Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 17 (Άνοιξη/Καλοκαίρι 2008)
Κοινωνική Οικολογία / Κομουναλισμός και Περιεκτική Δημοκρατία[1]
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Παρά την επίδραση που έχουν ασκήσει κάποια μέρη του Καστοριαδικού προτάγματος της αυτονομίας και η Κοινωνική Οικολογία/Κοινοτισμός [communalism]/Ελευθεριακός Κοινοτισμός (ΕΚ) του Μπούκτσιν στο πρόταγμα της ΠΔ (και παρά την αντίστοιχη επίδραση του έργου του Κροπότκιν ή της Άρεντ – μεταξύ άλλων – στον Μπούκτσιν και τον Καστοριάδη), η ανάλυση του προτάγματος της ΠΔ για την νεωτερικότητα και την περιοδολόγησή της, για την παγκοσμιοποίηση, τις τάξεις και την τωρινή πολυδιάστατη κρίση και, φυσικά ,η ίδια η πρόταση για μια κοινωνία οργανωμένη ως ΠΔ καθώς και η στρατηγική μετάβασης σε αυτή, το διαφοροποιεί εντελώς τόσο από την Καστοριαδική όσο και από την Μπουκτσινική αντίληψη. Έτσι, πέρα από τις θεμελιώδεις φιλοσοφικές, πολιτικές και οικονομικές διαφορές ανάμεσα στο πρόταγμα της ΠΔ και στο πρόταγμα της αυτονομίας, που εξέτασα παραπάνω, υπάρχουν παρόμοιες θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στο πρόταγμα της ΠΔ και στο πρόταγμα του ΕΚ, που θα εξετάσω εν ολίγοις εδώ. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η προτεινόμενη διέξοδος από την τωρινή κρίση, με βάση μια Περιεκτική Δημοκρατία γενικά και μια Οικονομική Δημοκρατία ειδικότερα, διαφέρει ουσιαστικά τόσο από μια οικονομία εργατικών συμβουλίων, βασισμένη σε μια πραγματική αγορά (πρώιμος Καστοριάδης) όσο και από μια «ηθική οικονομία» βασισμένη στην μετα-σπάνη (Μπούκτσιν).
Οι διαφορές μεταξύ Κομουναλισμού και Περιεκτικής Δημοκρατίας ανακύπτουν, όπως και στην περίπτωση του προτάγματος της αυτονομίας, τόσο στο φιλοσοφικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο.
Η εσφαλμένη υπόθεση της κοινωνικής εξελικτικής διαδικασίας
Στο φιλοσοφικό επίπεδο, όπως προσπάθησα να δείξω στην Περιεκτική Δημοκρατία[2], το πρόταγμα για μια δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε μια εξελικτική διαδικασία κοινωνικής αλλαγής, είτε αυτή είναι τελεολογική (όπως ο διαλεκτικός υλισμός του Μαρξ) είτε είναι μη τελεολογική (όπως ο διαλεκτικός νατουραλισμός του Μπούκτσιν[3]). Μολονότι όμως ο διαλεκτικός νατουραλισμός ρητά περιγράφεται σαν μη τελεολογική θεώρηση της φυσικής και κοινωνικής εξέλιξης, παρ’ όλα αυτά, υποθέτει μια «κατευθυντικότητα» [“directionality”] προς μια δημοκρατική οικολογική κοινωνία – μια κοινωνία, η οποία [όμως] ενδέχεται να μην πραγματωθεί ποτέ, εξ αιτίας «τυχαίων» γεγονότων. Έτσι, ο Μπούκτσιν, αφού αναγνωρίσει ρητά ότι η κοινωνική εξέλιξη είναι βαθιά διαφορετική από την οργανική εξέλιξη, προχωρά να χαρακτηρίσει την κοινωνική αλλαγή σαν μια διαδικασία Προόδου, που ορίζεται ως «η αυτοκατευθυνόμενη δραστηριότητα της Ιστορίας και του Πολιτισμού προς ολοένα μεγαλύτερη ορθολογικότητα, ελευθερία».[4]
