B-FEST: ο «αντι-εξουσιαστικός» (anti-authoritarian) ρεφορμισμός αντεπιτίθεται


Περιεχόμενα


1. Ερωτήματα για τη σύγχυση «αντιεξουσιαστικής», αναρχικής ρητορικής και μιας καθαρά φιλελεύθερης προπαγάνδας

2. Μάικλ Άλμπερτ, Πάρεκον: Μια εναλλακτική κοινωνία ή ένα «εναλλακτικό» οικονομίστικο όραμα;

A. Γιατί δεν ανήκει σε καμία από τις ιστορικές παραδόσεις της Αριστεράς

B. Γιατί δεν είναι ολοκληρωμένο πολιτικό πρόταγμα

Γ. Γιατί δεν στηρίζεται σε μια γενικότερη πολιτική, ιστορική και φιλοσοφική ανάλυση -"Συμμετοχική Πολιτική"/ParPol

3. Νόαμ Τσόμσκι και Χάουαντ Ζινν: Αναρχικοί ή «ελευθεριακοί φιλελεύθεροι»;

4. Νόαμ Τσόμσκι: Ο «κορπορατιστικός καπιταλισμός» και το πρόβλημα της έλλειψης ανταγωνισμού, ο Μπους και οι «ασυνείδητοι» ιδιώτες.

Α. O ανιστόρητος καπιταλισμός του Τσόμσκι

Β. O Τσόμσκι και η φιλελεύθερη «δημοκρατία»

Γ. H «αναρχική» λύση για τον Τσόμσκι: Αγώνες για δικαιώματα και πιέσεις της "κοινωνίας των πολιτών" και λίγο από... Πάρεκον

5. Χάουαρντ Ζιν: Ψηφίζουμε τον λιγότερο κακό αντιπρόσωπο, στηρίζουμε Ομπάμα και μετά αγωνιζόμαστε για «δικαιοσύνη»!

A. Ο αναρχικός αγώνας του Ζιν για «δικαιοσύνη» και πιέσεις στην ελίτ

Β. Στηρίζουμε Ομπάμα, τον στυλοβάτη του έθνους και του Συντάγματος μας

Γ. Ψηφίζουμε στις εκλογές και μετά... αυτοοργανωνόμαστε

6. Ελευθεριακός Σιωνισμός: Μια ακόμα συντηρητική συνιστώσα του «αναρχισμού» των Τσόμσκι και Ζιν

 


 

B-FEST: ο «αντι-εξουσιαστικός» (anti-authoritarian) ρεφορμισμός αντεπιτίθεται

 1. Ερωτήματα για τη σύγχυση αντιεξουσιαστικής - αναρχικής ρητορικής και μιας καθαρά φιλελεύθερης προπαγάνδας

Επιστέγασμα της συνεργασίας μεταξύ της εφημερίδας Βαβυλωνία και του αμερικανικού πολιτικού δικτύου ZNET που ξεκίνησε πριν ένα χρόνο αποτελεί η διοργάνωση διεθνούς «αντιεξουσιαστικού» φεστιβάλ αυτές τις μέρες στη χώρα μας. Σε αυτό το φεστιβάλ το οποίο περιλαμβάνει και “έκθεση αναρχικού βιβλίου” έχουν προσκαλεστεί «πρώτα ονόματα» της «αντι-αυταρχικής» αριστεράς όπως οι Νόαμ Τσόμσκι, Χάουαρντ Ζιν και Μάικλ Άλμπερτ ,που όμως όπως θα δούμε ελάχιστη σχέση έχουν με τον αντιεξουσιαστικό χώρο όπως έχει επικρατήσει στην ουσία να καλείται σε μεγάλο βαθμό ο αναρχικός χώρος στην Ελλάδα. Ελάχιστοι είναι άλλωστε αυτοί στο διεθνές αναρχικό κίνημα που αναγνωρίζουν ως αναρχικούς τους κύριους θεωρητικούς του, Νόαμ Τσόμσκι, Μάικλ Άλμπερτ, Χάουαρντ Ζιν (Δεν είναι τυχαίο π.χ. που διεθνές θεωρητικό αναρχικό περιοδικό χαρακτήρισε το Πάρεκον «Συμμετοχική Γραφειοκρατία») ενώ βέβαια δεν παραλείπουν να τους προβάλλουν παντοιοτρόπως τα διεθνή (Monde Diplopatique, New Left Review) και τα αντίστοιχα ελληνικά (Ελευθεροτυπία, Αυγή, Εποχή κτλ.) έντυπα της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Επειδή, η γραμμή του ZNET αποτελεί και το ιδεολογικό αποκούμπι για το καθ’ όλα ρεφορμιστικό Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ (ΠΚΦ) καθώς και για πολλές οργανώσεις στην Αριστερά των «ατομικών δικαιωμάτων» έχουν ήδη τραβήξει, μεταξύ άλλων, το ενδιαφέρον των ντόπιων «προοδευτικών» ΜΜΕ.

Όμως αυτή η “παρεξήγηση” μεταξύ των όρων ίσως να μην είναι τυχαία. Ο όρος «anti-authoritarian» που χρησιμοποιείται στα αγγλικά κατά κόρον από αριστερούς μέχρι νεοφιλελεύθερους και τον οποίο υιοθετεί για την αγγλική προώθηση του φεστιβάλ και η «αντιεξουσιαστική» εφημερίδα Βαβυλωνία (βλ. αγγλικό banner για το B-Fest), δεν έχει καμία σχέση με το «αναρχικός» (anarchist) με τον οποίον αυτοπροσδιορίζονται τα βασικά στελέχη του ZNET και οι τρεις στοχαστές. Το «anti-authoritarian» είναι καθαρά φιλελεύθερος/λιμπεραλιστικός όρος που σημαίνει «αντι-αυταρχικός» και όχι «αντιεξουσιαστής», με την έννοια που σχεδόν αποκλειστικά έχει επικρατήσει στην Ελλάδα και ο οποίος στο «χώρο» ουσιαστικά ταυτίζεται με την έννοια «αναρχικός». Με απλά λόγια, «αντί-αυταρχισμός» σημαινει εναντίωση στη κατάχρηση εξουσίας, ενώ αναρχισμός σημαίνει εναντίωση στην ίδια την ύπαρξη εξουσίας και εξουσιαστικών σχέσεων

Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι: εάν η ταύτιση αυτή προέρχεται απλά από τη διαπιστωμένη διαστρέβλωση και το σφετερισμό του αναρχικού κινήματος στην Αμερική το οποίο παρουσιάζεται από «αστέρες» της «ελευθεριακής» αριστεράς όπως αυτοί που έχουν προσκαλεστεί στο φεστιβάλ σαν μια άσκηση «αντι-απολυταρχισμού» και «αντι-αυταρχισμού», για ποιο λόγο περιοδικά όπως η Βαβυλωνία που αυτοπροσδιορίζονται ως «αντιεξουσιαστικά» (χρησιμοποιώντας τον όρο όπως έχει επικρατήσει στον ελληνικό χώρο) προβάλλουν μαζικά τόσο στα κείμενα τους (μετά τη συνεργασία με το δίκτυο των «αντι-απολυταρχικών» ZNET), όσο και στον «κράχτη» του φεστιβάλ τους («Η Ελευθερία Αντεπιτίθεται») τους εν λόγω λαμπερούς καλεσμένους δήθεν ως «ελευθεριακούς» και «αναρχικούς», προκαλώντας απαράδεκτη σύγχυση και αποπροσανατολίζοντας ένα δυνάμει αντισυστημικό αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα που αποτελείται κυρίως από νέους ανθρώπους, μεταξύ των οποίων παιδιά των δεκεμβριανών, οι οποίοι αμφισβήτησαν έμμεσα ή άμεσα όλο το σύστημα και τα σύμβολα του και όχι κάποια αρνητικά... «συμπτώματα» του, όπως κάνουν ως επί το πλείστον οι «αναρχικοί» του ΖΝΕΤ.

Το ερώτημα μάλιστα γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό τη στιγμή που διαβάζουμε την εξής φράση στο άρθρο «Αιρετικές πολιτικές σκιές» του τεύχους 46 της Βαβυλωνίας:

«Ενδεχομένως να προκαλεί έκπληξη σε αρκετούς το γεγονός ότι στις ΗΠΑ υπάρχουν δίκτυα με έντονη πολιτική και ακτιβιστική δραστηριότητα, όπως το Ζ, τα οποία ανήκουν στο χώρο του αυθεντικού αναρχισμού.»

Με τον απόηχο του εξεγερσιακού Δεκέμβρη να πλανιέται ακόμα στη χώρα μας και τη φήμη των ονομάτων που πρόκειται να πλαισιώσουν το φεστιβάλ, θεωρούμε απαραίτητη την κατάθεση μιας διαφορετικής άποψης όσον αφορά τη συνέπεια των θέσεων και των προτάσεων των βασικών μελών του ZNET με το αναρχικό και ευρύτερο αντισυστημικό κίνημα.

Εφόσον δεχτούμε ότι η μόνη λύση για την έξοδο από τη χρόνια κρίση που μαστίζει την ανθρωπότητα δεν είναι άλλη από την ανατροπή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και του πολιτικού συμπληρώματος της, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και των συνακόλουθων ιεραρχικών θεσμών και αξιών (κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα), με το σταδιακό χτίσιμο «εδώ και τώρα» εναλλακτικών θεσμών εκτός του συστήματος στο οικονομικό, αλλά και στο πολιτικό, κοινωνικό και οικολογικό επίπεδο, λύσεις τύπου Πάρεκον κατά τη γνώμη μας περισσότερο αποπροσανατολίζουν και δημιουργούν ψευδαισθήσεις στον κόσμο παρά αποτελούν ρεαλιστικές εναλλακτικές προτάσεις. Αν και είναι γνωστή η κριτική μας τόσο για το Πάρεκον όσο και για τις θέσεις του Τσόμσκι, [βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Ο καπιταλισμός του Τσόμσκι, ο μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία, (Γόρδιος, 2004)] έχει αξία να δούμε συνοπτικά τι αντιπροσωπεύουν οι εν λόγω στοχαστές και το έργο τους σε σχέση με τον αναρχικό χώρο τον οποίο συχνά-πυκνά επικαλούνται. (Μολονότι οι όροι που επικαλούνται προσαρμόζονται ανάλογα και με το ακροατήριο τους και έτσι ο Αλμπερτ στους σοσιαλιστές μιλά για σοσιαλισμό, ο Τσομσκι στους φιλελεύθερους μιλά για τις ιδιάζουσες ελευθερίες που παρέχει το καθεστώς των ΗΠΑ κ.λπ.)

