Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 13, Σεπτέμβριος 2006
Η επίθεση της Νέας Τάξης του συστήματος σε Λίβανο και Παλαιστίνη και η αντίσταση των λαών
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ & ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗΣ
«Γκρεμισμένα σπίτια μέσα στο σκοτάδι
έτσι ειν’ η ζωή μας, μεσημέρι βράδυ»
Το καλοκαίρι που πέρασε, για μια ακόμα φορά, οι πολίτες της «πολιτισμένης» Δύσης παρακολουθήσαμε τον εξανδραποδισμό λαών ολόκληρων στους τηλεοπτικούς δέκτες μας. Η εγκληματική εισβολή στον Λίβανο και η συνέχιση της συστηματικής εθνοκάθαρσης στην Παλαιστίνη (που όλοι ξεχάσανε…) απέδειξαν άλλη μια φορά πόσο μακριά βρίσκεται η ανθρωπότητα από μια κοινωνία ελευθερίας, συνεργασίας, ειρήνης και αυτονομίας χωρίς πολέμους και τις δυνάμεις που τους προκαλούν: την υπερεθνική ελίτ, τις πολυεθνικές και γενικά τις δυνάμεις που εξυπηρετούν σήμερα την αγορά και το κεφάλαιο. Γιατί βέβαια, τους σημερινούς πολέμους τους προκαλεί το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», και όσο αυτό υπάρχει, η φρίκη δεν θα τελειώσει.
Πέρα από την φρίκη του θανάτου και της ισοπέδωσης (ο τρομοκρατικός και ναζιστικός μηχανισμός του Ισραήλ χτυπούσε μέχρι και τις αυτοκινητοπομπές των προσφύγων τους οποίους προειδοποιούσε να εκκενώσουν τα χωριά τους στον νότιο Λίβανο που θα βομβαρδίζονταν…) θηριωδία θυμίζει και ο τρόπος με τον οποίο οι σιωνιστές του Ισραήλ, σε πλήρη συνεργασία με την πανίσχυρη υπερεθνική ελίτ, καταφέρνουν μέσα από τον σχεδόν ολοκληρωτικό έλεγχο των μεγάλων διεθνών Μ.Μ.Ε. και τη ναζιστικού τύπου προπαγάνδα, να μετατρέπουν τον θύτη και τον σφαγέα (δηλαδή τους εαυτούς τους) σε ανυπεράσπιστο θύμα.
Στην Παλαιστίνη, υποτίθεται ότι η επιχείρηση «Καλοκαιρινή βροχή», ξεκίνησε επειδή αιχμαλωτίστηκε ένας Ισραηλινός στρατιώτης από την Παλαιστινιακή αντίσταση σε μάχη με τον Ισραηλινό στρατό. Τις προηγούμενες μέρες, ο ίδιος στρατός ήταν υπεύθυνος για τους θανάτους πολλαπλάσιων γυναικόπαιδων και δεν δεχόταν καμία ανεξάρτητη έρευνα γι' αυτούς! Επίσης, οι ισραηλινοί είχαν απαγάγει δύο παλαιστίνιους πολίτες, λίγες μέρες πριν την απαγωγή του στρατιώτη (πάγια τακτική του Ισραήλ –9.000 παλαιστίνιοι είναι έγκλειστοι σε ισραηλινά κάτεργα– και σήμερα μάλιστα οι μισοί σχεδόν από τους υπουργούς και βουλευτές της δημοκρατικά εκλεγμένης Χαμάς είναι κρατούμενοί του).
Ξεκίνησε λοιπόν ένας αγώνας από τους σιωνιστές, για να πείσουν τη διεθνή κοινή γνώμη, ότι σ’ αυτήν την πράξη αντίστασης, την αιχμαλωσία ενός στρατιώτη τους, οφείλονται οι εκατοντάδες νεκροί παλαιστίνιοι από τις αρχές Ιούλη που ξεκίνησε η νέα ναζιστική επίθεση στους Παλαιστίνιους, ο βομβαρδισμός του μοναδικού εργοστασίου ηλεκτρικής παραγωγής στην Γάζα που παρείχε το 60% της ενέργειας και ο παράλληλος βομβαρδισμός άλλων έργων υποδομής (γέφυρες κ.λπ.). Και όλα αυτά ενώ συνεχίζεται αδιάκοπα ο εποικισμός της Δυτικής Όχθης, όπως δείχνει και η πρόσφατη (5/9/2006) προκήρυξη διαγωνισμού από το Ισραηλινό ρατσιστικό κράτος για την κατασκευή 690 νέων κατοικιών σε δύο οικισμούς εποίκων στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Και, φυσικά, οι «εκκαθαριστικές» επιχειρήσεις συνεχίζονται καθημερινά με αεροπορική υποστήριξη.
Ούτε η αιχμαλωσία του στρατιώτη, ούτε άλλες ψευτοδικαιολογίες (όπως ο υποτιθέμενος κίνδυνος από τους αυτοσχέδιους πυραύλους Κασάμ των παλαιστινίων, ένα απλό και φθηνό όπλο, που προκαλεί περισσότερο πανικό παρά πραγματική ζημιά, σε αντίθεση με τους πραγματικά φονικούς βομβαρδισμούς με υπερσύγχρονα ισραηλινά όπλα και τις υπερηχητικές πτήσεις πάνω απ’ τη Γάζα) που προβάλλει το Ισραήλ αποτελούν αιτία γι’ αυτήν τη βαρβαρότητα που συνεχίζεται για παραπάνω από μισό αιώνα. Η πραγματική αιτία είναι η προσπάθεια να υποταχθεί ένας ολόκληρος λαός στις απαιτήσεις των σιωνιστών και της υπερεθνικής ελίτ και να τιμωρηθούν επειδή εξέλεξαν μια ηγεσία που δεν δέχεται τις προδοτικές συμφωνίες που προωθούσαν οι σιωνιστές (αυτά θα αναλυθούν παρακάτω).
Αντίστοιχα, η εγκληματική εισβολή στον Λίβανο, παρουσιάστηκε ως αποτέλεσμα της αιχμαλωσίας δύο ισραηλινών στρατιωτών από τη Χεζμπολάχ. Περιττό να πούμε ότι το Ισραήλ (που πρόσφατα αποχώρησε από τον Λίβανο και συνεχίζει να κατέχει εδάφη τόσο του Λιβάνου όσο και της Συρίας) έχει επανειλημμένα στο παρελθόν απαγάγει Λιβανέζους, οι οποίοι βρίσκονται για χρόνια στις ισραηλινές φυλακές και ότι η τακτική της αιχμαλωσίας στρατιωτών για την ανταλλαγή αιχμαλώτων –πάγια τακτική των αντάρτικων κινημάτων αλλά και των τακτικών στρατών– έχει επαναληφθεί στο παρελθόν χωρίς να ξεκινήσει πόλεμος! Ακόμα χειρότερα, τώρα πια λίγοι αμφισβητούν ότι η Ισραηλινή επίθεση με την υποστήριξη της Αμερικανικής ελίτ ήταν προσχεδιασμένη, όπως έδειξε για παράδειγμα και ένας βραβευμένος με Πούλιτζερ Αμερικάνος δημοσιογράφος, ο Seymour Hersh, που αποκάλυψε ότι ισραηλινοί αξιωματούχοι είχαν παρουσιάσει στον Λευκό Οίκο σχέδια επίθεσης στον Λίβανο, πριν την αιχμαλωσία των στρατιωτών από τη Χεζμπολάχ! Μάλιστα, όπως έκανε γνωστό, οι Η.Π.Α. βοήθησαν στον σχεδιασμό της ισραηλινής επίθεσης, καθώς πίστευαν ότι θα εξυπηρετούσε σαν προειδοποίηση στο Ιράν αλλά και ότι θα βοηθούσε πιθανή επίθεσή τους εκεί. Η επίθεση λοιπόν ήταν καλά σχεδιασμένη (σχεδιασμένη όμως δεν ήταν η ηρωική αντίσταση των Λιβανέζων ανταρτών!) και οι ισραηλινοί περίμεναν απλώς μια πρόφαση, όπως προφάσεις είχαν παρουσιάσει και για την προηγούμενη εισβολή στον Λίβανο το 1982.
Οι χιλιάδες νεκροί Λιβανέζοι πολίτες, οι ακόμα περισσότεροι τραυματίες και όσοι ζούνε μέσα στα χαλάσματα χωρίς πρόσβαση σε στοιχειώδη αγαθά, ζητάνε δικαίωση, κι αυτή δεν θα βρεθεί από τους γκεμπελικούς μηχανισμούς προπαγάνδας που έχουν στήσει οι σιωνιστές και η υπερεθνική ελίτ. Μια κατεστραμμένη χώρα, μια απίστευτη οικολογική καταστροφή, και κατάφωρα εγκλήματα πόλεμου μεταξύ των οποίων οι βομβαρδισμοί με χιλιάδες τόνους πανίσχυρων παράνομων βομβών διασποράς που ακόμα και σήμερα δολοφονούν, δεν εξηγείται με την αιχμαλωσία δύο στρατιωτών. Η κοροϊδία, ο εξευτελισμός και η απανθρωπιά πρέπει να έχουν ένα όριο. Λίγοι αφελείς πια πιστεύουν την γκεμπελική σιωνιστική προπαγάνδα περί αυτοάμυνας ενός φιλήσυχου λαού που «ξαφνικά» δέχθηκε την επίθεση των «τρομοκρατών» της Χεζμπολάχ από τον Λίβανο. Ιδιαίτερα όταν αυτό το «ξαφνικά» λησμονεί την προηγούμενη κατοχή για πολλά χρόνια Λιβανικού εδάφους, τη συνεχιζόμενη κτηνώδη κατοχή της Δυτικής Όχθης και της δήθεν «απελευθερωμένης» Γάζας την οποία σήμερα ρημάζει ο Σιωνιστικός στρατός, τη σταδιακή εθνοκάθαρση της Ιερουσαλήμ, τη συνεχιζόμενη κατοχή του Γκολάν κ.λπ. Η επίθεση στον Λίβανο εξυπηρετεί πρώτα το Ισραήλ, το οποίο θέλει να σβήσει όσες φωνές στον αραβικό κόσμο στηρίζουν ενεργά τους παλαιστινίους, για να συνεχίσει τη συστηματική εθνοκάθαρση των παλαιστινίων, και συνολικά την υπερεθνική ελίτ και το σύστημα, το οποίο θέλει μια Μέση Ανατολή με πελατειακά καθεστώτα υπό τις εντολές της, για να εξασφαλίσει την ελεύθερη ροή πετρελαίου αλλά και τις ανοιχτές αγορές για τις πολυεθνικές, χωρίς εμπόδια τύπου Ιράν και Συρίας. Για να εξηγήσουμε καλύτερα την κατάσταση λοιπόν, θα πρέπει να αναφερθούμε συνοπτικά στις επιδιώξεις του συστήματος και στη Νέα Τάξη που προσπαθεί να επιβάλλει η αναδυόμενη υπερεθνική ελίτ σήμερα.
Η Νέα Τάξη του συστήματος και η ανάδυση της υπερεθνικής ελίτ
Στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που διανύουμε, ενώ οξύνεται η πολυδιάστατη κρίση που μαστίζει ολόκληρο τον πλανήτη που σε τελική ανάλυση οφείλεται στο σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», εμφανίστηκαν νέες μορφές καταστολής. Οι νέες αυτές μορφές καταστολής έγιναν αναγκαίες από τη στιγμή που για λόγους εγγενείς στο σύστημα άρχισε ν’ αναπτύσσεται η σημερινή «παγκοσμιοποίηση» (ή σωστότερα διεθνοποίηση) του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.
