Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 12 (Μάιος 2006)
Η κλιμάκωση των αγώνων[*]
Η εντεινόμενη επίθεση του συστήματος απειλεί τα δικαιώματα που με χρόνιους αγώνες και θυσίες κατέκτησαν οι εργαζόμενοι σ’ όλες τις χώρες του πλανήτη μας. Το «ξήλωμα» των κατακτήσεων αυτών είναι εμφανές: στη θεσμοποίηση της ανασφάλιστης εργασίας, των συμβάσεων εργασίας σε προσωπικό επίπεδο μεταξύ εργοδότη κι εργαζόμενου (με ό,τι συνεπάγεται αυτό), τους μισθούς πείνας, της ανεργίας και της ημιανεργίας, έρχονται να προστεθούν και οι χιλιάδες απολύσεις με το κλείσιμο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων. Σαν άμεση συνέπεια βλέπουμε να ξεσπούν κινητοποιήσεις από τους εργαζόμενους του ιδιωτικού και κυρίως του δημόσιου τομέα. Κινητοποιήσεις όμως που είναι ασυντόνιστες μεταξύ τους και που δεν ξεπερνούν τα στενά συντεχνιακά (και δίκαια όμως) αιτήματα. Με βάση την οπτική της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), παρακάτω ακολουθεί μια πολύ σύντομη σκιαγράφηση προτάσεων τακτικής και στρατηγικής για να γίνουν αποτελεσματικότεροι οι εργατικοί αγώνες.
Κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να τονίζουμε ότι οι κινητοποιήσεις συχνά έχουν εκπαιδευτική δύναμη. Πάνω στον αγώνα οι εργαζόμενοι έρχονται σε σύγκρουση με διάφορες ιδέες που μέχρι τότε θεωρούσαν αυταπόδεικτες (π.χ. όταν τους καταστέλλει η αστυνομία, όταν χάνουν τις δουλειές τους και βλέπουν ότι τα κόμματα τους εμπαίζουν κ.λπ.). Μ’ άλλα λόγια, αλλάζει το επίπεδο συνείδησης τους.
Μ’ αυτήν την έννοια, έχει αρκετή χρησιμότητα να κλιμακώνονται οι αγώνες και παράλληλα όμως να μπαίνουν και πιο ριζοσπαστικά αιτήματα. Για να έχει ένας αγώνας περισσότερες πιθανότητες να πετύχει τα άμεσα τουλάχιστον αιτήματα του, πρέπει ν’ αποκτήσει τη μεγαλύτερη δυνατή ισχύ. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να συνάψει συμμαχίες με όσο το δυνατόν ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια και να συντονίζεται με άλλους αγώνες ώστε να χτιστεί ένα ευρύ εργατικό κίνημα από τα κάτω. Δηλαδή με άλλους εργαζόμενους (είτε κάνουν κι αυτοί κινητοποιήσεις, είτε όχι), ανέργους, φοιτητές, νεολαίους, κατοίκους γειτονιάς κλπ.
Η απεύθυνση πρέπει να γίνεται στη βάση των πρωτοβάθμιων σωματείων ή ακόμη και έξω από σωματεία, σε εργαζόμενους που δεν είναι μέχρι τώρα συνδικαλισμένοι και δεν θέλουν να μπουν σε κάποιο κομματικοποιημένο σωματείο, κι όχι απλά στις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Έχει τεράστια διαφορά η έμπρακτη συμπαράσταση από τη βάση άλλων εργασιακών χώρων, σε σχέση με τις ανακοινώσεις συμπαράστασης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Αυτό που δεν κάνουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες πρέπει να το κάνουν οι εργαζόμενοι που αγωνίζονται: να κινητοποιούν όσο περισσότερους συναδέλφους τους γίνεται. Να συμμετέχουν όσο το δυνατό περισσότεροι στις διαδηλώσεις, τις περιφρουρήσεις, τις ομάδες που εξορμούν σε άλλους εργατικούς και γενικότερα κοινωνικούς χώρους.
