Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 15, Γενάρης-Μάρτης 2007
Εισαγωγικό Σημείωμα #15
της Συντακτικής Ομάδας
Το άρθρο του Τάκη Φωτόπουλου «Κουλτούρα, Ιστορία και Παγκοσμιοποίηση», με αφορμή την πρόσφατη διαμάχη για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού, εξετάζει όχι μόνο τις απώτερες αιτίες της διαμάχης αυτής αλλά και το γενικότερο θέμα της κουλτούρας του νεοελληνικού κράτους και του ρόλου της εκπαίδευσης σε μια ταξικά διαιρεμένη κοινωνία. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, που στοχεύει να οριοθετήσει μια άποψη συνεπή με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας πάνω στο θέμα, η διαμάχη αυτή ανάμεσα σε Ελληνόφρονες και Ευρώφρονες δεν αποτελεί παρά ένα ακόμα «επεισόδιο» μια μακράς διαμάχης που ξεκινάει ήδη από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους στην αρχή του 19ου αιώνα μεταξύ «εκσυγχρονιστών» και «παραδοσιακών». Η διαμάχη τότε αφορούσε την προσπάθεια της ντόπιας ελίτ να παντρέψει δύο εντελώς διαφορετικές και —κυρίως— αντιφατικές παραδόσεις: την κλασική Ελληνική παράδοση του δημοκρατικού Oρθολογισμού, με την σκοταδιστική Μεσαιωνική Βυζαντινή παράδοση που δεν είχε καμία απολύτως σχέση ούτε με την κλασική δημοκρατία ούτε με τον Oρθολογισμό. Στόχος: η προσπάθεια ίδρυσης ελληνικού εθνικού κράτους η οποία όμως χρειαζόταν την βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Οι Δυνάμεις βέβαια αυτές είχαν σαφή στρατηγικά κίνητρα σε σχέση με την Ανατολική Μεσόγειο όταν υποστήριζαν την ανάδυση του Ελληνικού έθνους-κράτους, αλλά η ιδεολογική κάλυψη των κινήτρων τους στηριζόταν στην ιδεολογία των δυτικών διανοουμένων που χαρακτηρίζονταν ως φιλέλληνες, δηλαδή, στην ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού. Αποτέλεσμα: το τραγελαφικό μίγμα του «Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» που αποτελεί από τότε την ιδεολογική «ραχοκοκαλιά» του νεοελληνικού κράτους. Τα βιβλίο της Ιστορίας δεν είναι ούτε χειρότερο, ούτε καλύτερο από προηγούμενα βιβλία. Το βιβλίο της Ιστορίας είναι αυτό που είναι γιατί ζούμε σε μια ετερόνομη κοινωνία και εξυπηρετεί τους σκοπούς μιας «ταξικής» εκπαίδευσης. Η Ιδεολογία της Νέας Τάξης, η εξαφάνιση των ταξικών διαιρέσεων και συγκρούσεων, η ταύτιση της δημοκρατίας με την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», η διαστρέβλωση του Διαφωτισμού και ο τρόπος που παρουσιάζονται η αντίσταση, ο εμφύλιος πόλεμος, το κίνημα της δεκαετίας του 60 και η Χουντική επταετία δεν είναι οι κύριοι λόγοι —αν και πολύ σοβαροί— για τους οποίους θα μπορούσε να κατηγορήσει κανείς το βιβλίο. Ο καυγάς επομένως μεταξύ Ευρωφρόνων και Ελληνοφρόνων ελάχιστη σημασία έχει αφού δεν αναφέρεται στην ίδια την ουσία του προβλήματος: το γεγονός ότι δεν είναι εφικτή οποιαδήποτε «αντικειμενική» εξιστόρηση των γεγονότων σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ταξικές διαιρέσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι Ευρώφρονες και Ελληνόφρονες της ελληνικής Αριστεράς ακόμα και όταν αντιτίθενται στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση επικεντρώνονται συνήθως στον πολιτιστικό τομέα χωρίς να θέτουν θέμα αντικατάστασης του σημερινού οικονομικού θεσμικού πλαισίου που οδήγησε σε αυτού του είδους την παγκοσμιοποίηση.