Στην κρατικιστική φάση της νεωτερικότητας, η οποία κράτησε λιγότερο από μισό αιώνα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, οι προνομιούχες κοινωνικές ομάδες εξασφάλιζαν την εξουσία τους κυρίως μέσω του ελέγχου των εσωτερικών κρατικών μηχανισμών. Η κρατικιστική φάση όμως, στο μέτρο που άρχισαν να αναπτύσσονται οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και να διευρύνονται οι διεθνείς αγορές κεφαλαίων, εμπορευμάτων και εργασίας, ήταν καταδικασμένη να ξεπεραστεί. Η οικονομική ανάπτυξη κάθε χώρας άρχισε να συνδέεται τότε περισσότερο με τις διεθνείς αγορές παρά με τις εγχώριες. Όταν οι πολυεθνικές με τις θυγατρικές τους εμφανίστηκαν μαζικά, οι αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων έπρεπε ν' ανοίξουν διεθνώς για να διευκολύνουν την επέκταση τους, με συνέπεια να δημιουργηθεί η ανάγκη για την περιστολή του κρατισμού. Ο κρατισμός αυτός, που σε όλη την μεταπολεμική περίοδο διογκωνόταν και είχε οδηγήσει και στο «κοινωνικό κράτος», στόχευε στην μείωση των πιέσεων από τα κάτω ενός ισχυρού σοσιαλιστικού κινήματος που ζητούσε ακόμη και συστημικές αλλαγές, ενώ τώρα γινόταν εμπόδιο στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η συνεχής δηλαδή διεθνοποίηση της οικονομίας ανάγκασε τις εθνικές ελίτ να άρουν τους ελέγχους τους πάνω στο συνάλλαγμα, τα κεφάλαια, την εργασία και το εμπόριο.
Βασική παράλληλη διαδικασία με την παραπάνω ήταν η ανάδυση μιας υπερεθνικής ελίτ, την ανάγκη εμφάνισης της οποίας δημιούργησε η λειτουργία της νέας «υπερεθνικής» οικονομίας. Η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου, των επενδύσεων και των επικοινωνιών, απαιτούσε μια νέα πολιτική και στρατιωτική διάσταση, η οποία παλιότερα ανήκε στη σφαίρα των εθνών-κρατών, ενώ σταδιακά τώρα πέρασε στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ. Τα μέλη αυτής της ελίτ, έχουν κοινά συμφέροντα τα οποία συναρτώνται περισσότερο με τις διεθνείς παρά με τις εθνικές αγορές και δεν βασίζονται επομένως πρωταρχικά σε κάποιο συγκεκριμένο εθνικό κράτος για την αναπαραγωγή των προνομιών τους, ούτε έχουν ένα εδαφικό κέντρο εξουσίας (παρά το ότι τα μέλη της με έδρα τις Η.Π.Α. έχουν πολιτικο-στρατιωτική υπεροχή).
Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών, οι προνομιούχες κοινωνικές ομάδες μετά την κατάρρευση του κρατισμού, αναπαράγουν την εξουσία τους όχι μόνο μέσω του ελέγχου των κρατικών θεσμών και μηχανισμών αλλά κυρίως μέσω του ελέγχου των διεθνών θεσμών που εγκαθιδρύθηκαν στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Αυτές δηλαδή οι ομάδες, εξασφαλίζουν την εξουσία τους μέσω της αναπαραγωγής του ίδιου του θεσμικού πλαισίου το οποίο επιτρέπει τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια τους σε πλανητικό επίπεδο: δηλαδή μέσω της αναπαραγωγής της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και των υπερεθνικών θεσμών της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (G8, διεθνείς οργανισμοί, Κομισιόν κ.λπ.). Αυτήν την αναπαραγωγή του κυρίαρχου θεσμικού πλαισίου, η οποία άρχισε ν’ αναπτύσσεται μαζικά τη δεκαετία του 1980 και φούντωσε μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, αποκαλούμε «Νέα Διεθνή Τάξη».
Η Νέα Τάξη επομένως δεν αναφέρεται μόνο στις πολιτικο-στρατιωτικές αλλαγές που προέκυψαν μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου (όπως είναι η συνηθισμένη χρήση του όρου). Στην προβληματική της Περιεκτικής Δημοκρατίας, ο όρος αποκτά ευρύτερη σημασία που επεκτείνεται:
στο οικονομικό επίπεδο, με τη σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς που εξασφαλίζει τη συγκέντρωση της οικονομικής εξουσίας στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ,
στο πολιτικό-στρατιωτικό επίπεδο, με τους διεθνείς υπερεθνικούς οργανισμούς που εξασφαλίζουν τη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας από την υπερεθνική ελίτ, και
στο ιδεολογικό επίπεδο με την διαφήμιση της «ανάγκης» περιορισμού κάθε κοινωνικού ελέγχου πάνω στις αγορές (για χάρη της ανταγωνιστικότητας) και την ουσιαστική κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας με πρόσχημα τις αερολογίες περί προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας» κ.λπ. Αυτό το επίπεδο συμπληρώνει τα δύο παραπάνω και βοηθά στην περαιτέρω συγκέντρωση της εξουσίας από την υπερεθνική ελίτ.
Αυτή η υπερεθνική ελίτ δεν είναι κάτι αφηρημένο. Αποτελείται από τους προέδρους διοικητικών συμβουλίων μεγάλων επιχειρήσεων, μείζονες μετόχους εταιρειών, διευθυντικά στελέχη πολυεθνικών, γραφειοκράτες και επαγγελματίες πολιτικούς που στελεχώνουν ισχυρούς διεθνείς οργανισμούς ή τους κρατικούς μηχανισμούς στις κυρίαρχες οικονομίες της αγοράς, στελέχη υπερεθνικών ΜΜΕ, κ.α. (την ύπαρξη αυτής της νέας υπερεθνικής ελίτ αποδέχονται και κάποιοι μαρξιστές – βλ. την ανάλυση περί υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης του Leslie Sklair). Αυτή η ελίτ ασκεί τον άτυπο έλεγχό της σήμερα μέσω οργανισμών όπως η Ε.Ε., η N.A.F.T.A. (Βορειοαμερικανική Συμφωνία για το Ελεύθερο Εμπόριο), οι G-8, ο Π.Ο.Ε., το Δ.Ν.Τ., η Παγκόσμια Τράπεζα, το Ν.Α.Τ.Ο., το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. κ.λπ. Όλοι οι παραπάνω οργανισμοί φροντίζουν σήμερα για την εξάπλωση και ομαλή λειτουργία του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» σε ολόκληρο τον πλανήτη. Κι αυτό γιατί, είναι ακριβώς μέσω αυτού του συστήματος που η υπερεθνική ελίτ κατακτά όλες τις αγορές και αυξάνει τόσο τα κέρδη της όσο και την εξουσία της.
Οι τρεις «πόλεμοι» που έχει εξαπολύσει μέχρι τώρα η υπερεθνική ελίτ (δηλαδή ο πρώτος πόλεμος στον Κόλπο, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, και ο υπό εξέλιξη «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» –που ξεκίνησε μετά την 11/9– σε Αφγανιστάν, ξανά Ιράκ, και πιθανώς αύριο Ιράν) τεκμηριώνουν την ύπαρξη ενός διεθνούς συστήματος διακυβέρνησης της πολιτικής παγκοσμιοποίησης από μια υπερεθνική ελίτ. Οι πόλεμοι αυτοί ήταν προσαρμοσμένοι στα νέα πλαίσια λειτουργίας του Ν.Α.Τ.Ο. που με το Σύμφωνο της Ουάσινγκτον το 1999 μετατράπηκε από «αμυντικό» σε καθαρά επιθετικό οργανισμό, ο οποίος μπορεί να επεμβαίνει παντού ακόμη και χωρίς ψήφισμα του Ο.Η.Ε. και του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο, μετά την κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. και την πλήρη ενσωμάτωση της Κίνας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ελέγχεται απόλυτα από την υπερεθνική ελίτ. Και φυσικά αυτή η διακυβέρνηση παραμένει «άτυπη», και δεν θεσμοποιείται, για να μπορεί να διατηρείται το προσωπείο της υποτιθέμενης αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» που παραπλανά τους πολίτες, και συγχρόνως για να διαφυλάσσεται το μονοπώλιο της βίας στο εσωτερικό του έθνους-κράτους που απολαμβάνουν οι τοπικές ελίτ, ώστε να ελέγχουν τους τοπικούς πληθυσμούς (υπό την καθοδήγηση της υπερεθνικής ελίτ από την οποία είναι εξαρτημένες).
Εκτός από τους προαναφερθέντες «πολέμους», πολλά άλλα γεγονότα όπως η λυσσώδης προσπάθεια κατάπνιξης του παλαιστινιακού κινήματος (που θα μας απασχολήσει παρακάτω), η προσπάθεια επιβολής μιας λύσης που βολεύει την υπερεθνική ελίτ στην Κύπρο, οι απειλές και οι κυρώσεις ενάντια σε κάθε διαφωνούντα και ταραξία (κράτος ή διάφορες ομάδες), κάνουν ξεκάθαρο το εξής: υπάρχει σε πλανητικό επίπεδο η προσπάθεια επιβολής ενός συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου, της οικονομίας της αγοράς και της φιλελεύθερης/ αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», που θα εξασφαλίζει τις ανοιχτές αγορές που χρειάζονται οι πολυεθνικές και η υπερεθνική ελίτ για να αναπαράγουν την εξουσία τους. Όποιος αντιμάχεται αυτήν την προσπάθεια βαφτίζεται «τρομοκράτης» και πρέπει να εξουδετερωθεί, αν όχι εξοντωθεί, είτε λέγεται Μιλόσεβιτς, είτε Σαντάμ, είτε Κάστρο είτε ένας ολόκληρος λαός όπως ο παλαιστινιακός.
Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε λοιπόν την περίπτωση της Μέσης Ανατολής, η οποία είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την υπερεθνική ελίτ που επιδιώκει, πέρα από τη γενικότερη ενσωμάτωση της περιοχής στη Νέα Τάξη, την ελεύθερη ροή του πετρελαίου σε τιμές ελεγχόμενες από αυτήν –κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τα προσεχή χρόνια που εξαντλούνται τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου. Οι επιθέσεις λοιπόν σε Αφγανιστάν και Ιράκ, το πιθανό χτύπημα στο Ιράν και η προσπάθεια επιβολής στον παλαιστινιακό λαό μιας Σιωνιστικής «λύσης»-παρωδίας, αλλά και η απόλυτη στήριξη της εισβολής στον Λίβανο από την υπερεθνική ελίτ, πρέπει να ειδωθούν στα πλαίσια του σχεδίου ριζικής αναδιάταξης της Μέσης Ανατολής, με το οποίο η υπερεθνική ελίτ προσπαθεί να «ομαλοποιήσει» τις συνθήκες και να μετατρέψει την περιοχή σε παράδεισο ανοιχτών αγορών για τα επιχειρηματικά της σχέδια, χωρίς «αγκάθια» όπως το παλαιστινιακό και το κυπριακό.