Η εξασφάλιση όμως της υποστήριξης πρέπει να εντάσσεται σε μια αμφίδρομη διαδικασία. Δηλαδή πρέπει και οι ίδιοι οι «εν κινήσει» εργαζόμενοι να δείχνουν την έμπρακτη συμπαράστασή τους σε άλλα κοινωνικά κομμάτια που κινητοποιούνται, ώστε να δημιουργούνται και να ενδυναμώνονται οι δεσμοί αλληλεγγύης.
Όσον αφορά τα ίδια τα σωματεία, θα πρέπει να επιδιώκουμε τη δημιουργία τους εκεί όπου δεν υπάρχουν, οργανώνοντας τα με βάση την άμεση δημοκρατία. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να φτιάχνουμε ενώσεις εργαζομένων που θα συγκροτούνται σε επίπεδο βάσης και θα λειτουργούν αμεσοδημοκρατικά και που θα οργανώνονται ανά κλάδο, συγκροτώντας στη συνέχεια ομοσπονδίες ενώσεων εργαζομένων και –τελικά– μια συνομοσπονδία.
Εκεί όπου υπάρχουν σωματεία (και δεν είναι απλά σωματεία σφραγίδες), σωματεία δηλαδή όπου έχουν κάποιες εν λειτουργία διαδικασίες και κάποια σχετική συμμετοχή σε γενικές συνελεύσεις, θα πρέπει να συμμετέχουμε επιδιώκοντας τακτικά γενικές συνελεύσεις, παίρνοντας πρωτοβουλίες για δράση στις οποίες θα εμπλέκονται όσο το δυνατόν περισσότεροι συνάδελφοι, στήνοντας και πάλι ενώσεις εργαζομένων σε επίπεδο βάσης.
Στόχος αυτών των ενεργειών είναι η μετατροπή των γραφειοκρατικών σωματείων σε αμεσοδημοκρατικές οργανώσεις βάσης οι οποίες θα βρίσκονται σε άμεση διασύνδεση και θ’ αποτελούν ενιαίο σύνολο με τις αμεσοδημοκρατικές οργανώσεις πολιτών, δηλαδή τις δημοτικές συνελεύσεις, τις περιφερειακές συνελεύσεις και τις συνομοσπονδιακές συνελεύσεις πολιτών. Μ’ άλλα λόγια οι εργαζόμενοι θα πρέπει να βλέπουν τους εαυτούς τους όχι μόνο σαν εργαζόμενους αλλά και σαν πολίτες, όπως είναι άλλωστε και στην πραγματικότητα. Έτσι μόνο θα αποκτήσουν μια ευρύτερη δημοκρατική/ ριζοσπαστική συνείδηση, για τον αυτοκαθορισμό όχι μόνο στον χώρο εργασίας τους, αλλά και στον τόπο που ζουν, τον τόπο εκπαίδευσης κλπ.
Η διαδικασία αυτή διασύνδεσης των συνελεύσεων των εργαζομένων με αυτές των πολιτών θα βοηθήσει ώστε η συμμετοχή και δράση των ενώσεων εργαζομένων σε σωματεία να στοχεύει εκτός απ’ την αμεσοδημοκρατική οργάνωση, στη διεύρυνση των αιτημάτων πέρα απ' τις παραδοσιακές πλατφόρμες που γνωρίζουμε (ένσημα, επιδόματα, συλλογικές συμβάσεις εργασίας κ.λπ.). Θα βοηθήσει δηλαδή στην πολιτικοποίηση των σωματείων βάζοντας ριζοσπαστικά αιτήματα και παίρνοντας θέση για ευρύτερα ζητήματα (πόλεμος, οικολογία, Ε.Ε., «αντι»τρομοκρατικοί νόμοι κ.λπ.).
