Η παγκοσμιοποίηση της αντι-«τρομοκρατίας»

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Οι αντι-«τρομοκρατικοι» νόμοι που εισάγονται στη μια χώρα μετά την άλλη τα τελευταία χρόνια δεν αποτελούν συμπτωματικά γεγονότα, ούτε είναι δυνατό να ερμηνευθούν επαρκώς εάν δεν αναφερθούμε στα βαθύτερα «συστημικα» αίτια της αντι-«τρομοκρατικής» νομοθεσίας. Δηλαδή, εάν δεν συσχετίσουμε τις εξελίξεις αυτές με το γεγονός της δημιουργίας μιας υπερεθνικής ελίτ που στηρίζει την παγκοσμιοποίηση και προχωρά τώρα στην οργάνωση της φίμωσης των ριζοσπαστικότερων αντιδράσεων εναντίον της.

Όπως δηλαδή ήταν φυσικό, η νέα «άγρια» μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, την οποία εκφράζει η σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικοτητας, έχει δημιουργήσει παγκόσμιες αντιδράσεις οι οποίες παίρνουν διάφορες μορφές. Από τη σύσταση οικο-ακτιβιστικών οργανώσεων (π.χ. η οργάνωση Earth First! στη Βρετανία και την Αμερική) που στοχεύουν σε βίαιες μορφές αντίδρασης κατά της περιουσίας των πολυεθνικών επιχειρήσεων οι οποίες επιδίδονται ανενόχλητα στην καταστροφή του περιβάλλοντος, μέχρι την πρόσκαιρη κατάληψη δρόμων, οικονομικών κέντρων κ.λπ. (π.χ. η Βρετανική οργάνωση Reclaim the Streets). Και από την οργάνωση μαζικών διαδηλώσεων που καταλήγουν βίαιες (π.χ. Σιατλ) μέχρι ειρηνικών εκδηλώσεων με μεταρρυθμιστικά αιτήματα (π.χ. Πόρτο Αλέγκρε) τα οποία η ρεφορμιστική Αριστερά μας, θρασύτερη από αυτή στο εξωτερικό, βαφτίζει «ανατρεπτικά» (πράγμα που δικαιολογεί και την υποστήριξη τους από την γνωστή... ανατρεπτική εφημερίδα Le Monde!).

Δεν ήταν λοιπόν περίεργο ότι οι παγκόσμιες ελίτ, μπροστά στο διογκούμενο αυτό κύμα αντιδράσεων, άρχισαν να παγκοσμιοποιούν τους μηχανισμούς ελέγχου (βλ. π.χ. Συνθήκη Σένγκεν) και καταπίεσης, με τον εκσυγχρονισμό του νομικού οπλοστασίου τους. Η νεοφιλελεύθερη άλλωστε συναίνεση, στην οποία έχουν προσχωρήσει σήμερα όλα τα κόμματα εξουσίας, επιτρέπει παντού την απρόσκοπτη εισαγωγή των δρακόντειων μέτρων που προβλέπουν οι αντι-«τρομοκρατικοί» νόμοι. Ο απώτερος στόχος της νομοθεσίας είναι να φιμώσει κυρίως τις ριζοσπαστικότερες αντιδράσεις κατά της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Πράγμα που προσπαθεί να κάνει με δυο τρόπους: από τη μια μεριά εκφοβίζοντας τους πολλούς και διοχετεύοντας τις αντιδράσεις τους σε σχετικά ανώδυνα για τις ελίτ μεταρρυθμιστικά αιτήματα όπως αυτά του Πόρτο Αλέγκρε και, από την άλλη, απομονώνοντας και συντρίβοντας τις ριζοσπαστικές αντιδράσεις αντισυστημικου χαρακτήρα.

