Αγροτικές κινητοποιήσεις

ΠΑΥΛΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

 

Για μία ακόμη χρονιά γίναμε μάρτυρες των μαζικών αγροτικών κινητοποιήσεων οι οποίες απασχόλησαν όλους μας. Κινητοποιήσεις οι οποίες έρχονται σαν συνέχεια προηγουμένων κινητοποιήσεων, αφού στην ουσία τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου της χώρας παραμένουν άλυτα. Οι εξεγέρσεις όμως αυτές δεν αφορούν απλώς τα αιτήματα των αγροτών για πρόσκαιρη βελτίωση των αγροτικών εισοδημάτων. Το πρόβλημα είναι πέρα από τα μπλόκα και τις διεκδικήσεις για 300 ή 600 δις που ορισμένοι βολεμένοι τεχνοκράτες καριέρας προσπαθούν να μας πείσουν. Επίσης το πρόβλημα είναι πέρα από το «δικαίωμα του οικογενειάρχη να πάει εκδρομή» όπως έντεχνα τα ΜΜΕ προσπαθούν να βγάλουν προς τα έξω. Το πρόβλημα ξεπερνά τους αγρότες, ξεπερνά την συγκεκριμένη οικονομική κοινωνική τάξη και μας αφορά όλους.

Οι μαζικές κινητοποιήσεις των αγροτών αλλά και οι αντίστοιχες κινητοποιήσεις των επαγγελματοβιοτεχνών, των μισθωτών, των συνταξιούχων και των εργατών δεν είναι ούτε παροδικές, ούτε άσχετες μεταξύ τους. Αποτελούν στην ουσία τμήμα της βαθιάς κρίσης του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, η κρίση αυτή αφορά στην βαθμιαία καταστροφή της παραγωγικής δομής μας, εφόσον, μετά την δραστική αποβιομηχάνιση της χώρας, η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) φέρνει σήμερα την αποσύνθεση και του αγροτικού τομέα. Το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποίησαν κατά κόρον τόσο οι διάφοροι «εκσυγχρονιστές» όσο και οι συμπαθούντες «προοδευτικοί» διανοούμενοι συνοψίσθηκε από τον Υπ. Γεωργίας, που με μία συνειδητή απόπειρα συσκότισης της πραγματικότητας, δήλωσε ότι η Ελλάδα ωφελείται καθοριστικά από την Κοινοτική πολιτική, είναι χώρα που μόνο λαμβάνει στον γεωργικό τομέα. Όμως, οι Κοινοτικές επιδοτήσεις είναι μόνο η μία πλευρά της εξίσωσης. Η άλλη πλευρά –η σημαντικότερη– είναι η μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ παράλληλη αποσύνθεση του αγροτικού τομέα. Πρώτα, στα χέρια της Κοινοτικής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), που ανέκαθεν καθοριζόταν με βάση τα συμφέροντα των ισχυρών «Βορείων» εταίρων μας, και σήμερα, στο έλεος των δυνάμεων της αγοράς που, μέσω της GATT, οδηγεί στη σταδιακή εξαφάνιση κάθε προστασίας της αγροτικής παραγωγής, είτε σε εθνικό είτε σε Κοινοτικό επίπεδο. Πράγμα που σημαίνει ότι η ΚΑΠ πνέει τα λοίσθια και η αγροτική παραγωγή στην ΕΕ ενσωματώνεται σταδιακά στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Οι μεταβιβάσεις επομένως από την ΕΕ προς τον αγροτικό τομέα (επιδοτήσεις κ.λπ.), για τις οποίες καμαρώνουν οι «εκσυγχρονιστές» και οι «προοδευτικοί» διανοούμενοι, έπαιξαν κατ’ αρχήν τον ίδιο ακριβώς ρόλο που παίζουν γενικότερα οι μεταβιβάσεις της ΕΕ σε σχέση με την ελληνική οικονομία. Ουσιαστικά, συγκαλύπτουν την προϊούσα καταστροφή της παραγωγικής μας δομής δημιουργώντας μία τεχνητή ευμάρεια μέσω της παροδικής αύξησης των εισοδημάτων. Στην πραγματικότητα όμως οι επιδοτήσεις, ως τμήμα της ΚΑΠ και των περιορισμών που επέβαλε στο τι παράγουμε και πόσο παράγουμε, συνέβαλαν σε κάτι πολύ σημαντικότερο: στην απόκρυψη της διαστρέβλωσης της παραγωγικής δομής μας που επέφερε η Κοινοτική πολιτική. Διότι σήμερα το τι και πόσο παράγουμε έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με τις ανάγκες των «Βορείων» εταίρων μας παρά με τις δικές μας ανάγκες σε αγροτικά προϊόντα. Γενικά, η ΚΑΠ θέτει συνεχή όρια για τη φυτική και ζωική παραγωγή, για τη συνεχή μείωση εκτάσεων και αγροκαλλιεργειών, όχι μόνο για πλεονασματικά, αλλά ακόμη και για ελλειμματικά προϊόντα όπως ο καπνός και το βαμβάκι. Έτσι οι επιδοτήσεις, με τη βοήθεια του άνισου σε βάρος των αγροτών μας ανταγωνισμού από τις ανταγωνιστικότερες μονάδες του Βορρά, «έπεισαν» τους αγρότες μας να ξεριζώσουν δεκάδες χιλιάδες σταφίδες και αμπέλια στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, να συρρικνώσουν την παραγωγή και ποσότητα εξαγωγών καπνού, να μειώσουν την παραγωγή σκληρού σταριού, να παράγουν οπωροκηπευτικά για τις χωματερές κ.λπ.

