περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία #5 (Νοέμβριος 2003)
Κoινωνικά κινήματα, συγκρούσεις και η προοπτική της Περιεκτικής Δημοκρατίας στην Αργεντινή*
GUIDO GALAFASSI
Τα πρόσφατα γεγονότα στην Αργεντινή θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν γόνιμα για να προβληματιστούμε πάνω στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, σε σχέση με τις εναλλακτικές στρατηγικές που διαθέτουν τα θύματα της έντονης οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στη χώρα αυτή. Για τον λόγο αυτόν, στο κείμενο που ακολουθεί θα ληφθεί ρητά υπόψη η έννοια της άμεσης δημοκρατίας, εφόσον η έννοια αυτή ουσιαστικά είναι παρούσα στη συζήτηση στην Αργεντινή, που, σε γενικές γραμμές, έχει πολλά κοινά σημεία με το σημαντικό πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας.
Η έννοια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει φτάσει, για πρώτη φορά σε μαζική κλίμακα σε σημείο κρίσης. Πέρα από την ανυποληψία στην οποία έχει πέσει η έννοια της δημοκρατίας τις τελευταίες δεκαετίες, σήμερα, είναι η ίδια η βαθύτερη έννοια της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης μαζί με το ίδιο το καπιταλιστικό καθεστώς που άρχισαν να αμφισβητούνται μετά τη λαϊκή εξέγερση του Δεκέμβρη του 2001. Έτσι, μέσα από την ανυποληψία του πολιτικού συστήματος, άρχισε να αναδύεται μία προσπάθεια κριτικού προβληματισμού για να επανεκτιμηθεί η κοινοτική αντίληψη της δημοκρατίας, έμμεσα συμφωνόντας με την Περιεκτική Δημοκρατία. Στους μήνες που ακολούθησαν τη λαϊκή εξέγερση, η δημόσια αυτή συζήτηση φούντωσε στις περισσότερες από τις πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις καθώς και στα ΜΜΕ (τα οποία διευθύνονται, όπως σε ολόκληρο τον κόσμο, από μεγάλες οικονομικές επιχειρήσεις). Όμως, η δημόσια αυτή συζήτηση, όπως και η κοινωνική και πολιτική αναταραχή, άρχισαν να φθίνουν σιγά-σιγά, καθώς η κατάσταση της οικονομίας άρχισε να μπαίνει σε μια περίοδο σχετικής σταθερότητας (χωρίς αυτό, ωστόσο, να σημαίνει κάποια βελτίωση της βαθιάς και σχεδόν ΤΕΛΙΚΗΣ κρίσης στην οποία έχει εισέλθει το αναπτυξιακό μοντέλο). Μόνο εκείνα τα κοινωνικά κινήματα που επικέντρωσαν την κριτική τους στο κυρίαρχο σύστημα (κινήματα ανέργων, εργατών στα κατειλημμένα εργοστάσια και ότι απέμεινε από τις λαϊκές συνελεύσεις) εξακολουθούν να υποστηρίζουν κάποια μορφή αμεσοδημοκρατικής προσέγγισης, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επέστρεψε στην απάθεια της τελευταίας δεκαετίας.
