ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Στο κείμενο ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΜΑΣ περιγράφεται συνοπτικά η γενική έννοια της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Στη σειρά κειμένων που αρχίσαμε στο πρώτο τεύχος παρουσιάζουμε διεξοδικά τα συστατικά στοιχεία της ΠΔ. Στο περασμένο τεύχος δώσαμε μια περιγραφή ενός δυνατού τρόπου οργάνωσης μιας Οικονομικής Δημοκρατίας. Στο παρόν τεύχος ασχολούμαστε με την κοινωνική διάσταση της σημερινής κρίσης και με τη Δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο (Κοινωνική Δημοκρατία). Στο επόμενο τεύχος θα συνεχίσουμε με την Οικολογική Δημοκρατία. Τα κείμενα αυτά τα συνέθεσε ο Αλέξανδρος Γκεζερλής με βάση το βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου «Περιεκτική Δημοκρατία» (Καστανιώτης, 1999) και σχετικά άρθρα που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς στο περιοδικό Democracy & Nature, The International Journal of Inclusive Democracy. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επισκεφθούν τον δικτυακό τόπο του D&N (www.democracynature.org) όπου δημοσιεύονται όλα τα σχετικά κείμενα για το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας.

   

 

Η κοινωνική διάσταση της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης

Η σημερινή κοινωνική κρίση αποτελεί στην πραγματικότητα συνέχεια της κρίσης που άρχισε στην δεκαετία του 1960, όταν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση οι ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ατόμων στη σύγχρονη κοινωνία (μεταξύ αφεντικών και εργατών, ανδρών και γυναικών, γονέων και παιδιών, δασκάλων και μαθητών και ούτω καθεξής). Θεμελιώδεις παραδοσιακοί θεσμοί, όπως ο γάμος, η οικογένεια κ.λπ., που ρύθμιζαν για πολλά χρόνια ορισμένες από αυτές τις σχέσεις, από τότε παραπαίουν, παρά τη συντηρητική αντεπίθεση που συνόδευσε την ανάδυση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Αυτή η κρίση στις κοινωνικές σχέσεις εκφράζει επίσης μια κρίση ταυτότητας, με την έννοια ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πια σαφείς κοινωνικά προκαθορισμένους ρόλους με τους οποίους να ταυτιστούν. Τέτοιοι προκαθορισμένοι ρόλοι καταρρέουν καθημερινά, δημιουργώντας σύγχυση στις κοινωνικές σχέσεις και κλονίζοντας την κοινωνική συνοχή. Ταυτόχρονα, η κρίση ταυτότητας εκδηλώνεται, τελευταία, και στο πολιτισμικό επίπεδο, με αποτέλεσμα τις γνωστές εθνοτικές συγκρούσεις (π.χ. στην πρώην Γιουγκοσλαβία). Τα «κινήματα ταυτότητας» τα οποία διαδέχτηκαν την προηγούμενη δεκαετία τα «νέα κοινωνικά κινήματα» και αποτελούν τον κορμό των μεταμοντέρνων πολιτικών, δεν αποτελούν παρά την κινηματική έκφραση των νέων κοινωνικών αντιθέσεων που δημιουργήθηκαν από την κοινωνική κρίση.

Η κοινωνική κρίση επιδεινώθηκε με την επέκταση της οικονομίας της αγοράς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, στο πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης μορφής της. Είναι φυσικά πασίγνωστο ότι η αγορά είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των παραδοσιακών αξιών. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι η κοινωνική κρίση είναι ιδιαίτερα έντονη στις χώρες ακριβώς εκείνες όπου η αγοραιοποίηση έχει προχωρήσει αρκετά. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ούτε εκστρατείες του τύπου «επιστροφή στις βασικές αξίες» (Βρετανία) ούτε η άνθιση των θρησκευτικών, μυστικιστικών και άλλων παρόμοιων τάσεων (ΗΠΑ) είχαν οποιοδήποτε περιοριστικό αποτέλεσμα στα συμπτώματα της κοινωνικής κρίσης.

