Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 8 (Σεπτέμβριος 2004)


 

Με την ευκαιρία της δημοσίευσης  στα Ελληνικά του Πάρεκον του Μαίκλ Άλμπερτ και της μαζικής διαφήμισης του από τη ρεφορμιστική Αριστερά και τα ΜΜΕ που την υποστηρίζουν αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα από το μόλις κυκλοφορήσαν βιβλίο του Τ. Φωτόπουλου «Ο καπιταλισμός του Τσόμσκι, ο μετακαπιταλισμος του Αλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία» (Γορδιος, 2004).

 


 

Πάρεκον και Περιεκτική Δημοκρατία

 printable version

Η φύση του μοντέλου Parecon και του προτάγματος της ΠΔ (σελ. 66-70)

Αρχικά, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι το μοντέλο Parecon, αντίθετα με το πρόταγμα της ΠΔ, δεν αποτελεί ένα πολιτικό πρόταγμα για μία εναλλακτική κοινωνία, με τη δική του ανάλυση της σημερινής κοινωνίας, ένα γενικότερο όραμα της μελλοντικής κοινωνίας και την στρατηγική και τακτική που θα μας οδηγήσει εκεί. Με άλλα λόγια, το Parecon δεν είναι ένα γενικότερο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης αλλά απλά ένα οικονομικό μοντέλο για μια εναλλακτική οικονομία. Πράγμα που εξηγεί γιατί πολιτικοί, πολιτισμικοί και ευρύτεροι κοινωνικοί θεσμοί απουσιάζουν παντελώς από την πρόταση του μοντέλου Parecon. Η εξήγηση που δίνεται γι’ αυτό είναι ότι «τα μοντέλα γύρω από τέτοιους θεσμούς βρίσκονται ακόμα σε στάδιο ανάπτυξης». Ωστόσο, με δεδομένο ότι το μοντέλο Parecon εξελίχθηκε εδώ και πάνω από μία δεκαετία, δύσκολα μπορεί κανείς να δεχτεί την εξήγηση αυτή.

Μία περισσότερο αληθοφανής εξήγηση είναι ότι το θέμα των πολιτικών και των άλλων θεσμών και ιδιαίτερα το κρίσιμο ζήτημα αν το μοντέλο Parecon είναι συμβατό με το κράτος (έστω και αν αυτό είναι κάποιου τύπου «εργατικό κράτος») έχει αφεθεί σκόπιμα ασαφές, με την ελπίδα να στηριχτεί το μοντέλο από την ευρύτερη Αριστερά: από τους οπαδούς του κρατικιστικού σοσιαλισμού μέχρι τους ελευθεριακούς σοσιαλιστές και από τους αναρχικούς μέχρι τους υποστηρικτές των νέων κοινωνικών κινημάτων (Πράσινοι, φεμινιστές, ομοφυλόφιλοι κ.ο.κ). Εντούτοις, το γεγονός ότι στο μοντέλο Parecon δεν γίνεται καμία μνεία για τον ρόλο του κράτους κάθε άλλο παρά δικαιολογεί τον ισχυρισμό του συγγραφέα ότι «το μοντέλο Parecon είναι βασικά ένα αναρχικό οικονομικό όραμα το οποίο εξαλείφει την παγιωμένη ιεραρχία και επιτυγχάνει την αυτοδιεύθυνση». Πέρα από την αμφιλεγόμενη εγκυρότητα του συγκεκριμένου ισχυρισμού ακόμα και όσον αφορά τους οικονομικούς θεσμούς, όπως θα προσπαθήσω να δείξω παρακάτω, μία κοινωνία δεν μπορεί να λέγεται ελευθεριακή εάν δεν είναι σαφώς α-κρατική ―όπως είναι εκείνη που προτείνει το πρόταγμα της ΠΔ. Όμως, ο μοναδικός όρος που τίθεται από τον Albert σχετικά με τη φύση των μη οικονομικών θεσμών που πρόκειται να αναπτυχθούν στο μέλλον είναι ότι θα πρέπει να είναι συμβατοί με τους θεσμούς του μοντέλου Parecon:

οι θεσμοί που θα λειτουργούν παράλληλα με ένα μοντέλο Parecon θα πρέπει να είναι συμβατοί με τα «εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών» (balanced job complexes), την αμοιβή με βάση την προσπάθεια, και την αυτοδιεύθυνση και (…) θα πρέπει να έχουν διασυνδέσεις με τον συμμετοχικό σχεδιασμό.