Συλλογική δράση και κοινωνικά κινήματα
Το σύνθημα «que se vayan todos» (φύγετε όλοι σας) που χρησιμοποιήθηκε στη λαϊκή διαμαρτυρία του Δεκέμβρη του 2001 εξέπληξε τους πάντες, όχι μόνο λόγω του αυθορμητισμού του, αλλά και λόγω της απότομης και απρόσμενης εμφάνισής του. Όμως, το αρχικό αυτό «que se vayan todos» υποστηρίχθηκε με αφελή τρόπο, δηλαδή με την πεποίθηση ότι αιτία όλων των προβλημάτων στην Αργεντινή ήταν η «πολιτική» (με την έννοια της δραστηριότητας των επαγγελματιών πολιτικών, η κρατική διαχείριση). Παρά το γεγονός αυτό, αισθητά παρόν στη λαϊκή εξέγερση ήταν ένα έντονα κριτικό πνεύμα ως προς το μοντέλο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το οποίο κυριαρχείται από επαγγελματίες πολιτικούς. Αυτό είναι που οδήγησε τους επόμενους μήνες, πρώτον, στην οργάνωση των λαϊκών συνελεύσεων (με βάση ένα σύστημα άμεσης δημοκρατίας) στο Buenos Aires και σε άλλα αστικά κέντρα και, δεύτερον, στην κοινή δράση με τα κοινωνικά κινήματα (των ανέργων εργατών και των εργατών από τα κατειλημμένα εργοστάσια) που εναντιώνονταν ήδη στο σύστημα με διάφορες στρατηγικές και στόχους. Στη διαδικασία αυτή δημόσιας συζήτησης, προβληματισμού και συλλογικής δράσης το σύνθημα «que se vayan todos» τροποποιήθηκε και εμπλουτίστηκε με ένα πιο σύνθετο περιεχόμενο, ώστε να σημαίνει σε τελική ανάλυση «όλοι οι μέντορες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου πρέπει να φύγουν, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής εξουσίας». Επομένως, από μία κριτική σκοπιά, το ζήτημα της νομιμοποίησης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας των επαγγελματιών πολιτικών και το ζήτημα της ύπαρξης μίας οικονομίας ανάπτυξης άρχισαν να θεωρούνται ως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν ενδιαφερόταν για τις κυβερνητικές πολιτικές, από τον καιρό του «cacerolazo» (δηλ. της διαμαρτυρίας με το κτύπημα των κατσαρολών) της 19ης και 20ης του Δεκέμβρη και μετά, άρχισε να συζητείται, σε βάθος, τουλάχιστον για μερικούς μήνες, το ζήτημα μίας επιθυμητής κοινωνίας. Μία έκφραση της αλλαγής αυτής ήταν οι συνελεύσεις γειτονιάς, μία νέα μορφή κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης που γεννήθηκε σε διάφορες γειτονιές της μητροπολιτικής περιοχής του Buenos Aires και σε κάποιες άλλες πόλεις της χώρας. Στις συνελεύσεις αυτές συζητιόντουσαν τα τοπικά προβλήματα που σχετίζονται με την εργασία, την υγεία και την αστική υποδομή, μαζί με τη γενική οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας. Ήταν ένα σχετικά ετερογενές φαινόμενο που δεν αναπτύχθηκε σχεδόν καθόλου πέρα από πρώτα στάδια, καθώς οι συνελεύσεις αυτές έχασαν την ορμή τους με διάφορους τρόπους στο δεύτερο μισό του 2002. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τις συνελεύσεις αυτές τις «καπέλωσαν» τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα, τα οποία κατέληξαν να τις διαλύσουν και να εξαλείψουν βασικά κάθε πιθανότητα να πραγματοποιηθεί κάποια εφαρμογή γνήσιας Δημοκρατίας, όπως φαινόταν στην αρχή. Το 2003 είχαν μείνει μόνο μερικές από τις συνελεύσεις αυτές, με πολύ λιγότερα μέλη, δηλαδή εκείνα που ήταν περισσότερο αφοσιωμένα στον αγώνα. Ο υπόλοιπος πληθυσμός έχει επιστρέψει στη συνήθη «εσωτερική εξορία» του, παίζοντας τον ρόλο που του έχει ανατεθεί από τους κανόνες που έχει εγκαθιδρύσει η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία.
Συνοψίζοντας, όσο προχωρούσε το 2002, η διαμαρτυρία μετριάστηκε σε ένταση και η αυθόρμητη κινητοποίηση της μεσαίας τάξης της αρχής του χρόνου περιορίστηκε μόνο στις λαϊκές συνελεύσεις. Ωστόσο, οι λαϊκές οργανώσεις που είχαν ως βάση τα διάφορα κινήματα των ανέργων εργατών, όχι μόνο συνέχισαν τον αγώνα τους, αλλά βάθυναν και τα αιτήματά τους. Επίσης, οι οργανώσεις αυτές ανέργων εργατών πέτυχαν στις αρχές του 2002 ορισμένους από τους στόχους τους: ενότητα και αλληλεγγύη καθώς και κατανόηση από την υπόλοιπη κοινωνία. Στα τέλη του 2002, καθώς το κίνημα διαμαρτυρίας άρχισε να φθίνει, η ενότητα και η αλληλεγγύη αυτή ξεθώριαζαν σιγά-σιγά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα κινήματα των ανέργων εργατών άρχισαν να αποκτούν και πάλι την παραδοσιακή εικόνα τους ως περιθωριακές ομάδες.