Η οικολογική καταστροφή είναι προ των πυλών αν δεν έχουμε ήδη διαβεί το κρίσιμο κατώφλι από το οποίο δεν υπάρχει πλέον επιστροφή. Επί χρόνια ένα δίκτυο διαπλεκόμενων συμφερόντων αποτελούμενο από το λόμπι των ενεργειακών και ενεργοβόρων βιομηχανιών, κυβερνήσεων και μια μικρής ομάδας «επιστημόνων» χάλκευε τα επιστημονικά δεδομένα και παρήγαγε «επιστημονικά» πορίσματα κατά παραγγελία που αμφισβητούσαν την σχέση μεταξύ κλιματικής μεταβολής και φαινομένου του θερμοκηπίου, προσπαθώντας να υποσκάψουν τις διαπραγματεύσεις για μια κλιματική συνθήκη που θα αποπειράτο να περιορίσει τις συνέπειες μιας καταστροφικής παγκόσμιας ανόδου της θερμοκρασίας και τα συναφή φαινόμενα (ξηρασία, πλημμύρες κ.λπ.). Η οικολογική κρίση έχει «περάσει» πλέον από τις μικρές ευαισθητοποιημένες κοινωνικές ομάδες στα πρωτοσέλιδα των ΜΜΕ και στις τρεις Εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή και είναι ίσως η πρώτη φορά που υπάρχει μια γενικευμένη αντίληψη στην κοινωνία ότι απαιτούνται άμεσα μέτρα. Στο «Οι μύθοι για την Οικολογική κρίση. Υπάρχει λύση;» ο Παντελής Αράπογλου αναφέρεται στους κυρίαρχους μύθους που συνοδεύουν την πρωτοφανή οικολογική κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα, τις κύριες λύσεις που προτείνονται από διάφορα τμήματα του πολιτικού φάσματος και τους περιορισμούς κάθε μιας από αυτές και καταλήγει με την προσέγγιση της οικολογικής κρίσης από την σκοπιά της Περιεκτικής Δημοκρατίας.
Με αφορμή τις πρόσφατες δυναμικές κινητοποιήσεις των φοιτητών οι «κουκουλοφόροι» επανήλθαν στο προσκήνιο. Αυτό είναι το θέμα του άρθρου «Φοιτητές, κόμματα, ΜΜΕ και «κουκουλοφόροι» του Γιάννη Εγίνογλου. Οι απολογητές του συστήματος στα ΜΜΕ και αλλού επιχειρούν να «ερμηνεύσουν» τα κοινωνικά φαινόμενα μέσω της ηθικής των πρωταγωνιστών τους (λες και η ηθική ήρθε από το διάστημα ή λες και υπάρχει μια αντικειμενική ηθική που παράγεται έξω από το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα ενός συγκεκριμένου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος), οι οποίοι είναι πάντοτε άτομα και ποτέ κοινωνικές ομάδες ή τάξεις. Έτσι αποκοινωνικοποιούνται και αποιδεολογικοποιούνται τα γεγονότα και η Ιστορία γενικότερα. Η συστημική βία που γεννά το ίδιο το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα και η πολιτική αντι-βία των κινημάτων και των κοινωνικών ομάδων που έρχεται σαν αντίδραση και αμφισβήτηση της συστημικής βίας των ελίτ δεν βρίσκεται στην ατζέντα της συζήτησης. Όλα τα κόμματα του πολιτικού φάσματος (πλην εξαιρέσεων) είτε χρησιμοποιούν τους «κουκουλοφόρους» για ψηφοθηρικούς λόγους, είτε δηλώνουν «νομιμοφροσύνη» στο υπάρχον σύστημα, είτε επιδιώκουν να «μαντρώσουν» τα κοινωνικά κινήματα που δεν ελέγχουν σε ειρηνικές και ανώδυνες εκδηλώσεις, μέχρι να έλθει η μέρα της «αλλαγής από τα πάνω». Κριτική ασκείται όμως και στα αδιέξοδα του «χώρου» που εγκλωβίζεται σε πρακτικές δυναμικής αντιπαράθεσης που έχουν δείξει τα όρια τους από καιρό. Έχοντας αφήσει στην άκρη κάθε προσπάθεια ανάλυσης του σήμερα, χωρίς μια στοιχειώδη οργάνωση και μεταβατική στρατηγική, ο «χώρος» στην πραγματικότητα είναι ένα συνονθύλευμα από άτομα και ομάδες που οι θεωρητικές τους αναφορές βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση και στην πραγματικότητα δεν αποτελεί κάτι ενιαίο. Η βάση συνοχής του είναι ένας «ακτιβισμός σαν αυτοσκοπός» στον οποίο και έχει αυτοεγκλωβιστεί. Και το άρθρο κλείνει με την πρόταση της Περιεκτικής Δημοκρατίας για μια μεταβατική στρατηγική, όπου οι δυναμικές ενέργειες δεν αποτελούν αυτοσκοπό αλλά μέρος μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την οικοδόμηση ενός μαζικού κινήματος από τα κάτω και την δημιουργία νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών που υλοποιούν τόσο τις αντικειμενικές όσο και τις υποκειμενικές προϋποθέσεις για την οικοδόμηση μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας.
