Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 17 (Άνοιξη/Καλοκαίρι 2008)
Το πρόταγμα της αυτονομίας και η Περιεκτική Δημοκρατία
Μια Κριτική επισκόπηση του Καστοριάδη[1]
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Το πρόταγμα της αυτονομίας, του Κορνήλιου Καστοριάδη, έχει κάποια σημαντικά κοινά στοιχεία με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας αλλά, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού[2], οι μεταξύ τους διαφορές είναι θεμελιώδεις, παρά τις προσπάθειες κάποιων από τους υποστηρικτές του προτάγματος της αυτονομίας να ελαχιστοποιήσουν τις διαφορές αυτές, ούτως ώστε να αντλήσουν μια διαστρεβλωμένη άποψη του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατία ως υποπροϊόντος της Kαστοριαδικής σκέψης! Ωστόσο, στην πραγματικότητα το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας αποτελεί την σύνθεση καθώς και την υπέρβαση των κλασικών παραδόσεων (μια εκ των οποίων είναι και η παράδοση της αυτονομίας) και των σημερινών ριζοσπαστικών κινημάτων. Το πρόταγμα της ΠΔ εκφράζει μια σύνθεση της κλασικής δημοκρατικής και της σοσιαλιστικής παράδοσης, ενώ περικλείει επίσης τις αντισυστημικές τάσεις μέσα στα σύγχρονα απελευθερωτικά κινήματα (Πράσινοι, φεμινίστριες και άλλοι). Ως τέτοιο, δεν αποτελεί «μοντέλο» προς μίμηση, αλλά απλώς ορίζει τις θεσμικές προϋποθέσεις για την ίση κατανομή όλων των μορφών εξουσίας (δηλαδή για την ατομική και την συλλογική αυτονομία), ενώ ταυτόχρονα περιγράφει πώς μια οικονομία βασισμένη σε ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο θα μπορούσε να λειτουργήσει με τρόπο που να καλύπτει τις ανάγκες όλων των πολιτών της.
Οι Καστοριαδικές οικονομικές προτάσεις έναντι αυτών της ΠΔ
Ο Καστοριάδης δεν διατύπωσε ποτέ ένα νέο όραμα για το οικονομικό του σύστημα που θα ήταν συνεπές με το ύστερο πρόταγμά του της αυτονομίας, αφήνοντας την εντύπωση ότι το ίδιο οικονομικό μοντέλο, που διατύπωσε τη δεκαετία του 1950 για το πρώιμο σοσιαλιστικό πρόταγμά του, θα ίσχυε και για το ύστερο πρόταγμα, παρά τις προφανείς διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά στον ρόλο των εργατών στην διεύθυνση της οικονομίας! Όπως προσπάθησα να δείξω αλλού,[3] στην δεκαετία του 1970, υπήρξε μια σημαντική αλλαγή στην προβληματική του Καστοριάδη που περιλάμβανε την μετακίνηση από την αντίληψη της σοσιαλιστικής εργατικής αυτοδιεύθυνσης σε αυτήν της αυτόνομης δημοκρατικής κοινωνίας. Μολονότι όμως αυτό σήμαινε την υιοθέτηση μιας άλλης αντίληψης για την μελλοντική κοινωνία, δεν εγκατέλειψε ρητά τις προηγούμενες διατυπώσεις του για το σοσιαλιστικό μοντέλο εργατικής αυτοδιεύθυνσης, παρά τις φανερές αντιφάσεις που δημιουργούσαν οι σημαντικές διαφορές μεταξύ της δημοκρατικής αυτοδιεύθυνσης των πολιτών, την οποία συνεπαγόταν το πρόταγμα της αυτονομίας του ύστερου Καστοριάδη, και της εργατικής αυτοδιεύθυνσης που συνεπαγόταν το σοσιαλιστικό πρόταγμα του πρώιμου Καστοριάδη. Όμως, όπως προσπάθησα να δείξω στην ανταλλαγή μου με τον David Ames Curtis που ανάφερα παραπάνω, οι άνθρωποι σε μια δημοκρατία πρέπει να παίρνουν τις σημαντικότερες αποφάσεις γι’ αυτήν όχι απλώς ως παραγωγοί (όπως συνεπάγεται η εργατική αυτοδιεύθυνση) αλλά ως πολίτες, που είναι μια πολύ ευρύτερη κατηγορία από αυτή των παραγωγών. Στη πραγματικότητα, το πρόβλημα φαίνεται απασχολούσε τον ίδιο τον ύστερο Καστοριάδη όταν τόνιζε ότι στις υπηρεσίες μπορεί να μην είναι πάντα δυνατή η δημιουργία εργατικών συμβουλίων που βασίζονται στην εργατική ενότητα και αλληλεγγύη αλλά, αντίθετα, μπορεί να χρειαστεί να στηριχτούμε σε συλλόγους η συνεταιρισμούς με βάση την επαγγελματική ιδιότητα. Εάν όμως πάρουμε υπόψη ότι στις σημερινές κοινωνίες (αντίθετα με την δεκαετία του 1950) η μεγάλη πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού απασχολείται στις υπηρεσίες, η πρόταση του πρώιμου Καστοριάδη για εργατική αυτοδιεύθυνση φαίνεται σήμερα όχι μόνο ασύμβατη με το πρόταγμα του ύστερου Καστοριάδη για αυτονομία, αλλά και εντελώς ξεπερασμένη.
Αρχίζοντας λοιπόν πρώτα με τις διαφορές στο οικονομικό επίπεδο, αν αντιπαραβάλουμε την εικόνα για την μελλοντική οικονομία της Περιεκτικής Δημοκρατίας με αυτήν του πρώιμου Καστοριάδη, καταδεικνύετα ότι υπάρχουν δύο μείζονα πεδία διαφοράς ανάμεσα στους δύο τύπους προτάσεων:
πρώτον, η πρόταση του Καστοριάδη προϋποθέτει μια χρηματική οικονομία της αγοράς, ενώ η Περιεκτική Δημοκρατία, ακολουθώντας την ελευθεριακή παράδοση, προϋποθέτει μια οικονομία χωρίς πραγματική αγορά και χωρίς χρήμα και
δεύτερον, η κατανομή των σπανιζόντων οικονομικών πόρων στην Καστοριαδική οικονομία γίνεται με βάση το σοσιαλιστικό Πλάνο που ελέγχεται από τις αποφάσεις των εργατικών συμβουλίων, στο πλαίσιο μιας πραγματικής αγοράς που θεμελιώνεται στο απρόσωπο χρήμα. Από την άλλη μεριά, στην Περιεκτική Δημοκρατία, η κατανομή των πόρων γίνεται, όσον αφορά μεν στις βασικές ανάγκες, με βάση το δημοκρατικό Πλάνο που ελέγχεται από τις συνελεύσεις των πολιτών (οι πολίτες είναι σε πολύ καλύτερη θέση να εκφράσουν το γενικό συμφέρον, απ’ ότι οι εργάτες), όσον δε αφορά στις μη βασικές ανάγκες, μέσω μιας τεχνητής αγοράς που θεμελιώνεται σε προσωπικές διατακτικές (ή σε ειδικές πιστωτικές κάρτες).