Έτσι, η αγοραιοποίηση της οικονομίας στο πλαίσιο της σημερινής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δεν έχει αυξήσει μόνο τα οικονομικά προνόμια της προνομιούχου μειονότητας× έχει αυξήσει επίσης την ανασφάλειά της. Για το λόγο αυτό, η νέα υπερτάξη απομονώνεται ολοένα και περισσότερο σε γκέτο πολυτελείας. Ταυτόχρονα, η αγοραιοποίηση, και ιδιαίτερα οι ελαστικές αγορές εργασίας, έχουν αυξήσει την εργασιακή ανασφάλεια – ένα φαινόμενο που αγγίζει σήμερα τους πάντες με εξαίρεση τα ελάχιστα μέλη της ανώτερης τάξης. Στη Βρετανία για παράδειγμα, «πέντε εκατομμύρια άνθρωποι απολύθηκαν στη δεκαετία του 1990 και παρόλο που οι περισσότεροι από αυτούς βρήκαν σύντομα άλλη δουλειά, η εργασιακή τους εμπειρία είχε αλλάξει». Δεν είναι παράξενο το ότι μία πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι μόνο ένας στους έξι θεωρεί ότι είναι ευκολότερο σήμερα να σχεδιάσει κανείς το μέλλον του με αυτοπεποίθηση απ’ ό,τι ήταν πριν από λίγα χρόνια ενώ περίπου τρεις φορές περισσότεροι, το 45%, θεωρούν ότι είναι δυσκολότερο. Παρόμοια, στις ΗΠΑ, τα τρία τέταρτα του συνόλου των νοικοκυριών έχουν αντιμετωπίσει κάποιο είδος απόλυσης από το 1980, σύμφωνα με μία δημοσκόπηση των New York Times, και αντίστροφα με ό,τι συνέβαινε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η πλειονότητα των θέσεων εργασίας που εξαλείφονται αφορούν εργαζομένους με τουλάχιστον ανώτερη εκπαίδευση, ενώ το ποσοστό των χαμένων θέσεων εργασίας με καλές αποδοχές είναι διπλάσιο απ’ ό,τι ήταν στη δεκαετία του 1980. Το ίδιο το γεγονός ότι, τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι θέσεις πλήρους απασχόλησης εξαφανίζονται ταχύτατα συμβάλλει σημαντικά στο αίσθημα της ανασφάλειας. Στη Βρετανία, πάλι, η αναλογία του ενήλικου πληθυσμού σε θέσεις πλήρους απασχόλησης μειώθηκε από περίπου 55% το 1975 σε 35% το 1993. Δεν προκαλεί εντύπωση συνεπώς ότι η Έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας για το 2000 σημειώνει πως τα επίπεδα στρες στις προηγμένες οικονομίες της αγοράς έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ λόγω της θεσμοποίησης των ελαστικών αγορών εργασίας οι οποίες αύξησαν τις εργοδοτικές πιέσεις για μεγαλύτερη παραγωγικότητα.

Παρ’ όλα αυτά, η οικονομία ανάπτυξης έχει ήδη δημιουργήσει μια κοινωνία ανάπτυξης, της οποίας τα κύρια χαρακτηριστικά είναι ο καταναλωτισμός, η ιδιώτευση και η συνακόλουθη αποσύνθεση της κοινωνικής συνοχής, καθώς οι πολίτες μετατρέπονται σε καταναλωτές. Με αυτήν την έννοια, η κοινωνία ανάπτυξης προαναγγέλλει τη «μη-κοινωνία», δηλαδή την αντικατάσταση της κοινωνίας από εξατομικευμένες οικογένειες και άτομα. Είναι δε ακριβώς ο αυξανόμενα εξατομικευτικός χαρακτήρας της κοινωνίας ανάπτυξης που, στο υποκειμενικό επίπεδο, επιτρέπει την αναπαραγωγή της, παρά το γεγονός ότι, δεδομένων των σημερινών δυνατοτήτων, πρόκειται για μία πελώρια αποτυχία.

Τα βασικά συμπτώματα της διευρυνόμενης κοινωνικής κρίσης είναι η μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών και η παράλληλη δραστική αύξηση του πληθυσμού των φυλακών. Και τα δύο όμως αυτά συμπτώματα λειτουργούν συγχρόνως ως μέσα ελέγχου του «πλεονάζοντος πληθυσμού» από τις κοινωνικά προνομιούχες ελίτ, που συγκεντρώνουν στα χέρια τους την πολιτική και οικονομική εξουσίαμε με στόχο την αποφυγή μίας γενικότερης κοινωνικής έκρηξης.  Ο έλεγχος αυτός εχει στόχο την κοινωνική αδρανοποίηση του πλεονάζοντος πληθυσμού, μέσω της φυσικής αχρήστευσης σημαντικού του τμήματος και της συνακόλουθης τρομοκράτησης και εξαναγκασμού σε υποταγή των υπολοίπων.

