Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 6, Φεβρουάριος 2004
Το εκλογικό τοπίο και η ανάγκη για ένα δημοκρατικό κίνημα
ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Το εκλογικό τοπίο που παρουσιάζει η 7η Μαρτίου ―η ημέρα που υποτίθεται ο λαός ασκεί την ανωτάτη εξουσία, δηλαδή η ημέρα που ουσιαστικά εκλέγει τα πολιτικά αφεντικά του― δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες εκπλήξεις. Απλώς, τα δύο κόμματα εξουσίας που κυριαρχούν εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα στην πολιτική σκηνή (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) σήμερα έφθασαν στο κατάντημα να έχουν γίνει και οικογενειακά κόμματα. Έτσι, πέρα από το γεγονός ότι το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» δεν επιτρέπει καμία σημαντική διαφοροποίηση στις πολιτικές που επιβάλλει η νεοφιλευθερη παγκοσμιοποίηση, παρουσιάζεται το κωμικό φαινόμενο τα κόμματα εξουσίας να μην είναι σε θέση να προσφέρουν ούτε και εναλλαγή προσώπων, πέρα από τον στενό κύκλο δυο οικογενειών που ελέγχουν την πολιτική ζωή για περισσότερο από μισό αιώνα!
Όσον αφορά τις πολιτικές που θα εφαρμόσει οποιοδήποτε από τα δυο κόμματα εκλεγεί, αυτές είναι προκαθορισμένες από το τμήμα της υπερεθνικής ελίτ με έδρα την ΕΕ και το θεσμικό πλαίσιο που η ίδια έχει διαμορφώσει με τις συνθήκες Μάαστριχτ, Άμστερνταμ κ.λπ. Οι πολιτικές αυτές είναι οι πολιτικές που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση η οποία, παρά τα φληναφήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, πραγματι αποτελεί μονόδρομο στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και όχι απλώς πολιτική επιλογή, όπως την βολεύει να υποστηρίζει. Οι πολιτικές αυτές περιλαμβάνουν:
την εγκατάλειψη της δέσμευσης για επίτευξη πλήρους απασχόλησης μέσω της οικονομικής δραστηριότητας του δημόσιου τομέα, η οποία χαρακτήριζε τη περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης (1945-τέλη δεκαετίας 1970),
τη συνακόλουθη «ελαστικοποίηση» της εργασίας μέσω της μαζικής προώθησης της μερικής απασχόλησης, της περιστασιακής απασχόλησης, καθως και την ενθάρρυνση με κάθε τρόπο της «κινητικότητας» της εργασίας όσον αφορά τον τόπο αλλά και τον τύπο εργασίας,
τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και την ανάθεση κάθε οικονομικής δραστηριότητας στο ιδιωτικό κεφάλαιο, ακόμη και αυτών που αφορούν την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η ασφάλιση κ.λπ.,
το σταδιακό ξήλωμα του (υποτυπώδους στην Ελλάδα) κράτους-πρόνοια, ώστε να γίνει δυνατή η μείωση των φόρων πάνω στα κέρδη και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, όπως απαιτούν οι ανοικτές και ελεύθερες αγορές,
την ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου υπέρ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων για να αποκτήσουν κίνητρα για επενδύσεις και αποταμίευση, μέσω της μείωσης των φόρων πάνω στα εισοδήματα τους,
την δημιουργία «επενδυτικών παράδεισων» (κατά το πρότυπο της Ιρλανδίας που σήμερα έχει μετατραπεί και σε παράδεισο ανισότητας) για την προσέλκυση του ξένου κεφαλαίου στο οποίο εχουν εναποτεθεί οι ελπίδες για ανάπτυξη στο μέλλον, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη και η ίδια η απασχόληση των πολιτών να εξαρτώνται από τις διαθέσεις των ξένων επενδυτών που όποτε βρίσκουν καλύτερους παράδεισους μετακομίζουν αφήνοντας άνεργους χιλιάδες ανθρώπους. Κεραμική στη Χαλκίδα, PALCO κ.λπ.).
