Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 8 (Σεπτέμβριος 2004)


 

Τα κείμενα για τις τάξεις που δημοσιεύονται στο τεύχος αυτό καθώς και στο επόμενο βασίζονται στο άρθρο “Class Divisions Today: The Inclusive Democracy Approach”, by T. Fotopoulos, Democracy & Nature, Vol. 6,  No.(July  2000). Διαβάστε το δεύτερο μέρος του άρθρου εδώ.


Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας για τις ταξικές διαιρέσεις (A)

 printable version

Εισαγωγή στην προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας για τις τάξεις σήμερα

Υπάρχουν τάξεις σήμερα;

Στις σημερινές μεταμοντέρνες συνθήκες οι «μεγάλες αφηγήσεις», όπως ο διαλεκτικός υλισμός του Marx, ή πιο πρόσφατα ο διαλεκτικός νατουραλισμός του Bookchin, είναι εκτός μόδας. Αυτό δεν είναι αναγκαστικά αθέμιτο επειδή είναι πράγματι αδύνατο να στηριχθούν σήμερα οποιοσδήποτε τέτοιες μεγάλες αφηγήσεις. Αυτό που είναι εντελώς αθέμιτο είναι το συμπέρασμα που συνάγουν πολλοί στην Αριστερά (ακόμη και στην πρώην-Μαρξιστική Αριστερά!) από την παραπάνω τοποθέτηση, ότι για χάριν της πολιτικής της «διαφοράς» και της «ταυτότητας», θα πρέπει επίσης να εγκαταλείψουμε κάθε αντίληψη των ταξικών διαιρέσεων και, επομένως, κάθε συνολικό πρόταγμα για την ανθρώπινη χειραφέτηση και να υποταχθούμε, αντίθετα, στο «αναπόφευκτο» της οικονομίας της αγοράς. Μια τυπική περιγραφή της θέσης του θανάτου της τάξης δίνεται από τους Jan Pakulski και Malcolm Waters (The Death of Class, 1996), που χωρίς κανένα δισταγμό δηλώνουν ότι:

Η τάξη είναι ντεμοντέ, ιδιαίτερα μεταξύ των υποστηρικτών της μεταμοντέρνας πρωτοπορίας και όσων υιοθετούν τις νέες πολιτικές που εστιάζονται στο φύλο, το περιβάλλον και το έθνος (...) Οι ταξικές διαιρέσεις χάνουν τον αυταπόδεικτο και καθολικό χαρακτήρα τους. Οι ταξικές ταυτότητες αμφισβητούνται από «νέους συσχετισμούς» και νέα κοινωνικά κινήματα (...) οι τάξεις εξαφανίζονται και οι πιο αναπτυγμένες κοινωνίες δεν είναι πλέον ταξικές κοινωνίες (...) η τάξη παραμένει σημαντική (μονάχα) στις «λιγότερο αναπτυγμένες χώρες» της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.

Μολονότι οι ίδιοι συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι η αποσύνθεση των τάξεων (ορισμένων με οικονομικούς όρους) δε συνεπάγεται επίσης μια μείωση στην κοινωνική ανισότητα ή, πολύ περισσότερο, το τέλος των κοινωνικών διαιρέσεων και συγκρούσεων, είναι προφανές ότι γι’ αυτούς η έννοια των κυρίαρχων και εξουσιαζόμενων ομάδων και, αντίστοιχα της ανάγκης για ένα συνολικό πρόταγμα για την ανθρώπινη χειραφέτηση δεν έχει νόημα πια. Φαίνεται ότι σύμφωνα με αυτήν την θέση, η μετα-βιομηχανική εποχή σάρωσε όχι μόνο την έννοια ενός συγκεκριμένου τύπου ταξικής κοινωνίας όπου οι τάξεις ορίζονται με οικονομικά κριτήρια αλλά ακόμη και την ίδια την έννοια της ταξικά διαιρεμένης κοινωνίας, όπου οι κοινωνικές διαιρέσεις είναι συστημικές (δηλαδή, ρητά ή υπόρητα αμφισβητούν τη νομιμότητα ενός ιεραρχικού συστήματος που δημιουργεί και αναπαράγει την ανισοκατανομή δύναμης η οποία είναι η απώτερη αιτία τέτοιων διαιρέσεων) και την αντικατέστησε με μια «μετα-ταξική κοινωνία», δηλαδή μια κοινωνία που είναι «εσωτερικά διαφοροποιημένη όσον αφορά την πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους, πολιτική δύναμη και κύρος». Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι σε μια «μετα-ταξική» κοινωνία δεν υπάρχουν ούτε κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες και «άρχουσα ελίτ», ούτε ένα θεσμικό πλαίσιο που τις δημιουργεί και τις αναπαράγει. Συνεπώς, δεν υπάρχει ούτε ανάγκη να αναπτύξουμε μια απελευθερωτική πολιτική ή να αποπειραθούμε να εντοπίσουμε το απελευθερωτικό υποκείμενο μιας τέτοιας πολιτικής. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα είδος πολιτικής που θα έπαιρνε ρητά υπόψη τις παραπάνω «διαφοροποιήσεις» σε μια προσπάθεια να επιτύχει προοδευτική εξομάλυνση των διαφορών και κοινωνική αρμονία.   

Ωστόσο, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε όχι μόνο ένα νέο τύπο πολιτικής, που θα εμπεριέχει την πολιτική της διαφοράς ως τμήμα ενός γενικού προτάγματος για την ανθρώπινη χειραφέτηση, αλλά ακόμη ένα νέο είδος ανάλυσης που θα ερμήνευε τις ταξικές διαιρέσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς (δηλαδή, το αυτορυθμιζόμενο σύστημα στο οποίο τα βασικά οικονομικά προβλήματα τι, πώς, και για ποιον παράγεται επιλύονται «αυτόματα», μέσω του μηχανισμού των τιμών και όχι μέσω συνειδητών κοινωνικών αποφάσεων). Αυτό το νέο είδος ανάλυσης και πολιτικής θα μπορούσε να βασιστεί στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ) (βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, 1999) το οποίο, με βάση  μια αντίληψη της δημοκρατίας που θεμελιώνεται στην ατομική και συλλογική αυτονομία, προσφέρει ένα ιδανικό πλαίσιο για να συζητηθεί η πολιτική της διαφοράς και της ταυτότητας. Επιπλέον, το πρόταγμα της ΠΔ, αν και είναι ένα γενικό πρόταγμα για την ανθρώπινη χειραφέτηση το οποίο ρητά αναγνωρίζει τη σημασία του θεσμικού πλαισίου και του «κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος», (δηλαδή, του συστήματος πεποιθήσεων, ιδεών και των αντίστοιχων αξιών που είναι συμβατό με τους πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς) δεν εμπεριέχει κάποια «μεγάλη αφήγηση». Η περιεκτική δημοκρατία εκλαμβάνεται ως το αποτέλεσμα μιας αυτο-στοχαστικής επιλογής για ατομική και συλλογική αυτονομία, και όχι ως το αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας που δημιουργεί τη δυνατότητα γι’ αυτήν. 

Αλλά, ας ξεκινήσουμε με την Μαρξιστική έννοια της τάξης η οποία, όπως θα δούμε στα επόμενα κείμενα, δεν είναι πια επαρκής για την ανάλυση των ταξικών διαιρέσεων σήμερα. 

Η Μαρξιστική αντίληψη της τάξης 

Το Κομουνιστικό Μανιφέστο των Marx και Engels βασίζεται σε ένα αφηρημένο μοντέλο της τάξης, στο οποίο η τάξη αναφέρεται πρωταρχικά σε διαφορές στην ιδιοκτησία των «μέσων της κοινωνικής παραγωγής», ενώ η συμμετοχή σε συγκεκριμένη τάξη είναι αποφασιστική στον καθορισμό των πολιτικών προτιμήσεων του ατόμου, του τρόπου ζωής που διαλέγει, της ποιότητας των υπηρεσιών Υγείας και εκπαίδευσης που απολαμβάνει, και φυσικά του πλούτου και του εισοδηματικού του επιπέδου. Ωστόσο, οι διαφορές στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και οι συνακόλουθες διαφορές στην κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος συνιστούν μόνο το «αντικειμενικό» στοιχείο στην Μαρξιστική αντίληψη της τάξης, το οποίο, για αρκετούς Μαρξιστές συγγραφείς (Thompson, Πουλαντζάς και Arrighi, Hopkins και Wallerstein μεταξύ άλλων) αντιπροσωπεύει μόνο αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την αναγκαία συνθήκη η οποία ορίζει την ιδιότητα του μέλους μιας τάξης. Η ταξική συνείδηση, δηλαδή η ενεργός επίγνωση της ταξικής ταυτότητας, συνιστά το «υποκειμενικό» στοιχείο, το οποίο είναι η ικανή συνθήκη ορισμού της ιδιότητας του μέλους μιας τάξης, εφόσον οι τάξεις γίνονται το συλλογικό υποκείμενο  το οποίο μπορεί να γράψει ιστορία  μόνο στο βαθμό που, ως τέτοιες, παλεύουν ενάντια σε άλλες τάξεις.        