Όμως η κλιμάκωση πρέπει ν’ αποσκοπεί κάπου και δεν πρέπει να μας θολώνει ο χείμαρρος του κινήματος. Είναι προβληματικό να λέμε απλά π.χ. «νίκη στον αγώνα των τραπεζοϋπαλλήλων» έτσι νέτα σκέτα. Υπάρχει η λογική που λέει ότι:
«Οι εργαζόμενοι δεν είναι έτοιμοι να βάλουν μακροπρόθεσμους στόχους κι αντισυστημικά αιτήματα. Αφού έχουν όμως αγωνιστική διάθεση κι έχουν κάνει κάποια βήματα που στην πράξη ξεπερνούν τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τα κόμματα, τότε πρέπει με κάθε τρόπο να σπρώξουμε αυτή τη διάθεση σε ακόμα πιο ριζοσπαστικές και μαζικές δράσεις ώστε να καταφέρουμε αποτελέσματα που θα δράσουν καταλυτικά στο φούντωμα άλλων αγώνων και θ’ αποτελέσουν παράδειγμα για όλους τους εργαζόμενους. Αυτό θα έχει σαν παρεπόμενο, το ανέβασμα της αυτοπεποίθησης όλων των εργαζομένων και θα τους ωριμάσει τη συνείδηση (σ’ ένα τουλάχιστον βαθμό). Μετά θα έρθουν και τα πιο ριζοσπαστικά αιτήματα απ’ τους ίδιους τους εργαζόμενους. Ένα δεύτερο επιχείρημα είναι ότι μπορεί τα ριζοσπαστικά αιτήματα να μην μπαίνουν από τους εργαζόμενους που κάνουν δυναμικές κινητοποιήσεις, όμως η πράξη τους είναι από μόνη της ριζοσπαστική/ αντισυστημική. Γι’ αυτό και εμείς δεν χρειάζεται να βάζουμε πολιτικά πλαίσια. Όταν έρθει η ώρα, δηλαδή όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, θα τα βάλουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι».
Ωστόσο, έχουν γίνει πάμπολλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις που ήταν «εκτός ελέγχου», που συγκρούονταν με την αστυνομία, με δημοκρατικές συνελεύσεις κλπ, οι οποίες όμως μετά το τέλος τους (αν αυτό δεν ήταν νικηφόρο) κατέληγαν με τους εργαζόμενους είτε να πηγαίνουν σπίτια τους ψάχνοντας ατομικιστικές λύσεις, είτε στην αγκαλιά της ρεφορμιστικής αριστεράς και των καθεστωτικών κομμάτων.
Σήμερα ειδικά, ακόμα κι αν ένας αγώνας είναι νικηφόρος (π.χ. ν’ αποσύρει η κυβέρνηση τον τάδε αντεργατικό νόμο, ή να μην κλείσει το εργοστάσιο στη Νάουσα), μπορεί μεν να εξασφαλίζεται ή άμεση λύση του προβλήματος, όμως το πρόβλημα δεν λύνεται μακροπρόθεσμα. Κι αυτό, γιατί μόλις αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων θα ξανατεθεί το θέμα κλεισίματος άλλων εργοστασίων και «φτου κι απ’ την αρχή», εφόσον στη σημερινή φάση η ολοένα διευρυνόμενη διεθνοποίηση είναι μονόδρομος για το σύστημα και άρα οι κοινωνικές παροχές και τα εργατικά δικαιώματα πρέπει να ξηλωθούν, να έχουν το ελεύθερο οι καπιταλιστές να μετακομίζουν στη Βουλγαρία κλπ.
Επιπλέον, η εκπαιδευτική δύναμη του αγώνα από μόνη της δεν οδηγεί σε αντισυστημική συνείδηση, εκτός βέβαια από αντικομματικά, ενάντια στην καταστολή κ.α. αισθήματα. Για παράδειγμα, οι κινητοποιήσεις που έκαναν οι εργαζόμενοι στην ΕΑΣ επί Μητσοτάκη ήταν αρκετά δυναμικές. Τότε πολλοί έτρεξαν και στάθηκαν δίπλα τους ακριβώς με την ίδια λογική (μαζικότητα, δυναμισμός). Όμως χωρίς πολιτικό λόγο και πρόγραμμα το αποτέλεσμα είναι μια τρύπα στο νερό.
Χρειάζεται δηλαδή να μπαίνει πολιτικό πλαίσιο το οποίο φυσικά και δεν λειτουργεί ανταγωνιστικά με την εκπαιδευτική διαδικασία του δυναμισμού του αγώνα, αλλά, αντιθέτως, την ενισχύει. Το να υιοθετήσει πλαίσιο ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση π.χ. ένας εργατικός χώρος που κάνει δυναμικές κινητοποιήσεις εξηγώντας τον ρόλο της Ε.Ε. κ.λπ., αυτό θα θέσει αυτόματα το θέμα προς συζήτηση και σε άλλους εργαζόμενους στους οποίους θ’ απευθυνθεί. Εκτός απ’ το αγωνιστικό παράδειγμα δηλαδή, υπάρχει και το πολιτικό παράδειγμα.
