Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 9 (Μάρτιος 2005)


Τα κείμενα για τις τάξεις που δημοσιεύονται στο τεύχος αυτό καθώς και στο επόμενο βασίζονται στο άρθρο “Class Divisions Today: The Inclusive Democracy Approach”, by T. Fotopoulos, Democracy & Nature, Vol. 6,  No.(July  2000). Διαβάστε το πρώτο μέρος του άρθρου εδώ.  


Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας για τις ταξικές διαιρέσεις (Β)

printable version

Η  ανάγκη για ένα νέο ταξικό μοντέλο

Η συζήτηση στην προηγούμενη ενότητα (βλ. προηγούμενο τεύχος) κάνει φανερό ότι, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ταξικές διαιρέσεις εξακολουθούν να υφίστανται και σήμερα παρά τις σημαντικές εξελίξεις του τελευταίου τετάρτου του αιώνα. Το γεγονός αυτό είναι ασφαλώς αναμενόμενο δεδομένου ότι οι βασικοί διαχωρισμοί μεταξύ, από τη μια μεριά, της κοινωνίας και, από την άλλη, της  οικονομίας και της πολιτείας,  οι οποίοι αναπαράγονται από τους θεσμούς της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αντίστοιχα, όχι μόνο διατηρούνται ακόμα, αλλά και εντάθηκαν μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού.

Ωστόσο, είναι σαφές, όπως επιχειρηματολογούν και οι υποστηρικτές του τέλους των ταξικών διαιρέσεων, ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις εστιάζονται σήμερα περισσότερο σε ποίκιλλα θέματα ταυτότητας (φυλή, φύλο, εθνότητα, θρησκεία,  σεξουαλικές προτιμήσεις) ή θέματα περιβάλλοντος, παρά σε ταξικά ζητήματα. Έτσι, η τάξη, με τη μαρξιστική της έννοια, αποτέλεσε την κυρίαρχη διαστρωμάτωση μόνο κατά τη φιλελεύθερη και κρατικιστική φάση της αγοραιοποίησης, όπως είδαμε και στο προηγούμενο τεύχος. Εντούτοις, αν οι τάξεις επαναοριστούν ώστε να δηλώνουν γενικότερα τις σχέσεις δύναμης/εξουσίας και όχι μόνο τις οικονομικές σχέσεις δύναμης/εξουσίας, όχι μόνο παραμένουν σημαντικές σήμερα, αλλά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για να εξηγήσουν  τις γενικότερες εξουσιαστικές σχέσεις. Ο ταξικός αγώνας σήμερα (τον οποίο μπορούμε να αποκαλέσουμε καλύτερα «κοινωνικό αγώνα» ώστε να ληφθούν υπόψη οι συγκρούσεις που προέρχονται από όλες τις μορφές ανισοκατανομής της δύναμης) δεν αναφέρεται πια απλώς στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, αλλά γενικότερα στη δυνατότητα του κάθε πολίτη γι αυτοκαθορισμό, τόσο στο οικονομικό, όσο και στο πολιτικό αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο – θέμα το οποίο, άμεσα ή έμμεσα, εγείρει το ζήτημα της δημοκρατίας.   

Συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε ν αναφέρουμε τους ακόλουθους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία σήμερα μία νέα αντίληψη των ταξικών διαιρέσεων, με την έννοια των συστημικών κοινωνικών διαιρέσεων, η οποία θα ήταν κατάλληλη για τις τωρινές συνθήκες:  

I. Οι ταξικές διαιρέσεις αποτελούν καθοριστικό παράγοντα όχι μόνο όσον αφορά τις συγκρούσεις γύρω από υλικά συμφέροντα (οι οποίες στη σημερινή κοινωνία, για τους λόγους που θα εξεταστούν παρακάτω, είναι κυρίαρχες), αλλά και γύρω από μη υλικά συμφέροντα. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι οι διαιρέσεις αυτές οδηγούν στη διαμόρφωση «μονολιθικών» τάξεων, που αποτελούνται από όλες τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες από τη μία πλευρά και όλες τις εξουσιαζόμενες κοινωνικές ομάδες από την άλλη, οι οποίες, διαμέσω της σύγκρουσης των τάξεων, θα επιφέρουν την κοινωνική αλλαγή-- όπως πιστεύουν οι μαρξιστές. Για τους λόγους που θα δούμε παρακάτω, τέτοιες μονολιθικές τάξεις είναι αδύνατο να υπάρξουν σήμερα, παρόλο που αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα, όταν οι εξουσιαζόμενες κοινωνικές ομάδες αναπτύξουν  κοινή συνειδητοποίηση για τις αξίες και τους θεσμούς που δημιουργούν και αναπαράγουν τις δομές της ανισοκατανομής δύναμης/εξουσίας, να ενωθούν, όχι απλώς ενάντια στις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, αλλά ενάντια στο ίδιο το ιεραρχικό θεσμικό πλαίσιο και όλους εκείνους που το υπερασπίζονται. 

II. Τα υλικά και μη υλικά συμφέροντα, τα οποία διαμορφώνουν τη βάση των σημερινών ταξικών διαιρέσεων, καθορίζουν, με τη σειρά τους, την συμπεριφορά των μελών των κυρίαρχων και των εξουσιαζομενων κοινωνικών ομάδων, εφόσον τα συστήματα αξιών και οι κοσμοθεωρήσεις τους διαφέρουν ανάλογα με τα συμφέροντά τους αυτά. Για παράδειγμα, η «νέα μεσαία τάξη» ανησυχεί πολύ περισσότερο  για την σημερινή οικολογική κρίση από την «υπερτάξη» ή την «υποτάξη». Αυτό συμβαίνει διότι η μεν υπερτάξη αντλεί άμεσο οικονομικό πλεονέκτημα από την αγοραιοποίηση, το οποίο υπερέχει κατά πολύ των ανησυχιών της γύρω από τις περιβαλλοντικές συνέπειες, ενώ η υποτάξη, και σε κάποιο βαθμό οι μικροαστοί, δεν βλέπουν την οικολογική κρίση ως την πρώτη τους προτεραιότητα, ιδιαίτερα, στο νεοφιλελεύθερο κλίμα της εργασιακής ανασφάλειας όπου αντιμετωπίζουν το δίλημμα «ανεργία η καλύτερο περιβάλλον». 

III. Με δεδομένη την ύπαρξη πολυάριθμων διαφορετικών ιεραρχικών ολοτήτων, οι οποίες ορίζονται με βάση οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά κριτήρια,  η ταξική θέση του κάθε ατόμου καθορίζεται από τη συμμετοχή του, είτε σε κυρίαρχη θέση είτε σε θέση  εξουσιαζόμενου, σε ένα πλήθος από τέτοιες ομάδες. Η κάθε επομένως ολότητα χαρακτηρίζεται από τις δικές της κυρίαρχες και εξουσιαζόμενες κοινωνικές υπο-ολότητες. Έτσι, η «ταξική» θέση του ατόμου καθορίζεται από τη θέση του μέσα στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων που απαρτίζουν την κοινωνία. Ωστόσο, δεδομένου ότι το οικονομικό στοιχείο είναι κυρίαρχο σε μία οικονομία της αγοράς, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μολονότι τα υλικά συμφέροντα από μόνα τους δεν επαρκούν για τον καθορισμό της ταυτότητας του ατόμου, εντούτοις, η θέση του ατόμου εντός της οικονομικής σφαίρας είναι η αναγκαία συνθήκη για τον καθορισμό της ταυτότητας του, ενώ η θέση του στις υπόλοιπες υπο-ολότητες που ορίζονται με βάση τη φυλή, το φύλο, την εθνότητα κ.λπ., είναι η ικανή συνθήκη. Επιπλέον, η ταξική θέση το ατόμου επηρεάζει τις ευκαιρίες που του δίνονται στη διάρκεια της ζωής του, την πρόσβασή του στην εκπαίδευση, την υγεία, τη στέγαση κ.λπ., καθώς και τη γενική του κοινωνική υπόσταση. 

IV. Η ταξική θέση επηρεάζει την ‘ατομική πολιτική’ του κάθε ατόμου, με την έννοια ότι ο τρόπος συμπεριφοράς των γυναικών, των φυλετικών ή εθνικών μειονοτήτων, των Χριστιανών η των μουσουλμάνων κ.λπ. δεν καθορίζεται μόνο από το φύλο τους, τη φυλή τους ή την πολιτιστική τους ταυτότητα, αλλά από τη θέση τους μέσα στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων. Έτσι, το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πλέον τάξεις με τη μαρξιστική έννοια του όρου οφείλεται περισσότερο στην σταδιακή εξαφάνιση των οικονομικών τάξεων μαρξιστικού τύπου, παρά στην εξαφάνιση των ίδιων των ταξικών διαιρέσεων, με την έννοια των συστημικών κοινωνικών διαιρέσεων. Όσον αφορά ειδικότερα τη σχετική εξασθένιση της πολιτικής σημασίας των οικονομικών ταξικών διαιρέσεων, αυτή μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι κοινοβουλευτικές συγκρούσεις σήμερα αφορούν κυρίως την αναδιανομή της δύναμης μεταξύ των ελίτ και των μεσαίων τάξεων και αναφέρονται πρωταρχικά σε διαμάχες για το πώς θα γίνει περισσότερο συμβατή με τους στόχους των μεσαίων τάξεων η αγοραιοποίηση και η διεθνοποίηση (που προωθείται από τις ελίτ).  

V. Τέλος, η ταξική θέση επηρεάζει τα πολιτιστικά πρότυπα και δημιουργεί αντίστοιχες διαιρέσεις μεταξύ των μελών των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων.

Έτσι, οι ταξικές κατηγορίες εξακολουθούν να είναι απαραίτητες, ίσως περισσότερο παρά ποτέ, μολονότι θα πρέπει να επαναοριστούν ώστε να συμπεριλάβουν τις φανερές ελλείψεις των μαρξιστικών αντιλήψεων που είδαμε στην προηγούμενη ενότητα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αναπτύξουμε νέες αντιλήψεις οι οποίες, παρόλο που δεν θα εξαρτώνται από τη μαρξιστική κατηγορία του τρόπου παραγωγής, θα είναι «ολιστικές» με την έννοια ότι θα εντοπίζουν τις ταξικές διαιρέσεις στις δομές εξουσίας του ίδιου του κοινωνικοοικονομικού συστήματος και όχι μόνο σε ορισμένες πλευρές του, όπως είναι οι  σχέσεις των φυλών, οι πολιτικές ταυτότητας, οι αξίες κ.ο.κ. –πρακτικές που δικαίως χαρακτηρίζουν τα αντίστοιχα κινήματα ως «μονοθεματικά». Περιττό να προστεθεί ότι, στην προβληματική αυτή, οι θεωρίες της κοινωνικής διαστρωμάτωσης χαρακτηρίζονται ως τελείως ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση των σημερινών ταξικών διαιρέσεων, εφόσον ασχολούνται μόνο με τις διαφορές και τις ανισότητες και όχι με τις γενικότερες εξουσιαστικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν τόσο τις σχέσεις των κοινωνικών ομάδων μεταξύ τους, όσο και στο εσωτερικό τους.

Ωστόσο, μία τέτοια προσπάθεια αντιτίθεται στην τάση των σημερινών μεταμοντέρνων αναλύσεων, οι οποίες, όπως τονίζει και η Anne Phillips, παραγνωρίζουν την ασυμβατότητα μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας, καθώς και την απατηλή φύση της δήθεν πολιτικής ισότητας σε έναν άνισο κόσμο. Έτσι, οι μεταμοντέρνες αναλύσεις  επικεντρώνονται σε αυτό που περιγράφεται ως ‘πολιτικές της διαφοράς’ και/ή ‘πολιτικές της ταυτότητας’. Κεντρική ιδέα των πολιτικών αυτών είναι ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει παραμερίσει την αναγνώριση των διαφορών με βάση το φύλο, την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, τη γλώσσα ή την κουλτούρα, πράγμα που συνεπάγεται άνιση αντιμετώπιση των πολιτών. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών, όπως υπογραμμίζει η ίδια συγγραφέας, είναι ότι γίνονται συζητήσεις γύρω από τον αστικό εκδημοκρατισμό, ή τον πολιτιστικό πλουραλισμό, ή την ισοπολιτεία για γυναίκες και άνδρες, ωσάν τα φαινόμενα αυτά να μην έχουν καμία σχέση με τις οικονομικές ρυθμίσεις, ή την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Με άλλα λόγια, η μετακίνηση από την κατανόηση της ανισότητας με βάση τις τάξεις σε μία ερμηνεία που επικεντρώνεται στο φύλο, την εθνότητα και τη φυλή σήμαινε μία μετακίνηση από την περίπτωση σύμφωνα με την οποία κάθε ανισότητα θεωρείται ότι είναι κυρίως οικονομικό ζήτημα στην περίπτωση σύμφωνα με την οποία κάθε ανισότητα θεωρείται ότι αποτελεί τόσο ζήτημα πολιτικής ή κουλτούρας, όσο και (αν όχι και παραπάνω από) οικονομικό ζήτημα.

Είναι, επομένως, φανερό ότι χρειαζόμαστε σήμερα ένα νέο ‘παράδειγμα’, το οποίο, ξεκινώντας από  τις διαφορετικές ταυτότητες των κοινωνικών ομάδων που συγκροτούν τις διάφορες υπο-ολότητες (γυναίκες, εθνικές μειονότητες κ.λ.π.), θα επικεντρώνεται στο συνολικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα, το οποίο διασφαλίζει τη συγκέντρωση δύναμης στα χέρια των διάφορων ελίτ και των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, στο εσωτερικό της κοινωνίας στο σύνολό της. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το οποίο προσπαθεί ν ανταποκριθεί στη σημερινή πολλαπλότητα κοινωνικών σχέσεων (φύλο, εθνικότητα, φυλή κ.ο.κ.) με συνθετικές έννοιες ισοκατανομής κάθε μορφής δύναμης, οι οποίες ρητά αναγνωρίζουν τις διαφορετικές ανάγκες και εμπειρίες των ανθρώπων. Το ταξικό μοντέλο που θα αναπτυχθεί παρακάτω δεν είναι απλά συμβατό με το παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, αλλά επιχειρεί επίσης να συμπληρώσει το κενό που δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι ο νέος πλουραλισμός απέτυχε να αντιμετωπίσει το σημερινό κοινωνικοοικονομικό σύστημα ως μία ολότητα, με τη δική της λογική και δυναμική, η οποία αναπόφευκτα οδηγεί σε μία τεράστια συγκέντρωση δύναμης σε όλα τα επίπεδα.