Ωστόσο, η χρηματική οικονομία της αγοράς, την οποία προτείνει ο Καστοριάδης, οδηγεί σε σοβαρά προβλήματα και αντιφάσεις, καθότι δεν μπορεί να αποφύγει τα προβλήματα που οποιαδήποτε πραγματική αγορά δημιουργεί, ασχέτως του αν είναι καπιταλιστική ή όχι. Έτσι, ο Καστοριάδης, αγνοώντας την κρίσιμη διαφοροποίηση που εισήγαγε ο Polanyi μεταξύ (προ-καπιταλιστικής) «αγοράς» και (καπιταλιστικού) «συστήματος της αγοράς», υποθέτει ότι στο σημερινό καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει μια «γνήσια» αγορά η οποία να ελέγχεται από το κοινωνικό σύνολο («όπου υπάρχει καπιταλισμός δεν υπάρχει γνήσια αγορά και όπου υπάρχει αγορά δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός»)[4] ―πράγμα που φυσικά αντιφάσκει με την εμπειρία του σοσιαλδημοκρατικού καπιταλισμού (την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ο Καστοριάδης αντιπαραθέτει εγκωμιαστικά στο σημερινό «πλανητικό καζίνο») η οποία έδειξε ότι, κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, μια μορφή κοινωνικού ελέγχου της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς είναι εφικτή. Έτσι, ο Καστοριάδης προφανώς αδυνατεί ν’ αντιληφθεί ότι δεν ήταν απλώς η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αλλά η δυναμική της ίδιας της αγοράς που, σε συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αναγκαστικά οδηγεί στο «σύστημα της οικονομίας της αγοράς» και ότι η μόνη «γνήσια» αγορά που μπορεί να υπάρξει σε μια διεθνοποιημένη οικονομία όπως η σημερινή είναι το σημερινό σύστημα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.[5] Ο ανταγωνισμός, επομένως, αναπτύσσεται σε οποιανδήποτε πραγματική αγορά ―και όχι μόνο σε μια καπιταλιστική «ψευτο-αγορά» όπως φαίνεται να υποθέτει ο Καστοριάδης εσφαλμένα― και ήταν ο συνδυασμός της αγοράς με την εμπορευματοποίηση των μέσων παραγωγής που οδήγησε στο σημερινό σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, και όχι απλώς η τελευταία.[6]
Επί πλέον, το Καστοριαδικό μοντέλο, προκειμένου να αποφύγει τις πελώριες ανισότητες που αναπόφευκτα θα δημιουργήσει η δυναμική μιας πραγματικής αγοράς, είναι αναγκασμένο να υποθέσει ισότητα μισθών ―μια ρύθμιση που κάτω από τον μανδύα της «ισότητας» αγνοεί τις τεράστιες ανισότητες στην ικανοποίηση από τα διάφορα είδη εργασίας. Έτσι, στο Καστοριαδικό σύστημα, ο ανθρακωρύχος και ο σκουπιδιάρης, οι οποίοι ελάχιστη ικανοποίηση μπορεί να έχουν από την απασχόληση τους, αμείβονται το ίδιο με τον ηθοποιό και τον καθηγητή πανεπιστήμιου, οι όποιοι αντλούν πολλαπλάσια ικανοποίηση από την απασχόληση τους. Η συνέπεια αυτής της παντελούς αγνόησης των επιθυμιών των πολιτών με την δήθεν «ισότητα» που καθιερώνουν οι ίσοι μισθοί είναι ότι το προτεινόμενο οικονομικό σύστημα καταλήγει χωρίς κανένα μηχανισμό για τον καταμερισμό εργασίας! Και αυτό, διότι στη πράξη ίσοι μισθοί θα σήμαιναν είτε κάποιο εξωτερικό εξαναγκασμό, είτε την υποχρεωτική εναλλαγή καθηκόντων για να «πεισθούν» κάποιοι να κάνουν τα απαραίτητα για την επιβίωση της κοινωνίας ―αλλά συγχρόνως επίπονα η βαρετά― καθήκοντα. Αντίθετα, το προτεινόμενο από την Περιεκτική Δημοκρατία σύστημα αποσκοπεί στην πλήρη ικανοποίηση των βασικών και μη βασικών αναγκών των πολιτών, με παράλληλη ικανοποίηση των πραγματικών επιθυμιών τους για τον τύπο εργασίας που επιθυμούν ν’ ασκούν, χωρίς εξωτερικούς καταναγκασμούς και κοινωνική σπατάλη.[7]
Η σημασία των «υποκειμενικών» παραγόντων στο Καστοριαδικό σύστημα και την Περιεκτική Δημοκρατία
Όμως, ακόμη σημαντικότερες διαφορές ανάμεσα στην Περιεκτική Δημοκρατία και στην αυτονομία ανακύπτουν στο φιλοσοφικό επίπεδο. Όπως έχω δείξει αλλού,[8] μολονότι και τα δύο προτάγματα συμφωνούν στην πρόταση ότι η έκβαση της κοινωνικής πάλης ήταν αυτή που καθόρισε σε κάθε ιστορική περίοδο την φύση και τα κύρια χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας, το επίμαχο ζήτημα είναι ποια ήταν η επίδραση των «αντικειμενικών» σε αντιδιαστολή με τους «υποκειμενικούς», παράγοντες, όσον αφορά στην τελική έκβαση αυτής της πάλης. Κατά τους Μαρξιστές, αντικειμενικοί παράγοντες όπως οι αλλαγές στην τεχνολογία, παίζουν κρίσιμο ρόλο σε αυτή την έκβαση, αν δεν καθορίζουν την ίδια την Ιστορία («σε τελική ανάλυση»). Από την άλλη, για τους υποστηρικτές της αυτόνομης/δημοκρατικής παράδοσης όπως ο Καστοριάδης, οι υποκειμενικοί παράγοντες, όπως το «κοινωνικό φαντασιακό», παίζουν εξ ίσου κρίσιμο ρόλο ―πράγμα που οδηγεί σε ακαθόριστη έκβαση. Ασφαλώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «αντικειμενικοί» παράγοντες ήταν εν δράσει στην διάρκεια ολόκληρης της ιστορίας του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, αν και όχι υπό την άκαμπτη έννοια την οποία δέχεται εκ προοιμίου η Μαρξιστική «επιστήμη» της οικονομίας ―«νόμοι/τάσεις» της πτώσης του ποσοστού κέρδους, «φάσεις συσσώρευσης» και τα παρόμοια― αλλά μάλλον με την γενική έννοια της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς που συνοψίζεται στο μότο «ανάπτυξη ή θάνατος». Όμως, μολονότι παρόμοιοι οικονομικοί παράγοντες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τα κίνητρα και τις πράξεις, ιδιαίτερα των οικονομικών ελίτ, η τελική οικονομική και κοινωνική έκβαση της επακόλουθης κοινωνικής πάλης υπήρξε ανέκαθεν τόσο ακαθόριστη όσο και απρόβλεπτη, όπως ορθά επισημαίνει ο Καστοριάδης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας υιοθετεί την στάση ότι η είναι η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε εξίσου σημαντικούς «αντικειμενικούς» και «υποκειμενικούς» παράγοντες που διέπει την ιστορική εξέλιξη ―αλληλεπίδραση που (αντίθετα με την Μαρξιστική «διαλεκτική» σχέση) έχει πάντοτε ακαθόριστη έκβαση.