Αυτό άλλωστε δείχνει και η σχετική ιστορική εμπειρία, όταν πριν 100 κι 150 χρόνια η εργατική τάξη εξεγέρθηκε και ηττήθηκε πολλές φορές και στη συνέχεια συνειδητοποίησαν οι εργάτες ότι εκτός απ’ την αντίσταση πρέπει να βρουν και έναν τρόπο ν’ αλλάξουν το σύστημα. Σ’ αυτή την αναγκαιότητα πάτησαν το κομμουνιστικό, το σοσιαλιστικό και το αναρχικό κίνημα με τα προτάγματα τους.
Βέβαια, αν εκείνη την εποχή τα κινήματα αποτέλεσαν πράγματι εύφορο έδαφος για να ευδοκιμήσουν οι μαρξιστικές και αντεξουσιαστικές ιδέες, είχε όντως αποτέλεσμα η κινηματική δράση. Μεγάλη μερίδα των εργατών κι αγροτών τότε είχε αρκετά ανεπτυγμένα τα αντισυστημικά αντανακλαστικά της (εξαιτίας των πολλών αγώνων που είτε νικούσαν, είτε καταπνίγονταν) και είχε νόημα η πάλη απλά για το φούντωμα των αγώνων. Τότε όντως αρκούσε μια σπίθα για να γίνουν μαχητικότεροι οι αγώνες, ή και να γίνει ακόμα και εξέγερση, αφού ήδη δραστηριοποιούνταν ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη μαζικοποίηση των αντισυστημικών δυνάμεων. Οι αντισυστημικές ιδέες όμως ήταν αυτές που μπόλιασαν τις συνειδήσεις πολλών εργατών κι αγροτών. Κι αν κάτι πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ακριβώς αυτό: η ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης έρχεται με το συνδυασμό πράξης και λόγου.
Σήμερα, ωστόσο, που μετά την κατάρρευση του πρώην ανατολικού μπλοκ ο περισσότερος κόσμος έχει πειστεί ότι η σοσιαλιστική κοινωνία στη πράξη είναι επίσης αποτυχημένη και ούτε αντικαπιταλιστικά/ αντιθεσμικά αντανακλαστικά υπάρχουν στο λαό αλλά ούτε και αντισυστημικό κίνημα, είναι λάθος να υποστηρίζουμε ότι το φούντωμα των αγώνων από μόνο του αρκεί, και θα πρέπει να προσπαθούμε να μπολιάζουμε τους αγώνες με τις ιδέες μας.
Οι σημερινές υποκειμενικές συνθήκες δηλαδή είναι χειρότερες απ’ το 1900 και πρέπει να χτίσουμε αντισυστημικό κίνημα απ’ την αρχή.
Επομένως, βλέπουμε ότι η πράξη των αγωνιζόμενων δεν είναι από μόνη της αντισυστημική. Στην ιστορία έχουν γίνει μεγάλες κι αιματηρές συγκρούσεις με το σύστημα για ρεφορμιστικά αιτήματα αλλά ποτέ δεν έγινε η πράξη από μόνη της αντισυστημική σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ούτε ποτέ οι εργαζόμενοι από μόνοι τους έβαλαν τα πολιτικά πλαίσια. Απλώς ήδη υπήρχαν αντισυστημικά κινήματα που είχαν βάλει τα πολιτικά πλαίσια και σε κάποια δεδομένη στιγμή οι εργαζόμενοι υιοθετούσαν τα πλαίσια αυτά. Σήμερα όμως τέτοια κινήματα δεν υπάρχουν.
Απ’ την άλλη βέβαια, αν πάμε και πούμε στους εργαζόμενους και τους πολίτες γενικότερα κατευθείαν για αλλαγές που στην ουσία είναι επαναστατικές, θα μας αντιμετωπίσουν σαν ούφο και με το δίκιο τους.