Ωστόσο, αυτός ο τόσο γενικός όρος συμβατότητας θα μπορούσε εύκολα να γίνει αποδεκτός σχεδόν από κάθε σοσιαλιστή, αναρχικό και υποστηρικτή των νέων κοινωνικών κινημάτων.

Δεδομένου του χαρακτήρα του μοντέλου Parecon ως καθαρά οικονομικού μοντέλου, δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα κύρια συλλογικά όργανα αποφάσεων σε αυτό καθορίζονται στο οικονομικό πεδίο. Έτσι, η έννοια του πολίτη απουσιάζει παντελώς από το μοντέλο Parecon και αντικαθίσταται από τις έννοιες του εργαζόμενου και του καταναλωτή. Δεν είναι επομένως εκπληκτικό ότι το μοντέλο καταλήγει σε μία διαστρέβλωση της έννοιας της άμεσης δημοκρατίας, η οποία δεν νοείται ως ένα καθεστώς αλλά απλά ως μία διαδικασία που χρησιμοποιείται όποτε υπάρχει ανάγκη και η οποία μπορεί εύκολα να αντικαθίσταται από το αντίθετό της, δηλαδή την αντιπροσώπευση όποτε η άμεση δημοκρατία δεν είναι βολική! Θα επανέλθω παρακάτω στο κρίσιμο ζήτημα για το κατά πόσο σε μία πραγματική δημοκρατία οι σημαντικές οικονομικές αποφάσεις θα μπορούσαν να αφήνονται στους εργαζόμενους και τους καταναλωτές αντί για τους πολίτες, αλλά προς το παρόν, αξίζει τον κόπο να συζητήσουμε εν συντομία τη διαστρεβλωμένη ιδέα της δημοκρατίας που προτείνεται από το μοντέλο Parecon.

Όπως ελπίζω ότι ξεκαθάρισα στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία, σε μία πραγματική δημοκρατία οι πολίτες λαμβάνουν άμεσα όλες τις σημαντικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις στις δημοτικές συνελεύσεις, οι οποίες είναι τα ανώτατα σώματα που αποφασίζουν για τη διαμόρφωση πολιτικών. Οπουδήποτε πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις σε υψηλότερο επίπεδο (περιφερειακό, συνομοσπονδιακό), συνελεύσεις αποτελούμενες από ανακλητούς εντολοδόχους με συγκεκριμένες εντολές συντονίζουν και εκτελούν/υλοποιούν τις τοπικές αποφάσεις στο περιφερειακό και συνομοσπονδιακό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι οι περιφερειακές και συνομοσπονδιακές συνελεύσεις είναι απλώς εκτελεστικά συμβούλια και όχι σώματα διαμόρφωσης πολιτικών ―όπως είναι όλα τα αντιπροσωπευτικά σώματα. Ωστόσο, η γενική εντύπωση που σχηματίζει κάποιος διαβάζοντας το Parecon είναι ότι πολλά (αν όχι τα περισσότερα) από τα σώματα λήψης αποφάσεων στο σχήμα αυτό είναι σώματα διαμόρφωσης πολιτικών από αντιπροσώπους και όχι από εκτελεστικά συμβούλια εντολοδόχων. Αυτή είναι η εντύπωση που διαμορφώνει κανείς από δηλώσεις όπως η ακόλουθη:

τα εργατικά συμβούλια θα θέσουν σε λειτουργία δομές λήψης αποφάσεων και τρόπους εξουσιοδότησης της ευθύνης (δική μου η έμφαση) που θα είναι σύμφωνες με την αυτοδιεύθυνση και αντίθετες με τις άδικες εξουσιαστικές ιεραρχίες. 

Σε ένα άλλο εδάφιο ο Albert μιλά ακόμα και για εξουσιοδότηση «της εξουσίας και της αυτονομίας σε άλλους» ―μία ξεκάθαρη αντίφαση, η οποία προδίδει άγνοια της έννοιας της αυτονομίας που, προφανώς, δεν μπορεί ποτέ να εξουσιοδοτηθεί σε άλλους. Είναι φανερό ότι το μοντέλο Parecon χαρακτηρίζεται πρωτίστως από μία φανερή έλλειψη κατανόησης της έννοιας της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας και, επομένως, της ασυμβατότητας της αντιπροσώπευσης (σε αντίθεση με την εξουσιοδότηση) με τη δημοκρατία.