Στο ιδεολογικό επίπεδο, όλα αυτά καλύπτονται είτε από την ιδεολογία της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων που αποκτούν υπεροχή έναντι της εθνικής κυριαρχίας (σημαντικό σχετικό ρόλο παίζουν εδώ οι χρηματοδοτούμενες από τη υπερεθνική ελίτ και τα μεσαία στρώματα Μ.Κ.Ο. – βλ. π.χ. Κόσοβο), είτε από την ιδεολογία της Ισλαμικής «τρομοκρατίας». Σχετικά, πριν από κάποιους μήνες δημοσιεύθηκε στις Η.Π.Α. η Quadrennial Defence Review (Τετραετής Επιθεώρηση Άμυνας) όπου το αμερικάνικο πεντάγωνο μιλούσε για τον νέο «μακρύ σε διάρκεια πόλεμο» που ετοιμάζει ενάντια στον «εξτρεμισμό». Ο πόλεμος αυτός, υποτίθεται, γίνεται «εναντίον της προσπάθειας επιβολής μιας παγκόσμιας εξτρεμιστικής Ισλαμικής αυτοκρατορίας»!!! Ο υποδιοικητής της Αμερικανικής κεντρικής διοίκησης για τη Μέση Ανατολή είπε χαρακτηριστικά: «αντιμετωπίζουμε μια εξτρεμιστική ιδεολογία που επιδιώκει να μας πάει πίσω στην εποχή της θεοκρατικής δικτατορίας, καταπίεσης και μισαλλοδοξίας, η οποία όμως χρησιμοποιεί την τελευταία τεχνολογία». Φυσικά αυτή η γελοία ρητορεία κρύβει τα πραγματικά συμφέροντα της Νέας Διεθνούς Τάξης στην περιοχή. Ο ισλαμισμός γίνεται τώρα η υποτιθέμενη γενεσιουργός αιτία του αντισημιτισμού, του μίσους για τη Δύση κ.τ.λ. Η συνέπεια είναι ότι ο παλιός αντισημιτισμός έχει βασικά αντικατασταθεί στη Δύση από μια καθαρά ρατσιστική Ισλαμοφοβία που καθημερινά διογκώνεται.
Η περίπτωση του Λιβάνου
Στο παραπάνω πλαίσιο εντάσσεται και η κτηνώδης επίθεση στον Λίβανο. Στόχος της δολοφονικής εκστρατείας δεν ήταν η στρατιωτική νίκη –αν και το Ισραήλ δεν περίμενε και τέτοιο «στραπάτσο» στα χέρια της Χεζμπολάχ–, αλλά η «διπλωματική» κυρίως νίκη με την αμέριστη βοήθεια της υπερεθνικής ελίτ (Η.Π.Α., Ε.Ε.), καθώς και των κομπάρσων της στη Ρωσική και Κινεζική ελίτ, που τρέμουν μήπως χάσουν τις «μπίζνες» που έχουν ήδη εξασφαλίσει στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.
Το σχέδιο τους δηλαδή από την αρχή απέβλεπε στη συντριβή της αντίστασης της Χεζμπολάχ μέσω της απομάκρυνσης της από τον Νότιο Λίβανο, όπως προβλέπει το εγκριθέν ομόφωνα από την υπερεθνική ελίτ και τους κομπάρσους της ψήφισμα 1701. Η ελπίδα τους είναι ότι μια «ειρηνευτική» δύναμη από μέλη της υπερεθνικής ελίτ και εξαρτημένους από αυτήν, θα καταφέρει ό,τι δεν κατόρθωσαν οι ίδιοι τα προηγούμενα 20 χρόνια! Δεδομένου μάλιστα ότι η δύναμη αυτή συμπεριλαμβάνει και τον άκρως διαιρεμένο Λιβανέζικο στρατό (που δεν έριξε τουφεκιά όσο βομβαρδιζόταν η χώρα του!) η εξέλιξη αυτή δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε νέα εμφύλια διαμάχη μέσα στον Λίβανο και παραπέρα υπονόμευση της αντίστασης κατά της υπερεθνικής ελίτ και των Σιωνιστών.
Οι παρεπόμενοι στόχοι της συντριβής της αντίστασης είναι, πρώτον, η υποταγή του Παλαιστινιακού λαού στα «τετελεσμένα» που ήδη έχουν οργανώσει οι Σιωνιστές με τις ρατσιστικές εθνοκαθάρσεις τους από τη στιγμή που ιδρύσαν το κράτος τους το 1948. Το σχέδιο είναι έτοιμο: όταν η ένοπλη αντίσταση που προσφέρουν οι αντιστασιακές οργανώσεις θα έχει συντριβεί τότε θα είναι ανοικτός ο δρόμος για την ίδρυση κάποιων Μπαντουστάν σε τμήματα της Παλαιστίνης που θα διαφεντεύει η νέα πελατειακή ελίτ η οποία θα προωθηθεί εκεί, ανάλογη με τις μαριονέτες της υπερεθνικής ελίτ που παριστάνουν τους «υπουργούς» στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ο Αμπάς φαίνεται ήδη έτοιμος να παίξει τέτοιο ρόλο και προωθείται με κάθε τρόπο από την υπερεθνική ελίτ, ενώ η νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της Χαμάς συλλαμβάνεται από τους Σιωνιστές και στραγγαλίζεται οικονομικά από την ίδια ελίτ.
Δεύτερος παρεπόμενος στόχος είναι η συντριβή της ένοπλης αντίστασης των τεσσάρων εκατομμυρίων προσφύγων που δημιούργησαν οι Σιωνιστικές εθνοκαθάρσεις (για τους οποίους οι Σιωνιστές αποκλείουν κάθε δικαίωμα επιστροφής), καθώς και των Λιβανέζων συμμάχων τους. Μετά τη μερική καταστροφή της υποδομής τους, για την οποία οι Σιωνιστές είχαν το «ελευθέρας» να την επιτελέσουν στον χρόνο που χρειάζονταν και ανεξάρτητα από τις τεράστιες «παράπλευρες απώλειες» στον πληθυσμό και την υποδομή της χώρας, ο στόχος της Σιωνιστικής και της υπερεθνικής ελίτ είναι να χρησιμοποιήσουν την κυβέρνηση του Λιβάνου για να εφαρμόσει την απόφαση 1559 του Συμβουλίου Ασφάλειας (που πρότειναν ΗΠΑ και Γαλλία) για τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ και την απώθηση της από τα σύνορα με το Σιωνιστικό Ισραήλ («ξεχνώντας» φυσικά τα άλλα ψηφίσματα που καταδικάζουν το Ισραήλ και το καλούν να αποσυρθεί από όλα τα κατεχόμενα, τόσο του Λιβάνου και της Συρίας όσο και της Παλαιστίνης). Την απόφαση άλλωστε 1559 επαναλαμβάνει το ψήφισμα 1701 του Συμβουλίου Ασφάλειας με βάση το οποίο λειτουργεί η «ειρηνευτική» δύναμη σήμερα στον Λίβανο –στην οποία μετέχει σαν μαϊντανός και η Ελλάδα, με τη σύμφωνη γνώμη Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ.). Ο Λίβανος θα πρέπει να γίνει και αυτός ένα «κανονικό» κράτος όπως η Ιορδανία –δηλαδή άλλο ένα προτεκτοράτο, όπως άλλωστε ήταν το αρχικό δυτικό σχέδιο από την ίδρυση του κράτους αυτού.
Τρίτος παρεπόμενος στόχος είναι η υποταγή της Συρίας και του Ιράν. Οι χώρες αυτές, με την απειλή να έχουν την τύχη που έχει ο Λίβανος σήμερα, θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν κάθε ιδέα στήριξης της οποιασδήποτε αντίστασης κατά της Νέας Τάξης που εγκαθιδρύεται στην Μέση Ανατολή, καθώς και κάθε σχεδιασμό για πυρηνικό εξοπλισμό. Έτσι, ελπίζει η υπερεθνική ελίτ ότι θα εμπεδωθεί η Νέα Τάξη σε μια περιοχή που είναι κρίσιμη για την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης των χωρών της υπερεθνικής ελίτ και των κομπάρσων της (Κίνα, Ινδία κ.λπ.) σε μια εποχή που η σπάνις στην ενέργεια θα γίνεται όλο και εντονότερη. Ήδη διαφαίνεται ότι η υπερεθνική ελίτ πετυχαίνει τον στόχο της ν’ αποτρέψει το Ιράν από κάθε πρόγραμμα να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα και να το στρέψει αποκλειστικά στην παραγωγή ατομικής ενέργειας (ενώ βέβαια το Ισραήλ αφήνεται ελεύθερο να κατέχει πυρηνικά όπλα και ν’ απειλεί όποιον θα τολμούσε ν’ αμφισβητήσει τον Σιωνιστικό χαρακτήρα του). Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι αν το Ιράν αποκτήσει πυρηνικά όπλα, αυτό θα καταστρέψει το πυρηνικό μονοπώλιο του Ισραήλ στην περιοχή, πράγμα κρίσιμο γιατί το Ισραήλ αποτελεί τον χωροφύλακα της Νέας Τάξης ο οποίος αναλαμβάνει στον νέο χάρτη της περιοχής να καταπνίγει οποιοδήποτε κίνημα εναντιώνεται στο σύστημα
Όσον αφορά το Ιράν πάντως, δεν πρέπει να ξεχνάμε κάποια κρίσιμα θέματα: το Ιράν είναι ένα από τα τελευταία κράτη που αρνείται να μετατραπεί σε πελατειακό καθεστώς και η ήττα του θα εξασφάλιζε την παγίωση όλων των μουσουλμανικών προτεκτοράτων, καθώς θα σήμαινε την αρχή του τέλους για την ισλαμική «τρομοκρατία». Μαζί με το Ιράν πιθανότατα θα κατέρρεε η ηρωική αντίσταση των λαών στο Αφγανιστάν και το Ιράκ εναντίον των στρατών κατοχής. Επίσης, με το Ιράν σχετίζεται η δημιουργία των προϋποθέσεων για την τελική συντριβή του παλαιστινιακού κινήματος με την εγκαθίδρυση κάποιου είδους Μπαντουστάν. Αυτή η λύση φαίνεται ανέφικτη, χωρίς την αλλαγή καθεστώτος στο Ιράν (που θα σημάνει την πλήρη αναδιάταξη στη Μέση Ανατολή) το οποίο στηρίζει με κάθε μέσο την παλαιστινιακή αντίσταση. Όμως, αν επιτευχθεί τελικά συμφωνία των αγιατολάδων με την υπερεθνική ελίτ ώστε να μην προχωρήσουν σε πρόγραμμα κατασκευής ατομικών οπλών αυτό δεν σημαίνει και αλλαγή καθεστώτος αλλά απλώς την εν μέρει υποταγή του Ιρανικού καθεστώτος, ακριβώς για ν’ αποφύγει παρόμοια αλλαγή. Η αλλαγή καθεστώτος προϋποθέτει κάποιο είδος πραξικοπήματος από τους φιλοδυτικούς «εκσυγχρονιστές» μέσα στο Ιράν (εφόσον εισβολή και κατοχή στο Ιράν τύπου Ιράκ και Αφγανιστάν αποκλείεται για πολιτικο-στρατιωτικούς λόγους) και αυτό δεν φαίνεται πιθανό σήμερα, εκτός αν κάποιο στρατιωτικό χτύπημα από την υπερεθνική ελίτ ή το Σιωνιστικό Ισραήλ επιταχύνει παρόμοιο πραξικόπημα .