Αυτόνομες και ετερόνομες ολότητες

Εξαρχής θα πρέπει να τονιστεί ότι η ανάλυση που ακολουθεί δεν βασίζεται σε κάποια «γενική» θεωρία ή  καθολική ερμηνεία των «νόμων» της ιστορίας ή της Φύσης, η οποία υποτίθεται ότι προδιαγράφει την κοινωνική εξέλιξη. Επομένως, ο στόχος του παρακάτω μοντέλου δεν είναι η διαμόρφωση μιας νέας «υπέρ-θεωρίας» σε σχέση με τις συστημικές κοινωνικές διαιρέσεις, η οποία ισχύει σε όλες τις εποχές και όλα τα μήκη και πλάτη. Η κεντρική υπόθεση πάνω στην οποία βασίζεται το συγκεκριμένο μοντέλο είναι ότι η Ιστορία αποτελεί πάντοτε μία δημιουργία –υπόθεση η οποία αποκλείει οποιαδήποτε προσπάθεια ανακάλυψης κάποιων «νόμων κίνησης» για την κοινωνία- κάτι το οποίο συνεπάγεται μια θεμελιακή επιλογή μεταξύ των δύο βασικών παραδόσεων που ανέκαθεν χαρακτήριζαν την κοινωνική εξέλιξη: αυτή της αυτονομίας και αυτή της ετερονομίας.

Η παράδοση της αυτονομίας στοχεύει σε έναν τύπο κοινωνικής οργάνωσης ο οποίος προϋποθέτει την κατάργηση όχι μόνο της οικονομικής εκμετάλλευσης αλλά και της κυριαρχίας, καθώς και του αντίθετού της, της υποτέλειας, δηλαδή στοχεύει στην κατάργηση της γενικότερης εξουσιαστικής σχέσης . Συνεπάγεται, επομένως, την κατάργηση των ιεραρχικών δομών, ενώ η παράδοση της ετερονομίας συνεπάγεται την αναπαραγωγή του ιεραρχικού στάτους κβο.

Το ταξικό μοντέλο που θα περιγραφτεί στη συνέχεια στοχεύει στην ενσωμάτωση της ανάλυσης για τις σημερινές ταξικές διαιρέσεις σε μια γενικότερη ανάλυση των εξουσιαστικών δομών και σχέσεων , πράγμα που σημαίνει ότι από τη φύση του κινείται σε υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Ένα καλό σημείο εκκίνησης για τον ορισμό των εννοιών της κυριαρχίας και της υποτέλειας, οι οποίες είναι κεντρικές στο μοντέλο αυτό, είναι η αντίληψη της ιεραρχικής ολότητας, η οποία συνάγεται από τη γενικότερη έννοια της ολότητας.

Ένα σύνολο κοινωνικών μονάδων –που μπορεί να είναι κοινωνικά άτομα, κοινωνικές ομάδες ή έθνη κράτη-- ορίζει μία ολότητα, η οποία μπορεί να είναι μια κοινωνική ομάδα, ένα έθνος κράτος ή  το παγκόσμιο σύστημα, αντίστοιχα. Η ολότητα αποτελείται από ένα ενιαίο σύμπλεγμα πρακτικών και διανοητικών δραστηριοτήτων, ηθικών και αισθητικών στάσεων, που περιλαμβάνει την πράξη, όπως αυτή ορίζεται παρακάτω, καθώς επίσης τις «κοινωνικές σημασίες» και θεσμούς που την καθορίζουν ιστορικά. Ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται η εξουσία/δύναμη, μπορούμε να διαχωρίσουμε τις ολότητες σε αυτόνομες/μη ιεραρχικές και σε ετερόνομες/ιεραρχικές.          

Η αυτόνομη ολότητα χαρακτηρίζεται από την ισοκατανομή της δύναμης/εξουσίας μεταξύ των μελών της, δηλ. από την άρνηση της εξουσίας και την έλλειψη ιεραρχικών δομών. Σε αυτή τη μορφή ολότητας, η συνειδητή δραστηριότητα των κοινωνικών ατόμων αποτελεί την πηγή μιας συνεχούς αυτοθέσμισης της κοινωνικής ζωής.

Από την άλλη μεριά, μία ετερόνομη ολότητα χαρακτηρίζεται από την ανισοκατανομή δύναμης/εξουσίας και λαμβάνει τη μορφή μιας ιεραρχικής δομής. Οι ιστορικές κοινωνίες υπήρξαν στην πλειοψηφία τους ετερόνομες, με ορισμένες μόνο μερικές μορφές αυτοκαθορισμού (Αθηναϊκή δημοκρατία), ή βραχύβιες (στη διάρκεια επαναστατικών περιόδων). Μία ετερόνομη ολότητα αποτελείται από αρκετές υπο-ολότητες που ορίζονται με βάση διάφορα κριτήρια: τον τύπο εργασίας, το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα κ.ο.κ.. Καθεμία από αυτές τις υπο-ολότητες διαμορφώνει τη δική της ιεραρχική ολότητα εντός της οποίας η βασική διαίρεση μεταξύ κυρίαρχων και εξουσιαζόμενων μονάδων αναπαράγεται με διάφορες μορφές. Ωστόσο, το ίδιο το γεγονός ότι οι κυρίαρχες, καθώς και οι εξουσιαζόμενες, κοινωνικές ομάδες ορίζονται πάντοτε με όρους μιας συγκεκριμένης υπο-ολότητας και το ότι το άτομο είναι μέλος πολλών υπο-ολοτήτων και κοινωνικών ομάδων φανερώνει ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για «μονολιθικές» τάξεις. Το πολύ-πολύ, με δεδομένο ότι το κυρίαρχο στοιχείο σε μία οικονομία της αγοράς είναι το οικονομικό, μπορούμε να μιλάμε σήμερα για μία «κυρίαρχη» ταξική διαίρεση, η οποία αναφέρεται στην οικονομική υπο-ολότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ταξικές διαιρέσεις που ορίζονται σε σχέση με άλλες υπο-ολότητες ανάγονται «σε τελική ανάλυση» στην οικονομική διαίρεση των τάξεων.     

Η ιεραρχική ολότητα δεν διαθέτει ένα κέντρο αλλά μόνο κάποιο κυρίαρχο στοιχείο, το οποίο δεν καθορίζεται πάντοτε από την οικονομική βάση ή κάποια άλλη βάση. Το κυρίαρχο στοιχείο καθορίζεται πάντοτε από μία δημιουργική δράση, δηλ. είναι το αποτέλεσμα της κοινωνικής πράξης, της δραστηριότητας δηλαδή των κοινωνικών ατόμων που έχει στόχο και μέσο την αυτονομία. Έτσι, το κυρίαρχο στοιχείο σε θεοκρατικές κοινωνίες όπως αυτές του Ιράν ή του Αφγανιστάν είναι το πολιτισμικό, σε μία «σοσιαλιστική» χώρα όπως  η Κίνα το πολιτικό κ.ο.κ.. Παρόμοια, το κυρίαρχο στοιχείο στις οικονομίες της αγοράς είναι το οικονομικό, ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η εισαγωγή, κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης, νέων συστημάτων παραγωγής στο πλαίσιο μιας εμπορικής κοινωνίας, στην οποία τα μέσα παραγωγής βρίσκονταν κάτω από ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο, μοιραία οδήγησε στον μετασχηματισμό των κοινωνικά ελεγχόμενων οικονομιών του παρελθόντος (στις οποίες η αγορά έπαιζε περιθωριακό ρόλο στην οικονομική διαδικασία) στις σημερινές οικονομίες της αγοράς. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα μέλη της άρχουσας ελίτ στις οικονομίες της αγοράς προκύπτουν βασικά από την οικονομική σφαίρα, ενώ στις προκαπιταλιστικές οικονομίες προκύπτουν από διαφορετικές σφαίρες (πολιτικοστρατιωτική, πολιτισμική κ.λπ.). Αντίστοιχα, οι κοινωνικές ομάδες που αναδύθηκαν ως κυρίαρχες στις χώρες του τέως «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν εκείνες των οποίων η εξουσία να ελέγχουν την πολιτική και οικονομική διαδικασία πήγαζε από τη θέση τους στα κομμουνιστικά κόμματα και, συνακόλουθα, το βασικό στοιχείο στην κρατικιστική σοσιαλιστική κοινωνία ήταν το πολιτικό.     

Μολαταύτα, η ύπαρξη ενός κυρίαρχου στοιχείου δεν αποκλείει την αυτονομία στα υπόλοιπα στοιχεία. Η σχέση μεταξύ των διάφορων στοιχείων είναι ασύμμετρη (με την έννοια ότι στις οικονομίες της αγοράς το οικονομικό στοιχείο καθορίζει και το πολιτικό, ενώ το αντίστροφο ισχύει στον υπαρκτό σοσιαλισμό) αλλά είναι επίσης και μία σχέση αυτονομίας και αλληλεξάρτησης. Με άλλα λόγια, η πολιτισμική, η οικονομική και η πολιτική σφαίρα δεν είναι ανεξάρτητες «σφαίρες». Στην πραγματικότητα, ακόμα και στις οικονομίες της αγοράς όπου ο διαχωρισμός σε σφαίρες είναι προφανής, οι σφαίρες αυτές είναι αλληλοεξαρτώμενες. Από την άλλη μεριά, στις προκαπιταλιστικές οικονομίες δεν είναι καν δυνατή η διάκριση ανάμεσα σε διάφορες σφαίρες που αποτελούν μία ολοκληρωμένη ολότητα και ο μοναδικός λόγος που κάνουμε αυτού του είδους τις διακρίσεις εδώ είναι για συστηματικούς λόγους. Έτσι, στην κλασική Αθήνα δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ της πολιτείας και της κοινωνίας. Ούτε αντίστοιχα, στις φεουδαρχικές οικονομίες που προηγήθηκαν του συστήματος της αγοράς, υπήρχε παρόμοιος διαχωρισμός μεταξύ της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο μία περιεκτική δημοκρατία θεωρείται ως μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει την κοινωνία με την οικονομία, την πολιτεία και τη φύση. Παρόλο, επομένως, που, από οντολογική σκοπιά, οι διαχωρισμοί αυτού του είδους μεταξύ κοινωνικών σφαιρών δεν ήταν πάντοτε παρόντες, από μεθοδολογική σκοπιά, είναι χρήσιμο να διακρίνουμε μεταξύ των διάφορων «στοιχείων» της κάθε κοινωνίας  και να προσπαθούμε να εξηγήσουμε τις κοινωνικές διαιρέσεις στο εσωτερικό τους με βάση το κριτήριο ποιο συγκεκριμένα στοιχείο ήταν το κυρίαρχο κάθε φορά-- πράγμα που, με τη σειρά του, ορίζει τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες.

Εξουσιαστικές δομές και σχέσεις

Οι εξουσιαστικές δομές και σχέσεις παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στην αντίληψη των ταξικών διαιρέσεων που παρουσιάζεται εδώ. Το βασικό χαρακτηριστικό σε κάθε τύπο ανισότητας (οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής) είναι η ανισοκατανομή κάποιας μορφής δύναμης/εξουσίας –χαρακτηριστικό το οποίο διακρίνει κάθε ιεραρχική κοινωνία. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε διάφορες μορφές δύναμης/εξουσίας: πολιτική και οικονομική δύναμη, καθώς και διάφορες μορφές κοινωνικής δύναμης με βάση το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα κ.ο.κ.. Καθεμία από αυτές τις μορφές δύναμης/εξουσίας ορίζει και έναν διαφορετικό τύπο ανισότητας (πολιτική, οικονομική, φυλετική κ.λ.π.), δηλ. έναν διαφορετικό τύπο «ταξικής διαίρεσης». Επομένως, δεν υποθέτουμε ότι οι εξουσιαστικές σχέσεις  είναι το αποτέλεσμα των ταξικών θέσεων με τη μαρξιστική έννοια, δηλ. ότι αναφέρονται «σε τελική ανάλυση» στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Αντίθετα, υποθέτουμε ότι οι εξουσιαστικές σχέσεις είναι το αποτέλεσμα της ανισοκατανομής οποιασδήποτε μορφής δύναμης μεταξύ των κοινωνικών μονάδων. Το στοιχείο εκείνο που ενώνει τα άτομα σε μία κυρίαρχη κοινωνική ομάδα στο εσωτερικό μιας ολότητας είναι ο παρόμοιος βαθμός πολιτικής, οικονομικής και/ή κοινωνικής δύναμης την οποία ασκούν πάνω στα υπόλοιπα μέλη της ολότητας, γεγονός που τους επιτρέπει να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέρος στη λήψη των αποφάσεων και στον καθορισμό των στόχων και μέσων της. Αντίστοιχα, το στοιχείο το οποίο ενώνει τα άτομα σε μία εξουσιαζόμενη κοινωνική ομάδα είναι η έλλειψη πρόσβασης στις πηγές εξουσίας.

