Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 7 (Μάιος 2004)


To 'OXI' του Κυπριακού λαού στις ελίτ

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ


Η τεράστια σημασία του μαζικού «όχι» από τον Κυπριακό λαό δεν μπορεί να υποτιμηθεί από κανέναν, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλονται από διάφορες πλευρές. Η σημασία αυτή ανάγεται στο γεγονός ότι η ψήφος και των δυο κοινοτήτων δεν ήταν απλώς μία ψήφος έγκρισης ή μη του Σχεδίου του ατζέντη της υπερεθνικής ελίτ αλλά, ουσιαστικά, ψήφος γενικής αποδοκιμασίας των ελίτ, κυρίως της υπερεθνικής ελίτ και των ντόπιων παραρτημάτων της στη περίπτωση των Ελληνοκυπρίων (Ε/Κ), ή των ντόπιων ελίτ στην περίπτωση των Τουρκοκυπρίων (Τ/Κ). Η ψήφος αυτή είναι επομένως ένας κόλαφος στα μηχανεύματα όλων των ελίτ, όλα αυτά τα χρόνια, που ενίσχυσαν με κάθε τρόπο τον διχασμό του λαού αυτού για χάρη των στρατιοτικοπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων τους. 

 

Το «Όχι» στην υπερεθνική ελίτ και τη Νέα Τάξη

Το “όχι” των Ε/Κ ήταν κατ’ αρχήν ένας κόλαφος στην υπερεθνική ελίτ («κακή» Αγγλοσαξονική αλλά και «καλή» ΕΕ) που χρησιμοποίησε κάθε μορφή εκβιασμού, απειλής και ωμής ψυχολογικής βίας για να περάσει το σχέδιο της που θα νομιμοποιούσε τη διχοτόμηση του νησιού, την οποία είχε αρχίσει και συστηματικά να εφαρμόζει η δύση από τη δεκαετία του ’60. Η λύση Ανάν θεωρήθηκε το πιο πρόσφορο μέσο για την πλήρη ενσωμάτωση του νησιού στη Νέα Διεθνή Τάξη της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τόσο οικονομικά, όσο —το κυριότερο— πολιτικοστρατιωτικά, λόγω της κρίσιμης γεωπολιτικής θέσης της Κύπρου. Eίναι η χιλιοδοκιμασμένη τακτική του «διαίρει και βασίλευε» που η υπερεθνική ελίτ τη βαφτίζει «επανένωση της Κύπρου» (ακριβώς όπως βαφτίζει «απελευθέρωση» την εισβολή και κατοχή του Ιράκ!). 

Το σχέδιο αυτό δεν αποτελεί βέβαια παρά το τελικό στάδιο της ιστορικής πορείας που άρχισε το 1960, με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου που επέβαλε η αποικιοκρατική Βρετανία με τη συναίνεση της Δύσης. Οι συμφωνίες αυτές αναπόφευκτα ενέτειναν τις εθνοτικές αντιπαλότητες μεταξύ Ε/Κ και Τ/Κ που —αντίθετα με τους ισχυρισμούς της δυτικής προπαγάνδας την οποία θεωρητικοποίησε και στα απομνημονεύματά του ο γνωστός εγκληματίας πολέμου και βασικός πρωταγωνιστής του αιματοκυλίσματος του κυπριακού λαού Χένρι Κίσινγκερ— ζούσαν αρμονικά επί αιώνες σε εκατοντάδες μικτά χωριά. Και αυτό, τουλάχιστον μέχρι την εντατικοποίηση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών αποικιοκρατών στη δεκαετία του 1950, που είχε όμως αρχίσει ήδη από τη δεκαετία του '30. Ο αγώνας, όμως, αυτός δεν μπόρεσε ποτέ να πάρει και κοινωνικό χαρακτήρα με στόχο μία εναλλακτική κοινωνική οργάνωση, βασισμένη σε μία πολυπολιτισμική κοινωνία που θα επιδίωκε την πολιτική και οικονομική ισότητα μεταξύ όλων των Κυπρίων. Αντίθετα, στόχευε αποκλειστικά στην ένωση με την Ελλάδα (πράγμα στο οποίο συνέβαλε αποφασιστικά η από μέρους της ελληνικής ελίτ επιλογή του αρχηγού των δοσίλογων Χιτών Γρίβα στην ηγεσία του) —γεγονός που αναπόφευκτα αποξένωσε τους Τουρκοκύπριους. Έτσι, οι Τουρκοκύπριοι δεν είδαν ποτέ το κίνημα αυτό σαν «δικό τους» και δεν συμμετείχαν σε αυτό. Γεγονός που γρήγορα εκμεταλλεύθηκαν οι Βρετανοί για να χρησιμοποιήσουν την τουρκοκυπριακή κοινότητα ως μέσον συντριβής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Όχι μόνον επανδρώνοντας τα σώματα ασφαλείας βασικά με Τ/Κ (εφόσον για τους Ε/Κ η κατάταξη στα σώματα αυτά, δικαίως, αποτελούσε προδοσία), αλλά ακόμη και τηρώντας μία στάση ανοχής, αν όχι και υπόθαλψης, στην ανάπτυξη οργανώσεων όπως η Βολκάν/ΤΜΤ που στόχευαν σε επιθέσεις κατά Ε/Κ πολιτών, οι οποίες αναγκαστικά ενέτειναν τον φαύλο κύκλο βίας με την ΕΟΚΑ (βλ. C. Hitchens, Cyprus: Hostage to History, 1997, σελ. 39-50).