 2. Μάικλ Άλμπερτ, Πάρεκον: Μια εναλλακτική κοινωνία ή ένα «εναλλακτικό» οικονομίστικο όραμα;

Ο Μάικλ Άλμπερτ (μαζί με τον Hahnel) είναι αυτός που κατέστρωσε εδώ και 15 περίπου χρόνια ένα οικονομικό μοντέλο για τη μετακαπιταλιστική οικονομία με τον τίτλο «Συμμετοχικά Οικονομικά» (Participatory Economics, Parecon). Το μοντέλο αυτό έχει γίνει σήμα κατατεθέν του ZNET και σημείο αναφοράς όλων των θεωρητικών του δικτύου. Ωστόσο ενώ με την πάροδο του χρόνου η πολυδιάστατη κρίση βαθαίνει ολοένα και περισσότερο και πλέον είναι επιτακτικός όχι μόνο ο προβληματισμός σχετικά με τη συγκεκριμένη μορφή που θα πάρει η μετακαπιταλιστική κοινωνία αλλά επιπλέον και οι πράξεις που θα οδηγήσουν στη δημιουργία αυτής της κοινωνίας ―μέσω της δημιουργίας ενός μαζικού αντισυστημικού κινήματος, με ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας, στρατηγική μετάβασης και μια στοιχειώδη «προεικόνιση» μιας πραγματικά εναλλακτικής κοινωνίας που θα περιλαμβάνει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας (και όχι μόνο ή κυρίως την οικονομική όπως κάνει το Parecon)― η συνεισφορά των βασικών θεωρητικών του ZNET όπως θα δούμε στη συνέχεια, όχι απλά δεν φαίνεται να συνδράμει προς αυτή την κατεύθυνση αλλά αποπροσανατολίζει από την ελευθεριακή προβληματική, συνδέοντας την με καθαρά φιλελεύθερες και συντηρητικές ιδεολογίες.

Το «όραμα» του Άλμπερτ για μια «εναλλακτική κοινωνία» δεν κρύβει τις ουτοπιστικές του καταβολές. Και αυτό, διότι το «όραμα» αυτό όπως ο ίδιος το αποκαλεί, δεν βασίζεται ούτε σε κάποια ιστορική ανάλυση και ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας, ούτε σε κάποια φιλοσοφική ανάλυση, πολύ περισσότερο σε υπάρχουσες τάσεις στη σημερινή κοινωνία, αλλά απλά σε κάποιες αξίες που αυθαίρετα ο συγγραφέας θεωρεί ότι πρέπει να ικανοποιούνται σε μια άλλη κοινωνία! Παρόλα αυτά και ενώ ο ίδιος ο Άλμπερτ, στο άρθρο του στη Βαβυλωνία τεύχος 48 με τίτλο «Διάλογος και Δογματισμός», μας πληροφορεί ότι είναι εντελώς ανοιχτός στο διάλογο και την απροκατάληπτη κριτική, έχει παρακάμψει και αποφύγει συνειδητά να απαντήσει ή ακόμα και να αναφερθεί σε εύλογες κριτικές του οικονομικού του μοντέλου που προέρχονται από τον ελευθεριακό και αναρχικό χώρο καθώς και απο την ιδια την ΠΔ, αντιθέτως, προτιμάει να καταφέρεται εναντίον των εύκολων στόχων, όπως είναι το καταδικασμένο «κεντρικό πλάνο» και ο καπιταλισμός.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Αν κάποιος αποδείξει ότι υπάρχει πρόβλημα με τη συμμετοχική οικονομία, και εγώ συνεχίζω να την υποστηρίζω παρά το πρόβλημα, τότε είμαι ανόητος και αφελής, και τα κίνητρά μου δεν είναι αυτά που επικαλούμαι. Αυτό που θα πρέπει να υποστηρίζω είναι η αναγκαιότητα ενός καλύτερου οράματος, και όχι το συγκεκριμένο, το οποίο έτυχε να συνδεθώ μαζί του. Αυτή τη στιγμή πιστεύω ότι η συμμετοχική οικονομία είναι το καλύτερο όραμα. Αλλά, αν κάποιος υποστηρίζει το αντίθετο, θα ήθελα να τον ακούσω, και όχι να χάνω το χρόνο μου ασχολούμενος με κάτι εσφαλμένο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος. Οφείλω να αναζητώ τα σφάλματα και τις παραλείψεις μου, και αν μπορώ να τα διορθώνω ή, αν δεν διορθώνονται, να αρχίζω από την αρχή.»

Μάλιστα σε πρόσφατο άρθρο του φτάνει στο σαφώς δογματικό επίπεδο να γράφει λίγο ή πολύ πως οτιδήποτε δεν ανήκει στην οραματική του φαντασία (όπως τα συμβούλια καταναλωτών και παραγωγών!) δεν είναι βιώσιμο! [Michael Albert and Chris Spannos, «Parecon Today» (27 April 2006)]:

«Η ιδέα των συμβουλίων εργαζομένων και καταναλωτών, θα πρόσθετα, έχει μακρά και ανυψωμένη θέση στον αγώνα των εργατών και στην επανάσταση στους χώρους εργασίας και, ορισμένες φορές, ακόμα και στην οργάνωση της κοινότητας. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορώ να φανταστώ κάτι άλλο πέρα από τους αυτοδιευθυνόμενους εργαζόμενους και καταναλωτές ως τον κύριο τόπο της λήψης αποφάσεων. Οι εργαζόμενοι και καταναλωτές τείνουν από μόνοι τους προς αυτή την επιλογή κάθε φορά που εγείρονται σε γενικευμένη αντίσταση. Η ρητή αποσαφήνιση της αυτοδιεύθυνσης ως τον τρόπο λήψης των αποφάσεων από το Πάρεκον αποτελεί καινοτομία που ενυπάρχει εδώ και καιρό στις λαϊκές τάσεις.»

Αυτό βέβαια είναι μια ιστορική παραχάραξη γιατί ενώ είναι αλήθεια ότι τα εργατικά συμβούλια έχουν μακρά ιστορία στην επαναστατική και εξεγερσιακή πρακτική, τα «συμβούλια των καταναλωτών» δεν έχουν καμιά σχέση με αυτή την πρακτική και όπου εμφανίστηκαν παρόμοιες ενώσεις καταναλωτών απλώς στόχευαν στην προστασία των καταναλωτών μέσα στο σημερινό σύστημα! Αυτές οι ιστορικές στρεβλώσεις δεν είναι βέβαια καθόλου τυχαίες διότι το αυτοαποκαλούμενο «αναρχικό» και «αμεσοδημοκρατικό» μοντέλο-όραμα του Άλμπερτ απέχει παρασάγγας από το να έχει σχέση με ένα ελευθεριακό, σοσιαλιστικό ή αναρχικό πρόταγμα που βασίζεται σε υπαρκτές τάσεις στην κοινωνία, όπως είναι το πρόταγμα της ΠΔ. Και αυτό διότι:

Α. Δεν ανήκει σε καμία από τις ιστορικές παραδόσεις της Αριστεράς αλλά, αντίθετα, προσπαθεί να συγκεράσει ασύμβατες μεταξύ τους προτάσεις σε μια φανερή προσπάθεια κατασκευής ενός συναινετικού ιδεολογήματος, όπως αυτό που χαρακτηρίζει την κυρίαρχη ιδεολογία του ΠΚΦ. Μολονότι ο Άλμπερτ δεν διστάζει να υποστηρίζει ότι το μοντέλο του ενσαρκώνει τις σοσιαλιστικές ηθικές αξίες και συγχρόνως να το χαρακτηρίζει «αναρχικό οικονομικό όραμα», αμεσοδημοκρατικό κ.λπ., στη πραγματικότητα, το Πάρεκον δεν ανήκει σε καμία ιστορική παράδοση της Αριστεράς και κατά τη γνώμη μας αποτελεί απλώς ένα, δήθεν πλουραλιστικό, υβρίδιο που προσπαθεί, όπως και το Φόρουμ, να ικανοποιήσει κάθε γούστο.

