαρακτήρα της υγείας, της παιδείας, των οργανισμών ενέργειας κλπ.

 

Επίσης, όπως δείχνει και το πρόσφατο παράδειγμα με την αμερικάνικη Ένρον, η διαφθορά δεν είναι σύμφυτη μόνο με τον δημόσιο τομέα αλλά και με τον ιδιωτικό. Αλλά, ακόμα κι αν υποθέταμε ότι η αντιμετώπιση της διαφθοράς είναι θέμα συρρίκνωσης του κράτους (μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και των νέων τεχνολογιών), αυτό δεν θα συνεπαγόταν βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και ειδικότερα των οικονομικά ασθενέστερων. Με τη μηχανοργάνωση για παράδειγμα, οι συναλλαγές με δημόσιες υπηρεσίες (ΙΚΑ- εφορίες) έχουν βελτιωθεί σημαντικά, καθώς επίσης έχουν μειωθεί οι δυνατότητες φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και διαφθοράς λόγω του ηλεκτρονικού ελέγχου∙ η ανεργία όμως έχει αυξηθεί και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών στην υγεία, την εκπαίδευση κλπ συνεχώς χειροτερεύει.

 

Έπειτα, ούτε τα μονοπώλια είναι σύμφυτα με το κράτος. Η απελευθέρωση των αγορών εγκαθιδρύει de facto μονοπώλια λόγω της τεράστιας συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης σε χέρια λίγων (π.χ. Microsoft) κι έχει αποδειχτεί ότι οδηγεί σε μεγαλύτερο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ ζάπλουτων και φτωχών, καταδικάζοντας τους τελευταίους, στην καλύτερη περίπτωση, σε εξαθλίωση. Επίσης οι προνομιούχες ομάδες έχουν δυσανάλογα μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική δύναμη σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία και επηρεάζουν σε πολύ σημαντικό βαθμό τις κυβερνήσεις είτε μ’ εκβιασμό, είτε με έμμεση ή άμεση δωροδοκία, χρηματοδότηση των πολυδάπανων εκλογικών εκστρατειών τους, προβολή των επαγγελματιών πολιτικών από τα ιδιωτικά κανάλια, εξασφαλίζοντας γι’ αντάλλαγμα συμβόλαια για μικρότερα και μεγάλα δημόσια έργα.

 

Θα έπρεπε λοιπόν, να μας εξηγήσουν οι κύριοι που με στόμφο κόπτονται για την ορθή λειτουργία του συστήματος, καθώς και τα εξ αριστερών δεκανίκια τους, πως είναι δυνατόν αυτοί που διαχειρίζονται την εξουσία να χτυπήσουν τη διαπλοκή κρατικών ιθυνόντων και μεγαλοεπιχειρηματιών που παράγει διαφθορά, δίχως να εκλείψει η απώτερη αιτία του φαινομένου που δεν είναι άλλη απ’ την οργιώδη ανισοκατανομή οικονομικής και πολιτικής δύναμης μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων, δηλαδή τη συγκέντρωση όλης της εξουσίας στα χέρια των λίγων.

 

Τι να σου κάνει η «διαφάνεια» όταν, για παράδειγμα, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης οι μικρομεσαίοι που χρειάζονται ρευστό προκειμένου να αποφύγουν το λουκέτο στις επιχειρήσεις τους τρέχουν στους τοκογλύφους (που με τη σειρά τους θα δωροδοκήσουν διάφορους κρατικούς λειτουργούς για να καλύψουν τα επιπλέον έσοδα τους, για να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν την οικογενειακή και οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη κλπ);

 

Όσον αφορά τις αυστηρότερες ποινές, εκτός του ότι αυξάνουν την τιμή της μίζας λόγω της μεγέθυνσης του ρίσκου, προϋποθέτουν δυο συνθήκες:

1. Περισσότερους ελεγκτικούς μηχανισμούς, πράγμα που σημαίνει:

  • μεγαλύτερο οικονομικό κόστος, που είναι ένας από τους λόγους που ο δημόσιος δεν μπορεί ν ανταγωνιστεί τον ιδιωτικό τομέα στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, αν και φυσικά το γεγονός ότι οι καπιταλιστές πετυχαίνουν χαμηλότερο κόστος ξεζουμίζοντας τους εργαζόμενους κλπ δεν σημαίνει ότι το όφελος πηγαίνει στον καταναλωτή, όπως ισχυρίζονται οι νεοφιλελεύθεροι. Απλώς πηγαίνει στις τσέπες των καπιταλιστών σαν κέρδος.