Οι στόχοι συνεπώς των σιωνιστών και της υπερεθνικής ελίτ, δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την συντριβή των αντιστασιακών οργανώσεων (όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ) και των υποστηρικτών τους στα «καθεστώτα-ταραξίες» (Συρία-Ιράν). Κι όταν λέμε υπερεθνική ελίτ, όπως δείξαμε παραπάνω, δεν εννοούμε μόνο τους «κακούς» Μπους και Μπλερ, αλλά συνολικά όσους εξυπηρετούν σε κεντρικές θέσεις το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Ας δούμε τώρα ποιες είναι οι σιωνιστικές επιδιώξεις για την Παλαιστίνη που έχουν και την πλήρη στήριξη της υπερεθνικής ελίτ –πράγμα που κάνει απαραίτητη μια μικρή ιστορική αναδρομή.
Το παλαιστινιακό ζήτημα
Στην Παλαιστίνη εδώ και μισό αιώνα παρατηρούμε τη μεγαλύτερη αδικία που συνέβη εις βάρος λαού μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι παλαιστίνιοι δέχονται τη μία αδικία μετά την άλλη από το 1917 που έφυγαν οι Οθωμανοί. Λαός που ποτέ δεν τον άφησαν να σταθεί στα πόδια του και ήταν πάντα εξαρτημένος από τους Βρετανούς, τους Ισραηλινούς ή τα άλλα αραβικά κράτη (εδώ και έναν αιώνα σχεδόν). Σήμερα ζουν υπό καθεστώς κατοχής (90% της Παλαιστίνης, και εκ των πραγμάτων 100%), κατακερματισμένοι, οι πρόσφυγες είναι εκατομμύρια και ζουν σε άθλιες συνθήκες, η οικοδομήσιμη γη τους είναι στη δικαιοδοσία του Ισραήλ, στην κοιλάδα του Ιορδάνη 5.000 εβραίοι καταναλώνουν το 75% του νερού που καταναλώνουν 2.000.000 παλαιστίνιοι, νέοι εποικισμοί απομακρύνουν συνεχώς τα όνειρα για αποκατάσταση, υπάρχουν στα κατεχόμενα δύο νομίσματα, ένα για τους «κυρίους» εβραίους και ένα για τους παλαιστίνιους «δούλους», χρειάζονται ειδικές άδειες για μετακίνηση και μεταφορά, παντού υπάρχουν συρματοπλέγματα, ένα φρικτό ρατσιστικό τείχος χωρίζει τις παλαιστινιακές κοινότητες, ο μισός πληθυσμός ζει κάτω από το όριο των 2 δολαρίων τη μέρα, 1/5 των παιδιών υποσιτίζεται λόγω των απαγορεύσεων στη μετακίνηση τροφίμων, έγκυες γεννούν περιμένοντας στους ελέγχους των περασμάτων από τον Ισραηλινό στρατό και η λίστα της βαρβαρότητας δεν έχει τέλος. Η δριμεία επίθεση που δέχονται από έναν τεχνολογικά κτηνώδη στρατό δεν έχει σταματήσει μέχρι και σήμερα και ο τεράστιος αριθμός των δεκάδων χιλιάδων νεκρών παλαιστινίων ολοένα αυξάνει.
Τα προβλήματα στην περιοχή δημιούργησε το σιωνιστικό κίνημα και η συνακόλουθη εθνοκάθαρση του παλαιστινιακού πληθυσμού. Να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι ο σιωνισμός είναι κίνημα με συγκεκριμένες ιδεολογικές επιλογές, με οικονομικά, πολιτικά και θρησκευτικά κίνητρα, και η αναφορά σ’ αυτόν δεν έχει σχέση με συνωμοσιολογία –ο ίδιος ο σημερινός Ισραηλινός πρωθυπουργός τόνισε προ μηνών στην Κνεσέτ ότι το σχέδιο που θα εφαρμόσει είναι το καλύτερο για την επίτευξη των στόχων του Σιωνισμού. Είναι πάγια τακτική των σιωνιστών βέβαια, να βαφτίζουν αντισημίτη οποιονδήποτε κάνει κριτική στον σιωνισμό, ακόμα κι αν ο ίδιος είναι εβραίος! Ο αντισιωνισμός γι’ αυτούς είναι ταυτόσημος με τον αντι-Εβραϊσμό και τον ρατσισμό ώστε να μπορούν να βαφτίζουν κάθε αντισιωνιστή φασίστα.
Ο σιωνισμός ήταν μια τάση –που μέχρι προπολεμικά ήταν μειοψηφούσα στις Εβραϊκές κοινότητες– η οποία δυστυχώς σταδιακά έγινε πολύ ισχυρή. Ο καταστατικός χάρτης των Σιωνιστών του 1897 διακήρυττε ότι η Παλαιστίνη ήταν η γη που υποσχέθηκε ο Θεός στους εβραίους, και συνεπώς έπρεπε να επιστραφεί σ’ αυτούς. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι αυτή η γη δεν έμεινε… ακατοίκητη τα τελευταία 2.000 χρόνια, κι έτσι η εκπλήρωση των σιωνιστικών στόχων σήμαινε την εθνοκάθαρση ενός άλλου έθνους που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή. Ο ιδρυτής του Σιωνισμού Theodor Herzl έγραφε πριν από 100 περίπου χρόνια: «πρέπει να πάρουμε βαθμιαία τη γη από τα χέρια των (Αράβων) ιδιοκτητών στα εδάφη που μας παραχωρούνται και να προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε τους φτωχότερους από τον πληθυσμό έξω από τα σύνορά μας, παρέχοντάς τους εργασία στις «δορυφορικές» χώρες, και στερώντας τους τη δυνατότητα απασχόλησης στη χώρα μας». Οι παλαιστίνιοι εξαρχής εναντιώθηκαν στον σιωνισμό γιατί αναγνώρισαν το πολύ πραγματικό ενδεχόμενο εκτόπισής τους από τη χώρα τους.
Η σταδιακή εθνοκάθαρση ξεκίνησε ουσιαστικά με τη Διακήρυξη του Μπαλφούρ το 1917, όταν οι Βρετανοί για τα δικά τους συμφέροντα αναγνώρισαν για πρώτη φορά το δικαίωμα των Εβραίων ν’ αποκτήσουν μια «εθνική εστία» στην Παλαιστίνη, τη στιγμή που το 1914 οι εβραίοι ήταν 85.000 και έλεγχαν 2% της γης, έναντι 700.000 Αράβων. Ένας συνεχής εποικισμός (άλλοτε με την εξαγορά της γης εξαθλιωμένων Παλαιστίνιων και όπου αυτό δεν ήταν δυνατό με τη βία) αύξησε τον αριθμό των εβραίων σε 445.000 το 1939. Το 1948, η ιστορική απόφαση του Ο.Η.Ε. αναγνώρισε την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στο 55% της Βρετανικής Παλαιστίνης, παρά το γεγονός ότι οι Άραβες αποτελούσαν πάνω από το 60% του συνολικού πληθυσμού. Δημοκράτες εβραίοι όπως η Hannah Arendt αλλά και πολλοί άλλοι καταδίκασαν τη δημιουργία του νέου κράτους, μ’ αυτούς τους άδικους μάλιστα όρους, και στήριζαν τη δημιουργία μιας συνομοσπονδίας των λαών στην περιοχή. Οι σιωνιστές όμως δεν αρκέστηκαν στη γη που πήρανε. Την αφορμή έδωσε ο πρώτος αραβο-ισραηλινός πόλεμος που ξεκίνησαν οι Άραβες, οι οποίοι ήταν δικαιολογημένα ενάντια στα Σιωνιστικά σχέδια που εφάρμοσε η απόφαση του Ο.Η.Ε., με την υποστήριξη της Δύσης (για τους δικούς της λόγους) αλλά και του Στάλιν ο οποίος τότε νόμιζε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη Σιωνιστική αριστερά εναντίον της Δύσης, χωρίς να υποψιάζεται βέβαια ότι για έναν αριστερό Σιωνιστή, ο Σιωνισμός έχει προτεραιότητα απέναντι στην αριστερή ιδεολογία, όπως το έδειξαν περίτρανα κατόπιν οι αριστεροί Σιωνιστές, αλλά και σήμερα που ενέκριναν πανηγυρικά ακόμη και τους κτηνώδεις βομβαρδισμούς του Λιβανέζικου πληθυσμού! Έτσι, με τον πρώτο πόλεμο οι Σιωνιστές άρπαξαν το 77% της γης και άρχισαν μια διαδικασία βίαιης εθνοκάθαρσης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα (το 1948 το ψήφισμα 194 του Ο.Η.Ε. κήρυττε ότι έπρεπε να επιτραπεί στους παλαιστίνιους πρόσφυγες ή να επιστρέψουν ή να αποζημιωθούν. Άδικα… Το 1949 οι παλαιστίνιοι που ζούσαν σε προσφυγικά στρατόπεδα έφταναν το ένα εκατομμύριο). Η επέκταση του Ισραήλ σε ολόκληρη σχεδόν την Παλαιστίνη εντάθηκε δραματικά μετά τον κατακτητικό επιθετικό πόλεμο των 6 ημερών το 1967, και σήμερα έχουμε φτάσει στην τραγική κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω.
Η σιωνιστική ηγεσία του Ισραήλ μπορεί να χαρακτηριστεί άνετα ρατσιστική εφόσον, εξ ορισμού, η δημιουργία ενός κράτους που βασίζεται στην εθνική και θρησκευτική ταυτότητα μιας μειοψηφίας σε μια ήδη κατοικημένη περιοχή δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά με τη βαθμιαία εθνική εκκαθάριση. Τι άλλο μπορεί να ισχύει για ένα κράτος που θεμελιώθηκε από τη μετανάστευση εβραίων απ’ όλον τον κόσμο και την παράλληλη, άμεση και έμμεση εκδίωξη εκατομμυρίων παλαιστινίων από τις εστίες τους (οι οποίοι ακόμα δεν μπορούν να επιστρέψουν), επιδιώκοντας ένα «καθαρό» Ισραήλ; Τι άλλο μπορεί να ισχύει όταν οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι δεν έχουν εδώ και δεκαετίες κάλυψη των βασικών αναγκών τους (στέγη, τροφή, υγεία, εκπαίδευση κ.τ.λ.), μόνο και μόνο επειδή δεν είναι Εβραίοι; Τι άλλο λένε οι τουλάχιστον 50 σφαγές παλαιστινίων την εποχή της εγκαθίδρυσης του Ισραήλ με κορύφωση αυτή του Ντερ Γιασίν αλλά και άλλες μέχρι τη Τζενίν το 2002; (βλ. και τη σφαγή 70 πολιτών το 1953 στο χωριό Κιμπίγια από τον Σαρόν). Και σ’ όλα αυτά να αναφέρουμε και τις άθλιες συνθήκες στις οποίες ζουν οι Άραβες του Ισραήλ (20% του συνολικού πληθυσμού, δηλ. 1,4 εκατομμύρια), οι οποίοι επιβιώνουν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, χωρίς καμία πρόσβαση στις δομές εξουσίας. Κι αν ο σιωνισμός δεν καταπατά δικαιώματα (!!!) πως φτάσαμε σήμερα το Ισραήλ να κατέχει το 90% της ιστορικής Παλαιστίνης και ο διαβόητος «οδικός χάρτης» να οδηγεί σε επιστροφή μόνο του 12% των κατακτημένων εδαφών στους παλαιστίνιους;
Η ίδια άλλωστε η Διεθνής Αμνηστία (μια ρεφορμιστική Μ.Κ.Ο.) τονίζει σε έκθεση της ότι «Ο Νόμος περί Υπηκοότητας και Εισόδου στο Ισραήλ (που) απαγορεύει στους Ισραηλινούς που είναι παντρεμένοι με Παλαιστινίους από τα Κατεχόμενα Εδάφη να ζουν με τους συζύγους τους στο Ισραήλ […] θεσμοθετεί τις φυλετικές διακρίσεις αντιβαίνοντας στο διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο [...] Η Ισραηλινή κυβέρνηση έχει επικαλεστεί λόγους «ασφαλείας» για να δικαιολογήσει την παρεμπόδιση της οικογενειακής ενοποίησης, με το επιχείρημα ότι ο νόμος αποσκοπεί στον περιορισμό της δυνητικής απειλής επιθέσεων Παλαιστινίων στο Ισραήλ. Ωστόσο, Ισραηλινοί υπουργοί και αξιωματούχοι έχουν περιγράψει επανειλημμένα το ποσοστό των Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ ως «δημογραφική απειλή» και ως απειλή για τον εβραϊκό χαρακτήρα του κράτους. Αυτό υπονοεί ότι ο νόμος αποτελεί μέρος μιας μακροχρόνιας πολιτικής που στοχεύει στον περιορισμό του αριθμού των Παλαιστινίων στους οποίους επιτρέπεται να ζουν στο Ισραήλ και στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.»