Ωστόσο, αν και η υπόθεση για μια ορθολογική διαδικασία φυσικής εξέλιξης ενδέχεται να μην είναι αβάσιμη, κατά την γνώμη μου, είναι όχι μόνο αστήρικτη αλλά και ανεπιθύμητη η υπόθεση για την ύπαρξη μιας αντίστοιχης ορθολογικής διαδικασίας κοινωνικής εξέλιξης, δηλαδή η άποψη που βλέπει την ιστορία σαν μια διαδικασία Προόδου, [σαν] την εκδίπλωση του Λόγου ―μια άποψη που δέχεται εκ προοιμίου ότι υπάρχει εξέλιξη η οποία προχωρεί προς αυτόνομες, ή δημοκρατικές, μορφές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.[5] Εντούτοις, το γεγονός ότι κανένα μεγαλεπήβολο σχήμα Προόδου δεν έχει ιστορικό έρεισμα δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπερτονίζουμε την σημασία του «κοινωνικού φαντασιακού» (κατά την Καστοριαδική ορολογία) εις βάρος των «συστημικών» στοιχείων-- κάτι πού, όπως είδαμε παραπάνω, θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε σοβαρές πλάνες ως προς την ερμηνεία της Ιστορίας.
Γι αυτούς ακριβώς τους λόγους η προσέγγιση της ΠΔ για την Ιστορία δεν υιοθετεί ούτε μεγαλεπήβολα εξελικτικά σχήματα που εξαρτώνται από συγκεκριμένες (υποτίθεται «αντικειμενικές») ερμηνείες της φυσικής ή της κοινωνικής αλλαγής (όπως ο Μαρξ, ο Κροπότκιν και ο Μπούκτσιν αποπειράθηκαν να κάνουν), ή της «ανθρώπινης φύσης»,[6] ούτε προσεγγίσεις οι οποίες, πηγαίνοντας στην άλλη άκρη, υπερτονίζουν το φαντασιακό («υποκειμενικό») στοιχείο στην Ιστορία και υποτιμούν τα «συστημικά» (ή «αντικειμενικά») στοιχεία, (όπως προσπάθησε να κάνει ο Καστοριάδης) καταλήγοντας σε σοβαρές παρερμηνείες, αν οχι διαστρεβλώσεις, της Ιστορίας και της σημερινής πραγματικότητας. Αντίθετα, η προσέγγιση της ΠΔ, προσπαθώντας να επιτύχει την σωστή ισορροπία μεταξύ «υποκειμενικών» και «αντικειμενικών» παραγόντων, βλέπει την Ιστορία σαν την συνεχή αλληλεπίδραση ανάμεσα στην δημιουργική ανθρώπινη πράξη και στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, δηλαδή σαν την αλληλεπίδραση ανάμεσα στα «φαντασιακά» και στα «συστημικά» στοιχεία, που η έκβασή της είναι πάντα απρόβλεπτη. Με αυτή την έννοια η δημοκρατική κοινωνία θεωρείται ως μια ρήξη, ένα ρήγμα στην ιστορική συνέχεια που έχει καθιερώσει ιστορικά η ετερόνομη κοινωνία .
