Πόρτο Αλέγκρε και ρεφορμιστική Αριστερά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η οργάνωση ATTAC –που αποτελεί το πνευματικό παιδί της Le Monde Diplomatique, τμήμα του μεγαλο-συγκροτήματος Le Monde– μαζί με τις ΜΚΟ (που επιχορηγούνται άμεσα η έμμεσα από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ και κατά τον Economist είναι «σοβαροί» συνομιλητές στη συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση) κατάφεραν στο Πόρτο Αλέγκρε αυτό που είχαν αρχίσει να προσπαθούν ήδη από πέρυσι: να «καπελώσουν» το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης και να το αποπροσανατολίσουν σε ρεφορμιστικές κατευθύνσεις. Αυτός ήταν άλλωστε ο στόχος της υπερεθνικής ελίτ που, όταν διαπίστωσε την απήχηση του «κινήματος» αυτού, χρησιμοποίησε κάθε μέσο στη διάθεσή της για να το διασπάσει διαχωρίζοντας τα αντισυστημικα ριζοσπαστικά στοιχεία μέσα σε αυτό από τα ρεφορμιστικά ώστε να είναι ευκολότερη η συντριβή των πρώτων, είτε με τη χρήση της ωμής βίας (π.χ. Γένοβα), είτε ακόμη και με την χρήση των διάφορων τρομονόμων που με αφορμή τα γεγονότα της 11ης Σεπτέμβρη εισάγονται παντού σήμερα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε χρηματοδοτήθηκε, εκτός από την Monde Diplomatique και τις ΜΚΟ, και από τέτοια... ριζοσπαστικά ιδρύματα όπως το Ford Foundation και προβλήθηκε ακόμη και από την Παγκόσμια Τράπεζα!

Το κοινό χαρακτηριστικό που χαρακτηρίζει τα συνέδρια, σεμινάρια κ.λπ. που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο του Κοινωνικού Φόρουμ, καθώς και το ίδιο το Ντοκουμέντο που εκδόθηκε μετά το τέλος του (Εποχή, 10/2/2002), είναι ότι οι αιτίες της σημερινής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (και συνακόλουθα οι συνέπειές της) δεν ανάγονται στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και το πολιτικό συμπλήρωμά της την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» αλλά στην κακή λειτουργία των θεσμών αυτών. Έτσι, αντί να τονιστεί ότι η θεμελιακή αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης είναι οι ίδιοι οι οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί, η δυναμική των οποίων οδήγησε στη σημερινή συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής δύναμης, όλα αποδίδονται στο «μοντέλο» του νεοφιλελευθερισμού «που δίνει την πρώτη θέση στο κεφάλαιο» και το οποίο εφαρμόζουν οι διεθνείς οργανισμοί σήμερα με τη βοήθεια των «κακών» νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων κυβερνήσεων. Με βάση αυτήν τη λογική εύκολα μπορεί κανείς να συναγάγει τα ρεφορμιστικά αιτήματα του Φόρουμ που προκύπτουν και από τα επιμέρους συνέδρια. Η «κοινωνία πολιτών» (μία έννοια που αγνοεί τις ταξικές διακρίσεις και συνενώνει εργοδότες και εργαζόμενους – γι’ αυτο και υποστηρίζεται ακραιφνώς από την υπερεθνική ελίτ, ακόμη και από την Παγκόσμια Τράπεζα!) μπορεί να σχηματίσει κοινό μέτωπο και να παλέψει κατά της «λαίλαπας» του νεοφιλελευθερισμού που προφανώς μας προέκυψε από το διάστημα και όχι ως συνέπεια της δυναμικής του ίδιου του συστήματος που δημιουργεί τις ταξικές διακρίσεις και ιεραρχικές δομές. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η ίδια η οργανωτική επιτροπή του Φόρουμ εκπροσωπούσε ακριβώς την «κοινωνία πολιτών».

Αφήνοντας κατά μέρος τις απαράδεκτες θέσεις του Φόρουμ για τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και τους πραγματικούς στόχους του, μπορούμε να δούμε τον ρεφορμισμό του Φόρουμ σε όλο το μεγαλείο του αν εξετάσουμε τις προτάσεις που έκαναν τα συνέδρια για τα τρία κυριότερα θέματα σχετικά με την παγκοσμιοποίηση (δηλ. τα συνέδρια για τις πολυεθνικές, τον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων και τέλος το παγκόσμιο εμπόριο).