Όμως, όσο λάθος θα ήταν να υπερτονίζαμε τον ρόλο των «αντικειμενικών» παραγόντων στην ιστορία της οικονομίας της αγοράς σε βάρος των «υποκειμενικών» παραγόντων, άλλο τόσο θα ήταν λάθος να κάναμε το αντίθετο και να υπερτονίζαμε τον ρόλο των «υποκειμενικών» παραγόντων σε βάρος των αντικειμενικών. Έτσι, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι κάποιες επιφανειακά ανεξήγητες, και κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικές, θεωρητικές ή πολιτικές θέσεις του Καστοριάδη θα μπορούσαν κάλλιστα να εξηγηθούν με βάση τον υπερτονισμό, από την πλευρά του, του φαντασιακού στοιχείου στην Ιστορία και την αντίστοιχη υποτίμηση των «συστημικών» στοιχείων. Για ν’ αναφέρω μόνο κάποια κτυπητά παραδείγματα, ας δούμε τη θέση του για την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τον σημερινό καπιταλισμό, τις αιτίες της υπανάπτυξης, την ΕΣΣΔ και τον Πόλεμο στον Κόλπο.
Οι εσφαλμένες Καστοριαδικές θέσεις για την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την υπανάπτυξη του Νότου
Όσον αφορά στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η θέση του Καστοριάδη ήταν βασικά ότι ο σημερινός καπιταλισμός στρέφεται ενάντια στην ίδια του την «λογική» όταν, ανοίγοντας και απελευθερώνοντας τις αγορές, έχει μετατρέψει την παγκόσμια οικονομία σε ένα «πλανητικό καζίνο»[9]. Έτσι, ξεκινώντας με την υπόθεση ότι κανένας δεν ελέγχει τη σημερινή οικονομία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι η λειτουργία της οικονομίας αντιστοιχεί σε σαφώς καθορισμένα συμφέροντα, αν όχι συγκεκριμένων καπιταλιστών, της καπιταλιστικής τάξης γενικά, εφόσον αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή, με το χάος που υπάρχει στην παγκόσμια οικονομία...δεν είναι προς το συμφέρον της καπιταλιστικής τάξης, αλλά απλώς εκφράζει την ανικανότητα της να διευθύνει το σύστημα της»[10]. Όμως, όπως έγραφα αλλού, θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει σε αυτό το επιχείρημα ότι το σημερινό «χάος» της παγκόσμιας οικονομίας, στην πραγματικότητα, είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απελευθέρωσης των αγορών και ειδικότερα των αγορών κεφαλαίου, η οποία όχι μόνο δεν είναι ανεπιθύμητη αλλά ικανοποιεί απόλυτα τις ανάγκες της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.[11] Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται πλήρως από τις σημερινές τάσεις της καπιταλιστικής κερδοφορίας η οποία αυξάνει γοργά, σε συνέπεια με την εξάπλωση της απελευθέρωσης των αγορών. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο Καστοριάδης τονίζει πάλι εδώ το φαντασιακό στοιχείο σε βάρος του «συστημικού» γεγονότος ότι η αγοραιοποίηση της οικονομίας (δηλαδή ο περιορισμός των κοινωνικών ελέγχων ―εκτός από τους αμιγείς ρυθμιστικούς ελέγχους πάνω στις αγορές) όχι μόνο δεν είναι ασύμβατη με την καπιταλιστική «λογική» αλλά πάντοτε ήταν προϋπόθεση της καπιταλιστικής αποτελεσματικότητας και επομένως αποτελούσε βασικό στόχο των αρχουσών οικονομικών ελίτ.
Όσον αφορά στις αιτίες της υπανάπτυξης, η θέση του Καστοριάδη είναι ότι τα βασικά εμπόδια στην εξάπλωση της οικονομίας ανάπτυξης στον Νότο, (δηλαδή στην «ανάπτυξη» του Νότου) που οδήγησαν στο σημερινό διευρυνόμενο άνοιγμα μεταξύ Βορρά και Νότου ήταν το γεγονός ότι «η καταπληκτική εξάπλωση της Δύσης συνάντησε μπροστά της κοινωνίες οι οποίες είχαν τελείως αλλού είδους φαντασιακές θεσμίσεις και είχαν δημιουργήσει, κατά συνέπεια, τελείως άλλου είδους ανθρωπολογικούς τύπους και καθόλου τον τύπο του Δυτικού πολίτη, όπως τον περιγράφει η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, ή του βιομηχανικού εργάτη ή του βιομηχανικού επιχειρηματία».[12] Είναι φανερό ότι η προσέγγιση αυτή αγνοεί τις καταστροφικές συνέπειες της εξάπλωσης της οικονομίας της αγοράς και του γόνου της, της οικονομίας ανάπτυξης, στις αυτοδύναμες κοινότητες του Νότου και ότι κατά συνέπεια απαλλάσσει των ευθυνών του το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς για ν’ αποδώσει τις ευθύνες της υπανάπτυξης του Νότου στις «φαντασιακές σημασίες» που αναπτύχθηκαν σε αυτόν σε σχέση με αυτές του Βορρά! Δεν είναι επομένως περίεργο ότι στην προβληματική του η διέξοδος από την παρούσα παγκόσμια κρίση μπορεί να προέλθει μόνο από τη Δύση: «Νομίζω ότι μόνο μια νέα ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος στη Δύση θα μπορούσε ν’ αλλάξει τα δεδομένα του προβλήματος, δηλαδή να διευκολύνει κατά κάποιο τρόπο τη διάβρωση, τουλάχιστον ως το σημείο που χρειάζεται, των παραδοσιακών θεσμίσεων και των παραδοσιακών θρησκευτικών φαντασιακών σημασιών που επικρατούν στις περισσότερες από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου».[13]
Οι απαράδεκτες πολιτικές θέσεις του Καστοριάδη