Ο Βρετανικός τρομονόμος για παράδειγμα ορίζει ως «τρομοκρατία» τη δραστηριότητα, ή ακόμη και την απειλή δραστηριότητας, που «επιδιώκει να επηρεάσει την κυβέρνηση, ή να εκφοβίσει το κοινό (ή τμήμα του) με στόχο την προώθηση πολιτικών, θρησκευτικών ή ιδεολογικών στόχων». Ως τέτοιες δραστηριότητες ορίζονται όχι μόνο πράξεις εναντίον της ζωής αλλά και πράξεις που ενέχουν σοβαρή ζημία κατά της περιουσίας ή αποβλέπουν στη σοβαρή διατάραξη ηλεκτρονικών συστημάτων. Έτσι, οι δραστηριότητες π.χ. των οικο-ακτιβιστών να σταματήσουν την κατασκευή αυτοκινητόδρομων μέσα στα δάση, ή να παρεμποδίσουν την καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων προϊόντων, τώρα υπάγονται στις δρακόντειες ποινές του αντι-«τρομοκρατικού» νόμου, όπως επίσης υπάγονται και δραστηριότητες μπλοκαρίσματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κυβερνητικών παραγόντων που αποτελούσαν συνήθη πρακτική των σύγχρονων ακτιβιστών. Το ίδιο εύκολα θα μπορούσαν να υπαχθούν στο νόμο αυτό οι δραστηριότητες των καταληψιών, των ακτιβιστών κατά των McDonalds κ.λπ., ακόμη και εκείνων που δεν χαφιεδίζουν στις Αρχές για τις οργανώσεις που σχεδιάζουν τέτοιες δραστηριότητες. Συγχρόνως, η προτροπή για επαναστατικές ενέργειες στο εξωτερικό, π.χ. κατά του τυραννικού Ισραηλινού καθεστώτος, θεωρείται τρομοκρατία, (όχι όμως και οι βομβαρδισμοί της Βαγδάτης από τις ελίτ!). Αντίστοιχα, οι δραστηριότητες των ακτιβιστών του 19ου αιώνα που εμπόδιζαν την περίφραξη της κοινοτικής γης, καταστρέφοντας τους φράχτες των καταπατητών της, σήμερα θα εθεωρούντο τρομοκρατικές. Όπως εύκολα θα μπορούσαν να επιβάλλουν ισόβια στη φεμινίστρια Pankhurst που διακήρυσσε ότι «υπάρχει κάτι το οποίο οι κυβερνήσεις προστατεύουν περισσότερο από την ανθρώπινη ζωή, την ασφάλεια της περιουσίας, γι’ αυτό θα κτυπήσουμε τον εχθρό στην περιουσία του». Για να εξασφαλίζεται μάλιστα η καταδίκη των ακτιβιστών ήρθη, με παράλληλο νόμο, η αρμοδιότητα των ορκωτών δικαστηρίων στα εγκλήματα αυτά, εφόσον ως γνωστόν οι ένορκοι είναι πιο κοντά στο λαϊκό συναίσθημα από τους δικαστές οι οποίοι, ως δημόσιοι υπάλληλοι, υπόκεινται στις κρατικές πιέσεις.

Ο Ελληνικός τρομονόμος, στα ίδια χνάρια με τον Βρετανικό, περιλαμβάνει στις αντι-«τρομοκρατικές» διατάξεις τα εγκλήματα «κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων», μην κάνοντας μάλιστα καμία διάκριση όσον αφορά στα πολιτικά ή μη κίνητρά τους. Και είναι μάλιστα ενδεικτικό του συντηρητικού χαρακτήρα της κριτικής της Αριστεράς μας πάνω στο θέμα ότι δεν άσκησε καμία κριτική στο «τσουβάλιασμα» της βίας κατά προσώπων και της «βίας» κατά περιουσίας κάτω από την ίδια αντι-«τρομοκρατική» ρύθμιση. Παράλληλα, τα μέλη π.χ. ενός γκρουπούσκουλου που συλλαμβάνονται κατέχοντας «εκρηκτικές ύλες» (που θα μπορούσαν να είναι και τα γνωστά «γκαζάκια») με στόχο να κάνουν υλική ζημία στα γραφεία μιας πολυεθνικής, η οποία κατασκευάζει πολεμικά αεροπλάνα που σκορπίζουν το θάνατο σε χιλιάδες αμάχους, απειλούνται με κάθειρξη ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ 10 ετών. Και με τη βοήθεια των εφετών, που με βάση τον τρομονομο αντικαθιστούν τους ένορκους, η απειλή αυτή εύκολα θα υλοποιείται. Έτσι, όπως εύστοχα χαρακτήρισε τη νέα αντι-«τρομοκρατική» νομοθεσία γνωστός Βρετανός ακτιβιστής κατά των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων, «η κυβέρνηση δημιουργεί μια ιδιωτική υπηρεσία ασφάλειας για τις πολυεθνικές» (Luke Anderson, Guardian, 3/5/00).