Η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η δημιουργία μιας χρόνιας αντιπαλότητας μεταξύ Ε/Κ και Τ/Κ, που την ενίσχυσαν περαιτέρω οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (τις οποίες προώθησε ο «εθνάρχης» Καραμανλής, σε αντάλλαγμα της επιλογής του για την πρωθυπουργία από τους Αμερικανούς και το Παλάτι) που καθιέρωσαν μια εντελώς δυσανάλογη προς τον πληθυσμό των Τ/Κ εκπροσώπηση στα κρατικά όργανα. Η αντιπαλότητα αυτή, η οποία πήρε δραματικές διαστάσεις σύγκρουσης στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν σημειώθηκαν μαζικές αγριότητες κατά των Τ/Κ στα χέρια των εθνικιστών της ΕΟΚΑ Β πολλοί από τους οποίους πίστευαν στη «λύση» του Κυπριακού μέσω της εξολόθρευσης των Τουρκοκυπρίων όπως είχε αποκαλύψει ο Μακάριος (στο ίδιο, σελ. 39) οδήγησε στην οριστική αποξένωση της τουρκοκυπριακής μειονότητας από την ελληνική πλειονότητα.

Όμως, για αυτή την αποξένωση δεν ευθύνεται μόνον η δυτική ελίτ που επέβαλε το συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο όξυνε τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Ανάλογη ευθύνη φέρει και το οικονομικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς, που αναγκαστικά ευνοούσε την ελληνοκυπριακή πλειονότητα, και ιδιαίτερα τα προνομιούχα στρώματα σε αυτήν, σε βάρος της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Και αυτό, διότι σε οποιαδήποτε κοινωνία που στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς το πιο αναπτυγμένο τμήμα της (οικονομικά, τεχνολογικά κ.λπ.) πάντα επιβάλλει, μέσω των μηχανισμών της αγοράς, την κυριαρχία του στα πιο αδύνατα τμήματα. Αυτό ακριβώς συνέβαινε με την ελληνοκυπριακή κοινότητα, που ήλεγχε σχεδόν απόλυτα την οικονομική ζωή της χώρας, πράγμα που διεύρυνε συνεχώς την τεράστια ανισότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων, δημιουργώντας την εντύπωση στους Τ/Κ ότι αποτελούν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Το κλίμα αυτό αποξένωσης το οποίο εκμεταλλευόντουσαν οι εθνικιστικοί κύκλοι και από τις δυο πλευρές αποτελούσε το ιδεώδες πλαίσιο μέσα στο οποίο ο εγκληματίας Κίσινγκερ μπορούσε να αρχίσει τη διαδικασία εφαρμογής ενός σχεδίου διχοτόμησης του νησιού, την πολιτική δηλαδή που υιοθέτησε το Αμερικανικό τμήμα της ελίτ το οποίο έγινε ηγεμονικό στη περιοχή μετά την κατάρρευση της Βρετανικής αποικιοκρατίας. Το σχέδιο αυτό διχοτόμησης ολοκληρώθηκε με τη βοήθεια των εθνικιστών και από τις δύο πλευρές: την απόπειρα της χούντας για ένωση από τη μια πλευρά, την κτηνώδη τουρκική εισβολή από την άλλη και τις συνοδευτικές αγριότητες και από τις δυο. Το σχέδιο επομένως της δυτικής ελίτ, το οποίο υλοποίησε το 1974 ο γνωστός εγκληματίας πολέμου Κίσινγκερ (βλ. C. Hitchens -πριν από την πρόσφατη μεταμόρφωσή του σε απολογητή της Νέας Τάξης- The Trial of Henry Kissinger, 2001) μέσω του πραξικοπήματος των Ιωαννίδη και Σαμψών που πίστευαν ότι έτσι θα πετύχαιναν την ένωση με την Ελλάδα στην πραγματικότητα απέβλεπε στην ντε φάκτο διχοτόμηση της Κύπρου, σε συμπαιγνία με την τουρκική ελίτ που διεκπεραίωσε την εισβολή. Μια εισβολή που στοίχισε τη ζωή ή τον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων Ε/Κ, καθώς και (πολύ λιγότερων βέβαια) Τουρκοκυπρίων.