Η φιλολογία υπέρ του ελευθέρου εμπορίου (δηλ. της αγοραιοποίησης της γεωργίας, είτε στο πλαίσιο της ΕΕ είτε στο παγκόσμιο επίπεδο) βασίζεται στη θεωρία ότι οι εισαγωγές από πιο ανταγωνιστικές χώρες θα κρατήσουν τις τιμές χαμηλές προς όφελος των καταναλωτών, ενώ οι ανταγωνιστικές εξαγωγές μας θα ωφεληθούν αντίστοιχα, σύμφωνα με την αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Στην πραγματικότητα, όμως όσον αφορά στα αγροτικά προϊόντα, το εμπόριο διαμορφώνεται όχι με βάση το συγκριτικό πλεονέκτημα αλλά τη συγκριτική επιδότηση, πράγμα που σημαίνει ότι οι παραγωγοί των πλούσιων χωρών του Βορρά διαθέτουν ένα απόλυτο πλεονέκτημα έναντι των λοιπών. Οι παγκόσμιες τιμές είναι αυτές των βαριά επιδοτούμενων προϊόντων του πλούσιου Βορρά που εκτοπίζουν τους ανεξάρτητους μικροπαραγωγούς του Νότου καταστρέφοντας την οικονομική αυτοδυναμία τους και δημιουργώντας νέες μορφές εξάρτησης από τον Βορρά. Ακόμη, αντίθετα με τα υποστηριζόμενα από τους διεθνείς οργανισμούς, η διεθνοποίηση των προϊόντων διατροφής δεν αποτελεί απάντηση στο πρόβλημα της φτώχειας. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν τα αποτελέσματα της διεθνοποίησης αυτής είναι η καταδίκη ενός τέταρτου του παγκόσμιου πληθυσμού σε πείνα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το World Food Programme του ΟΗΕ υπάρχουν τρόφιμα για να θρέψουν μιάμιση φορά τον πληθυσμό της γης!

Όμως, η ΚΑΠ απλώς συνέβαλε στη διαστρέβλωση της αγροτικής μας δομής, με τη μεταβίβαση του ελέγχου της αγροτικής παραγωγής σε εξωτερικά κέντρα. Ο βασικός λόγος που οδήγησε στην πρόωρη αποσύνθεση του αγροτικού τομέα είναι η μετά την ένταξή μας αγοραιοποίηση του αγροτικού τομέα, δηλαδή η ανάθεση βασικά της τύχης του στις δυνάμεις της αγοράς, διαδικασία που θα ενταθεί τα προσεχή χρόνια και θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του αγροτικού εισοδήματος, ως αποτέλεσμα της μείωσης της παραγωγής και της παράλληλης μείωσης των επιδοτήσεων. Η αγοραιοποίηση αυτή σημαίνει ότι οι μόνοι που θα επιβιώσουν στον ανταγωνισμό είναι οι οικονομικά ισχυρότεροι, δηλαδή οι τεράστιες αγρο-επιχειρήσεις που εξαπλώνονται σήμερα παντού στον Βορρά και οι οποίες με τη συγκέντρωση κεφαλαίου και καλλιεργούμενων εκτάσεων που διαθέτουν είναι ασυναγώνιστες. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η αγοραιοποίηση της γεωργίας που εισάγει η GATT στην πραγματικότητα δεν εμποδίζει τη συνέχιση της υψηλής επιδότησης των αγροτικών προϊόντων του Βορρά, όπου οι έμμεσες επιδοτήσεις με βάση τις τιμές απλώς αντικατεστάθησαν από τις άμεσες επιδοτήσεις στον παραγωγό οι οποίες εξαιρούνται από τις διατάξεις για τη μείωση των επιδοτήσεων. Έτσι, όποιος έχει την οικονομική δύναμη να πληρώνει τις μεγαλύτερες επιδοτήσεις επιπλέει στον αγροτικό ανταγωνισμό. Αν προσθέσουμε λοιπόν στις αυξημένες Κοινοτικές επιδοτήσεις υπέρ του Βορρά, σε σχέση με τον Μεσογειακό Νότο, τις υψηλότερες εθνικές επιδοτήσεις τις οποίες οι πλούσιες χώρες έχουν την δυνατότητα να πληρώνουν στους αγρότες τους, τότε μπορούμε ν αντιληφθούμε σε τι είδους ελεύθερο ανταγωνισμό ρίχνεται η ελληνική γεωργία όταν για τα προϊόντα του Βορρά η συνολική στήριξη φθάνει σχεδόν τα δυο τρίτα της αξίας παραγωγής (25% Κοινοτικής στήριξης συν 40% εθνικής στήριξης) –και αντίστοιχη είναι η στήριξη των προϊόντων των ΗΠΑ– ενώ για τα ελληνικά προϊόντα η συνολική στήριξη μόλις ξεπερνά το ένα τρίτο της αξίας παραγωγής (20% Κοινοτική συν... 17% εθνική).