Είναι επομένως φανερό ότι ο συνδυασμός της δρακόντειας νομοθεσίας κατά των ακτιβιστών με παράλληλη νέα νομοθεσία για τον δραστικό περιορισμό των διαδηλώσεων, που ήδη εισάχθηκε στη Βρετανία και ανάλογα και εδώ, είναι πιθανό ότι θα κάνουν σύντομα φανερά τα όρια των δραστηριοτήτων της παραδοσιακής αριστεράς και ιδιαίτερα της ρεφορμιστικής.

Όμως, ήταν η επίθεση στη Ν. Υόρκη και την Ουάσινγκτον τον Σεπτέμβρη του 2001 που έδωσε την ευκαιρία και το πρόσχημα στην υπερεθνική ελίτ να ολοκληρώσει την παγκοσμιοποίηση της αντι-«τρομοκρατίας», συμπληρώνοντας την εσωτερική αλλαγή νομοθεσίας σε διάφορα κράτη στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω. Το κοινό μοτίβο των ελίτ και των κομισάριών τους στα ΜΜΕ για το λουτρό αίματος στην Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον ήταν ότι ήταν μια ανεξήγητη επίθεση κατά της δημοκρατίας,της ελευθερίας και του πολιτισμού που προκάλεσαν θρησκόληπτοι φανατικοί, ενώ οι πιο «μυημένοι» μιλούσαν για «σύγκρουση πολιτισμών». Έτσι, οι New York Times, το κατ’ εξοχήν όργανο του Αμερικανικού κατεστημένου, συνοψίζοντας το μοτίβο αυτό απέδωσε τα αίτια της επίθεσης στον «θρησκευτικό φανατισμό» και «την οργή αυτών που άφησε πίσω η παγκοσμιοποίηση» –στοιχεία που υποτίθεται γεννούν την «αποστροφή στο δυτικό πολιτισμό και τις πολιτιστικές αξίες» (New York Times, «The National Defense», 12/9/01). Στην πραγματικότητα, όμως, η επίθεση αυτή ούτε ανεξήγητη ήταν, ούτε στρεφόταν κατά της δημοκρατίας, της ελευθερίας και του πολιτισμού, ούτε βέβαια είχε σχέση με θρησκευτικούς φανατισμούς και «πολέμους πολιτισμών». Αντίθετα, οι ηθικοί αυτουργοί της επίθεσης αυτής ήταν οι ίδιες οι ελίτ και το σύστημα συγκέντρωσης εξουσίας, το οποίο στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», που δημιουργεί και στηρίζει τις ελίτ αυτές. Οι ίδιες ελίτ είναι υπεύθυνες και για το λουτρό αίματος και την τρομοκρατία που έχουν αρχίσει να εξαπολύουν σε ολόκληρο τον κόσμο (ξεκινώντας από το Αφγανιστάν)  με πραγματικό στόχο την κατάπνιξη κάθε αντίδρασης στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τη στρατιωτική γροθιά που τη στηρίζει.