Μόλις ολοκληρώθηκε η ντε φάκτο διχοτόμηση του νησιού το 1974, τέθηκε σε κίνηση η διαδικασία για την de jure αναγνώριση και νομιμοποίηση της διχοτόμησης που επιδίωκε η υπερεθνική ελίτ για τους δικούς της λόγους. Οι λόγοι αυτοί έχουν να κάνουν με την κρίσιμη γεωπολιτική θέση της Κύπρου, απέναντι σχεδόν από την Παλαιστίνη και σε «απόσταση βολής» από το Ιράκ, τις δύο περιοχές όπου την τελευταία δεκαετία διεξάγονται οι μεγαλύτερες σφαγές μετά τις ναζιστικές. Οι ομοιότητες μεταξύ των τριών αυτών περιοχών (Κύπρος, Παλαιστίνη, Ιράκ) είναι εντυπωσιακές. Και στις τρεις, η υπερεθνική ελίτ και οι κατά τόπους τοποτηρητές της στη σιωνιστική και τουρκική ελίτ ματοκυλούν τους λαούς για να επιβάλουν τα στρατηγικά τους σχέδια. Την ωμή στρατιωτική βία ακολουθεί πάντα η πολιτική και οικονομική βία, με στόχο τη νομιμοποίηση των καταλήψεων εδαφών, των εισβολών και της κατοχής και τη δημιουργία εθνοκαθαρμένων προτεκτοράτων. Απώτερος στόχος και στις τρεις περιπτώσεις, η πλήρης ενσωμάτωση των λαών της Παλαιστίνης, της Κύπρου και του Ιράκ στη νέα πολιτική και οικονομική τάξη της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, που εξασφαλίζει την οικονομική και πολιτική κυριαρχία, καθώς και την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής από την υπερεθνική και τις ντόπιες ελίτ.

Το σχέδιο Ανάν, επομένως, που δεν είναι τίποτα άλλο από το σχέδιο της υπερεθνικής ελίτ για την επιβολή της νέας τάξης στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και οι αντίστοιχες «λύσεις» που συζητούνται ή εφαρμόζονται μονομερώς όσον αφορά την Παλαιστίνη («οδικός χάρτης και «λύση Σαρόν» αντίστοιχα) και το Ιράκ (ψευδό-σύνταγμα και δήθεν «παράδοση εξουσίας» σε ένα καθεστώς μαριονέτα) έχουν έναν κοινό παρονομαστή: τη μέσω της ηγεμονίας της βίας «νομιμοποίηση» των πολιτικό-οικονομικών αλλαγών που επιτεύχθηκαν με την ωμή στρατιωτική βία, η οποία, ιδανικά (για την υπερεθνική ελίτ) θα πρέπει να γίνει και με τη «βούλα» της λαϊκής επιδοκιμασίας. Έτσι, εξασφαλίζεται και η εξαπάτηση των λαών για τον δήθεν δημοκρατικό χαρακτήρα της Νέας Τάξης, που στηρίζεται άλλωστε παντού σήμερα σε ελεγχόμενες «δημοκρατίες» παρά σε δικτατορικά καθεστώτα, όπως στις δεκαετίες του '60 και του '70. Μολονότι όμως και οι τρεις αυτές  περιπτώσεις έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι η στρατιωτική βία (της τουρκικής ελίτ, των Σιωνιστών ή της υπερεθνικής ελίτ αντίστοιχα) δημιούργησε τα απαραίτητα τετελεσμένα γεγονότα για την επιβολή της θέλησης των ελίτ αυτών σε βάρος των λαών, υπάρχει και μια σημαντική διαφορά μεταξύ τους που αφορά τον τρόπο νομιμοποίησης των τετελεσμένων γεγονότων.