Έτσι, η μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών και η συνακόλουθη δημιουργία σχέσεων εξάρτησης αποτελεί σημαντικό στοιχείο ελέγχου του πλεοναζοντος πληθυσμού. Αντίθετα με τις μανιχαϊκές «εξηγήσεις» που δίνουν διάφοροι «ειδικοί» στη χώρα μας, ο κατασταλτικός πόλεμος κατά των ναρκωτικών δεν είναι παρά ένα μόνο τμήμα του ελέγχου αυτού. Ο ίδιος ο κατασταλτικός πόλεμος θα ήταν μάλιστα αδιανόητος χωρίς την παράλληλη άμεση και έμμεση ενίσχυση της εξάπλωσης των ναρκωτικών. Έμμεση, μέσω της «αυτόματης» εξάπλωσης που επιφέρει η αγοραιοποίηση της οικονομίας και τα αποτελέσματά της σε σχέση με την ένταση της ανασφάλειας που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα οι νέοι και την παθητικοποίηση και αλλοτρίωση του πολίτη που φέρνει η παράλληλη ανάπτυξη του καταναλωτισμού και του ατομικισμού. Άμεση, μέσω της –όχι σπανίως– εσκεμμένης ενίσχυσης της προσφοράς ναρκωτικών από τους υποτιθέμενους διώκτες. Για παράδειγμα, στον εμφύλιο του Αφγανιστάν (δεν αναφερόμαστε στον πρόσφατο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας») η CIA προστάτευσε με κάθε τρόπο τους εμπόρους ναρκωτικών και το εμπόριο μέσω Πακιστάν, ενώ η σημερινή κυβέρνηση που εγκατέστησαν οι Αμερικανοί στη χώρα κάνει τα «στραβά μάτια» στη μαζική εξάπλωση της παραγωγής οπιούχων (που είχαν απαγορεύσει τα τελευταία χρόνια οι Ταλιμπάν). Μεταξύ των άλλων συνεπειών της πολιτικής αυτής ήταν ότι ενώ στο Πακιστάν μέχρι το 1980 δεν υπήρχε αξιόλογο πρόβλημα ναρκωτικών, σήμερα υπάρχουν 2 εκατομμύρια ηρωινομανείς και οι εξαγωγες ηρωίνης (κυρίως προς τις ΗΠΑ) αναλογούν στο 20% των εξαγωγών της χώρας αυτής. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ελέγχου του πλεονάζοντος πληθυσμού μέσω των ναρκωτικών αποτελεί η περίπτωση της Ρωσίας, όπου η κατοχή και χρήση ναρκωτικών νομιμοποιήθηκε από τον Γέλτσιν το 1991. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα οι εξαρτημένοι υπολογίζονται σε 6 εκατομμύρια και θα ήταν αβάσιμη οποιαδήποτε υπόθεση ότι πρόβλημα ναρκωτικών ανάλογων διαστάσεων υπήρχε και πριν τη νομιμοποίηση (αξιόπιστες στατιστικές δεν υπάρχουν) όταν τα συναφή με τα ναρκωτικά εγκλήματα, μόνο μεταξύ 1993 και 1994, αυξήθηκαν κατα 60%. Με βάση τα παραπάνω, γίνεται φανερό οτι οι «αντι-εξουσιαστικοί» ισχυρισμοί οτι ο αμερικανικός «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» είναι η απώτερη αιτία όλων των δεινών, από την εξάπλωση των ναρκωτικών, της εγκληματικότητας, και των εξεγέρσεων των φυλακισμένων... μέχρι την αναπαραγωγή και διασφάλιση της παγκόσμιας ανισότητας, αποτελούν, στην καλύτερη περιπτωση, απλοϊκές ανοησίες, και, στη χειρότερη, έμμεση υποστήριξη της οικονομίας της αγοράς.

Περνώντας τώρα στο ζήτημα της εγκληματικότητας και το σχετικό ζήτημα των φυλακών, στη Βρετανία για παράδειγμα, χρειάστηκαν 30 χρόνια για να διπλασιαστεί ο δείκτης εγκληματικότητας, από 1 εκατομμύριο περιστατικά το 1950 σε 2,2 εκατομμύρια το 1979. Από τότε, ο δείκτης εγκληματικότητας έχει υπερδιπλασιαστεί και έφτασε τα 5 εκατομμύρια περιστατικά στη δεκαετία του 1990.