Μπορούμε να ορίσουμε την πολιτική δύναμη ως τη δυνατότητα που διαθέτει ένα σύνολο κοινωνικών ομάδων να ελέγχει την πολιτική διαδικασία, η οποία ορίζεται με μία ευρεία έννοια ώστε να περιλάβει πολιτικούς θεσμούς (κυβέρνηση, κοινοβούλιο κ.λ.π.), πολιτιστικούς/ιδεολογικούς θεσμούς (εκπαίδευση, εκκλησία, μέσα μαζικής ενημέρωσης, τέχνη, εκδόσεις κ.λ.π.), καθώς και κατασταλτικούς θεσμούς (στρατός, αστυνομία, φυλακές κ.ο.κ.). Οι ιδεολογικοί και πολιτιστικοί θεσμοί διαδραματίζουν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη δημιουργία/αλλαγή των κοινωνικών σημασιών που χαρακτηρίζουν μία ολότητα. Η δύναμη που έχει η άρχουσα ελίτ να επηρεάζει τη διαδικασία δημουργίας κοινωνικών σημασιών είναι πιθανότατα η πιο σημαντική μορφή δύναμης, καθώς της επιτρέπει να καθορίζει ακόμα και τα προβλήματα τα οποία νομιμοποιούνται να βρίσκονται στην ατζέντα της πολιτικής διαδικασίας. Με αυτό τον τρόπο, η άρχουσα ελίτ επηρεάζει την υποκειμενική αντίληψη των εξουσιαζόμενων ομάδων και τη μετατρέπει σε μία «αντικειμενική» πραγματικότητα, η οποία προϋποθέτει την αποδοχή της υπάρχουσας ιεραρχικής δομής της ολότητας.

Ωστόσο, η πολιτική δύναμη δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει τις αντισυστημικές κοινωνικές διαιρέσεις, όπως για παράδειγμα επιχειρούν να κάνουν οι υποστηρικτές της θεωρίας της ελίτ όταν χρησιμοποιούν την πολιτική δύναμη ως το κύριο στοιχείο της διαστρωμάτωσης και εντοπίζουν τη βασική διαίρεση ως αυτή που υπάρχει μεταξύ μιας μικρής, καλά οργανωμένης, και ισχυρής ελίτ από τη μια μεριά και της ανοργάνωτης ανίσχυρης «μάζας» από την άλλη. Ούτε είναι ορθό να υποθέτουμε, όπως κάνει ο Mills, ένας από τους βασικούς υπέρμαχους της θεωρίας αυτής, ότι η εξουσια/δύναμη πηγάζει από τις κορπορατίστικες ιεραρχίες και το κρατικο-στρατιωτικο-βιομηχανικο σύμπλεγμα και όχι από το θεσμικό πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς –πράγμα που μας φέρνει στην οικονομική δύναμη, η οποία θα πρέπει κατ αρχήν να επαναοριστεί.

Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί από την αρχή ότι η οικονομική δύναμη δεν θεωρείται στην προβληματική αυτή ως η βάση κάθε άλλης μορφής δύναμης, όπως γίνεται στην μαρξιστική θεωρία. Μολονότι η οικονομική δύναμη έχει ένα ειδικό βάρος σε μία οικονομία της αγοράς, δεν συνέβαινε το ίδιο σε κοινωνίες που δεν βασίζονταν σε οικονομίες της αγοράς. Η οικονομική δύναμη δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με τη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου, αλλά με τη δυνατότητα που έχει ένα σύνολο κοινωνικών ομάδων να ελέγχει την οικονομική διαδικασία και ιδιαίτερα τις διαδικασίες παραγωγής και κατανομής. Έτσι, οι κοινωνικές ομάδες που ελέγχουν άμεσα την οικονομική διαδικασία, μέσω της ιδιοκτησίας και/ή του ελέγχου των μέσων παραγωγής και κατανομής (καπιταλιστές, μάνατζερ, κορυφαίοι τεχνοκράτες) συνιστούν τις κυρίαρχες οικονομικές ομάδες. Ωστόσο, η οικονομική δύναμη μπορεί επίσης να ασκηθεί έμμεσα, μέσω του ελέγχου του εισοδήματος και του πλούτου. Αυτό συμβαίνει διότι σε μία οικονομία της αγοράς η κατανομή των οικονομικών πόρων λαμβάνει χώρα με βάση τις οικονομικές αποφάσεις των καταναλωτών, οι οποίοι εκφράζουν τις προτιμήσεις τους μέσω της άσκησης της αγοραστικής τους δύναμης. Επομένως, όσο μεγαλύτερος είναι ο έλεγχος πάνω στο εισόδημα και τον πλούτο τον οποίο ασκεί μία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός της έμμεσης οικονομικής της δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι η νέα μεσαία τάξη έχει σημαντική έμμεση οικονομική δύναμη, μέσω του σημαντικού ελέγχου που ασκεί στο εισόδημα και τον πλούτο, χωρίς φυσικά η δύναμη αυτή να μπορεί να συγκριθεί με την  οικονομική δύναμη αυτών που ελέγχουν άμεσα τα μέσα παραγωγής.

Όμως, εκτός από τις διαφορές που προκύπτουν από τις ανισότητες στην κατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης/εξουσίας, διαφορές υπάρχουν και όσον αφορά την κατανομή της κοινωνικής δύναμης που προκύπτουν από διαφορές ταυτότητας. Στην πραγματικότητα, μία σημαντική πλευρά της νέας αντίληψης ταξικών διαιρέσεων που προτείνεται εδώ είναι ότι μας επιτρέπει να ενσωματώσουμε στο μοντέλο τις διάφορες μορφές ανισότητας πάνω στις οποίες έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους τα νέα κοινωνικά κινήματα, δηλ. όλες εκείνες τις ανισότητες (φύλου, φυλής, εθνοτικές ανισότητες κ.λ.π.).  που παραλείφθηκαν από την παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη των τάξεων, με αποτέλεσμα να προσλάβουν μία διαταξικη υπόσταση Έτσι, οι γυναίκες βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση στο σπίτι όταν εξακολουθούν να επικρατούν κάποιου είδους πατριαρχικές σχέσεις, ή στην εργασία όταν η εργασία τους δεν αναγνωρίζεται ως μέρος του κοινωνικού προϊόντος, ή αμείβεται λιγότερο. Φυλετικές, εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες βρίσκονται σε κατώτερη κοινωνική θέση σε κοινωνίες των οποίων οι θεσμοί και τα συστήματα αξιών κάνουν διακρίσεις μεταξύ πολιτών πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Τέτοιες διαφορές «ταυτότητας» δεν μπορούν να «αναχθούν» σε ταξικές διαφορές με τη μαρξιστική έννοια, ή γενικότερα σε διαφορές στην κατανομή της οικονομικής δύναμης. 

Η κατώτερη θέση ορισμένων κοινωνικών ομάδων, έναντι άλλων κοινωνικών ομάδων που ανήκουν στην ίδια ή σε διαφορετικές υπο-ολότητες, βασίζεται στην ανισοκατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης γενικότερα. Είναι επομένως φανερό ότι μπορούμε να διακρίνουμε διάφορους βαθμούς κυριαρχίας και υποτέλειας καθώς και βαθμούς αλληλεξάρτησης. Στην προβληματική αυτή, η υποτέλεια ορίζεται ως μία κατάσταση ετερονομίας όπου τα όρια της δράσης, ο τύπος ανάπτυξης καθώς και οι στρατηγικοί στόχοι και τα τακτικά μέσα των εξουσιαζόμενων μονάδων καθορίζονται από τις κυρίαρχες μονάδες στο πλαίσιο της ολότητας. Η υποτέλεια μπορεί επομένως να ιδωθεί ως η συνέπεια των άνισων σχέσεων εξουσίας μεταξύ των κοινωνικών μονάδων που συναποτελούν μία ιεραρχική ολότητα και αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της εξουσιαστικής σχέσης.

Επιπλέον, μπορούμε να διακρίνουμε διάφορες μορφές υποτέλειας με βάση την προέλευση και τoν χαρακτήρα των σχέσεων ανάμεσα στις κυρίαρχες μονάδες. Κάθε μορφή υποτέλειας, όμως, βασίζεται σε μία εξουσιαστική σχέση, καθορίζεται μονομερώς από τις κυρίαρχες κοινωνικές μονάδες και νομιμοποιείται από το πολιτικό/νομικό/ιδεολογικό σύστημα που την μετατρέπει σε μία σχέση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η περίπτωση, για παράδειγμα, των εξουσιαστικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν στις οικονομίες της αγοράς συνιστά μία διαφορετική μορφή υποτέλειας από τις εξουσιαστικές σχέσεις  που επικρατούσαν στις προκαπιταλιστικες οικονομίες ή στις οικονομίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», καθώς οι πρώτες θεμελιώνονται στην οικονομική σφαίρα ενώ οι δεύτερες στην πολιτική σφαίρα. Ο βαθμός υποτέλειας καθορίζεται από τον βαθμό συγκέντρωσης δύναμης (δηλ. όσο υψηλότερος είναι ο βαθμός συγκέντρωσης της δύναμης εντός της ολότητας, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός υποτέλειας των εξουσιαζομενων στις κυρίαρχες μονάδες), ο οποίος με τη σειρά του καθορίζεται από την ιστορική έκβαση του κοινωνικού αγώνα (βλ. παρακάτω). Τέλος, η μορφή υποτέλειας που είναι κυρίαρχη σε κάθε ιστορική «στιγμή» καθορίζει επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι εξουσιαζόμενες μονάδες αναπτύσσονται, καθώς και τις συνέπειες που έχει η εξουσιαστική σχέση .

Στη σημερινή οικονομία της αγοράς, όπου η οικονομική υποτέλεια είναι το κυρίαρχο στοιχείο της εξουσιαστικής σχέσης, η οικονομική εκμετάλλευση και η ανισότητα θεωρούνται ως οι βασικές συνέπειες αυτής της σχέσης. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι η εξουσιαστική σχέση δεν αναφέρεται αποκλειστικά στην οικονομική εκμετάλλευση. Η συγκέντρωση εισοδήματος/πλούτου συνιστά μόνο ένα μέρος από τα προνόμια των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες δρουν επίσης με ψυχολογικά, ιδεολογικά και άλλα κίνητρα. Με άλλα λόγια, η οικονομική κυριαρχία είναι μόνο μία μορφή κυριαρχίας και οι άλλες μορφές κυριαρχίας (πολιτική, στρατιωτική, ιδεολογική κ.λπ.) δεν μπορούν απλά να αναχθούν σε μέσα εκμετάλλευσης των εξουσιαζόμενων μονάδων, εφόσον συνιστούν από μόνες τους σκοπούς και σημαντικά συστατικά της προνομιακής θέσης των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. Επομένως, οι έννοιες της εκμετάλλευσης και του ταξικού αγώνα συνιστούν το ειδικό συγκριτικά με τις πολύ ευρύτερες έννοιες της κυριαρχίας/υποτέλειας (δηλαδή της εξουσιαστικής σχέσης)  και του κοινωνικού αγώνα που χρησιμοποιούμε εδώ.

Σχέσεις ανάμεσα στα τμήματα μιας ολότητας 

Οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών μονάδων που συνιστούν μία ολότητα μπορούν να οριστούν με βάση το διαχωρισμό που εισαγάγαμε παραπάνω μεταξύ ετερόνομων και αυτόνομων ολοτήτων.

Στην περίπτωση ετερόνομων ολοτήτων, οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών μονάδων που συνιστούν αυτές τις ολότητες μπορούν να ταξινομηθούν σχηματικά είτε ως σχέσεις αλληλεξάρτησης (όσον αφορά το κοινό συμφέρον της αναπαραγωγής της ιεραρχικής ολότητας) ή ως σχέσεις κυριαρχίας/υποτέλειας. Η αλληλεξάρτηση χαρακτηρίζει τις σχέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες κοινωνικές μονάδες, οι οποίες συγκεντρώνουν στα χέρια τους κάποια μορφή δύναμης, ενώ η κυριαρχία/υποτέλεια (η εξουσιαστική σχέση) χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ των κυρίαρχων και των εξουσιαζόμενων κοινωνικών μονάδων. Το κριτήριο που χρησιμοποιούμε για να διαχωρίσουμε τις εξουσιαζόμενες από τις αλληλεξαρτώμενες κοινωνικές ομάδες είναι το αν οι μονάδες που συνιστούν μία ολότητα είναι ικανές, δεδομένης της δύναμής τους, να λάβουν μέρος στη διαδικασία καθορισμού των στόχων/μέσων της ολότητας στο ες ολότητες αποτελούνται από ελεύθερους συνεταιρισμούς των μελών τους που δεν έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Αντίθετα, η συμμετοχή σε ιεραρχικές ολότητες γίνεται με άμεσο ή έμμεσο εξαναγκασμό και οι ιεραρχικοί θεσμοί που τις χαρακτηρίζουν έχουν μόνιμο χαρακτήρα.

Υπάρχει, επομένως, μία βασική διαφορά όσον αφορά τη φύση των σχέσεων αλληλεξάρτησης σε μία αυτόνομη ολότητα συγκριτικά με τη φύση των σχέσεων αλληλεξάρτησης που επικρατούν σε μία ετερόνομη ολότητα. Στην πρώτη περίπτωση, οι σχέσεις αυτές υπάρχουν μεταξύ όλων των μελών της ολότητας και υποδηλώνονται από την άρνηση της εξουσίας, το οποίο είναι το θεμελιώδες χαρακτηριστικό μιας τέτοιας ολότητας. Στην δεύτερη περίπτωση, σχέσεις αλληλεξάρτησης υπάρχουν μόνο μεταξύ των κυρίαρχων μελών της ιεραρχικής ολότητας και υποδηλώνονται από την άνιση κατανομή της εξουσίας. Επομένως, μόνο στην πρώτη περίπτωση έχουμε αυθεντικές σχέσεις αλληλεξάρτησης στην ολότητα, αφού η εξουσια/δύναμη μοιράζεται εξίσου μεταξύ όλων των μελών της (συνεπώς δεν υπάρχουν εξουσιαστικές σχέσεις), ενώ στη δεύτερη περίπτωση έχουμε περιορισμένη αλληλεξάρτηση ανάμεσα στις κυρίαρχες μονάδες, ως αποτέλεσμα των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών της ολότητας .