Έτσι, στην περίπτωση του Ιράκ, όπου διακυβεύονται άμεσα τα συμφέροντα της ίδιας της υπερεθνικής ελίτ, δεν χρειάζονται καν «διαπραγματεύσεις». Η θέλησή της θα επιβληθεί μόνο με τη συντριπτική στρατιωτική υπεροχή της --μολονότι ο καυγάς για τη μοιρασιά στα λάφυρα μεταξύ των Αμερικανοβρετανικών και Ευρωπαϊκών τμημάτων της υπερεθνικής ελίτ οδήγησε τελικά στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης μόνο από το Ανερικανοβρετανικό τμήμα της. Αντίθετα, στην περίπτωση της Κύπρου και της Παλαιστίνης, η υπερεθνική ελίτ παίζει τον ρόλο του αμερόληπτου «τρίτου», αλλά επιτρέπει στα πελατειακά καθεστώτα που επέβαλαν την ένοπλη κυριαρχία τους να αγνοούν τις δεκάδες αποφάσεις του ΟΗΕ, που ζητούσαν την απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων και την επιστροφή των προσφύγων στα εδάφη απ' όπου ξεριζώθηκαν. Στις περιπτώσεις αυτές, οι ελίτ των αδύνατων μερών (Ελληνοκυπρίων ή Παλαιστινίων) καλούνται τώρα σε «διαπραγματεύσεις» για τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων, την οποία δημιούργησε η κτηνώδης στρατιωτική βία -που εξαπολύθηκε με την έγκριση των δυτικών ελίτ στο παρελθόν. Στις διαπραγματεύσεις όμως αυτές υπάρχουν πάντα μερικά αδιαπραγμάτευτα στοιχεία, που αποτελούν και την ουσιαστική αιτία για την αρχική χρησιμοποίηση της ένοπλης βίας από τις κυρίαρχες ελίτ. Για παράδειγμα, η επιστροφή όλων των ξεριζωμένων προσφύγων από τα εδάφη που κατέκτησαν οι κυρίαρχοι στρατοί,  η επιστροφή όλων των εδαφών τους, και φυσικά οι νέες σχέσεις δύναμης είναι αδιαπραγμάτευτα στοιχεία. Αντίθετα, θα πρέπει να δεχτούν κάποια «ρεαλιστική» λύση, που θα επιτρέψει την επιστροφή μέρους μόνον των προσφύγων και των εδαφών και την ουσιαστική μετατροπή σε προτεκτοράτα της Παλαιστίνης και της Κύπρου. Έτσι επιτυγχάνεται και ο στόχος της υπερεθνικής ελίτ να δημιουργηθούν και άλλα αλληλομισούμενα εθνοκαθαρμένα κρατίδια, σαν αυτά που δημιούργησε στη Γιουγκοσλαβία, που θα επιτρέπουν στην οικονομία της αγοράς να «κάνει τη δουλειά της» ανενόχλητα: δηλαδή τη συσσώρευση πλούτου και δύναμης στα χέρια των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων.