Έτσι, δεν μπορεί να καταταχτεί στην σοσιαλιστική παράδοση, παρά το ότι μιλά για συμβούλια εργαζόμενων, διότι αυτά δεν είναι η αποκλειστική πηγή δύναμης, όπως στα σοσιαλιστικά μοντέλα, αλλά απλώς μοιράζονται την εξουσία με τα συμβούλια καταναλωτών, χωρίς να είναι καν σαφή τα όρια της εξουσίας τους. Παρόμοια, η κομμουνιστική αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» προσπερνιέται (το Πάρεκον χαρακτηρίζει το πρόβλημα ως θέμα… συμπόνοιας) για χάρη της δήθεν «πιο προωθημένης» ηθικής αρχής ότι η αμοιβή γίνεται σύμφωνα με την προσπάθεια! Είναι παράλληλα ενδεικτικό ότι ο ίδιος δεν φαίνεται να γνωρίζει την έννοια της άμεσης δημοκρατίας ως πολιτεύματος και εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης αφού τόσο ο διαχωρισμός των πολιτών που κάνει το μοντέλο του σε καταναλωτές και παραγωγούς, όσο και το γεγονός ότι δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών που θα καθορίζεται δημοκρατικά, όπως προτείνεται από την Περιεκτική Δημοκρατία (ΠΔ). Σχετικά με αυτά γράφει χαρακτηριστικά [Michael Albert and Chris Spannos, «Parecon Today» (27/4/2006)]:

«Η ανταμοιβή με βάση τις ανάγκες των ανθρώπων δεν είναι όμως ο κανόνας για το Πάρεκον αλλά η εξαίρεση, διότι αυτός ο τρόπος ανταμοιβής είναι οικονομικά δυσλειτουργικός και δεν έχει λογική. Δεν είναι δυνατό να λαμβάνουμε από το κοινωνικό προϊόν όλα όσα επιθυμούμε ― μπορεί να επιθυμούσαμε περισσότερα από αυτά που εμείς και οι άλλοι συνάνθρωποι μας θα ήθελαν να ξοδεύουν το χρόνο τους για να τα παράγουν. Οπότε, αυτά που έχουμε ανάγκη πρέπει να είναι λιγότερα από αυτά που ελπίζουμε ή επιθυμούμε. Αλλά πώς ξέρουμε πόσα λιγότερα αγαθά να επιδιώκουμε; Ποιο θα ήταν για μένα το κατάλληλο μερίδιο, το οποίο θα έπρεπε να διεκδικώ από το κοινωνικό προϊόν; Αυτό είναι το ποσό που αναλογεί στην προσπάθεια και στη θυσία μου σε σχέση με τις αντίστοιχες των υπόλοιπων ανθρώπων, εκτός αν πραγματικά έχω ειδικές ιατρικές ανάγκες. Αν υποθέσουμε ότι καθένας μας μπορεί να λαμβάνει από το συνολικό προϊόν οτιδήποτε θέλει, τότε δεν θα έχουμε κανένα τρόπο να γνωρίζουμε την αξία που έχουν για μας τα διαφορετικά προϊόντα, και επομένως να ξέρουμε ποιο ποσοστό από την προσπάθειά μας πρέπει να αφιερώσουμε για το καθένα απ’ αυτά, ποιο θα πρέπει να παραχθεί λιγότερο, διότι εκτιμάται λίγο, ποιο θα πρέπει να παραχθεί σε μεγαλύτερη αφθονία, διότι εκτιμάται ιδιαίτερα από την κοινωνία. Καταστρέφει τη δυνατότητα της λογικής διανομής των αγαθών.»

Έτσι, λοιπόν, παρακάμπτονται πλήρως οι διατυπωμένες και γνωστές στον Άλμπερτ προτάσεις της ΠΔ για την Οικονομική Δημοκρατία, στην οποία θα είναι εφικτή η αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητες του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», μέσω της σύνθεσης του δημοκρατικού, συνομοσπονδιακού σχεδιασμού για την κάλυψη των βασικών αναγκών και μιας τεχνητής αγοράς, βασισμένης σε ένα σύστημα προσωπικών πιστωτικών καρτών, για την κάλυψη των μη βασικών αναγκών ανάλογα με την επιπρόσθετη ατομική εργασία, που υπερβαίνει τις αποτυχημένες εφαρμογές του κεντρικού σχεδιασμού και της οικονομίας της αγοράς, σε μια κοινωνία χωρίς κράτος, χρήμα και αγορά. Ενώ δηλ. σε μια ΠΔ η αξία της αλληλεγγύης υλοποιείται άμεσα μέσα από τους θεσμούς κάλυψης των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, στο Πάρεκον η υλοποίηση της αξίας της αλληλεγγύης αφήνεται στη καλή προαίρεση των συμβουλίων!

Για παράδειγμα, στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης του στη Βαβυλωνία για τη «Συμμετοχική Οικονομία», τεύχος 49, ο Άλμπερτ φαίνεται να αγνοεί εντελώς ότι σε πλαίσια ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής δεν είναι δυνατό να υπάρξει «ισότιμη» λήψη αποφάσεων οικονομικού χαρακτήρα όπως «οραματίζεται». Επιπλέον, στην ίδια συνέντευξη, ο Άλμπερτ ρίχνει στον καιάδα κάθε έννοια αλληλεγγύης στη διαχείριση των κοινοτικών πόρων, αφού εισάγει ως καθοριστικό κριτήριο για την κάλυψη βασικών και μη βασικών αναγκών μέσω της εργασίας με βάση την «ατομική προσπάθεια». Αποτελεί λοιπόν τουλάχιστον παράδοξο που κάποιοι αναρχικοί θεωρούν ότι το μοντέλο του Άλμπερτ ενσωματώνει χαρακτηριστικά αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης, τη στιγμή που βάζει από την πίσω πόρτα τον ατομικισμό σε ένα μοντέλο οικονομικής οργάνωσης.

Το ίδιο προσπερνιέται το κρίσιμο θέμα της στρατηγικής μετάβασης, ενώ υιοθετείται η ρεφορμιστική στρατηγική του Φόρουμ όσον αφορά την αντι-παγκοσμιοποίηση. Και, φυσικά, το Πάρεκον δεν ανήκει στην μαρξιστική παράδοση αφού μιλά για όραμα και δεν διαθέτει καμία ιστορική ανάλυση, ορίζει διαφορετικά τις τάξεις κ.λπ.

Αντίστοιχα, το Πάρεκον δεν μπορεί να καταταχτεί στην ελευθεριακή ή την αυτόνομη-δημοκρατική παράδοση, εφόσον τα κύρια συλλογικά όργανα αποφάσεων σε αυτό καθορίζονται καθαρά στο οικονομικό πεδίο. Έτσι, η έννοια του πολίτη απουσιάζει παντελώς και αντικαθίσταται από τις έννοιες του εργαζόμενου και του καταναλωτή—εισάγοντας έτσι και στην προτεινόμενη μετακαπιταλιστική κοινωνία τον αντίστοιχο οικονομικό δυϊσμό του σημερινού ανθρώπου που έχει καθιερώσει η καπιταλιστική και υιοθετώντας συγχρόνως τον σημερινό χωρισμό της κοινωνίας ανάμεσα σε οικονομική και πολιτική σφαίρα! Δεν είναι επομένως περίεργο ότι το μοντέλο καταλήγει τελικά σε μία διαστρέβλωση της έννοιας της άμεσης δημοκρατίας, που όμως επικαλείται. Είναι φανερό ότι ο Άλμπερτ (όπως άλλωστε και οι υποστηρικτές της κοινωνίας πολιτών, ο Χάμπερμας, ο Μπομπιο κ.λπ.), βλέπει την άμεση δημοκρατία όχι ως καθεστώς αλλά απλά ως μία διαδικασία που εύκολα μάλιστα αντικαθίσταται με το αντίθετό της, δηλαδή την αντιπροσώπευση, όποτε η άμεση δημοκρατία δεν είναι συμβατή με τις προδιαγραφές του Πάρεκον!

Άλλωστε, η ανυπαρξία του πολίτη στο μοντέλο αυτό οδηγεί τελικά περισσότερο σε συνελεύσεις «ενδιαφερόμενων» παρά αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις —ιδιαίτερα όταν είναι φανερό πως το Πάρεκον υιοθετεί μία «εργαλειακή» αντίληψη για την πολιτική, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι παίρνουν μέρος στη διαδικασία των αποφάσεων μόνο στο βαθμό που τους επηρεάζουν, δηλαδή όχι ως αυτοσκοπό αλλά ως ένα μέσο για κάποιον σκοπό. Η μετέπειτα απόπειρα με την «Συμμετοχική Πολιτική»/Participatory Politics/ParPol να εισαχθεί και μια πολιτική διάσταση στο σαφώς οικονομικίστικο μοντέλο Πάρεκον είναι εντελώς μπαλωματική, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ούτε είναι βέβαια εκπληκτικό ότι το Πάρεκον συνεπάγεται μία ιδιαιτέρως γραφειοκρατική δομή, η οποία εύστοχα χαρακτηρίστηκε από τον ελευθεριακό ακαδημαϊκό John Crump ως «συμμετοχική γραφειοκρατία» στο έγκυρο θεωρητικό περιοδικό Anarchist Studies! [John CrumpMarkets Money and Social Change”, Anarchist Studies, 3(1) 1995)].

Β. Αντίθετα για παράδειγμα με τις Μαρξιστικές προτάσεις για μια σοσιαλιστική κοινωνία, το πρόταγμα της αυτονομίας του Καστοριάδη (το οποίο μάλιστα επικαλούνται συντελεστές του ΖΝΕΤ όπως ο Chris Spanos), ή αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το Πάρεκον δεν είναι ολοκληρωμένο πολιτικό πρόταγμα με τη δική του ιστορική ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας αλλά αποτελεί απλώς ένα στενό οικονομικό μοντέλο για μια εναλλακτική οικονομία. Ένα μοντέλο, μάλιστα, που (προφανώς για ν’ απολαύει και της εκτίμησης των ορθόδοξων οικονομολόγων) δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία των ορθόδοξων οικονομικών. Πράγμα που εξηγεί γιατί το μοντέλο αυτό, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη μια δεκαπενταετή ιστορία ανάπτυξης, αναφέρεται κυρίως στους οικονομικούς θεσμούς και γενικολογεί μέσω των υπολοίπων «αντι-αυταρχικών» θεωρητικών του για τους πολιτικούς, πολιτισμικούς και ευρύτερα κοινωνικούς θεσμούς, παίρνοντας έμμεσα θέση υπέρ της αντιπροσώπευσης, την οποία στηρίζουν τόσο ο Ζινν όσο και ο Τσόμσκι ως «αναγκαία κακά» αλλά και ο Άλμπερτ ο οποίος φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί, με τη μορφή “ευφυολογήματος”, ότι ο ίδιος θα ήταν ένας ιδανικός Αμερικανός Πρόεδρος αν ο Θεός το επέτρεπε [βίντεο-συνέντευξη του εδώ (βλ. 1:15')].

