Ολυμπιάδα, Εθελοντισμός και Κοινωνία των Πολιτών

ΦΩΤΑΚΗΣ ΑΧΙΛΛΕΑΣ  



Πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία για το θέμα του εθελοντισμού ενόψει και της Ολυμπιάδας του 2004. Όπως θα δούμε στη συνέχεια ο εθελοντισμός δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο στη χώρα. Η Ολυμπιάδα του 2004 βέβαια είναι επιπλέον μια ευνοϊκή συγκυρία για τις ελληνικές κυρίαρχες ελίτ ώστε αυτό το ρεύμα του εθελοντισμού, που ήδη υπάρχει, να αυξηθεί και ο λόγος περί αυτού να διαδοθεί σε κάθε πολίτη. Το παρόν άρθρο θα επικεντρωθεί σε δύο κυρίως σημεία: α) την εγγενή και ιδιαίτερη πολιτική φύση του εθελοντισμού και β) την εμφάνιση του συγκεκριμένου φαινομένου στην Ελλάδα και την παρούσα σύνδεσή του με τους Ολυμπιακούς Αγώνες.          

Ο εθελοντισμός, που είναι αρκετά πιο διαδεδομένος φυσικά στη Δύση, έχει τα ερείσματά του σε θέματα όπως είναι: η κατάσταση του Τρίτου Κόσμου, η οικολογία, οι μειονότητες, τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικά, η φιλανθρωπία κτλ. Φαίνεται λοιπόν καταρχήν ως μια πολιτική που υπερασπίζεται τους αδυνάτους και προσπαθεί να διεκδικήσει το χώρο της στο πεδίο της πολιτικής πραγματικότητας. Η πολιτική αυτή, όμως, δεν μπορεί να εξηγηθεί με μια αντίληψη της ιστορίας που βλέπει τα πράγματα μόνο «από τα κάτω» ή μόνο «από τα πάνω». Από τη μια, ο εθελοντισμός ξεκινά από μια ανάγκη της κοινωνίας στη συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα, στη δημόσια σφαίρα. Από την άλλη, και μόνη της η παραπάνω πρόταση υπονοεί ότι αυτή η συμμετοχή στα «πράγματα» έχει περιοριστεί ή έχασε τον προσανατολισμό της σε κάποια χρονική περίοδο. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι τις πρώτες προσπάθειες συγκρότησης αυτού που λέμε σήμερα «Κοινωνία των Πολιτών» τις συναντάμε αμέσως μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Η απογοήτευση και η δυσπιστία απέναντι στην πολιτική που είχαν ως αποτέλεσμα τα δύο μεγάλα σφαγεία του 20ου αιώνα απέφεραν και μια αποδυνάμωση των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων (κόμματα, συνδικάτα). Όμως το ότι η σοσιαλδημοκρατία επικράτησε σχεδόν παντού στη Δύση συνηγόρησε υπέρ της αναβολής σχηματισμού μιας συγκροτημένης ιδεολογίας γύρω από την «κοινωνία των πολιτών». Το μεγάλο όπλο της σοσιαλδημοκρατίας, η «Κοινωνική Πρόνοια» (στην υγεία, την ασφάλιση και την εκπαίδευση) πέρα από κάποιες επιμέρους συγκρούσεις εδώ κι εκεί, εδραίωσαν στη Δύση αυτό που πέρασε ως το νέο «κοινωνικό