Περιττή η Οικονομική Δημοκρατία στο Μπουκτσινικο σχήμα
Ωστόσο, η εξελικτική οπτική του Μπούκτσιν έχει σημαντικές επιπτώσεις στο ζήτημα της ύπαρξης υλικών προϋποθέσεων της ελευθερίας και στην έννοια της ίδιας της δημοκρατίας, καθιστώντας περιττή την έννοια της οικονομικής δημοκρατίας. Ο Μπούκτσιν, έχοντας δεχτεί εκ προοιμίου ότι η πρόοδος έχει ήδη οδηγήσει στο «κατώφλι της κοινωνίας μετα-σπάνεως», με την έννοια της ανάπτυξης «μιας τεχνολογίας της αφθονίας που είναι ικανή για πρώτη φορά στην ιστορία να παρέχει την υλική βάση για την απελευθέρωση»,[7] στην πραγματικότητα, δεν βλέπει την ανάγκη για οικονομική δημοκρατία σε μιαν απελευθερωμένη κοινωνία. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η αντίληψη του Μπούκτσιν θεμελιώνεται στην πολιτική σφαίρα, αποκλείοντας άλλες σφαίρες, και ότι η οικονομική δημοκρατία δεν είναι μέρος της κομουναλιστικής του αντίληψης για την δημοκρατία. Αντίθετα, η αντίληψη αυτή υιοθετεί τον κομμουνιστικό μύθο της κοινωνίας μετα-σπάνεως, στην οποία δεν απαιτείται στην πραγματικότητα καμία λήψη οικονομικών αποφάσεων για την κατανομή των πόρων. Το μόνο που απαιτείται σε αυτή την κοινωνία είναι κατά βάση ένα σύνολο από ηθικές αρχές που να καθοδηγούν τον μερισμό.[8] Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το πρόταγμα του ΕΚ, σε αντίθεση με το πρόταγμα της αυτονομίας, το Parecon, και το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, δεν προτείνει κανέναν μηχανισμό για την κατανομή των πόρων και αντί γι’ αυτό, ο ίδιος ο Μπούκτσιν επιμένει ότι σε μια κομμουνιστική κοινωνία μετα-σπάνεως «η ίδια η ιδέα μιας οικονομίας έχει αντικατασταθεί από ηθικές (αντί για παραγωγικές) σχέσεις: οι εργασιακές μονάδες, τα Προυντωνικά συμβόλαια, η κατά Ρωλς δικαιοσύνη και τα τοιαύτα, δεν θα έχουν καν θέση σε μια τέτοια κοινωνία».[9]
Επί πλέον, υπάρχει μια κρίσιμη αρνητική συνεπαγωγή που μπορεί κανείς να αντλήσει από την αντίληψη της Κοινωνικής Οικολογίας για μια δημοκρατική κοινωνία: έμμεσα προϋποθέτει την ύπαρξη υλικών προϋποθέσεων για την ελευθερία. Η είσοδος στο βασίλειο της ελευθερίας εξαρτάται από «αντικειμενικούς» παράγοντες, όπως η έλευση της μυθικής κατάστασης της υλικής αφθονίας. Όμως, το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που απαιτείται ούτως ώστε να επιτευχθεί υλική αφθονία για ολόκληρο τον πληθυσμό της γης, καθιστά τουλάχιστον αμφίβολο ότι ένα τέτοιο στάδιο θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί χωρίς σοβαρό αντίκτυπο στο περιβάλλον – εκτός, φυσικά, αν ορίσουμε την «υλική αφθονία» δημοκρατικά (και όχι «αντικειμενικά») με τρόπο που να είναι αυστηρά συνεπής με την οικολογική ισορροπία. Ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι το κομμουνιστικό στάδιο της μετα-σπάνεως είναι στην πραγματικότητα μια μυθική κατάσταση πραγμάτων, εφόσον προϋποθέτει έναν «αντικειμενικό» ορισμό των αναγκών και της σπάνεως. Όμως, ακόμη και αν ήταν δυνατόν να ορίσουμε αντικειμενικά τις βασικές ανάγκες, είναι ασφαλώς αδύνατον να ορίσουμε αντικειμενικά τα μέσα για την ικανοποίησή τους, για να μην αναφερθούμε στις μη βασικές ανάγκες που γίνονται ολοένα σπουδαιότερες στις σημερινές προηγμένες κοινωνίες. Η πραγμάτωση, επομένως, μιας κοινωνίας μετα-σπάνεως δεν είναι απλώς ζήτημα ανακατανομής του πλούτου, όπως αφελώς υποθέτουν πολλοί ελευθεριακοί και κοινωνικοί οικολόγοι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι «η επαγγελία της μετα-σπάνεως… δεν έχει εκπληρωθεί, όχι επειδή η τεχνολογία δεν είναι επαρκής αλλά επειδή οι κοινωνικές ρυθμίσεις που την χρησιμοποιούν είναι ευτελείς.»[10]
