Είναι η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ το πρόβλημα στην ανώτατη εκπαίδευση;

ΘΩΜΑΣ ΛΕΚΚΑΣ 

 

Θύελλα αντιδράσεων από την πλευρά των καθηγητών ΑΕΙ, φοιτητών, καθώς και του ΤΕΕ έχει ξεσηκώσει το νομοσχέδιο για την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ. Όλοι αυτοί θεωρούν ότι θίγονται άμεσα τα προνόμια τους από την επιχειρούμενη αυτή αλλαγή. Οι καθηγητές, πίσω από το «ηθικό» ζήτημα της «αυθαίρετης ανωτατοποίησης χωρίς αξιολόγηση», κρύβουν μάλλον την πραγματική αιτία της διαφωνίας τους που βασικά είναι ο περιορισμός των κονδυλίων για την έρευνα προς τα ΑΕΙ , (σαν συνέπεια των αυξημένων δικαιωμάτων των ΤΕΙ στο συγκεκριμένο τομέα) μολονότι συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες (π.χ. ότι πολλοί Πανεπιστημιακοί θεωρούν πως η αλλαγή αυτή μειώνει το κοινωνικό κύρος τους λόγω του «μπας κλάς» χαρακτήρα των ΤΕΙ κ.λπ.). Παράλληλα, πολλοί φοιτητές αγωνιούν μήπως οι απόφοιτοι των ΤΕΙ διεκδικήσουν τις θέσεις εργασίας που ως τώρα «αντιστοιχούσαν» κατεξοχήν μόνο σε πτυχιούχους ΑΕΙ.

 

Καταρχάς, η ένταξη των ΤΕΙ στην Ανώτατη Εκπαίδευση δεν έχει τις συνέπειες που φαντάζονται πολλοί φοιτητές. Όπως έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ο υπουργός παιδείας, τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των ΤΕΙ δεν αλλάζουν σε τίποτα, άρα και μόνο από αυτό είναι φανερό ότι η αντιπαράθεση φοιτητών-σπουδαστών είναι εντελώς αβάσιμη. Ο στόχος της αναβάθμισης είναι η προσαρμογή των ΤΕΙ στις απαιτήσεις της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς γενικά και ειδικότερα στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις, μιας και τα ελληνικά ΤΕΙ  μειονεκτούν αισθητά των περισσότερων ευρωπαϊκών σε όλους τους τομείς (π.χ. στην έρευνα και στη δυνατότητα πρόσβασης σε μεταπτυχιακά). Αλλού βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι ουσιαστικές αλλαγές στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ να λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο και ως τακτική αντιπερισπασμού.

 

Όπως διαφαίνεται και από την πολυσυζητημένη συνθήκη της Μπολώνια, που εκφράζει επακριβώς τις απαιτήσεις της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, σήμερα προωθείται σε πολύ σημαντικό βαθμό η ειδίκευση μέσα στο πτυχίο. Και αυτό γιατί εκείνο που απαιτεί σήμερα η αγορά εργασίας στα πλαίσια της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς είναι στενά ειδικευμένους εργαζόμενους σε πολύ συγκεκριμένους τομείς. Παράλληλα, αν παλιότερα ένα πτυχίο παρείχε τα απαραίτητα εφόδια για την επαγγελματική πορεία του εργαζόμενου, σήμερα απαιτείται διαρκής προσαρμογή στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, κάτι που αποκρυσταλλώνεται στην έννοια της δια βίου εκπαίδευσης. Οι εργαζόμενοι στις σημερινές ελαστικές εργασιακές σχέσεις είναι αναγκασμένοι -και θα είναι όλο και περισσότερο στο μέλλον — να αλλάζουν αντικείμενο πολλές φορές στη ζωή τους με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένοι να επανειδικεύονται σε όλη τη διάρκεια της καριέρας τους.

 

Με αυτή τη βάση δημιουργείται ένα εκπαιδευτικό σύστημα πολλών ταχυτήτων. Οι περισσότεροι πτυχιούχοι — ακόμα και πολλοί με καλά πτυχία — δε θα μπορούν να νιώθουν ασφαλείς. Αυτοί που θα αποκτούν τα καλά πτυχία επιπέδου συνήθως master θα αποτελούν τα μεσαία στρώματα των ελαστικών εργασιακών σχέσεων. Παράλληλα, αυτοί που δε θα είναι σε θέση να αποκτήσουν τέτοιου είδους πτυχία (απόφοιτοι ΤΕΙ, ΙΕΚ) είναι φανερό ότι προορίζονται για τα κατώτερα στάδια της παραγωγής, μια βαθμίδα πάνω από το «λούμπεν» που θ’ αποτελούν οι μη κάτοχοι πτυχίου, οι ανειδίκευτοι και οι μετανάστες.

 

Ερχόμενοι τώρα στις προτάσεις της Αριστεράς πάνω στο ζήτημα θα πρέπει να πούμε ότι φαίνονται εξαιρετικά προβληματικές και ασαφείς, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη γενικότερη σύγχυση. Από τη μία υπάρχει το ΚΚΕ που απαιτεί ειδίκευση για όλους, κάτι που υποτίθεται θα διασφαλίσει σημαντικά το εργασιακό μέλλον των πτυχιούχων. (Αξίζει να αναφέρουμε ότι η θέση αυτή έχει πολλά να κάνει με τη γνωστή άποψη των Μαρξιστών ότι η τεχνολογία είναι «ουδέτερη» και συνεπώς η σημερινή εξειδίκευση είναι κι αυτή ουδέτερη από μόνη της, απλώς έχει τύχει να πέσει στα «λάθος χέρια»). Από τη σκοπιά μας το αίτημα αυτό είναι τόσο ανέφικτο στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο όσο και ανεπιθύμητο.

