To σύντομο καλοκαίρι του ελληνικού αθλητισμού

ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΕΛΙΣΣΑΡΗΣ 



«Όλο το έθνος προσκυνά σώβρακα και φανέλες»

 

Τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο έχουν καταλαγιάσει οι παροξυσμικοί πανηγυρισμοί για την «επιτυχία» της εθνικής ποδοσφαίρου και δρομολογούνται οι  εξελίξεις για την πολύχρωμη απάτη των Ολυμπιακών αγώνων. Φυσικά όλες αυτές οι φιέστες δεν θ’ αργήσουν να τελειώσουν (εξ ου και το «σύντομο» στον τίτλο) ενώ τα προβλήματα θα συνεχίσουν να υπάρχουν και μάλιστα πιο επώδυνα.

Μολονότι για την πλειοψηφία της Αριστεράς (ρεφορμιστικής και αντισυστημικής) πλην ελαχίστων εξαιρέσεων έχουν γίνει κοινή συνείδηση οι καταστροφικές συνέπειες των Ολυμπιακών αγώνων -το απίστευτο οικονομικό κόστος, η εμπορευματοποίηση, η ενδυνάμωση του κράτους ασφάλειας και της καταστολής με την πρόφαση του φόβου τρομοκρατικού χτυπήματος, τα εργατικά ατυχήματα στα ολυμπιακά εργοτάξια, η ειρωνική φράση «συνάντηση των λαών» (των πάμπλουτων αθλητών και τουριστών κάθε λαού βέβαια) ενώ τα μέτωπα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» σαρώνουν την υφήλιο κτλ- η υποδοχή του «θριάμβου» της εθνικής ομάδας από στελέχη της ρεφορμιστικής Αριστεράς ήταν τουλάχιστον τραγική, αν και όχι αναπάντεχη. Έτσι, παραβλέποντας τα σεξιστικά και κυρίως εθνικιστικά έως ρατσιστικά συμφραζόμενα των πανηγυρισμών, κάποιοι απ’ αυτούς που υποτίθεται πως εναντιώνονται στον κατεστημένο τρόπο σκέψης απλώς τον αναπαρήγαγαν εις διπλούν αφού επιπρόσθετα του έβαλαν και ένα προοδευτικό πρόσημο! Σε αυτήν την Αριστερά έχει γίνει πλέον μόδα η υπεράσπιση ακόμη και εκδηλώσεων που έπαιρναν σαφή εθνικιστικό χαρακτηρα, ως δήθεν ένδειξη ωριμότητας και ξεπεράσματος των παλιών κόμπλεξ κτλ. Ενώ στην ουσία είναι απλώς μια φλύαρη δικαιολόγηση του κομφορμισμού της ρεφορμιστικής Αριστεράς που δυστυχώς έχει επικρατήσει.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του ξεπεσμού ήταν τα άρθρα του «Ιού» της «Ελευθεροτυπίας» (Το «μπιπ» του Τσολιά, 10/07/2004) και του Κοροβέση στην «Εποχή» (Αριστερή μπαλιά, 11/07/2004). Προτού όμως ασχοληθούμε μ’ αυτούς, θα ήθελα να σχολιάσω το κυρίαρχο επιχείρημα υπέρ των πανηγυρισμών γενικά, δηλαδή την ιδεολογία του αυθορμητισμού, πως επειδή οι πανηγυρισμοί έγιναν αυθόρμητα από τον κόσμο, θα πρέπει να τους υπερασπιστούμε.