Η επίθεση δεν ήταν ανεξήγητη, διότι οι Αραβες που την διεκπεραίωσαν μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον όπου έβλεπαν το Σιωνιστικό Ισραήλ να εξανδραποδίζει συστηματικά τα αδέλφια τους στην Παλαιστίνη, σε μια εθνοκάθαρση μπροστά στην οποία ωχριά αυτή για την οποία οι δυτικές ελίτ βομβάρδισαν ανηλεώς τον Γιουγκοσλαβικό λαό. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν είχαν πλήρη γνώση ότι αυτό ήταν δυνατό μόνο χάρη στην πελώρια δωρεάν στρατιωτική και οικονομική βοήθεια της Αμερικανικής ελίτ, πέρα από τη διπλωματική βοήθεια (Αμερικανικό βέτο) που επέτρεπε στους Ισραηλινούς να γράφουν στα παλιότερα των παπουτσιών τους όλες τις αποφάσεις του ΟΗΕ για τη κατάφωρη από μέρους τους παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Όλα αυτά βέβαια δεν γινόντουσαν διότι δήθεν το Ισραήλ ήταν ο «καρπός της πιο τραγικής ιστορίας: του Ολοκαυτώματος» όπως υποστηρίζει η Σιωνιστική προπαγάνδα την οποία παπαγαλίζουν ανόητα ανιστόρητες δημοσιογραφικές «αναλύσεις» (βλ. π.χ. Τέτα Παπαδοπούλου, Ελευθεροτυπία, 6/9/01). Η Hannah Arendt, που ήταν και αυτή Εβραία, είχε προβλέψει ότι το Σιωνιστικό κράτος θα κατέληγε σε ένα πολεμικό και ρατσιστικό κράτος, ενώ η λύση υπήρχε ήδη από το 1948: η δημιουργία μιας συνομοσπονδίας των Παλαιστίνιων και των Εβραίων αντί για το τρομοκρατικό εξάμβλωμα που δημιούργησαν οι Σιωνιστές, με την υποστήριξη των οικονομικών ελίτ στη Δύση για χάρη του έλεγχου του πετρελαίου που στήριξε την μεταπολεμική «ανάπτυξη». Από τότε το Σιωνιστικό κράτος επεκτείνεται συνεχώς αρπάζοντας τη γη των Παλαιστίνιων και ξεριζώνοντάς τους από τα σπίτια τους με ωμή βία, με συνέπεια σήμερα 6 εκ. Παλαιστίνιοι (τρία τέταρτα του Παλαιστινιακού Λαού) να έχουν είτε εξοριστεί είτε εκδιωχθεί από τον τόπο τους. Όταν μάλιστα τολμούν να αντισταθούν στην κτηνώδη κατοχή τότε βαφτίζονται τρομοκράτες, ενώ οι ιντιφάντες τους πνίγονται στο αίμα (πάνω από 600 Παλαιστίνιοι νεκροί και 25000 τραυματίες μόνο από την τελευταία) με Αμερικανικά όπλα.

Ούτε βέβαια είναι ανεξήγητη η επίθεση αν πάρουμε υπόψη ότι έγινε από ανθρώπους που μεγάλωσαν βλέποντας τους αδελφούς τους στο Ιράκ να σφάζονται στην κυριολεξία από την τελειότερη πολεμική μηχανή στον κόσμο, στον «πόλεμο» του Κόλπου, όπου σκοτώθηκαν 200.000 Ιρακινοί έναντι μηδενικών απωλειών της Δύσης, ενώ άλλο ένα εκατομμύριο πολίτες (μισό εκατομμύρια παιδιά ανάμεσα τους) πέθαναν από το κτηνώδες εμπάργκο που επέβαλαν οι δυτικές ελίτ.

Ακόμη, αποτελεί θράσος να χαρακτηρίζεται η επίθεση ως επίθεση κατά της δημοκρατίας και της ελευθερίας όταν είναι ακριβώς η σημερινή έλλειψη πραγματικής δημοκρατίας που κάνει αθώα τα περισσότερα θύματα της επίθεσης στη Ν. Υόρκη και την Ουάσινγκτον. Διότι βέβαια ήταν οι πολιτικές ελίτ, που στο σύστημα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» συγκεντρώνουν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, εκείνες που αποφάσισαν τον εξανδραποδισμό των Παλαιστίνιων, των Ιρακινών και παλιότερα των Ινδονήσιων, των Λατινοαμερικάνων (Χιλή, Νικαράγουα κ.λπ.). Όμως είναι οι αθώοι, που δεν τους ρώτησε κανένας γι’ αυτά τα εγκλήματα, αυτοί που πλήρωσαν με τη ζωή τους τις πράξεις των ελίτ στα γεγονότα του Σεπτέμβρη. Επίσης είναι οι οικονομικές ελίτ, που στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς συγκεντρώνουν στα χέρια τους την οικονομική εξουσία, εκείνες που κυρίως καρπώνονται τα οφέλη του συστήματος αυτού, με αποτέλεσμα 200 δισεκατομμυριούχοι ανάμεσα τους να έχουν οκταπλάσιο πλούτο από το συνολικό ετήσιο εισόδημα 582 εκ. ανθρώπων σε όλες τις «αναπτυσσόμενες» χώρες μαζί. Κανένας βέβαια δεν ρώτησε αυτούς που έχασαν τη ζωή τους εάν εγκρίνουν την καταδίκη σε θάνατο 10 εκ παιδιών τον χρόνο, και εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων στην εξαθλίωση, που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στην οποία οδήγησε η οικονομία της αγοράς.