Η μόνη «επιλογή» επομένως που έχουν οι μικρομεσαίοι αγρότες μας, στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο, είναι να αφεθούν στις δυνάμεις της αγοράς που θα οδηγήσουν στην αναπόφευκτη συγκέντρωση όσον αφορά στο μέγεθος αγροτικών εκμεταλλεύσεων και οι ίδιοι, εγκαταλείποντας τη γη τους, να προστεθούν στους χιλιάδες ανέργους των πόλεων. Και είναι αυτή η επιλογή, στην οποία καταδικάζονται οι αγρότες μας, που τους έχει φέρει σε απόγνωση και στις μαζικές κινητοποιήσεις, υπερασπίζοντας ουσιαστικά το πραγματικό συμφέρον της χώρας.

Είναι επομένως φανερό ότι η βαθιά αυτή κρίση είναι συστημική και αφορά στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί με μέτρα όπως πλασματικές αυξήσεις της παραγωγής με σκοπό τις πρόσκαιρες αυξήσεις στην «Ευρωπαϊκή Ελεημοσύνη» που λέγεται επιδότηση. Μόνο μέσα σ’ ένα σύστημα όπου  οι ίδιοι οι πολίτες, ως παραγωγοί και καταναλωτές, θα αναλάβουν άμεσα τον έλεγχο της παραγωγής-διανομής-κατανάλωσης με βάση τις δικές τους επιλογές, τις ανάγκες και τις προτεραιότητες και όχι με βάση τις «επιταγές» της αγοράς (δηλαδή των οικονομικών ελίτ που την ελέγχουν, όπως σήμερα), πράγμα που δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο στο πλαίσιο της Περιεκτικής Δημοκρατίας – ενός συστήματος ριζοσπαστικής οργάνωσης της κοινωνίας στα πλαίσια της οποίας θα παράγονται προϊόντα όχι για τα τεράστια κέρδη που θα αποφέρουν στις οικονομικές ελίτ, αλλά για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών των ανθρώπων, όπως οι ίδιοι τις καθορίζουν.

Στο ενδιάμεσο στάδιο οι αγρότες μας θα πρέπει να οργανωθούν σε ένα αδέσμευτο από κόμματα μαζικό κίνημα που θα επιδιώξει την εξασφάλιση της επιβίωσης του αγροτικού μας τομέα μέσω της στροφής του προς την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών και όχι της εξωτερικής αγοράς με βάση τις ποσοστώσεις της ΕΕ όπως σήμερα. Όπως έδειξαν και οι τελευταίες κινητοποιήσεις, το γεγονός ότι το αγροτικό κίνημα είναι απόλυτα εξαρτημένο από τα κόμματα εξουσίας ήδη οδήγησε στην αποτελμάτωση των αγώνων τους. Η ανάπτυξη επομένως ενός ανεξάρτητου αγροτικού κινήματος με απώτερο στόχο την Περιεκτική Δημοκρατία είναι επιτακτική ανάγκη για την ίδια την επιβίωση των αγροτών μας και το σταμάτημα του μαρασμού του αγροτικού τομέα.

 

 

 

Επιστροφή