συμβόλαιο». Ήταν αναμφισβήτητα η εποχή της σχετικής ευημερίας για το δυτικό καπιταλισμό. Όταν όμως η σοσιαλδημοκρατία υποχώρησε σχεδόν παράλληλα με την κατάρρευση του υπαρκτού «σοσιαλισμού» και φάνηκαν τα πρώτα σημάδια αυτής της διαδικασίας που αποκαλούμε σήμερα διεθνοποίηση του καπιταλισμού, το περίφημο «κοινωνικό συμβόλαιο» κατέληξε στα σκουπίδια. Όλες οι κατακτήσεις στον εργασιακό τομέα, στο πολιτικό επίπεδο και αλλού άρχισαν να δέχονται επίθεση και τα διάσημα συνδικάτα του 19ου και 20ου αιώνα φυσικά δεν ήταν εκεί για να αντισταθούν. Το ξεπούλημα και η γραφειοκρατία του συνδικαλισμού ήταν ικανές συνθήκες μαζί με την παράλληλη άνοδο της νεοφιλελεύθερης/σοσιαλφιλελεύθερης ιδεολογίας και αυτής της «κοινωνίας των πολιτών» για τη δυσπιστία απέναντι στις παραδοσιακές μορφές αντίστασης στις επιθέσεις Κεφαλαίου και Κράτους. Το Κράτος άρχισε να αποδυναμώνεται οικονομικά και το επίπεδο λήψης οικονομικών αποφάσεων μεταφέρθηκε σταδιακά σε υπέρ-εθνικές δομές. Το Κεφάλαιο από την άλλη άρχισε να διεθνοποιείται βίαια (καταστολή στη Δύση και πόλεμοι σε Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Αφγανιστάν) ή όχι (τακτική συναίνεσης με κάποια στρώματα του δυτικού πληθυσμού). Το καινούργιο ωστόσο στοιχείο αυτής της εποχής είναι η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς (άνοιγμα-απελευθέρωση αγορών κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας, ιδιαίτερα μέσα στα μπλοκ). Η Αριστερά σε μεγάλο βαθμό μακριά, πλέον, από τις ριζοσπαστικές λύσεις υποχώρησε και η «ΚτΠ» ανέλαβε στη θέση της τελευταίας μια αντί-κρατιστική πολιτική. Ο Τάκης Φωτόπουλος στο «Μύθο της ιδεολογίας των πολιτών» σχολιάζει τη σχέση του «αντί-κρατισμού» του εθελοντισμού με την αριστερά: «Από τη μεριά της αριστεράς, η επίθεση κατά τoυ κρατισμoύ πάιρvει τη μoρφή της vέας τάσης για τηv εvίσχυση της "κoιvωvίας πoλιτώv", δηλαδή αυτόvoμωv απo τη κρατική εξoυσία κoιvωvικώv θεσμώv (ΜΜΕ, συvδικάτα, τoπική αυτoδιoίκηση κλπ) και κιvήσεωv πoλιτώv. Η τάση αυτή ξεκίvησε στov Δεύτερo Κόσμo όπoυ, σαv αvτίδραση στηv ιδεoλoγία της Τρίτης Διεθvoύς, αvαπτύχθηκε σειρά αvτι-γραφειoκρατικώv κιvημάτωv, απo τηv Πoλωvική Αλληλεγγύη μέχρι τις κιvήσεις για αvθρωπιστικό κoμμoυvισμό κλπ. Στη συvέχεια, χάρις στη θεωρητική δoυλειά τωv μovτέρvωv σoσιαλδημoκρατώv γύρω απo τov Γερμαvό φιλόσoφo Χάμπερμας, η vέα αυτή τάση επεκτάθηκε στov Πρώτo Κόσμo και επηρεάζει σήμερα απoφασιστικά σoσιαλδημoκράτες, oικo-σoσιαλιστές και αλλoυς».