Τα κινήματα αυτά των «piqueteros» (ονομαζόμενα έτσι λόγω των μπλοκαρισμάτων ή πικετοφοριών στις εθνικές οδούς) εξάπλωσαν σε μεγάλο βαθμό τις δραστηριότητές τους τα τελευταία χρόνια σε διαφορετικούς τύπους οργανώσεων καθώς και σε διαφορετικά πολιτικά προτάγματα. Σήμερα, όλες οι οργανώσεις ανέργων εργατών συμμερίζονται την ιδέα ότι, προκειμένου να βρεθεί μία διέξοδος από την κοινωνική κρίση, δεν αρκεί απλά το να διαδηλώνουν και να αντιστέκονται στην κρίση μπλοκάροντας τις εθνικές οδούς, καταλαμβάνοντας κυβερνητικα κτήρια, κάνοντας διαπραγματεύσεις με κυβερνητικούς αξιωματούχους, απαιτώντας τρόφιμα από τα σουπερμάρκετ, οργανώνοντας κοινοτικα συσσίτια στις γειτονιές, ανοίγοντας κοινοτικα κέντρα υγείας κ.λπ. Αντίθετα, η διέξοδος από την κοινωνική κρίση εξετάζεται με πολιτικούς όρους. Ωστόσο, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι δεν υπάρχει μονάχα ένα πολιτικό πρόταγμα πικετοφορίας, αλλά αρκετά. Από τη μία, υπάρχουν εκείνα τα προτάγματα που υιοθετούν μία στάση εποικοδομητικού διαλόγου με τα διάφορα αριστερά και κεντροαριστερά κόμματα ή τα μετριοπαθή συνδικάτα, και, από την άλλη, υπάρχουν άλλα προτάγματα που τονίζουν την ανάγκη ισχυροποίησης της κοινωνικής κινητοποίησης με στόχο το κτίσιμο νέων δεσμών συλλογικής δύναμης και αλληλεγγύης, σε ένα είδος «παράλληλης κοινωνίας».
Από τη μία μεριά υπάρχουν οι οργανώσεις πικετοφορίας που ακολουθούν τους ηγέτες Luis D’ Elia και Juan Carlos Alderete, οι οποίοι προτείνουν τον σχηματισμό μίας κυβέρνησης εθνικής ενότητας που θα δίνει σάρκα και οστά σε μία λαϊκίστικη και ρεφορμιστική ιδεολογία. Στην πρόταση αυτή, οι οργανώσεις πικετοφορίας θα είναι μέρος μιας μεγαλύτερης συμμαχίας. Αυτό το πολιτικό φαντασιακό περιλαμβάνει ένα ρεφορμιστικό εργατικό συνδικάτο, τον Σύνδεσμο Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΑPYMES), ένα Εθνικό Μέτωπο κατά της Φτώχειας, τον Σύλλογο Φοιτητών, τον Σύνδεσμο Μικρών και Μεσαίων Αγροτών και μερικές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από την άλλη μεριά, η «Coordinadora Anibal Verόn» κινητοποιεί ένα ευρύ σύνολο από ομαδοποιήσεις ανέργων εργατών που διατηρούν την αυτονομία και την ανεξαρτησία τους-- αν και συμφωνούν ότι το ζήτημα δεν είναι να φτάσουν τώρα στην εξουσία, καθώς η εξουσία αυτή θα ήταν εμποτισμένη από τις αξίες ενός συστήματος που δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα της κοινωνίας. Οι ομαδοποιήσεις αυτές αγωνίζονται για να αλλάξουν ριζικά το σύστημα και ισχυρίζονται πως ήδη το πράττουν αυτό τώρα, από τα κάτω (χωρίς να χρειάζονται να κατακτήσουν την εξουσία). γι’ αυτόν