Στο συνέδριο για τις πολυεθνικές που είχε στόχο την μείωση της δύναμης των πολυεθνικών οι σύνεδροι κατέληξαν στην «επαναστατική» πρόταση να χωριστεί το κράτος (σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο) από τις πολυεθνικές, θυμίζοντας μάλιστα τον ανάλογο χωρισμό εκκλησίας και κράτους. Η προβληματική τους είναι σαφής. Η οικονομική ελίτ παίζει απλώς ιδεολογικό ρόλο στην οικονομία της αγοράς και επέβαλε σήμερα το «μοντέλο» του νεοφιλελευθερισμού που εύκολα θα αντιστρεφόταν, καθώς και η ίδια η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, αρκεί το κράτος να διαχωριζόταν από το κεφάλαιο! Η θέση βέβαια αυτή αποτελεί πάγια θέση των ρεφορμιστών την οποία υποστηρίζουν όχι μόνο κρατιστές όπως ο Μπουρντιε, ο Πάνιτς κ.ά. αλλά και δεδηλωμένοι ελευθεριακοί όπως ο Νόαμ Τσόμσκι που σήμερα είναι το αγαπημένο παιδί της ρεφορμιστικής Αριστεράς και ευλόγησε με την συμμετοχή του το Φόρουμ και τις θέσεις του. Όχι άδικα επομένως ο σημαντικότερος σήμερα εν ζωή διανοητής στον αναρχικό χώρο (Murray Bookchin) στιγμάτισε τον ρόλο του Τσόμσκι ως εξής: 

Είναι πράγματι θλιβερό ότι πολλοί αυτο-χαρακτηριζόμενοι αριστεριστές στρέφονται σήμερα στο αστικό έθνος-κράτος για βοήθεια κατά του κεφαλαίου! Tο φίμωμα της Αριστεράς έχει προχωρήσει σε τέτοιο βάθος ώστε κάποιος σαν τον Τσόμσκι, που δηλώνει αναρχικός, επιδιώκει την ενίσχυση ή έστω τη στήριξη του συγκεντρωτικού κράτους ... ωσάν να ήταν δυνατό το συγκεντρωτικό κράτος να χρησιμοποιηθεί ενάντια στις επιχειρήσεις, τις οποίες μακροπρόθεσμα πάντοτε βοήθησε! 