Ακόμη, η πολύ αμφιλεγόμενη (με τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό) στάση του για την Σοβιετική Ένωση ήταν αντικείμενο σφοδρής κριτικής ακόμη και από Μαρξιστές που κάθε άλλο παρά ήταν συμπαθείς προς το σοβιετικό σύστημα. Έτσι, την στιγμή ακριβώς που είχε εξαπολυθεί μια πελώρια εκστρατεία από την Αμερικανική ελίτ με στόχο να προκαλέσει την κατάρρευση της ΕΣΣΔ μέσω του ανταγωνισμού των εξοπλισμών ―εκστρατεία που είχε σχεδιαστεί (και τελικά στέφθηκε από τεράστια επιτυχία) με στόχο να γονατίσει οικονομικά την ΕΣΣΔ― ο Καστοριάδης υποστήριζε ότι «από τις δυο αντιμέτωπες Υπερ-δυνάμεις, η Ρωσία μόνη διεξάγει και έχει την δυνατότητα να διεξάγει, αυτή τη στιγμή μια επιθετική πολιτική»[14] και, ακόμη ότι, «σε όλα τα επίπεδα που προηγούνται του ολοκληρωτικού πυρηνικού πόλεμου δεν υπάρχει πλέον, και από καιρό, “ισορροπία” του συσχετισμού δυνάμεων, αλλά μια μαζική ανισορροπία υπέρ της Ρωσίας».[15] Όπως ήταν αναμενόμενο, η θέση αυτή ―η οποία δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα, όπως αποδείχτηκε άλλωστε και από την ξεχαρβαλωμένη κατάσταση στην οποία βρέθηκαν τα πυρηνικά όπλα της Ρωσίας μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ― έγινε αντικείμενο μαζικής εκμετάλλευσης από τα δυτικά κατεστημένα στην Ψυχροπολεμική ρητορική τους (πράγμα που έκανε τον μέχρι τότε ελάχιστα γνωστό, πέρα από τμήμα της Αριστεράς, Καστοριάδη, ευρέως γνωστό στο παγκόσμιο κοινό).[16] Ακόμη, μολονότι η κριτική του για την ολοκληρωτική γραφειοκρατία των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν βασικά σωστή, οποιοδήποτε σοβαρό μέλος της αντισυστημικής Αριστεράς θα έβρισκε απίστευτο το γεγονός ότι ο Καστοριάδης, αγνόησε παντελώς το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ ―όντας το προϊόν μιας σοσιαλιστικής επανάστασης― είχε στο κάτω-κάτω επιτύχει να καλύπτει (έστω σε πολύ χαμηλό επίπεδο), τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών της (απασχόληση, υγεία, εκπαίδευση στέγαση, επισιτισμός), όπως άλλωστε φάνηκε με τραγικό τρόπο από την καταστροφική οπισθοδρόμηση στον βαθμό της καθολικής κάλυψης αυτών των αναγκών που ακολούθησε την ενσωμάτωση της Ρωσίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.[17]
Τέλος, θα έπρεπε να σημειώσουμε την εντελώς απαράδεκτη ―για κάποιον δηλώνοντα εαυτόν μέλος της αντισυστημικής Αριστεράς― στάση του απέναντι στον Πόλεμο στον Κόλπο, όταν, σε αντίθεση με άλλους αναλυτές της Αριστεράς όπως ο Νόαμ Τσόμσκι (που δεν φημίζεται για τις εξτρεμιστικές θέσεις του και υιοθέτησε παρόμοια απαράδεκτη στάση με τον Καστοριάδη για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ!), δεν πήρε μια καθαρή στάση ενάντια στον εγκληματικό αυτό πόλεμο που έστρωσε τον δρόμο για την τελική καταστροφή του Ιράκ, αλλά, αντίθετα, υιοθέτησε μια έμμεση προσέγγιση ίσων αποστάσεων. Έτσι, αφού απέρριψε το πετρέλαιο ως την βασική αιτία του πολέμου (και αργότερα της εισβολής στο Ιράκ ―κάτι που σήμερα αναγνωρίζεται ακόμη και από τον Γκρηνσπαν, τον τότε επικεφαλής του Ομοσπονδιακού οικονομικού συστήματος των ΗΠΑ![18]) προχώρησε για να εισηγηθεί ―πάνω από μια δεκαετία πριν τον Σάμουελ Χάντιγκτον― ένα είδος Καστοριαδικής «σύγκρουσης των πολιτισμών»! Η προσέγγιση αυτή, στη πραγματικότητα, αποτελούσε μια συγκεκαλυμμένη «προσέγγιση ίσων αποστάσεων» απέναντι στον θύτη (υπερεθνική ελίτ) και το θύμα (Ιρακινός λαός) ―η συνήθης δηλαδή (και τόσο βολική για την υπερεθνική ελίτ) προσέγγιση που υιοθέτησε και η ρεφορμιστική Αριστερά τόσο στον Πόλεμο στον Κόλπο όσο και στους επακολουθήσαντες πολέμους της υπερεθνικής ελίτ:
«Η σύγκρουση ήδη προχωρά για τα καλά πέρα από την περίπτωση του Σαντάμ Χουσεΐν και του Ιράκ. Υπάρχει μέσα σε μια διαδικασία αυτο-μετασχηματισμού της σε μια αντιπαράθεση ανάμεσα, από τη μια μεριά, σε κοινωνίες που κρατήθηκαν στις δαγκάνες ενός ανυποχώρητου θρησκευτικού φαντασιακού, που πλέον επανα-δραστηριοποιείται και επαν-ενισχύεται, και, από την άλλη, στις Δυτικές κοινωνίες οι οποίες, με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, έχουν ξεπεράσει αυτό το φαντασιακό αλλά έχουν αποδειχθεί ανίκανες να μεταδώσουν στο υπόλοιπο του κόσμου οτιδήποτε άλλο από τις τεχνικές του πολέμου και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.»[19]
Δεν είναι επομένως περίεργο ότι σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1990, από όσο γνωρίζω, δεν βρήκε μια λέξη να ξεστομίσει ενάντια στο καταστροφικό εμπάργκο που επέβαλε η υπερεθνική ελίτ στο Ιράκ το οποίο, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΗΕ, στοίχισε τη ζωή μισού εκατομμυρίου παιδιών, ή ενάντια στους δολοφονικούς βομβαρδισμούς της χώρας από τη συμμορία Κλίντον. Δεν χρειάζεται φυσικά να προστεθεί ότι μια στάση «ίσων αποστάσεων» ―σαν αυτήν που υιοθέτησε ο Καστοριάδης και η ρεφορμιστική Αριστερά[20]― σημαίνει έμμεση υποστήριξη των κυρίαρχων ελίτ και των «πολέμων» τους!
Οι απαράδεκτες θέσεις απορρέουν από τον φιλοσοφικό πυρήνα της Καστοριαδικής σκέψης
Οι παραπάνω θέσεις του Καστοριάδη, στη πραγματικότητα, δεν αποτελούν απλά λάθη πολιτικής εκτίμησης, όπως θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει από μια επιφανειακή ανάγνωση του έργου του, αλλά απορρέουν άμεσα από τον φιλοσοφικό πυρήνα της σκέψης του και ιδιαίτερα από τη θέση που υιοθετεί για την σχέση μεταξύ ριζικού φαντασιακού, κοινωνικού φαντασιακού και θεσμών. Σύμφωνα με τη θέση αυτή, «είναι το έργο του ριζικού φαντασιακού ως θεσπίζοντας (αυτό) που αναδύεται ως θεσπισμένη κοινωνία και ως δεδομένο ―και κάθε φορά καθορισμένο― κοινωνικό φαντασιακό».[21] Κατά τη γνώμη μου, η αναγωγή των θεσμών στο ριζικό φαντασιακό είναι εσφαλμένη τόσο επιστημολογικά όσο και οντολογικά ―μολονότι όπως έχω αναπτύξει αλλού[22] δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ επιστημολογίας και οντολογίας.