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το Taking Up The Task, [“Claim 8: Seeking Reforms Without Succumbing to Reformism” (March 9, 2009)] από το οποίο μπορεί εύκολα να συναχθεί το συμπέρασμα πως ο Άλμπερτ υποστηρίζει ότι θα πρέπει πρώτα να κάνουμε ρεφορμισμό του συστήματος και μετά να χτίσουμε την κοινωνία που θέλουμε:

«Οι αλλαγές στους υφιστάμενους θεσμούς που δεν αντικαθιστούν πλήρως τους θεσμούς αυτούς, είναι αναμφισβήτητα μεταρρυθμίσεις, αλλά η προσπάθεια να κερδηθούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, δεν συνίσταται απαραίτητα στην ίδια τη μεταρρύθμιση. Αντίθετα, οι προσπάθειες να επιτευχθούν μεταρρυθμίσεις μπορεί να εκκινήσει μια διαδικασία να επιτευχθεί μια ολόκληρη νέα οικονομία.

Μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τα αιτήματα, τη γλώσσα, την οργάνωση και τις μεθόδους, όλα σε συμφωνία όχι μόνο με την επίτευξη των επιθυμητών βραχυπρόθεσμων κερδών αλλά επίσης σε συμφωνία με την αυξανόμενη τάση και δυνατότητα των ανθρώπων να αναζητήσουν ακόμα περισσότερες νίκες στο μέλλον. Αντί να θεωρούν δεδομένη τη διατήρηση του συστήματος, οι μάχες γύρω από το εισόδημα, τις συνθήκες στους χώρους εργασίας, τη λήψη αποφάσεων, τον καταμερισμό, την εργασία, τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας και τις άλλες πλευρές της οικονομικής ζωής, πρέπει να μεγεθύνουν και να ενδυναμώνουν τις μελλοντικές επιθυμίες. Πρέπει να πετύχουμε αυτές τις μεταρρυθμίσεις τώρα, όχι μόνο για απολαύσουμε τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα, αλλά για να ανοίξουμε το δρόμο να πετύχουμε περισσότερα κέρδη αργότερα. Αυτή είναι μια μη-ρεφορμιστική προσέγγιση για την επίτευξη μεταρρυθμίσεων.»

Βέβαια ο αρθρογράφος δεν αναφέρει ότι την ίδια ακριβώς τακτική υποστήριζαν και οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες (Μπέρνσταϊν κ.α.) επισύροντας σωστά τη μήνιν των κομμουνιστών που όπως αποδείχθηκε είχαν απόλυτο δίκιο γιατί οι εργάτες που πλαισίωσαν τη σοσιαλδημοκρατία απλώς έγιναν τελικά ρεφορμιστές και οι σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί σήμερα έχουν προσχωρήσει σύσσωμοι στον σοσιαλφιλευθερισμό. Επίσης, άλλο σημείο που αποκαλύπτει τη ρεφορμιστική στρατηγική του Άλμπερτ είναι το απόσπασμα από ένα άρθρο στο οποίο γράφει καθαρά ουσιαστικά για αγώνα αλλαγής προς μια οικονομία Πάρεκον, με αλλαγές μέσα στο σύστημα [Michael Albert and Chris Spannos, «Parecon Today» (27 April 2006)]:

«Το Πάρεκον συνεπάγεται επί του παρόντος ότι πρέπει να θέτουμε αιτήματα για το εισόδημα που μας μετακινούν προς την κατεύθυνση της ισότητας καθώς και αιτήματα για την απόκτηση της εξουσίας που μας μετακινούν προς την κατεύθυνση της αυτοδιεύθυνσης. Σημαίνει την ανάγκη να επιτευχθούν αλλαγές που οδηγούν προς την κατεύθυνση των ισορροπημένων συμπλεγμάτων εργασίας. Σημαίνει τον αγώνα για προσαρμογές και περιορισμούς στις αγορές που να μας μετακινούν προς το συμμετοχικό σχεδιασμό. Φανερώνει το πόσο επιθυμητή είναι η εγκαθίδρυση συμβουλίων εργαζομένων και καταναλωτών, και επίσης εσωτερική άνθηση των κινημάτων μας όσον αφορά τις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων, τους ρόλους και τους τρόπους αμοιβής. Συνιστά την αναδόμηση των θεσμών μας σύμφωνα με τους οικονομικούς μας στόχους, όσο μπορούμε εντός του υφιστάμενου δεσμευτικού πλαισίου, ώστε να μάθουμε περισσότερα γύρω από τη μελλοντικές εφαρμογές τους και, επίσης, για να εμπνεύσουμε και να ωφελήσουμε τους ανθρώπους σήμερα. Και παίζει μεγάλο ρόλο όχι μόνο σε σχέση με το για ποιους στόχους αγωνιζόμαστε – αιτήματα, καμπάνιες κλπ – αλλά ιδιαίτερα σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε για τις προσπάθειές μας. Πρέπει να επιδιώκουμε να συζητούμε τα προτάγματα και τα αιτήματά μας με τρόπο τέτοιο ώστε να οδηγεί στην καλύτερη κατανόνηση και επιθυμία για δομές και αποτελέσματα συμβατά με το Πάρεκον.»

Στα παραπάνω μπορούν να προστεθούν και κάποια αποσπάσματα από το άρθρο του Μάικλ Άλμπερτ «Κρίνοντας την Οικονομική Πολιτική» στο τεύχος #55 της Βαβυλωνίας τα οποία παρουσιάζουν αρκετά προβληματικά σημεία. Σε αυτό αναφέρει:

«Αν οι τράπεζες και κάποια πλούσια πρόσωπα λάβουν γαργαντουικές κρατικές αποζημιώσεις ― οι οποίες παρεπιπτόντως είναι η συνηθισμένη διαδικασία σε κάθε περίπτωση σ’ όλες τις περιόδους - και αυτό αποτρέψει την κατάρρευση αλλά επίσης ενισχύσει τη διαπραγματευτική δύναμη εκείνων που είναι στον πάτο ενώ μειώνει τη διαπραγματευτική δύναμη των κεφαλαιοκρατών και των επαγγελματιών, πολύ καλά. Αν ήταν έτσι, το ότι αυτές οι αποζημιώσεις θα φαίνονταν αισχρές προς το παρόν θα είχε ελάχιστη σημασία σε σχέση με τις μακροχρόνιες συνέπειες τους. Παρόμοια, αν η παραχώρηση κεφαλαίων ή άλλων οφελών σ’ εκείνους που είναι οικονομικά φτωχοί και αδύναμοι μείωνε μακροχρόνια τη διαπραγματευτική τους δύναμη τότε όχι αυτό δε θα ήταν καλό παρότι θα φαινόταν καλό σε μια πρώτη ματιά (…)

(…) Έτσι, ουσιαστικά, σκεπτόμενοι ποιες προτεινόμενες οικονομικές λύσεις να υποστηρίξουμε ή να προωθήσουμε ή να πολεμήσουμε αυτήν τη χρονική στιγμή ή οποιαδήποτε άλλη στιγμή, ας δούμε πρώτα τις συνέπειες που έχουν στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών (…) Η οικονομία θα επανέλθει σ’ αυτό που οι βραχμάνοι – αυθεντίες αποκαλούν «ισορροπία» ή «κανονικούς ρυθμούς της αγοράς». Αυτό που έχει σημασία σ’ αυτό το ταξίδι είναι οι μετατοπίσεις στη διαπραγματευτική δύναμη. Και ο λόγος που αυτές οι μετατοπίσεις έχουν αξία είναι ότι ακόμη και όταν η οικονομία είναι στα καλά της και λειτουργεί κανονικά, παραμένει μια χυδαία αλλά αποτελεσματική μηχανή που χαρίζει κέρδη στους ισχυρούς, ενώ καταστρέφει τις ελπίδες, τα όνειρα, την αξιοπρέπεια και τις δυνατότητες των ασθενέστερων. Η αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης των τελευταίων μειώνει την αδικία και ίσως να αποτελέσει την αφετηρία για ένα καινούργιο ξεκίνημα, για ένα νέο σύστημα που πράγματι θα έχει ισορροπία.»

Στο παραπάνω χωρίο γίνεται επίσης ξεκάθαρο ότι η στρατηγική προς το νέο σύστημα Πάρεκον περνάει μέσα από σταδιακή κατάκτηση δικαιωμάτων για τους αδύναμους και αύξησης της διαπραγματευτικής τους δύναμης. Ωστόσο ποτέ ιστορικά, ακόμα και κατά την περίοδο της κρατικιστικής νεωτερικότητας, δεν ήταν κάποια «αύξηση της διαπραγματευτικής δύναμης» αυτή που ώθησε σε αγώνες για την ανατροπή του συστήματος. Οι αγώνες αυτοί δεν έγιναν ποτέ από ανθρώπους ικανοποιημένους από το υπάρχον σύστημα που απλά επιδίωκαν καλύτερες διαπραγματευτικές συνθήκες, αλλά από ανθρώπους που ήταν περιθωριοποιημένοι από αυτό και οραματίζονταν ένα εντελώς διαφορετικό που θα αμφισβητούσε τις μέχρι τότε εξουσιαστικές δομές. Ταυτόχρονα, σε συνέχεια με τα παραπάνω, είναι σαφές ότι υιοθετείται ως βασική στρατηγική οι «διεκδικητικές» πολιτικές που προωθούν τα κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, που στην ουσία δεν θίγουν ποτέ το ίδιο το σύστημα αλλά τη «διαχείριση» του. Η υιοθέτηση όμως τέτοιων στρατηγικών μόνο καταστροφικές θα μπορούσαν να είναι για ένα αντισυστημικό κίνημα που χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε για τη μετάβαση σε μια εναλλακτική κοινωνία.