Στη περίπτωση της Κύπρου ειδικότερα, το σχέδιο που φέρει το όνομα του ατζέντη της υπερεθνικής ελίτ βελτιώνει και επαυξάνει τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου, δίνοντας στην τουρκοκυπριακή κοινότητα πολιτική δύναμη πολύ μεγαλύτερη της πληθυσμιακής αναλογίας της και στην τούρκικη ελίτ δικαίωμα ουσιαστικού πολιτικό-στρατιωτικού έλεγχου του νησιού. Συγχρόνως, θεσμοποιεί ακόμη περισσότερο τον καθοριστικό ρόλο της υπερεθνικής ελίτ, εφόσον όχι μόνον ορίζει, όπως και οι συμφωνίες Ζυρίχης—Λονδίνου, ότι, σε περίπτωση διαφωνιών μεταξύ των δύο κοινοτήτων, αυτές θα επιλύονται τελικά από την καθοριστική ψήφο των ξένων δικαστών στο ανώτατο δικαστήριο, αλλά και προβλέπει -προφανώς για να ικανοποιηθούν οι πολιτικοστρατιωτικοί στόχοι της υπερεθνικής ελίτ- ότι η Κύπρος δεν θα χρησιμοποιείται για διεθνείς στρατιωτικές επιχειρήσεις χωρίς τη συναίνεση της Ελλάδας και της Τουρκίας Παράλληλα, οι κυρίαρχες βρετανικές βάσεις παραμένουν στη θέση τους (έστω και αν παραχωρούνται…χωράφια που αντιστοιχούν στο 50% της πελώριας εδαφικής έκτασης τους που φθάνει το 3% της συνολικής έκτασης του νησιού) για να συνεχίσουν το έργο τους ως κατασκοπευτικού κέντρου των επικοινωνιών σε ολόκληρη τη Μ. Ανατολή, αλλά και ως χερσαίου αεροπλανοφόρου για το ΝΑΤΟ, στον νέο του επιθετικό ρόλο σε σχέση με τον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» που συμφωνήθηκε  στην Πράγα το 2001. Το σχέδιο Ανάν, επομένως, πρωταρχικά επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της υπερεθνικής ελίτ, δευτερευόντως (λόγω του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των ντόπιων ελίτ) της τουρκικής-τουρκοκυπριακής ελίτ και, σε τρίτη μοίρα, αυτών της ελληνικής-ελληνοκυπριακής ελίτ.

Με βάση τα παραπάνω, δεν είναι λοιπόν περίεργη η λυσσασμένη εκστρατεία που ξεκίνησε, την επόμενη κιόλας του δημοψηφίσματος, από την υπερεθνική και τις ντόπιες ελίτ με…αριστερό ψάλτη τη ρεφορμιστική Αριστερά, για την ανάγκη νέου δημοψηφίσματος που θα υφάρπαζε τελικά τη λαϊκή έγκριση του διχοτομικού σχεδίου που ονομάζουν απατηλά σχέδιο επανένωσης της Κύπρου. Έτσι φανερώνεται γι’ άλλη μία φορά το είδος «δημοκρατίας» στην οποία πιστεύουν οι ελίτ, οι οποίες, όταν τα δημοψηφίσματα δεν αντιστοιχούν στις επιδιώξεις τους, δεν διστάζουν ν’ αρνηθούν και τα αποτελέσματα της λαϊκής ετυμηγορίας, έστω και αν εκδηλώνεται μέσω αυτού που ονομάζουν «δημοκρατικές διαδικασίες» και να διεξάγουν νέα δημοψηφίσματα μέχρι να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα (βλ. π.χ. τα αλλεπάλληλα δημοψηφίσματα για την ΕΟΚ στη Δανία). Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τελικά οι ελίτ θα επιβάλλουν τη θέληση τους για τη «νομιμοποίηση» της διχοτόμησης του νησιού, ιδιαίτερα αν καταφέρουν, με τη βοήθεια της ρεφορμιστικής Αριστεράς που εκφράζει στην Κύπρο κυρίως το ΑΚΕΛ, να διασπάσουν το μέτωπο του “όχι”, σε αντάλλαγμα κάποιων ψευτο-τροποποιήσεων του Σχεδίου Ανάν που θα άφηναν ανέγγιχτες όλες τις βασικές ρυθμίσεις του. Προς το παρόν όμως οι ντόπιες και ξένες ελίτ απέτυχαν παταγωδώς να επιβάλλουν τη διχοτόμηση με την έγκριση του ίδιου του λαού, όπως αγωνιζόντουσαν να επιτύχουν, κάνοντας φανερό στην πορεία ότι η Νέα Τάξη δεν είναι παντοδύναμη αν έχει αντιμέτωπη την αντίσταση ενός ενωμένου λαού, είτε πρόκειται για το Ιράκ, την Παλαιστίνη, ή την Κύπρο.  