Η θέση αυτή είναι εσφαλμένη επιστημολογικά, διότι ανάγει την ερμηνεία της κοινωνικής δυναμικής σε ένα ουσιαστικά κλειστό θεωρητικό σύστημα, την ψυχαναλυτική θεωρία, πράγμα που θεωρώ ασύμβατο με το πρόταγμα της αυτονομίας. Όπως άλλωστε ο ίδιος ο Καστοριάδης έθεσε το θέμα: «Η δημοκρατία είναι το πρόταγμα της ρήξης του κλειστού συστήματος στο συλλογικό επίπεδο. Η φιλοσοφία, δημιουργώντας αυτο-στοχαστική υποκειμενικότητα, είναι το πρόταγμα της ρήξης του κλειστού συστήματος στο επίπεδο της σκέψης… Και οι δυο είναι εκφράσεις, και κεντρικές ενσαρκώσεις, του προτάγματος της αυτονομίας.»[23] Ωστόσο, η από μέρους του Καστοριάδη υιοθέτηση μιας ουσιαστικά ψυχαναλυτικής ερμηνείας της διαδικασίας κοινωνικοποίησης συνεπάγεται και υιοθέτηση της Φροϋδικής θεωρίας της ψυχής, η οποία όμως, ακόμη και όπως τροποποιήθηκε από τον Καστοριάδη, δεν παύει να είναι κλειστό θεωρητικό σύστημα (ο ίδιος ο Καστοριάδης άλλωστε τόνιζε τον ντετερμινισμό και τον θετικισμό του Φρόϋντ).[24] Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται παραπέρα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με πολλούς ειδικούς επιστήμονες στο θέμα, οι πρόσφατες εξελίξεις στην νευρο-επιστήμη (neuroscience) κάνουν την ψυχαναλυτική θεωρία άχρηστη, αν όχι άσχετη ―μολονότι βέβαια το ευμέγεθες ψυχαναλυτικό στρατόπεδο (που κατά τον Φουκό έχει γίνει ένα κέντρο εξουσίας), με επενδυμένα συμφέροντα στην ψυχανάλυση, δεν θα δεχτεί ποτέ το γεγονός αυτό! Όπως τονίζει ο Paul Broks, που διδάσκει νευρο-επιστήμη και νευρο-ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Plymouth:[25]
(Σήμερα) γνωρίζουμε πολύ περισσότερα από όσα ο Φρόυντ θα μπορούσε ποτέ να γνωρίζει για το πώς τα διάφορα νευρωνικά συστήματα κατασκευάζουν τον κόσμο της αντίληψης με βάση τις πρώτες ύλες της αίσθησης, και χαρτογραφούμε τους μηχανισμούς που ελέγχουν την γλώσσα, την μνήμη και την εκούσια ενέργεια. Τα εγκεφαλικά κυκλώματα που βρίσκονται κάτω από τα συναισθήματα και τα κίνητρα είναι επίσης κάτω από εξονυχιστική έρευνα. Η μελέτη των συναισθημάτων ιδιαίτερα έχει αναπτυχθεί πολύ σημαντικά την τελευταία δεκαετία (Σημ. Επιμ: δηλαδή, μετά τον θάνατο του Καστοριάδη), έτσι ώστε πολλοί μιλούν σήμερα για μια «συναισθηματική επανάσταση», αντίστοιχη με την «γνωσιολογική επανάσταση» των τελών της δεκαετίας του 1950 και αρχών της δεκαετίας του 1960. Η εξελικτική θεωρία, σε συνδυασμό με την πειραματική νευρο-επιστήμη, έχουν δημιουργήσει ένα πλαίσιο για την κατανόηση των συναισθημάτων σε κάθε επίπεδο, από το επίπεδο της χημείας μέχρι αυτό της κουλτούρας.
Κατά τη γνώμη μου, η υιοθέτηση ενός κλειστού συστήματος για την ερμηνεία κοινωνικών φαινομένων όπως η κοινωνικοποίηση είναι προφανώς ασύμβατη τόσο με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας όσο και με το πρόταγμα της αυτονομίας του Καστοριάδη. Με άλλα λόγια, η χρησιμοποίηση της Καστοριαδικής έννοιας των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, αντί της ευρύτερης έννοιας «κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα»[26] που υιοθέτησα, δεν του επιτρέπει να κάνει φανερό τον ρόλο των ελίτ στη διαδικασία κοινωνικοποίησης (μέσω του καθοριστικού ρόλου που παίζουν στη διαμόρφωση του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος), γεγονός που οδηγεί συχνά τον «ύστερο» Καστοριάδη (σε αντίθεση με τον πρώιμο Καστοριάδη του Socialism ou Barbarie) να μιλά για μια ταξικά αδιαφοροποίητη «κοινωνία» και το «φαντασιακό της». Αντίθετα, το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας ερμηνεύει την ίδια κοινωνική δυναμική με βάση τον ρόλο του «κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος» στη διαδικασία κοινωνικοποίησης ―πράγμα που επαναφέρει τις κρίσιμες ταξικές διαιρέσεις στην ανάλυση της κοινωνικής δυναμικής.
Ακόμη, η Καστοριαδική θέση της αναγωγής των θεσμών στο φαντασιακό είναι και οντολογικά εσφαλμένη, διότι ανάγει τους θεσμούς στο φαντασιακό μιας ταξικά αδιαφοροποίητης κοινωνίας, η οποία, στη πραγματικότητα, μόνο στην ιδεολογία των σημερινών ελίτ υπάρχει! Έτσι, σύμφωνα με την Καστοριαδική θέση, «η θέσμιση της κοινωνίας είναι κάθε φορά θέσμιση ενός μάγματος κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, που μπορούμε και πρέπει να καλέσουμε κόσμο σημασιών»[27]. Η ίδια θέση θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει τις παραπάνω εσφαλμένες ή απαράδεκτες πολιτικές θέσεις του Καστοριάδη, οι οποίες, στη πραγματικότητα, απορρέουν από τη θέση του ότι οι θεσμοί σε κάθε περίπτωση εκφράζουν την «κοινωνία» και το φαντασιακό «της». Η θέση αυτή βασίζεται στην υπόθεση ότι δεν υπάρχουν «αντικειμενικές» ταξικές διαιρέσεις στη σημερινή κοινωνία. Όπως ο ίδιος το διατύπωσε: «Είναι προφανές ότι (μολονότι) υπάρχουν, από διαφορετικές σκοπιές, αρκετές διαφοροποιήσεις μεταξύ ημερομισθίων εργατών, αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν οδηγούν σε ταξικές διαιρέσεις».[28] Επιπρόσθετα, υποχωρώντας από την διαχωριστική γραμμή που είχε τονίσει σε πρώιμα έργα του μεταξύ διευθυντικών και εκτελεστικών οργάνων και παραδεχόμενος ότι αυτή η διαχωριστική γραμμή τείνει να γίνει ολοένα λιγότερο σχετική εξαιτίας του γεγονότος ότι οι κατηγορίες των αμιγώς διευθυντικών και εκτελεστικών οργάνων γίνονται αριθμητικά όλο και πιο ολιγάριθμες, συμπεραίνει ότι:[29]
Το μόνο κριτήριο διαφοροποίησης στη μάζα των μισθωτών που παραμένει σχετικό σήμερα είναι η στάση τους απέναντι στο υπάρχον σύστημα. Αυτό καταλήγει στο να πούμε ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τα «αντικειμενικά κριτήρια» οποιουδήποτε είδους [Σημ. Επιμ.: δική μου έμφαση]. Με εξαίρεση τη μικρή μειονότητα στην κορυφή, ολόκληρος ο πληθυσμός είναι απλώς ανοικτός ή κλειστός σε μια επαναστατική προοπτική. Μολονότι είναι πιθανό ότι, μιλώντας συγκυριακά, αυτό ή εκείνο το στρώμα ή κατηγορία παίζει μεγαλύτερο ρόλο, δεν μπορούμε πια να υποστηρίζουμε την ιδέα ότι το προλεταριάτο είναι ο θεματοφύλακας του επαναστατικού προτάγματος.
Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με την προσέγγιση της ΠΔ, μολονότι οι ταξικές διαιρέσεις είναι σήμερα πολύ λιγότερο οικονομικές (με την Μαρξιστική έννοια) από ό,τι στην αρχή της νεωτερικότητας, δεν παύουν βέβαια να υπάρχουν και να εκτείνονται σε κάθε κοινωνικό επίπεδο, πέρα από το οικονομικό.[30] Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένα ταξικά-αδιαφοροποίητο κοινωνικό φαντασιακό, όπως υποθέτει ο Καστοριάδης, αλλά περισσότερα, που εκφράζουν τις διάφορες κοινωνικές «τάξεις» και γενικότερα τη διάκριση μεταξύ κυρίαρχων και εξουσιαζόμενων τάξεων και ομάδων. Σε αυτή την προβληματική, το ποιο «φαντασιακό» επικρατεί κάθε φορά και διαμορφώνει τους κοινωνικούς θεσμούς εξαρτιέται από την έκβαση της κοινωνικής πάλης ανάμεσα στα εκάστοτε κυρίαρχα και κυριαρχούμενα κοινωνικά στρώματα. Η πάλη αυτή, σε μεγάλο τμήμα της νεωτερικότητας, εκφραζόταν από την Μαρξιστική ταξική πάλη στο οικονομικό βασικά επίπεδο ―όχι όμως και σήμερα. Η θέση, επομένως, για την ύπαρξη κάποιου «κοινωνικού» φαντασιακού που είναι προϊόν μιας ταξικά αδιαφοροποίητης «κοινωνίας», είναι, εντελώς ασύμβατη όχι μόνο με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας άλλα ακόμα και με το ίδιο το Καστοριαδικό πρόταγμα της αυτονομίας.
Οι εκάστοτε θεσμοί, επομένως, σύμφωνα με την προσέγγιση της ΠΔ, απλώς εκπροσωπούν τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα και το δικό τους φαντασιακό. Τα ίδια στρώματα, σε μια ετερόνομη κοινωνία, «νομιμοποιούν» κατόπιν τους θεσμούς αυτούς κοινωνικά, μέσα από τη διαδικασία κοινωνικοποίησης και την κάθε είδους βία (φυσική, οικονομική κ.λπ.). Για παράδειγμα, η σημερινή επικράτηση των νεοφιλελεύθερων θεσμών και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης γενικότερα δεν είναι αποτέλεσμα της... μυστηριώδους επικράτησης κάποιου νεοφιλελεύθερου φαντασιακού στην κοινωνία, αλλά απλώς αποτέλεσμα της επικράτησης της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας των οικονομικών ελίτ, ως συνέπεια ιστορικών αλλαγών τις τελευταίες τρεις δεκαετίες που οδήγησαν στην ήττα των εξουσιαζόμενων κοινωνικών ομάδων στην κοινωνική πάλη που ακολούθησε. Οι αλλαγές αυτές αναφέρονται στην πελώρια και συνεχώς διογκούμενη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στα χέρια των οικονομικών ελίτ, μέσω της εξάπλωσης των πολυεθνικών, των τεχνολογικών εξελίξεων που οδήγησαν στον αποδεκατισμό της εργατικής τάξης και τον συνακόλουθο ευνουχισμό των συνδικαλιστικών της οργάνων, την κατάρρευση του «υπαρκτού» κ.λπ.[31] Αντίστοιχα, η σημερινή άνοδος του Ισλαμικού φονταμενταλισμού δεν εξηγείται με κάποια ξαφνική αλλαγή του κοινωνικού φαντασιακού στον Αραβικό κόσμο, αλλά μπορεί επαρκώς να ερμηνευθεί με βάση την αποτυχία του Αραβικού σοσιαλισμού και του Αραβικού εθνικισμού, τις συνεχείς συντριπτικές ήττες του Αραβικού έθνους στα χέρια των Σιωνιστών και της υπερεθνικής ελίτ κ.ο.κ.
Συμπερασματικά, σε κάθε κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ταξικές διαιρέσεις, και σε κάθε ιστορική στιγμή, συνυπάρχουν πλάι-πλάι διάφορα «κοινωνικά φαντασιακά» που εκφράζουν τις κύριες ταξικές διαιρέσεις, και ιδιαίτερα τη διάκριση μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων τάξεων και στρωμάτων, με κυρίαρχο στη κάθε περίπτωση το φαντασιακό των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων, που στη συνέχεια διατυπώνεται αντίστοιχα στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα και νομιμοποιείται μέσα από τη διαδικασία κοινωνικοποίησης (εκπαίδευση, ΜΜΕ, οικονομική και φυσική βία κ.λπ.). Από την άλλη μεριά, στη διάρκεια των επαναστατικών περιόδων, το «φαντασιακό» των κυριαρχούμενων κοινωνικών στρωμάτων επικρατεί και «νομιμοποιεί» τους ανάλογους θεσμούς, όπως συνέβη στις διάφορες ιστορικές απόπειρες για αυτόνομη κοινωνία (Αθηναϊκή δημοκρατία, επανάσταση του 1917, Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος κ.λπ.).