Επίσης στην ίδια συνέντευξη:

«(…) ποια είναι η συνέπεια των δύο αντίθετων προτάσεων για κρατικές δαπάνες ―στρατιωτικές και κοινωνικές― όσον αφορά το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των αντίπαλων τάξεων (…) Με τις στρατιωτικές δαπάνες σίγουρα συνεχίζουν να βγαίνουν κέρδη και η οικονομία κινείται ενώ παρέχονται και κάποια επιπρόσθετα μέσα για να προστατευθούν αυτά τα κέρδη σε περίπτωση που κάποιος τα διεκδικήσει, αλλά ξεκάθαρα δεν κάνει τίποτα για να αυξήσει τη δύναμη αυτών που βρίσκονται στον πάτο. Αντίθετα με τις κοινωνικές δαπάνες θα συνεχίσουν, βέβαια, να βγαίνουν κέρδη και η οικονομία να κινείται, όμως όχι μόνο δε θα παραχθούν επιπρόσθετα μέσα για να προστατευθούν τα κέρδη, αλλά και θα βελτιώσει τις συνθήκες των εργαζόμενων ανθρώπων. Οι κοινωνικές δαπάνες θα τους προασπίσουν από την απειλή της ανεργίας. Θα εμπλουτίσουν την παιδεία τους και θα ενισχύσουν την αυτοπεποίθηση τους. Θα βελτιώσουν την υγεία τους και θα τους ισχυροποιήσουν. Με λίγα λόγια θα μπορούσε εύκολα να μετατοπίσει κάπως την ισορροπία δυνάμεων προς όφελος των ασθενέστερων και έτσι να προκαλέσει μια πιο μακροπρόθεσμη μεταφορά πλούτου και δύναμης προς τα κάτω.»

Με άλλα λόγια δεν απορρίπτονται ούτε οι αγώνες για κρατικές κοινωνικές δαπάνες, δηλαδή δεν απορρίπτεται η χρησιμοποίηση των παροχών του κράτους ως δούρειο ίππο προς το νέο σύστημα. Πώς όμως οι ωφελούμενοι από το κράτος θα στραφούν εναντίον του ως δια μαγείας είναι κάτι που προκαλεί ερωτηματικά που έχουν σε μεγάλο βαθμό ιστορικά απαντηθεί, όπως είδαμε παραπάνω, από την ολοκληρωτική ενσωμάτωση στο σύστημα όσων πρόταξαν τις αλλαγές εντός του συστήματος ως κριτήριο για τη «συστημική» αλλαγή.

Εύλογα λοιπόν θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι είναι εσκεμμένη η ασάφεια του Άλμπερτ πάνω στα κρίσιμα θέματα που ιστορικά διαίρεσαν την Αριστερά, όπως το θέμα του Κράτους και το θέμα της μορφής που θα πάρει η κοινωνική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής στην μελλοντική κοινωνία για την οποία υιοθετεί έναν έκδηλο αγνωστικισμό.

Είναι φανερό ότι η φιλοδοξία του Άλμπερτ είναι να δημιουργήσει μια συναίνεση γύρω από το μοντέλο του που θα συνένωνε από τους οπαδούς του κρατικιστικού σοσιαλισμού μέχρι αναρχικούς και υποστηρικτές των νέων κοινωνικών κινημάτων (Πράσινοι, φεμινίστριες) κ.ο.κ. Και η προσπάθεια φαίνεται να έχει ανταπόκριση τουλάχιστον στο μεταμοντέρνο τμήμα της αντισυστημικής Αριστεράς όπου αναρχικοί (όπως το Αμερικανικό Ινστιτούτο Αναρχικών Σπουδών), και μετα-μαρξιστές στρέφονται σε μεταμοντέρνες ιδεολογικές σούπες, σαν αυτή που εκφράζει το Πάρεκον! Στα καθ’ ημάς η έλλειψη κριτικής και η προώθηση του Πάρεκον από την Αντιεξουσιαστική Κίνηση κατά την άποψη μας όχι μόνο δεν προσφέρει στην ενδυνάμωση του αντισυστημικού αγώνα για μια ελευθεριακή κοινωνία, αλλά αντίθετα αποδυναμώνει και αποπροσανατολίζει κάθε αντισυστημική τάση στον ευρύτερο αναρχικό χώρο, ωθώντας την στο τέλμα των ρεφορμιστικών πολιτικών σήμερα και αύριο σε συνεργασίες με κόμματα τυπου ΣΥΡΙΖΑ!

Γ. Tο Πάρεκον δεν στηρίζεται σε μια γενικότερη πολιτική, ιστορική και φιλοσοφική ανάλυση που θα το δικαίωνε αλλά απλώς στην απόρριψη κάποιων αρχών του σημερινού συστήματος και σε ορισμένες ηθικές αξίες που συνήγαγε ο συγγραφέας από την αγωνιστική πρακτική. Με άλλα λόγια, η ανάγκη για μια μετακαπιταλιστική κοινωνία δεν δικαιώνεται με βάση κάποια ανάλυση της διαλεκτικής της Ιστορίας (όπως κάνει ο διαλεκτικός υλισμός), ή της διαλεκτικής της Φύσης (όπως κάνει ο διαλεκτικός νατουραλισμός της Κοινωνικής Οικολογίας), ούτε καν με βάση την αξιωματική επιλογή μεταξύ της παράδοσης της αυτονομίας και της ετερονομίας (όπως κάνει το πρόταγμα της αυτονομίας και, με κάποιες σημαντικές παρεκκλίσεις, το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας).

Τέλος ένα ακόμα σημείο που δείχνει ότι ο Άλμπερτ αγνοεί τα συστημικά αίτια της κοινωνικής ανισότητας και την χρεώνει μόνο στη βούληση της ελίτ, με αποτέλεσμα να υπονοείται έτσι ότι μια συνολική αλλαγή στην πολιτική των ελίτ ακόμα και εντός του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου είναι δυνατό να έχει αποτέλεσμα για τους αδύναμους, είναι το παρακάτω:

«(…) οι θετικές συνέπειες των κοινωνικών δαπανών για τη ζωή και τη δικαιοσύνη είναι μισητές και απορριπτέες από κείνους που επιθυμούν να διατηρήσουν την ήδη τόσο υπερδιογκωμένη εξουσία και θέση τους. Δεν είναι μ’ άλλα λόγια ότι αγαπούν τα τανκς και τα βομβαρδιστικά. Είναι ότι απεχθάνονται τις υπηρεσίες περίθαλψης και εκπαίδευσης για τους πιο εξαθλιωμένους (…) Τα γενικότερα κριτήρια αυτών που είναι στην κορυφή για το ποια πολιτική είναι καλή ή κακή δεν αλλάζουν. Δεν πολεμούν ταξικά τους φτωχούς κάποιες φορές ―το κάνουν όλο τον καιρό― και δεν το κάνουν επειδή είναι προσωπικά σαδιστές αλλά επειδή θέλουν να προστατεύσουν και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους (…)»

Είναι γενικότερα εμφανές ότι ο Άλμπερτ στην πραγματικότητα υιοθετεί σε πολιτικό και θεωρητικό επίπεδο μια «μανιχαϊστικού» επιπέδου πολιτική και οικονομική ανάλυση, εστιάζοντας στις “εσφαλμένες” πρακτικές των ελίτ, όπως κατ' αναλογία κάνουν οι Τσόμσκι και Ζιν, που οδηγεί εύκολα σε ρεφορμιστικές, μη συστημικές ερμηνείες. Έτσι, ενώ όπως είδαμε παραπάνω θεωρεί δογματικότατα οτιδήποτε έξω από τους θεσμούς του Πάρεκον μη βιώσιμο δεν διστάζει σε κείμενα όπως το άρθρο του «Διάλογος και Δογματισμός» να παραστήσει τον αντιδογματικό γράφοντας χαρακτηριστικά :

«Ένα ανήσυχο πνεύμα προσπαθεί να προσεγγίσει την πραγματικότητα, ασκώντας συνεχώς κριτική στις θέσεις που πιστεύει. Και διαρκώς προσπαθείς να προωθήσεις τα πράγματα μπροστά. Να βρεις τα σφάλματα και να τα διορθώσεις. Αυτή πρέπει να είναι η προσέγγισή μας. Το σφάλμα που κάνουν συχνά οι πολιτικοί είναι να μετατρέπουν μια συγκεκριμένη ιδεολογική τοποθέτηση σε θρησκεία. Και αυτού του είδους ο δογματισμός δεν είναι τόσο διαφορετικός από τον εθνικο-θρησκευτικό δογματισμό.»

Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί το ParPol ως ένα μοντέλο «Συμμετοχικής Πολιτικής» σαν μια καθυστερημένη προσπάθεια των υποστηρικτών του Πάρεκον [βλ. Stephen R. Shalom, «ParPolity: Political Vision for a Good Society», Z Magazine/Znet (Νοέμβριος 2005).] να περιγράψουν τους πολιτικούς θεσμούς, που είναι συμβατοί με τους οικονομικούς θεσμούς του οράματος, (δηλ. Τα Συμμετοχικά Οικονομικά). Στο ParPol εισήγαγαν μεν την έννοια του πολίτη, αλλά μόνο ως έννοια συμπληρωματική προς αυτήν των εργατών και των καταναλωτών, οι οποίοι παίρνουν τις σημαντικές οικονομικές αποφάσεις. Σε αυτό το ύστερο σχήμα, τα συμβούλια καταναλωτών, τώρα με το όνομα «λαϊκά συμβούλια» ή απλώς «συμβούλια», έχουν την ευθύνη για την λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Έτσι, οι καταναλωτές, ως πολίτες αυτή τη φορά, παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις, σε αντιδιαστολή προς τις καθαρά οικονομικές αποφάσεις για την κατανομή των οικονομικών πόρων, τις οποίες παίρνουν τα μέλη των εργατικών συμβουλίων. Με άλλα λόγια, ο οικονομικός δυϊσμός του σημερινού ανθρώπου, τον οποίον έχει καθιερώσει η καπιταλιστική κοινωνία, ζει και βασιλεύει και στην μετακαπιταλιστική κοινωνία των «αντιεξουσιαστών» τύπου Αλμπερτ, καθώς και της ηλεκτρονικής αυτοκρατορίας του (Znet) παρά τις ύστερες προσπάθειες για εξαφάνισή του.