 Από πότε όμως κάτι είναι καλό απλώς επειδή είναι αυθόρμητο; Αυτή η θεώρηση βασίζεται σ’ ένα λανθασμένο (όπως έδειξε ο Χέγκελ και άλλοι) φιλοσοφικό επιχείρημα, δηλαδή πως υπάρχει εξαρχής μια ουσία εντός του ανθρώπου ως τέτοιου η οποία εκδηλώνεται όταν αυτός αφήνεται να δράσει αστόχαστα και αυθόρμητα. Αυτή η άποψη δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης και τη διαμόρφωση των ανθρώπων μέσω της αλληλεπίδρασης με τους άλλους ως άτομα και ως θεσμούς. Αλλά και για να μην επεκταθούμε άδικα: πόσο «αυθόρμητη» είναι η μηχανική και πλήρως προβλεπόμενη αντίδραση των μαζών σε κάτι που το εθνικιστικό δηλητήριο που τους διαπότιζε όλη τους τη ζωή τους είχε προετοιμάσει κατάλληλα; Και αυτό, για να μην αναφέρουμε τον ρόλο των ΜΜΕ που για εβδομάδες καλλιέργησαν το κατάλληλο κλίμα. Από πότε μπορεί τόσο εύκολα ο αυθορμητισμός να υποβιβάζεται ως έννοια και να χαρακτηρίζει κάτι τόσο αναμενόμενο; Μήπως και το ’87 κάτι παρόμοιο δεν είχε γίνει (η Ιστορία επαναλήφθηκε ως φάρσα, αλλά και ως τραγωδία συγχρόνως); Μήπως το ίδιο δεν γίνεται σε κάθε χώρα που η εθνική τους κερδίζει ένα πρωτάθλημα; Όλα αυτά οδήγησαν διάφορους στοχαστές στο συμπέρασμα πως αυθορμητισμός δίχως σκέψη είναι φτωχός αλλά και σκέψη δίχως αυθορμητισμό είναι λειψή (γι’ αυτό και ο Μπούκτσιν για παράδειγμα μιλάει σήμερα για «σκεπτόμενο αυθορμητισμό»). 

Για να επανέλθω όμως, με πραγματική λύπη διάβασα το προαναφερθέν άρθρο του «Ιού», το οποίο θέλοντας να χτυπήσει την «πολιτική ορθότητα» και τον «καθωσπρεπισμό» έφτασε στο σημείο να επικροτήσει τα γνωστά συνθήματα που ακούστηκαν στους πανηγυρισμούς: «σήκωσέ το, το γαμημένο», την «πούτσα του τσολιά» κτλ. Κρίμα που, ενώ υπάρχουν και γυναίκες στην ομάδα του «Ιού», κανείς δεν μπόρεσε να διακρίνει πως πίσω απ’ αυτά και παρόμοια συνθήματα κρύβεται η βάρβαρη ανδρική κυριαρχία που ταυτίζει το σεξ και τον έρωτα με την κατάκτηση και την επιθετικότητα. Ανάλογα, όταν οι οπαδοί φωνάζουν «Φίγκο πάρε μας πίπα» ή «πάρτε τ’ αρχίδια μας πορτογάλοι» αυτό που συμβαίνει είναι πως η υψηλότερη γενετήσια ανθρώπινη πράξη γίνεται χυδαία πολεμική ιαχή. Το τραγικότερο είναι πως και οι ίδιες οι γυναίκες, ενώ αυτές υποφέρουν κυρίως απ’ αυτήν τη σύγχρονη αντίληψη του έρωτα, αλλά και άλλοι άνθρωποι χωρίς άσχημες προθέσεις παρασύρθηκαν και επαναλάμβαναν τα ίδια συνθήματα, χωρίς προφανως να συνειδητοποιούν τη σημασία τους,. Και εάν μεν ένα εθνικιστικά και σεξιστικά γαλουχημένο πλήθος είναι σχεδόν αναπόφευκτο σε τέτοιες στιγμές να καταφεύγει σε παρόμοιες εκδηλώσεις και συνθήματα, ποια  άραγε πρέπει να είναι η στάση της Αριστεράς; Να τα επικροτεί και να ενθαρρύνει τον κοινό πανηγυρισμό των Λάτσηδων και των καταπιεσμένων, όλων μαζί τυλιγμένων με την ίδια σημαία; Σύμφωνα με τους «Ιούς», το γεγονός πως το γαμήσι έχει καταντήσει σήμερα να θεωρείται κάτι σαν όπλο εξουδετέρωσης εχθρών- όταν ακούμε για παράδειγμα στα γήπεδα εκφράσεις εναντίον του διαιτητή του τύπου: «γαμώ τη μάνα σου»- δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί, ούτε να το συνδέουμε με τον σεξισμό, την σεξουαλική κακοποίηση των γυναικών, τον τρόπο που αντιμετωπίζονται από την πορνογραφία ή τη σωματεμπορία, αλλά να καθόμαστε και να το απολαμβάνουμε.