Η συγκέντρωση της δύναμης στα χέρια των κυρίαρχων μονάδων δημιουργεί την πιθανότητα να υπάρξει απόκλιση ανάμεσα στους στόχους και τα μέσα της ιεραρχικής ολότητας (που στην πράξη είναι αυτά των κυρίαρχων μονάδων) και των «εσωτερικών» μέσων και στόχων της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Με άλλα λόγια, μία τέτοια απόκλιση ανάμεσα στα μέσα και τους στόχους της ολότητας και τα μέσα και στόχους της πλειοψηφίας των μελών της μπορεί να εμφανιστεί μόνο σε μία ετερόνομη κοινωνία, στην οποία οι εξουσιαζόμενες μονάδες παίρνουν τυπικά μέρος στον καθορισμό των μέσων και των στόχων της ολότητας (π.χ. μέσω κοινοβουλευτικών εκλογών). Παρά το γεγονός ότι μια απόκλιση ανάμεσα στα μέσα και τους στόχους της ολότητας και αυτών μιας μειοψηφίας των μελών της μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε μία κοινωνία αυτοκαθορισμού, αυτή είναι ωστόσο μία αναστρέψιμη απόκλιση, εφόσον δεν είναι το αποτέλεσμα θεσμοποιημένων ανισοτήτων όσον αφορά την κατανομή της δύναμης αλλά οφείλεται σε διαφορετικές απόψεις κ.λπ.

Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο ότι στο συγκεκριμένο μοντέλο, η εξουσιαστική σχέση  λαμβάνει μία έννοια καθολικότητας και δεν ανάγεται απλώς στις τυπικές σχέσεις ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αλλά στη γενική ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας συμπεριλαμβανομένου και του συστήματος παραγωγής. Η εξουσιαστική σχέση, επομένως, είναι ένα φαινόμενο που υπάρχει σε κάθε σύστημα κοινωνικής οργάνωσης που περιλαμβάνει την άρνηση της ανθρώπινης αυτονομίας στο ατομικό και στο συλλογικό επίπεδο.

Σήμερα, ολόκληρη η συλλογική δραστηριότητα ελέγχεται από απρόσωπες, ιεραρχικά οργανωμένες και κοινωνικά προνομιούχες μειοψηφίες, Έτσι:

  • Οι άμεσοι παραγωγοί αγαθών και υπηρεσιών (εργάτες, αγρεργάτες, υπάλληλοι) ελέγχονται από εκείνους που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής, ενώ οι ανεξάρτητοι μικροπαραγωγοί (μικροαγρότες, βιοτέχνες κ.λπ.) ελέγχονται γενικά από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς (μεγάλες επιχειρήσεις, επαγγελματίες πολιτικοί, ΜΜΕ κλπ)

  • Οι καταναλωτές επίσης επηρεάζονται αποφασιστικά από αυτούς που ελέγχουν γενικά το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, μέσω του ελέγχου τους πάνω στην τεχνολογία, τον δημόσιο τομέα, τα μαζικά μέσα ενημέρωσης κ.λπ.

  • Οι πολίτες επηρεάζονται αποφασιστικά από εκείνους που ελέγχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (που επίσης αποτελούν μέσα παραγωγής σε μια οικονομία της αγοράς) και ιδιαίτερα την τηλεόραση η οποία καθορίζει την αντίληψη του μέσου πολίτη για την πραγματικότητα κ.ο.κ..  

Από την άλλη μεριά, σε μία αυτόνομη κοινωνία που παίρνει τη μορφή μιας περιεκτικής δημοκρατίας, το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα είναι ο αυτοκαθορισμός και όλα τα τμήματα της κοινωνικής ζωής είναι αυτοδιαχειριζόμενα από τα άτομα που λαμβάνουν μέρος στις αντίστοιχες δραστηριότητες. Η κοινωνία σε αυτή την περίπτωση υπάρχει και νομιμοποιείται μόνο στο βαθμό που κάνει πράξη το περιεχόμενο της: την αυτοδιαχείριση. 

Τέλος, όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, σε ένα υψηλό πάλι επίπεδο αφαίρεσης, μπορούμε να διακρίνουμε τους ακόλουθους τύπους σχέσεων:  

I. σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων και εξουσιαζόμενων κοινωνικών ομάδων. Οι σχέσεις αυτές μπορούν να πάρουν είτε την ιεραρχική μορφή της κυριαρχίας/υποτέλειας (η οποία μπορεί να είναι είτε θεσμοποιημένη ή απλά «αντικειμενική» -όπως στην περίπτωση της οικονομικής κυριαρχίας στο εσωτερικό της οικονομίας της αγοράς), ή τη μορφή σύγκρουσης στο πλαίσιο του κοινωνικού αγώνα.  

II. σχέσεις μεταξύ κυρίαρχων ομάδων. Οι σχέσεις αυτές μπορούν να πάρουν είτε τη μορφή αλληλεξάρτησης ή αυτή του ανταγωνισμού. Οι σχέσεις αλληλεξάρτησης είναι κυρίαρχες όσον αφορά το γενικό συμφέρον των κυρίαρχων ομάδων για την αναπαραγωγή της ιεραρχικής ολότητας. Οι σχέσεις ανταγωνισμού είναι κυρίαρχες όσον αφορά τα ειδικά συμφέροντα/στόχους/μέσα των μελών των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. 

III. σχέσεις μεταξύ εξουσιαζόμενων μονάδων. Οι σχέσεις αυτές μπορούν να λάβουν τη μορφή της αλληλεγγύης ή του ανταγωνισμού. Οι σχέσεις αλληλεγγύης είναι κυρίαρχες όσον αφορά το γενικό συμφέρον των εξουσιαζόμενων ομάδων, ως «τάξης», για τη βελτίωση ή, τουλάχιστον, την υπεράσπιση της θέσης τους στην ιεραρχική πυραμίδα, ενώ οι σχέσεις ανταγωνισμού είναι κυρίαρχες όσον αφορά τα ειδικά συμφέροντα/στόχους/μέσα των μελών των εξουσιαζόμενων κοινωνικών ομάδων.

Ιεραρχικές κοινωνίες, πράξη και κοινωνικός αγώνας

Σχέσεις μεταξύ των θεσμών μιας ετερόνομης ολότητας 

Ένας χρήσιμος τρόπος για να εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ των διάφορων πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε μία ετερόνομη ολότητα είναι να δούμε τις συνθήκες που καθορίζουν την εξουσιαστική σχέση, δηλαδή τις προϋποθέσεις της υποτέλειας. Αρχικά, θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση μεταξύ των «υποκειμενικών» συνθηκών της εξουσιαστικής σχέσης, οι οποίες αναφέρονται στη διαδικασία εσωτερίκευσης της ιεραρχικής δομής της ολότητας και των «αντικειμενικών» συνθηκών, οι οποίες αναφέρονται στους κοινωνικούς θεσμούς που διατηρούν και αναπαράγουν τις εξουσιαστικές σχέσεις. Στα επόμενα, θα αναφερθούμε αποκλειστικά στις «αντικειμενικές» συνθήκες, δηλ. στους κοινωνικούς θεσμούς οι οποίοι διασφαλίζουν τον έλεγχο των εξουσιαζόμενων μονάδων και όχι στους τρόπους μέσω των οποίων εσωτερικεύονται οι σημασίες/αξίες της κυρίαρχης μειονότητας. Επιπλέον, θα αναφερθούμε μόνο στον άμεσο έλεγχο τον οποίο ασκούν οι κυρίαρχες μονάδες πάνω στις εξουσιαζόμενες μονάδες, μέσω των συγκεκριμένων θεσμών που διασφαλίζουν την παραγωγή /αναπαραγωγή της ιεραρχικής ολότητας, και όχι στον έμμεσο έλεγχο τον οποίο ασκούν μέσω της παράδοσης.

Θα πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμισθεί ότι η εξουσιαστική σχέση είναι ουσιαστικά μία ψυχο-κοινωνική διαλεκτική μεταξύ των αντικειμενικών συνθηκών και της υποκειμενικής αντίδρασης. Επομένως, η εσωτερίκευση μιας απολυταρχικής αντίληψης της πραγματικότητας (δηλ. της ιεραρχικής δομής της ολότητας) συνιστά ένα θεμελιώδες στοιχείο των εξουσιαστικών σχέσεων. Ο βαθμός της σταθερότητας της εξουσίας εξαρτάται πάντοτε από τον βαθμό που η εξουσία αυτή γίνεται αποδεκτή ως νόμιμη από τις κοινωνικές μονάδες που υπόκεινται σε αυτήν. Στην πραγματικότητα, η αληθινή βάση οποιασδήποτε εξουσίας σε μία ιεραρχική ολότητα δεν είναι η ίδια η ιεραρχική οργάνωση, αλλά οι συνήθειες, απόψεις, αξίες και γενικά οι κοινωνικές σημασίες οι οποίες ενώνουν τα μέλη μιας ολότητας στο να αποδεκτούν την ιεραρχική δομή, καθώς και οι ψυχολογικές διαδικασίες οι οποίες δημιουργούν την ψυχολογική δυνατότητα της υποταγής στην εξουσία και στις αποφάσεις των άλλων.

Επομένως, μολονότι η διαδικασία της δημιουργίας/τροποποίησης κοινωνικών σημασιών επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από ιδεολογικούς/πολιτιστικούς θεσμούς που ελέγχονται από την κυρίαρχη μειονότητα, θα ήταν υπεραπλουστευτικό να υποθέσουμε ότι η ιδεολογία είναι μέρος της υπερδομής η οποία, «σε τελική ανάλυση», καθορίζεται από τις σχέσεις παραγωγής, όπως υποθέτουν οι μαρξιστές. Εάν ορίσουμε την κοσμοθεωρία μιας ομάδας ως τις ιδέες, τα αισθήματα, τις επιδιώξεις που μοιράζονται τα μέλη της, δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε μία μονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ κοσμοθεωριών και κοινωνικών ομάδων. Αντίθετα, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η κοσμοθεωρία μιας κοινωνικής ομάδας δεν καθορίζεται μόνο από τη θέση της ομάδας μέσα στην ολότητα,  ως αναπόσπαστο τμήμα του κοινωνικού αγώνα, αλλά και ανεξάρτητα, στο πλαίσιο της διαδικασίας της δημιουργίας ιδεών, αξιών και σημασιών- μία διαδικασία που έχει τη δική της αυτονομία. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της διαμόρφωσης ιδεών, αξιών, σημασιών είναι ένα δημιουργικό μέρος της Πράξης, όπως αυτή καθορίζεται ιστορικά, ενώ η οικονομική δομή αποτελεί μόνο ένα μέρος της ολότητας και όχι πάντα το σημαντικότερο.

Οι εξουσιαστικές σχέσεις δεν είναι μόνο ένα δομικό πρόβλημα, δηλ. ένα πρόβλημα κοινωνικών θεσμών οι οποίοι συνιστούν την κοινωνική/οικονομική/πολιτική δομή της ολότητας. Είναι κυρίως θέμα πρακτικής. Όμως, η αλλαγή των κοινωνικών θεσμών είναι μία βασική προϋπόθεση για την ίδια τη δυνατότητα πρακτικής των σχέσεων αλληλεξάρτησης και είναι η πρακτική αυτή που, με τη σειρά της, θα οδηγήσει στην ανάπτυξη αυτόνομων κοινωνικών μονάδων. Με αυτή την έννοια, θα εξετάσουμε παρακάτω τους κοινωνικούς θεσμούς οι οποίοι συνιστούν τις αναγκαίες συνθήκες των εξουσιαστικών σχέσεων.

Μπορούμε να διακρίνουμε δύο σύνολα αντικειμενικών συνθηκών: 

  • Το πρώτο σύνολο συνίσταται από όλους εκείνους τους θεσμούς που διασφαλίζουν γενικά την κυριαρχία σε μία ιεραρχική ολότητα.

  • Το δεύτερο σύνολο αποτελείται από τους θεσμούς οι οποίοι διασφαλίζουν συγκεκριμένα την οικονομική κυριαρχία των κυρίαρχων μονάδων στην ολότητα. Οι βασικοί οικονομικοί θεσμοί που διασφαλίζουν την οικονομική κυριαρχία των κυρίαρχων ομάδων μέσω του έλεγχου τους πάνω στον τρόπο κατανομής των οικονομικών  πόρων και, συνεπώς, πάνω στο εισόδημα και τον πλούτο— είναι, στην μεν οικονομία της αγοράς, το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και το σύστημα της αγοράς, στην δε κρατικό-σοσιαλιστική οικονομία, το σύστημα της κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός.

Το ενδιαφέρον μας θα εστιαστεί εδώ στους θεσμούς που διασφαλίζουν τη γενική κυριαρχία σε μία ιεραρχική κοινωνία (οι θεσμοί που εξασφαλίζουν την οικονομική κυριαρχία εξετάστηκαν σε προηγούμενα τεύχη της ΠΔ). Μπορούμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες κατηγορίες παρομοίων θεσμών:  

  • το Κράτος, το οποίο σε μία ιεραρχική ολότητα είναι διαχωρισμένο από την κοινωνία και αποτελείται από ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων που διασφαλίζουν ένα σύστημα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κυριαρχίας μέσω ιδεολογικών και κατασταλτικών θεσμών. Ο ρόλος του κράτους είναι ιδιαίτερα σημαντικός στη θεσμοποίηση και νομιμοποίηση των ταξικών διαιρέσεων με την ευρεία έννοια που αυτές ορίστηκαν παραπάνω (που δεν βασίζονται δηλαδή αναγκαστικά στην οικονομική σφαίρα).