άλλωστε ακριβώς τον λόγο τόσο η άμεση δημοκρατία, όσο και η πολιτική και κοινωνική «οριζοντιότητα» αποτελούν συστατικά στοιχεία της πρακτικής. Τα κινήματα των ανέργων εργατών βρίσκονται, βασικά, σε χώρους ξεχασμένους από το σύστημα όπου δημιουργούν ένα είδος παράλληλης κοινωνίας που περιλαμβάνει τον χώρο της παραγωγής, της υγείας, της εκπαίδευσης και της πολιτικής διαμόρφωσης. Η ιδέα της «Αντεξουσίας» [counterpower] συνιστά τη θεωρητική βάση για κάποιες από αυτές τις ομάδες. Τέλος, υπάρχουν κάποιες ομάδες υπό την ονομασία «Bloque Piquetero Nacional», η οποία περιλαμβάνει τις ομαδοποιήσεις των ανέργων εργατών που συνδέονται με τα ορθόδοξα Μαρξιστικά κόμματα. Πιστεύουν πως η Αργεντινή, μετά τα γεγονότα της 19ης και 20ης του Δεκέμβρη, εισήλθε σε μία επαναστατική διαδικασία και προσπαθούν επομένως να επικρατήσουν στους δρόμους και να στρατολογήσουν τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ακτιβιστών με στόχο να εντατικοποιήσουν την πολιτική τους στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας.
Επίσης, η διαδικασία για να τεθούν υπό εργατικό έλεγχο εταιρείες που πτώχευσαν ή εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους απέκτησε όλο και περισσότερη σημασία τα τελευταία δύο χρόνια. Παρά τις διαφορές, η πρόσφατη ιστορία των εταιρειών αυτών που κατέληξαν υπό εργατικό έλεγχο ακολούθησε μία παρόμοια με το παρελθόν πορεία: καθυστέρηση στην πληρωμή των εργατών, εγκατάλειψη των εταιρειών από τους εργοδότες, παθητικότητα των γραφειοκρατικών συνδικάτων, κατάληψη ως το έσχατο μέσο ώστε να διατηρήσουν [οι εργάτες] τις θέσεις εργασίας τους. Περίπου 200 εργαστάσια εκτιμάται πως βρίσκονται υπό εργατικό έλεγχο σε όλη τη χώρα˙ οι εργάτες αυτοί συνιστούν, επίσης, ένα ολοκληρωμένο κίνημα που ελέγχει τις ανακτηθεισες επιχειρήσεις ως εναλλακτική βάση στον καπιταλισμό και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η οργάνωση αυτή των εργατών των ανακτηθεισών επιχειρήσεων έχει ήδη εκδώσει μία εφημερίδα και οργανώνει συνελεύσεις στις οποίες συζητούνται δύο επιλογές γύρω από τη διαχείριση των εργοστασίων: η μία επιλογή είναι η συνέχιση της ανάπτυξης κοοπερατίβων που στοχεύουν σε μία οριζόντια και δίκαιη οργάνωση (σε αντίθεση με τις περισσότερες ιστορικές κοοπερατίβες στη χώρα)˙ μία άλλη επιλογή που προτείνεται από μία μειονότητα είναι η εθνικοποίηση των ανακτηθεισών επιχειρήσεων διατηρώντας τον εργατικό έλεγχο. Ενώ η πρώτη επιλογή έχει, συνήθως, μεγαλύτερη αποδοχή μεταξύ των εθνικών και τοπικών αξιωματούχων, τα αριστερά κόμματα και τα μαχητικά συνδικάτα υποστηρίζουν, βασικά, τη δεύτερη.