Ηθικός σχετικισμός;
Τέλος, η απροθυμία του Καστοριάδη ακόμη και να επιχειρήσει να εξετάσει το είδος των ηθικών αξιών που θεωρεί πως είναι συνεπείς με μιαν αυτόνομη κοινωνία τον ώθησε φαίνεται να δηλώσει, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, ότι «θα εξακολουθούμε πάντοτε να είμαστε υποχρεωμένοι να δημιουργούμε την ζωή μας κάτω από τις τραγικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν αυτή την ζωή, γιατί δεν ξέρουμε πάντοτε ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, είτε στο ατομικό είτε στο συλλογικό επίπεδο».[32] Η στάση αυτή δικαιολογημένα προκάλεσε την σφοδρή επίκριση του Μάραιη Μπούκτσιν, [που έγραψε] ότι «στη περίπτωση έλλειψης ορθολογικών αντικειμενικών κριτηρίων συμπεριφοράς, η φαντασία ενδέχεται να είναι τόσο δαιμονική, όσο στη περίπτωση ύπαρξης παρόμοιων κριτηρίων θα μπορούσε να είναι (αντίστοιχα) απελευθερωτική, εξ ου και η ανάγκη για αυθορμητισμό μετά λόγου γνώσεως –και για φαντασία μετά λόγου γνώσεως.»[33]
Από την άλλη, σύμφωνα με την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το πρόβλημα με την Καστοριαδική στάση είναι ότι μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε έναν μεταμοντέρνο τύπο ηθικού σχετικισμού, δηλαδή σε μια «ηθική αυθαιρεσία», όπως την αποκαλεί ο Μπούκτσιν, που καλύπτεται από δημοκρατικές διαδικασίες. Επομένως, μολονότι, όπως τονίσαμε παραπάνω, το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας όντως απορρίπτει κάθε είδος «αντικειμενικής» ηθικής, ταυτόχρονα όμως διερευνά το είδος ηθικών αξιών που είναι συνεπείς με το θεσμικό πλαίσιο μιας γνήσια δημοκρατικής κοινωνίας και προτείνει κάποιες συγκεκριμένες κατευθύνσεις για την ανάπτυξη μιας δημοκρατικής ηθικής.[34]
Από την «άνοδο της ασημαντότητας» στον ρεφορμισμό
Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, δεν υπάρχει «μία κρίση με την αληθινή έννοια του όρου, δηλαδή μια στιγμή απόφασης», διότι «σε μια κρίση υπάρχουν αντίθετα στοιχεία που αντιμάχονται μεταξύ τους ―ενώ αυτό που χαρακτηρίζει, ακριβώς, τη σύγχρονη κοινωνία είναι η εξαφάνιση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων».[35] Αυτό, επομένως που χαρακτηρίζει τη σημερινή κοινωνία είναι η άνοδος της ασημαντότητας και αυτό που απαιτείται είναι «μια νέα φαντασιακή δημιουργία...που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης»:[36]
Αν εξετάσουμε τη σημερινή κατάσταση, κατάσταση αποσύνθεσης και όχι κρίσης, κατάσταση αποσάθρωσης των δυτικών κοινωνιών, διαπιστώνουμε μια αντινομία πρώτου μεγέθους: το απαιτούμενο είναι κολοσσιαίο, πάει πολύ μακριά ―και οι άνθρωποι τέτοιοι που είναι και τέτοιοι που αναπαράγονται από τις δυτικές κοινωνίες, μα και από τις άλλες, βρίσκονται σε κολοσσιαία απόσταση από αυτό. Τι είναι το απαιτούμενο; Με δεδομένη την οικολογική κρίση, την ακραία ανισότητα της κατανομής των πόρων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, την απόλυτη σχεδόν αδυναμία να συνεχίσει το σύστημα τη σημερινή του πορεία, το απαιτούμενο είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. Αυτό θα απαιτούσε φυσικά μια αναδιοργάνωση των κοινωνικών θεσμών, των σχέσεων εργασίας, των οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών σχέσεων. Αυτός όμως ο προσανατολισμός απέχει απίστευτα από τα όσα σκέφτονται, και ίσως από τα όσα ποθούν, οι άνθρωποι σήμερα.
Από την άλλη μεριά, με βάση την παραπάνω ανάλυση της ΠΔ, η σημερινή κρίση αξιών και νοημάτων, στη πραγματικότητα, αντανακλά την βαθύνουσα κρίση των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών θεσμών της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, ως αποτέλεσμα της καθολίκευσης της πολυδιάστατης κρίσης που ακολούθησε την αντίστοιχη καθολίκευση των νεωτερικών οικονομικών και πολιτικών θεσμών: την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Σύμφωνα, επομένως, με την προσέγγιση της ΠΔ, η σημερινή βαθύνουσα κρίση των δυτικών κοινωνιών δεν οφείλεται απλώς σε μια κρίση «φαντασιακών σημασιών» και κρίση αξιών και νοημάτων, (δηλαδή αυτό που ο Καστοριάδης ονομάζει «άνοδο της ασημαντότητας»), αλλά, πρωταρχικά, στις συστημικές αλλαγές οι οποίες σηματοδοτούν τη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα. Ακόμη και η οικολογική κρίση δεν μπορεί απλώς ν’ αποδοθεί στη κρίση της ιδεολογίας της ανάπτυξης και του νοήματος της «Προόδου» αλλά στη καθολίκευση της οικονομίας ανάπτυξης και συναφώς του καταναλωτισμού, μέσω της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς. Γι’ αυτό και δεν είναι περίεργο ότι η σημερινή κρίση της ιδεολογίας της ανάπτυξης, εξαιτίας της διαδεδομένης αναγνώρισης των οικολογικών επιπτώσεων της οικονομίας ανάπτυξης, απλώς οδήγησε σε διάφορες προσπάθειες ν’ αντικατασταθεί η παλαιά ιδεολογία ανάπτυξης που βασιζόταν στην «πρόοδο» με μια νέα ιδεολογία βασισμένη στην έννοια κάποιου είδους «βιώσιμης ανάπτυξης» που θα επέτρεπε την συνέχιση της οικονομικής ανάπτυξης και του καταναλωτισμού ―μια κατάφωρη αντίφαση!
Όλα αυτά έχουν πολύ σημαντικές θεωρητικές και πρακτικές συνέπειες όσον αφορά στον αγώνα για μια νέα κοινωνία και στη μεταβατική στρατηγική προς αυτήν.
Στο θεωρητικό πεδίο, ο εξοστρακισμός των ταξικών διαιρέσεων από την ανάλυση του ύστερου Καστοριάδη αναπόφευκτα οδήγησε στην ταυτοποίηση του φαντασιακού της κοινωνίας ως συνόλου με αυτό των κυρίαρχων τάξεων και ομάδων (το οποίο στη συνέχεια επιβαλλόταν, μέσω της διαδικασίας κοινωνικοποίησης, στις κυριαρχούμενες τάξεις και ομάδες) και στην εξαφάνιση από την εικόνα κάθε εναλλακτικού κοινωνικού φαντασιακού που εξέφραζε άλλες τάξεις και ομάδες! Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο «κατόρθωσε» να απαλείψει από την ανάλυση του την αλλαγή στις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες η οποία οδήγησε στην άνοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ή στην αντίστοιχη ανάδυση του Ισλαμικού φονταμενταλισμού, καταλήγοντας με μια τερατώδη ερμηνεία του εγκληματικού πολέμου στον Κόλπο με όρους «σύγκρουσης φαντασιακών» και μια προσέγγιση «ίσων αποστάσεων» προς αυτόν, που έμμεσα σήμαινε την έμμεση δικαίωση του πολέμου, όπως είδαμε παραπάνω. Στην πραγματικότητα, με το να ανάγει κάθε πτυχή της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης στην «άνοδο της ασημαντότητας», δηλαδή στην εξαφάνιση των νοημάτων και των σημασιών και το σχεδόν απόλυτο ξεθώριασμα των αξιών, κατάφερε επίσης ν’ αποφύγει κάθε αναφορά στους συστημικους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την κρίση και, ιδιαίτερα, στη δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», η οποία αποτελεί την απώτερη αιτία της σημερινής πελώριας και συνεχώς διογκούμενης συγκέντρωσης δύναμης σε κάθε επίπεδο.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο ύστερος Καστοριάδης δεν μιλά για μια επαναστατική αλλαγή των θεσμών, η οποία, σε αλληλεπίδραση με την αντίστοιχη αλλαγή αξιών και ιδεών, θα οδηγούσε σε μια νέα επαναστατική κοινωνία, (όπως προτείνει η προσέγγιση της ΠΔ) αλλά, αντίθετα, υιοθετεί την ρεφορμιστική θέση για την ανάγκη αλλαγής πρώτα των αξιών και φαντασιακών σημασιών ―με τη μορφή κάποιου είδους πολιτιστικής επανάστασης― η οποία κατόπιν θα οδηγήσει σε αλλαγή των θεσμών! Η θέση αυτή είναι βέβαια ταυτόσημη με τις προσεγγίσεις που προτείνουν οι ρεφορμιστές της Αριστεράς και της Οικολογίας, οι οποίοι προσπαθούν ν’ αλλάξουν ριζικά τις αξίες, με τρόπο που θα οδηγούσε σε μια νέα κοινωνία, παίρνοντας όμως το υπάρχον σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» ως δεδομένο. Δεν αποτελεί επομένως έκπληξη ότι ο ύστερος Καστοριάδης, αντίθετα με τον πρώιμο Καστοριάδη ―και παρά τις αξιοθρήνητες προσπάθειες των οπαδών του, όπως ο David Ames Curtis, ν’ αρνηθούν την προφανή διχοτόμηση μεταξύ πρώιμου και ύστερου Καστοριάδη― αγκαλιάστηκε ένθερμα από το διεθνές (και Ελληνικό) κατεστημένο και τα ΜΜΕ του, σε μια (αρνητική) «απόδοση τιμής», της οποίας δεν έγιναν σχεδόν ποτέ αποδέκτες πραγματικά επαναστατικές φυσιογνωμίες του παρελθόντος!