Αφού το Κράτος, λοιπόν, δεν αναλάμβανε τη βοήθεια στους αδυνάτους της Δύσης και του 3ου κόσμου, κάποιοι έπρεπε να το κάνουν (1). Η Κοινωνία των Πολιτών στηρίχθηκε όχι μόνο στη χριστιανική φιλευσπλαχνία για αυτό αλλά και στο αίσθημα αλληλεγγύης των πολιτών. Η «ΚτΠ» λειτουργεί κυρίως μέσω του εθελοντισμού και των κυρίαρχων δομών της, τις Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις. Ενώ λοιπόν το Κράτος πλέον δεν μπορεί να αναλάβει μέσω της Πρόνοιας την προστασία των πολιτών του πχ στο οικολογικό επίπεδο, υπάρχουν οι διάφορες οργανώσεις, ΜΚΟ ή άλλες, που στοχεύουν ακριβώς εκεί, να αναλάβουν ότι το Κράτος πλέον σήμερα δεν μπορεί να κάνει είτε πιέζοντας τα κέντρα λήψης αποφάσεων, είτε δίνοντας άμεση υλική αρωγή σε αυτόν που τη χρειάζεται, είτε εφαρμόζοντας μια δράση μικρό-πολιτικού ακτιβισμού. Όλα αυτά αν και ικανοποιούν τις ευαισθησίες των δρώντων υποκειμένων για την καταπολέμηση της φτώχειας, της αδικίας και του αποκλεισμού στον κόσμο, δε θίγουν άμεσα όμως τα προβλήματα που υποτίθεται ότι θέλουν να λύσουν. Κι αυτό όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα από πολλές μικρές και διασκορπισμένες ομάδες αλλά γιατί, πρώτα και κύρια, μια τέτοια δράση δε θέλει να θίξει την εξουσία των κέντρων λήψης αποφάσεων. Ο ακτιβισμός του εθελοντισμού γυρνά στον εαυτό του ουσιαστικά γιατί ικανοποιεί ευκαιριακά μια άμεση ανάγκη χωρίς να μιλά για το ποιος ευθύνεται για το πρόβλημα ή δημιούργησε την ανάγκη. Με το να μη θίγει, όμως, κάποιος τα συστημικά αίτια του προβλήματος του 3ου κόσμου αλλά να γκρινιάζει συνεχώς για τα αποτελέσματα του προβλήματος μόνο, συχνά αναπαράγει το ίδιο το πρόβλημα… Και γιατί αυτό? Μα επειδή συνεχίζει να αναπαράγει τον κυνισμό των κυρίαρχων ελίτ και του Κράτους δίνοντάς τους ένα άλλοθι ότι «το άτομο μπορεί να αναλάβει τα καθήκοντα τους». Το Κράτος είναι γνωστό πλέον ότι σιγοντάρει αυτές τις προσπάθειες των, κατά τα άλλα, ΜΚΟ γλιτώνοντας έτσι τα άμεσα και επίσημα κονδύλια που υποτίθεται θα έπρεπε να πληρώσει και τα οποία είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ όσα δίνει φυσικά σ’ αυτές. Παρατηρούμε συχνά δε, το φαινόμενο ακόμη και τα κρατικά χρήματα να μη φτάνουν ποτέ στο σκοπό τους αλλά να τα καταχρώνται οι διάφοροι φιλεύσπλαχνοι εκπρόσωποί τους… Είναι ενδεικτικό επίσης για την Ελλάδα ότι δεν δημοσιεύονται από την αρμόδια ΥΔΑΣ (Υπηρεσία Διεθνούς Αναπτυξιακής Διαδικασίας) τα χρηματικά ποσά που παίρνουν οι ΜΚΟ από το κράτος.