Αυτά όμως δεν θα ήταν εφικτά αν όλα αυτά τα χρόνια οι δυτικές ελίτ δεν τροφοδοτούσαν τόσο οικονομικά όσο και με εξοπλισμούς και τεχνογνωσία το Σιωνιστικό κράτος, αφού χρειαζόντουσαν έναν «αντιπρόσωπο» στην περιοχή για να ελέγχουν τα πολύτιμα για τις δυτικές οικονομίες πετρέλαια. Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η υπερεθνική σιωνιστική ελίτ κατέχει προνομιακή θέση στην αμερικάνικη ελίτ, και κατά συνέπεια στην υπερεθνική ελίτ γενικότερα, λόγω των θέσεων-κλειδιά που κατέχει στον διεθνή οικονομικό, πολιτικό αλλά και πολιτιστικό τομέα και ιδιαίτερα τα διεθνή ΜΜΕ (κάτι που δεν έγινε ποτέ με την ασήμαντη παλαιστινιακή ελίτ ή ακόμη και την αραβική ελίτ γενικότερα).
Η «λύση» των δύο κρατών
Όταν οι σιωνιστές και η υπερεθνική ελίτ διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να εγκαθιδρύσουν το «Μεγάλο Ισραήλ» (ένα ενιαίο καθαρό κράτος εκτεινόμενο σε ολόκληρη την ιστορική Παλαιστίνη), στράφηκαν στον στόχο της δημιουργίας «δύο κρατών», εθνοκαθαρμένων, από τα οποία το ένα θα είναι φυσικά προτεκτοράτο τύπου Μπαντουστάν και το άλλο προστάτης των συμφερόντων της υπερεθνικής ελίτ που θα περιέκλειε όλα τα εδάφη όπου θα υπήρχε Σιωνιστική πλειοψηφία. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε από το Όσλο και σήμερα το Ισραήλ είναι έτοιμο να την εφαρμόσει μονομερώς, σε μια επίδειξη βαρβαρότητας και καταπάτησης όλων των διεθνών κανόνων δικαίου (αν και η διαδικασία έχει «παγώσει» προς το παρόν για να σφαχτούν λίγοι ακόμα παλαιστίνιοι και να συνεχιστεί ομαλότερα).
Η προσπάθεια αυτή νομιμοποίησης της Σιωνιστικής εθνοκάθαρσης πέρασε από διάφορα στάδια (Όσλο 1993, Ουάσινγκτον 1995 κ.λπ.) και κατέληξε στον περιβόητο «Οδικό χάρτη για την Παλαιστίνη» της κυβέρνησης Μπους, από τον οποίο κάθε αναφορά στον «ανεξάρτητο» χαρακτήρα του Παλαιστινιακού κράτους αντικαθίσταται με τη φράση «κάποια χαρακτηριστικά κυριαρχίας» τα οποία δεν θα συμπεριλαμβάνουν την εξωτερική ασφάλεια, τα σύνορα, τον εναέριο χώρο και τα υπόγεια ύδατα του νέου «κράτους»! Αυτό το κρατίδιο-γκέτο δεν θα έχει καν δικό του στρατό παρά μόνο ελαφρά οπλισμένη αστυνομική δύναμη!
Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα η νόμιμα εκλεγμένη παλαιστινιακή κυβέρνηση στραγγαλίζεται (κυρίως με τη διακοπή της χρηματοδότησής της από τις δυτικές ελίτ αλλά και την παράνομη κατακράτηση φόρων από το Ισραήλ) μόνο και μόνο επειδή δεν αποδέχεται τους άθλιους όρους που επιβάλλουν οι προηγούμενες συνθήκες, οι οποίες στη συνείδηση πολλών παλαιστινίων αποτελούσαν ξεπούλημα. Και όντως έτσι είναι, αν αναλογιστούμε τη μανία με την οποία η υπερεθνική ελίτ και το σιωνιστικό της τμήμα προσπαθούν να κάνουν τους παλαιστίνιους να τις αποδεχτούν και κυρίως ν’ απαρνηθούν την αρχή τους για μη αναγνώριση του Σιωνιστικού κράτους, ενώ βέβαια δεν ζητείται αντάλλαγμα από τους Ισραηλινούς ν’ απαρνηθούν π.χ. την από μέρους τους υιοθέτηση της Διακήρυξης Μπαλφούρ.
Ας δούμε όμως κάπως λεπτομερέστερα την ουσία της συμφωνίας του Όσλο II το 1995 (αν και πάλι ενδεικτικά παρουσιάζουμε κάποια πράγματα): η απόφαση μιλάει αφηρημένα για την απόσυρση των Ισραηλινών από τα κατεχόμενα εδάφη (με βάση την απόφαση 242 του Ο.Η.Ε. το 1967), δεν αναφέρει όμως πουθενά το παραμικρό για τα δικαιώματα των Παλαιστινίων σαν έθνος. Σύμφωνα δηλαδή με τη συμφωνία, οι εκατoμύρια παλαιστίνιοι πρόσφυγες δεν έχουν δικαίωμα επιστροφής στην πατρίδα τους! Από την άλλη, η απόφαση 242 είχε αλλάξει μονομερώς το 1971 από τις Η.Π.Α. ώστε να σημαίνει μερική απόσυρση. Φυσικά είναι αυτή η ερμηνεία των Η.Π.Α. που είχε συμπεριληφθεί στη συμφωνία. Σε άλλα θέματα:
η Ιερουσαλήμ, στον επίσημο χάρτη του Όσλο ΙΙ , παρουσιάζεται μέσα στο Ισραήλ.
Το 80% των υδάτινων πόρων εκχωρείται στους Ισραηλινούς!
Καμιά αποζημίωση εκ μέρους του Ισραήλ δεν προβλέπεται, το αντίθετο μάλιστα, οι ισραηλινοί διεκδικούν αποζημιώσεις!
Όσον αφορά την εθνική κυριαρχία, η Όσλο ΙΙ μιλάει μόνο για ισραηλινή «αναδίπλωση» και όχι για αποχώρηση από τη δυτική όχθη. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 10, «οι οικισμοί, συγκεκριμένες στρατιωτικές τοποθεσίες, οι πρόσφυγες, τα σύνορα, οι εξωτερικές σχέσεις και οι ισραηλινοί» είναι εκτός της δικαιοδοσίας του Παλαιστινιακού Συμβουλίου.
Το Ισραήλ διατηρεί το δικαίωμα να παρεμβαίνει για την ασφάλεια των Ισραηλινών όπου επιθυμεί (!!!), ενώ η παλαιστινιακή αστυνομία δεν μπορεί ούτε να συλλάβει, ούτε να κρατήσει, ούτε να φυλακίσει κανέναν Ισραηλινό (παράρτημα Ι, άρθρο VI)!
Τέλος, όσον αφορά τη γη, στην πρώτη φάση της αναδίπλωσης το Ισραήλ θα παραχωρούσε στους παλαιστίνιους εδαφική δικαιοδοσία μόνο στο 30% της Δυτικής Όχθης. Δίνονται υποσχέσεις για περαιτέρω αναδιπλώσεις αλλά η έκτασή τους δεν καθορίζεται (άρθρο XI), ενώ το Ισραήλ διατηρεί στα εδάφη που περνούν σε παλαιστινιακή δικαιοδοσία απροσδιόριστα «νόμιμα δικαιώματα» (Παράρτημα III, Συμπλήρωμα I, άρθρα 16, 22).
Τέλος, και τραγικότερο ίσως, οι παλαιστινιακές περιοχές δεν συνορεύουν μεταξύ τους, αλλά περιλαμβάνουν απομονωμένα τμήματα. Η συμφωνία προέβλεπε λοιπόν μια καρικατούρα των Μπαντουστάν της νοτίου Αφρικής (τη συμφωνία του Όσλο έχουν κριτικάρει επιφανείς παλαιστίνιοι –Edward Said– όσο και προοδευτικοί εβραίοι –Meron Benvenisti, Norman Finkelstein).
Οι παλαιστίνιοι της Φατάχ αποδέχτηκαν τότε τη συμφωνία με την φρούδα ελπίδα ότι το λιλιπούτειο κράτος τους θα μπορούσε ν’ αποτελέσει το πρώτο βήμα για ένα πραγματικό κράτος, ενώ βέβαια οι Σιωνιστές το έβλεπαν σαν το τελευταίο βήμα στη διαδικασία «λύσης» του Παλαιστινιακού. Δεδομένης και της ισραηλινής κτηνώδους υπεροπλίας, αλλά και της απομόνωσης τους από τα πελατειακά Αραβικά κράτη που είχαν ενισχυθεί με την ήττα του Σαντάμ, οδηγήθηκαν στο να αποδεχτούν τους όρους της υπερεθνικής ελίτ και του Ισραήλ.
Σήμερα, η λύση που προωθεί το Ισραήλ, και χυδαία μάλιστα απαιτεί έναν συνομιλητή από τους Παλαιστίνιους για να την αποδεχθεί, είναι παρόμοια μ’ αυτήν που δρομολογούσε το Όσλο, και πολύ χειρότερη μάλιστα. Το τείχος έχει ήδη αρχίσει να δείχνει τα τελικά σύνορα που σχεδιάζουν οι Σιωνιστές όπου θα βρίσκονται οι απομονωμένοι παλαιστινιακοί θύλακες, που αποτελούν ντροπή για την ανθρωπότητα αν επιβληθούν. Η μονομερής χάραξη των συνόρων, της οποίας ηγείται σήμερα ο Ολμέρτ με την υποστήριξη της Κνεσέτ, διαφημίζεται από τις εφημερίδες ότι θα «μοιράσει την Ιερουσαλήμ»! Αυτό που λίγοι αναφέρουν είναι ότι το Ισραήλ έχει αποφασίσει ότι θα κρατήσει όλη την Παλιά Πόλη με τα θρησκευτικά μνημεία που τόσο σημαντικά είναι για τους παλαιστίνιους.