Το πρώτο βήμα είναι η απόκτηση επαφής με τους αγώνες των εργαζομένων αλλά και των πολιτών γενικότερα και να προσπαθούμε να συνδέουμε:
1ον το μερικό με το γενικό. Δηλαδή να συνδέουμε το συγκεκριμένο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και οι πολίτες γενικότερα (είτε αυτό είναι τα λουκέτα στα εργοστάσια, είτε η κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων, είτε το πετσόκομμα των κοινωνικών υπηρεσιών υγείας, είτε η ακρίβεια, είτε η οικολογική καταστροφή, είτε τα μεταλλαγμένα τρόφιμα και τα συντηρητικά στις τροφές) με τις απώτερες αιτίες που γεννούν τα προβλήματα, δηλαδή με τη διαρκή απελευθέρωση κι επέκταση της οικονομίας της αγοράς καθώς και με τους θεσμούς (εγχώριους και υπερεθνικούς) μέσω των οποίων θεσμοθετούνται όλα εκείνα τα μέτρα που εξασφαλίζουν την υλοποίηση αυτής τη επέκτασης.
2ον Να συνδέουμε το άμεσο με το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο. Για να το πετύχουμε αυτό μπορούμε να υποστηρίζουμε το δίκιο των αγώνων των εργαζομένων και των πολιτών γενικότερα και τα αιτήματά τους, τονίζοντας ότι κι αυτοί, όπως όλοι μας, είμαστε θύματα του ίδιου συστήματος. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πρέπει να καταλήξουμε στην άποψη που λέει «αγώνας για τον αγώνα». Πρέπει να εξηγούμε ότι o άμεσος στόχος της επαναλειτουργίας ενός εργοστασίου μπορεί να είναι μεν εφικτός, όμως το πρόβλημα δε λύνεται μακροπρόθεσμα.
Όμως ποια είναι η μακροπρόθεσμη λύση;
Πολύ συνοπτικά η πρόταση μας θέτει:
α) Σαν άμεσο και βραχυπρόθεσμο στόχο την υποστήριξη των αμυντικών αγώνων των εργαζομένων, που θα πρέπει όμως να συμβαδίζει με τον αγώνα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της Ε.Ε. που την εκφράζει, όπως περιγράφηκε παραπάνω, καθώς και τη δημιουργία αντισυστημικού μετώπου με βάση μια τέτοια πλατφόρμα.
β) Σαν μεσοπρόθεσμο στόχο, τη δημιουργία δημοτικών αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων που σταδιακά θα αποσύρουν παραγωγικούς πόρους, ή και τομείς υπηρεσιών, από την οικονομία της αγοράς, όσο βέβαια είναι δυνατό, με τελικό στόχο την κατάργησή της. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να στήνουμε συνελεύσεις στους χώρους εργασίας και συνελεύσεις σε γειτονιές που θα διεκδικούν την εξουσία σε μια περιοχή και που θα παλεύουν για δημιουργία δημοτικών επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις αυτές βέβαια είναι υπό την εξουσία των δημοτικών συνελεύσεων στις οποίες συμμετέχουν όλοι οι πολίτες και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που επίσης αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του σώματος των πολιτών. Ας τα κάνουμε όμως λίγο πιο συγκεκριμένα αυτά:
Οι αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις θα λειτουργούν παράλληλα με το σύστημα, ταυτόχρονα όμως ΕΞΩ απ’ αυτό. Αυτό σημαίνει όχι μόνο τη χρηματοδότηση και τον έλεγχο των δημοτικών επιχειρήσεων από τις δημοτικές και εργατικές συνελεύσεις αλλά και παραγωγή/ διανομή έξω από την οικονομία της αγοράς. Δηλαδή:
- Οι εργαζόμενοι, που είναι πολίτες του συγκεκριμένου δήμου, παράγουν για να καλύψουν τις ανάγκες των δημοτών, όπως αυτές εκφράζονται π.χ. με ένα σύστημα δημοτικών πιστωτικών καρτών όπου κάθε πολίτης «πιστώνεται» ανάλογα με τις υπηρεσίες που προσφέρει στον δήμο και στις μονάδες παραγωγής του (είτε αγαθών είτε υπηρεσιών).