  • η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας. Μία οργάνωση χαρακτηρίζεται ως ιεραρχική όταν αποτελείται από μέλη/όργανα τα οποία δεν είναι ίσα μεταξύ τους αλλά, αντίθετα, κάποιες κατώτερες μονάδες υπόκεινται στη θέληση των άλλων, ως προς τους οποίους βρίσκονται σε θέση υποτέλειας. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η ιεραρχική οργάνωση της ολότητας δεν αναφέρεται μόνο στις σχέσεις παραγωγής, όπου τα όρια μεταξύ του κύρους (που συνδέεται με την εμπειρία, την ηλικία κ.λπ.) και της εξουσίας (που προκύπτει από την ιεραρχική οργάνωση) διακρίνονται εύκολα. Αναφέρεται, επίσης, σε θεσμούς όπου τα όρια αυτά είναι δυσδιάκριτα: πατριαρχική οικογένεια, σχολείο, κ.λπ. Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι μόνο η εξουσία που προέρχεται από την ιεραρχική οργάνωση είναι ασύμβατη με μία αυτόνομη ολότητα, και όχι βέβαια το κύρος με την παραπάνω έννοια. Παρόμοια, η αρχή του αυτοκαθορισμού δεν συγκρούεται με την προσωρινή «εξουσία του διατάζειν», η οποία μπορεί να ασκείται από ορισμένες κοινωνικές μονάδες με την έγκριση εκείνων που τις εκτελούν. Η ιεραρχική οργάνωση της ολότητας όχι μόνο δίνει τη δυνατότητα του ελέγχου των μονάδων που βρίσκονται χαμηλότερα στην κοινωνική πυραμίδα από τις υψηλότερα ιστάμενες αλλά προϋποτιθεμένου ότι υπάρχει ένας σημαντικός βαθμός κοινωνικής κινητικότητας προσφέρει, επίσης, το κίνητρο στις εξουσιαζόμενες μονάδες να ανέχονται ολόκληρο το σύστημα. Ωστόσο, πέρα από τον παραπάνω τυπικό ορισμό της ιεραρχίας που υποθέτει ένα σύστημα που λειτουργεί κυρίως με βάση την εντολή, θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε έναν ευρύτερο ορισμό, σύμφωνα με τον οποίο, οποιαδήποτε οργάνωση στην  οποία κάποιες κοινωνικές μονάδες υποτάσσονται στη δύναμη/εξουσία άλλων λόγω της συγκέντρωσης δύναμης στην κορυφή κατατάσσεται ως ιεραρχική, ανεξάρτητα από την ύπαρξη δικαιώματος εντολής και  αντίστοιχης υποχρέωσης εκτέλεσης. Αυτός ο ευρύτερος ορισμός έχει το πλεονέκτημα ότι καλύπτει και την περίπτωση της «αντικειμενικής» ιεραρχίας, η οποία εγκαθιδρύεται από την ανισοκατανομή δύναμης μέσα στην οικονομία της αγοράς, όπου οι πιο αδύνατες κοινωνικές μονάδες ετεροκαθορίζονται από τις ισχυρότερες. Αντίθετα, μία μη ιεραρχική οικονομική οργάνωση, δηλ. μία οικονομική δημοκρατία, λειτουργεί στη βάση της ισοκατανομής της οικονομικής δύναμης, σε ένα θεσμικό πλαίσιο στο οποίο όλες οι κοινωνικές μονάδες είναι αυτοδιαχειριζόμενες. Επιπρόσθετα, αυτός ο ευρύτερος ορισμός της ιεραρχίας τονίζει το γεγονός ότι η ύπαρξή της εντοπίζεται στη συγκέντρωση της δύναμης και όχι μόνο στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, ο οποίος απλά καθορίζει το είδος της ιεραρχίας.

  • ο θεσμοποιημένος και λεπτομερειακός καταμερισμός εργασίας που αποκλείει κάθε ουσιαστική εναλλαγή κοινωνικών λειτουργιών και καθηκόντων και οδηγεί σε μία παγίωση της κοινωνικής δραστηριότητας. Ιστορικά, οι διάφοροι ιστορικοί τύποι καταμερισμού εργασίας μπορούν να ταξινομηθούν ανάλογα με το περιεχόμενο και τη μορφή τους. Με βάση το περιεχόμενο, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ του τεχνικού καταμερισμού εργασίας που αναφέρεται στον καταμερισμό καθηκόντων σε μια συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα και του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας που αναφέρεται στη λειτουργική και επαγγελματική εξειδίκευση. Με βάση τη μορφή, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ του προβιομηχανικού καταμερισμού εργασίας, του βιομηχανικού, ο οποίος βασιζόταν στη μαζική παραγωγή και τον υψηλό βαθμό εξειδίκευσης στον βιομηχανικό τομέα και του σημερινού μεταβιομηχανικού καταμερισμού εργασίας, ο οποίος βασίζεται στον υψηλό βαθμό εξειδίκευσης στον τομέα των υπηρεσιών και στην τεχνολογία της πληροφορικής. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί εδώ ότι ο βιομηχανικός καταμερισμός εργασίας δεν οφείλεται μόνο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλ. στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής εποχής υπήρξε αυξανόμενη συγκέντρωση της παραγωγής σε μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές μονάδες που αναπόφευκτα οδήγησε σε μεγαλύτερη εξειδίκευση και αλλοτρίωση. Στην πραγματικότητα, η θεσμοποίηση του λεπτομερειακού καταμερισμού της εργασίας και η ιεραρχική οργάνωση της παραγωγής που συνόδευσαν τη Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν τόσο το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας για μία τεχνολογικά βελτιωμένη οργάνωση της παραγωγής, όσο (όπως έχουν δείξει σημαντικές μελέτες) το αποτέλεσμα μιας συστηματικής προσπάθειας εισαγωγής ενός τρόπου οργάνωσης της παραγωγής  που θα διασφάλιζε τον βασικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία σε εκείνους που ήλεγχαν τα μέσα παραγωγής. Δεν προκαλεί, επομένως, έκπληξη ότι η διαδικασία αυξανόμενης εξειδίκευσης συνεχίζεται και στον σημερινό μεταβιομηχανικό καταμερισμό της εργασίας, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος χαρακτηρίζεται από μικρότερες παραγωγικές μονάδες (έστω και αν η συγκέντρωση στο επίπεδο της επιχείρησης συνεχίζεται αμείωτη). Ο θεσμός, επομένως, τον οποίο προϋποθέτει η ιεραρχική ολότητα δεν είναι ο καταμερισμός καθηκόντων και λειτουργιών , που είναι πιθανό να υπάρχει σε κάθε κοινωνική οργάνωση, αλλά η θεσμοποίηση των καθηκόντων αυτών και η μη εναλλαγή τους, καθώς και οι ιεραρχικές τους επιπτώσεις. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό προκειμένου να εξηγηθεί η υποτελής θέση των γυναικών ή άλλων εξουσιαζόμενων κοινωνικών ομάδων, με δεδομένη την παγίωση της κοινωνικής τους δραστηριότητας στο πλαίσιο του σημερινού καταμερισμού εργασίας. Στην πραγματικότητα, ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας παύει να έχει ιεραρχικές επιπτώσεις όταν τα κοινωνικά άτομα είναι πράγματι ικανά να επιλέξουν/αλλάξουν τη θέση τους σε αυτόν και όταν η θέση τους αυτή δεν συνεπάγεται κάποια ειδικά κοινωνικά ή οικονομικά προνόμια. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι, στην παρούσα προβληματική, η κατάργηση του καταμερισμού εργασίας δεν συνδέεται με το επίπεδο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και το ζήτημα της σπάνεως. Τόσο η κατάργηση της σπάνεως όσο και του καταμερισμού εργασίας δεν αποτελούν προϋποθέσεις για την ελευθερία, με την έννοια της ισοκατανομής δύναμης.  

Η λογική σχέση μεταξύ των δύο παραπάνω συνόλων αντικειμενικών συνθηκών θα πρέπει να θεωρείται όχι ως μια επαγωγική σχέση, όπως υποθέτουν τόσο η μαρξιστική όσο και η αναρχική παράδοση (από διαφορετική βέβαια σκοπιά η καθεμία), αλλά ως σχέση ισοδυναμίας, πράγμα που συνεπάγεται ότι το ένα σύνολο συνθηκών συνιστά την αναγκαία και ικανή συνθήκη για το άλλο. Έτσι, για τους μαρξιστές, η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι η ικανή συνθήκη για την ιστορική και λειτουργική ύπαρξη του κράτους κ.λπ., ενώ για τους αναρχικούς ισχύει το αντίθετο (το κράτος είναι η ικανή συνθήκη για την ύπαρξη της ατομικής ιδιοκτησίας). Η σχέση ισοδυναμίας ανάμεσα στα δύο σύνολα αντικειμενικών συνθηκών που υποθέτουμε εδώ είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όσον αφορά, πρώτον, το θέμα της σύνθεσης των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, εφόσον μας δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε μια ευρύτερη έννοια για την περιγραφή τους από αυτήν της άρχουσας τάξης και, δεύτερον, όσον αφορά το θέμα της αυτονομίας του Κράτους ενώ, τέλος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απορριφθεί η ιδέα μίας αναγκαίας γενικής αντιστοιχίας μεταξύ των οικονομικών τάξεων και των δυνάμεων που εμπλέκονται στον πολιτικό αγώνα.

Oσον αφορά, πρώτα, τη σύνθεση της κυρίαρχης μειονότητας, η συζήτηση στην προηγούμενη ενότητα κάνει φανερό ότι η αντίληψη της «άρχουσας τάξης», η οποία ορίζεται κυρίως στην οικονομική σφαίρα, είναι ανεπαρκής. Αντίθετα, μπορούμε να κάνουμε την υπόθεση ότι οι κυρίαρχες κοινωνικές μονάδες είναι εκείνες που καταλαμβάνουν τις υψηλότερες θέσεις στους βασικούς οικονομικούς και/ή πολιτικούς και πολιτιστικούς θεσμούς (π.χ. τα μαζικά μέσα ενημέρωσης). Είναι φυσικά τεκμηριωμένο ότι η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στα χέρια των πολυεθνικών, της πολιτικής δύναμης στα χέρια εκείνων που ελέγχουν τους πολιτικούς θεσμούς και της δύναμης  ελέγχου της πληροφόρησης στα χέρια εκείνων που ελέγχουν τα τηλεοπτικά ιδιαίτερα ΜΜΕ έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία εκατό χρόνια περίπου, σε αναλογία με τη γραφειοκρατικοποίηση της κοινωνίας (επιχειρήσεις, κράτος, πολιτικά κόμματα, συνδικάτα κ.λπ.). Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η σημερινή δομή εξουσίας δεν επικεντρώνεται πλέον γύρω από μία μονολιθική τάξη (ιδιοκτήτες γης ή καπιταλιστές κ.λπ.) αλλά γύρω από ένα θεσμικό σύνολο το οποίο εγκαθιδρύει μία απρόσωπη εξουσία. Με άλλα λόγια, η ουσία της ιεραρχικής ολότητας είναι η ίδια η εξουσία και όχι κάποια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Τα όρια της εξουσίας των κυρίαρχων, καθώς και των εξουσιαζόμενων κοινωνικών ομάδων, καθορίζονται από τον βαθμό αυτο-οργάνωσης τους και, επίσης, από τον βαθμό στον οποίο οι σκοποί και τα μέσα των κυρίαρχων ομάδων εσωτερικεύονται από τις εξουσιαζόμενες. Με άλλα λόγια, τα όρια της εξουσίας των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων καθορίζονται από την εκάστοτε έκβαση του κοινωνικού αγώνα.

Όσον αφορά το ζήτημα της αυτονομίας του κράτους, η βασική διαμάχη επικεντρωνόταν πάντοτε στο ζήτημα αν το κράτος θα πρέπει να θεωρείται τελείως αυτόνομο, ως συνέπεια του ρόλου του να ισορροπεί τα συμφέροντα των ανταγωνιστικών κοινωνικών ομάδων (πλουραλιστικό μοντέλο) ή εάν, αντίθετα, θα πρέπει να θεωρείται ως στερούμενο κάθε αυτονομίας, ως συνέπεια της άμεσης η έμμεσης δέσμευσής του να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των ελίτ (ελιτίστικο μοντέλο). Η Μαρξιστική αντίληψη για το κράτος αποτελούσε μία ενδιάμεση θέση, η οποία επιχειρούσε να ερμηνεύσει το ρόλο του κράτους σε σχέση με την οικονομική «βάση» του τρόπου παραγωγής και ανέθετε σε αυτό έναν ρόλο σχετικής αυτονομίας, σύμφωνα με τον οποίο η αντικειμενική λειτουργία του κράτους ήταν η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, έτσι ώστε να είναι δυνατή η διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου.

Αν υποθέσουμε, ωστόσο, μία σχέση ισοδυναμίας ανάμεσα στα δύο σύνολα των  συνθηκών που καθορίζουν την εξουσιαστική σχέση, τότε δεν προκύπτει ζήτημα μεταξύ απόλυτης και σχετικής αυτονομίας του κράτους. Και αυτό,  διότι η σχέση ανάμεσα στις κυρίαρχες κοινωνικές μονάδες –είτε αυτές αντλούν τη δύναμή τους από την πολιτική σφαίρα, την οικονομική ή την ευρύτερη κοινωνική σφαίρα- είναι πάντοτε σχέση αλληλεξάρτησης ως προς τη βασική τους αντίθεση με τις εξουσιαζόμενες μονάδες, δηλ. την αντίθεση που αναφέρεται στην παραγωγή/αναπαραγωγή των κοινωνικοοικονομικών προνομιών που συνεπάγεται η θέση τους στην κοινωνική πυραμίδα. Σύμφωνα με την αντίληψη του κράτους που προτείνεται εδώ, η λειτουργία του συνίσταται στη διασφάλιση των συνθηκών παραγωγής/αναπαραγωγής της ιεραρχικής ολότητας. Στην προβληματική αυτή, οι διάφοροι θεσμοί που αποτελούν το πρώτο σύνολο συνθηκών που καθορίζουν την εξουσιαστική σχέση βρίσκονται σε μία πολύπλοκη διαδικασία αλληλεξάρτησης με τον τύπο ιδιοκτησίας/ελέγχου πάνω στα μέσα παραγωγής.