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο στη Μαρξιστική έννοια της τάξης, στο οποίο δίνεται έμφαση από «ορθόδοξους» Μαρξιστές συγγραφείς, είναι ότι η τάξη δεν είναι μόνο μια μορφή διαστρωμάτωσης, ένα στρώμα στην ιεραρχική διάρθρωση, που διαφοροποιείται σύμφωνα με «οικονομικά» κριτήρια όπως το εισόδημα, τις ευκαιρίες στην αγορά ή την απασχόληση, αλλά μια κοινωνική σχέση, δηλαδή μια σχέση μεταξύ των σφετεριστών και των παραγωγών, στην οποία για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του Marx «οι σφετεριστές απομυζούν το πλεόνασμα της εργασίας  από τους άμεσους παραγωγούς». Αυτή η διάκριση ανάμεσα στην τάξη ως μια μορφή διαστρωμάτωσης και την τάξη ως μια κοινωνική σχέση είναι σημαντική επειδή η τάση σήμερα μεταξύ νεο-Μαρξιστών, μετα-Μαρξιστών κτλ. είναι η απομάκρυνση από την τάξη, ως μια μορφή εξουσιαστικής σχέσης, προς την τάξη, ως μια μορφή ανισότητας – κάτι που φυσικά είναι ξένο προς τη σκέψη του Marx, όπως σωστά τονίζει η Anne Phillips (Which Equalities Matter? 1999). Έτσι, οι Μαρξιστές της «Ορθολογικής Επιλογής» μιλάνε για την κατανομή των «περιουσιακών στοιχείων» ή των «προσόντων», τονίζοντας την ανισότητα per se, παρά το γεγονός ότι η ανισότητα είναι μόνο το αποτέλεσμα της άνισης κατανομής της δύναμης και όχι η αιτία της.   

Τέλος, έχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τη Μαρξιστική με τη Βεμπεριανή έννοια της τάξης, ιδιαίτερα σήμερα που επικρατεί σημαντική σύγχυση ακόμη και για την έννοια του ίδιου του καπιταλισμού και κάποιοι κοινωνικοί αναλυτές, μετά την κατάρρευση του κρατικιστικού σοσιαλισμού, ρητά ή σιωπηρά, αναφέρονται στη δυνατότητα επιστροφής σε μη-κορπορατίστικες, αν όχι προ-βιομηχανικές μορφές «καπιταλισμού» (τυπικό παράδειγμα ο Τσόμσκι που εναντιώνεται μόνο στον σημερινό κορπορατίστικο καπιταλισμό, σαν να ήταν δυνατό η δυναμική της οικονομίας της αγοράς να μην κατέληγε σ αυτή τη μορφή καπιταλισμού!, βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο καπιταλισμός του Τσόμσκι, ο μετά-καπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία, 2004). Για τον Weber, όπως επισημαίνει η Wood (Democracy Against Capitalism,1995), η τάξη ορίζεται από τις αγορές, δηλαδή από τις άνισες «ευκαιρίες στην αγορά» και όχι από τις εκμεταλλευτικές σχέσεις μεταξύ σφετεριστών και παραγωγών. Αυτός είναι ο λόγος που, για τον ίδιο, η αγορά εργασίας δεν είναι ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού αλλά απλώς μία ακόμη τεχνική εξέλιξη και ο καπιταλισμός ορίζεται ως μια περίπτωση «όπου μπορούμε να ανακαλύψουμε ότι η ιδιοκτησία είναι αντικείμενο εμπορίου σε μια οικονομία της αγοράς, και χρησιμοποιείται από τα άτομα για την επίτευξη κέρδους». Έτσι, για τον Weber, όπως παρατηρεί η Wood, υπάρχει καπιταλιστική οικονομία οπουδήποτε οι άνθρωποι ασχολούνται με την πραγματοποίηση εμπορικών κερδών.

Ωστόσο, είναι προφανές ότι ο Weber συγχέει την οικονομία της αγοράς με τις (προκαπιταλιστικές) αγορές στην περίοδο πριν την οικονομία της αγοράς.  Αυτή είναι μια καθοριστική διάκριση που γίνεται ξεκάθαρα από τον Polanyi, (The Great Transformation, 1957) αλλά όχι και από τον Weber, οδηγώντας σε αναπόφευκτη σύγχυση για την έννοια του «καπιταλισμού». Για τον Weber, η «οικονομική δράση» είναι η ανταλλαγή της αγοράς ενώ η παραγωγική δραστηριότητα είναι «οικονομική» μόνο στον βαθμό που εντάσσεται στις συναλλαγές της αγοράς. Όμως, ενώ ο Weber θεωρεί ανορθολογικούς οποιουσδήποτε εξω-οικονομικούς ελέγχους πάνω στις αγορές (πολιτικούς, θρησκευτικούς κτλ.) πράγμα που υπονοεί μια έννοια του καπιταλισμού που εμπεριέχει την αυτο-ρυθμιζόμενη αγορά την ίδια στιγμή επιμένει ότι η «καπιταλιστική οικονομία» έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αρχαιότητα, παρά την απουσία της αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς εκείνη την εποχή. 

Για να αποφευχθεί αυτού του είδους η εννοιολογική σύγχυση χρησιμοποιούμε τον όρο «οικονομία της αγοράς» αντί για τον «καπιταλισμό». Η χρήση της έννοιας της οικονομίας της αγοράς όχι μόνο κάνει σαφέστερη την ακριβή χρονολογία  ανάδυσης του νέου συστήματος αλλά ακόμη μας επιτρέπει να ορίσουμε σαφώς το διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό ανάμεσα σε μια οικονομία της αγοράς και μια προκαπιταλιστική οικονομία με βάση το κριτήριο της ύπαρξης μιας αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς. Έτσι, μια οικονομία της αγοράς διακρίνεται από την προκαπιταλιστική οικονομία με βάση το κριτήριο του αν οι βασικές αποφάσεις για τον καταμερισμό των πόρων σε μια οικονομία σπάνεως, τι, πώς και για ποιον παράγεται λαμβάνονται μέσω της αγοράς ή όχι. Αυτό είναι παρόμοιο με το Μαρξιστικό κριτήριο του αν το πλεόνασμα της εργασίας αποσπάται μέσω οικονομικής ή εξω-οικονομικής κυριαρχίας, το οποίο, σιωπηρά αν όχι ρητά, επίσης αναφέρεται στην ύπαρξη μιας αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς. Επιπρόσθετα, η χρήση του κριτηρίου της αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς κάνει ξεκάθαρο το ότι η αγορά εργασίας δεν είναι απλώς ένα παραπροϊόν της ατομικής ιδιοκτησίας ή μια «τεχνολογική εξέλιξη», όπως υπέθετε ο Weber, αλλά κομμάτι του συστήματος της αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς. 

Στα επόμενα δυο άρθρα θα πραγματευτούμε την εξέλιξη των ταξικών διαιρέσεων, (που ορίζονται με οικονομικούς όρους), από τον καιρό της ανάδυσής τους στη φιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης μέχρι σήμερα.

Οι τάξεις στη φιλελεύθερη και κρατικιστική νεωτερικότητα

Φάσεις αγοραιοποίησης και νεωτερικότητας 

Οι τάξεις, με τη Μαρξιστική έννοια της λέξης, αναπτύχθηκαν μόνο μετά την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, κάτι που ήταν αναπόφευκτο από τη στιγμή που η τεχνολογική επανάσταση την οποία εξέφραζε η Βιομηχανική Επανάσταση δεν συνοδεύτηκε από μια κοινωνική επανάσταση, η οποία θα είχε φέρει τα μέσα της μαζικής παραγωγής  κάτω από κοινωνικό έλεγχο. Η άνοδος της οικονομίας της αγοράς έθεσε σε κίνηση αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε διαδικασία αγοραιοποίησης, δηλαδή την ιστορική διαδικασία η οποία, μέσω της σταδιακής άρσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές  μεταμόρφωσε τις κοινωνικά ελεγχόμενες οικονομίες του παρελθόντος στις σημερινές οικονομίες της αγοράς. Ήταν την ίδια περίοδο που έγινε και ο χωρισμός της κοινωνίας από την οικονομία. Πριν, όπως επισήμανε ο Polanyi, οι παραγωγοί δεν παρήγαγαν για την αγορά εφόσον «όλα τα γνωστά σε εμάς οικονομικά συστήματα μέχρι το τέλος της φεουδαρχίας στη Δυτική Ευρώπη ήταν οργανωμένα με βάση τις αρχές είτε της αμοιβαιότητας, είτε της αναδιανομής, είτε της οικιακής οικονομίας (δηλαδή παραγωγής για προσωπική χρήση), ή κάποιου συνδυασμού και των τριών». Επομένως, μολονότι ταξικές διαιρέσεις, με την έννοια των συστημικών κοινωνικών διαιρέσεων, προφανώς υπήρχαν και σε συστήματα πριν την οικονομία της αγοράς, τέτοιες διαιρέσεις συνήθως εκφραζόντουσαν ως πολιτικές, πολιτιστικές ή θρησκευτικές διαιρέσεις και όχι ως οικονομικές, παρά το γεγονός ότι πελώριες ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου ήταν και τότε  εμφανείς. 