Δεύτερον, όπως επίσης τόνισα στο Περιεκτική Δημοκρατία, το μοντέλο Parecon συνεπάγεται μία ιδιαιτέρως γραφειοκρατική δομή (όχι με την έννοια της ιεραρχίας αλλά με την έννοια των πολύπλοκων γραφειοκρατικών διαδικασιών) η οποία χαρακτηρίστηκε εύστοχα από έναν οξύνου ελευθεριακό κριτικό του περιοδικού Anarchist Studies, ως «συμμετοχική γραφειοκρατία» που, σε συνδυασμό με τους πολυάριθμους ελέγχους που προτείνονται προκειμένου να περιοριστεί το δικαίωμα στην κατανάλωση, «θα προετοίμαζε το έδαφος για τη διαιώνιση ή την επανεμφάνιση του κράτους».

Τέλος, όπως θα προσπαθήσω να δείξω παρακάτω, το μοντέλο Parecon συνεπάγεται επίσης έναν σοβαρό περιορισμό γενικά της ατομικής αυτονομίας και ειδικότερα της ελευθερίας επιλογής, δηλαδή της ίδιας της αυτοδιεύθυνσης, κυρίως ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι στηρίζεται αποκλειστικά στον οικονομικό σχεδιασμό για την κατανομή των πόρων.

Έχουν πραγματική ελευθερία επιλογής οι εργαζόμενοι στο μοντέλο Parecon; (σελ. 118-120)

Όσον αφορά τους εργαζόμενους, οι εξουσίες που δίνονται στα εργατικά συμβούλια που προβλέπει το Parecon είναι πρακτικά ελάχιστες αφού τα πάντα, από το ποιες και πόσες υπηρεσίες των μέσων παραγωγής θα χρησιμοποιηθούν και τι θα παραχθεί μέχρι τις συνθήκες εργασίας που συνεπάγονται οι αποφάσεις αυτές, καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο, μέσω των «γύρων» του Πλάνου, αντί να καθορίζονται πρωταρχικά στο τοπικό επίπεδο και μόνο όταν αυτό δεν είναι εφικτό να καθορίζονται στο περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Από την άλλη μεριά, στο πρόταγμα της ΠΔ ισχύει το αντίθετο, εφόσον αυτοί που αποφασίζουν την κατανομή των πόρων και τις συνθήκες εργασίας στο τοπικό επίπεδο είναι οι τοπικές δημοτικές συνελεύσεις και οι συνελεύσεις στους χώρους εργασίας. Μόνο σε ότι αφορά τις βασικές ανάγκες, οι τοπικές αποφάσεις πρέπει να είναι συμβατές με το συνομοσπονδιακό πλάνο (αλλά ακόμα και τότε υπάρχει μεγάλη ελαστικότητα εφόσον τα μέσα κάλυψης των βασικών αναγκών αποφασίζονται τοπικά), ενώ όσον αφορά τις μη βασικές ανάγκες οι τοπικές συνελεύσεις αποφασίζουν αποκλειστικά για το πώς θα καλυφθεί η ζήτηση στο τοπικό επίπεδο.

Ο λόγος για τον οποίο προκύπτει αυτή η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δυο προτάσεων είναι ότι στο μοντέλο Parecon τα πάντα αποφασίζονται μέσω της διαδικασίας σχεδιασμού, στο πλαίσιο της οποίας καθορίζονται οι ενδεικτικές τιμές, σε αντίθεση με το σύστημα της ΠΔ όπου συνδυάζονται ο σχεδιασμός και η τεχνητή αγορά ―την οποία δημιουργούν οι διατακτικές, μέσω των οποίων καθορίζονται οι «τιμές». Αυτό βέβαια δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι στο μοντέλο Parecon δεν γίνεται διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών και ότι τα πάντα αποφασίζονται στο εθνικό επίπεδο ―κάτι που όχι μόνο μειώνει σημαντικά την αυτονομία των συνελεύσεων των χώρων εργασίας αλλά έχει και σημαντικές οικολογικές επιπτώσεις, όπως προσπάθησα να δείξω στο Περιεκτική Δημοκρατία.

Ακόμη, η ελευθερία επιλογής εργασίας υπονομεύεται σημαντικά από τις προτάσεις του μοντέλου Parecon που, στην ουσία, εξασφαλίζουν μία ελευθερία που δεν διαφέρει κατά πολύ από την αντίστοιχη «ελευθερία» που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι σε μία καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, ενώ, παράλληλα, ούτε το δικαίωμα της διατήρησης της εργασίας τους θεμελιώνεται. Έτσι, όσον αφορά την ελευθερία επιλογής εργασίας, μολονότι οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να κάνουν αίτηση σε οποιοδήποτε εξισορροπημένο σύμπλεγμα εργασιών επιθυμούν, εντούτοις, ο διορισμός τους ή όχι ανήκει στη διακριτική ευχέρεια αυτών που ήδη εργάζονται στον συγκεκριμένο τόπο εργασίας. Ακόμη, όσον αφορά το δικαίωμα διατήρησης της εργασίας, όποτε προκύπτει ανισορροπία μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς για κάποιο αγαθό, το οποίο θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα κακής κατανομής εργαζόμενων και πόρων, τότε εργαζόμενοι και πόροι μετατοπίζονται, σύμφωνα με το Parecon από κάποιες βιομηχανίες σε άλλες.