[1] Το άρθρο αυτό του Τάκη Φωτόπουλου αποτελεί προδημοσίευση απο το βιβλίο Παγκοσμιοποιημένος Καπιταλισμός, Έκλειψη της Αριστεράς και Περιεκτική Δημοκρατία (Επιμέλεια: Steven Best) που θα εκδοθεί τον Μάη 2008 απο τις Εκδόσεις Κουκίδα.
[2] Βλ. την ανταλλαγή μου με τον David Ames Curtis, επιμελητή και μεταφραστή στα Αγγλικά των περισσοτέρων έργων του Καστοριάδη, “On a Distorted View of the Inclusive Democracy Project”, Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (Μάρτιος 1999).
[3] “Towards a Democratic Liberatory Ethics”, Democracy & Nature, Vol. 8, No. 3 (November 2002).
[4] βλ. C. Castoriadis, “Done and To Be Done” στο The Castoriadis Reader (επιμ. David Ames Curtis) (Oxford: Blackwell, 1997), σ. 412.
[5] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, επανέκδοση (Ελ. Τύπος, 2008) κεφ. 1.
[6] Στο ίδιο.
[7] Στο ίδιο κεφ. 6.
[8] Τ. Φωτόπουλος, Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία, (Γόρδιος, 2005), κφ. 2.
[9] Βλ. Η «Ορθολογικότητα» του Καπιταλισμού (Ύψιλον, 1998).
[10] Συνέντευξη Καστοριάδη στην ΕΡΤ3 (1993); Βλ. ακόμη Κ. Καστοριάδη, Η «ορθολογικότητα» του Καπιταλισμού (Ύψιλον, 1998)
[11] T. Fotopoulos, “Castoriadis and the democratic tradition”, Democracy & Nature, Vol. 4, No. 1, (Issue 10) (1997), pp. 157-163.
[12] Κ. Καστοριάδης «Η Δύση και ο Τρίτος Κόσμος» στο Ο Θρυμματισμένος Κόσμος, (Αθήνα, Ύψιλον, 1992), σελ. 91.
[13] Στο ίδιο. σελ. 96.; Βλ. ακόμη, C. Castoriadis “Reflections on «Rationality» and «Development»” στο Philosophy, Politics , Autonomy, ed. by David Ames Curtis (Oxord: Oxford University Press, 1991), pp. 199-218.
[14] C. Castoriadis, Facing the War (Athens: Ypsilon, 1986) translation of Castoriadis’ text under the same title (1980) p. 19
[15] Στο ίδιο σελ. 37
[16] Βλ. π.χ. WorldRevolution, ”Death of Cornelieus Castoriadis: Bourgeoisie pays homage to one of its servants”, (December 12, 2004).
[17] βλ. Takis Fotopoulos, ”The Catastrophe of Marketization”, Democracy & Nature, Vol. 5, Nο. 2 (July 1999).
[18] Richard Adams, “Invasion of Iraq was driven by oil, says Greenspan”, The Guardian (17/9/2007).
[19] Κ. Καστοριάδης, «Αποκαλύπτοντας τον Πόλεμο στον Κόλπο» (1991) —πρωτοδημοσιεύθηκε στη Γαλλική εφημερίδα Libération, 05/02/1991:14.
[20] Για κριτική ενός (αντίστοιχου με τον Καστοριαδικό) μύθου που χρησιμοποιεί η ρεφορμιστική Αριστερά, ο οποιος επίσης καταλήγει στην τήρηση «ίσων αποστάσεων», βλ. «Ο μύθος της σύγκρουσης φονταμενταλισμών», Ελευθεροτυπία (16/10/2004).
[21] Βλ. C. Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy (Oxford University Press, 1991), σελ. 145
[22] Βλ. «Θραύσματα κριτικής του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας» περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, (αρ. 8, Σεπτέμβριος 2004).
[23] C. Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy, p. 21.
[24] Βλ. π.χ. “Psychoanalysis and Philosophy” (1996) στο βιβλίο The Castoriadis Reader, σ. 355.
[25] “The ego trip”, Essay by Paul Broks, The Guardian (6/5/2006).
[26] Το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα ορίζεται ως το σύστημα των πεποιθήσεων, ιδεών και των αντίστοιχων αξιών, οι οποίες είναι κυρίαρχες σε δεδομένη κοινωνία και σε καθορισμένη χρονική «στιγμή», ως συμβατές με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, βλ. T. Fotopoulos, “Mass media, Culture and Democracy”, Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (March 1999).
[27] Κ. Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας (Εκδ. Ραππα, 1978) σελ. 20.
[28] C. Castoriadis, “Ιntroductory interview” στο The Castoriadis Reader, επιμ. David Ames Curtis, (Oxford: Balckwell, 1997), σελ. 26-27.
[29] C. Castoriadis’ introductory interview in The Castoriadis Reader, p. 27.
[30] Βλ. T. Fotopoulos, “Class Divisions Today: The Inclusive Democracy approach”, Democracy & Nature, Vol. 6, No. 2 (July 2000); Ελλην. Μεταφρ. Περιεκτική Δημοκρατία, αρ.8, 9 (2004/5)
[31] Βλ. κεφάλαια 1-2 στο Περιεκτική Δημοκρατία, επανέκδοση Ελεύθερου Τύπου, 2008.
[32] C. Castoriadis, World in Fragments (Stanford Univ. Press, 1997), σ. 122.
[33] M. Bookchin, The Philosophy of Social Ecology (Black Rose, Montreal 1995), σ. 178.
[34] Βλ. Takis Fotopoulos, “Towards a Democratic Liberatory Ethics”, Democracy & Nature, Vol. 8, Nο. 3 (November 2002).
[35] Κ. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, (Υψιλον, 2000), σ. 122.