 

Το  «Όχι» στις ντόπιες ελίτ και τη ρεφορμιστική Αριστερά

Το “όχι” όμως των Ε/Κ δεν ήταν μόνο μια άρνηση στα μηχανεύματα της υπερεθνικής ελίτ αλλά, ίσως  περισσότερο, ένας κόλαφος στις ντόπιες ελίτ, Ελληνικές και Κυπριακές, που τάχθηκαν υπέρ του «ναι» με τη συμπαιγνία της ρεφορμιστικής Αριστεράς που τις σιγοντάριζε. Έτσι, με το δημοψήφισμα έγινε ιδιαίτερα φανερός ο ρόλος του εντολοδόχου της υπερεθνικής ελίτ που παίζουν οι ντόπιες ελίτ, με πρωταγωνιστή το «νέο» ΠΑΣΟΚ και δήθεν «συρόμενη» από πίσω του την ΝΔ, καθως και τα αντίστοιχα κόμματα στην Κύπρο (Κληρίδης, Βασιλείου κλπ). Μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημαντικό τμήμα του “όχι” μπορεί να οφείλεται σε εθνικιστικούς λόγους που εξέφρασε και τμήμα της Κυπριακής ελίτ λόγοι που κάλλιστα μπορεί να υποκρύπτουν ακόμη και την απροθυμία κάποιων να συμβιώσουν οι δυο κοινότητες ήταν τόσο συντριπτικό το ποσοστό υπέρ της άρνησης του σχεδίου που δεν αφήνει αμφιβολία ότι επρόκειτο για ένα παλλαϊκό και όχι απλώς εθνικιστικό «όχι».

Αλλά και το “ναι” των Τ/Κ που φαινομενικά παρουσιάζεται σαν έγκριση των σχεδίων της υπερεθνικής ελίτ, στην πραγματικότητα, ήταν ένα εξίσου βροντερό “όχι” κατά της ντόπιας εθνικιστικής ελίτ που με τη βοήθεια των στρατευμάτων κατοχής επέβαλε την εξουσία της τούρκικης ελίτ και στους ίδιους τους καταπιεσμένους Τ/Κ. Όπως εύστοχα παρατηρούσε παλιότερα το Τούρκικο ΚΚ (ανακοίνωση γεν. γραμματέα της 3/12/02). σε σχέση με το Σχέδιο Ανάν, είναι «η μεσοαστική τάξη της Τουρκίας που παράγει στρατοκρατία σήμερα, ακριβώς όπως το 1974...Η Κύπρος στο σχέδιο Ανάν δεν είναι ούτε ενωμένη ούτε ανεξάρτητη, ούτε απαλλαγμένη από τις ξένες βάσεις και στρατούς». Είναι φανερό λοιπόν ότι ο Τ/Κ λαός στη μεγάλη πλειοψηφία του, παρά την άμεση και έμμεση βία που άσκησαν οι εθνικιστικοί κύκλοι, τελικά ψήφισε «ναι» μόνο και μόνο για να απαλλαχτεί από την ντόπια εθνικιστική ελίτ και την Τούρκικη πατρωνία, με τη (φρούδα) ελπίδα ότι η ένταξη στην ΕΕ θα έλυνε και τα πελώρια οικονομικά προβλήματα τους.