  • συστάσεις επιτροπών (και υποεπιτροπών με συγκεκριμένες αρμοδιότητες!) που θα χτυπήσουν υποτίθεται το πρόβλημα τελειωτικά. Έλα όμως που σ ένα σύστημα, που αναθέτει σε «ειδικές» υπηρεσίες υποθέσεις που αφορούν το σύνολο της κοινωνίας, οι υπηρεσίες διαφθείρονται ακριβώς γιατί τους έχει ανατεθεί η αποστολή αυτή (βλέπε και παρακάτω). Οι ελεγκτικές υπηρεσίες είναι παραβατικές απ’ την ίδια τους τη (συστημική) φύση, εφόσον η διαφθορά είναι και η ίδια γενεσιουργό αίτιο του εαυτού της. Η κάθε υπηρεσία «εσωτερικών υποθέσεων» λοιπόν, είναι εφαλτήριο διαφθοράς και γεννά «ανάγκη» για νέες ελεγκτικές επιτροπές, οι οποίες με έναν μυστηριώδη τρόπο θα είναι υποτίθεται πιο έντιμες απ τις προηγούμενες. 

2. Ενίσχυση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, πράγμα που σημαίνει ότι μαζί με τη διόγκωση του τέρατος της πολυνομίας θα πληθαίνουν και τα παραθυράκια του νόμου απ’ τα οποία θα διαφεύγουν οι διεφθαρμένοι παραβάτες! Πέρα από αυτό, σε μια οικονομία της αγοράς, όταν ψηφίζεται ένας νέος νόμος για να λύσει κάποιο πρόβλημα, δημιουργεί ένα άλλο πρόβλημα (π.χ. η αποτελεσματική αντιμετώπιση των πλημμύρων επιφέρει πτώση των ασφαλειών για πλημμύρες και τις συνακόλουθες απολύσεις στον τομέα αυτό).

Αυτή η χαώδης κατάσταση δημιουργεί την ανάγκη είτε για νέους νόμους, είτε για παρανοϊκές γραφειοκρατικές απαιτήσεις (διαφόρων ειδών πιστοποιητικά, δικαιολογητικά κλπ), η υπερκέραση των οποίων είναι δυνατό να επιτευχθεί μόνο μ έναν τρόπο: το λάδωμα και την παρανομία.

Ένα άλλο πιο αποτελεσματικό υποτίθεται μέτρο που προτείνεται για την αντιμετώπιση της διαφθοράς μακροπρόθεσμα, είναι η αλλαγή των κοινωνικών αξιών. Αυτό πάλι έχει δυο σκέλη:

 

1. Υποστηρίζεται ότι με τη σωστή πολιτική βούληση είναι δυνατό να αλλάξει η κυνική στάση των πολιτών απέναντι στο πρόβλημα. Αν παταχθεί η διαφθορά στην πράξη και αναδειχτεί το πρόβλημα ως ένα απ τα κεντρικά εθνικά θέματα τότε κι οι πολίτες θα γίνουν πιο τίμιοι απέναντι στις οικονομικές υποχρεώσεις τους. Είναι βέβαιο ότι για να λειτουργήσει ένα οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα, πρέπει να έχουν οι πολίτες του (και κατ’ επέκταση το στελεχικό του δυναμικό) ένα μίνιμουμ υπόστρωμα συνείδησης, μια ελάχιστη δόση τιμιότητας. Όμως αυτό το υπόστρωμα δεν είναι ανεξάρτητο απ’ το σύστημα μέσα στο οποίο δημιουργείται. Όταν, για παράδειγμα, οι δημόσιοι υπάλληλοι βομβαρδίζονται καθημερινά από τα κανάλια για τις καταναλωτικές «ανάγκες» που πρέπει να έχουν, τη στιγμή που ο μισθός τους δεν φτάνει καλά-καλά ούτε για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών, δεν είναι τόσο περίεργο που προσπαθούν να τον αυξήσουν με «μπαξίσια». Ιδιαίτερα μάλιστα όταν το παράδειγμα που παίρνουν από τους υπουργούς τους είναι αυτό μιας πελώριας ρεμούλας και αρπαχτής, με τους επαγγελματίες πολιτικούς των κομμάτων εξουσίας να ζουν συνήθως ζωή μεγιστάνων. Όταν μιλάμε για συνειδητούς πολίτες, μιλάμε για ανθρώπους που έχουν στη συνείδηση τους ταυτισμένο το προσωπικό με το κοινωνικό συμφέρον, σ’ αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση όπου συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αυτό όμως προϋποθέτει ένα άλλο κοινωνικό σύστημα και συνακόλουθα μια άλλη Παιδεία (βλ. το άρθρο για την Παιδεία σε αυτό το τεύχος καθώς και στα δυο προηγούμενα). Ούτε δηλαδή ο αυξημένος βαθμός της συνείδησης των πολιτών είναι πανάκεια αν δεν υπάρξει το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο το οποίο δεν θα επιτρέπει την εμφάνιση φαινομένων απληστίας και εγωπαθούς ιδιοτέλειας, όπως οι μίζες και τα λαδώματα.