Μια άλλη κριτική σε σχέση με την οργανωτική δομή των ΜΚΟ είναι ότι αποτελούν κλειστές ομάδες ή όταν αποτελούν ανοιχτές καθιερώνουν μια διοικητική ιεραρχία ανάμεσα στα μέλη τους αποκλείοντας οποιαδήποτε δομή οριζόντιας οργάνωσης με αμεσοδημοκρατική λήψη αποφάσεων και ανακλητούς εκπροσώπους. Αυτές οι διαδικασίες, όταν εφαρμόζονται, δεν μετατρέπουν φυσικά μια ΜΚΟ σε μία επαναστατική οργάνωση… Απλώς βλέπουμε να ενισχύεται εδώ η, ούτως ή άλλως, εξαρτημένη φύση των μελών της. Κυρίαρχη σημασία φυσικά έχει το πρόταγμα που έχουν αυτές οι ΜΚΟ, το οποίο, στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ρεφορμιστικό! Σε πολλές εθελοντικές οργανώσεις κυριαρχεί ο «υγιής»… ανταγωνισμός της οικονομίας της αγοράς, γι’ αυτό και τα μέλη τους ανταμείβονται πλουσιοπάροχα όπως συμβαίνει και με εμπορικές εταιρίες. Οι υπόλοιπες πιέζουν για βελτιωτικές αλλαγές στο πλαίσιο της αναδιανομής του παγκόσμιου πλούτου εντός βέβαια του καπιταλιστικού συστήματος. Γι αυτό και η έλλειψη αμεσοδημοκρατικών αποφάσεων και αντιιεραρχικών δομών απλά εμφανίζεται ως φυσική απόρροια και οργανωτική αντανάκλαση των ρεφορμιστικών ή και συστημικών βλέψεων που περιλαμβάνει το πρόταγμά τους.

Δεν είναι κατανοητό, δηλαδή, ότι το σημερινό σύστημα της οικονομίας της αγοράς ευθύνεται κυρίως για την κατάσταση στον 3ο κόσμο μέσα από τη συνεχή καταλήστευση των πρώτων υλών του, μέσα από αποικιοκρατικούς πολέμους, μέσα από τη συνεχιζόμενη δουλεία στην οποία υποχρεώνονται ανήλικοι και ενήλικοι από δυτικές πολυεθνικές, μέσα από την εξαθλίωση που έχουν προκαλέσει τα περίφημα ΠΔΠ (Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής). Στην οικολογία το πρόβλημα είναι ακριβώς το ίδιο. Οι ΜΚΟ κλαψουρίζουν για μια «υγιή ανάπτυξη», ενσωματώνοντας ένα φαντασιακό μιας ορθολογικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπως έχει δείξει ο Καστοριάδης. Επίσης παραπονιούνται για την ανεξέλεγκτη τεχνοεπιστήμη και τα μύρια κακά που έπονται αυτής εις βάρος της Φύσης χωρίς να θίγουν το ζήτημα ότι η τεχνοεπιστήμη ελέγχεται και χρηματοδοτείται από τις κυρίαρχες ελίτ, όπως επίσης έχει δείξει ο Καστοριάδης αλλού. Μιλούν για οικολογική συμπεριφορά που πρέπει να αποκτούν οι πολίτες ατομικά δίχως να λένε ότι στα τελευταία 150 χρόνια καπιταλισμού στον κόσμο έχει γίνει τόση ζημιά στη Φύση, όση δεν έγινε εδώ και 3,000 χρόνια διάφορων κοινωνιών. Οι οικολόγοι εθελοντές αντιμετωπίζουν το περιβαλλοντικό ζήτημα σαν ένα μερικό ζήτημα της κοινωνίας που άπτεται της δημόσιας σφαίρας μόνο σε συγκεκριμένα νομοσχέδια. Κάποιοι άλλοι αναβαθμίζουν το περιβαλλοντικό σε κυρίαρχο ζήτημα της σημερινής πολιτικής ζωής. Και οι δύο τάσεις δε λένε τίποτα ουσιαστικά για το ζήτημα αφού απλά δηλώνουν «οικολόγοι» που δεν ανήκουν ούτε στην αριστερά ούτε στη δεξιά πολιτική παράδοση. Έτσι το θέμα αποπολιτικοποιείται και σχετικοποιείται. Έτσι αυτοί που τόσο κόπτονται για το οικολογικό μέλλον του πλανήτη δεν μπορούν να δουν ότι ο καπιταλισμός τα τελευταία εκατό χρόνια προξένησε ότι ζημιά δεν είχε προκληθεί για χιλιάδες χρόνια. Όμως στοχαστές όπως ο Murray Bookchin και η Janet Biehl έχουν δείξει επανειλημμένα ότι μια σύγχρονη οικολογική συνείδηση δεν μπορεί παρά να είναι ενσωματωμένη σε ένα αμεσοδημοκρατικό πρόταγμα που επιθυμεί την κατάργηση του κεφαλαίου, του κράτους και όλων των ιεραρχιών. Ο ανθρωπισμός και ο ειρηνισμός όταν δεν διεκδικούν την ελευθερία, γίνονται μίζερα έρμαια και αναπαράγουν την καταπίεση.