Αν, επομένως, υιοθετήσουμε αυτή την προβληματική, τότε η υπόθεση ότι οι θεσμοί αυτοί καθορίζονται, σε τελική ανάλυση, από τον τύπο ιδιοκτησίας/ελέγχου των μέσων παραγωγής δεν είναι βάσιμη. Αντίθετα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κοινωνία αποτελεί πάντοτε μία δημιουργία και ότι οι θεσμοί της συνδυάζουν με διάφορες μορφές το λειτουργικό με το φαντασιακό στοιχείο. Έτσι, η ίδια η ύπαρξη και των δύο κατηγοριών από θεσμούς που διασφαλίζουν, ως σύνολο, τις συνθήκες της εξουσιαστικής σχέσης, καθώς και το συγκεκριμένο περιεχόμενό τους σε κάθε ιστορική στιγμή, είναι θέμα δημιουργίας. Είναι δηλαδή θέμα έκβασης της πράξης, η οποία, με τη σειρά της, καθορίζεται από τα όρια που οι υπάρχοντες θεσμοί επιβάλλουν σε αυτή. καθώς και από το φαντασιακό στοιχείο. Όμως, αν θεωρήσουμε ως δεδομένο το συγκεκριμένο περιεχόμενο που λαμβάνουν οι θεσμοί αυτοί στη σημερινή ιεραρχική κοινωνία, η υπόθεση που κάναμε εδώ για την ύπαρξη μιας σχέσης αλληλεξάρτησης ανάμεσά τους, συνεπάγεται ότι ο έλεγχος πάνω στα μέσα παραγωγής από μια μειοψηφία προϋποθέτει την ύπαρξη θεσμών όπως είναι η κρατική εξουσία, η ιεραρχία και ο θεσμοποιημένος καταμερισμός εργασίας. Και αντίστροφα, η ύπαρξη θεσμών όπως το κράτος κλπ προυπουθετει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής από μια μειοψηφία. Επιπλέον, η υπόθεση αυτή είναι συνεπής με την υπόθεση που κάναμε παραπάνω ότι οι κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, όπως ακριβώς και οι εξουσιαζόμενες, δεν είναι μονολιθικές οντότητες αλλά αποτελούνται από ανταγωνιστικά μέλη, τουλάχιστον όσον αφορά τα ειδικά τους συμφέροντα, τους στόχους και  μέσα τους. Μία τέτοια υπόθεση συνεπάγεται ότι στο εσωτερικό της «υπερδομής», η οποία αποτελείται από ιεραρχικές ολότητες, υπάρχουν πάντοτε ανταγωνιστικές δυνάμεις που καθορίζουν τη μορφή και το περιεχόμενο το οποίο παίρνουν οι θεσμοί που συνιστούν το πρώτο σύνολο συνθηκών της εξουσιαστικής σχέσης, σε κάθε χρονική στιγμή.

Τέλος, η υπόθεση της αλληλεξάρτησης βοηθά στο να ξεκαθαριστεί ότι δεν υπάρχει κάποια γενική και αναγκαία αντιστοιχία μεταξύ οικονομικών τάξεων και δυνάμεων που εμπλέκονται στον πολιτικό αγώνα. Με βάση την προβληματική αυτή, μπορούμε και να εξηγήσουμε τον «υπερταξικό» χαρακτήρα των νέων κοινωνικών κινημάτων (φεμινιστικό, οικολογικό κ.λ.π.), ο οποίος δεν καθορίζεται, ούτε σε τελική ανάλυση, από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αν, ωστόσο, δούμε τις κοινωνικές διαιρέσεις που αναδύονται από τη δραστηριότητα των νέων κοινωνικών κινημάτων μέσα από την ευρύτερη έννοια των ταξικών διαιρέσεων που υιοθετείται εδώ, τότε, οι πρακτικές τους μπορούν εύκολα να ενσωματωθούν στο παρόν ταξικό μοντέλο

Πράξη και κοινωνικός αγώνας 

 

Η πράξη θα πρέπει να διαχωρίζεται από τον κοινωνικό αγώνα, ο οποίος αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Οι κοινωνικές ομάδες αποτελούνται από άτομα που μοιράζονται κοινούς στόχους ή συμφέροντα (τα οποία δεν είναι απαραίτητα οικονομικής φύσης), ιδέες, αισθήματα και φιλοδοξίες. Η κοινωνική ομάδα είναι, επομένως, ευρύτερη έννοια από τη μαρξιστική τάξη που ορίζεται κυρίως με βάση τη θέση της στην οικονομική σφαίρα, η οποία, ωστόσο, είναι μόνο ένα μέρος της ιεραρχικής ολότητας και λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία μόνο στην οικονομία της αγοράς. Επομένως, το αν σε μία συγκεκριμένη «στιγμή» της Ιστορίας οι κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες (δηλ. εκείνες σε στρατηγικές θέσεις στην κοινωνική πυραμίδα και άρα σε θέση να ξεκινήσουν κοινωνικές αλλαγές που συμπίπτουν με τα συμφέροντά τους) ανήκουν στην οικονομική, πολιτική, ή την πολιτιστική σφαίρα εξαρτάται από το αν σε μία συγκεκριμένη ιεραρχική ολότητα το στοιχείο που κυριαρχεί είναι αντίστοιχα το πολιτικό, το οικονομικό ή το πολιτιστικό.

Παρόλο που, συχνά, είναι ο αγώνας ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες  που οδηγεί στη διαμόρφωση μιας νέας ολότητας, αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε. Η έννοια της Πράξης είναι, επομένως, ευρύτερη από αυτή του κοινωνικού αγώνα. Εντούτοις, η έννοια του κοινωνικού αγώνα όπως την χρησιμοποιούμε εδώ είναι ευρύτερη της μαρξιστικής έννοιας του ταξικού αγώνα, ο οποίος αναφέρεται αποκλειστικά στη σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων και, επομένως, ορίζεται αποκλειστικά με βάση οικονομικές κατηγορίες. Με άλλα λόγια, ο κοινωνικός αγώνας είναι πάντοτε πολυδιάστατος, τόσο από τη σκοπιά του περιεχομένου του, όσο και από τη σκοπιά της σύνθεσης των κοινωνικών ομάδων που συμμετέχουν σε αυτόν.

Από τη σκοπιά του περιεχομένου του, ο κοινωνικός αγώνας αναφέρεται στον αγώνα μεταξύ κοινωνικών ομάδων γύρω από οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά ή οικολογικά ζητήματα. Ακόμη, από τη σκοπιά της σύνθεσης των κοινωνικών ομάδων που συμμετέχουν σε τέτοιους αγώνες, ο κοινωνικός αγώνας μπορεί να αναφέρεται στην πάλη:    

  • μεταξύ των κυρίαρχων και των εξουσιαζόμενων κοινωνικών ομάδων, με τις πρώτες να στοχεύουν στην αναπαραγωγή των συνθηκών κυριαρχίας πάνω στις τελευταίες και τις τελευταίες να στοχεύουν στη βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης μέσα στο υπάρχον στάτους κβο και σε επαναστατικές καταστάσεις στην αντικατάστασή του.

  • μεταξύ των μελών των κοινωνικών ομάδων στο εσωτερικό τους, ως αποτέλεσμα της ιεραρχικής τους οργάνωσης και της σύγκρουσης των ειδικών συμφερόντων των μελών.

  • μεταξύ των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων σε διεθνές επίπεδο που, σε μία οικονομία της αγοράς, συνήθως αναφέρεται  στο οικονομικό επίπεδο.

  • μεταξύ των εξουσιαζόμενων κοινωνικών ομάδων σε διεθνές επίπεδο που μπορεί να αναφέρεται στο οικονομικό επίπεδο, αλλά επίσης και άλλα επίπεδα (εθνικιστικές, θρησκευτικές και άλλες συγκρούσεις).

Η έκβαση του κοινωνικού αγώνα καθορίζει ορισμένες βασικές κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές (π.χ. τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται το εισόδημα). Όταν όμως συμβαίνει μία σημαντική αναδιάρθρωση της κοινωνικής δομής δεν μεταβάλλεται μόνο ένας αριθμός μεταβλητών αλλά ακόμη και οι ίδιες οι παράμετροι του συστήματος, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μίας νέας μορφής εξουσιαστικών σχέσεων, όπως συνέβη για παράδειγμα με την ανάδυση του υπαρκτού σοσιαλισμού έπειτα από την Σοβιετική επανάσταση. Εναλλακτικά, αν ο κοινωνικός αγώνας έχει ως στόχο την ίδια την ετερόνομη δομή, τότε μπορεί να επακολουθήσει μία αυτόνομη κοινωνία, όπως συνέβη στην περίπτωση της ανάδυσης της Αθηναϊκής δημοκρατίας.  

Οι ιεραρχικές ολότητες αλλάζουν με το χρόνο. Ο τρόπος με τον οποίο η ιεραρχική δομή της ολότητας (δηλ. η μορφή της εξουσιαστικής σχέσης) αλλάζει εξαρτάται από το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην πράξη και την υπάρχουσα δομή της ολότητας. Ωστόσο, η υπάρχουσα δομή, μολονότι αποτελεί σημαντικό καθοριστικό παράγοντα του χαρακτήρα της πράξης και του κοινωνικού αγώνα σε δεδομένες ιστορικές συνθήκες, δεν μπορεί να προδικάσει την έκβαση του ίδιου του κοινωνικού αγώνα, ούτε καν να εξασφαλίσει την ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου τύπου συνειδητοποίησης και άρα ενός συγκεκριμένου τύπου Πράξης και ιστορικής εξέλιξης. Σε κάθε περίσταση, η Πράξη δημιουργεί τη συγκεκριμένη δομή της ολότητας, τους θεσμούς της και τις κοινωνικές της σημασίες. Με άλλα λόγια, η πράξη καθορίζεται από την υπάρχουσα δομή της ολότητας αλλά είναι επίσης και μία δημιουργία από μόνη της, η οποία ενσωματώνει κοινωνικές σημασίες. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η άποψη σύμφωνα με την οποία είναι δυνατό να συνάγουμε κάποιους «επιστημονικούς νόμους» που καθορίζουν τη δυναμική της Ιστορίας, της Κοινωνίας ή της Οικονομίας είναι τόσο λανθασμένη όσο και -με δεδομένες τις ιστορικές συνέπειες του επιστημονισμού στην Ιστορία- κοινωνικά ανεπιθύμητη. Με βάση το ίδιο το δημιουργικό στοιχείο της Ιστορίας μπορούμε άλλωστε  να εξηγήσουμε την ιστορική εμφάνιση μη ιεραρχικών δομών.     

Η Μαρξιστική επομένως απόπειρα ναι ερμηνεύσει ‘επιστημονικά’ την πράξη, με βάση τον  καθορισμό της σε τελική ανάλυση από το επίπεδο της τεχνολογικής ανάπτυξης, ή το βαθμό της σπάνεως, είναι μία υπεραπλούστευση που αγνοεί το περίπλοκο ψυχο-κοινωνικό περιεχόμενο της εξουσιαστικής σχέσης. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι αν η  υπέρτατη αιτία της εξουσιαστικής σχέσης δεν είναι η σπάνις τότε αυτή θα πρέπει να αναζητηθεί στην ανθρώπινη φύση. Αυτό είναι ένα ψευτοδίλλημα το οποίο αγνοεί τους κοινωνικούς παράγοντες που καθορίζουν την ανάπτυξη της ζωής ενός ανθρώπου από την πρώτη του ημέρα, δηλ. αγνοεί το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση καθορίζεται από μία κοινωνική οργάνωση, η οποία πήρε τη συγκεκριμένη μορφή της μέσα σε μία συγκεκριμένη πατριαρχική ιεραρχική ολότητα, ως αποτέλεσμα των αξιών και των σημασιών που δημιουργήθηκαν από την πράξη άνισων από τη φύση τους ανθρώπων.  

Απελευθερωτικές πολιτικές, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία

Προτού προχωρήσουμε στη συζήτηση για το ποιες κοινωνικές ομάδες θα μπορούσαν, σύμφωνα με το παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, να λειτουργήσουν ενδεχομένως ως το υποκείμενο των απελευθερωτικών πολιτικών σήμερα, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε τη θέση της Αριστεράς πάνω στο ζήτημα. Παρόλο που ο παλιός διαχωρισμός μεταξύ κρατικιστικής και  ελευθεριακής Αριστεράς δεν είναι πια όσο καθαρός ήταν άλλοτε, θα χρησιμοποιήσουμε την διάκριση αυτή για να ταξινομήσουμε τις σχετικές απόψεις πάνω στο θέμα.

Στο παρελθόν, η κρατικιστική Αριστερά χωριζόταν σε σοσιαλδημοκράτες και μαρξιστές, με τους πρώτους να υιοθετούν την άποψη ότι η ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή μπορεί να λάβει χώρα μέσω της κοινοβουλευτικής κατάκτησης της κρατικής εξουσίας και της χρησιμοποίησης της με σκοπό την πραγματοποίηση  μεταρρυθμίσεων μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και με τους δεύτερους να πιστεύουν σε μία επαναστατική κατάληψη της κρατικής εξουσίας, με σκοπό την χρησιμοποίηση της σε μία μεταβατική σοσιαλιστική περίοδο ως το μέσο για την δημιουργία μιας κομουνιστικής κοινωνίας. Από την ελευθεριακή σκοπιά, το κράτος εθεωρείτο πάντοτε ως μέρος του προβλήματος και επικρατούσε η άποψη ότι η ριζοσπαστική αλλαγή έπρεπε να έλθει «από τα κάτω»,  να είναι επαναστατική, και να συνεπάγεται την άμεση κατάργηση του κράτους.

Ωστόσο, όπως ήδη αναφέραμε, η γενικότερη μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα Δεξιά κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης φάσης της αγοραιοποίησης έχει συσκοτίσει αυτές τις ευρέως γνωστές διαιρέσεις του παρελθόντος. Έτσι, από την πλευρά της κρατικιστικής Αριστεράς, η παλιά σοσιαλδημοκρατική Αριστερά έχει μετακινηθεί προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της παλιάς μαρξιστικής Αριστεράς έχει μετακινηθεί προς διάφορες μορφές υποστήριξης της «κοινωνικής αγοράς» και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Από την άλλη μεριά, στην ελευθεριακή Αριστερά υπάρχουν αρκετές φωνές (όπως είναι αυτή του Νόαμ Τσόμσκι) που επιχειρηματολογούν υπέρ της άμεσης δράσης για να πιεστεί το…Κράτος να αναλάβει δράση ενάντια στις μεγάλες επιχειρήσεις και την παγκοσμιοποίηση, ενώ ορισμένοι από τους οικο-αναρχικούς (όπως είναι ο Ted Trainer) βλέπουν ότι σε μία μελλοντική κοινωνία θα υπάρχει ρόλος έστω περιορισμένος τόσο για το κράτος όσο και για την αγορά. Τέλος, μεγάλα τμήματα της κρατικιστικής αλλά και της ελευθεριακής Αριστεράς έχουν προσχωρήσει στη μεταμοντέρνα απόρριψη των καθολικών προταγμάτων!

