Οι μύθοι για το Ευρώ και οι προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας

ΘΩΜΑΣ ΛΕΚΚΑΣ

 

Οι πανηγυρισμοί του εκσυγχρονιστικού κατεστημένου για την είσοδο του Ευρώ στη χώρα μας από τις αρχές του νέου έτους είναι τουλάχιστον γελοίοι και προκλητικοί στα μάτια  των ανθρώπων  που κατανοούν τις οδυνηρές συνέπειες που θα έχει για τα λαϊκά κυρίως στρώματα (αλλά και για τα μεσαία) η εξέλιξη αυτή. Φυσικά οι ελίτ με τα μέσα χειραγώγησης που διαθέτουν έχουν καταφέρει να οικοδομήσουν την συναίνεση που απαιτείται ώστε να υλοποιηθεί  αυτή η απόφαση (μολονότι ποτέ δεν τόλμησαν να τη θέσουν στη λαϊκή ψήφο). Στην προσπάθεια τους  βρήκαν πιστούς συμμάχους στο πρόσωπο της ρεφορμιστικής Αριστεράς του ΣΥΝ και ΔΗΚΚΙ , που δε θέλησαν να συγκρουστούν με τη νέα Μεγάλη Ιδέα της ΟΝΕ και του Ευρώ. Παρόλα αυτά, το τελευταίο διάστημα αναπτύσσεται μια νέα συνειδητοποίηση που αντανακλάται και σε μια σχετικά πρόσφατη Ευρω-δημοσκόπηση στην οποία αυτοί που δε συμφωνούν με την αντικατάσταση της δραχμής από το Ευρώ υπερτερούν (46% έναντι 39%). Φαίνεται πως παρά την προπαγάνδα των ελίτ,  ολοένα και  πλατύτερα λαϊκά στρώματα αντιλαμβάνονται πως η πορεία της χώρας στην Ε.Ε και την ΟΝΕ κυρίως  δεινά έχει επιφέρει και ότι το μέλλον στο  Ευρώ είναι μάλλον αβέβαιο.

Ας εξετάσουμε όμως συνοπτικά τα βασικά  επιχειρήματα των εκσυγχρονιστών για τα υποτιθέμενα οφέλη της χώρας από την υιοθέτηση του Ευρώ:

α) Υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα αποκτά ισχυρό νόμισμα έναντι της ασθενούς δραχμής. Όμως στοιχειώδεις γνώσεις οικονομικών αρκούν για να δείξουν ότι η αξία ενός νομίσματος μιας χώρας αντανακλά την οικονομική της κατάσταση. Η δραχμή ήταν ένα ασθενές νόμισμα ακριβώς γιατί τόσα χρόνια ούτε ο ιδιωτικός ούτε ο δημόσιος τομέας κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ισχυρή παραγωγική βάση. Η απλή λογική λέει ότι η  εγκατάλειψη της δραχμής δεν πρόκειται   να οδηγήσει στην οικοδόμηση μιας υγειούς  παραγωγικής βάσης, απλά θα σημάνει την ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία άσκησης αυτόνομης οικονομικής πολιτικής νομισματικής ή δημοσιονομικής.

β) Υποστηρίζεται ότι  στο εξής θα  απολαμβάνουμε χαμηλό πληθωρισμό αφού αυτός είναι ο στόχος της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας ( ΚΕΤ) που καθορίζει τη νομισματική πολιτική. Ακόμα όμως και αν η ΚΕΤ πετύχαινε μηδενικό πληθωρισμό κάτι που — ούτως ή άλλως — είναι αδύνατο, αυτό θα σήμαινε την αναπαραγωγή της σημερινής πραγματικότητας, με τις τιμές να έχουν ήδη πλησιάσει τις ευρωπαϊκές και το μέσο μισθό στην Ελλάδα να είναι περίπου ο μισός από το μέσο κοινοτικό. Παράλληλα, για να επιτευχθεί ο στόχος του χαμηλού πληθωρισμού η ελίτ έχει τρεις επιλογές με δεδομένο ότι τα επιτόκια θα καθορίζονται από την ΕΚΤ: ή να αυξήσει τους φόρους, ή να μειώσει τις δαπάνες, ή να μειώσει τη συνολική κατανάλωση μέσω της συμπίεσης των μισθών. Λογικά η αύξηση στους φόρους πάνω στις επιχειρήσεις αποκλείεται για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα στην ανταγωνιστικότητα. Μένει άρα μόνο η αύξηση των φόρων πάνω στους μισθωτούς. Η συμπίεση των δαπανών αναφέρεται βασικά στις κοινωνικού χαρακτήρα δαπάνες με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι κοινωνικές δαπάνες της Ελλάδας είναι οι χαμηλότερες στην Ε.Ε. Η συμπίεση των μισθών επιτυγχάνεται με τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε στο προηγούμενο τεύχος.