Από την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία στην Περιεκτική Δημοκρατία
Η Δημοκρατία της Αργεντινής αντιπροσωπεύει αναμφίβολα έναν από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της λεγόμενης «συναίνεσης της Washington», η οποία πρότεινε για τη Λατινική Αμερική μία μεταδικτατορική εποχή με βάση την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και την ενδυνάμωση της οικονομίας της αγοράς (Βλ. Galafassi, Guido, «Argentina on Fire: People’s Rebellion Facing the Deep Crisis of the Neoliberal Market Economy», Democracy & Nature, Vol.8, No. 2 Ιούλιος 2002). Η δημοκρατία αυτή ερχόταν τυπικά σε αντίθεση με τις αυταρχικές κυβερνήσεις του παρελθόντος, ενώ η ενδυνάμωση της οικονομίας της αγοράς αντιπροσώπευε τη συνέχεια και την ΕΜβάθυνση της νέας μορφής καπιταλισμού που επικράτησε μετά την περίοδο του προστατευτισμού. Αντίθετα με τον κευνσιανισμό, η συναίνεση αυτή (που έχει κοινά γνωρίσματα με τον αρχικό ακραιφνή φιλελευθερισμό) αντιτίθεται σε κάθε σημαντική κρατική παρουσία στο ελεύθερο παιχνίδι των δυνάμεων της αγοράς. Το κράτος-έθνος δέχεται και αυτό επίθεση στη νέα αυτή συναίνεση (που νομιμοποιεί την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση), στο βαθμό που προβάλλει σημαντικούς περιορισμούς στη διεύρυνση της αγοράς. Η αντίληψη αυτή της δημοκρατίας είναι ακόμη παραπάνω από επιφανειακή, καθώς νομιμοποιεί μόνο τυπικά το νέο αυτό στάδιο χωρίς να προτείνει κάποια αναθεώρηση του λατινοαμερικάνικου δικτατορικού παρελθόντος. Ωστόσο, το σημαντικό στοιχείο είναι ότι για ακόμη μία φορά φανερώνονται οι έντονοι περιορισμοί του δημοκρατικού μοντέλου που επικρατεί στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Η καπιταλιστική αυτή αντιπροσωπευτική δημοκρατία βασίζεται κυρίως στη συγκέντρωση δύναμης στα χέρια των αντιπροσώπων και στην υποταγή των αντιπροσωπευόμενων. Οι νεοφιλελεύθερες πρακτικές, που βασίζονται κυρίως σε νομισματικές και δημοσιονομικές αλλαγές οι οποίες ευνοούν την αύξηση της ανισότητας με βάση δήθεν τον στόχο για μακροοικονομική ισορροπίας ενθάρρυναν διάφορους τύπους οικονομικών διαδικασιών στις οποίες η διαφάνεια των συναλλαγών ήταν απούσα. Οι νέοι προφήτες της αργεντίνικης οικονομίας, όλοι τους «παιδιά του Chicago», υποστηρικτές της συναίνεσης της Washington, παρήγαγαν μία ιδεολογία (μέσω των πολιτικών ελίτ και των ΜΜΕ) με στόχο να αποκρύψουν τη βαθιά διαδικασία κοινωνικού αποκλεισμού που αναπτύσσει ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Οι πολιτικοί αντιπρόσωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν τη δύναμη των αντιπροσωπευόμενων συμπολιτών τους αυξανόμενα, με αποκλειστικό στόχο το να έρθουν σε συμφωνία με τις οικονομικές ελίτ, με αντάλλαγμα διάφορα προσωπικά οφέλη. Έτσι, έγινε αδύνατο να διαχωριστούν ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, η συστημική διαφθορά και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Μολονότι το καπιταλιστικό έθνος-κράτος με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ήταν πάντοτε ένα σύστημα βασισμένο στην ανισότητα και τον ατομικιστικό ανταγωνισμό, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός έχει επεκτείνει απέραντα την ανισότητα, καταστρέφοντας τους υπάρχοντες ισχνούς μηχανισμούς ελέγχου και επιβάλλοντας την ελεύθερη αγορά. Συνοψίζοντας, η Δημοκρατία της Αργεντινής έχει βυθιστεί από το 1983 σε μία «δημοκρατική διαδικασία» που θέτει την αγορά ενάντια στο σύγχρονο έθνος-κράτος. Με άλλα λόγια, το έργο που ξεκίνησαν οι δικτατορίες στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 συνεχίστηκε από τις ασθενείς δημοκρατίες που απλώς στόχευαν στην επιβολή των μεταρρυθμίσεων που ήταν αναγκαίες για την πλήρη επιτυχία της οικονομίας της αγοράς.