Ας δούμε, όμως, με περισσότερη λεπτομέρεια τις παραπάνω τάσεις της Αριστεράς.

Απελευθερωτική πολιτική και Κρατικιστική Αριστερά 

Η κύρια τάση στην παλιά σοσιαλδημοκρατική Αριστερά αντιπροσωπεύεται σήμερα από πρώην σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όπως το Βρετανικό Εργατικό κόμμα, το Γαλλικό Σοσιαλιστικό κόμμα, το Γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ή ακόμα και τα πρώην κομουνιστικά κόμματα, όπως το Ιταλικό PDS. Όλα αυτά τα κόμματα, καθώς και άλλα μικρότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, την Αυστραλασία κ.λπ., μόλις μετακινήθηκαν στην κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, προσχώρησαν στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση που αναφέραμε παραπάνω, μετακινούμενα ιδεολογικά από τη σοσιαλδημοκρατία στον σοσιαλφιλελευθερισμό.

Οι θεωρητικές βάσεις του σοσιαλφιλελευθερισμού τέθηκαν από τον Αnthony Giddens στο βιβλίο του «Ο Τρίτος Δρόμος». Σημείο εκκίνησης στην ανάλυσή του είναι το αδιαφιλονίκητο γεγονός ότι ενώ ένα τέταρτο του αιώνα πριν η πλειοψηφία του εργατικού πληθυσμού βρισκόταν σε χειρωνακτικές εργασίες, κυρίως στη μεταποίηση, οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν οδηγήσει στη σημερινή κατάσταση όπου, στις περισσότερες από τις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς, λιγότερο από το 20 τοις εκατό της εργατικής δύναμης βρίσκεται στη μεταποίηση, ενώ η αναλογία αυτή συνεχίζει να πέφτει «οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η παραδοσιακή τάξη έχει ως επί το πλείστον εξαφανιστεί». Ωστόσο, ο Giddens προχωρά ένα βήμα παραπάνω και βλέπει σήμερα όχι μόνο το τέλος των ταξικών διαιρέσεων (με τη μαρξιστική έννοια) αλλά και το τέλος των ταξικών διαιρέσεων γενικά, εξάγοντας το συμπέρασμα ότι «κανείς δεν διαθέτει πλέον εναλλακτική προς τον καπιταλισμό λύση –τα ζητήματα που παραμένουν αφορούν τον βαθμό και  τούς τρόπους με τους οποίους θα πρέπει να κυβερνάται και να ρυθμίζεται ο καπιταλισμός».      

Έτσι, το πρόβλημα ,όπως ορίζεται από τον Giddens, είναι η επινόηση ενός «Τρίτου Δρόμου», με την έννοια της υπέρβασης τόσο του νεοφιλελευθερισμού όσο και της παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατίας. Η υπέρβαση του νεοφιλελευθερισμού  είναι απαραίτητη διότι υποστηρίζει  τις απελευθερωμένες αγορές και υιοθετεί την υπόθεση  ότι σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα , στον οποίο το έθνος-κράτος αποτελεί μύθο και οι πολιτικοί έχουν απολέσει κάθε είδος αποτελεσματικής εξουσίας. Ακόμη, η υπέρβαση της σοσιαλδημοκρατίας είναι απαραίτητη επειδή, στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης, το κράτος έχει χάσει τις εξουσίες που είχε παλαιότερα κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης, παρά τις ανόητες προσπάθειες ορισμένων παλαιολιθικών σοσιαλδημοκρατών οι οποίοι σήμερα περιλαμβάνουν μεταξύ των γραμμών τους και πολλούς πρώην μαρξιστές(!) να αρνούνται την παγκοσμιοποίηση ως ιδεολόγημα, χίμαιρα κλπ! Για τον Giddens, το έθνος-κράτος δεν εξαφανίζεται, και το πεδίο δράσης των κυβερνήσεων μάλλον επεκτείνεται παρά μειώνεται όσο προχωρά η παγκοσμιοποίηση, παρόλο που ο ρόλος του, κάτω από τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, είναι αρκετά διαφορετικός σε σχέση με πριν.       

Ωστόσο, όταν ο Giddens προσπαθεί να ορίσει το νέο ρόλο του κράτους και το είδος της «νέας» σοσιαλδημοκρατίας που είναι εφικτή σήμερα καταλήγει σε τόσο «ριζοσπαστικά» αιτήματα, όπως το «να διατηρούνται σε υψηλό επίπεδο οι δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια» (μολονότι, ακόμη και αυτές, θα πρέπει να πάρουν την μορφή της «επένδυσης σε ανθρώπινο κεφάλαιο» δηλαδή της υποστήριξης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών), ν ‘απορριφθεί η «εν λευκώ υιοθέτηση του ελευθέρου εμπορίου» και να υιοθετηθεί μια «νέα μικτή οικονομία» που στην ουσία θα σημαίνει την επίτευξη κάποιας ισορροπίας μεταξύ ρύθμισης και απορύθμισης. Με άλλα λόγια, τα βασικά αιτήματα του Τρίτου Δρόμου καταλήγουν στην εισαγωγή κάποιων «ρυθμιστικών ελέγχων», οι οποίοι θα ήταν μεν απόλυτα συμβατοί με τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, αλλά που ελάχιστη θα είχαν σχέση με το είδος των αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων που απαιτούνται για την προστασία της εργασίας (όπως έκαναν μερικοί από τους ελέγχους που είχαν εισάγει κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της αγοραιοποίησης παλιοί σοσιαλδημοκράτες) ή του περιβάλλοντος.    

Ερχόμενοι τώρα στη μαρξιστική πλευρά της κρατικιστικής Αριστεράς, η συνηθισμένη τάση μεταξύ των Μαρξιστών θεωρητικών είναι να αυξάνουν διαρκώς τον αριθμό των τάξεων για να εξηγήσουν την σημερινή πραγματικότητα, έμμεσα υιοθετώντας την άποψη ότι η ιδιοκτησία δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την εξουσιαστική σχέση. Άλλοι, συμπεριλαμβανομένων κάποιων αναλυτών από το στρατόπεδο της αυτονομιστικής παράδοσης, επαναορίζουν την εργατική τάξη με ταυτολογικούς όρους, έτσι ώστε σχεδόν οι πάντες ταξινομούνται στην κατηγορία του εργάτη (εργάτες, πρώην εργάτες, εργάτες ανίκανοι προς εργασία, μελλοντικοί εργάτες, εργάτες στον τομέα υπηρεσιών, καλλιτέχνες κ.λ.π.), προσπαθώντας να καλουπώσουν την  πραγματικότητα στην Προκρουστεια (ταξική) κλίνη τους! Είναι, επομένως, φανερό ότι το τμήμα αυτό της Αριστεράς βρίσκεται σε πλήρες αδιέξοδο να ερμηνεύσει τις σύγχρονες ταξικές διαιρέσεις, ανίκανο να αναγνωρίσει το βασικό γεγονός ότι το προλεταριάτο δεν βρίσκεται πλέον σε θέση να παίξει από μόνο του τον ρόλο του απελευθερωτικού υποκειμένου.               

Ωστόσο, πρόσφατα αναπτύχθηκαν κάποιες τάσεις μέσα στην μαρξιστική Αριστερά οι οποίες, αναγνωρίζοντας τη σημερινή πραγματικότητα, βρίσκονται κοντά στο να προτείνουν την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου δημοκρατικού προτάγματος, όπως αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Έτσι, η Ellen Meiksins Wood αμφισβητεί το αν η κατάργηση της σεξουαλικής ή της φυλετικής ανισότητας θα σήμαινε το τέλος του καπιταλισμού –όπως αντίστοιχα θα σήμαινε εξ ορισμού η κατάργηση της ταξικής ανισότητας-- δεδομένου ότι η σεξουαλική και φυλετική ανισότητα, αντίθετα με την  ταξική ανισότητα, δεν συνιστούν θεμελιακά στοιχεία του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Ορθά τονίζει ότι, σήμερα, η ενοποιητική ταυτότητα του συστήματος διασπάται εννοιολογικά με τις αποσυνθετικές έννοιες της κοινωνίας των πολιτών και τον καταποντισμό της τάξης μέσα σε ‘πορτμαντό’ κατηγορίες όπως η ταυτότητα, οι οποίες αποδιαρθρώνουν τον κοινωνικό κόσμο σε μερικές και διαχωρισμένες πραγματικότητες. Όπως υπογραμμίζει η ίδια, ο μεταμοντέρνος πλουραλισμός που έχει αναπτυχθεί στη σημερινή κοινωνία  αντικατέστησε τον παλιό πλουραλισμό, που αναγνώριζε την ύπαρξη μιας περιεκτικής πολιτικής ολότητας όπως είναι το «πολιτικό σύστημα», με ένα νέο πλουραλισμό του οποίου τα χαρακτηριστικά στοιχεία είναι η αποσπασματικότητα και η  διαφορά. Αυτό, αναπόφευκτα, οδήγησε σε μία κατάσταση όπου η συστημική ενότητα του καπιταλισμού, ή ακόμα και η ίδια του η ύπαρξη ως κοινωνικό σύστημα, δεν αναγνωρίζεται πια και, «αντίθετα με τις οικουμενικές φιλοδοξίες του σοσιαλισμού και τις ενοποιητικές πολιτικές της πάλης κατά της ταξικής εκμετάλλευσης, τη στιγμή αυτή έχουμε ένα πλουραλισμό  ουσιαστικά ξεκομμένων ‘μονοθεματικων’ αγώνων που καταλήγουν σε υποταγή στον καπιταλισμό». Το συμπέρασμά της είναι ότι εξακολουθεί να υφίσταται η ανάγκη για ένα καθολικό πρόταγμα ανθρώπινης απελευθέρωσης, το οποίο θα συνεπαγόταν έναν πλουραλισμό που θ’ αναγνώριζε τη συστημική ενότητα του καπιταλισμού και θα μπορούσε να διακρίνει τις συστατικές σχέσεις του καπιταλισμού από άλλες ανισότητες, ή καταπιέσεις. Σωστά, επομένως, καλεί για μία ολοκληρωμένη οικονομική δημοκρατία, όπως είναι εκείνη που έχει αναπτυχθεί από το παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 5-6):     

Η Δημοκρατία πρέπει να γίνει κατανοητή όχι απλά ως μία πολιτική κατηγορία αλλά και ως μία οικονομική κατηγορία. Εκείνο που εννοώ δεν είναι απλά η «οικονομική δημοκρατία» με την έννοια  μίας ευρύτερης ισότητας στην κατανομή. Αυτό που έχω κατά νου είναι η δημοκρατία ως οικονομικός ρυθμιστής, ως κινητήριος μηχανισμός της οικονομίας.

Απελευθερωτική πολιτική και Ελευθεριακή Αριστερά 

Οι πιο σημαντικοί συγγραφείς του ελευθεριακού χώρου του τελευταίου τέταρτου του αιώνα, παίρνοντας υπόψη τη σημερινή πραγματικότητα, έχουν εγκαταλείψει σε διάφορους βαθμούς την ιδέα του προλεταριάτου ως απελευθερωτικού υποκείμενου. Έτσι, ο Murray Bookchin, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, δίνει την ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα «Ποιος θα αποτελέσει το ’υποκείμενο’ της επαναστατικής αλλαγής» με στόχο μία μη ιεραρχική κοινωνία;  

Θα είναι κυριολεκτικά η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, η οποία θα προκύψει από όλες τις  παραδοσιακές τάξεις και θα ενωθεί σε μία κοινή επαναστατική δύναμη, μέσα από το χωνευτήρι  της αποσύνθεσης των θεσμών, των κοινωνικών σχηματισμών, των αξιών  και των λάιφ-σταιλ της επικρατούσας ταξικής δομής.

Παρόμοια, ο Καστοριάδης υπογραμμίζει ότι “το να λέμε ότι όλοι, η σχεδόν όλοι έχουν μετατραπεί σε μισθωτούς δεν σημαίνει ότι όλοι έχουν μετατραπεί σε προλετάριους, με την έννοια που κάποτε δινόταν στον συγκεκριμένο όρο. Το να είναι κανείς μισθωτός αποτελεί ουσιαστικά τη γενική συνθήκη στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Δεν αποτελεί πλέον κατάσταση μιας «τάξης». Προφανώς υπάρχουν από διάφορες σκοπιές αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις μεταξύ των μισθωτών, οι οποίες όμως δεν συνιστούν κάποια διαίρεση σε τάξεις». Επιπλέον, υπαναχωρώντας από τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ διευθυντών και εκτελεστών, που ο ίδιος τόνιζε στα πρώτα του έργα, και παραδεχόμενος ότι αυτή η διαχωριστική γραμμή είναι όλο και λιγότερο αντιπροσωπευτική της σημερινής πραγματικότητας δεδομένου ότι οι κατηγορίες εκείνων που είναι αποκλειστικά διευθυντές ή αποκλειστικά εκτελεστές συρρικνώνονται, συμπεραίνει ότι:       

Το μοναδικό κριτήριο διαφοροποίησης  των μισθωτών που παραμένει σχετικό για μας είναι η στάση τους έναντι του κατεστημένου συστήματος. Αυτό συνοψίζεται στο  ότι  θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τα «αντικειμενικά κριτήρια» κάθε είδους. Με την εξαίρεση μίας ελάχιστης  μειοψηφίας στην κορυφή, το σύνολο του πληθυσμού είναι είτε θετικά –είτε αρνητικά- επιρρεπές προς μία επαναστατική προοπτική. Συγκυριακά μιλώντας, είναι πιθανό ότι η μία ή η άλλη κατηγορία ή κοινωνικό στρώμα να παίζει σπουδαιότερο ρόλο. Αλλά  δεν μπορούμε πλέον να εξακολουθούμε να υποστηρίζουμε ότι το προλεταριάτο είναι ο θεματοφύλακας του επαναστατικού προτάγματος. 