Αυτή η μερικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν οι ΜΚΟ τα διάφορα προβλήματα δεν εκφράζει όμως μια έλλειψη μόνον ενός σφαιρικού ανατρεπτικού προτάγματος αλλά και μια άκρατη σχετικοποίηση όλων των ζητημάτων. Όλα τα προβλήματα ανατίθενται στο άτομο, το οποίο κρίνεται ικανότερο να τα λύσει σε σχέση με το κράτος. Έτσι ο καθένας δίπλα στις καθημερινές του ασχολίες και με δεδομένη μια ευαισθησία του για τα κοινωνικά θέματα, ασχολείται πχ και με το ζήτημα της οικολογίας. Το φύσει πολιτικό αυτό πρόβλημα υποβαθμίζεται λοιπόν σε μια ατομική ασχολία, όπως τα χόμπι – «Ζούμε στην κοινωνία των λόμπι και των χόμπι» έλεγε σωστά και πάλι ο Καστοριάδης. Είναι επόμενη φυσικά η αποπολιτικοποίηση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού× και εδώ μιλάμε βέβαια για τη βαθιά έννοια της πολιτικής και όχι για το μικρό-πολιτικό ακτιβισμό. Είναι αξιοσημείωτο, δε, ότι οι περισσότεροι εθελοντές προέρχονται από τα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα του πληθυσμού (και στην Ελλάδα), δηλαδή ο κόσμος που κυρίως δέχεται τη νέο-φιλελεύθερη επίθεση. Τα ανώτερα στρώματα, συμμετέχουν κι αυτά στον εθελοντισμό (χαρίζοντας που και που κάποιο ασθενοφόρο ή πυροσβεστικό όχημα στο κράτος) αλλά τα χρήματα που γλιτώνουν από τους φόρους είναι, βέβαια, πολύ περισσότερα…     

Στην Ελλάδα τώρα συγκεκριμένα υπάρχουν ήδη γύρω στις 32,000 ΜΚΟ (!) αριθμός που φαίνεται βέβαια υπερβολικός αλλά πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι πολλές απ’ αυτές δε δραστηριοποιούνται όλο το χρόνο ή δε λαμβάνουν κονδύλια από τον προϋπολογισμό. Και στην Ελλάδα οι ΜΚΟ εντάσσονται μέσα σε τέσσερις «ομπρέλες» οργανώσεων: περιβάλλον, ανθρωπιστική βοήθεια στον Τρίτο Κόσμο, καταναλωτές και ανθρώπινα δικαιώματα. Όσον αφορά τον εθελοντισμό στην Ολυμπιάδα του 2004 υπάρχει προφανώς μια μεγάλη διαφορά. Δεν αφορά εδώ καμία από τις παραπάνω «ομπρέλες» αλλά την εθελοντική εργασία. Η ιδέα του εθελοντισμού, λοιπόν, αν και δεν έχει αναπτυχθεί τόσο παρά το παραπάνω νούμερο (πολύς κόσμος συμμετέχει σε παραπάνω από δύο και τρεις ΜΚΟ πολλές φορές), τώρα ενόψει της Ολυμπιάδας εμφανίστηκε μια «καλή» ευκαιρία να τονωθεί η προπαγάνδα με τηλεοπτικά σποτ και αφιερώματα στον Τύπο. Όμως, όπως φάνηκε και πρόσφατα, αυτή η προπαγάνδα δεν έχει αποδώσει τόσο πολύ. Ο αρθρογράφος της «Ελευθεροτυπίας» (1/4/04) μοιάζει να χαίρεται που 26,000 φαντάροι δήλωσαν συμμετοχή για εθελοντές κατά την Ολυμπιάδα, τονίζοντας το πατριωτικό αίσθημα των νέων. Όμως είναι προφανές ότι αυτός ο μεγάλος αριθμός φαντάρων πήρε αυτή τη μεγάλη απόφαση κυρίως λόγω της απέχθειας του προς τις συνθήκες που επικρατούν στα ελληνικά στρατόπεδα αλλά και του ισχυρού κινήτρου που λαμβάνουν οι επιλεγμένοι εθελοντές στρατιώτες: 20ήμερη τιμητική άδεια! Από τους 26,000 στρατιώτες θα επιλεγούν μόνον οι 6,000 φυσικά γιατί αλλιώς δε θα μείνει κανείς στα στρατόπεδα, δεδομένου ότι ακόμη 50,000 στρατιώτες έχουν δεσμευθεί ήδη από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης ως «εθελοντές». Προφανώς γι αυτούς τους τελευταίους αν δε δεχθούν το πατριωτικό τους καθήκον ίσως τους επιφυλαχθεί 20ήμερη φυλάκιση… 