 

Είναι ανέφικτο γιατί στο σημερινό σύστημα της οικονομίας της αγοράς, με δεδομένο το επίπεδο ανάπτυξης μιας ημι-περιφερειακής οικονομίας όπως η Ελληνική, πολύ λίγες από τις ήδη προσφερόμενες εξειδικεύσεις μπορούν να καλυφθούν πλήρως από την Ελληνική αγορά εργασίας. Είναι επομένως φανερό ότι για τις ελίτ δεν είναι απαραίτητο να έχει όλος ο λαός καλά πτυχία και να είναι ειδικευμένος. Αν και οι θέσεις ανειδίκευτης χειρωνακτικής κυρίως εργασίας μειώνονται δραματικά, είναι ακόμα πολλές, άρα κάποιοι θα πρέπει να τις καλύψουν και κατά προτίμηση οι «ντόπιοι» για ν’ αποφεύγονται και οι διάφορες «παρενέργειες» από τη χρήση μεταναστών εργατών. Επιπλέον, οι ελίτ εξακολουθούν να χρειάζονται και άνεργους…

 

Είναι παράλληλα ανεπιθύμητο καθώς δεν αμφισβητεί την εξειδίκευση. Όμως η σημερινή εξειδίκευση δεν υπάρχει διότι το επιτάσσει κάποια κοινωνική ανάγκη γενικά και αόριστα. Υπάρχει γιατί η οικονομία της αγοράς και η αντίστοιχη οικονομία ανάπτυξης χρειάζονται την υπερβολική εξειδίκευση ώστε να μεγιστοποιείται η αποτελεσματικότητα (ορισμένη με στενά τεχνικοοικονομικά κριτήρια) και για να καλύπτονται οι διάφορες «ανάγκες» που αναγκαστικά δημιουργεί η οικονομία της αγοράς προκειμένου να εξασφαλίσει την συνεχή επέκτασή της. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι δεν είναι μόνο η οικονομία της αγοράς που έχει υιοθετήσει την απεριόριστη εξειδίκευση, αλλά και οι χώρες του τέως «υπαρκτού» σοσιαλισμού στο παρελθόν, ακριβώς επειδή είχαν υιοθετήσει την οικονομία ανάπτυξης. Τέλος, όπως είναι αναμενόμενο, δεν υποστηρίζουμε ότι σε μια δημοκρατική κοινωνία θα εκλείψει η εξειδίκευση αλλά ότι θα περιοριστεί σημαντικά και ότι οπωσδήποτε δε θα είναι αυτοσκοπός, εφόσον οι ανάγκες θα καθορίζονται δημοκρατικά από τις συνελεύσεις των πολιτών, με βασικό στόχο την ποιότητα ζωής και την επανενσωμάτωση της Κοινωνίας στη Φύση.

 

Από την άλλη διατυπώνονται διάφορες απόψεις της λεγόμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς, κυρίως από συνδικαλιστικές παρατάξεις, με κυριότερη αυτών την ΕΑΑΚ. Σύμφωνα με αυτές τις παρατάξεις θα πρέπει να παλέψουμε για μια παιδεία που θα παράγει ολοκληρωμένους επιστήμονες και όχι στενά καταρτισμένους, για μια παιδεία προσανατολισμένη στις ανθρώπινες ανάγκες και όχι υποταγμένη στην αγορά. Η Αριστερά όμως αυτή πάσχει αθεράπευτα από το ότι βλέπει την παιδεία απομονωμένη από οποιοδήποτε θεσμικό πλαίσιο και άρα δεν μπαίνει στον κόπο να προτείνει ένα εναλλακτικό θεσμικό πλαίσιο στο οποίο πράγματι θα είναι δυνατή μια παιδεία προσανατολισμένη στις ανθρώπινες ανάγκες. Έτσι θεωρεί ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να γίνει μέσα στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς και μάλιστα στη σημερινή διεθνοποιημένη της μορφή (που καθιστά όλο και περισσότερο την παιδεία εμπόρευμα)!

 

Σύμφωνα με την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας η σημερινή εμπορευματοποίηση της παιδείας δεν μπορεί να αντιστραφεί μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Αυτό που χρειάζεται για να υπάρξει μια παιδεία συμβατή με τις ανθρώπινες ανάγκες είναι η δημιουργία ενός άλλου θεσμικού συστήματος πέρα από την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Μόνο σε μια κοινωνία όπου οι πολίτες θα αποφασίζουν δημοκρατικά για όλα τα ζητήματα και όπου το κέρδος και η αρχή ανάπτυξη-ή-θάνατος δεν θα έχουν πια σχέση με τη παραγωγική διαδικασία είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια πραγματικά ελευθεριακή παιδεία. Μια παιδεία που θα δημιουργεί ολοκληρωμένους δημοκρατικούς πολίτες και επιστήμονες, προσανατολιζόμενη στην έρευνα για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών, και όχι, όπως συμβαίνει σήμερα, προσανατολισμένη κυρίως προς τα συμφέροντα των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία και την κοινωνία γενικότερα. Τελικά, μόνο σε μια Περιεκτική Δημοκρατία, που εξασφαλίζει την ισοκατανομή της δύναμης μεταξύ των πολιτών, είναι δυνατό να ξεπεραστεί η παρούσα πολυδιάστατη κρίση της κοινωνίας μας, τμήμα της οποίας είναι η σημερινή κρίση στο χώρο της παιδείας.

 

 

Επιστροφή