Είναι φανερό επομένως ότι στο Parecon έχουμε μια σοβαρή υπονόμευση της ελευθερίας της επιλογής εργασίας που οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιος ρυθμιστικός μηχανισμός κατανομής της εργασίας, εφόσον το μοντέλο αυτό καθιερώνει την εξίσωση μισθών για την ίδια ποσότητα και ένταση εργασίας. Αντίθετα, στην πρόταση της ΠΔ παρέχεται ένας τέτοιος ρυθμιστικός μηχανισμός, όπως είδαμε παραπάνω. Έτσι, όταν υπάρχει ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς για ένα συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία, τότε, μέσω της αλλαγής στην «τιμή» του και της συνακόλουθης αλλαγής στο ύψος της αμοιβής, η προσφορά/ζήτηση εργασίας για τον συγκεκριμένο τύπο εργασίας μεταβάλλεται ανάλογα, στο βαθμό βεβαίως που το ύψος της αμοιβής επηρεάζει την προσφορά εργασίας.

Συμπερασματική αποτίμηση (σελ. 125-126)

Το μοντέλο Parecon, μολονότι μπορεί ν’ αντιπροσωπεύει την καλύτερη προσπάθεια μέχρι σήμερα στον σοσιαλιστικό σχεδιασμό, και στην αφομοίωση των μαθημάτων που μας δίδαξε η ιστορική αποτυχία του, δεν είναι σε θέση, όπως προσπάθησα να δείξω παραπάνω, να εξασφαλίσει τις θεσμικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη δημιουργία μιας νέας μορφής κοινωνικής οργάνωσης, που θα επανενσωμάτωνε την κοινωνία με την οικονομία, την πολιτεία και την Φύση.

Δεν είναι σε θέση να επανενσωματώσει τη κοινωνία με την οικονομία, διότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει πραγματική αυτοδιεύθυνση και ελευθερία επιλογής για τους πολίτες ως παραγωγούς και καταναλωτές, εξαιτίας της γραφειοκρατικής του φύσης η οποία είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απόλυτης εξάρτησης του από τον οικονομικό σχεδιασμό για την κατανομή των σπάνιων οικονομικών πόρων. Επιπλέον, δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει ούτε την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών —το βασικό κριτήριο επιτυχίας μιας ορθολογικής οικονομίας— εφόσον η αμοιβή της εργασίας βασίζεται μόνο στην εργασία και όχι επίσης στην ανάγκη, όπως στο πρόταγμα της ΠΔ.

Ακόμη, δεν είναι σε θέση να επανεσωματώσει την κοινωνία με την πολιτεία, διότι η βασική μονάδα λήψης αποφάσεων στο μοντέλο Parecon δεν είναι οι πολίτες αλλά τα εργατικά συμβούλια και αυτά των καταναλωτών. Οι πολίτες και συνακόλουθα οι συνελεύσεις των πολιτών ―η βάση κάθε πραγματικής δημοκρατίας— απουσιάζουν εντελώς από την εικόνα του Parecon που σαφώς θεωρεί την δημοκρατία ως μια διαδικασία αντί ως ένα πολίτευμα ―αντίθετα με αυτό που συμβαίνει στο πρόταγμα της ΠΔ.

Τέλος, το μοντέλο Parecon δεν είναι σε θέση να ενσωματώσει την κοινωνία με την Φύση διότι έχει τον ίδιο γενικό στόχο της οικονομικής ανάπτυξης και συμμερίζεται την συνακόλουθη έννοια της αποδοτικότητας με την «οικονομία ανάπτυξης» της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και του σοσιαλιστικού Κεντρικού Πλάνου, με συνέπεια ότι μεταχειρίζεται τα οικολογικά προβλήματα, βασικά ως ένα θέμα «εξωτερικοτήτων», αντί ως ένα πρόβλημα που απαιτεί ριζική αλλαγή στον τρόπο ζωής και τις αξίες μας.