Τα αποτελέσματα των πολιτικών αυτών περιλαμβάνουν αντίστοιχα :
Πελώρια αύξηση της ανισότητας ―η Ελλάδα κατέχει σταθερά, μαζί με την Πορτογαλία, την πρώτη θέση στην ανισότητα στην ΕΕ,
αντίστοιχη αύξηση της φτώχειας αφού σήμερα, ακόμη και με τα επίσημα στοιχεία, πάνω από ένας στους πέντε Έλληνες ζει κάτω από το όριο της φτώχειας,
έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης για τους νέους (και εδώ πρωτιά, με την Ελλάδα να έχει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης νέων στην ΕΕ) και καταδίκη πολλών από αυτούς σε μακροχρόνια ανεργία (άλλη μια πρωτιά της «ισχυρής» Ελλάδας),
άθλιο συστημα υγείας και εκπαίδευσης που υποχρεώνει, όσους βέβαια μπορούν, να καταφεύγουν σε ιδιωτικές κλινικές, ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια, ξένα πανεπιστήμια κλπ,
παραπέρα ακρίβεια που εξανεμίζει ημερομίσθια και μισθούς εξαιτίας του Ευρώ «τους» και καταδικάζει τα λαϊκά στρώματα στη νεοφτώχεια.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι πολιτικές αυτές έχουν οδηγήσει σε διογκούμενη αγανάκτηση που εκδηλώνεται με τις συνεχείς απεργίες (οι οποιες δημοκρατικότατα κηρύσσονται συνεχώς «παράνομες και καταχρηστικές»), τις καθημερινές σχεδόν εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και τη μαζική χρήση των ΜΑΤ και της αστυνομικής βίας για την κατάπνιξη της αγανάκτησης αυτής. Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι τα κόμματα εξουσίας διαφέρουν απλώς στον τροπο διαχείρισης της εξουσίας έχει οδηγήσει στον παραπέρα ευτελισμό της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και αυτού που περνά για «πολιτική» σε αυτήν. Έτσι, η εξουσία μεταβιβάζεται από τη Βουλή στην κυβέρνηση και από εκεί στον πρόεδρο ή τον πρωθυπουργό και μια κλίκα συμβούλων και think tanks γύρω από αυτόν που, με βάση τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ο ίδιος προεκλογικά έναντι των διαφόρων ελίτ ―σε αντάλλαγμα της υποστήριξης για την προώθησή του στην εξουσία― διεκπεραιώνουν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών διαχείρισης. Όπως ήταν αναμενόμενο, η διαδικασία αυτή έχει οδηγήσει σε μια παράλληλη κρίση της πολιτικής, που εκδηλώνεται με τη μαζική αποχή από τις εκλογές (π.χ. στις ΗΠΑ, η αποχή φτάνει και το 50%), καθώς και τη γενικότερη απαξίωση της πολιτικής ελίτ (πρόσφατη έρευνα του ΕΚΚΕ έδειξε, για παράδειγμα, ότι στην Ελλάδα το 77,6% των πολιτών δεν εμπιστεύεται τα κόμματα και τους πολιτικούς, για τους οποίους πιστεύει ότι δεν λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη των απλών πολιτών).
Τα κόμματα εξουσίας και κυρίως το ΠΑΣΟΚ που κυβερνά για σχεδόν μια εικοσαετία έχουν ένα μόνο τρόπο ν’ αντιδράσουν στο φαινόμενο αυτό: τη μετατροπή αυτού που περνούσε για «πολιτική» σε μάρκετινγκ κατά το αμερικανικό πρότυπο που εισάγει στην πολιτική σκηνή ο νέος αρχηγός του (τον οποίο «εξέλεξε» μια διευρυμένη λαϊκή βάση από μια λίστα υποψήφιων που περιείχε μόνο… τον εαυτό του) και οι Αμερικανοί σύμβουλοί του. Σε αυτό το πλαίσιο, η καραμέλα της συμμετοχικής «δημοκρατίας» δεν είναι παρά ένα διαφημιστικό σλόγκαν για να αυξήσει τις πωλήσεις του προϊόντος που λέγεται «Γιωργάκης». Και αυτό, διότι η συμμετοχική «δημοκρατία» που υπόσχεται το «νέο» ΠΑΣΟΚ, στη πραγματικότητα, δεν είναι ούτε συμμετοχική ούτε δημοκρατία.