γ) Τονίζεται ότι με το Ευρώ θα υπάρχουν χαμηλά επιτόκια, κάτι που υποτίθεται ότι θα τονώσει τη χρηματοδότηση της παραγωγής και της κατανάλωσης με αποτέλεσμα να βοηθηθεί η αποπληρωμή του δημοσίου χρέους. Αυτά όμως δε σημαίνουν ισχυρότερη παραγωγική βάση. Τα χαμηλότοκα καταναλωτικά δάνεια απλά θα αυξήσουν ακόμα περισσότερο τις εισαγωγές μας, με αποτέλεσμα να χειροτερεύσει ακόμα περισσότερο το αξιοθρήνητο εμπορικό μας ισοζύγιο (εξαγωγές/εισαγωγές). Όσο αφορά τη μείωση του δημοσίου  χρέος αυτό επιχειρείται βασικά με  το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων.

Παράλληλα, οι ελπίδες για την πραγματοποίηση σημαντικών ξένων επενδύσεων στη χώρα μας είναι φρούδες, καθώς οι ξένοι επιχειρηματίες προτιμούν να επενδύουν στις πιο ελκυστικές, λόγω συγκριτικών πλεονεκτημάτων, αγορές της ανατολικής Ευρώπης, ενώ οι ντόπιοι μεγαλοαστοί προτιμούν την κερδοσκοπία στο Χρηματιστήριο.

Αν τα πράγματα είναι έτσι, είναι φανερό ότι η πολυδιάστατη κρίση της χώρας μας θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο μετά την υιοθέτηση του Ευρώ. Έχει αποφασιστική σημασία ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να απαντάει η Αριστερά στα ασφυκτικά διλήμματα του τύπου: Η ΟΝΕ και το Ευρώ είναι μονόδρομος. Αν δε θέλουμε να μείνουμε στο περιθώριο θα πρέπει να απορρίψουμε  τις αναχρονιστικές λογικές της απομόνωσης. Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία κανείς δεν μπορεί να κινηθεί μόνος του.’ Καταρχάς, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την ΟΝΕ δε σημαίνει σε καμία περίπτωση απομόνωση. Απομονωμένη είναι η Ελλάδα (όπως και οι όλες οι χώρες που ανήκουν στην ημι-περιφέρεια ή στην περιφέρεια) μέσα σταέξοδος από την οικονομία της αγοράς συνολικά και η εγκαθίδρυση μιας  Περιεκτικής Δημοκρατίας, η οποία θ’ αποτελούσε τη βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηριχτεί μια νέα Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία στη θέση της σημερινής Ευρώπης των αγορών και των πολυεθνικών.

 

 

Επιστροφή

ίναι δεδομένο. Αυτή όμως η ανάπτυξη για εμάς δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Είναι φανερό και από την καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης και από τη σοσιαλιστική, που σήμερα έχει σχεδόν καταρρεύσει, ότι η ανάπτυξη που στηρίζεται σε μια «αποδοτικότητα» η οποία ορίζεται με στενά τεχνικοοικονομικά κριτήρια οδηγεί αναπόφευκτα σε συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης καθώς και στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Από την πλευρά μας, το αίτημα για έξοδο από ΕΕ/ΟΝΕ το προβάλλουμε, γιατί η πραγματοποίηση του θα αποτελέσει αναγκαίο και πολύ σημαντικό βήμα στον αγώνα για μια αυτόνομη κοινωνία, μια Περιεκτική Δημοκρατία. Και αυτό  γιατί μια τέτοια εξέλιξη θα χαλαρώσει τους δεσμούς εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας, εξάρτηση που αποτελεί τεράστιο πρόβλημα στην προσπάθεια για μία αυτοκαθοριζόμενη, δημοκρατική  κοινωνία. Τέλος θα πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προείπαμε, η έξοδος από την ΕΕ/ΟΝΕ αποτελεί βήμα και όχι τον τελικό στόχο. Ο τελευταίος δεν μπορεί παρά να είναι η