Mόλις όμως εγκαθιδρύθηκε η οικονομία της αγοράς, ξεκίνησε μια ακατάπαυστη κοινωνική πάλη με κέντρο την οικονομική σφαίρα. Σχηματικά, πρόκειται για μια πάλη μεταξύ των οικονομικών ελίτ που ελέγχουν την παραγωγή και την διανομή και της υπόλοιπης κοινωνίας. Οι οικονομικές ελίτ στόχευαν στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αγοραιοποίηση της εργασίας και της γης, δηλαδή στην ελαχιστοποίηση όλων των κοινωνικών ελέγχων πάνω σ’ αυτές, έτσι ώστε να μπορεί να διασφαλιστεί η ελεύθερη ροή των υπηρεσιών τους με ελάχιστο κόστος. Από την άλλη μεριά, αυτοί που ήταν στο άλλο άκρο, ιδιαίτερα η αναπτυσσόμενη εργατική τάξη, στόχευαν στη μεγιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στην εργασία και τη γη, δηλαδή στη μεγιστοποίηση της αυτο-προστασίας της κοινωνίας ενάντια στα δεινά της οικονομίας της αγοράς και κυρίως την ανεργία και τη φτώχεια. Στο θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο, αυτή η πάλη πήρε τη μορφή της σύγκρουσης ανάμεσα στον οικονομικό φιλελευθερισμό και το σοσιαλισμό. Ο πρώτος επεδίωκε να κάνει το οικονομικό σύστημα όσο πιο αυτο-ρυθμιζόμενο ήταν δυνατό, χρησιμοποιώντας ως κύρια μέσα του την έλλειψη κυβερνητικού παρεμβατισμού (laissez-faire), το ελεύθερο εμπόριο και τους ρυθμιστικούς ελέγχους. Ο δεύτερος επεδίωκε να προφυλάξει τους ανθρώπους (αλλά όχι και τη φύση, δεδομένης της σοσιαλιστικής ταύτισης της Προόδου με την οικονομική ανάπτυξη) καθώς και την παραγωγική οργάνωση, χρησιμοποιώντας ως κύρια μέσα τους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές. Αυτή η κοινωνική πάλη αποτέλεσε το κεντρικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής ιστορίας, από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι την εποχή μας. Έτσι, την ανάδυση του πρώιμου οικονομικού φιλελευθερισμού, ακολούθησε η άνοδος του κρατισμού, δηλαδή, της περιόδου ενεργού κρατικού  ελέγχου πάνω στην  οικονομία και εκτεταμένου παρεμβατισμού του στον αυτο-ρυθμιζόμενο μηχανισμό της αγοράς, που είχε ως στόχο τον άμεσο καθορισμό του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας. Για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ο στόχος ήταν ο σοσιαλιστικός κρατισμός, δηλαδή η κατάληψη της κρατικής εξουσίας, με νόμιμα ή επαναστατικά μέσα, ως την αναγκαία συνθήκη για να επιτευχθεί ριζική κοινωνική αλλαγή στην κατεύθυνση του δραστικού ελέγχου της οικονομίας της αγοράς. 

Οι φάσεις της αγοραιοποίησης που συνόδευσαν την άνοδο των αντίστοιχων κινημάτων (φιλελεύθερη φάση, κρατικιστική φάση και η σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση) που αποτελούν και τις κύριες φάσεις της νεωτερικότητας, σφραγίστηκαν από σημαντικές ταξικές αλλαγές. Έτσι, οι οικονομικές τάξεις με τη Μαρξιστική έννοια που σχηματίστηκαν στη φιλελεύθερη φάση, αναδιαρθρώθηκαν στη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης και, τελικά, άρχισαν να εξασθενίζουν στη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση. Αλλά ας εξετάσουμε πιο λεπτομερώς τις ταξικές αλλαγές στη διάρκεια αυτών των τριών φάσεων.

Η ανάδυση των τάξεων στη φιλελεύθερη νεωτερικότητα 

Παρ’ όλο που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι τάξεις με τη Μαρξιστική έννοια αναπτύχθηκαν κατά τη φιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης, ωστόσο, από την παραδειγματική σκοπιά της Περιεκτικής Δημοκρατίας, οι σχέσεις ιδιοκτησίας ήταν μόνο η αναγκαία συνθήκη που οδήγησε στη δημιουργία των τάξεων. Η ικανή συνθήκη ήταν η ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, χωρίς την οποία η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής δε θα είχε αναγκαστικά οδηγήσει στη δημιουργία της καπιταλιστικής τάξης. Αυτό το αναλυτικό πλαίσιο μπορεί ακόμη να ξεπεράσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα κάποιοι νεο-Μαρξιστές συγγραφείς (βλ. Gil Eyal κ.α., Making Capitalism Without Capitalists, 1998) στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν τη μετάβαση σε αυτό που αποκαλούν «καπιταλισμό χωρίς καπιταλιστές» στην Ανατολική Ευρώπη, όπου, πριν από την εισαγωγή των μηχανισμών της αγοράς, δεν υπήρχε καμία τάξη με δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. 

Ο σχηματισμός οικονομικών τάξεων είχε ως επακόλουθο όχι μόνο ότι οι κύριες διαιρέσεις στην κοινωνία ήταν οικονομικές, αλλά επίσης ότι αυτές οι οικονομικές διαιρέσεις είχαν δημιουργήσει νέες πολιτιστικές «κοινότητες» που μοιράζονταν την ίδια κουλτούρα, καθώς και νέες πολιτικές «κοινότητες» που μοιράζονταν το ίδιο είδος πολιτικής κ.ο.κ. Φυσικά, η διαδικασία της δημιουργίας ενός νέου κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος με βάση την οικονομία της αγοράς διευκολύνθηκε τεράστια από το γεγονός ότι η κυρίαρχη τάξη με την Μαρξιστική έννοια, η οποία είχε στην ιδιοκτησία της τα μέσα παραγωγής, ήταν επίσης σε θέση να επηρεάζει αποφασιστικά την παραγωγή ιδεολογίας και κουλτούρας, μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών που είχε στον έλεγχό της. Τον έλεγχο αυτό ασκούσε είτε άμεσα, μέσω της ιδιοκτησίας και του ελέγχου των ΜΜΕ, είτε έμμεσα, μέσω του κράτους, το οποίο ήταν δεσμευμένο στην ιδεολογία της οικονομίας της αγοράς. 

Ωστόσο, το γεγονός ότι οι οικονομικές τάξεις που σχηματίζονταν εκείνη την εποχή «ορίζονταν» με όρους ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, σήμαινε ότι το φύλο, η φυλή, και άλλες κατηγορίες «ταυτότητας», π.χ. η εθνική ταυτότητα, έμειναν έξω από τους ταξικούς φραγμούς και απέκτησαν ένα δια-ταξικό χαρακτήρα που αποδείχθηκε ότι είχε καθοριστικές συνέπειες αργότερα. Έτσι, πρώτον, ιεραρχικές δομές, όπως οι δομές της πατριαρχικής οικογένειας, όχι μόνο έμειναν ανεπηρέαστες από την άνοδο των τάξεων, αλλά, στην πραγματικότητα, βρισκόντουσαν σε μια διαδικασία αλληλεπίδρασης με τις ταξικές δομές και έγιναν ένα βασικό μέσο αναπαραγωγής τους. Δεύτερον, η παράλληλη άνοδος του έθνους-κράτους έθεσε τα θεμέλια για συγκρούσεις εθνικιστικού χαρακτήρα, οι οποίες, παρά τις προσπάθειες πολλών σοσιαλιστών και των περισσότερων αναρχικών, συνήθως υπερίσχυαν των ταξικών αντιθέσεων στις μεγάλες συγκρούσεις ανάμεσα στα έθνη-κράτη του 20ου αιώνα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η άνοδος της «πολιτικής ταυτότητας», που απέκτησε μεγάλη δυναμική στο τέλος του 20ου αιώνα μετά την πτώση του κρατικιστικού σοσιαλισμού, έχει σχεδόν ολοκληρωτικά αποδυναμώσει την ταξική πολιτική με τη Μαρξιστική έννοια. Πρέπει ακόμη να παρατηρήσουμε ότι οι περίτεχνες εκλεπτύνσεις των Μαρξιστικών ταξικών εννοιών από τον Πουλαντζά και άλλους δεν κατάφεραν να καλύψουν μη-ταξικές διαφορές όπως οι παραπάνω. Ο λόγος είναι ότι αυτές οι περίπλοκες αναδιατυπώσεις των Μαρξιστικών ταξικών εννοιών βασιζόντουσαν πάντοτε σε οικονομικές κατηγορίες και ιδιαίτερα στη θεμελιώδη έννοια του «τρόπου παραγωγής», η οποία εντοπίζει όλες τις παραπάνω κοινωνικές σχέσεις στην οικονομική σφαίρα. Όμως, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει τις πατριαρχικές σχέσεις, λόγου χάρη, με αναφορά στην συνάρθρωση διαφόρων τρόπων παραγωγής μέσα σε έναν κοινωνικό σχηματισμό αν και οι Μαρξίστριες-φεμινίστριες έκαναν σκληρή σχετική προσπάθεια.