Όσον αφορά στη δήθεν σύγκρουση πολιτισμών, είναι φανερό ότι αποτελεί χρήσιμο ιδεολόγημα για την καλλιέργεια της πολεμικής υστερίας και τη δικαιολόγηση μέτρων που θα περιορίσουν ακόμη περισσότερο τις κατακτημένες ελευθερίες των λαών. Οι απώτερες αιτίες της σύγκρουσης δεν έχουν να κάνουν με πολιτιστικές διαφορές, εκτός βέβαια αν βαφτίσουμε «πολιτισμό» το σύστημα που διαιωνίζει τη συγκέντρωση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στα χέρια των ελίτ!

Η επίθεση επομένως είναι απλώς η «γλώσσα έσχατης ανάγκης», όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκε, που άρχισαν να χρησιμοποιούν οι καταπιεσμένοι και οι καταδιωγμένοι όταν διαπίστωσαν ότι κάθε άλλη γλώσσα που χρησιμοποίησαν μέχρι τώρα δεν είχε αποτέλεσμα και κατέφυγαν στη «γλώσσα που δε χρειάζεται μετάφραση» (Saskia Sassen, Guardian, 12/9/01): τη γλώσσα της απελπισίας (κάτι που προφανώς δεν καταλαβαίνουν ούτε οι Αμερικανοί «ελευθεριακοί» του δικτυακού τόπου Ζnet! – βλ. Μ. Albert & S. Shalom, «ZNet's September 11 Talking Points»).

Δεν θα πρέπει όμως να νομιστεί ότι οι ίδιες οι ελίτ έχουν επιλογή, παρά τα ευχολόγια των σοσιαλδημοκρατών που ονειρεύονται ριζική αλλαγή της Αμερικανικής πολιτικής και της παγκοσμιοποίησης – πράγμα που ισοδυναμεί με προτροπή προς τις ελίτ «να κατεβάσουν τα ρολά». Διότι είναι βέβαια αστείο να υποστηρίζει κανείς ότι θα πάψει η υπερεθνική ελίτ να υποστηρίζει τον χωροφύλακα της Μ. Ανατολής και των πετρελαίων, δηλ το Σιωνιστικό Ισραήλ, ή ότι θα ελέγξει αποτελεσματικά την παγκοσμιοποίηση, ανεξάρτητα από τις συνέπειες στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς.

Φυσικά, η «τρομοκρατία» δεν είναι μέθοδος που μπορεί να μας οδηγήσει σε μια δημοκρατική κοινωνία εφόσον δεν μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μιας δημοκρατικής συνείδησης. Επιπρόσθετα, δεν «νομιμοποιείται» η χρήση των κτηνωδών τακτικών των ελίτ, οι οποίες περιφρονούν την ανθρώπινη ζωή, και από αυτούς που ονειρεύονται μια άλλη κοινωνία. Η μακρά και επίπονη διαδικασία για το κτίσιμο ενός νέου μαζικού κινήματος, που θα δημιουργήσει μια νέα παγκόσμια δημοκρατική τάξη, η οποία θα στηρίζεται στην ισοκατανομή εξουσίας μεταξύ των λαών, και των πολιτών σε κάθε χώρα, αποτελεί τη μόνη διέξοδο από την πολυδιάστατη κρίση που περνά η σημερινή κοινωνία. Μια κοινωνία, που γίνεται ολοένα και πιο ολοκληρωτική και οδηγεί αναπόφευκτα σε νέους ποταμούς αίματος. Το ιστορικό δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», που σήμερα θα έπρεπε να μεταφραστεί «Δημοκρατία ή βαρβαρότητα», είναι περισσότερο επίκαιρο παρά ποτέ.

 

 

Επιστροφή