Στις ΗΠΑ, από το 1980 μέχρι σήμερα, οι κρατούμενοι στις φυλακές τριπλασιάστηκαν, φθάνοντας το 1.5 εκατομμύριο, ενώ στη Βρετανία, μόνο μέσα σε 3 χρόνια, αυξήθηκε ο πληθυσμός των φυλακων κατα 30%. Όπως και στην περίπτωση των ναρκωτικών, η αύξηση των φυλακισμένων κατά ένα μέρος οφείλεται στην «αυτόματη» λειτουργία της οικονομίας της αγοράς και την αύξηση της εγκληματικότητας που συναρτάται με την ανεργία και τη φτώχεια. Ένα άλλο σημαντικό μέρος όμως είναι αποτέλεσμα εσκεμμένης πολιτικής. Μία εκδήλωση αυτής της πολιτικής είναι η ποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών, αποτέλεσμα της οποίας είναι ότι ποσοστό μεταξύ 30% και 50% των φυλακισμένων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ελλάδα είναι χρήστες ναρκωτικών. Μία άλλη σημαντική εκδήλωση της πολιτικής αυτής, που σήμερα παίρνει πελώριες διαστάσεις στις ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό στη Βρετανία, είναι η εισαγωγή ακόμη πιο αυστηρής νομοθεσίας σε σχέση με τα ποινικά αδικήματα. Ο φαινομενικός στόχος είναι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Όμως, καμία επιστημονική μελέτη δεν δείχνει μία συστηματική σχέση μεταξύ μεταβολών στον πληθυσμό των φυλακών και εγκληματικότητας, ενώ η φυλάκιση έχει δειχθεί ότι δεν έχει σχεδόν κανένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα για τους ίδιους τους τέως φυλακισμένους. Για παράδειγμα, σχετικά πρόσφατη έρευνα του Υπουυργείου Εσωτερικών της Βρετανίας δείχνει ότι το 68% των φυλακισμένων ξαναβρίσκεται στη φυλακή μέσα σε μία περίοδο 4 χρόνων από την αποφυλάκιση.

Τέλος, στη Βρετανία, σχετικά πρόσφατη νομοθεσία επιτρέπει στα δικαστήρια να επιβάλλουν μακρόχρονες φυλακίσεις σε ανήλικους για διαρρήξεις, βιασμούς. ληστείες κ.λπ. και ανοίγει την πόρτα για μαζικές φυλακίσεις καταληψιών αστέγων, καθώς και διαδηλωτών (ενώ αντίστοιχους στόχους έχουν και οι πρόσφατοι «τρομονόμοι» που εισάγονται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες). Το αποτέλεσμα είναι ότι η χώρα αυτή έχει σήμερα τον μεγαλύτερο αριθμό φυλακισμένων σε σχέση με τον πληθυσμό της από όλη την Ευρώπη.

Οι κυρίαρχες ελίτ αντιδρούν στην έκρηξη της εγκληματικότητας χτίζοντας περισσότερες φυλακές. Στις ΗΠΑ τα τελευταία 20 χρόνια κτίστηκαν πάνω από 50 φυλακές-μπουντρούμια «μέγιστης ασφάλειας» ενώ στη Βρετανία αναμένουν αύξηση των φυλακισμένων κατά το ένα τρίτο την προσεχή πενταετία. Έτσι τα μοντέλα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι ΗΠΑ και η Βρετανία, βρίσκονται στην κορυφή του πίνακα των χωρών ως προς τον αριθμό φυλακισμένων σε σχέση με τον πληθυσμό, με τις ΗΠΑ, το «πρότυπο ελεύθερης και δημοκρατικής χώρας» να έχει 680 φυλακισμένους ανά 100.000 κάτοικους και την Βρετανία να ακολουθεί με 153!

Το συμπέρασμα είναι ότι η κοινωνική κρίση, όπως ακριβώς και οι άλλες διαστάσεις της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομική, πολιτική, κοινωνική, οικολογική, πολιτισμική) οφείλεται τελικά στη συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής (καθώς και ευρύτερα κοινωνικής) εξουσίας/δύναμης που εξασφαλίζει το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» και οι συνακόλουθες ιεραρχικές δομές που εγγυώνται την αναπαραγωγή του – πράγμα που δημιουργεί την επιτακτική ανάγκη για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο ισοκατανομής της δύναμης/εξουσίας μεταξύ των πολιτών: την Περιεκτική Δημοκρατία.