Επομένως το προτεινόμενο σύστημα συμμετοχικής πολιτικής όχι μόνο καταλήγει να καθιερώνει ένα είδος «γραφειοκρατικής δημοκρατίας» αλλά, επίσης, και ένα άκρως ιεραρχικό είδος «δημοκρατίας». Αυτό είναι αναπόφευκτη συνέπεια της προβλεπόμενης ρύθμισης στο σύστημα αυτό, ότι οι «εκπρόσωποι» στα συμβούλια «θα είναι επιφορτισμένοι με το να προσπαθούν να απηχούν τις πραγματικές απόψεις του συμβουλίου από το οποίο προήλθαν (δηλαδή δεν θα τους ανατίθεται απλή «εντολή», όπως στην ΠΔ) ― πράγμα που σημαίνει ότι τα συμβούλια σε κάθε επίπεδο θα είναι διαβουλευτικά σώματα. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να φανταστούμε ότι τα μέλη των συμβουλίων στα ανώτερα κλιμάκια θα συγκεντρώνουν περισσότερη δύναμη απ’ ότι τα μέλη των συμβουλίων στα κατώτερα κλιμάκια, με αποκορύφωση το συμβούλιο ανωτάτου επιπέδου, το οποίο στην ουσία θα παίζει το ρόλο ενός είδους Κεντρικής Επιτροπής ως προς τη νομοθεσία!

Η απώτερη αιτία αυτού του υψηλού βαθμού συγκέντρωσης δύναμης οφείλεται, φυσικά, στο γεγονός ότι το Πάρεκον βασίζεται σε μια συγκεντρωτική οικονομία και κοινωνία, σε αντίθεση με την ριζικά αποκεντρωμένη οικονομία και κοινωνία την οποία προβλέπει το πρόταγμα της ΠΔ. Από την άλλη μεριά, σε μια πραγματική δημοκρατία, όπως αυτή που προτείνεται από το πρόταγμα της ΠΔ, όλες οι σημαντικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις λαμβάνονται άμεσα από τους πολίτες σε δημοτικές συνελεύσεις, που είναι τα ανώτατα σώματα για τη χάραξη πολιτικής. Οποτεδήποτε, δηλαδή, πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις σε ανώτερο επίπεδο (περιφερειακό, συνομοσπονδιακό), οι συνελεύσεις των ανακλητών απεσταλμένων με συγκεκριμένη εντολή, απλώς, συντονίζουν τις πρωτοβάθμιες αποφάσεις που λαμβάνονται τοπικά, τις οποίες διαχειρίζονται και υλοποιούν στο περιφερειακό ή στο συνομοσπονδιακό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι οι περιφερειακές και συνομοσπονδιακές συνελεύσεις είναι μόνο διαχειριστικά συμβούλια και όχι σώματα χάραξης πολιτικής, όπως είναι όλα τα αντιπροσωπευτικά σώματα.

Είναι λοιπόν φανερό ότι μια σοβαρή πρόταση για τη μορφή της μελλοντικής μετακαπιταλιστικής κοινωνίας δεν μπορεί βέβαια να είναι απλώς αντικείμενο σχεδιασμού επί Χάρτου, με βάση τα οράματα κάποιων διανοούμενων και τις ηθικές αξίες που συνάγουν από την αγωνιστική πρακτική. Μια παρόμοια πρόταση, για να είναι αξιόπιστη, πρέπει να αποτελεί ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόταγμα που, εντεταγμένο σε μια από τις ιστορικές παραδόσεις της Αριστεράς και ερμηνεύοντας την σημερινή κοινωνία και τις τάσεις μέσα σε αυτήν, συνάγει τις απορρέουσες αρχές οργάνωσης της μελλοντικής κοινωνίας. Από τη σκοπιά αυτή, η αντισυστημική ελευθεριακή Αριστερά δεν χρειάζεται δήθεν πλουραλιστικά οράματα που συμβάλλουν στην σημερινή μεταμοντέρνα ιδεολογική σούπα, μολονότι παρόμοια οράματα θα ήταν ίσως χρήσιμα στο ΠΚΦ ως ιδεολογικά μοντέλα για τον «άλλο κόσμο που είναι εφικτός»…

3. Νόαμ Τσόμσκι και Χάουαντ Ζινν: Αναρχικοί ή «ελευθεριακοί φιλελεύθεροι»;

Η ιδεολογική πλατφόρμα του φετινού BFEST φαίνεται να αποσκοπεί στην αναπαραγωγή και μεταφύτευση σε ελληνικό έδαφος των ρεφορμιστικών αυτών ρευμάτων που σχετίζονται με το Πάρεκον (που δυστυχώς είναι ηγεμονικά στο εξωτερικό) και στην συνακόλουθη αναγόρευση της ΑΚ σε «εκπρόσωπο» στην Ελλάδα αυτής της διεθνούς «ελίτ» των κινημάτων. Η ”ελίτ” αυτή ελάχιστη σχέση έχει με γνήσια αντί-συστημικά και αντιεξουσιαστικά προτάγματα που έλκουν την καταγωγή τους από την ιστορική παράδοση της αυτονομίας, αφού υιοθετεί την μέθοδο των τμηματικών μεταρρυθμίσεων ως μέσον προώθησης της κοινωνικής αλλαγής και υποδεικνύει την παγκόσμια «κοινωνία των πολιτών» ως το προνομιακό πεδίο δράσης της. Η πολιτική στρατηγική της δεν είναι μεν ενιαία, αλλά στο σύνολο της δεν αμφισβητεί τους υφιστάμενους συστημικούς και ιεραρχικούς θεσμούς μέσω των οποίων αναπαράγεται η συγκέντρωση δύναμης σε όλα τα επίπεδα. Ξεχνώντας ότι η πεμπτουσία της αναρχικής πολιτικής θεωρίας είναι η απόρριψη κάθε έννοιας αντιπροσώπευσης, η κατάργηση του Κράτους και η επανενσωμάτωση της πολιτείας στην κοινωνία υπό την μορφή της δημιουργίας συλλογικών θεσμών άμεσης δημοκρατίας, τα «επίλεκτα» θεωρητικά στελέχη του ΖΝΕΤ αποφεύγουν να θίξουν στα γραπτά τους το ζήτημα της κατάλυσης των εξουσιαστικών πολιτικών θεσμών και της αντικατάστασης τους από ένα απελευθερωτικό θεσμικό πλαίσιο που βασίζεται σε υπάρχουσες τάσεις της κοινωνίας και θα εγγυάται την ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης ανάμεσα στους πολίτες, επιτρέποντας τους να κάνουν πράξη το ιδανικό της αυτοκυβέρνησης.

Έτσι, ο Τσόμσκι εφιστά την προσοχή στις κοινωνικές ανισότητες που «διαστρεβλώνουν» το, κατά τα άλλα, «φιλελεύθερο» περιεχόμενο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας περιορίζοντας τη δυνατότητα πρόσβασης των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων στην εκλογική διαδικασία. Η Ινδή ακτιβίστρια Βαντάνα Σίβα, έτερο μέλος του δικτύου ΖΝΕΤ, συνιστά την προσφυγή στις ανορθολογικές αρχές της βεδικής πνευματικής “φιλοσοφίας” ως μέσον για την δημιουργία μιας εναλλακτικής οικολογικής συνείδησης (R. Prime & V. Shiva, Vedic Ecology (Mandala Publishing) ενώ ο «αναρχικός» Ζιν, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν έχει πρόβλημα να προσφέρει «για ένα λεπτό» τη στήριξη του στο σύστημα προσερχόμενος κανονικά στις κάλπες για να ψηφίσει τον έναν ή τον άλλο επαγγελματία πολιτικό, για να επιστρέψει ύστερα με ήσυχη συνείδηση στο πεζοδρόμιο στο πλευρό των αγώνων που διεξάγουν τα κοινωνικά κινήματα! Τέλος, ο Βρετανός συγγραφέας Τζορτζ Μονμπιό, εξέχον μέλος του ΠΚΦ του οποίου τα άρθρα αναδημοσιεύει τακτικά η Βαβυλωνία, όχι μόνο δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους υπέρμαχους ενός επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στη βάση αμεσοδημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης, αλλά είναι ο άνθρωπος που εδώ και χρόνια εκστρατεύει στο εξωτερικό προπαγανδίζοντας την αναγκαιότητα ίδρυσης ενός παγκόσμιου κοινοβουλίου, υποστηρίζοντας ότι η αναπαραγωγή των κοινοβουλευτικών ολιγαρχικών δομών σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ο μοναδικός τρόπος για να αποκατασταθεί ένα είδος «λαϊκής κυριαρχίας» μέσα σε έναν «παγκοσμιοποιημένο» κόσμο [George Monbiot, «The best way to give the poor a real voice is through a world parliament: Global governance as it stands is tyranny speaking the language of democracy. We need a directly elected assembly», The Guardian (24 April 2007)].

Όλες οι παραπάνω ετερόκλητες προτάσεις έχουν ως κοινή συνισταμένη: α) μια μεταμαρξιστική θεώρηση της παγκοσμιοποίησης ως ένα κατά βάση προοδευτικό φαινόμενο του οποίου τις θετικές πλευρές οφείλουμε να αξιοποιήσουμε και β) μια πολιτική προσέγγιση που στοχεύει στη βελτίωση και «εμβάθυνση» του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου και συνακόλουθα στην έμμεση αποδοχή της κυριαρχίας του.