Στην περίπτωση της Ολυμπιάδας, όπως είπαμε, ο περίφημος εθελοντισμός δεν αφορά τη βελτίωση βέβαια της κατάστασης κάποιας χώρας της Αφρικής ή κάποιο περιβαλλοντικό ζήτημα αλλά οι διοργανωτές της αυτό που θέλουν να αποκομίσουν από τους εθελοντές είναι ένα πράγμα μόνον: η απλήρωτη εργασία. Αυτό το φαινόμενο βέβαια, της εξαρτημένης μη αμειβόμενης εργασίας στην Ελλάδα θεωρείται τουλάχιστον κοροϊδία από τους πολίτες σε συνάρτηση με το ότι το Κράτος μέχρι τώρα το έχει εφαρμόσει μόνο σε αυτούς που δεν το νοιάζουν καθόλου, όπως οι φυλακισμένοι και οι αντιρρησίες συνείδησης οι οποίοι δουλεύουν οκτάωρα ενός μήνα για 70 ευρώ (!). Καθώς η Ελλάδα μπήκε αρκετά γρήγορα στο ισχυρό οικονομικό μπλοκ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με 20 χρόνια «εντατική δουλειά» από τις διάφορες κυβερνήσεις της) δεν μπόρεσε, όπως ήταν φυσιολογικό, να αλλάξει τόσο γρήγορα και νοοτροπίες και ήθη που υπάρχουν γύρω από την εργασία. Για την προσέλκυση των υποψήφιων εθελοντών επιστρατεύθηκε μια άλλη, λοιπόν, κυρίαρχη ιδέα: αυτή του πατριωτισμού. Το «αρχαίο πνεύμα, αθάνατο» ξανάγινε της μόδας προκειμένου όλοι οι εθελοντές να στεγαστούν υπό την ομπρέλα ενός «εθνικού καθήκοντος». Η διοργανωτική επιτροπή του «Αθήνα 2004» μόλις είδε ότι αντλούσε εθελοντές μόνο από το στρατό και αυτοί δεν έφταναν κιόλας, προσπάθησε με τη νομοθετική βοήθεια του κράτους να εφαρμόσει και το μέτρο του ημί-απασχολούμενου στην ολυμπιακή προετοιμασία αλλά και κατά τους Αγώνες. Και αυτό πρέπει να το προσθέσουμε στο γεγονός ότι τα ολυμπιακά έργα διεκπεραιώθηκαν ήδη, σε μεγάλο ποσοστό, από χαμηλά αμειβόμενους ή ανασφάλιστους μετανάστες. Έτσι οι εθελοντές μαζί με ημί-απασχολούμενους και μετανάστες συγκρότησαν το πολυπόθητο «φτηνό εργατικό δυναμικό» για να γίνουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα.