Προς ένα ενιαίο κράτος Εβραίων και Παλαιστινίων, στην προοπτική μιας συνομοσπονδιακής Περιεκτικής Δημοκρατίας στην περιοχή
Οι παλαιστίνιοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι οι λύσεις που δρομολογούνταν οδηγούσαν το παλαιστινιακό κίνημα σε αδιέξοδο, και η λύση της δημιουργίας δύο κρατών άρχισε να δείχνει τις αντιφάσεις της και το πόσο ευνοούσε τα συμφέροντα του Σιωνιστικού Ισραήλ. Πέρα από αυτό, τα ίδια τα γεγονότα που δημιουργούσαν οι Σιωνιστές (ο τοίχος του απαρτχάιντ επεκτείνεται, όπως και οι νέοι εποικισμοί – 250.000 έποικοι στη δυτική όχθη) έκαναν όλο και πιο απίθανη την εφαρμογή ακόμη και της Συνθήκης του Όσλο κ.λπ. για τη διχοτόμηση και τη λύση των δύο «κρατών». Η νίκη της Χαμάς ήταν ενδεικτική της χρεοκοπίας των λύσεων που προωθούσε η Φατάχ σε συμφωνία με τις ελίτ (αν και ο Αραφάτ είχε απορρίψει προτάσεις «ειρήνευσης» στο παρελθόν υπό την πίεση του λαού).
Σήμερα γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι η έξοδος από τον κύκλο αίματος θα πρέπει να αποτελεί υπέρβαση της καταστροφικής λύσης των δύο κρατών. Το αίτημα για ένα πολυπολιτισμικό κράτος, το οποίο προτάθηκε αρχικά από την ισραηλινή Αριστερά και υποστηρίχθηκε από την ευρωπαϊκή Αριστερά πριν από πενήντα χρόνια, βρίσκεται ξανά στην ατζέντα. Διάφορα ρεύματα, τόσο μεταξύ των προοδευτικών Παλαιστινίων όσο και των μετα-σιωνιστών Ισραηλινών, προσπαθούν να βρουν μια λύση η οποία, απορρίπτοντας τον Σιωνισμό αλλά και τον θρησκευτικό ανορθολογισμό (και των δύο πλευρών), θα έχει ως στόχο τη δημιουργία ενός πολυπολιτισμικού και ενιαίου κράτους για όλους τους λαούς που διαμένουν σήμερα στην Παλαιστίνη (εναντίον της λύσης των δύο κρατών είναι οι Benvenisti και Finkelstein, ενώ ο Said καλούσε για «συνύπαρξη […] ίσων πολιτών στην ίδια γη». Υπέρ του ενιαίου κράτους έχουν τοποθετηθεί παλαιστίνιοι όπως ο Ahmad Sámih Khalidi κ.α. –π.χ. Diana Buttu). Και φυσικά, οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί ποτέ δεν είχαν πέσει στη παγίδα να δεχτούν την ίδρυση χωριστού κράτους που τους «παραχωρούσαν» οι λευκοί ρατσιστές (όπως ακριβώς κάνουν σήμερα οι Σιωνιστές ρατσιστές) αλλά πάγια απαιτούσαν ένα ενιαίο πολυπολιτισμικό κράτος όπου όλοι οι πολίτες θα είχαν ίσα δικαιώματα. Βέβαια, η υποστήριξη από το 90% των ισραηλινών πολιτών της κτηνωδίας των βομβαρδισμών όπως έδειξαν οι δημοσκοπήσεις –ακόμα και των βομβαρδισμών λεωφορείων γεμάτα αμάχους, της χρήσης βομβών διασποράς από τις οποίες ακόμη πεθαίνουν οι Λιβανέζοι κ.λπ.– κάνει ακόμα πιο δύσκολο τον αγώνα για μια δίκαιη λύση, και πάνω σ’ αυτό πρέπει να προβληματιστούν ιδιαίτερα οι εβραίοι στο Ισραήλ αλλά και στο εξωτερικό που στηρίζουν την σιωνιστική ιδεολογία, η οποία έχει οδηγήσει τόσο στον φαύλο κύκλο της έντασης της Ισραηλινής βίας ενάντια στους γειτονικούς λαούς, όσο και στην αντιβία ενάντια στο ίδιο το Ισραήλ.
Είναι γνωστό ότι στην Παλαιστίνη (και γενικότερα στη Μεσόγειο) ζούσανε για χιλιάδες χρόνια αρμονικά οι Άραβες με τους εβραίους. Η λυσσώδης άρνηση των σιωνιστών να αποδεχτούν μια παρόμοια λύση δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε αυτήν την παράδοση, ούτε να αγνοήσουμε τη μετα-σιωνιστική Αριστερά και τα προοδευτικά στοιχεία του παλαιστινιακού λαού που θα μπορούσαν να την πραγματώσουν. Ιδιαίτερα αφού λιγότεροι Παλαιστίνιοι δηλώνουν ότι θέλουν να «πετάξουν όλους τους Εβραίους στη θάλασσα» –θέση που απλώς φαίνεται υποστηρίζουν σε αντίδραση του αιτήματος σημαντικού τμήματος των Σιωνιστών που, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, ζητούν «να πετάξουν όλους τους Παλαιστίνιους έξω από την Παλαιστίνη». Ούτε, όπως ανάφερα παραπάνω, θα πρέπει να ξεχνάμε το παράδειγμα της Νοτίου Αφρικής, όπου το σύνθημα «ένας άνθρωπος, μία ψήφος» αν και φαινόταν αρχικά ουτοπικό τελικά επικράτησε (και να μην αναφέρουμε κι άλλα παραδείγματα λαών που βρισκόντουσαν σε σύγκρουση και τελικά συμφιλιώθηκαν).
Αυτό που φοβούνται οι σιωνιστές είναι το δημογραφικό (η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού των παλαιστινίων). Ο φόβος όμως αυτός έχει νόημα μόνο μέσα στα πλαίσια μιας ρατσιστικής ιδεολογίας που απαιτεί εβραϊκή καθαρότητα στο κράτος της. Η λύση του ενιαίου κράτους εξασφαλίζει την επικράτηση της αυτοδιάθεσης των λαών αλλά και της δικαιοσύνης επί του εθνικισμού, ενώ συγχρόνως λύνει το πρόβλημα και των προσφύγων και των εποίκων, και για τις δύο πλευρές. Από την άλλη, μια τέτοια βραχυπρόθεσμη λύση θα συνιστούσε ένα σημαντικό βήμα για μια συνομοσπονδία των λαών της περιοχής με βάση την Περιεκτική Δημοκρατία (μακροπρόθεσμη λύση που θα μπορούσε να εξαπλωθεί σε όλη τη Μέση Ανατολή).
Αντίθετα, τα «δύο κράτη» εξυπηρετούν τη Νέα Διεθνή Τάξη, η οποία επιδιώκει παντού να δημιουργεί εθνικιστικές εχθρότητες και μέσω της λογικής «διαίρει και βασίλευε» να διατηρεί τον έλεγχο σε κάθε σημείο του πλανήτη. Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα της Ελλάδας-Τουρκίας σε σχέση με την Κύπρο, της ενσωμάτωσης των κρατιδίων που προέκυψαν από την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας (που προώθησε με κάθε τρόπο η υπερεθνική ελίτ) στη Νέα Διεθνή Τάξη κ.α. Ακόμα τα δύο κράτη, με την πιθανή παράλληλη επίθεση στο Ιράν, θα καταστήσουν το Ισραήλ μια εθνοκαθαρμένη υπερδύναμη που θα αστυνομεύει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή για λογαριασμό της υπερεθνικής ελίτ.
Είναι, επομένως, κρίσιμο να σταθούμε αλληλέγγυοι στην παλαιστινιακή αντίσταση και να παλέψουμε για τη ριζοσπαστικοποίησή της. Ένα ισχυρό διεθνές κίνημα που θα επιζητά τη βραχυπρόθεσμη λύση του ενιαίου κράτους και τη μακροπρόθεσμη μιας συνομοσπονδίας Περιεκτικής Δημοκρατίας, παράλληλα με τους αγώνες των ίδιων των λαών της περιοχής γι’ αυτές τις επιδιώξεις, μπορούν να επηρεάσουν τις ιστορικές εξελίξεις. Ο τερματισμός της κατοχής είναι από μόνος του μια ισχυρή αξία και αίτημα, αλλά δεν αποτελεί πραγματική λύση του προβλήματος. Αυτό απέδειξε και η ιστορία των νοτιοαφρικάνικων Μπαντουστάν, και εκεί θέλουν να οδηγήσουν τους παλαιστίνιους οι ελίτ: να τους εξαναγκάσουν να αποδεχτούν μια άθλια λύση, έχοντας προηγούμενα στραγγαλίσει οικονομικά τον Παλαιστικό λαό και σχεδόν συντρίψει την αντίσταση του. Είναι χρέος όλων ο αγώνας για την αυτοδιάθεση και κοινωνική αυτονομία των λαών, στόχους που αποκλείει να πραγματωθούν η Νέα Τάξη. Κάθε κίνημα, εθνικοαπελευθερωτικό ή κοινωνικό πρέπει να στραφεί πρωταρχικά ενάντια στη Νέα Διεθνή Τάξη που επιβάλλει η υπερεθνική ελίτ αφού η συντριβή της είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη του κοινωνικού αγώνα στην κάθε χώρα εναντίον των ντόπιων ελίτ που θα άνοιγε τον δρόμο για την κατάργηση της οικονομίας της αγοράς και του πολιτικού της συμπληρώματος, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Από τον δίκαιο αγώνα των παλαιστίνιων και όλων των καταπιεσμένων της γης εξαρτάται η ελευθερία και το μέλλον μας, και γι’ αυτό οφείλουμε όλοι, όχι μόνο να συμπαρασταθούμε στον αγώνα τους αλλά και ν’ αγωνιστούμε ενάντια στις ντόπιες ελίτ που στηρίζουν τη Νέα Τάξη και το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα πίσω από αυτήν.
Ταξική ανάλυση και κινήματα αυτοδιάθεσης
Τη στιγμή που η υπερεθνική ελίτ και οι σιωνιστές έχουν εξαπολύσει παράλληλα με τον πραγματικό και έναν ιδεολογικό πόλεμο ενάντια στους αντιστεκόμενους λαούς στους οποίους επιτίθενται, ένα μέρος της «Αριστεράς» (κυρίως της ρεφορμιστικής Αριστεράς και Οικολογίας αλλά και κάποια περιθωριακά «ελευθεριακά» ρεύματα) δεν τάσσεται αλληλέγγυο με τα κινήματα αυτοδιάθεσης στη Μέση Ανατολή για διάφορους λόγους: επειδή λένε είναι θεοκρατικά, εθνικιστικά κ.λπ. και όχι αμιγώς ταξικά. Και καταλήγουν σε συνθήματα όπως «ούτε Μπους ούτε Χαμάς», «ούτε Ισραήλ ούτε Χεζμπολάχ» κ.ο.κ. Η ανάλυσή τους βασίζεται σε διάφορους μύθους.
Ο πρώτος μύθος είναι ότι ο αντισιωνισμός είναι συγκεκαλυμμένος αντισημιτισμός. Όμως, αρχικά, ο προπολεμικός αντισημιτισμός στηριζόταν κυρίως σε ρατσιστικές και θρησκευτικές ιδεολογίες ενώ η σημερινή πάλη κατά των Σιωνιστών δεν έχει καμία σχέση με παρόμοιες ιδεολογίες αλλά στρέφεται κατά του Σιωνισμού ως μιας ρατσιστικής βασικά ιδεολογίας που με το αίτημα της για τη δημιουργία ενός «καθαρού» εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη αποτέλεσε την άμεση ή έμμεση αιτία του κύκλου της βίας. Όμως, την εξέλιξη αυτή την είχε προβλέψει από την αρχή η αντισιωνιστική εβραϊκή Αριστερά (Hannah Arendt κ.ά.) που πάντα πρότεινε τη λύση του ενιαίου κράτους ή ομοσπονδίας για τους λαούς της Παλαιστίνης, ενώ οι Σιωνιστές και οι Άραβες εθνικιστές υποστηρίζουν την λύση των δυο κρατών που πρακτικά σημαίνει τη συνύπαρξη του σιωνιστικού κράτους με ένα παλαιστινιακό προτεκτοράτο.