- Αυτές οι «πιστωτικές» κάρτες παίζουν τον ρόλο των Βασικών Διατακτικών και των Μη Βασικών Διατακτικών (μέχρι να γίνει κανονική συνομοσπονδία δήμων και ν’ αντικατασταθούν από τις διατακτικές αυτές – στην κοινωνία που οραματίζεται η Περιεκτική Δημοκρατία και στο οικονομικό μοντέλο που προτείνει, δεν υπάρχει χρήμα, αυτό αντικαθίσταται από προσωπικές διατακτικές που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένη χρήση και δεν συσσωρεύονται– βλ. τεύχη 2 και 3 του ανά χείρας περιοδικού). Ο τρόπος επομένως υπολογισμού για το τι δικαιούται ο κάθε πολίτης, τι θα παραχθεί κ.λπ. είναι ανάλογος με αυτόν του οικονομικού μοντέλου και έτσι οι δημοτικές αυτές επιχειρήσεις αποτελούν «προεικόνιση» της Περιεκτικής Δημοκρατίας του μέλλοντος.
- Τέτοιες επιχειρήσεις μπορούν να στηθούν ακόμη και σε έναν δήμο, αν και θα είναι δυσκολότερο να γίνει δημοτικό τραπεζικό σύστημα να τις στηρίζει και θα πρέπει ο ίδιος ο δήμος να κάνει τη δουλεία αυτή.
- Σε ένα πρώτο στάδιο, όταν δηλ. η ΠΔ στηρίζεται μόνο σε 1-2 δήμους, οι δημοτικές επιχειρήσεις αναγκαστικά θα είναι περιορισμένες και θα καλύπτουν ορισμένα μόνο είδη αναγκών που μπορούν να καλυφθούν τοπικά, ακόμη και από πλευράς πρώτων υλών αν είναι δυνατό. Μπορεί δηλαδή να υπάρχουν τέτοιες επιχειρήσεις για όλα σχεδόν τα είδη υπηρεσιών, καθώς και για την παροχή πολλών ειδών αγαθών, ακόμη και αγροτικών (εξαρτάται από την περιοχή) αλλά και αρτοπωλεία, είδη ένδυσης κλπ. Φυσικά, δεν θα είναι δυνατή η ίδρυση δημοτικών επιχειρήσεων βαριάς βιομηχανίας, ή διυλιστηρίων κ.λπ. (αν και τότε ακριβώς θα μπορούσαν να μπουν πραγματικά σε εφαρμογή οι οικολογικές ιδέες για την παροχή οργανικών λιπασμάτων ή εναλλακτικών μορφών ενέργειας).
- Συμπερασματικά, στο στάδιο αυτό, αναγκαστικά θα συμβιώνουν οι καπιταλιστικές μονάδες παραγωγής/ διανομής με τις δημοτικές επιχειρήσεις, οι οποίες όμως θα αποτελούν την πρακτική «προεικόνιση» ενός άλλου συστήματος (μην ξεχνάμε άλλωστε ότι παρόμοια πειράματα γίνονται και τώρα, όπως τα LETS σχήματα που αντικαθιστούν το χρήμα με άμεση ανταλλαγή υπηρεσιών κ.α. Απλά, αποτυγχάνουν γιατί δεν αποτελούν τμήμα ενός αντισυστημικού κινήματος με συγκεκριμένο πρόταγμα και γι’ αυτό καταλήγουν στην ενσωμάτωση στο σύστημα).
γ) Και σαν μακροπρόθεσμο στόχο την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας συνομοσπονδιακής περιεκτικής δημοκρατίας στην οποία η εξουσία θα ασκείται απ όλους τους πολίτες, στόχος που έχει αναπτυχθεί στo 1o, 2o και το 3ο τεύχος αυτού του περιοδικού και στο βιβλίο «Περιεκτική Δημοκρατία» (Τάκης Φωτόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη, 1999).
[*] Το κείμενο αυτό είναι το δεύτερο μέρος της εισήγησης που εκφωνήθηκε σε εκδήλωση που οργάνωσε η Περιεκτική Δημοκρατία Θεσσαλονίκης με γενικό θέμα «Η επίθεση του συστήματος και η απάντηση του κινήματος» στις 8 Απριλίου 2006.