 

Η Δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο

Στα προηγούμενα τεύχη του περιοδικού εξετάσαμε τις προϋποθέσεις για την πολιτική (άμεση) δημοκρατία, καθώς και για την οικονομική δημοκρατία. Την πολιτική δημοκρατία την είχαμε ορίσει σε σχέση με τον πολιτικό χώρο δηλαδή τη σφαίρα λήψης πολιτικών αποφάσεων, την περιοχή όπου ασκείται η πολιτική εξουσία. Αντίστοιχα, την οικονομική δημοκρατία την είχαμε ορίσει σε σχέση με τον οικονομικό χώρο δηλαδή τη σφαίρα λήψης οικονομικών αποφάσεων, την περιοχή όπου ασκείται η οικονομική εξουσία αναφορικά με τις βασικές οικονομικές επιλογές που αντιμετωπίζει κάθε κοινωνία σπάνεως. Η ικανοποίηση των προϋποθέσεων της πολιτικής και της οικονομικής δημοκρατίας θα σήμαινε την ανάκτηση του πολιτικού και οικονομικού χώρου από τον δημόσιο χώρο, δηλαδή την ανάκτηση μίας πραγματικής κοινωνικής ατομικότητας, τη δημιουργία συνθηκών ελευθερίας και αυτοκαθορισμού, τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο.

Όμως, η πολιτική και οικονομική δύναμη δεν είναι οι μόνες μορφές δύναμης και επομένως η πολιτική και η οικονομική δημοκρατία δεν εξασφαλίζουν από μόνες τους μία Περιεκτική Δημοκρατία. Με άλλα λόγια, μία Περιεκτική Δημοκρατία είναι αδιανόητη εάν δεν επεκτείνεται στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο για να συμπεριλάβει το χώρο εργασίας, το νοικοκυριό, τον εκπαιδευτικό χώρο κ.λπ. Η δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο (κοινωνική δημοκρατία) ορίζεται σε σχέση με τον κοινωνικό χώρο, δηλαδή τη σφαίρα λήψης αποφάσεων για τη δουλειά, την εκπαίδευση, τα ΜΜΕ, το σπίτι κ.λπ. – την περιοχή όπου ασκείται η κοινωνική εξουσία με τη στενή έννοια, με άλλα λόγια αυτή που αφορά εκείνες τις κοινωνικές αποφάσεις οι οποίες μπορούν να ληφθούν συλλογικά.

Ιστορικά, εισήχθησαν διάφορες μορφές δημοκρατίας στο κοινωνικό πεδίο, ιδιαίτερα στον περασμένο αιώνα, συνήθως σε περιόδους επαναστατικής δραστηριότητας. Παρακάτω κάνουμε μία συνοπτική αναφορά σε κάποια σχετικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν σε επαναστατικές περιόδους. Σημειώνουμε πώς στόχος μας δεν είναι να καλύψουμε διεξοδικά τα ζητήματα αυτά (πάνω στα οποία υπάρχει άλλωστε εκτενής βιβλιογραφία*) αλλά μονάχα να τα εξετάσουμε από μία συγκεκριμένη αναλυτική σκοπιά, προτάσσοντας παράλληλα την ανασύνθεση και επέκτασή τους μέσα στο πλαίσιο του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Έτσι, οφείλουμε να σημειώσουμε πως η παρουσίασή μας θα είναι αναπόφευκτα επιλεκτική και αποσπασματική.

Μία επανάσταση που συνήθως (εσφαλμένα) δεν ταξινομείται μαζί με τις μεγάλες επαναστάσεις (Αγγλική, Αμερικάνικη, Γαλλική, Ρωσική) είναι η Ισπανική επανάσταση που ξεκίνησε το 1936 και εκτυλίχθηκε παράλληλα με τον Ισπανικό εμφύλιο (1936-1939). Τα χρόνια αυτά στην Ισπανία έλαβαν χώρα πολύ σημαντικά γεγονότα που αποτέλεσαν ριζικές συλλογικές δημιουργίες οι οποίες σίγουρα επεξέτειναν τη δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο, πέρα απο την πολιτική σφαίρα που συνήθως αποτελούσε ιστορικά το χώρο άσκησης της δημοκρατίας (κλασική Αθηναϊκή δημοκρατία, Παρισινές συνελεύσεις του 1793 κ.λπ.). Έτσι, την περίοδο αυτή στην Ισπανία έγιναν πολλές επαναστατικές αλλαγές τόσο στο επίπεδο των αγροτικών κολεκτιβοποιήσεων όσο και στο επίπεδο της εργατικής αυτοδιαχείρισης.