Όσον αφορά τον ρόλο της Αριστεράς, η απροκάλυπτη βία στην οποία καταφεύγει σήμερα η υπερεθνική ελίτ για να επιβάλει τη νέα τάξη έχει ήδη οδηγήσει σε δυο μορφές αντίδρασης. Η μία είναι η γνωστή αντίδραση της ρεφορμιστικής Αριστεράς, η οποία, μέσω του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ (ΠΚΦ) και των παραρτημάτων που κτίζει σε κάθε ήπειρο και χώρα χωριστά, έχει ήδη οδηγήσει σε αδιέξοδο το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης. Το «κίνημα» αυτό, μετά το «καπέλωμά» του από το ΠΚΦ, που χρηματοδοτούν η Monde Diplomatique, το ίδρυμα Φορντ κ.ο.κ., ήδη χάνει τον αρχικό αντικαπιταλιστικό του χαρακτήρα και μετατρέπεται -όπως ήταν η βασική επιδίωξη των χρηματοδοτών του- σε ανώδυνο μέτωπο κατά του νεοφιλελευθερισμού, που αποδέχεται ρητά την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Είναι όμως φανερό ότι όσο η ρεφορμιστική Αριστερά είναι ηγεμονική και επιβάλλει την άποψή ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι απλώς θέμα πολιτικής που με παρόμοιες εκδηλώσεις θα μπορούσε ν’ ανατραπεί διότι δήθεν «το σύστημα βρίσκεται σε αδιέξοδο» (επωδό που επαναλαμβάνει τα τελευταία… 200 χρόνια από την εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς!) τόσο η υπερεθνική ελίτ θα αποθρασύνεται. Γι’ αυτό και είναι σήμερα επιτακτική η ανάγκη οικοδόμησης ενός μαζικού αντισυστημικού κινήματος για τον 21ο αιώνα, το οποίο (μετά την αποτυχία του κρατικιστικού σοσιαλισμού) μόνο κίνημα για τη δημιουργία μιας παγκοσμιοποίησης των λαών που θα θεμελιωνόταν σε μια περιεκτική δημοκρατία θα μπορούσε να ήταν.

Από τη σκοπιά αυτή, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι ιδιαίτερα σημαντικό διότι αποκάλυψε τον πραγματικό ρόλο της ρεφορμιστικής Αριστεράς σαν το δεκανίκι των ελίτ. Το “όχι” ήταν επίσης ένα βροντερό “όχι” στη ρεφορμιστική Αριστερά (ΣΥΝ, ΑΚΟΑ, Δίκτυο για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα, Οικολόγοι-Πράσινοι κλπ) που πήραν γενικά θετική θέση υπέρ του Αναν —κάποιοι με μερικές «επιφυλάξεις» για το τελικό κείμενο— ενώ το συνήθως λαλίστατο Κοινωνικό Φόρουμ έλαμψε δια της απουσίας του από τις εκδηλώσεις κατά του “όχι”, επιβεβαιώνοντας τον βασικά ρεφορμιστικό χαρακτήρα του. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το ηλεκτρονικό όργανο της ρεφορμιστικής Αριστεράς, το Αθηναϊκό Ιντιμιντια, στο οποίο δινόταν η εντύπωση, μετά το γνωστό και δοκιμασμένο μανιπουλάρισμα των σχολίων για την Κυπρο από τη Συντακτική Ομάδα (δηλ. κρύψιμο αντίθετων σχολίων, δημιουργία «πλήθους» υπέρ του ΝΑΙ από τους ρεφορμιστές που το ελέγχουν και η υπογραφή με πολλαπλά ψευδώνυμα, χυδαιολογικές επιθέσεις κατά των πολιτικών της αντίπαλων --θύμα της οποίας υπήρξε συχνά και ο υπογράφων από ανώνυμους κουκουλοφόρους), ότι το «ναι» υπερψηφούσε, ή τουλάχιστον ισοψηφούσε μεταξύ των (ηλικιακά νέων) χρηστών, τη στιγμή που όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν το ακριβώς αντίθετο!