Συγχρόνως, η άνοδος της οικονομίας της αγοράς συνοδεύθηκε από την εγκαθίδρυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, γεγονός που είχε καθοριστικές συνέπειες σε σχέση με το διαχωρισμό της κοινωνίας από την πολιτεία. Έτσι, από τη μια μεριά, η άνοδος του έθνους-κράτους έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στην εγκαθίδρυση των θεσμών της οικονομίας της αγοράς και οδήγησε στο διαχωρισμό της κοινωνίας από την οικονομία και, από την άλλη, η εγκαθίδρυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ουσιαστικά, συμπλήρωσε τη διαδικασία συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης (στην οποία οδήγησε η δυναμική της οικονομίας της αγοράς) μέσω της παράλληλης διαδικασίας συγκέντρωσης της πολιτικής δύναμης (που επιτεύχθηκε μέσω της δυναμικής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας). Όπως γράφει η Wood (Democracy Against Capitalism, 1995): 

Μια εξ ολοκλήρου νέα αντίληψη της δημοκρατίας εκτόπισε την αρχαία Ελληνική ιδέα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την άμβλυνση του νοήματος της δημοκρατίας (...) η δημοκρατία μπορούσε τώρα να περιοριστεί σε μια επίσημα χωριστή «πολιτική» σφαίρα, ενώ η οικονομία ακολουθούσε τους δικούς της κανόνες (...) «η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», μια ιδέα χωρίς κανένα ιστορικό προηγούμενο στον αρχαίο κόσμο, (είναι) μια Αμερικανική καινοτομία (...) όχι η άσκηση πολιτικής εξουσίας, αλλά η παραίτηση από αυτήν, η μεταφορά της σε άλλους, η αλλοτρίωσή της»

Είναι φανερό ότι αυτή η νέα μορφή «δημοκρατίας», όπως δείχθηκε στο Περιεκτική Δημοκρατία και  τονίστηκε από τη Wood, είχε ελάχιστη αν είχε οποιαδήποτε σχέση με την κλασσική Αθηναϊκή δημοκρατία, η οποία θεσμοποίησε την ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ των πολιτών. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Όπως επισημαίνει η Wood πάλι, ακόμη και μέχρι το τελευταίο τέταρτο του δέκατου-όγδοου αιώνα και τουλάχιστο μέχρι την Αμερικάνικη αναδιατύπωση του όρου, η επικρατέστερη σημασία της «δημοκρατίας» στο λεξιλόγιο τόσο των υποστηρικτών όσο και των επικριτών της, ήταν ουσιαστικά η έννοια που δόθηκε στη λέξη από την κλασσική Αθήνα, δηλαδή η διακυβέρνηση από το δήμο, το «λαό», με τη διττή σημασία της πολιτικής υπόστασης και της κοινωνικής κατηγορίας. Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγήσει τη συστηματική προσπάθεια των κυρίαρχων τάξεων όχι μόνο να αμαυρώσουν την έννοια της γνήσιας δημοκρατίας αλλά επίσης να την επαναπροσδιορίσουν ως αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Η φιλελεύθερη δημοκρατία (ή όπως εύστοχα την αποκαλούσε ο Καστοριάδης φιλελεύθερη ολιγαρχία) αντικατέστησε την γνήσια Αθηναϊκή αντίληψη της δημοκρατίας ενώ η παθητική άσκηση συνταγματικών και διαδικαστικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων αντικατέστησε την ενεργητική άσκηση της εξουσίας από το σώμα των πολιτών. Επιπρόσθετα, η δυναμική της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» έχει οδηγήσει, στα τελευταία εκατό χρόνια περίπου, αρχικά σε μια μετατόπιση από την κοινοβουλευτική δημοκρατία στην κομματική δημοκρατία, στην οποία οι κύριες πολιτικές αποφάσεις παίρνονται από μια μικρή ελίτ επαγγελματιών πολιτικών του κυβερνώντος κόμματος, και, στη συνέχεια, στην παρούσα κατάσταση στην οποία όλη η πολιτική δύναμη συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια γύρω από το πρωθυπουργικό (ή το προεδρικό) γραφείο. 

Τέλος, η έννοια της κοινωνίας των πολιτών, που πρωτοεμφανίστηκε το δέκατο-όγδοο αιώνα, ήταν απολύτως συμβατή με το διαχωρισμό της κοινωνίας από την οικονομία και την πολιτεία, δηλαδή τη διαίρεση σε πολιτικές και οικονομικές σφαίρες. Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι το σοσιαλιστικό κίνημα και ιδιαιτέρως η ελευθεριακή πτέρυγα του πάντοτε διεκδικούσε την επανενσωμάτωση της οικονομίας και την πολιτείας με την κοινωνία. Επιπλέον, δεν είναι άξιο απορίας ότι η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού, που συνοδεύθηκε από τη παρούσα ηττοπάθεια της Αριστεράς, έχει οδηγήσει το μεγαλύτερο μέρος της λεγόμενης Αριστεράς σήμερα (διανοούμενους καθώς και πολιτικούς στα σοσιαλδημοκρατικά και Πράσινα κόμματα, πρώην Μαρξιστές, νεο-Μαρξιστές και άλλους) στο να υιοθετήσει το αίτημα για την ενίσχυση της «κοινωνίας των πολιτών», δηλαδή την ενδυνάμωση των διαφόρων δικτύων που είναι αυτόνομα από τον κρατικό έλεγχο (σωματεία, εκκλησίες, κινήσεις πολιτών, κοοπερατίβες, γειτονιές, σχολές σκέψης κτλ.). Αναπόφευκτα, όπως επεσήμανε ο George Lafferty, στη μετα-Μαρξιστική ανάλυση, η «πολιτική της κοινωνίας των πολιτών» έχει αντικαταστήσει την «ταξική πολιτική».

Οι ταξικές αναδιαρθρώσεις στην κρατικιστική νεωτερικότητα 

Η φιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης και της νεωτερικότητας έφτασε στο τέλος της όταν, ως αποτέλεσμα της αποσύνθεσης της παγκόσμιας οικονομίας και της κατάρρευσης του Κανόνα Χρυσού, όλες οι μεγάλες χώρες εισήλθαν σε μια περίοδο ενεργού κρατικού παρεμβατισμούֹ με άλλα λόγια εισήλθαν στην περίοδο του κρατισμού. Αυτό ήταν ένα γεγονός που σηματοδότησε μια νέα φάση στη διαδικασία αγοραιοποίησης, μια φάση που, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, αποτελούσε τη λογική κατάληξη του προστατευτισμού, ο οποίος άνθισε κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και μετά απ’ αυτόν και έφτασε στο απόγειό του τη δεκαετία του 1930, με την υιοθέτηση πολλών άμεσων περιορισμών στο εμπόριο (έλεγχοι στις εισαγωγές και εξαγωγές, ποσοστώσεις, συναλλαγματικοί έλεγχοι). 

Κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της νεωτερικότητας, η οποία φούντωσε στην περίοδο αμέσως μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το κράτος στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς παρενέβη με δύο βασικούς τρόπους στη λειτουργία του συστήματος της αγοράς:

  • Πρώτον, επεμβαίνοντας στην ατομική ιδιοκτησία, μέσω της κρατικοποίησης μερικών μέσων παραγωγής. Αυτό ήταν ένα γεγονός που προκάλεσε μια τεράστια επέκταση του δημόσιου τομέα και οδήγησε μια χώρα όπως τις ΗΠΑ, το προπύργιο της ελεύθερης επιχείρησης, στο να απασχολεί μέχρι τη δεκαετία του 1980 πάνω από το 15 τοις εκατό της εργατικής δύναμης σε αυτό τον τομέα
  • Δεύτερον, παραμορφώνοντας τον αυτο-ρυθμιζόμενο χαρακτήρα της οικονομίας της αγοράς μέσω του άμεσου ελέγχου της συνολικής ζήτησης (κυρίως μέσω των δημόσιων επενδύσεων και των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας) που καθόριζε το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας και  απασχόλησης. Ως αποτέλεσμα, το σύστημα της αυτο-ρυθμιζόμενης οικονομίας, που δοκιμάστηκε για πρώτη φορά στη φιλελεύθερη φάση, υποχώρησε σημαντικά στη Δύση, ενώ σχεδόν εξαφανίστηκε στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ, στις οποίες επιχειρήθηκε μια συστηματική προσέγγιση αντιστροφής της διαδικασίας αγοραιοποίησης.

Στο κοινωνικό επίπεδο, η κρατικιστική φάση χαρακτηριζόταν από συνθήκες σχετικά ασφαλούς απασχόλησης, επέκτασης της αγοράς εργασίας (ως αποτέλεσμα της μαζικής εισόδου των γυναικών στην παραγωγή κατά το μεταπολεμικό μπουμ), καθώς και πίστης σε ένα μέλλον συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης και επέκτασης του κράτους πρόνοιας. Οι παραπάνω παράγοντες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εργατική τάξη εξακολουθούσε να είναι αριθμητικά ισχυρή, είχε οδηγήσει στην ανάδυση ενός ισχυρού συνδικαλιστικού κινήματος το οποίο ασκούσε σημαντική επιρροή στον έλεγχο της αγοράς. Μια νέα κοινωνική συναίνεση επιτεύχθηκε, η οποία στηριζόταν στη ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ κεφαλαίου και συνδικάτων, και των πολιτικών κομμάτων που αντιπροσώπευαν τα αντίστοιχα συμφέροντά τους, με στόχο την αναπαραγωγή της μεικτής οικονομίας, δηλαδή του οικονομικού συστήματος που εξέφραζε αυτό που ονομάστηκε «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση». Η συναίνεση αυτή ενείχε την από μέρους του κράτους δέσμευση για την εξασφάλιση υψηλών επίπεδων απασχόλησης και ενός «κοινωνικού μισθού» (που έπαιρνε τη μορφή διαφόρων κοινωνικών υπηρεσιών), με αντάλλαγμα την ανάληψη, από την πλευρά των συνδικάτων, της δέσμευσης για συγκράτηση των εργατικών διεκδικήσεων σε τέτοια επίπεδα, ώστε η αύξηση των πραγματικών μισθών (αύξηση των μισθών μείον το ποσοστό πληθωρισμού) να μην ξεπερνά την αύξηση της παραγωγικότητας. Η συμφωνία αυτή έπαιρνε συνήθως τη μορφή εισοδηματικών πολιτικών (δηλαδή ελέγχων πάνω στους μισθούς και στις τιμές), που διαμορφωνόντουσαν στο πλαίσιο τριμερών συμφωνιών μεταξύ εργασίας, κεφαλαίου και κυβέρνησης. Οι πολιτικές αυτές, σε ολόκληρη την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση των καπιταλιστικών οικονομιών.  