Aντίστοιχα, το συνέδριο για τον έλεγχο των αγορών κεφαλαίου προτείνει τη διεθνή φορολογία της διακίνησης κεφαλαίου μέσω του φόρου Τομπιν και άλλων παρομοίων φόρων, παρά το γεγονός ότι τέτοιοι φόροι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να εισαχθούν και να εφαρμοστούν αποτελεσματικά σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο η παγκόσμια οικονομία θεμελιώνεται στην οικονομία της αγοράς και τη δυναμική του «ανάπτυξη-ή-θάνατος» που αυτή επιβάλλει. Μία δυναμική, η οποία καταλήγει στην ανισομερή ανάπτυξη που πάντα χαρακτήριζε την οικονομία της αγοράς από τον καιρό της εγκαθίδρυσής της δύο αιώνες πριν. Τέλος, το συνέδριο για το παγκόσμιο εμπόριο προτείνει τη ριζική αλλαγή των κανόνων που διέπουν τον ΠΟΕ (που προτείνουν να υπαχθεί στον ΟΗΕ) καθώς και το παγκόσμιο εμπόριο, συνιστώντας στις ΜΚΟ των πλούσιων χωρών ν’ αναγκάσουν τις κυβερνήσεις τους να μην προχωρήσουν στην υλοποίηση των αποφάσεων στο Κατάρ για την έναρξη νέου γύρου διαπραγματεύσεων που θα επεκτείνει και σε άλλους τομείς την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Είναι φανερό λοιπόν ότι οι ρεφορμιστικές οργανώσεις που καθόρισαν τον χαρακτήρα του Φόρουμ διαμόρφωσαν μία ατζέντα που, μολονότι ρεφορμιστική, δεν παύει να είναι ουτοπική εφόσον ούτε και αυτά τα αιτήματα δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Οι πολυεθνικές και η υπερεθνική ελίτ (που την ελέγχουν) δεν πρόκειται βέβαια ποτέ να δεχτούν αποτελεσματικούς έλεγχους στην κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίων που όχι μόνο θα μείωναν τα κέρδη τους αλλά και θα επιβράδυναν την ίδια την ανάπτυξη που δικαιώνει την ύπαρξή τους. Όμως από την άλλη μεριά ο καθορισμός μίας παρόμοιας ρεφορμιστικής ατζέντας εγκλωβίζει και υγιή λαϊκά στρώματα σε ρεφορμιστικά αιτήματα και δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την προσπάθεια ανάπτυξης μίας αντισυστημικης συνειδητοποίησης κατά της παγκοσμιοποίησης και αντίστοιχα το κτίσιμο ενός αντισυστημικού κινήματος εναντίον της. Από τη σκοπιά αυτή είναι ασυγχώρητη, αν όχι εγκληματική, η συμμετοχή στο Φόρουμ ακόμη και υποτιθέμενων ριζοσπαστικών αντισυστημικών ρευμάτων (π.χ. Τροτσκιστικών οργανώσεων όπως το SWP και το ΣΕΚ) που, αγνοώντας τα ιστορικά μαθήματα, συνεχίζουν τη τακτική του «εισοδισμού» η οποία όχι μόνο δεν οδήγησε πουθενά στη δημιουργία μαζικής αντισυστημικής συνειδητοποίησης, αλλά αντίθετα κατέληξε στη σημερινή ανατροπή της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας και των περισσοτέρων κατακτήσεών της. Και αυτό, εάν βέβαια υποθέσουμε ότι τα ρεύματα αυτά δεν έχουν ήδη μετατραπεί σε ρεφορμιστικά, όπως υποδηλώνει το γεγονός ότι η ανάλυση που υιοθετούν για τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι αυτή της ρεφορμιστικής Αριστεράς περί νεοφιλελεύθερου «μοντέλου» κ.λπ. Οι οργανώσεις αυτές, με το να συμμετέχουν στο ρεφορμιστικό αυτό πανηγύρι, ουσιαστικά νομιμοποιούν «από τ’ αριστερά» τόσο το Φόρουμ όσο και όλους τους ρεφορμιστές διανοούμενους και πολιτικούς που το πλαισίωσαν – κάτι ανάλογο της νομιμοποίησης από τ’ αριστερά που προσέφερε το ΚΚΕ στους ελληνορθόδοξους. Έτσι, αντί να το καταδικάσουν για τις ρεφορμιστικές θέσεις του, να διαχωρίσουν τη θέση τους σαφώς από το Ντοκουμέντο, τις προτάσεις και την προβληματική των συνεδρίων και αντί να ενωθούν με άλλα ριζοσπαστικά ρεύματα στη δημιουργία ενός αντισυστημικου κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, περιορίζονται στο να εκφράζουν κάποιες διαφωνίες, χωρίς να θέτουν και οι ίδιες θέμα συστημικης αλλαγής.

Η συνέπεια όλων αυτών είναι η τεραστία σύγχυση που έχει δημιουργηθεί για τον χαρακτήρα του Φόρουμ την οποία ενισχύουν με κάθε τρόπο οι ρεφορμιστές αναλυτές, με την βοήθεια της μαζικής προβολής που δίνουν στις απόψεις τους τα ΜΜΕ. Έτσι, το γεγονός ότι η μεγάλη αδυναμία του «κινήματος» της αντιπαγκοσμιοποίησης ήταν πάντοτε ότι αποτελούσε ένα συνοθύλευμα ρεφορμιστικών οργανώσεων και μερικών αντισυστημικων ρευμάτων –αδυναμία που στο φετινό Φόρουμ κατέληξε στην οριστική επικράτηση των ρεφορμιστικών ρευμάτων εφόσον πολλά από τα αντισυστημικά ρεύματα, σωστά, το μποϋκοτάρισαν– παρουσιάστηκε ως εξής από γνωστό αναλυτή της ρεφορμιστικής Αριστεράς που σε όλη τη διάρκεια του Φόρουμ αναλωνόταν καθημερινά από την Ελευθεροτυπία σε ύμνους και διθυράμβους για την «ιστορική τομή» του Πόρτο Αλέγκρε:  

Αυτή τη φορά το νέο ήθος προέρχεται όχι από ιδεολογίες, αλλά από καταγραφή της καθημαγμένης κοινωνικής πραγματικότητας, όπως προκύπτει μετά από 20ετία εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης (...) Η απουσία εναλλακτικών προτάσεων δεν αποτελεί αδυναμία  (...) αλλά είναι δείγμα σοβαρότητας και ισχύος του ανερχόμενου κινήματος. Τα προβλήματα δεν προωθούνται με «προκατασκευασμένες» λύσεις ή με συμφωνίες μεταξύ ηγεσιών, αλλά με τη συμβολή όλων των ανθρώπινων πλευρών που τα συγκροτούν ως προβλήματα. (Κ. Βεργόπουλος, Ελευθεροτυπία, 9/2/2002). 