Έτσι, η διαμάχη που ανέκυψε στην Ελλάδα για τη στάση έναντι του σχεδίου Αναν ξεκαθάρισε ακόμη περισσότερο το τοπίο στην Αριστερά, που ήταν αρκετά θόλο μετά την αντίστοιχα θολή στάση που είχε κρατήσει η ρεφορμιστική Αριστερά στους πόλεμους της υπερεθνικής ελίτ και ιδιαίτερα στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας». Σύσσωμη η ελίτ της ρεφορμιστικής Αριστεράς (παραμερίζοντας ακόμη και σημαντικό τμήμα της βάσης της που διαφωνούσε) συντάχθηκε με τις ξένες και ντόπιες ελίτ, παρουσιάζοντας μάλιστα κατά Γκεμπελικό τρόπο ως εθνικιστική τη θέση του “όχι”, έστω και αν υποστηριζόταν με σαφή διεθνιστικά επιχειρήματα από σύσσωμη την αντισυστημική Αριστερά, Ελληνική και Τούρκικη! Το δήθεν διεθνιστικό “ναι” της στηριζόταν στην  «επανένωση» που δήθεν θα έφερνε η λύση Αναν, η οποία υποτιθέμενα θα ευνοούσε τη δυναμική για κοινούς αγώνες. Και αυτό, «ξεχνώντας» ότι ο συνδυασμός της λύσης Αναν με την ένταξη του νησιού στην ΕΕ σαφώς θα ωφελούσε τους οικονομικά ισχυρότερους (όπως κάνει το άνοιγμα των αγορών παντού) —που στην προκείμενη περίπτωση σημαίνει τους Ε/Κ— ενισχύοντας συνακόλουθα ακόμη περισσότερο τις εθνικιστικές φυγόκεντρες δυνάμεις και κάνοντας περισσότερο δύσκολη την ανάπτυξη κοινού κινήματος. Η στάση αυτή της ρεφορμιστικής Αριστεράς αποτελεί μάλιστα πρόκληση όταν φθάνει στο σημείο αθλιότητας να χαρακτηρίζει εθνικιστικά τα «όχι» των λαών της Κύπρου ή της Παλαιστίνης στα σχέδια των ελίτ και τρομοκράτες αυτούς που παλεύουν κατά της Τάξης αυτής, μόνο και μόνο για να συγκαλύψει την ενσωμάτωσή της στη Νέα Τάξη! Και αυτό, διότι μόνον ο αγώνας για μία Νέα Τάξη βασισμένη σε μια πραγματική δημοκρατία και ισότητα μπορεί να είναι διεθνιστικός σήμερα και όχι, όπως προτείνει η Αριστερά αυτή, ο αγώνας για τη βελτίωση της Νέας Διεθνούς Τάξης, που έχει οδηγήσει στη σημερινή παγκόσμια βαρβαρότητα.

Συμπερασματικά, πραγματική λύση στο Κυπριακό μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από τον αγώνα ενός ενιαίου λαϊκού κινήματος, που θα στόχευε στη δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής συνομοσπονδίας των λαών (όχι των κρατών που ελέγχουν οι ελίτ), η οποία θα εξασφάλιζε την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών ανεξάρτητα από φύλο και εθνότητα ή πολιτιστική ταυτότητα. Αυτό σημαίνει ότι το κίνημα αυτό πρέπει όχι μόνο να επιδιώκει την εξαφάνιση της ηγεμόνευσης της υπερεθνικής ελίτ και των παραρτημάτων της στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο, αλλά να στρέφεται εναντίον κάθε ελίτ, δηλαδή να είναι ανατρεπτικό και να προσβλέπει σε ένα θεσμικό πλαίσιο πέρα από αυτό της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Η απόρριψη του σχεδίου Αναν θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν καταλύτης για να πείσει τον κυπριακό λαό ότι η λύση θα προέλθει μόνο μέσα από τους ίδιους και για τους ίδιους, άμεσα, χωρίς τις παρεμβάσεις των ξένων και ντόπιων ελίτ.

Παρόμοιος αγώνας όμως για μια πολυπολιτισμική συνομοσπονδία, που θα επέτρεπε την αρμονική συμβίωση λαών με διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες, προϋποθέτει την γενική περιθωριοποίηση των εθνικιστικών τάσεων –πράγμα το οποίο κάθε άλλο παρά θα πετύχαινε η λύση Αναν και η παράλληλη ένταξη στην ΕΕ που θα νομιμοποιούσαν τη διχοτόμηση και θα όξυναν παραπέρα τις οικονομικές διαφορές μεταξύ των κοινοτήτων. Εάν αντίθετα, το «όχι» είναι απλώς προσωρινό και οδηγήσει σύντομα σε ένα «ναι», ή ακόμη και αν οριστικοποιηθεί αλλά επικρατήσουν τελικά οι εθνικιστικοί κύκλοι, το μέλλον είναι δυσοίωνο για τον πολύπαθο κυπριακό λαό, ελληνόφωνο και τουρκόφωνο.

 

      

 

Επιστροφή