Ας καταπιαστούμε όμως πιο διεξοδικά με τις απόψεις των πιο γνωστών στη χώρα μας «επισήμως» αυτοαποκαλούμενων «αναρχικών», Νόαμ Τσόμσκι και Χάουαρντ Ζιν που αποτελούν τα ισχυρά χαρτιά της εκδήλωσης Β-Fest και του «αναρχισμού» στην Αμερική, σε μια «ασυνήθιστα ελεύθερη χώρα», όπως έχει δηλώσει εδώ και πολύ καιρό ο Τσόμσκι. Κανείς δεν αμφισβητεί, παρά το αμφιλεγόμενο συμπέρασμα του Τσόμσκι, ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο θεατρικός συγγραφέας και ακτιβιστής Χάουαντ Ζινν, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στο να αποκαλύπτουν το ρόλο της αμερικάνικης ελίτ, των πρακτικών του κατεστημένου και της ανάλογης ιδεολογίας που είναι πανταχού κυρίαρχη στις ΗΠΑ  βλ. π.χ. τη γενικευμένη πνευματική καταπίεση που έχει ενταθεί μετά την 11η Σεπτέμβρη και ειδικότερα το βιβλίο «Academic Repression» ) μολονότι η ανάλυση τους δεν μπαίνει ποτέ σε βάθος ν’ αναλύσει τα συστημικά αίτια των πράξεων των εκπροσώπων του κατεστημένου, αλλά παραμένει στην επιφάνεια της καταγγελίας των «κακών» νεοσυντηρητικών κ.λπ.

Και βέβαια, όπως θα δούμε, απέχει πολύ από το να θεωρούνται ως αναρχικές ιδέες και θεωρίες που πολύ περισσότερο ταιριάζουν με τα φιλελεύθερα δόγματα περί ανάγκης «δικαιοσύνης» και «δικαιωμάτων», τα οποία προϋποθέτουν την ύπαρξη συστήματος και συναφών εξουσιαστικών θεσμών όπως του κράτους, και που ελάχιστη σχέση έχουν με το αντιεξουσιαστικό/αναρχικό κίνημα το οποίο ιστορικά πάντα είχε ως πρόταγμα την κατάλυση κυριαρχίας ανθρώπου από άνθρωπο και της συγκέντρωσης εξουσίας σε όλο το κοινωνικό εύρος. Συγκεκριμένα, το ελευθεριακό πρόταγμα δεν μιλά με βάση τους φιλελεύθερους όρους για δικαιοσύνη και δικαιώματα αλλά με βάση τον ελευθεριακό όρο για αυτονομία, συλλογική και ατομική, όπως είναι η πραγματική της έννοια. Επίσης, είναι τουλάχιστον προκλητικό να αποκαλούνται αναρχικές καθαρά ρεφορμιστικές και συχνά σχεδόν συνωμοσιολογικές και «προσωποκεντρικές» αναλύσεις για τη σημερινή Τάξη Πραγμάτων που έχει επιβάλει το σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και το οποίο βέβαια αναπαράγουν οι ελίτ προς όφελος τους. Προσεγγίσεις που δεν θέτουν ζήτημα συνολικής αμφισβήτησης του συστήματος και του κράτους και των συνακόλουθων ιεραρχικών θεσμών, αλλά εστιάζουν σε συμπτώματα τους και μάλιστα νομιμοποιούν έμμεσα τη λειτουργία τους με τις... προτροπές τους, δεν μπορούν να θεωρούνται αναρχικές από τη σκοπιά της αυτονομίας.

4. Νόαμ Τσόμσκι: Ο «κορπορατιστικός καπιταλισμός» και η έλλειψη ανταγωνισμού το πρόβλημα, ο Μπους και οι «ασυνείδητοι» ιδιώτες.

A. O ανιστόρητος καπιταλισμός του Τσόμσκι

Στο άρθρο του «Το Σύστημα Αντι-Αγοράς» που δημοσιεύτηκε στο τεύχος #49 της Βαβυλωνίας, ο Τσόμσκι φαίνεται να αγνοεί πλήρως τη λειτουργία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της σωρευτικής δυναμικής του από τότε που εγκαταστάθηκε μέχρι σήμερα και η οποία ανακόπηκε κατά τη μικρή περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης λόγω της κοινωνικής πάλης που αναπτύχθηκε στις αρχές και τα μέσα του 20ού αιώνα καθώς και της οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου που οδήγησαν αναγκαστικά τους καπιταλιστές στην υιοθέτηση των κεϊνσιανών πολιτικών. Είναι ενδεικτικό μάλιστα πως, πιστός στην «προσωποποίηση» των συμπτωμάτων του συστήματος, στην ανάλυση του παίρνει ως δεδομένο έναν εσκεμμένο «σχεδιασμό» των ελίτ στη διεθνή οικονομία που απαιτεί από τους φτωχούς «να πειθαρχήσουν», αγνοώντας τελείως ότι σε ένα σύστημα της οικονομίας της αγοράς, οι βασικές αποφάσεις για τι, για ποιον και πώς θα παραχθεί παίρνονται μέσω των τιμών και του αυτορυθμιζόμενου χαρακτήρα τους και ότι οι ίδιες οι οικονομικές ελίτ έμμεσα κυρίως συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων και συνεπώς η περιθωριοποίηση μεγάλων ομάδων πληθυσμού και η ανισοκατανομή οικονομικής δύναμης γίνεται κατά κύριο λόγο «ντε φάκτο».

Στο παρακάτω χωρίο γίνεται φανερό ότι ο Τσόμσκι υιοθετεί πλήρως τη σχεδόν συνωμοσιολογική μυθολογία για τον «κορπορατιστικό/βιομηχανικό καπιταλισμό» που κατ' αυτόν επιδρά αρνητικά στον ανταγωνισμό, θεωρώντας πως αυτός ο «τύπος» καπιταλισμού ήταν δήθεν ο λόγος της διαίρεσης του κόσμου σε φτωχές και πλούσιες κοινωνίες και όχι ο ίδιος ο καπιταλισμός και η δυναμική της οικονομίας της αγοράς για την οποία ο ανταγωνισμός ήταν βέβαια ανέκαθεν η κινητήριος δύναμη, επιβεβαιώνοντας την ξεκάθαρα ρεφορμιστική οπτική του:

«Οι σχεδιαστές της διεθνούς οικονομίας απαιτούν από τους φτωχούς να πειθαρχήσουν στους νόμους της αγοράς, αλλά οι ίδιοι φροντίζουν να προστατεύονται από τις τυχόν ολέθριες συνέπειές της. Μια χρήσιμη συμφωνία που μας πάει πίσω στις απαρχές του σύγχρονου βιομηχανικού καπιταλισμού και η οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαίρεση του κόσμου σε φτωχές και πλούσιες κοινωνίες, σε Πρώτο και Τρίτο κόσμο.

Αυτό το θαυμάσιο σύστημα αντι-αγοράς, το οποίο σχεδιάστηκε από τους αυτοαποκαλούμενους «οπαδούς της ελεύθερης αγοράς», εφαρμόζεται τώρα στις ΗΠΑ, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η μεγάλη κρίση στις οικονομικές αγορές. Γενικά, οι αγορές έχουν κάποια γνωστά ελαττώματα. Ένα απ’ αυτά είναι ότι οι συναλλαγές δεν λαμβάνουν υπόψη τις συνέπειες που έχουν σε αυτούς που δεν συμμετέχουν στη συναλλαγή.»

Ως επιβεβαίωση των ενδείξεων για τη ρεφορμιστική προσέγγιση του, στο φύλλο #46 της Βαβυλωνίας στο άρθρο με τίτλο «ΗΠΑ: Ηνωμένες Πολιτείες Ανασφάλειας» διαβάζουμε:

«Υπάρχει ένα παθολογικό ρεύμα που ονομάζεται φιλελευθερισμός, το οποίο θέλει να οδηγήσει στην εξάλειψη του δημόσιου σχολικού συστήματος και να σας μετατρέψει σε παθολογικά τέρατα, να νοιάζεστε μόνο για τους εαυτούς τους. Και αυτό είναι ένα δείγμα υποβάθμισης της δημοκρατίας και υποβάθμισης της δημοκρατικής συμπεριφοράς»

Ωστόσο το θεμελιακό πρόβλημα της πολυδιάστατης κρίσης σήμερα δεν εστιάζεται στην επικράτηση του φιλελευθερισμού ως μια «κακή πολιτική», μια σοφιστεία που υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά παγκοσμίως και που υπονοεί ότι η αλλαγή αυτής της πολιτικής είναι δυνατή μέσα στο σύστημα και μπορεί να δώσει τη λύση. Αυτή η βαθιά προβληματική άποψη υιοθετείται με παραλλαγές και από άλλα μέλη του δικτύου ZNET και υποστηρίζεται ότι για τη χειροτέρευση των συνθηκών ζωής τα τελευταία 30 χρόνια ευθύνεται απλά η υιοθέτηση των απόψεων του Μίλτον Φρίντμαν και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που οδήγησαν στην άνθιση του κορπορατιστικού καπιταλισμού.

Μια τέτοια προσέγγιση όμως αγνοεί τα θεμελιώδη αίτια της ανόδου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, που έγκεινται σε δομικές αλλαγές μέσα στη δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, οι οποίες κατέστησαν ασύμβατο τον μέχρι τα τέλη του '70 σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό με την άνοδο και την επέκταση των πολυεθνικών, της αγοράς ευρωδολαρίου και άλλων αντικειμενικών τάσεων και έτσι «αθωώνει» το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς του οποίου το θεσμικό πλαίσιο οδηγεί τις ελίτ σε δεσμευτικές επιλογές και υιοθέτηση συγκεκριμένων πολιτικών.

B. O Τσόμσκι και η φιλελεύθερη «δημοκρατία»

Από την άλλη, σε πολιτικό επίπεδο, προξενεί αλγεινή εντύπωση πως στο ίδιο χωρίο ο Τσόμσκι υπονοεί ότι το πολιτικό σύστημα που ψευδεπίγραφα ονομάζεται «δημοκρατία» από τις ελίτ είναι όντως δημοκρατία και ότι ο (νεο)φιλελευθερισμός ευθύνεται για την υποβάθμισης της.