Υπάρχουν υλικές προυποθέσεις για την ελευθερία;
Από την άλλη μεριά, στην προβληματική του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας ο δεσμός μεταξύ μετα-σπάνεως και ελευθερίας διαρρηγνύεται. Η κατάργηση της σπάνεως, και κατά συνέπεια του καταμερισμού εργασίας, δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής συνθήκη για την δημοκρατία. Επομένως, η άνοδος του ανθρώπου από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας αποσυνδέεται από την οικονομική διαδικασία, παρά το γεγονός ότι από τον Αριστοτέλη, μέσω του Λοκ και του Μαρξ, μέχρι την Άρεντ και τον Μπούκτσιν, η διάκριση ανάμεσα στο «βασίλειο της αναγκαιότητας» (όπου ανήκει η φύση) και στο «βασίλειο της ελευθερίας» έχει ανέκαθεν θεωρηθεί θεμελιώδης, Παρά το γεγονός όμως ότι αυτή η διάκριση ενδέχεται να είναι χρήσιμη σαν εννοιολογικό εργαλείο στην κατάταξη των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο τα δύο βασίλεια να πρέπει να θεωρούνται αλληλοαποκλειόμενα, στην κοινωνική πραγματικότητα. Στην Ιστορία, άλλωστε, έχουν υπάρξει αρκετές περιπτώσεις στις οποίες διαφορετικοί βαθμοί ελευθερίας επιβίωναν κάτω από συνθήκες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συνθήκες που ανήκουν στο «βασίλειο της αναγκαιότητας». Επί πλέον, άπαξ και πάψουμε να αντιμετωπίζουμε τα δύο αυτά βασίλεια σαν αλληλοαποκλειόμενα, δεν υπάρχει καμία δικαιολόγηση για οποιανδήποτε προσπάθεια κυριάρχησης της Φύσης ―σημαντικό στοιχείο της Μαρξιστικής ιδεολογίας της ανάπτυξης― προκειμένου να μπούμε στο βασίλειο της ελευθερίας.
Σύμφωνα, επομένως, με την αντίληψη της ΠΔ, ούτε υπάρχουν υλικές προϋποθέσεις για την ελευθερία, ούτε η είσοδος στο βασίλειο της ελευθερίας εξαρτάται από μια πελώρια μεταβολή των συνειδήσεων και την υιοθέτηση κάποιου σπιριτουαλιστικού δόγματος, όπως προτείνουν κάποιοι βαθείς οικολόγοι και άλλα πνευματιστικά κινήματα. Ούτε, λοιπόν, ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός από την «αντικειμενική» πλευρά, ούτε η υιοθέτηση κάποιου σπιριτουαλιστικού δόγματος από την «υποκειμενική» πλευρά, αποτελούν ιστορικές προϋποθέσεις για την είσοδο στο βασίλειο της ελευθερίας. Με άλλα λόγια, η δημοκρατική αρχή δεν θεμελιώνεται σε κανένα θεϊκό, φυσικό , ή κοινωνικό «νόμο» ή τάση, αλλά στην δική μας συνειδητή και αυτοστοχαστική επιλογή ανάμεσα στις δύο κύριες ιστορικές παραδόσεις: την παράδοση της ετερονομίας, που υπήρξε κυρίαρχη ιστορικά, και την παράδοση της αυτονομίας. Επομένως, η Περιεκτική Δημοκρατία είναι μια σύλληψη πολύ ευρύτερη από την συνήθη ελευθεριακή αντίληψη για μια μελλοντική κοινωνία (σαν αυτή που προτείνεται από τον Μπούκτσιν και άλλους συγγραφείς) η οποία εκφράζεται σε όρους άμεσης δημοκρατίας και μιας δημοτικοποιημένης «ηθικής οικονομίας» που θεμελιώνεται σε μια κοινωνία μετα-σπάνεως.” Και αυτό, όχι μόνο διότι η Περιεκτική Δημοκρατία ενσωματώνει πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις που λαμβάνονται από συνομοσπονδιακές δημοτικές συνελεύσεις, καθώς επίσης και αποφάσεις που λαμβάνονται από συνελεύσεις στον χώρο της εργασίας, της εκπαίδευσης κλπ. Αλλά και διότι —ακόμη σημαντικότερο― οι οικονομικές αποφάσεις που λαμβάνονται σε μια Περιεκτική Δημοκρατία ενέχουν κρίσιμες επιλογές για την κατανομή σπάνιων πόρων και δεν είναι απλώς διαχειριστικές αποφάσεις σε μια κοινωνία όπου οι μηχανές επιτελούν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας ― όπως ισχυρίζονται οι κοινωνικοί οικολόγοι, υποθέτοντας ότι τεχνολογικά έχουμε ήδη πλησιάσει ένα δυναμικό μετα-σπάνεως.