Τέλος στο «Ο αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της Παιδείας στην Ελλάδα» (που μεταφράσαμε απο το διεθνές θεωρητικό περιοδικό The International Journal of Inclusive Democracy) ο Τάκης Φωτόπουλος καταπιάνεται με το θέμα που κυριάρχησε όλο το προηγούμενο διάστημα — τις φοιτητικές κινητοποιήσεις ενάντια στην απόπειρα της ντόπιας ελίτ να ξεκινήσει την διαδικασία ιδιωτικοποίησης της ανώτατης παιδείας. Το κίνημα αυτό είναι αναπόσπαστο μέρος ενός πανευρωπαϊκού κινήματος ενάντια στις πολιτικές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που επιβάλλονται από το ευρωπαϊκό τμήμα της υπερεθνικής ελίτ. Η παιδεία στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα είναι στην υπηρεσία των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η γνώση, όπως και κάθε τι άλλο σε μια οικονομία/κοινωνία αγοράς, γίνεται εργαλείο πρωταρχικά στην υπηρεσία της οικονομίας της αγοράς και των ελίτ που την ελέγχουν, ανεξάρτητα από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, τις επιθυμίες εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων και, κατά συνέπεια, τις «καθαρές» γνωστικές ανάγκες της επιστήμης. Αν συμφωνήσουμε ότι μόνο η ίδια η κοινωνία θα μπορούσε να εκφράσει το γενικό συμφέρον και ότι το Κράτος δεν μπορεί να εκφράζει την κοινωνική βούληση —όπως κρατιστές διαφόρων αποχρώσεων ισχυρίζονται— τότε είναι φανερό ότι ένα δημοκρατικό περιβάλλον είναι η αναγκαία προϋπόθεση για μια δημοκρατική παιδεία. Το φοιτητικό κίνημα όμως με τις δυναμικές μορφές αγώνα που υιοθέτησε (καταλήψεις σχολών, απεργίες και εβδομαδιαίες διαδηλώσεις) έφερε ξανά στο προσκήνιο —και ίσως με πιο εμφατικό τρόπο— το θέμα της κρατικής καταστολής —όχι μόνο φυσικής αλλά και ιδεολογικής. Το θέμα αυτό έχει δύο πτυχές, α) την κρατική συστημική βία και την πολιτική αντι-βία των αντιστεκόμενων —που ποτέ όμως δεν αναγνωρίζεται από τους κομισάριους του συστήματος σαν αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή σαν αντίδραση στην συστημική βία της εξουσίας, αλλά πάντοτε χαρακτηρίζεται σαν απλή φυσική και άλογη βία «κουκουλοφόρων» και β) και τον ιδεολογικό μηχανισμό καταστολής που έχει στηθεί με κανάλι τα ΜΜΕ που φτάνουν στο σημείο να χαρακτηρίζουν φασίστες ανθρώπους που συμμετέχουν σε σχεδόν καθημερινές συνελεύσεις όταν την ίδια στιγμή στην Ελλάδα αλλά και αλλού η πολιτική ελίτ κυβερνάει και αποφασίζει ερήμην όλων με την ψήφο μιας μειοψηφίας του εκλογικού σώματος, την οποία εξασφαλίζει με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο κάθε 4 χρόνια. Στήνεται λοιπόν και στην Ελλάδα μια δημοκρατία καταστολής και ηλεκτρονικής παρακολούθησης των πολιτών με στόχο να αναχαιτισθεί ο διογκούμενος κοινωνικός αγώνας ενάντια στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Την ίδια στιγμή όμως αποτελεί μεγάλο επίτευγμα ότι αυτή την φορά πολύ μεγαλύτερο μέρος των φοιτητών κατάφερε να δράσει ανεξάρτητα από τα καθιερωμένα πολιτικά κόμματα και αυτό μας δίνει την ελπίδα για ένα πιο μαζικό και οργανωμένο κίνημα στο μέλλον που θα έχει ως στόχο όχι απλά την αντίθεση στις αποφάσεις των ελίτ αλλά την υπέρβαση αυτών των ίδιων των ελίτ.
Υ.Γ. Ζητάμε συγγνώμη αλλά για λόγους ανωτέρας βίας το δεύτερο μέρος του άρθρου «Το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων και η ανάγκη για ένα νέου τύπου αντισυστημικό κίνημα σήμερα» αναβάλλεται για το επόμενο τεύχος.