Δεν είναι συμμετοχική, διότι η πραγματική συμμετοχή προϋποθέτει συμμετοχή στη λήψη των σημαντικών πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων και όχι απλώς την αναφορά των παραπόνων μας στον Γιωργάκη και τα νεόπλουτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ για να τα…(κατα)γράφουν!
Ούτε είναι βέβαια δημοκρατία (και μάλιστα άμεση, όπως δεν διστάζουν μερικοί από τους θρασύτερους κομισάριους του ΠΑΣΟΚ να την χαρακτηρίζουν) ένα πολίτευμα όπου δεν είναι οι ίδιοι οι πολίτες αυτοί που παίρνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις αλλα κάποιοι επαγγελματίες πολιτικοί «για λογαριασμό τους». Δημοκρατία σημαίνει το πολίτευμα που θεσμικά προϋποθέτει την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, πράγμα που αποκλείει η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και η οικονομία της αγοράς στην οποία στηρίζεται η συμμετοχική «δημοκρατία» του Γιωργάκη. Και φυσικά, τα δημοψηφίσματα και οι ηλεκτρονικές δημοκρατίες δεν εχουν σχέση με άμεση δημοκρατία, η οποία συνεπάγεται διαβουλεύσεις μεταξύ των πολιτών που εχουν πλήρη πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες, σε πρόσωπο-με-πρόσωπο συνελεύσεις. Παρόλα αυτά, δεν δίστασαν κάποιοι «ελευθεριακοί» σχολιαστές σαν τον Σταματοπουλο της Ελευθεροτυπίας να διερωτώνται, μήπως οι διακηρύξεις του Γιωργάκη για την αποκέντρωση στο πλαίσιο της συμμετοχικής «δημοκρατίας» συνιστούν «κοινοτιστικό αναρχισμό διά χειλέων ενός κατεστημένου πολιτικού»!
Τέλος, η συμμετοχική «δημοκρατία» που διακηρύσσει σήμερα το «νέο» ΠΑΣΟΚ δεν εμπόδισε τον κήρυκα της και σημερινό αρχηγό του, ως υπουργό εξωτερικών, να έλθει σε καταφανή αντίθεση με την παμψηφία σχεδόν του ελληνικού λαού. Έτσι, όταν ο ελληνικός λαός κατέβαινε σε μαζικές αντιαμερικανικές διαδηλώσεις για την επικείμενη εισβολή στο Ιράκ και οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι το 86% των Ελλήνων τασσόταν κατά του πολέμου, ενώ το 95% θεωρούσε ότι το βασικό κίνητρο για την επίθεση κατά της χώρας αυτής ήταν το πετρέλαιο[1], τι έκανε ο σημερινός ένθερμος υποστηρικτής της συμμετοχικής «δημοκρατίας»; Γύριζε μήπως τα αμερικανικά κανάλια και υποστήριζε, μεταφέροντας ο,τι είχε «ακούσει» από τον ελληνικό λαό (και αντίστοιχα τους ευρωπαϊκούς λαούς που επίσης τότε «εκπροσωπούσε»); Όχι βέβαια. Γύριζε μεν τα κανάλια, αλλα για να υποστηρίξει τις ακριβώς αντίθετες …αμερικανικές θέσεις, ότι δηλαδή η διαμάχη αφορούσε, όχι φυσικά το πετρέλαιο, αλλά τη δηθεν απειλή από τα ανύπαρκτα όπλα μαζικής καταστροφής που κατείχε το Ιρακινό καθεστώς και την ανάγκη «εκδημοκρατισμού» του!