Από την άλλη μεριά, το άρθρο του Κοροβέση, στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα των πανηγυρισμών, ήταν γεμάτο αντιφάσεις και ασυνάρτητες γενικεύσεις. Έφτασε μάλιστα να ταυτίσει το ποδόσφαιρο, με τις μαγικό-θρησκευτικές τελετουργίες και με όλες τις μορφές τέχνης (!!!) με το επιχείρημα πως όλα αυτά στην ουσία αποτελούν παιχνίδια! Κατά την άποψή του, το πλήθος ήταν «ειρηνικό» και «κάπου ακούστηκαν κάποια ρατσιστικά ή σεξιστικά συνθήματα, αλλά δεν έπιασαν» (!!!) όταν το περιβόητο σεξιστικό σύνθημα για παράδειγμα ή άλλα εθνικιστικά έγιναν μέχρι και μπλουζάκια. Αυτό που ο Κοροβέσης είδε ήταν «μια μαζική χαρά» κι αυτό αρκεί. Όμως, ο λόγος για τον οποίο χαιρόταν το πλήθος είναι κάτι εντελώς άσχετο; Το γεγονός ότι χαιρόντουσαν επειδή έχουν κοινωνικοποιηθεί έτσι ώστε να πιστεύουν πως ανήκουν σε μια αόριστη «πατρίδα» μπροστά στην οποία πρέπει να παραμερίζονται οι ταξικοί και κοινωνικοί διαχωρισμοί, ή το γεγονός πως η χαρά τους ήταν πλήρως ενταγμένη σ’ αυτό που ο Ντεμπόρ ονόμαζε «διάχυτο θεαματικό», δηλαδή τον κατευθυνόμενο και επιτρεπόμενο από το σύστημα μαζικό θαυμασμό αστέρων που παίρνουν εκατομμύρια κι από πίσω τους κρύβεται μια τεράστια βιομηχανία, όλα αυτά δεν πρέπει να μας προβληματίσουν;

Ο Κοροβέσης βέβαια προβληματίζεται για όλα αυτά στο χώρο του ποδοσφαίρου, για τη διαφθορά, τη βία, τα οικονομικά συμφέροντα κτλ, αλλά λέει πως γι’ αυτά δεν ευθύνεται το ποδόσφαιρο αλλά, αν και δεν είναι πολύ σαφής, η πολιτική εκμετάλλευσή του και, τις τελευταίες δεκαετίες, η παγκοσμιοποίηση. Και φυσικά αναμασά την καραμέλα των απανταχού ποδοσφαιροφιλόσοφων της δεκάρας, δηλαδή τις απόψεις του Γκαλεάνο (μεγάλος «ριζοσπάστης») ότι «ο καθρέφτης δεν ευθύνεται για το πρόσωπο που αντανακλά… σχεδόν ποτέ δεν προέρχεται από το ποδόσφαιρο η βία που ξεσπάει στα γήπεδα». Τότε όλοι αυτοί θα πρέπει να μας εξηγήσουν γιατί στα παγκόσμια ή εθνικά πρωταθλήματα του πινγκ-πονγκ ή του γκολφ ή, αν θέλετε κάτι πιο δημοφιλές, στις κούρσες των 100 μέτρων στο στίβο δεν παρατηρούνται τα ίδια φαινόμενα. Τα παιχνίδια όντως εκτονώνουν την επιθετικότητα, όπως όμως παρατηρούσε ο Μαρκούζε, το ποδόσφαιρο είναι από τη φύση του τόσο επιθετικό ώστε είναι αμφίβολο αν μπορούμε να το συμπεριλάβουμε σ’ αυτά. Αυτό όμως που δεν έχουν καταλάβει οι «Ιοί» και Κοροβέσηδες είναι πως ακόμα κι αν στο μέλλον, σε μια καλύτερη κοινωνία, οι άνθρωποι δουν πιο ποιητικά και δημιουργικά το ποδόσφαιρο, όπως θέλουν κατεστημένοι συγγραφείς όπως ο Καμύ και ο Γκαλεάνο, δεν μπορούμε τόσο επιδεικτικά να αγνοούμε τον τρόπο που λειτουργεί σήμερα ως έκφραση αφιονισμού της ήδη υπερκχειλίζουσας ανδρικής κυριαρχίας και επιδείνωσης της φαλλοκρατικής θέσμισης της γλώσσας (βλέπε συνθήματα), καθώς  και ως πλατφόρμα απογείωσης εθνικιστικών και ρατσιστικών τάσεων. Στο κάτω, ο Κοροβέσης δεν εξυμνεί απλώς το ποδόσφαιρο (γι’ αυτό μίλησα για αντιφάσεις και ασάφεια) αλλά τους εθνικούς πανηγυρισμούς.. 

Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, το χειρότερο σ’ αυτήν την Ιστορία ήταν πως οι άνθρωποι, για άλλη μια φορά απέδειξαν πως η μόνη «αυθόρμητη» συλλογική δράση για την οποία είναι ακόμα ικανοί είναι αυτή που όχι μόνο δεν απειλεί το σύστημα, αλλά ενθαρρύνεται και μαζικά προβάλλεται απ’ αυτό. Τα ίδια όντα που κάποτε στην εκκλησία του δήμου δημιουργούσαν την Ιστορία τους τώρα έγιναν μια πλήρως προβλεπόμενη στις αντιδράσεις της μάζα.  Και οι υποτιθέμενοι «αριστεροί» αντί να στηλιτεύσουν αυτήν την κατάντια, την στήριξαν εντυπωσιακά. Ακούσαμε τα περί ελληνικής ψυχής και παρόμοιες ανοησίες που αγγίζουν τα όρια του φασισμού και ρατσισμού, αλλά ποιος να μιλήσει γι’ αυτά όταν, ως νέα αστυνομία της σκέψης, οι Ελληναράδες και οι οπαδοί της Βυζαντινής παράδοσης και της Ελληνοορθοδοξίας που μάχονται την παγκοσμιοποίηση επειδή θίγει τα «ιερά και τα όσια» μας (Τριάντηδες, Άρδην κλπ) στρέφονται με μανία ενάντια σε κάθε φωνή που θέλει να υπενθυμίζει πως υπάρχουν και πανανθρώπινα ιδανικά, αλλά και σημαίες που ενώνουν τους λαούς αντί να τους χωρίζουν, σημαίες μαύρες και κόκκινες. Θα υπάρξει άραγε μια ριζοσπαστική Αριστερά να εναντιωθεί σ’ όλα αυτά; 

 

     

Επιστροφή

 

 

ορία ήταν πως οι άνθρωποι, για άλλη μια φορά απέδειξαν πως η μόνη «αυθόρμητη» συλλογική δράση για την οποία είναι ακόμα ικανοί είναι αυτή που όχι μόνο δεν απειλεί το σύστημα, αλλά ενθαρρύνεται και μαζικά προβάλλεται απ’ αυτό. Τα ίδια όντα που κάποτε στην εκκλησία του δήμου δημιουργούσαν την Ιστορία τους τώρα έγιναν μια πλήρως προβλεπόμενη στις αντιδράσεις της μάζα.  Και οι υποτιθέμενοι «αριστεροί» αντί να στηλιτεύσουν αυτήν την κατάντια, την στήριξαν εντυπωσιακά. Ακούσαμε τα περί ελληνικής ψυχής και παρόμοιες ανοησίες που αγγίζουν τα όρια του φασισμού και ρατσισμού, αλλά ποιος να μιλήσει γι’ αυτά όταν, ως νέα αστυνομία της σκέψης, οι Ελληναράδες και οι οπαδοί της Βυζαντινής παράδοσης και της Ελληνοορθοδοξίας που μάχονται την παγκοσμιοποίηση επειδή θίγει τα «ιερά και τα όσια» μας (Τριάντηδες, Άρδην κλπ) στρέφονται με μανία ενάντια σε κάθε φωνή που θέλει να υπενθυμίζει πως υπάρχουν και πανανθρώπινα ιδανικά, αλλά και σημαίες που ενώνουν τους λαούς αντί να τους χωρίζουν, σημαίες μαύρες και κόκκινες. Θα υπάρξει άραγε μια ριζοσπαστική Αριστερά να εναντιωθεί σ’ όλα αυτά; 

 

     

Επιστροφή