Ωστόσο, αυτές οι συμφωνίες έπαιξαν ακόμη έναν σημαντικό ρόλο από την ταξική σκοπιά: μέσω αυτών, το έθνος-κράτος δημιούργησε ταξικούς σχηματισμούς στο εθνικό επίπεδο, στην ουσία, αναπαράγοντας τους. Έτσι, όπως επισημαίνουν ο Pakulski και ο Waters, οι βελτιώσεις στο κράτος πρόνοιας έγιναν ο πυρήνας των εργατικών διεκδικήσεων, και το κορπορατίστικο κράτος «έγινε ο διαιτητής σε έναν ειρηνικό και πειθαρχημένο ταξικό αγώνα καθώς και το κεντρικό πεδίο για την δημοκρατική ταξική πάλη», ενώ συγχρόνως επαναπροσδιοριζόταν επίσημα η ταξική διάρθρωση, με την παραχώρηση στις τάξεις προνομιακής πρόσβασης στη διαμόρφωση της πολιτικής. Συγχρόνως, η επέκταση του κράτους πρόνοιας, και το παράλληλο μεταπολεμικό οικονομικό μπουμ έκαναν δυνατή τη μαζική είσοδο των γυναικών στην παραγωγή ιδιαίτερα στον σημαντικά διευρυμένο δημόσιο τομέα, οδηγώντας σε μια αναδιάρθρωση των πατριαρχικών δομών.  

Τέλος, τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις στη διάρκεια αυτής της φάσης οδήγησαν σε μια αποσύνθεση των τάξεων με τη Μαρξιστική έννοια. Έτσι, ως αποτέλεσμα του διαχωρισμού της ιδιοκτησίας από τον έλεγχο, στον οποίο οδήγησε η επέκταση των ανώνυμων εταιριών, η καπιταλιστική τάξη  διαιρέθηκε σε μετόχους και μάνατζερ. Συγχρόνως, ως αποτέλεσμα αλλαγών στην τεχνολογία, η εργατική τάξη διαιρέθηκε αντίστοιχα σε ειδικευμένους, ημι-ειδικευμένους και ανειδίκευτους. Παρόμοιες εξελίξεις σημειώθηκαν στην μεσαία τάξη η οποία διαιρέθηκε σε διοικητικά γραφειοκρατικά στελέχη και υπηρεσιακό προσωπικό, οδηγώντας στην άνοδο μιας νέας μεσαίας τάξης. Έτσι, ένας νέος γραφειοκρατικός καπιταλισμός αναδύθηκε, που έχει επιδέξια περιγραφεί από τον Καστοριάδη στο πολύ γνωστό δοκίμιό του «Σύγχρονος καπιταλισμός και Επανάσταση». Ωστόσο, παρά την αποσύνθεση των τάξεων στο μικρο-οικονομικό επίπεδο, μπορεί κανείς να παρατηρήσει στο εθνικό, δηλ. στο μακρό-οικονομικό επίπεδο, τη σταδιακή θεσμοποιηση με τον αποφασιστικό σχετικά κρατικό ρόλο οργανωμένων εθνικών τάξεων, κυρίως ως ταξικών κομμάτων και συνδικάτων. Αυτές οι εθνικές τάξεις ήταν πολιτισμικά ετερογενείς και κατακερματισμένες, αλλά τις χαρακτήριζε, επίσης, ένας υψηλός βαθμός πολιτικής-ιδεολογικής συνοχής.  

Στο επόμενο άρθρο θα δούμε πως η κατάρρευση της κρατικιστικής φάσης της νεωτερικότητας οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές στην ταξική διάρθρωση κατά τη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση.

Οι τάξεις στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση

Η παγκοσμιοποίηση και το τέλος της κρατικιστικής νεωτερικότητας

Η κρατικιστική φάση ωστόσο δεν διήρκησε παραπάνω από 40 περίπου χρόνια (μέσα της δεκαετίας του 1930 – μέσα της δεκαετίας του 1970). Ο βασικός λόγος της κατάρρευσης του κρατισμού ήταν, όπως δείχθηκε στο Περιεκτική Δημοκρατία, η παρούσα παγκοσμιοποίηση, ή σωστότερα, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν εκεί, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Η διεθνοποίηση, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν παλαιολιθικοί σοσιαλδημοκράτες και άλλοι, δεν είναι ούτε μια «συνωμοσία» των νεοφιλελεύθερων ελίτ, ούτε μια ιδεολογία για να δικαιολογήσει το νεοφιλελευθερισμό. Αν και ενθαρρύνθηκε από τις καπιταλιστικές ελίτ (π.χ. οι γύροι της GATT) η διεθνοποίηση ήταν βασικά το αποτέλεσμα «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφέρονταν στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, και συγκεκριμένα, την επέκταση της δραστηριότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων και την παράλληλη ανάπτυξη της αγοράς του ευρωδολαρίου, η οποία έπαιξε βασικό ρόλο στην μετέπειτα άρση των ελέγχων πάνω στη κίνηση κεφαλαίου και συναλλάγματος. Η αυξανόμενη διεθνοποίηση είχε ως συνέπεια η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς να στηρίζεται, με εντεινόμενο ρυθμό, στη διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς παρά στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς, όπως συνέβαινε πριν γεγονός που είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις σε σχέση με τον οικονομικό ρόλο του κράτους. 

Το κράτος, σε μια οικονομία όπου το κεφάλαιο, το χρήμα και τα εμπορεύματα ήταν ελεύθερα να κινούνται μεταξύ χωρών, δεν ήταν πλέον σε θέση να καθορίζει το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης με τα συνηθισμένα μέσα του εκτεταμένου δημόσιου τομέα και της άμεσης παρέμβασης στην συνολική ζήτηση. Και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, μια ανοιχτή αγορά για τα εμπορεύματα σημαίνει ότι όσο εντείνεται ο ανταγωνισμός, τόσο το κόστος παραγωγής γίνεται πολύ πιο σημαντικό απ’ ότι πριν για τον καθορισμό της κερδοφορίας. Η συμπίεση, επομένως, του κόστους παραγωγής μέσω της συμπίεσης είτε του κόστους εργασίας είτε των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών που επιβαρύνουν τους εργοδότες γίνεται αποφασιστική στη διατήρηση ή επέκταση των κερδών. Όμως, η συμπίεση του κόστους παραγωγής απαιτεί μια δραστική μείωση του κρατισμού, αφού ο κρατισμός ήταν υπεύθυνος για τη σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, τόσο άμεσα (λόγω της  φορολογικής χρηματοδότησης του κράτους πρόνοιας) όσο και έμμεσα (λόγω των πληθωριστικών πιέσεων στους μισθούς/ημερομίσθια που δημιουργούνται σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης). Δεύτερον, μια ανοιχτή αγορά για το χρήμα και το κεφάλαιο σημαίνει ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να ακολουθήσει πια μια οικονομική πολιτική που δεν την «εμπιστεύεται» το διεθνές κεφάλαιο. Έτσι, καμία εθνική κυβέρνηση δεν μπορεί σήμερα να ακολουθήσει οικονομικές πολιτικές που αποδοκιμάζονται από τις αγορές κεφαλαίου, οι οποίες έχουν τη δύναμη να δημιουργήσουν αφόρητη οικονομική πίεση στη δανειοληπτική ικανότητα, την αξία του νομίσματος  και τις επενδυτικές ροές της αντίστοιχης χώρας.       

Η παρούσα, επομένως, μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς μπορεί να θεωρηθεί ότι ολοκληρώνει τον κύκλο που ξεκίνησε τον περασμένο αιώνα όταν δοκιμάστηκε μια φιλελεύθερη εκδοχή της. Έτσι, μετά την κατάρρευση της πρώτης απόπειρας για την εισαγωγή ενός αυτο-ρυθμιζόμενου οικονομικού συστήματος, μια νέα σύνθεση επιχειρείται σήμερα. Στόχος της νέας σύνθεσης είναι να αποφευχθούν οι ακραίες συνέπειες του καθαρού φιλελευθερισμού, μέσω του συνδυασμού ουσιαστικά αυτορυθμιζόμενων αγορών με διάφορα είδη ασφαλιστικών δικτύων και ελέγχων που εξασφαλίζουν μια προνομιούχα θέση, κυρίως για την «υπερτάξη» και δευτερευόντως για την «νέα μεσαία τάξη», καθώς και την απλή επιβίωση της «υπόταξης» χωρίς όλα αυτά να θίγουν την ουσία της διαδικασίας αυτορύθμισης. Κατά συνέπεια, το έθνος-κράτος εξακολουθεί να έχει έναν σημαντικό ρόλο να παίξει σήμερα, όχι μόνο διασφαλίζοντας, με το μονοπώλιο της βίας που κατέχει, το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, αλλά και συντηρώντας την υποδομή για την ομαλή λειτουργία της νεοφιλελεύθερης οικονομίας. 