 

2. Να δοθούν ηθικά κίνητρα στους υψηλά ιστάμενους ώστε να αποκτήσουν ισχυρό αίσθημα ευθύνης και καθήκοντος, συνοδευόμενα από ικανοποιητικές αποδοχές ως ανάχωμα στο δέλεαρ του λαδώματος. Όμως, παρόλο που το  δικαστικό σώμα έχει απ’ τους πιο αυστηρούς κώδικες δεοντολογίας, αυξημένη, θεωρητικά, συναίσθηση του ειδικού ρόλου του και είναι επαρκέστατα αμειβόμενο, οι πρόσφατες αποκαλύψεις  για το παραδικαστικό κύκλωμα δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για την αξιοπιστία και τη δύναμη των ηθικών κινήτρων και των ικανοποιητικών αποδοχών σε μια οικονομία της αγοράς.

 

Η καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κάνει τη διαφ(θ)ορά

 

Η διαφθορά μπορεί να ζημιώνει οικονομικά το κράτος, όμως τα απλήρωτα ένσημα και τα σβησμένα πρόστιμα δε ζημιώνουν την οικονομία γενικά. Οι επιχειρηματίες που φοροδιαφεύγουν, οι μπάτσοι που λαδώνονται και οι εργοδότες που εισφοροδιαφεύγουν, τα κρυφά κέρδη τους δεν τα κάνουν προσάναμμα για το τζάκι. Τα ξαναρίχνουν στην αγορά, κυρίως με τη μορφή κατανάλωσης, δηλαδή τροφοδοτούν την οικονομία μέσω της παραοικονομίας. Μόνο που σ’ αυτήν την περίπτωση τα κρυφά εισοδήματα, πέρα από το γεγονός ότι αυξάνουν τον καταναλωτικό και επομένως εισαγωγικό χαρακτήρα της οικονομίας, καταβαραθρώνοντας την ακόμη περισσότερο, υποσκάπτουν και την αξιοπιστία μιας χώρας και κατά συνέπεια τη διαπραγματευτική της ικανότητα στο διεθνή ανταγωνισμό.

 

Είναι φανερό λοιπόν πως ο μόνος λόγος που εμμένουν οι νεοφιλελεύθεροι και οι σοσιαλφιλελεύθεροι στην αντιμετώπιση της διαφθοράς, είναι ότι στο διεθνές περιβάλλον των απελευθερωμένων αγορών, τα δημοσιονομικά και το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο ενός κράτους πρέπει να εγγυώνται την απρόσκοπτη κίνηση κεφαλαίων και τη λειτουργικότητα των επενδύσεων. Έτσι, όπως η ελεύθερη αγορά απαιτεί στοιχειώδη πολιτική και κοινωνική σταθερότητα στο εσωτερικό των κρατών, αντίστοιχα απαιτεί και στοιχειώδη δημοσιονομική σταθερότητα. Ακόμη και η αλλαγή των κοινωνικών αξιών αποσκοπεί στη σταθερότητα. Το δημόσιο συμφέρον λοιπόν είναι η πρόφαση.

 

Απ’ όλα τα παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο ότι η βασική αιτία όλων των προβλημάτων που απορρέουν απ’ τη διαφθορά είναι το ίδιο το σύστημα που τη γεννά. Στην πραγματικότητα δηλαδή, η αντιμετώπιση της αποτελεί βασική προϋπόθεση για την πλήρη ένταξη της χώρας μας στη Νέα Διεθνή Τάξη που καθιερώνει η καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Εφόσον η κοινωνία μας δε στηρίζεται σε μια πραγματική οικονομική δημοκρατία, στην οποία οι ίδιοι οι πολίτες μέσω των αποφάσεων των Δημοτικών συνελεύσεων βάσης ιεραρχούν και αξιολογούν τις ανάγκες τους και στη συνέχεια τις ικανοποιούν  δημοκρατικά αλλά και με τρόπο που εξασφαλίζει την ελευθερία επιλογής, όλος ο σαματάς που γίνεται για τη διαφθορά είναι απλώς φλυαρίες…