Όμως, πέρα από τα επικοινωνιακά κόλπα των κομμάτων εξουσίας τι είναι αυτό που ωθεί το 60% περίπου του εκλογικού σώματος (αν αφαιρέσουμε την αποχή/λευκά/άκυρα) να ψηφίζει τα κόμματα εξουσίας, ακόμη και όταν δεν έχει κανένα συμφέρον από αυτά; Η απάντηση βρίσκεται στην έλλειψη αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης, πράγμα που μας φέρνει στον κρίσιμο σχετικό ρολο της Αριστεράς. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δυο κύριες τάσεις μέσα στην Αριστερά, με βάση το ιστορικό κριτήριο για τον ρόλο του κράτους που προέκυψε από την διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς στον 19ο αιώνα:
πρώτον, την κρατικιστική Αριστερά, η οποία, από τον καιρό του Μαρξ, αποτελείται από εκείνο το τμήμα της Αριστεράς που βλέπει την κοινωνική αλλαγή μέσα από τον αγώνα μιας πρωτοπορίας, ο οποίος θα οδηγήσει στην κατάκτηση της κρατικής εξουσίας με στόχο τη συστημική αλλαγή και,
δεύτερον, την ελευθεριακή Αριστερά, η οποία, από το καιρό του Μπακούνιν, αποτελείται από εκείνο το τμήμα της Αριστεράς που βλέπει την κοινωνική αλλαγή μέσα από τον αγώνα «από τα κάτω», ο οποίος θα οδηγήσει στην κατάλυση της κρατικής εξουσίας και στην αυτοδιεύθυνση.
Η πρώτη τάση, μετά την εμπειρία του «υπαρκτού», περνά μια βαθιά κρίση, σύμπτωμα της οποίας είναι ότι μεγάλα τμήματα της έχουν εγκαταλείψει το όραμα της συστημικής αλλαγής και εχουν υιοθετήσει τον ρεφορμισμό, δηλαδή την ενσωμάτωση στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (οικονομία της αγοράς και αντιπροσωπευτική «δημοκρατία») και τους επιμέρους θεσμούς του (π.χ. την ΕΕ ως δηθεν «προοδευτικό» καπιταλισμό απέναντι στον Αγγλοσαξονικό). Στόχος της ρεφορμιστικής κρατικιστικής Αριστεράς είναι κάποιες αλλαγές «από τα μέσα» οι οποίες υποτίθεται ότι μακροχρόνια θα δημιουργήσουν τη δυναμική για ριζικότερες αλλαγές. Αυτή είναι η περίπτωση για παράδειγμα του ΣΥΝ αλλα και μερικών εξωκοινοβουλευτικών σχημάτων της κρατικιστικής Αριστεράς, ακόμη και όταν επικαλούνται τον αντικαπιταλισμό στον τίτλο τους ενώ παράλληλα ονειρεύονται αλλαγές Κευνσιανού τύπου στην οικονομία.