Η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, που έχει ανθήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οδήγησε σε μια νέα «νεοφιλελεύθερη συναίνεση» η οποία είχε σημαντικές συνέπειες στο οικονομικό, καθώς και στο κοινωνικό, στο πολιτιστικό και το πολιτικό επίπεδο. Ο σκληρός πυρήνας αυτής της συναίνεσης συνίσταται στο στόχο της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές οι οποίοι είχαν εισαχθεί κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Έτσι, οι εθνικοποιήσεις, οι πολιτικές πλήρους απασχόλησης, το κράτος πρόνοιας καθώς και το τριμερές σύστημα (κράτος συνδικάτα κεφάλαιο) οικονομικής εξουσίας έγιναν οι κύριοι στόχοι της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

Οι ριζικές ταξικές αλλαγές στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα 

Οι ταξικές συνέπειες αυτών των εξελίξεων ήταν κρίσιμες, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και η υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών συνέπεσαν με σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές (επανάσταση στην πληροφορική), που σηματοδότησαν τη μετάβαση της οικονομίας της αγοράς σε μια μεταβιομηχανική φάση. Το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη συνδυαστική δράση των παραγόντων αυτών ήταν μια δραστική αλλαγή στη διάρθρωση της απασχόλησης που είχε αποτέλεσμα τη μαζική συρρίκνωση της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Για παράδειγμα, στην «Ομάδα των εφτά» (χωρίς τον Καναδά), το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που απασχολούνταν στη μεταποίηση έπεσε περισσότερο από το ένα τρίτο στη περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 – γεγονός που είχε σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά στη δύναμη και τη σημασία των συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Έτσι, στις ΗΠΑ τα συνδικάτα αποδεκατίστηκαν μέσα σε δύο μόλις δεκαετίες, με τα μέλη τους να μειώνονται από 35 περίπου εκατομμύρια σε 15, ενώ στη Βρετανία, δεκατέσσερα χρόνια θατσερισμού ήταν αρκετά για να μειώσουν τα μέλη των συνδικάτων από 13,3 εκατομμύρια το 1979 σε λιγότερο από 9 εκατομμύρια το 1993. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται και στο ποσοστό των μελών συνδικάτων στο Βέλγιο, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία και ακόμη και την Σουηδία. 

Χρησιμοποιώντας αποκλειστικά οικονομικές κατηγορίες, μπορούμε να δούμε τις παρακάτω ταξικές διαιρέσεις στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Στα δύο άκρα της οικονομικής ταξικής διαίρεσης βρίσκονται η υποτάξη και η υπερτάξη. Η υποτάξη αποτελείται κυρίως από τους άνεργους και εκείνους από τον ανενεργό πληθυσμό (ο οποίος δεν αποτελείται πια απλώς από γυναίκες που μένουν στο σπίτι, αλλά κυρίως από άντρες σε εργάσιμη ηλικία και ανύπαντρους γονείς) και τους υποαπασχολούμενους (μερικώς απασχολούμενοι, περιστασιακά απασχολούμενοι κτλ.) που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Επομένως, η υποτάξη περιλαμβάνει μια ποικιλία μη προνομιούχων ατόμων που περιλαμβάνει από  συνταξιούχους και ανύπαντρους γονείς που επιδοτούνται από το κράτος μέχρι τους νεόπτωχους χαμηλόμισθους, τους μετανάστες, τους άνεργους και τους άστεγους. Στη Βρετανία έχει εκτιμηθεί ότι αυτοί που βρίσκονται σε «απόλυτα μειονεκτική θέση» (που ορίζονται με παρόμοια κριτήρια όπως και τα μέλη της υποτάξης) αποτελούν περίπου το 30% του ενήλικου εργαζόμενου πληθυσμού, που ελέγχει λιγότερο από το 14% του εισοδήματος. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι υπάρχει ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός γυναικών, μαύρων και άλλων «πολιτών δεύτερης κατηγορίας» (εθνικές μειονότητες κ.τ.λ.) στην υποτάξη, ως αποτέλεσμα της αντίστοιχης έλλειψης πολιτικής και οικονομικής δύναμης η οποία χαρακτηρίζει πολλά μέλη των κοινωνικών αυτών ομάδων σε σχέση με τους πολίτες πρώτης κατηγορίας. 

Στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκεται η νέα υπερτάξη, δηλαδή τα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης, που έχουν δημιουργηθεί από τη διαδικασία αγοραιοποίησης, τα οποία αυτο-απομονώνονται σε περιφραγμένες περιοχές σε γκέτο πολυτελείας που συμπληρώνουν τα γκέτο μιζέριας της υποτάξης. Μια πρόσφατη έρευνα στη Βρετανία έδειξε ότι, το 1999, το 5% του πληθυσμού κατέτασσε τον εαυτό του στην ανώτερη μεσαία τάξη (ενώ το 1955 το ποσοστό ήταν 2%). Επομένως, τα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης, μαζί με την ίδια την ανώτερη τάξη (δηλ. τους πολύ πλούσιους οι οποίοι στη Βρετανία είναι περίπου το 1% του πληθυσμού), αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού, αλλά καρπούνται ένα δυσανάλογα μεγάλο τμήμα του εισοδήματος και πλούτου. Έτσι, το 1999 το 10% του Βρετανικού πληθυσμού κατείχε πάνω από το μισό του συνολικού πλούτου. Παρόμοια, στις ΗΠΑ το 1% των οικογενειών που βρισκόταν στην κορυφή της πυραμίδας το 1988 ελάμβανε το 13,5% του συνολικού μεικτού εισοδήματος, ενώ το αντίστοιχο 20% ελάμβανε το 51,8 του εισοδήματος.

Η κυρίαρχη νέα μεσαία τάξη 

Μεταξύ αυτών των δύο πόλων βρίσκονται οι «μεσαίες ομάδες», που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού. Αν πάρουμε για άλλη μια φορά ως παράδειγμα τη Βρετανία, αυτές οι μεσαίες ομάδες αποτελούν περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού. Ωστόσο, δεδομένων των σημαντικών διαφοροποιήσεων μέσα στις μεσαίες ομάδες όσον αφορά το εισόδημά τους, την ασφάλεια της απασχόλησης, τις αξίες και την πολιτική, πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ χαμηλότερων και ανώτερων μεσαίων ομάδων, έτσι ώστε να έχουμε μια καλύτερη αντίληψη αυτής της ταξικής διάρθρωσης  

Έτσι, οι χαμηλότερες μεσαίες ομάδες, περίπου το 30% του πληθυσμού, περιλαμβάνουν όλους όσους έχουν ανασφαλή, συνήθως χαμηλά αμειβόμενη και ελάχιστα προστατευόμενη, απασχόληση (οι περιθωριοποιημένοι και οι ανασφαλείς όπως έχουν ονομαστεί). Στην κατηγορία αυτή ανήκει το μεγαλύτερο μέρος της αυξανόμενης στρατιάς των μερικώς η περιστασιακά απασχολούμενων  σε δουλειές με χαμηλές αποδοχές και ελάχιστη επίσημη προστασία αλλά με εισοδήματα πάνω από το όριο της φτώχιας. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η παραδοσιακή εργατική τάξη των χαμηλής εξειδίκευσης χειρωνακτών. Έτσι, σε αυτό το τμήμα του πληθυσμού μπορούμε να κατατάξουμε τις παρακάτω ομάδες: τα μικροαστικά στρώματα, που στη νεοφιλελεύθερη φάση δείχνουν σημάδια μιας αριθμητικής αύξησης ως αποτέλεσμα μιας σημαντικής ανόδου του αριθμού των αυτο-απασχολούμενων, τους αγρότες, ο αριθμός των οποίων συνεχώς μειώνεται ως αποτέλεσμα της εντατικοποίησης του διεθνούς ανταγωνισμού και, τέλος, την παραδοσιακή εργατική τάξη η οποία επίσης  συρρικνώνεται στη διάρκεια αυτής της φάσης, ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς, ως αποτέλεσμα τεχνολογικών εξελίξεων και της μεταφοράς τμημάτων της μεταποιητικής διαδικασίας σε περιοχές χαμηλού κόστους στο Νότο. 

Από την άλλη πλευρά, οι ανώτερες μεσαίες ομάδες αποτελούνται από ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε η νέα μεσαία τάξη, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στην υποστήριξη της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Η τάξη αυτή συνίσταται βασικά από όσους απασχολούνται σε υψηλά αμειβόμενα επαγγέλματα στον ακμάζοντα τομέα υπηρεσιών των αναπτυγμένων οικονομιών της αγοράς. Σήμερα, εκτιμάται ότι μόνο ο αριθμός των επαγγελματιών και τεχνικών στις περισσότερες αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς, αποτελεί περισσότερο από το 20% των απασχολουμένων. Ωστόσο, η νέα μεσαία τάξη συνολικά θα πρέπει να ξεπερνά το 35% του πληθυσμού, σχηματίζοντας αυτό που έχει περιγραφεί ως η προνομιούχος μειονότητα ή η ικανοποιημένη εκλογική πλειοψηφία. (Γκαλμπρεηθ). Είναι μόνο αυτό το τμήμα του πληθυσμού που έχει πλήρη, καλά αμειβόμενη και ασφαλή απασχόληση και ελέγχει περίπου τα δύο τρίτα του εισοδήματος ενώ με την πολιτική και οικονομική του δύναμη, καθορίζει το εκλογικό αποτέλεσμα. 