Στις αναρχικές αγροτικές περιοχές, όπως η Αραγωνία, σημαντικό τμήμα της οικονομίας τέθηκε κάτω από λαϊκό έλεγχο μετά το 1936. Το κύμα αυτό των κολεκτιβοποιήσεων θεωρείται από πολλούς αναλυτές ως πιο σημαντικό ακόμη και από τα αντίστοιχα γεγονότα στην Ρωσία δύο δεκαετίες πριν. Τα γεγονότα αυτά ήταν όχι απλώς μαζικά, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και πλήρως ελευθεριακά: «στις περιοχές όπου επικρατούσαν πιο ριζοσπαστικές ιδέες και ειδικά στις αγροτικές κολεκτίβες, έφτασαν να καταργήσουν το χρήμα και να διανέμουν τα παραγόμενα αγαθά για την διατροφή σύμφωνα με τις ανάγκες και όχι συμφωνα με την παρεχόμενη εργασία».

Ακόμη, η εκβιομηχάνιση της Ισπανίας από το 1910 έως το 1930 συνοδεύθηκε από τη σημαντική μείωση του αγροτικού πληθυσμού και την αντίστοιχη αύξηση στο ποσοστό των απασχολούμενων στη βιομηχανία. Η συνέπεια ήταν ότι το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα ήταν ιστορικά (δηλαδή πολύ πριν την Ισπανική Επανάσταση) ιδιαίτερα ισχυρό. Το κλασσικό σχετικό παράδειγμα το δίνει η CNT (Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας), οργάνωση με στενούς δεσμούς με τον αναρχισμό, η οποία είχε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη. Δεν ήταν λοιπόν περίεργο ότι μετά το ξέσπασμα της Ισπανικής επανάστασης «στις αναρχικές βιομηχανικές περιοχές όπως η Καταλωνία, τα τρία τέταρτα περίπου της οικονομίας τέθηκαν κάτω από τον έλεγχο των εργατών».

Τα εργατικά συμβούλια που γεννήθηκαν τον Οκτώβρη του 1956 στην Ουγγαρία αποτελούν άλλο ένα σημαντικό παράδειγμα δημοκρατίας στο κοινωνικό πεδίο. Όπως σημείωσε σχετικά ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Η αποφασιστική τους σπουδαιότητα έγκειται α) στην εγκαθίδρυση της άμεσης δημοκρατίας, μ’ άλλα λόγια της αληθινής πολιτικής ισότητας (της ισότητας ως προς την εξουσία) β) στο ρίζωμά τους σε συγκεκριμένες συλλογικότητες (που δεν είναι αναγκαίο να είναι μόνον των «εργοστασίων») γ) στα σχετικά αιτήματά τους για αυτοδιαχείριση και για κατάργηση στις νόρμες εργασίας. Σ’ αυτά τα τρία σημεία, διαπιστώνομε μια προσπάθεια να καταργηθεί η καθιδρυμένη διαίρεση της κοινωνίας και η ουσιαστική διάκριση μεταξύ των κυρίων τομέων της συλλογικής δραστηριότητας».