Η θεωρητική βάση των σχημάτων αυτών της ρεφορμιστικής κρατικιστικής Αριστεράς είναι η ανιστόρητη και θεωρητικά αβάσιμη και ατεκμηρίωτη άποψη ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι μονόδρομος αλλα απλώς θέμα πολιτικής επιλογής ―πράγμα που συνεπάγεται ότι ένα πεφωτισμένο κράτος θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί τα θετικά στοιχεία της παγκοσμιοποίησης και ν’ αποβάλλει τα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά της. Παράδειγμα της θέσης αυτής αποτελεί νεοκδοθέν βιβλίο για την παγκοσμιοποίηση ενός από τους πιο έμπιστους σύμβουλους του Γιωργάκη στο ΥΠΕΞ, του Νίκου Κοτζιά (που τον διαφημίζουν μάλιστα ότι «παίζει τους σύγχρονους στοχαστές στα δάχτυλα»![2]) ενώ ο ίδιος παριστάνει ότι τα συμπεράσματα του είναι δήθεν «επιστημονικά», όταν βέβαια ελάχιστοι πια μιλούν για οικονομική «επιστήμη». Ο κύριος αυτός, αδυνατώντας να κάνει οποιαδήποτε ουσιαστική κριτική στην αντισυστημικη προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης η οποία αναπτύσσεται στο βιβλίο του Τ. Φωτόπουλου Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, δεν δίστασε να καταφύγει στη διαστρέβλωση της, ως δήθεν «βαθιά αντιφατικής και ασυνεπούς», με αποκλειστική βάση την υποτιθέμενη ασάφεια στην ορολογία (παγκοσμιοποίηση έναντι διεθνοποίησης). Και διαπράττει μάλιστα την «επιστημονικότατη» αυτή διαστρέβλωση, τη στιγμή που το βιβλίο είχε αφιερώσει ολόκληρο τμήμα σχετικού κεφαλαίου ακριβώς για να διασαφηνίσει και να διαχωρίσει τις έννοιες αυτές και να υποστηρίξει πως ο σωστός όρος είναι «διεθνοποίηση», ανεξάρτητα από το εάν η σημερινή επικράτηση του όρου «παγκοσμιοποίηση» στα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη επιβάλλει την χρήση και των δύο όρων!
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν, ακόμη και μέσα στην κρατικιστική Αριστερά, κόμματα και οργανωσεις που απορρίπτουν, όχι πάντα με συνέπεια, τον ρεφορμισμό και την ένταξη στους υπάρχοντες θεσμούς ―μολονότι βέβαια τα περισσότερα δεν απορρίπτουν την κάθοδο στις βουλευτικές εκλογές. Τα κόμματα και οι οργανώσεις αυτές αποτελούν την αντισυστημική κρατικιστική Αριστερά, η οποία είναι δεσμευμένη στον Μαρξιστικό δογματισμό και τις αντίστοιχες πρακτικές.
Η δεύτερη τάση που προέκυψε ιστορικά είναι η ελευθεριακή, η οποία, παρά το γεγονός ότι δικαιώθηκε ιστορικά όταν η απόπειρα υλοποίησης της κρατικιστικής τάσης είχε την ολοκληρωτική κατάληξη που είχε προβλέψει ο Μπακούνιν, δεν κατάφερε, ούτε σε διεθνές επίπεδο, ούτε φυσικά στην Ελλάδα, να ξεπεράσει τα δικά της προβλήματα και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για συστημική αλλαγή. Έτσι, η κατάρρευση του αναρχοσυνδικαλισμού, που συνόδευσε την παρακμή και συνακόλουθη κρίση του εργατικού κινήματος το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, είχε συνέπεια τη σημερινή επικράτηση στον ελευθεριακό χώρο ποικίλλων ρευμάτων που έχουν οδηγήσει σε θεμελιακή κρίση και την ελευθεριακή παράδοση[3]. Τα ρεύματα αυτά περιλαμβάνουν :
μεταμοντέρνες τάσεις, οι οποίες δεν βλέπουν την ανάγκη για ένα προγραμματικό και καθολικό αντισυστημικο κίνημα αλλά μόνο για επιμέρους κοινωνικά κινήματα,
ανορθολογικές ή πριμιτιβίστικες τάσεις, οι οποίες απορρίπτουν συλλήβδην τον Διαφωτισμό και τη βιομηχανική κοινωνία,
εσωστρεφείς τάσεις «στυλ ζωής» (life-style anarchism), οι οποίες απορρίπτουν την κινηματική δράση και, τέλος,
τάσεις «άμεσης δράσης» (direct action), οι οποίες επίσης απορρίπτουν την προγραμματική κινηματική δράση για χάρη ενός άκριτου ακτιβισμού.