Οι αξίες, η κουλτούρα και η συμπεριφορά της νέας μεσαίας τάξης βρίσκονται κάπου μεταξύ αυτών των μικροαστικών στρωμάτων και της υπερτάξης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι σε κάποια ζητήματα η τάξη αυτή μπορεί να συμμαχεί με τα μικροαστικά στρώματα και την παραδοσιακή εργατική τάξη ενώ σε άλλα ζητήματα μπορεί να συντάσσεται με την υπερτάξη. Το πρώτο συμβαίνει σε σχέση με ζητήματα όπως η λήψη μέτρων για να αποφευχθεί η πλήρης αγοραιοποίηση της κοινωνίας, ή η επιδείνωση της οικολογικής κρίσης – ζητήματα πάνω στα οποία έχει σχηματιστεί μια εκλογική συμμαχία από τα κάτω στις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς (νέα μεσαία τάξη, μικροαστικά στρώματα, παραδοσιακή εργατική τάξη) η οποία αποτελεί τη βάση εξουσίας των σοσιαλφιλελεύθερων κομμάτων (πρώην σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων). Το δεύτερο συμβαίνει σε σχέση με ζητήματα όπως η εχθρικότητα προς οποιαδήποτε επέκταση του κρατισμού και του κράτους πρόνοιας, πάνω στα οποία η εκλογική συμμαχία ανάμεσα στη νέα μεσαία τάξη και την υπερτάξη αποτελεί τη βάση εξουσίας των «καθαρών» νεοφιλελεύθερων κομμάτων. Η στάση της νέας μεσαίας τάξης προς τον κρατισμό και το κράτος πρόνοιας καθορίζεται από το γεγονός ότι οι δημόσιες υπηρεσίες και η χρηματοδότησή τους από τη φορολογία  έχει διαφορετικό αντίκτυπο στις ανώτερες μεσαίες ομάδες (δηλαδή τη νέα μεσαία τάξη) σε σχέση με τις χαμηλότερες μεσαίες ομάδες. Με άλλα λόγια, είναι κυρίως οι ανώτερες μεσαίες ομάδες που είναι αναγκασμένες να χρηματοδοτούν δημόσιες υπηρεσίες για τις οποίες δεν ενδιαφέρονται πια, εξαιτίας της υποβάθμισης της ποιότητάς τους που προέκυψε ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Είναι προφανές ότι καθώς η νέα μεσαία τάξη αποτελεί ταυτόχρονα την εκλογική πλειοψηφία (λόγω του ότι τα μέλη της παίζουν ενεργό ρόλο στην εκλογική διαδικασία, σε αντίθεση με τα μέλη της υποτάξης που συνήθως δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ψηφίσουν, μη πιστεύοντας πια στη δύναμη των πολιτικών κομμάτων να λύσουν τα προβλήματά τους) το εκλογικό αποτέλεσμα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες καθορίζεται βασικά από τη στάση των μελών αυτής της τάξης.

Είναι νεκρές οι ταξικές διαιρέσεις σήμερα; 

Οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων σταδίων της κρατικιστικής φάσης της αγοραιοποίησης και της σημερινής νεοφιλελεύθερης φάσης έχουν οδηγήσει αρκετούς αναλυτές στο να συμπεράνουν ότι αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι ο θάνατος των τάξεων. Η άποψη που υποστηρίζουμε εδώ είναι ότι παρ’ όλο που οι τάξεις με τη Μαρξιστική έννοια του όρου μπορεί πράγματι να είναι νεκρές σήμερα, αυτό σε καμία περίπτωση δε συνεπάγεται το τέλος των ταξικών διαιρέσεων γενικά. Έτσι, όχι μόνο οι ταξικές διαιρέσεις που ορίζονται με βάση οικονομικούς όρους (αν και όχι απαραίτητα με βάση τους Μαρξιστικούς όρους) διατηρούνται ζωντανές μέχρι και σήμερα, όπως είδαμε παραπάνω, αλλά, επίσης, νέες ταξικές διαιρέσεις που ορίζονται ως αντι-συστημικές κοινωνικές διαιρέσεις, έχουν προστεθεί, όπως θα δούμε παρακάτω. 

Η θέση του «θανάτου της τάξης» βασίζεται σε σειρά επιχειρημάτων που θα αποτιμηθούν στη συνέχεια. Κάποια από αυτά τα επιχειρήματα εκφράζουν πραγματικές αλλαγές ενώ κάποια άλλα είναι «μεικτής» φύσης, δηλαδή μολονότι περιέχουν σπέρματα αλήθειας βασικά είναι ιδεολογικής φύσης. Στην πρώτη κατηγορία θα πρέπει να αναφέρουμε τα παρακάτω επιχειρήματα: 

Πρώτον, ως αποτέλεσμα του αποδεκατισμού της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, οι ταξικές ταυτότητες, οι ταξικές ιδεολογίες και συνεπώς οι ταξικές αντιθέσεις έχουν μαραθεί στη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης φάσης. Αυτό γίνεται φανερό από μια σειρά γεγονότων όπως η μείωση της «ταξικής ψήφου» δηλαδή της ψήφου σύμφωνα με την τάξη που ανήκει το άτομο, καθώς και των ταξικών κομματικών συμμαχιών, η περιθωριοποίηση ταξικών οργανώσεων όπως τα συνδικάτα, και τέλος η εξασθένιση της ταξικής συνείδησης που υποδηλώνεται από την έκλειψη των ταξικών συγκρούσεων, η οποία ακολούθησε τη συντριβή των Βρετανών ανθρακωρύχων στη σύγκρουσή τους με τον Θατσερικο νεοφιλελευθερισμό στη δεκαετία του 1980 – ένα γεγονός που σφράγισε την τελευταία μείζονα βιομηχανική μάχη στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Αυτές οι εξελίξεις φανερώνουν ότι οι τάξεις με τη Μαρξιστική έννοια πράγματι σταδιακά εξαφανίζονται σήμερα, παρά το γεγονός ότι οι ταξικές διαιρέσεις με μια ευρύτερη έννοια κάθε άλλο παρά εξασθενίζουν. Στην πραγματικότητα, η αυξανόμενη συγκέντρωση δύναμης που δημιουργήθηκε από την παρούσα μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» έχουν κάνει ισχυρότερες παρά ποτέ αυτές τις ταξικές διαιρέσεις. 

Δεύτερον, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το φύλο, η φυλή, η εθνότητα και η εθνικότητα διατήρησαν τον δια-ταξικό χαρακτήρα τους σε όλη την περίοδο μετά την ανάδυση των τάξεων. Ωστόσο, μια νέα εξέλιξη, η οικολογική κρίση, η οποία ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη της οικονομίας ανάπτυξης, προσέθεσε ένα ακόμη δια-ταξικό πρόβλημα: το πρόβλημα του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής. Αυτή η εξέλιξη και η παράλληλη άνοδος των «νέων κοινωνικών κινημάτων» (οικολογικό, φεμινιστικό, κινήματα «ταυτότητας» κ.ο.κ.) έκαναν ακόμη πιο φανερή την ανεπάρκεια των Μαρξιστικών ταξικών κατηγοριών να ενσωματώσουν στο γενικό σχήμα των αντι-συστημικών κοινωνικών διαιρέσεων τις συγκρούσεις που προκαλούνται από αυτά τα δια-ταξικά προβλήματα  

Αλλά ας έρθουμε τώρα στα επιχειρήματα «μεικτής» φύσης τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να υποστηριχθεί η θέση του θανάτου της τάξης. 

Υποστηρίζεται, πρώτον, ότι εξελίξεις όπως οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και η συνακόλουθη δημιουργία ενός «λαϊκού καπιταλισμού», καθώς και μια πιο ίση κατανομή της ατομικής ιδιοκτησίας ακίνητων, έχουν οδηγήσει σε μια πλατιά αναδιανομή της ατομικής ιδιοκτησίας στις τελευταίες δεκαετίες οδηγώντας στην εξάπλωση της έμμεσης και μικρής ιδιοκτησίας. Το συμπέρασμα είναι πάντοτε το ίδιο: η ιδιοκτησία κεφαλαίου δεν μπορεί πια να εξασφαλίσει την κυριαρχία πάνω στην κοινωνία εφόσον η ιδιοκτησία γενικά είναι πια μια φθίνουσα πηγή δύναμης. Ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς τους ισχυρισμούς είναι προφανείς υπερβολές, αν όχι διαστρεβλώσεις της αλήθειας, το θέμα είναι ότι, ακόμη κι αν ανταποκρινόντουσαν στην αλήθεια, μια πιο ίση κατανομή της ιδιοκτησίας δεν συνεπάγεται μια πιο ίση κατανομή της δύναμης. H δύναμη εξαρτάται όχι μόνο από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά και την άσκηση πραγματικού ελέγχου πάνω σε αυτά. Το γεγονός για παράδειγμα ότι η μαζική εξάπλωση των σχετικά αυτόνομων συνταξιοδοτικών ταμείων, σε συνδυασμό με τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, έχει μετατρέψει ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού σε άμεσους ή έμμεσους επενδυτές (μέτοχους) σε μεγάλες επιχειρήσεις δεν σημαίνει ότι αυτό το τμήμα του πληθυσμού μπορεί τώρα να ασκήσει μεγαλύτερη εξουσία πάνω στις αποφάσεις των επιχειρήσεων απ’ ότι πριν. Αντίστοιχα, μια πιο ίση κατανομή της ατομικής ιδιοκτησίας ακίνητων δεν επηρεάζει τις ταξικές διαιρέσεις εφόσον  η  ιδιοκτησία του τύπου αυτού δεν είναι  σημαντικός καθοριστικός παράγοντας οικονομικής δύναμης σε μια οικονομία της αγοράς. Ιδιαίτερα,, μάλιστα, αν αυτή η καλύτερη κατανομή στην ιδιοκτησία ακίνητων  προκύπτει λόγω της αύξησης του αριθμού της ιδιοκτήτης κατοικίας, ως αποτέλεσμα ευκολότερων δανειστικών προγραμμάτων για τη χρηματοδότηση αγορών κατοικίας. 