Στο πλαίσιο αυτό, νέα κοινωνικά κινήματα και διαδικασίες συλλογικής δράσης άρχισαν να αναδύονται έχοντας την πρόθεση να αντισταθούν κατά της διεύρυνσης της αγοράς. Μόνο λίγες από τις διάφορες οργανώσεις που αναδύθηκαν άρχισαν να εφαρμόζουν νέες μορφές μη καπιταλιστικής δημοκρατίας. Για παράδειγμα, κάποιες συνελεύσεις γειτονιάς έπαιξαν έναν αξιοσημείωτο πλην όμως ορισμένες φορές εφήμερο ρόλο, λόγω της απώλειας ενδιαφέροντος από τους περισσότερους πολίτες στο δεύτερο μισό του 2002. Ορισμένοι διαδηλωτές οι οποίοι συντάχτηκαν με το κίνημα Αnibal Verόn επίσης ξεκίνησαν να εφαρμόζουν νέες δημοκρατικές μορφές, στις οποίες η άμεση δημοκρατία μαζί με τις ιδέες της αυτονομίας και της αντεξουσίας απέκτησαν θεμελιώδη σημασία. Τα κινήματα αυτά ανέπτυξαν τη συλλογική τους δράση ανεξάρτητα από τους επίσημους μηχανισμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε οποιεσδήποτε εκλογές για τις εθνικές ή τις περιφερειακές αρχές. Οι ανακτηθείσες εταιρείες ξεκίνησαν επίσης να εφαρμόζουν την άμεση δημοκρατία στην εσωτερική τους οργάνωση, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και στις γύρω κοινότητες. Μέχρι τώρα, όμως, μόνο όσοι προτείνουν την εθνικοποίηση των εταιρειών υπό εργατικό έλεγχο έχουν να επιδείξουν ένα πολιτικό πρόταγμα που να εκτείνεται πέρα από το εργασιακό περιβάλλον και να στοχεύει σε μία ριζική κοινωνική αλλαγή.
Έτσι, οι συνελεύσεις γειτονιάς, ορισμένα κινήματα ανέργων εργατών και ορισμένες από τις ανακτηθείσες εταιρείες βρίσκονται μεταξύ αυτών που κατά κάποιον τρόπο έχουν απορρίψει, ή έχουν τουλάχιστον αμφισβητήσει, την αντιπροσωπευτική και καπιταλιστική δημοκρατία. Επίσης, τα προαναφερθέντα κινήματα αντιπροσωπεύουν την ανάδυση εμβρυϊκών μηχανισμών άμεσης δημοκρατίας που φτάνουν ακόμη και στο να εκτείνουν τα αιτήματά τους προς ένα νέο ολοκληρωμένο όραμα της κοινωνίας, που βρίσκεται πολύ κοντά στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Όλα αυτά τα κινήματα, μαζί με κάποιες μικρές πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις (για παράδειγμα η Cabildo Abierto Latinoamericano) που προωθούν τη θεωρία της άμεσης δημοκρατίας, βασίζουν την πολιτική δουλειά τους στην κριτική της φιλελεύθερης δημοκρατίας και στην εφαρμογή ριζοσπαστικών μορφών δημοκρατίας. Ωστόσο, σε όλες αυτές τις λαϊκές οργανώσεις υπάρχουν διαφορές όσον αφορά τον νέο τύπο δημοκρατικής οργάνωσης. Οι αμεσοδημοκρατικές πρακτικές υπήρξαν αρχικά σημαντικές σε όλες σχεδόν τις συνελεύσεις γειτονιάς, αλλά αργότερα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας εξαφανίστηκε, ενώ πολλές από τις συνελεύσεις αυτές μειώθηκαν σε όγκο και/ή έπαψαν να λειτουργούν. Κάποια ορθόδοξα αριστερά κόμματα (οργανωμένα με βάση τις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού) έχουν θέσει υπό τον έλεγχό τους πολλές από τις συνελεύσεις, με συνέπεια οι αμεσοδημοκρατικές πρακτικές σε αυτές να εξασθενήσουν. Κατ’ αντιδιαστολή, κάποιες από τις ομαδοποιήσεις αυτές προώθησαν και εμβάθυναν το πολιτικό τους όραμα ώστε να βρεθεί πλησιέστερα προς τις αρχές της Περιεκτικής