H πρόθεση να προκληθεί σύγχυση μέσα από ένα ψευτοπλουραλισμό, σαν αυτόν που προωθούν η Αυγή, η Εποχή κ.λπ., είναι προφανής. Και αυτό, διότι βέβαια το θέμα δεν είναι εάν το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης πρέπει να έχει «προκατασκευασμένες» λύσεις (που φυσικά δεν πρέπει). Το θέμα είναι εάν ένα τέτοιο κίνημα πρέπει ή όχι ν’ αποδώσει τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και ν’ αγωνιστεί για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο πέρα από το σημερινό σύστημα. Για όλους αυτούς όμως τους ρεφορμιστές που καλύπτουν τον ρεφορμισμό τους κάτω από ένα ψευτοπλουραλισμό, το αίτημα αυτό αποτελεί «προκατασκευασμένη λύση» που μυρίζει... δογματισμό. Έτσι, γι’ αυτούς ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση αποτελούν «κακές» πολιτικές, ένα «κακό» μοντέλο που επιβλήθηκε επειδή επεκράτησε το ήθος μερικών άπληστων (κυρίως Αμερικανών) καπιταλιστών και το μόνο που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένα «νέο ήθος» που θα πείσει τους καλούς σοσιαλδημοκράτες τύπου Ζοσπέν (6 υπουργοί του οποίου μετείχαν στο Φόρουμ μαζί με σοσιαλφιλελεύθερους βουλευτές τύπου Παπαγιαννάκη), να επιβάλλουν μέτρα για να φτάσουμε στην «ανθρώπινη» παγκοσμιοποίηση, τη «διεύρυνση» της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και τον «εκδημοκρατισμό» των κρατών. Προφανώς κάτι ήξερε και η Παγκόσμια Τράπεζα για το είδος «συμμετοχικής δημοκρατίας» που εφαρμόζεται στο ίδιο το Πόρτο Αλέγκρε και αποτελεί πρότυπο του Φόρουμ εφόσον μόλις δημιούργησε ένα διεθνές τμήμα που θα επιβλέπει την εφαρμογή της «συμμετοχικής δημοκρατίας» σε 26 χώρες και εξέδωσε και σχετικό βιβλίο με τίτλο «Ο συμμετοχικός προϋπολογισμός»: η εμπειρία του Πόρτο Αλέγκρε...

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ρευμάτων που ανήκουν στην «αντισυστημική Αριστερά», τα οποία βλέπουν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ως το αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και επομένως μη αντιστρέψιμη μέσα στο σύστημα αυτό διαχώρισαν σαφώς τη θέση τους από το Φόρουμ. Έτσι, τα σημαντικότερα τέτοια ρεύματα που μετείχαν στη Γένοβα και αλλού (PGA, RTS κ.ά.)– τις θυσίες των οποίων δεν παύει να επικαλείται η ρεφορμιστική Αριστερά– απέρριψαν την πρόταση συμμετοχής τους στο Π.Α., μερικοί ανέλαβαν και ενεργό δράση με αντιδιαδηλώσεις στο ίδιο το Π.Α., ενώ σημαντικά βραζιλιάνικα συνδικάτα καταδίκασαν το Κοινωνικό Φόρουμ δημόσια για την προσπάθειά του να δώσει ένα ανθρώπινο προσωπείο στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Από πέρυσι μέχρι φέτος η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση εντάθηκε ακόμη περισσότερο (νέες περικοπές φόρων, προγράμματα για ακόμη περισσότερες και βαθύτερες ιδιωτικοποιήσεις, ακόμη ελαστικότερες αγορές εργασίας κ.λπ.) αλλά παρ’ όλα αυτά το φετινό Φόρουμ, πολυπληθέστερο από πέρυσι, είχε τις ίδιες ρεφορμιστικές θέσεις όπως και το περυσινό. Είναι πιθανό ότι στο Φόρουμ του 2003 θα μετέχουν ακόμη περισσότεροι σε αυτό που γερμανική εφημερίδα χαρακτήρισε «ένα είδος Ελντοράντο για τους ρεφορμιστές σοσιαλιστές και τους ηθικιστές». Και είναι ακόμη πιθανότερο ότι, όσο δεν οργανώνεται ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση όχι μόνο δεν θα έχει αρχίσει ν' αντιστρέφεται μέχρι τότε, όπως ονειρεύεται σαν τον Καραγκιόζη η ρεφορμιστική Αριστερά, αλλά ότι θα έχει προχωρήσει ακόμη περισσότερο...


 

 

Επιστροφή