Δεύτερον, υποστηρίζεται ότι η καταναλωτική κοινωνία, που αναπτύχθηκε στη Δύση, ως αποτέλεσμα της επέκτασης της «οικονομίας ανάπτυξης», έδωσε έναν αυξανόμενο ρόλο στην κατανάλωση ως καθοριστικού παράγοντα της κοινωνικής υπόστασης και του τρόπου ζωής. Σε αυτήν την κουλτούρα, η κατανάλωση γίνεται η κύρια μορφή αυτό-έκφρασης και η κυρίαρχη πηγή ταυτότητας. Σε αυτήν την προβληματική, η κοινωνική υπόσταση ενός ατόμου καθορίζεται κυρίως από την ικανότητά του να καταναλώνει και λιγότερο από την κοινωνική συνεισφορά του στην παραγωγή, την τάξη του. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να αντιπαρατάξει το επιχείρημα ότι η καταναλωτική ικανότητά δεν είναι μια ανεξάρτητη μεταβλητή, καθώς καθορίζεται σαφώς από την οικονομική θέση του ατόμου, δηλ. την οικονομική του τάξη. 

Τρίτον, υποστηρίζεται ότι η εντατικοποίηση του ανταγωνισμού στη νεοφιλελεύθερη φάση και ένας αριθμός παράλληλων τεχνολογικών αλλαγών έχει οδηγήσει σε μια διαφοροποίηση της ζήτησης, μια πιο ευέλικτη εξειδίκευση και μια αντίστοιχη πολλαπλή κατάτμηση των αγορών (αυτό που ονομάστηκε «μετά-Φορντισμός»). Αυτό συνεπάγεται την αποσύνθεση των γιγαντιαίων επιχειρήσεων σε δίκτυα σχετικά μικρών αλλά ειδικευμένων παραγωγικών επιχειρήσεων που συγκεντρώνονται σε ανταγωνιστικές καινοτομίες στην παραγωγή προϊόντων  και μπορούν να ανταποκριθούν σε συγκεκριμένες ευκαιρίες της αγοράς γρήγορα και ευέλικτα, κατά τρόπο που μεγιστοποιεί τις «οικονομίες εύρους» (μεγιστοποίηση της διαφοροποίησης  προϊόντων), αντί να επιδιώκουν μεγιστοποίηση των οικονομιών κλίμακας όπως στο παρελθόν. Το αποτέλεσμα τέτοιων εξελίξεων υποτίθεται ότι είναι ότι «η κατοχή κεφαλαίου δεν μπορεί πια να εξασφαλίσει στους καπιταλίστες την κυριαρχία πάνω στην κοινωνία, ακριβώς διότι οι δυνατότητες συσσώρευσης είναι ευάλωτες στον ανταγωνισμό από επιχειρήσεις των οποίων οι μέτοχοι-υπάλληλοι έχουν καλύτερες ιδέες, οι οποίες μπορούν να διεισδύσουν στην αγορά πιο αποτελεσματικά». Ωστόσο, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού, η παρούσα διαφοροποίηση της παραγωγής που είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της μετά-βιομηχανικής κοινωνίας, αν και επηρεάζει το μέγεθος της παραγωγικής μονάδας, δεν έχει επίδραση στο βαθμό συγκέντρωσης  οικονομικής εξουσίας στο επίπεδο της επιχείρησης γεγονός που υποδηλώνεται από την αυξανόμενη συγκέντρωση τέτοιας δύναμης στα χέρια λίγων επιχειρήσεων. 

Τέταρτον, υποστηρίζεται ότι, ως συνέπεια των παραπάνω αλλαγών στην τεχνολογία παραγωγής, η παρούσα μετά-βιομηχανική οικονομία, ή οικονομία υπηρεσιών (ή «οικονομία της γνώσης») έχει οδηγήσει στην επαγγελματικοποίηση των εργασιών και στη δημιουργία μιας τάξης «τεχνικής-επιστημονικής» γνώσης, η οποία συνιστά τον πυρήνα της νέας μεσαίας τάξης. Η τεχνική ικανότητα γίνεται μια νέα «βάση δύναμης και θέσης, με την εκπαίδευση να αποτελεί την υποχρεωτική οδό για την πρόσβαση σε αυτήν την ικανότητα». (D. Bell, The Coming of the Post-Industrial Society, 1976). Συνεπώς, το ταξικό σύστημα της μετά-βιομηχανικής κοινωνίας, σύμφωνα με αυτήν την προβληματική, είναι «ανοικτό και αξιοκρατικό, και μολονότι δεν είναι απαλλαγμένο από τις ανισότητες δύναμης και πλούτου, εντούτοις, κάνει αυτές τις ανισότητες συμβατές με τα οράματα ταξικής ανισότητας». Ωστόσο, υπάρχουν σχεδόν συντριπτικά στοιχεία ότι οι οικονομικές ταξικές διαιρέσεις (που δεν ορίζονται αναγκαστικά με Μαρξιστικούς όρους) συνεχίζουν να αναπαράγονται. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και στη Βρετανία, όπου κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης έγιναν συστηματικές προσπάθειες από διαδοχικές Εργατικές κυβερνήσεις να αυξηθεί η ταξική κινητικότητα μέσω της εκπαίδευσης (δημιουργία εκπαιδευτικών μονάδων που εξασφάλιζαν την καθολική σχεδόν πρόσβαση στην δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση) τα αποτελέσματα ήταν αξιοθρήνητα (βλ. π.χ. Social Mobility & Class structure in Modern Britain, 1980). 

Και φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, η νεοφιλελεύθερη φάση αντέστρεψε ένα μεγάλο μέρος από την οποιαδήποτε μικρή πρόοδο  είχε γίνει στην προηγούμενη φάση. Ο Bourdieu, (βλ J. Karabel and A. Halsey (επιμ.) Power and Ideology in Education,1977) μέσω της έννοιας που ανάπτυξε για το «πολιτισμικό κεφάλαιο», έκανε ένα βήμα παραπέρα και ανέλυσε θεωρητικά τον τρόπο με τον οποίο η εκπαίδευση, αντί να αμβλύνει τις ταξικές διαιρέσεις, στη πραγματικότητα βοηθά την αναπαραγωγή τους. Και αυτό, διότι όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός στον οποίο έχει κανείς πρόσβαση σε αυτό που συμβατικά αποκαλείται «υψηλός πολιτισμός» τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να αποκτήσει περαιτέρω πρόσβαση σε αυτόν. Είναι συνεπώς λογικό να συμπεράνουμε, βασιζόμενοι στην παραπάνω ανάλυση, ότι, εφόσον η πρόσβαση στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα στην ποιοτική εκπαίδευση, ανισοκατανέμεται ανάλογα με την ταξική καταγωγή, η εκπαίδευση λειτουργεί σήμερα προς την κατεύθυνση της αναπαραγωγής των ταξικών διαιρέσεων, ιδιαίτερα εκείνων που δεν σχετίζονται με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, και όχι προς την κατεύθυνση της άμβλυνσης τους όπως υποστηρίζουν οι υποστηρικτές της θέσης του θανάτου της τάξης. 

Τέλος, υποστηρίζεται ότι η παρούσα παγκοσμιοποίηση οδηγεί στην ανάπτυξη μιας ανεπίσημης διεθνούς καπιταλιστικής τάξης που αποτελείται από ένα δίκτυο μεγάλων επιχειρήσεων συνδεδεμένων μεταξύ τους μέσω διοικητικών συμβουλίων με αλληλεπικαλυπτόμενα μέλη, μέσω κοινών μετόχων κλπ. Ωστόσο, αυτή η υπόθεση είναι τόσο παρατραβηγμένη ώστε ακόμη και οι υποστηρικτές της θέσης του θανάτου της τάξης δεν την αποδέχονται, εφόσον μια τέτοια διεθνής καπιταλιστική τάξη προϋποθέτει ένα παγκόσμιο κράτος, και ο ΟΗΕ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως κάτι τέτοιο. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τους ίδιους αναλυτές, η παρούσα διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, δεν έχει μέχρι τώρα οδηγήσει τις χώρες του Νότου σε ένα τόσο αναπτυγμένο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό στάδιο ώστε να υπερβούν τις τάξεις. Επομένως, οι ταξικές διαιρέσεις, ακόμη και με τη Μαρξιστική έννοια του όρου, εξακολουθούν να υπάρχουν στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής οι οποίες χαρακτηρίζονται ακόμη από δομές που βασίζονται στην παραγωγική βιομηχανική ιδιοκτησία. 

Στο επόμενο τεύχος θα αναπτύξουμε την προσέγγιση της ΠΔ για τις τάξεις που βασίζεται στην υπόθεση ότι οι συστημικές κοινωνικές διαιρέσεις δεν μπορούν πλέον να οριστούν επαρκώς με βάση μόνο τις οικονομικές κατηγορίες.

Διαβάστε το δεύτερο μέρος του άρθρου εδώ.