Δημοκρατίας, όχι μόνο με όρους πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δημοκρατίας, αλλά επίσης με όρους μιας νέας έννοιας για την ιδιότητα του πολίτη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ζήτημα της οικολογικής δημοκρατίας έχει λάβει κι αυτό ζωτική σπουδαιότητα. Για παράδειγμα, αυτή είναι η περίπτωση των συνελεύσεων της περιοχής Esquel στην Patagonia, οι οποίες αντιστρατεύονται ένα πρόγραμμα εκμετάλλευσης ορυχείων, που αν πραγματοποιείτο θα κατέληγε σε μία περιβαλλοντική καταστροφή τεραστίων διαστάσεων. Αναφορικά με τα κινήματα των ανέργων εργατών, μπορεί κανείς να παρατηρήσει μία σημαντική διασύνδεση με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας σε εκείνα τα ΜTD [Movimiento Trabajadores Desocupados – κίνημα ανέργων εργατών] που συντάσσονται υπό την Coordinadora Anibal Verόn. Παρά την αυτονομία που τα χαρακτηρίζει (εφαρμόζουν διαφορετικές αντιλήψεις εσωτερικής οργάνωσης), Συγκεντρώνουν τη δουλειά τους στην εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας με πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς όρους. Αυτό σημαίνει πως η έννοια της «κοινότητας» (οικουμενικότητα, αυτονομία και δημοκρατία) έχει κρίσιμη σημασία για τις ομαδοποιήσεις αυτές. Επιπλέον, παρατηρεί κανείς μία εμβρυϊκή ανάπτυξη της ιδέας των συνομοσπονδιοποιημένων κοινοτήτων, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις άρχισαν να αναπτύσσονται διάφοροι μηχανισμοί αλληλεγγύης μεταξύ διαφορετικών λαϊκών οργανώσεων. Ως αποτέλεσμα, μία νέα μορφή συνομοσπονδιακής δημοκρατίας αναδύεται που βασίζεται σε γειτονικές κοινότητες οι οποίες οργανώνονται σε ένα εδαφικό δίκτυο σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα. Μερικά παραδείγματα της διαδικασίας αυτής είναι τα δίκτυα που δημιουργήθηκαν μεταξύ των MTD, στην ανακτηθείσα επιχείρηση Zanon (μία επιχείρηση κεραμικών) και κάποια συνδικάτα στην Neuquén, ή μεταξύ κάποιων λαϊκών συνελεύσεων και της ανακτηθείσας επιχείρησης Βrukman (μία επιχείρηση ρουχισμού) στο Buenos Aires, ή μεταξύ κάποιων κινημάτων ανέργων εργατών και του σουπερ-μάρκετ Tigre που βρίσκεται υπό εργατικό έλεγχο στο Rosario.
Tα προ-αναφερθέντα παραδείγματα είναι ακόμα περιθωριακά φαινόμενα, ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού παραμένει ακόμα αποκομμένη από οποιαδήποτε προοπτική κοινωνικής αλλαγής, όπως φάνηκε στις πρόσφατες εκλογές στις οποίες οι διάφορες προτάσεις που εκφράζουν τη συντηρητική ιδεολογία απέσπασαν περισσότερο από το 80% των ψήφων. Επιπρόσθετα, δύο από τους υποψήφιους (Carlos Menem και Ricardo Lopez Murphy) που έλαβαν το 40% των ψήφων, είχαν απειλήσει ανοικτά με σκληρή καταστολή της κοινωνικής διαμαρτυρίας με στρατιωτικά μέσα.
* O Guido Galafassi είναι Αργεντίνος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Buenos Aires. Το άρθρο αυτό αναδημοσιευεται (με μικρές περικοπές/αλλαγές και χωρίς τις υποσημειώσεις) από το Democracy & Nature, Vol. 9, No. 3 (Νοέμβριος 2003). Τη μετάφραση έκανε ο Παντελής Αράπογλου.
Πηγή: http://www.inclusivedemocracy.org/pd/is5/issue_5_argentina.htm