(Δεν αναφερόμαστε στους Ζαπατίστας, διότι, πρώτον, είναι αμφίβολο κατά πόσο αποτελούν ελευθεριακή τάση και, δεύτερον, διότι ποτέ δεν έθεσαν θέμα ανατροπής ολόκληρου του σημερινού συστήματος της οικονομίας της αγοράς αλλα απλώς στρεφόντουσαν εναντίον του νεοφιλελεύθερου «μοντέλου» ενώ, τελευταία, έχουν μετατραπεί σε καθαρό κίνημα αυτονομίας των ιθαγενών του Μεξικού, μη αμφισβητώντας καν τη κεντρική εξουσία στη χώρα αυτή).
Είναι επομένως φανερό ότι η θεμελιακή αιτία για τη σημερινή κρίση της ελευθεριακής τάσης είναι η αδυναμία της να συμβάλει στο κτίσιμο ενός προγραμματικού κινήματος με τη δική του συγκεκριμένη ανάλυση της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης, μακροπρόθεσμους στόχους και στρατηγική. Κατά τη γνώμη μας, η μόνη διέξοδος από την κρίση αυτή είναι η δημιουργία ενός νέου μαζικού προγραμματικού κινήματος, όπως αυτό που προτείνει το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, με ξεκάθαρους στόχους, μέσα και στρατηγικές και σαφή καθολικό στόχο την αλλαγή της κοινωνίας μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, ξεκινώντας εδώ και τώρα. Ένα τέτοιο κίνημα πρέπει ρητά να στοχεύει σε μία συστημική αλλαγή, καθώς και σε μία παράλληλη αλλαγή στα συστήματα αξιών μας. Το κίνημα αυτό πρέπει ν’ αποτελέσει μια νέα «επιτιθέμενη» Αριστερά στην οποία η δράση δεν θα περιορίζεται, όπως στη περίπτωση της παραδοσιακής αμυντικής Αριστεράς, στην υπεράσπιση των λαϊκών κατακτήσεων από τις επιθέσεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (οι οποιες θα ενταθούν μετεκλογικά, ανεξάρτητα από το ποιο από τα δύο κόμματα εξουσίας επικρατήσει) αλλα θα συγκεντρώνεται στη δημιουργία νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών από τα κάτω, αρχίζοντας από τις τοπικές κοινωνίες.
Τέλος, όσον αφορά τις επικείμενες εκλογές, η πραγματική επιλογή για τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα σήμερα που λείπει ένα τέτοιο κίνημα, είναι μεταξύ της υποστήριξης των αντισυστημικών δυνάμεων μέσα στην Αριστερά και της «Αργεντινέζικης» ψήφου, δηλαδή της αναγραφής στο ψηφοδέλτιο ενός συνθήματος ανάλογου με αυτό που έριξαν εκατομμύρια Αργεντινέζοι στις εκλογές του 2001 εκφράζοντας τη γνώμη τους για τους επαγγελματίες πολιτικούς και το αίτημα για μια πραγματική δημοκρατική αυτοδιεύθυνση: “que se vayan todos” («να φύγουν όλοι»)! Η μαζική διακήρυξη του αιτήματος για μια άλλη πολιτική, ιδιαίτερα με «Αργεντινέζικες» ψήφους στις εκάστοτε εκλογές που στήνει το κατεστημένο για την ανάδειξη της πολιτικής ελίτ, θα μπορούσε ν αποτελέσει ένα σημαντικό καταλύτη για το ξεκίνημα της διαδικασίας να κτιστεί το μαζικό δημοκρατικό κίνημα, το οποίο αποτελεί πια επιτακτική ανάγκη για να βγούμε από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση που βαθαίνει συνεχώς σε ολόκληρο τον κόσμο.
[1] Ελευθεροτυπία (31/01/2003).
[2] Ελευθεροτυπία (25/1/2004).
[3] Βλ. T. Fotopoulos, “The end of traditional antisystemic movements,” Democracy & Nature (Νοέμβρης, 2001).