Τέλος, μία ακόμη ιστορική τομή που δεν πρέπει να περάσει ασχολίαστη είναι ο περίφημος γαλλικός Μάης του 1968, κατά τον οποίο, εκτός των άλλων, οι παρισινές φοιτητικές συνελεύσεις «έβαλαν ανοιχτά, και βίαια, τα ερωτήματα των σκοπών, των μέσων, των μεθόδων της εκπαίδευσης& έθεσαν το ερώτημα της σχέσης του εκπαιδευτικού θεσμού με τους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Αρνήθηκαν τους παραδοσιακούς σκοπούς, μεθόδους και μέσα της εκπαίδευσης, τον τύπο της σχέσης εκπαιδευτών/εκπαιδευόμενων που ήταν, ως τότε, αναμφισβήτητος (και που ακόμα θεωρείται, από πολλούς, ως αυτονόητος). Και δεν είναι δύσκολο να ιδεί κανείς πώς αυτή η άρνηση δεν έμεινε και δεν μπορούσε να μείνει απλή άρνηση& έστω κι εμβρυωδώς, ήταν ταυτόχρονα θέση, που αφορούσε και τα προγράμματα, δηλαδή το περιεχόμενο και τους σκοπούς της εκπαίδευσης, και τις μεθόδους, τη σχέση εκπαιδευτών/εκπαιδευόμενων κ.λπ.». Ήταν ως συνέπεια της φοιτητικής εξέγερσης –η οποία επεκτάθηκε σε πολλές από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες τη δεκαετία του ’60– που αναπτύχθηκαν μορφές κοινωνικής δημοκρατίας στους τόπους εκπαίδευσης, οι οποίες βέβαια σταδιακά ενσωματώθηκαν στο ιεραρχικό εκπαιδευτικό σύστημα (φοιτητικά και μαθητικά συμβούλια κ.λπ.).

Εντούτοις, μορφές δημοκρατίας όπως αυτές που περιγράψαμε παραπάνω όχι μόνο υπήρξαν βραχύβιες αλλά και σπάνια εκτείνονταν πέρα από το χώρο εργασίας (ουγγρικά εργατικά συμβούλια το 1956) και το χώρο της εκπαίδευσης (παρισινές φοιτητικές συνελεύσεις το 1968). Για τον λόγο αυτόν, η δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο όπως αναλύεται από το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας αποκτά ακόμη μεγάλύτερη σημασία. Χωρίς να θέλουμε ασφαλώς να μειώσουμε τη σπουδαιότητα γεγονότων όπως αυτά που βιαστικά αναφέραμε παραπάνω, η νέα ειδοποιός διαφορά είναι η εξής: σύμφωνα με την προβληματική της Περιεκτικής Δημοκρατίας η κοινωνική δημοκρατία (δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο) εντάσσεται σε ένα πλαίσιο όπου η εξουσία κάθε μορφής θα είναι ισοκατανεμημένη μεταξύ όλων των πολιτών. Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε που μία Περιεκτική Δημοκρατία αποτελεί πραγματική δημοκρατία: επεκτείνεται στο πολιτικό, στο οικονομικό, στο κοινωνικό και στο οικολογικό πεδίο. 

 

Η Δημοκρατία στο νοικοκυριό 

Ενα κρίσιμο ζήτημα που τίθεται σε σχέση με τη δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο αναφέρεται στις σχέσεις στο νοικοκυριό. Η κοινωνική και οικονομική θέση των γυναικών έχει ενισχυθεί στον αιώνα μας, ως αποτέλεσμα από τη μία μεριά των αυξανόμενων εργασιακών αναγκών της οικονομίας ανάπτυξης και από την άλλη της δραστηριότητας των γυναικείων κινημάτων. Παρ’ όλα αυτά, οι σχέσεις μεταξύ των φύλων σε επίπεδο νοικοκυριού παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ιεραρχικές, ιδιαίτερα στο Νότο όπου ζει το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Εντούτοις, παρόλο που το νοικοκυριό έχει ένα θεμελιώδες κοινό χαρακτηριστικό με τον δημόσιο χώρο, την ανισότητα και τις εξουσιαστικές σχέσεις, πάντοτε κατατασσόταν στην ιδιωτική σφαίρα. Επομένως, το πρόβλημα που τίθεται εδώ είναι πώς μπορεί να επιτευχθεί ο «εκδημοκρατισμός» στο νοικοκυριό.