Παρόμοιες είναι οι απόψεις που υιοθετούνται, αν και σιωπηρά, από τις δύο κύριες μορφές  ελευθεριακών «κινημάτων» σήμερα: το (πέρα από το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ) κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης και το κίνημα των ‘οικο-χωριών’. Όπως, όμως, έχει δειχτεί στο περιοδικό Democracy & Nature, και τα δύο αυτά «κινήματα» βασίζονται κυρίως στα μεσαία στρώματα και σε ένα μικρό μόνο βαθμό στην υποτάξη.    

Απελευθερωτική πολιτική και Περιεκτική Δημοκρατία 

Όπως είδαμε στην προηγούμενη ενότητα, το βασικό σημείο της προσέγγισης της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι ότι οι σημερινές ταξικές διαιρέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες και τις εξουσιαζόμενες κοινωνικές ομάδες στην πολιτική σφαίρα (επαγγελματίες πολιτικοί έναντι των υπόλοιπων πολιτών), την οικονομική σφαίρα (καπιταλίστες, διευθυντές και μάνατζερ επιχειρήσεων έναντι εργατών και υπάλληλων) και την ευρύτερη κοινωνική σφαίρα (άνδρες έναντι γυναικών, λευκοί έναντι έγχρωμων, εθνοτικές πλειονότητες έναντι μειονοτήτων κ.ο.κ.) βασίζονται σε δομές οι οποίες θεσμοποιούν την ανισοκατανομή δύναμης σε όλες τις μορφές της και τις συνακόλουθες κουλτούρες και ιδεολογίες (αυτό που χαρακτηρίζουμε ως το «κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα»). Στη σημερινή κοινωνία, οι βασικές δομές που θεσμοποιούν την ανισοκατανομή δύναμης είναι η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, μολονότι και άλλες δομές που θεσμοποιούν την ανισοκατανομή δύναμης ανάμεσα στα φύλα, τις φυλές, τις εθνικότητες κ.λπ. δεν μπορούν απλά να «αναχθούν» σε μία από τις δύο αυτές βασικές δομές.

Η αντικατάσταση των συγκεκριμένων δομών από θεσμούς οι οποίοι διασφαλίζουν την ισοκατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης στο πλαίσιο μιας περιεκτικής δημοκρατίας είναι η αναγκαία συνθήκη (αν και όχι η ικανή) για τη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας που θα εξάλειφε την ανισοκατανομή δύναμης μεταξύ όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, εθνότητας κ.λπ. Η προσπάθεια, επομένως, των φεμινιστριών και άλλων υποστηρικτών των πολιτικών της διαφοράς και της ταυτότητας να αλλάξουν πρώτα την κουλτούρα και τις αξίες, ως μέσο για την αλλαγή των επικρατουσών εξουσιαστικών δομών, (αντί να προσανατολιστούν σε έναν αγώνα για την αντικατάσταση όλων των δομών που αναπαράγουν την ανισοκατανομή δύναμης και, στο πλαίσιο του αγώνα αυτού, να δημιουργήσουν τις αξίες που θα υποστήριζαν τις νέες δομές) είναι καταδικασμένη σε περιθωριοποίηση και αποτυχία. Η μοναδική ελπίδα που ουσιαστικά έχουν είναι να επιτύχουν, στην πορεία, κάποιες εύκολα αντιστρέψιμες μεταρρυθμίσεις.

Το δεύτερο σημείο το οποίο προκύπτει από την ανάλυση αυτή είναι ότι το ενωτικό στοιχείο, το οποίο μπορεί να ενώσει τα μέλη των υποτελών κοινωνικών ομάδων γύρω από ένα απελευθερωτικό πρόταγμα όπως το πρόταγμα της ΠΔ, είναι ο αποκλεισμός τους από διάφορες μορφές δύναμης/εξουσίας ένας αποκλεισμός που θεμελιώνεται στην ανισοκατανομή δύναμης που χαρακτηρίζει τους σημερινούς θεσμούς και τις συνακόλουθες αξίες. Ταυτόχρονα, το διαφοροποιητικό στοιχείο το οποίο διαφοροποιεί τα μέλη των διάφορων κοινωνικών ομάδων δεν είναι μόνο η στάση των μελών τους έναντι του κατεστημένου συστήματος, όπως ισχυρίζεται ο Καστοριάδης, αλλά, επίσης, η ίδια η βάση της εξουσιαστικής σχέσης, δηλ. το αν η υποτελής τους θέση βασίζεται στην ανισοκατανομή πολιτικής, οικονομικής, ή κοινωνικής δύναμης γενικά. Στην προβληματική αυτή, δεδομένης της ευρείας προοπτικής του προτάγματος για μία περιεκτική δημοκρατία, ένα νέο κίνημα με στόχο την περιεκτική δημοκρατία θα μπορούσε να ελκύσει όλα σχεδόν τα τμήματα της κοινωνίας, εκτός φυσικά από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, δηλ. τις άρχουσες ελίτ και την υπερτάξη.      

Έτσι, η οικονομική συνιστώσα του προτάγματος της ΠΔ απευθύνεται πρωταρχικά στα κύρια θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δηλαδή την υποτάξη και τους περιθωριοποιημένους (άνεργοι, χειρωνακτικοί εργάτες, χαμηλόμισθοι υπάλληλοι, μερικώς απασχολούμενοι, περιστασιακά εργαζόμενοι, αγρότες που σπρώχνονται έξω από τους αγρούς τους λόγω της επέκτασης των αγροβιομηχανιών), καθώς και τους φοιτητές, τα πιθανά αυριανά μέλη των επαγγελματικών μεσαίων στρωμάτων, οι οποίοι βλέπουν τα όνειρά τους για ασφάλεια απασχόλησης να διαλύονται γρήγορα στις «ελαστικές» αγορές εργασίας που χτίζονται σήμερα. Η οικονομική δημοκρατία όμως απευθύνεται, επίσης, σε ένα σημαντικό μέρος της νέας μεσαίας τάξης το οποίο, μη μπορώντας να συμμετέχει στην «υπερτάξη», ζει κάτω από συνθήκες συνεχούς ανασφάλειας, ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου, όπως έδειξε και η κρίση της Αργεντινής.

Η πολιτική συνιστώσα του προτάγματος της ΠΔ απευθύνεται κυρίως σε όλους εκείνους που συμμετέχουν προς το παρόν σε τοπικά, μονοθεματικά κινήματα λόγω έλλειψης κάτι καλύτερου. Όπως ακόμα και οι θεωρητικοί του σοσιαλφιλελευθερισμού αναγνωρίζουν, μολονότι η εμπιστοσύνη προς τους επαγγελματίες πολιτικούς και κυβερνητικούς θεσμούς έχει εξασθενήσει δραστικά, η παρακμή αυτού που περνά για ‘πολιτική’ σήμερα δεν ταυτίζεται με την απολιτικοποίηση. Τούτο είναι φανερό από την παράλληλη ανάπτυξη των νέων κοινωνικών κινημάτων, των ΜΚΟ, των πρωτοβουλιών των πολιτών κ.λπ. Όπως τονίζει ο Giddens, αναφερόμενος σε μία αμερικανική μελέτη, το «κίνημα των μικρών ομάδων» (δηλαδή ομάδων όπου ένας μικρός αριθμός ανθρώπων συναντώνται τακτικά για να προωθήσουν τα κοινά τους αιτήματα) έχει σημαντική απήχηση, με το 40% του πληθυσμού των Η.Π.Α. –περίπου 75 εκατομμύρια Αμερικανοί- να ανήκει σε μία τουλάχιστον μικρή ομάδα, ενώ στη Βρετανία οι ομάδες αυτό-βοηθείας και οι περιβαλλοντικές ομάδες έχουν επεκταθεί ταχύτατα τα τελευταία χρόνια. Παρόλο που αυτή η περίφημη επέκταση της «κοινωνίας των πολιτών» επικεντρώνεται στη νέα μεσαία τάξη, εντούτοις, το γεγονός αυτό αποτελεί ένδειξη της δίψας για μία γνήσια δημοκρατία όπου, κατά τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, λαμβάνονται όλοι υπόψη. Επιπλέον, με δεδομένο ότι η πραγματική συμμετοχή των πολιτών (σε αντίθεση με την εικονική συμμετοχή που προσφέρει η αντιπροσωπευτική ‘δημοκρατία’) είναι σήμερα δυνατή μόνο σε σχέση με επιμέρους θέματα, δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα μονοθεματικά κινήματα και οργανώσεις είναι εκείνα που βρίσκονται σε άνθηση. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η επέκταση του κινήματος των μικρών ομάδων, στην πραγματικότητα, φανερώνει μία μετατόπιση από τη ψευδοδημοκρατία σε εθνικό επίπεδο –όπου το σύστημα της αντιπροσώπευσης εκμηδενίζει τη συλλογική συμμετοχή-- προς τη ψευδοδημοκρατία σε τοπικό επίπεδο –όπου οι σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις εξακολουθούν να αφήνονται στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, αλλά, ταυτόχρονα, σε ένα είδος «υποπολιτικής», ομάδες πολιτών που αποτελούν την «ενεργή» κοινωνία των πολιτών διεκδικούν τη λήψη αποφάσεων σε παράπλευρα, ή τοπικά ζητήματα.

Τέλος, «η δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο» καθώς και η οικολογική δημοκρατία, απευθύνονται σε όλους εκείνους που υφίστανται τις συνέπειες της πατριαρχικής δομής καθώς και των άλλων ιεραρχικών δομών της σημερινής κοινωνίας, όπως επίσης και σε εκείνους που ανησυχούν για τις συνέπειες που έχει η συγκέντρωση της δύναμης στο περιβάλλον. 

Έτσι, συνοψίζοντας, μία περιεκτική δημοκρατία απευθύνεται στις ακόλουθες κοινωνικές ομάδες οι οποίες θα μπορούσαν δυνητικά να αποτελέσουν τη βάση ενός νέου «απελευθερωτικού υποκειμένου»  για συστημική αλλαγή:

  • τα θύματα του συστήματος της οικονομίας της αγοράς στη σημερινή διεθνοποιημένη της μορφή, δηλαδή οι άνεργοι, οι χαμηλόμισθοι, οι αγρότες υπό εξαφάνιση, οι περιστασιακά εργαζόμενοι κ.λπ., 

  • εκείνοι οι πολίτες, ιδιαίτερα στα «μεσαία στρώματα», που έχουν αποξενωθεί από αυτό που περνά σήμερα ως «πολιτική», δηλαδή την  κρατική διαχείριση, και διεκδικούν ήδη το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού μέσω των διάφορων τοπικών ομάδων,

  • οι εργάτες, υπάλληλοι κ.λπ. που είναι θύματα εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης από τις ιεραρχικές δομές στους τόπους εργασίας,

  • οι γυναίκες που αλλοτριώνονται από τις ιεραρχικές δομές τόσο στο σπίτι, όσο και στους τόπους εργασίας, και επιζητούν μία εκδημοκρατισμένη οικογένεια που θα βασίζεται στην ισότητα, τον αμοιβαίο σεβασμό, την αυτονομία, το μοίρασμα στη λήψη των αποφάσεων και την ανάληψη των ευθυνών, τη συναισθηματική και σεξουαλική ισότητα,

  • οι εθνοτικές ή φυλετικές μειοψηφίες, οι οποίες αποξενώνονται από τη σημερινή «κρατικιστική» δημοκρατία των διακρίσεων που διαχωρίζει τον πληθυσμό σε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, 

  • όλοι εκείνοι που ανησυχούν από την καταστροφή του περιβάλλοντος και την επιταχυνόμενη επιδείνωση της ποιότητας ζωής, οι οποίοι επί του παρόντος είναι οργανωμένοι σε ρεφορμιστικά οικολογικά κινήματα, περιθωριοποιημένες οικοκομμούνες κ.λπ.    

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετές από αυτές τις ομάδες μπορεί να θεωρούν αυτή τη στιγμή ότι οι στόχοι τους συγκρούονται με εκείνους άλλων ομάδων (πχ τα μεσαία στρώματα σε σχέση με τις ομάδες των θυμάτων της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς). Έτσι, το πρόβλημα των απελευθερωτικών πολιτικών σήμερα είναι το πώς όλες οι κοινωνικές ομάδες, που δυνητικά διαμορφώνουν τη βάση ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος, θα μπορούσαν να ενωθούν από μία κοινή κοσμοθεωρία, ένα κοινό ‘παράδειγμα’, το οποίο βλέπει την υπέρτατη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης στις σημερινές δομές που διασφαλίζουν τη συγκέντρωση δύναμης σε όλα τα επίπεδα, καθώς και στις συνακόλουθες αξίες.

Το πρόταγμα της ΠΔ προσφέρει ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελούμενο από μία ανάλυση για τα αίτια της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης που τα ανάγει στις δομές ανισοκατανομής δύναμης και τις αντίστοιχες αξίες, καθώς και από συγκεκριμένες προτάσεις για τους στόχους και τα μέσα που θα μας οδηγούσαν σε μία εναλλακτική κοινωνία. Επομένως, ο αγώνας για το χτίσιμο ενός κινήματος που θα εμπνέεται από το προταγμα αυτό —που για να έχει πιθανότητα επιτυχίας θα πρέπει να είναι διεθνοποιημένο είναι επείγων καθώς και επιτακτικός, έτσι ώστε οι διάφορες κοινωνικές ομάδες που διαμορφώνουν το νέο απελευθερωτικό υποκείμενο να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για μία νέα κοινωνία που θα επανενσωματώσει την πολιτεία, την οικονομία και τη Φύση στην κοινωνία.   

 

Διαβάστε το πρώτο μέρος του άρθρου εδώ.