Η απλήρωτη εργασία αποτελούσε από τις απαρχές του καπιταλισμού μια «παραδεισένια» κατάσταση για τους απανταχού καπιταλιστές. Ο σημερινός εθελοντισμός στο θεαματικό, εμπορικό γεγονός που λέγεται Ολυμπιάδα έκανε αυτή τη φαντασίωση εφικτή, και μάλιστα με το άλλοθι της ενεργητικής συμμετοχής του πολίτη! Είναι σαφές ότι το κράτος μόνο του δε θα μπορούσε ποτέ να προσλάβει τόσους εργάτες χωρίς να τους πληρώσει αδρά για την εργασία τους και είναι επίσης σαφές μέσα από όλα αυτά το πόσο αντικρατιστική είναι η Κοινωνία των Πολιτών.  

Όσον αφορά τις υπόλοιπες κριτικές που διατυπώνονται για τον εθελοντισμό γενικά, η Ελλάδα δεν μπορεί να εξαιρεθεί. Πχ για την κριτική πάνω στην εξαρτημένη λειτουργία των ΜΚΟ από το ελληνικό κράτος και τις διεθνείς ελίτ ενδεικτικό επιχείρημα είναι το ότι ο διευθυντής του ελληνικού τομέα της Γκρίνπις διετέλεσε και υφυπουργός ΠΕΧΩΔΕ! Εξίσου σοβαρές είναι και οι κατηγορίες που ακούγονται για τους «Γιατρούς του Κόσμου» ότι χρηματοδοτούνται από πολεμικές βιομηχανίες, τις οποίες βέβαια η οργάνωση αρνείται.

Κλείνοντας, βλέπουμε ότι η «Κοινωνία των Πολιτών», τόσο σε ένα γενικό πλαίσιο όσο και στην Ελλάδα του 2004, και μόνο ετυμολογικά αποτελεί ένα κακόγουστο αστείο μέσα στο πλαίσιο του διεθνοποιούμενου καπιταλισμού και της κρατικής καταστολής. Οι δήθεν παραπομπές της στην αθηναϊκή «πόλιν» και στην έννοια του πολίτη όπως διαμορφώθηκε από την αστική επανάσταση και έπειτα, είναι άκρως διαστρεβλωτικές. Η «πόλις» δεν μπορεί να είναι ούτε ξεκομμένη από το αίσθημα της κοινότητας ούτε από την οριζόντια αμεσοδημοκρατική οργάνωση, πολλώ δε μάλλον συνυφασμένη με ρεφορμιστικά ευχολόγια και νέο-φιλελεύθερες πολιτικές.       

 

  

(1) Βλέπε για τις σχέσεις «Κοινωνίας των Πολιτών» και Σοσιαλδημοκρατίας και το «Η Μυθολογία της Κοινωνίας των Πολιτών» Τάκης Φωτόπουλος, «Ελευθεροτυπία», 29/07/2000: «αίτημα των μεταρρυθμιστικών κινημάτων, στα οποία ανήκει και αυτό της κοινωνίας πολιτών, ανέκαθεν ήταν ο εξαναγκασμός των ελίτ στη παραχώρηση μερικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που, με τη πρώτη ευκαιρία θα ανακαλέσουν. Η ιστορία των μεταπολεμικών σοσιαλδημοκρατικών κατακτήσεων (πλήρης απασχόληση, κοινωνικό κράτος, δωρεάν υγεία και εκπαίδευση κλπ) που σήμερα έχουν όλες αναιρεθεί από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς προφανώς δεν αποτέλεσε μάθημα για τους οπαδούς της κοινωνίας πολιτών...»

 

Επιστροφή