Μία πιθανή λύση είναι η κατάργηση της διάκρισης νοικοκυριού-δημόσιου χώρου. Έτσι, ορισμένες φεμινίστριες συγγραφείς, ιδιαίτερα οικοφεμινίστριες, εγκωμιάζουν τον οίκο και τις αξίες του, στη θέση της πόλεως και της πολιτικής. Η θέση, όμως αυτή, όπως παρατηρεί η Janet Biehl, «μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί ως μία προσπάθεια απορρόφησης του πολιτικού από το οικιακό, της πολιτικής κοινότητας από την οικογένεια, του δημόσιου από το ιδιωτικό». Αντίστοιχα, ορισμένοι πράσινοι στοχαστές προσπαθούν να αναγάγουν το δημόσιο χώρο σε μία μικρής κλίμακας συνεργατική κοινότητα που θα μοιάζει με ένα μεγάλο νοικοκυριό. Στο άλλο άκρο, ορισμένες μαρξίστριες φεμινίστριες επιχειρούν να άρουν το δυϊσμό δημόσιου/ιδιωτικού μέσω της ενσωμάτωσης του ιδιωτικού χώρου συνολικά σε μία δημόσια, κοινωνικοποιημένη ή αδελφοποιημένη, κρατική σφαίρα. Μολονότι όμως οι περισσότερες φεμινίστριες τονίζουν ότι η έννοια του ιδιωτικού χαρακτήρα του νοικοκυριού έχει πράγματι παραποιηθεί για να μην είναι εύκολη η αμφισβήτηση της σχέσης υποταγής των γυναικών, εντούτοις, όπως επισημαίνει η Val Plumwood, οι φεμινίστριες που υποστηρίζουν την εξάλειψη του ιδιωτικού χαρακτήρα του νοικοκυριού αποτελούν σήμερα μειονότητα.

Μία άλλη πιθανή λύση είναι, θεωρώντας δεδομένο ότι το νοικοκυριό ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα, να ορίσουμε τη σημασία του με όρους ελευθερίας όλων των μελών του. Όπως επισημαίνει η Val Plumwood: 

Όταν οι φεμινίστριες μιλούν για εκδημοκρατισμό στο νοικοκυριό δεν εννοούν φυσικά ότι θα πρέπει να απογυμνωθεί από τον ιδιωτικό χαρακτήρα του και να ανοιχτεί στην «τυραννία της πλειοψηφίας», στον κρατικό έλεγχο, ή στη ρύθμιση με γενική ψηφοφορία σε μία μοναδική, καθολική δημόσια σφαίρα. Αυτό που εννοούν είναι ότι οι σχέσεις στο νοικοκυριό θα πρέπει να αποκτήσουν οι ίδιες τα χαρακτηριστικά των δημοκρατικών σχέσεων και ότι το νοικοκυριό θα πρέπει να πάρει μία μορφή που να είναι συμβατή με την ελευθερία όλων των μελών του. 

Κατά την άποψή μας, το ζήτημα δεν είναι η αναίρεση του διαχωρισμού ιδιωτικού/δημόσιου πεδίου. Το πραγματικό ζήτημα είναι πώς, διατηρώντας και ενισχύοντας την αυτονομία των δύο πεδίων, θα υιοθετούσαμε τέτοιες θεσμικές διευθετήσεις που θα εισήγαγαν τη δημοκρατία στο νοικοκυριό και το κοινωνικό πεδίο γενικά (χώρος εργασίας, εκπαιδευτικά ιδρύματα κ.λπ.), ενώ ταυτόχρονα θα ενίσχυαν τις θεσμικές διευθετήσεις της πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας. Και αυτό, διότι μία αποτελεσματική δημοκρατία είναι αδιανόητη εάν ο ελεύθερος χρόνος δεν κατανέμεται εξίσου μεταξύ όλων των πολιτών. Όμως, στο βαθμό που εξακολουθούν να υφίστανται οι σημερινές ιεραρχικές συνθήκες στο νοικοκυριό, στο χώρο εργασίας και σ’ οποιονδήποτε άλλο χώρο, η προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί. Επιπλέον, η δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο, ιδιαίτερα στο νοικοκυριό, είναι αδύνατη, εάν δεν εισαχθούν θεσμικές ρυθμίσεις που να αναγνωρίζουν το ρόλο του νοικοκυριού στην ικανοποίηση των αναγκών και να ενσωματώνουν τη φροντίδα και τις υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιό του στο γενικό σχήμα ικανοποίησης των αναγκών.

 

 

Επιστροφή


* Βλέπε π.χ. Μάρραιη Μπούκτσιν, Η Ισπανική επανάσταση του 1936, Ελεύθερος Τύπος, 1995, Μ. Άκελσμπεργκ, Τ. Κάπλαν, Λ. Ουίλλιζ, Οι γυναίκες στην Ισπανική Επανάσταση, Αυτόνομη γυναικεία εκδοτική ομάδα, 1988, και Κορνήλιος Καστοριάδης, Ουγγρική Επανάσταση 1956, Ύψιλον, 1980