Όλα αυτά συνεπάγονται ότι για να είναι ένα απελευθερωτικό πρόταγμα ρεαλιστικό και όχι απλώς μια ουτοπία θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει μια σύλληψη θεσμών, οι οποίοι θα επιτρέπουν την δημοκρατική λήψη αποφάσεων στο πλαίσιο μιας κοινωνίας σπάνεως. Είναι, επομένως εντελώς ανεπαρκές για ένα ρεαλιστικό απελευθερωτικό πρόταγμα να εκφράζεται με ευσεβείς πόθους για το πώς μια ηθική οικονομία θα λύσει, αυτομάτως λίγο-πολύ, όλα τα οικονομικά προβλήματα (αν ο όρος αυτός είναι κατάλληλος) μιας μυθικής κοινωνίας μετα-σπάνεως. Σήμερα είναι πια φανερό ότι, εάν επιδιώκουμε μια εναλλακτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης προς την ήδη καθολικευμένη οικονομία της αγοράς να εμπνεύσει τους αποθαρρυμένους σήμερα λαούς, θα πρέπει να δείξουμε σαφώς το γιατί είναι εφικτή μια τέτοια εναλλακτική κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι τα κρίσιμα ζητήματα, που σχετίζονται με την κατανομή των σπανιζόντων πόρων σε μια νέα κοινωνία, η οποία θα καλύπτει τις βασικές και τις μη βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, πρώτα στην θεωρία και κατόπιν στην καθημερινή πρακτική, μέσα στο πλαίσιο μιας οικονομικής δημοκρατίας η οποία θα πρέπει να αρχίσει να οικοδομείται εδώ και τώρα από ένα νέο μαζικό αντισυστημικό κίνημα – όπως δείχνει η μεταβατική στρατηγική της Περιεκτικής Δημοκρατίας.
[1] Το άρθρο αυτό του Τάκη Φωτόπουλου αποτελεί προδημοσίευση απο το βιβλίο Παγκοσμιοποιημένος Καπιταλισμός, Έκλειψη της Αριστεράς και Περιεκτική Δημοκρατία (Επιμέλεια: Steven Best) που θα εκδοθεί τον Μάη 2008 από τις Εκδόσεις Κουκίδα.
[2] (Επανέκδοση 2008, Ελ. Τύπος), κεφ. 8.2.
[3] Βλ. M. Bookchin, The Philosophy of Social Ecology (Black Rose, 1995).
[4] Στο ίδιο, σ. xii.
[5] Βλ. Περιεκτική Δημοκρατία, (Επανέκδοση 2008, Ελ. Τύπος) κεφ. 8.2.
[6] Βλ. πχ. Towards a New Political Humanism by Barry F. Seidman and Neil J. Murphy (Prometheus Books, 2005).
[7] M. Bookchin, Post-Scarcity Anarchism (Wildwood House, Λονδίνο 1974), σ. 12.
[8] Janet Biehl, The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism (Black Rose Press, Μόντρεαλ 1998), κεφ. 10 και 12.
[9] Murray Bookchin, “Comments on the International Social Ecology Network Gathering and the “Deep Social Ecology” of John Clark”, Democracy & Nature, Vol. 3, No. 3, σ. 185.
[10] Janet Biehl, The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism, σ. 98.