Ο δεύτερος μύθος είναι ότι η σύγκρουση σιωνιστών και Αράβων δεν αφορά τη διεθνιστική Αριστερά, η οποία ενδιαφέρεται μόνο για ταξικούς-κοινωνικούς αγώνες και όχι για συγκρούσεις αντιδραστικών εθνικισμών. Αλλά ακόμη και εάν επρόκειτο απλώς για σύγκρουση εθνικισμών, (που δεν είναι), είναι το ίδιο ένα εθνικό-απελευθερωτικό κίνημα που παλεύει για την ανεξαρτησία του με τον Σιωνιστικό «εθνικισμό» (που δεν είναι μόνο αυτό) ο οποίος είναι ο εθνικισμός των κατακτητών;
O τρίτος μύθος είναι ότι ο ανορθολογικός χαρακτήρας θρησκευτικών κινημάτων, όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, δεν έχει σχέση με τον αγώνα για την ατομική και συλλογική αυτονομία, (εφόσον η θρησκεία αποτελεί βασικό στοιχείο της ετερονομίας) και επομένως δεν αξίζει της υποστήριξης μας. Αντί, επομένως, η Αριστερά αυτή να συστρατευθεί στον αγώνα εναντίον του κύριου σημερινού εχθρού κάθε κοινωνικού κινήματος, της υπερεθνικής ελίτ και του κοινωνικοοικονομικού συστήματος που εκπροσωπεί –θέτοντας το θέμα του θρησκευτικού ανορθολογισμού μετά την εκδίωξη του κατακτητή από το Ιράκ, το Αφγανιστάν, την Παλαιστίνη κ.λπ.– επιλέγει να συστρατεύεται με αυτήν στον αγώνα κατά της «ανορθολογικής» τρομοκρατίας, δηλαδή ενάντια στην αντίσταση των λαών στη Νέα Τάξη!
Ο τέταρτος μύθος είναι ότι ο «πόλεμος» στη Μέση Ανατολή είναι ενδοϊμπεριαλιστικός και όχι αντιιμπεριαλιστικός, αφού το Ιράν και η Συρία, που στηρίζουν τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, αποτελούν... υπο-ιμπεριαλισμούς που επιδιώκουν αναδιανομή της οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής δύναμης προς όφελός τους στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, αυτές οι ουσιαστικά υπανάπτυκτες οικονομικά αλλά και στρατιωτικά χώρες αναβαθμίζονται σε ιμπεριαλιστικές χώρες, που, μαζί με τις απόλυτα εξαρτημένες από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς Κίνα και Ρωσία, δικαιώνουν τη στάση των ίσων αποστάσεων.
Ο πέμπτος μύθος (που υποστηρίζεται από αυτο-αποκαλούμενους «κοινωνικούς οικολόγους») είναι ότι κάθε βία (συμπεριλαμβανομένης της επαναστατικής) αναπαράγει την κουλτούρα της βίας και τις εξουσιαστικές σχέσεις. Οι λαοί, επομένως, σύμφωνα με την άποψη αυτή, δεν πρέπει να αντιστέκονται στη βία των κατακτητών ή στη συστημική βία, διαιωνίζοντας έτσι τις σημερινές εξουσιαστικές σχέσεις...
Τα επαναστατικά κινήματα, επομένως, οφείλουν να σταθούν αλληλέγγυα στους αγώνες αυτών των λαών. Σύμφωνα με την ανάλυση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, η ταξική ανάλυση θα πρέπει να διευρυνθεί έτσι ώστε να συμπεριλάβει όλες τις μορφές ανισοκατανομής εξουσίας. Πέρα λοιπόν από την ταξική εκμετάλλευση με τη στενή έννοια, και την κυριαρχία, υπάρχει η εκμετάλλευση και κυριαρχία με βάση την πολιτική δύναμη, το φύλο, τη φυλή και την εθνότητα. Μ’ αυτήν την έννοια, ως ελευθεριακή Αριστερά, θα πρέπει να είμαστε αλληλέγγυοι στα θύματα όλων των μορφών εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Όμως οι ίδιοι «αναρχικοί» που, ακολουθώντας την «αντεξουσιαστική» τους ανάλυση δεν είναι μεν αλληλέγγυοι σ’ ένα λαϊκό κίνημα αυτοδιάθεσης σαν το Παλαιστινιακό επειδή δεν είναι όσο επαναστατικό επιθυμούν, είναι –και δίκαια– αλληλέγγυοι στους μετανάστες, διότι βέβαια δεν παύουν να είναι θύματα ενός συστήματος που τους ξερίζωσε από την πατρίδα τους για να τους ξεζουμίσει στη χώρα που μετανάστευσαν. Φυσικά, οι μετανάστες δεν είναι πάντα επαναστάτες αλλά αντίθετα, μπορεί να είναι και ανορθολογιστές, σεξιστές κ.λπ. (βλ. π.χ. Λατινοαμερικάνους μετανάστες στις ΗΠΑ)!
Από την άλλη, στο μέτρο που τα συγκεκριμένα εθνικοαπελευθερωτικά ισλαμικά λαϊκά κινήματα σε Λίβανο και Παλαιστίνη αυτή τη στιγμή είναι φορείς της αντίστασης των λαών ενάντια στη Νέα Τάξη του συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, δηλαδή ενάντια στην προσπάθεια των πιο ισχυρών κρατών, των πολυεθνικών κ.λπ. να επιβάλλουν καθεστώς ελεύθερων αγορών και ελεύθερης ροής πετρελαίου στη Μέση Ανατολή, ο αγώνας τους αντικειμενικά είναι βαθιά ταξικός. Από κει και πέρα, μέσα στο αντιστασιακό στρατόπεδο υπάρχουν διαφορές οι οποίες θα επιλυθούν (ή όχι) από την πάλη των ίδιων αυτών λαών μετά την απελευθέρωσή τους. Φυσικά, παράλληλα, όσοι π.χ. σοσιαλιστές συμμετέχουν σ’ αυτούς τους αγώνες, δεν κρύβουν ότι είναι σοσιαλιστές και ότι έχουν διαφορές από τους ισλαμιστές. Απλά δεν το κάνουν αυτό σημαία τους, βρίζοντας τους ισλαμιστές αυτές τις κρίσιμες ώρες στον αγώνα κατά των κατακτητών, παίζοντας ουσιαστικά το παιχνίδι τους, όπως στο Ιράκ!
Πρέπει επομένως να διακρίνουμε μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων, και κατά συνέπεια να έχουμε βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προτάσεις. Αυτό το έκαναν πάντα όλοι οι επαναστάτες (π.χ. ο Μπακούνιν είχε μία βραχυπρόθεσμη για το πολωνικό ζήτημα και μια μακροπρόθεσμη για τον αναρχοκομμουνισμό, το ίδιο σε άλλες περιπτώσεις ο Μαρξ κ.α.). Δεν μπορούμε να στηρίζουμε τα θύματα του συστήματος μόνο με την προϋπόθεση να εκπληρώνουν τους όρους που θέτουμε, ή να λέμε ότι όλα θα λυθούν στην αταξική κοινωνία! Αν δεν έχουμε βραχυπρόθεσμες προτάσεις, αφήνουμε στους ισχυρούς εκεί να δρομολογήσουν τις δικές τους «λύσεις» (το Ισραήλ να προωθήσει δηλαδή τα παλαιστινιακά Μπαντουστάν και τους πρόσφυγες να μένουν έξω από την Παλαιστίνη).
Για να αναπτυχθεί ένα οποιοδήποτε ταξικό κίνημα απαιτούνται διάφορες προϋποθέσεις, όπως ότι δεν υπάρχει στρατός κατοχής που σφαγιάζει ό,τι κινείται. Πώς να αναπτυχθεί ταξική συνείδηση και κίνημα όταν βομβαρδίζονται λαοί ολόκληροι, όταν οι παλαιστίνιοι δεν διαθέτουν τον έλεγχο των οικονομικών πόρων τους, όταν δεν μπορούν να κινηθούν ελεύθερα μέσα στην ίδια την πατρίδα τους που είναι γεμάτη φυλάκια, συρματοπλέγματα και τώρα πια το γιγάντιο τείχος της ντροπής. Είναι ξεκάθαρο ότι προέχει ο ξεριζωμός του κατακτητή ως προϋπόθεση για κάθε παραπέρα επαναστατικό βήμα. Και η σημαντικότερη όλων των προϋποθέσεων είναι να νικηθεί η Νέα διεθνής τάξη, η οποία καταπνίγει με τη βία όποιον αντιστέκεται σ’ αυτήν, είτε είναι αντιστεκόμενος λαός, είτε επαναστατικό κίνημα.
Η απελευθέρωση των λαών από τους εσωτερικούς εξουσιαστές τους πρέπει να είναι δική τους υπόθεση. Το αν θα ρίξουν τα θεοκρατικά καθεστώτα τους οι λαοί της Μέσης Ανατολής είναι θέμα της δικής τους πάλης, και στο παρελθόν έδειξαν ότι μπορούν να το πετύχουν. Το γεγονός ότι δεν το πέτυχαν ακόμα δεν σημαίνει ότι μπορούμε να ανεχόμαστε κατακτητές να αποδιαρθρώνουν αυτές τις χώρες. Αυτό δεν έχει σχέση με τη μαρξιστική θεωρία των σταδίων κ.λπ., γιατί εδώ δεν αναφερόμαστε σε ντετερμινιστικές θεωρίες που έχουν να κάνουν με το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων κ.τ.λ., αλλά σε απλές προϋποθέσεις, όπως το να μπορείς να κάνεις μια πορεία χωρίς ανά πάσα στιγμή να μπορούν να τη λιανίσουν τα ισραηλινά υπερηχητικά αεροπλάνα.
Από την άλλη, ας μην εξαπατούμε τον εαυτό μας. Τη στιγμή που έγινε επί παραδείγματι, πορεία αποκλεισμού στη βάση της Σούδας ενάντια στην εισβολή στο Ιράκ, αυτό εξυπηρέτησε τόσο τον Ιρακινό λαό όσο και τον Σαντάμ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε καλύτερα να μην κάνουμε τίποτα για να μη δείξουμε ότι υποστηρίζουμε τον Σαντάμ (μολονότι το Μπααθικό κίνημα από το οποίο προήλθε και ο ίδιος και ήταν ο βασικός στόχος της επίθεσης, είχε παίξει ιστορικά προοδευτικό ρόλο με την εθνικοποίηση των πετρελαίων, τις κοινωνικές παροχές, τον μη θρησκευτικό χαρακτήρα του κ.λπ.). Πρέπει δηλαδή να διαλέξει κανείς, αν είναι με τον κατακτητή ή με τον λαό που αντιστέκεται, με τον θύτη ή με το θύμα. Οι αμφιταλαντεύσεις είναι στην καλύτερη περίπτωση αφέλεια και υπαρξιακό θέμα που αγνοεί την πραγματικότητα, και στη χειρότερη συνειδητή προσπάθεια αποπροσανατολισμού και δημιουργίας μιας συνειδητοποίησης «ίσων αποστάσεων», η οποία αυτή τη στιγμή αποτελεί το βασικό δεκανίκι του συστήματος εφόσον ελάχιστους πια μπορεί να πείθει με την προπαγάνδα του να το υποστηρίξουν στις επιθέσεις του.
Σήμερα την αντίσταση στο Ιράκ την καθοδηγούν πρώην αξιωματικοί του Σαντάμ, στο Λίβανο η Χεζμπολάχ και στην Παλαιστίνη η Χαμάς. Πολύ θα θέλαμε να έκανε την αντίσταση μια ελευθεριακή ομοσπονδία! Δεν την κάνει όμως. Αυτό δεν μπορεί να μας εμποδίσει να είμαστε με τον αντιστεκόμενο λαό. Ενοποιητικό στοιχείο σήμερα στην αντίσταση των λαών στη Μέση Ανατολή είναι η θρησκεία. Όμως πριν από κάποια χρόνια ήταν ο παναραβισμός ή ο σοσιαλισμός, και δεν έγιναν ξαφνικά όλοι φονταμενταλιστές. Η στροφή τους αυτή μπορεί να εξηγηθεί με βάση ιστορικούς λόγους όπως η κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου, η πολιτική και οικονομική αποτυχία του Αραβικού εθνικισμού και σοσιαλισμού, η λυσσώδης επίθεση των δυτικών στα σοσιαλιστικά κινήματα και η παράλληλη υποστήριξη για τον σκοπό αυτό φονταμενταλιστικών κινημάτων όπως οι Ταλιμπάν κ.λπ. Δεν πρέπει να υποπίπτουμε σε θέσεις που μοιάζουν με τις εγκληματικές αναλύσεις τύπου «πόλεμος πολιτισμών» που υποστηρίζει η υπερεθνική ελίτ, μαζί με τη θρησκευτική ελίτ, από τον Πάπα μέχρι τον… Χριστόδουλο) ή «πόλεμος φονταμενταλισμών», όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά (Ταρίκ Αλί κ.λπ.). Συγκεκριμένα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της πλανητικά κυρίαρχης υπερεθνικής ελίτ (στην οποία φυσικά δεν συγκαταλέγονται χώρες όπως το Ιράν και η Συρία, όπως υποστηρίζουν κάποιοι «ελευθεριακοί» που τις χαρακτηρίζουν «υπο-ιμπεριαλισμούς», που όχι μόνο δεν είναι… ιμπεριαλιστικές χώρες, αλλά εισάγουν ασταμάτητα δυτικά προϊόντα!!!), και όχι πολιτισμοί ή φονταμενταλισμοί επιβάλλουν τους πολέμους στη Μέση Ανατολή. Και μια πανανθρώπινη προοπτική αντίστασης σ’ αυτά τα συμφέροντα οπλίζει τους λαούς εναντίον τους.
Ας μάθουμε να κάνουμε διάκριση βάσης και ηγεσίας. Τον λαό τον σπρώχνει να αντισταθεί ο υψηλότερος στόχος του ανθρώπου, ο στόχος για την ελευθερία που τον καταπατά βάναυσα μια ξένη εισβολή και κατοχή. Το ποιοι είναι στην ηγεσία του λαϊκού κινήματος την κάθε φορά είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων που κάποτε οδηγούν τους σοσιαλιστές και σήμερα τους φονταμενταλιστές στην ηγεσία της αντίστασης. Ενδεικτικό είναι ότι από 41 καμικάζι αυτοκτονίας του Λιβάνου (της περιόδου μετά το 1982) με γνωστή την ταυτότητά τους, οι 38 δεν ήταν μέλη της Χεζμπολάχ αλλά μέλη του Κ.Κ. Λιβάνου, του Αραβικού Σοσιαλιστικού Συνδέσμου και Χριστιανοί. Η αντίσταση λοιπόν εκεί δεν είναι απλώς θρησκευτική υπόθεση επειδή κάποιοι δήθεν τάζουν ουρί του παραδείσου στους λαούς, όπως υποστηρίζει η προπαγάνδα της υπερεθνικής ελίτ και σιγοντάρει η ρεφορμιστική «Αριστερά» (μαζί με τμήμα της «ελευθεριακής»). Η αντίσταση και η βία πηγάζουν από την κατοχή και εισβολή, από τη Νέα Τάξη που οικοδομεί το σύστημα στην περιοχή και από τον ρατσιστικό χαρακτήρα του σιωνιστικού Ισραήλ, και σ’ αυτές πρέπει να αντισταθούμε. Τα προβλήματα στην περιοχή δεν τα γεννά η Χαμάς και η Χεζμπολάχ.
Αν σήμερα προωθήσουμε το σύνθημα «ούτε Μπους ούτε Χεζμπολάχ» ή κάποιο παρόμοιο, α) θα δώσουμε άλλοθι στους κυρίαρχους του συστήματος να συνεχίσουν τα εγκλήματά τους, β) θα αποπροσανατολίσουμε τους ανθρώπους από τον πραγματικά υπεύθυνο για την κατάσταση εκεί σήμερα, που είναι το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και η υπερεθνική ελίτ που απολαμβάνει τα οφέλη από τη λειτουργία του (με την οποία το Ιράν και η Συρία ούτε κατά διάνοια μπορούν να συγκριθούν, μη μιλήσουμε για τη… Χαμάς!), γ) θα αποκλείσουμε έτσι τη μετάβαση σε μια πραγματικά απελευθερωτική κατεύθυνση αφού οι πραγματικά υπαίτιοι δεν θα έχουν αναδειχθεί, και θα έχει δυσφημιστεί παράλληλα και το κίνημα αυτοδιάθεσης εκεί, η νίκη του οποίου είναι προϋπόθεση για τον μακροπρόθεσμο στόχο μιας ελεύθερης αταξικής κοινωνίας.
Θα ήταν εγκληματικό να περάσουμε στον κόσμο ότι οι πολυεθνικές, και οι ελίτ των πλουσιότερων χωρών του κόσμου είναι το ίδιο υπεύθυνες για τα εγκλήματα στη Μέση Ανατολή με τη… Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, και ότι κινήματα μ’ αυτή την αιχμή θα αλλάξουν τον κόσμο! Και θα πρέπει να καταδειχθεί ο αντιδραστικός χαρακτήρας της ρητορείας που θέλει την αντίσταση στη Νέα Τάξη να αποπροσανατολίζει τον κόσμο από το γεγονός ότι ο ταξικός εχθρός είναι μέσα στη χώρα μας, και όχι… κάπου μακριά, οπότε δεν πρέπει να μας απασχολεί η Νέα Τάξη! Αν μας ένοιαζε μόνο το τι συμβαίνει στη δική μας χώρα και όχι στον κόσμο δεν θα ήμασταν διεθνιστές (και οι διεθνιστές κάνανε πάντα προτάσεις σε άλλους λαούς και αν είχαν δύναμη ως κίνημα τους επηρέαζαν κιόλας), αλλά εθνικιστές. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ζούμε στα πλαίσια της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, και είτε μας αρέσει είτε όχι, η εξουσία σε πλανητικό επίπεδο συγκεντρώνεται στα χέρια υπερεθνικών ελίτ που διαφεντεύουν ολοένα και περισσότερο και τα πράγματα στο εσωτερικό των χωρών. Οι παλαιοημερολογίτες που ακόμη μιλούν μόνο για ταξικό αγώνα μέσα στην κάθε χώρα ζουν ακόμη στον 19ο αιώνα και δεν μπορούν να καταλάβουν ότι στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς ο αγώνας είναι περισσότερο παρά ποτέ δι-εθνικός, ότι η σύγκρουση είναι βασικά μεταξύ μιας υπερεθνικής ελίτ και των παρακλαδιών της σε κάθε χώρα από τη μια μεριά και των λαϊκών στρωμάτων (εργάτες, αγρότες, υπάλληλοι, άνεργοι, φοιτητές κ.λπ.) από την άλλη. Εάν επομένως η εργατική τάξη στο Ισραήλ υποστηρίζει τη Σιωνιστική ελίτ στην υπεράσπιση του ρατσιστικού καθεστώτος που έχει δημιουργήσει, καθώς και την υπερεθνική ελίτ που στηρίζει το ίδιο το Σιωνιστικό καθεστώς, τότε η εργατική αυτή τάξη παίζει αντιδραστικό ρόλο, είτε οι εργαζόμενοι που την στηρίζουν αυτοαποκαλούνται σοσιαλιστές, αναρχικοί κ.λπ. είτε όχι. Αντίστοιχα, αν η εργατική τάξη στην Παλαιστίνη υποστηρίζει την αγώνα της Χαμάς κατά της Σιωνιστικής κατοχής και επομένως στρέφεται κατά της υπερεθνικής ελίτ, αντί να υποστηρίζει τον συνεργάτη της υπερεθνικής ελίτ, τον Αμπάς, τότε η εργατική αυτή τάξη παίζει αντικειμενικά προοδευτικό ρόλο, έστω και αν πολλά μέλη της έχουν καταλήξει να υποστηρίζουν τις ανοησίες του Ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Η αλληλεγγύη μας λοιπόν στους λαούς που αντιστέκονται στη Νέα Τάξη, στον Λίβανο, στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και αλλού, είναι αυτονόητη και δίχως όρους! Γνωρίζουμε πως από την πάλη αυτών των λαών εξαρτάται το μέλλον όλων, καθώς οι μοίρες όλων μας διαπλέκονται σ’ αυτόν τον πλανήτη. Η ήττα αυτών των κινημάτων θα σημάνει την πλήρη κυριαρχία της υπερεθνικής ελίτ, τόσο σε οικονομικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, και όσοι τολμούνε να της αντισταθούν (είτε είναι φονταμενταλιστές είτε… αναρχικοί) θα ισοπεδώνονται.
Ωστόσο, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος καλοπροαίρετος: «είναι δυνατόν να τάσσεται το ίδιο αλληλέγγυα η Περιεκτική Δημοκρατία, τόσο στη Χαμάς και στη Χεζμπολάχ που έχουν και κοσμικά στοιχεία και ρητά τάσσονται στο ευρύτερο αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα, όσο και στους Ταλιμπάν που είναι εντελώς σκοταδιστές;». Η ιδεολογική υποστήριξη αυτών που βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή της αντίστασης πρέπει να είναι δεδομένη σε κάθε περίπτωση που το σύστημα εισβάλλει σε μια χώρα για να εξασφαλίσει την κυριαρχία του. Δεν πέφτουμε στην παγίδα να υποστηρίζουμε τους Άραβες σαν Άραβες, ούτε έχουμε ψευδαισθήσεις για το επίπεδο συνειδητοποίησης πολλών από αυτούς. Τους υποστηρίζουμε μόνο και μόνο, και εφόσον, μάχονται ενάντια στην Νέα Τάξη και όχι γιατί είναι Άραβες. Αντίθετα, η υποστήριξη μας είναι κριτική όταν τα αντιστασιακά κινήματα υποστηρίζουν ανορθολογικές ιδεολογίες και θρησκείες στον αγώνα τους κατά της Νέας Τάξης. Όμως, άλλο κριτική υποστήριξη ενός κινήματος γιατί ο ευρύτερος στόχος του για την ανατροπή της Νέας Τάξης συμπίπτει με τον στόχο ενός αντισυστημικού κινήματος όπως η Περιεκτική Δημοκρατία, και άλλο η εγκληματική και απόλυτα αντιδραστική θέση των «ίσων αποστάσεων» που υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά και τμήματα της «ελευθεριακής». Η μακροπρόθεσμη ελπίδα δεν μπορεί παρά να είναι η ενδυνάμωση των αντισυστημικών κινημάτων, που ενωμένα θα προσπαθήσουν να πλήξουν το σύστημα και να χτίσουν μια ελεύθερη αταξική κοινωνία, την οποία εμείς αποκαλούμε Περιεκτική Δημοκρατία.