Το γεγονός μάλιστα ότι ο Τσόμσκι, εκτός της αστοιχείωτης ανάλυσης του για το Bretton Woods, το οποίο δεν θεσπίστηκε βέβαια δήθεν για «να δημιουργήσει χώρο για κυβερνητική δράση» όπως γράφει, αλλά για να σώσει τους καπιταλιστές από σχεδόν βέβαιη κατάρρευση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς αν μεταπολεμικά συνεχιζόταν η βαθιά κρίση του Μεσοπολέμου , παίρνει ως δεδομένο το σημερινό φιλελεύθερο ολιγαρχικό σύστημα ως μορφή «δημοκρατίας» διαφαίνεται και από τα επόμενα χωρία του στο άρθρο «Το Σύστημα Αντι-Αγοράς» :

«Ο οικονομικός φιλελευθερισμός έχει συνέπειες πολύ πέρα από την οικονομία. Από καιρό έχει γίνει κατανοητό ότι είναι ένα ισχυρό όπλο ενάντια στη δημοκρατία.»

«Η μεγάλη οικονομική κρίση και ο πόλεμος είχαν ξυπνήσει ισχυρά ριζοσπαστικά, δημοκρατικά ρεύματα πολλών μορφών, από την αντιφασιστική αντίσταση μέχρι την οργάνωση της εργατικής τάξης. Αυτές οι πιέσεις κατέστησαν απαραίτητη την υιοθέτηση κοινωνικών δημοκρατικών πολιτικών. Το σύστημα του Bretton Woods σχεδιάστηκε εν μέρει για να δημιουργήσει χώρο για την κυβερνητική δράση που ανταποκρινόταν στη λαϊκή θέληση. Για λίγη δημοκρατία, δηλαδή.»

«Αρκεί να προσθέσω το εξής προφανές συμπέρασμα: με την αποδιάρθρωση του συστήματος τη δεκαετία του '70, οι λειτουργίες της δημοκρατίας περιορίστηκαν. Έγινε, επομένως, απαραίτητο να ελεγχθεί και να περιθωριοποιηθεί η λαϊκή θέληση με κάποιο τρόπο, γεγονός που είναι ιδιαίτερα εμφανές στις περισσότερο επιχειρηματικές κοινωνίες, όπως οι ΗΠΑ.»

 Η έννοια όμως της δημοκρατίας δεν μπορεί να περιέχει την έννοια της αντιπροσώπευσης και της εκπροσώπησης της «λαϊκής θέλησης» που χωρίζει την κοινωνία από την πολιτεία και μετατρέπει τους πολίτες σε υπηκόους. Η επινόηση της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» από τους πατέρες του αμερικάνικου έθνους «από την πρώτη μέρα» δεν είχε καμία σχέση με πραγματική δημοκρατία, που είναι η απευθείας άσκηση της εξουσίας από το λαό, τον δήμο, και κανένας ύστερος «κακός» φιλελευθερισμός δεν ευθύνεται για την «υποβάθμισή» της. Είναι μάλιστα σημαντικό να τονιστεί ότι ο θεσμός αυτός αποτελεί το πολιτικό συμπλήρωμα της οικονομίας της αγοράς και πως έχει και αυτός δυναμική συγκέντρωσης εξουσίας από την εγκαθίδρυσή του πριν περίπου 200 χρόνια μέχρι σήμερα.

Όμως το γεγονός ότι ο Τσόμσκι δεν εστιάζει στα συστημικά αίτια της χρόνιας κρίσης αλλά μόνο στις πολιτικές των εκάστοτε ελίτ φαίνεται και στο παρακάτω χωρίο από το «ΗΠΑ: Ηνωμένες Πολιτείες Ανασφάλειας» όπου χρεώνει την χειροτέρευση των συνθηκών ζωής στις ΗΠΑ στις πολιτικές του Μπους και σε κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις και όχι στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που επιβάλλει τέτοιες επιλογές ως συνέπεια της δυναμικής «Ανάπτυξη ή Θάνατος» που το συνοδεύει.. Ως αποτέλεσμα η λύση των «καλών» πολιτικών επιλογών να προβάλλεται ως εφικτή και επιθυμητή έστω και εντός συστήματος.

«Υπάρχουν σημαντικές δυνάμεις που οδηγούν τη χώρα προς αυτή την κατεύθυνση, εκτός από τις αντιδραστικές πολιτικές του Μπους, και οι οποίες επιδιώκουν να ενισχύσουν τους πλουσίους και να αφήσουν τους υπόλοιπους ανθρώπους να προστατεύονται μόνοι τους, όπως μπορούν.

Πάρτε για παράδειγμα την εξάρτηση της χρηματοδότησης του δημόσιου σχολικού συστήματος από το φόρο ακίνητης περιουσίας. Στα προηγούμενα χρόνια, όταν οι τοπικές κοινωνίες δεν ήταν τόσο αισθητά διαχωρισμένες σε πλούσιους και φτωχούς, αυτό ήταν λίγο-πολύ αποδεκτό. Σήμερα, η πολιτική αυτή σημαίνει ότι τα πλούσια προάστια θα έχουν τα καλύτερα σχολεία σε σχέση με τις φτωχές, αστικές ή αγροτικές περιοχές. Και αυτή είναι μόνο η αρχή. Η ελίτ των προαστίων, που απλώς εργάζεται στο κέντρο της πόλης, δεν είναι υποχρεωμένη να πληρώνει φόρους, για να κρατήσει την πόλη βιώσιμη. Αυτό το φορτίο πέφτει δυσανάλογα επάνω στους φτωχούς. Μελέτες, που αφορούν τα δημόσια μέσα μεταφοράς, έχουν δείξει ότι οι φτωχότεροι επιχορηγούν τους πλουσιότερους και πιο προνομιούχους. Και τα νομοθετικά μέτρα αυτού του είδους αυξάνονται διαρκώς.»

Είναι φανερό ότι η μανιχαϊστική/προσωποκεντρική προσέγγιση του Τσόμσκυ για τα αίτια της κρίσης στην Αμερική (τα αποτελέσματα της οποίας βέβαια οφείλουμε να πούμε ότι παρουσιάζει συνήθως με χρήσιμα στοιχεία και οξυδέρκεια), με την οποία ουσιαστικά θέτει ως κύριους υπεύθυνους από τις «ιδιωτικές εταιρίες» μέχρι τον Μπους, υπολείπεται μιας ανάλυσης που λαμβάνει υπόψη τη λειτουργία των αντικειμενικών τάσεων μέσα στο σύστημα σε σχέση με τις υποκειμενικές, η οποία είναι αναγκαία ως πρώτο βήμα για το χτίσιμο ενός αντισυστημικού κινήματος.

Γ. Η "αναρχική" λύση για τον Τσόμσκι: Αγώνες για δικαιώματα και πιέσεις της "κοινωνίας των πολιτών" και λίγο από... Πάρεκον

Τέλος, στο ίδιο άρθρο, σε ερώτηση σχετικά με τις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν σήμερα, αναλώνεται πρωτίστως στην υιοθέτηση των αγώνων για φιλελεύθερα κοινωνικά δικαιώματα και διεκδικήσεις έναντι ενός συστήματος όπως αυτοί που υιοθετεί η αφηρημένη «κοινωνία των πολιτών» της ρεφορμιστικής Αριστεράς ή οι ΜΚΟ, φτάνοντας μάλιστα στο αστοιχείωτο συμπέρασμα ότι ζούμε σε ένα καλύτερο κόσμο σε σύγκριση με παλιότερες εποχές:

«Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι ότι ακριβώς κάναμε και στο παρελθόν και μας οδήγησε στην πρόοδο και στην επιτυχία. Ζούμε σε έναν πιο πολιτισμένο κόσμο από αυτόν στον οποίο ζούσε ακόμα και ο Φόρεστερ, όταν έγραφε τις απόψεις αυτές.

Δείτε για παράδειγμα το ζήτημα των δικαιωμάτων της γυναίκας ή τον αγώνα ενάντια στα βασανιστήρια, ή ακόμη και ενάντια στη βία, τις περιβαλλοντικές ανησυχίες ή την αναγνώριση μερικών από τα εγκλήματα της ιστορίας μας, όπως αυτό που επιτελέστηκε στο γηγενή πληθυσμό της Αμερικής. Και θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ακόμη περισσότερα τέτοια θέματα. Σ’ αυτούς τους τομείς έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος, επειδή άνθρωποι, όπως αυτοί που εργάζονται στα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης ή εκείνοι που αθόρυβα οργανώνονται κοινωνικά, συγκροτούν κοινότητες και δρουν πολιτικά, προσπαθούν να κάνουν κάτι.

Και αυτό παρά το γεγονός ότι εδώ και 30 χρόνια η επέλαση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης έχει εντείνει την πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, πολιτική, κοινωνική, οικολογική αλλά και πολιτιστική) σε όλο το εύρος της κοινωνίας, ενώ υπάρχουν δεκάδες αδιάσειστα στοιχεία που δείχνουν ότι η συγκέντρωση και ανισοκατανομή δύναμης παγκοσμίως είναι πρωτοφανής στην ιστορία και έχει οδηγήσει πάνω από 4 δις κόσμου στη σταδιακή εξαθλίωση ή στη διαρκή ανασφάλεια. [για περισσότερα στοιχεία βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, 10 Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος, 2008)].

Ωστόσο, ο Τσόμσκι, συνεχίζει με την εξής προτροπή:

«Και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κάποιος να προσφέρει στον αγώνα δεν είναι μυστηριώδεις. Πρέπει απλώς να προσπαθήσετε να αναπτύξετε έναν κριτικό και ανοικτό τρόπο σκέψης και πρέπει να είστε πρόθυμοι να αξιολογήσετε και να αμφισβητήσετε τις συμβατικές πεποιθήσεις, να τις δεχτείτε αν τελικά αποδειχτούν έγκυρες, αλλά να τις απορρίψετε αν, όπως συμβαίνει άλλωστε τόσο συχνά, εξυπηρετούν απλώς τις εξουσιαστικές δομές. Και να συνεχίσετε έπειτα με εκπαιδευτικές και άλλες οργανωτικές δραστηριότητες, ανάλογα με τις περιστάσεις. Δεν υπάρχει μία και μοναδική φόρμουλα αλλά πολλοί εναλλακτικοί τρόποι. Και σταδιακά, με την πάροδο του χρόνου, τα πράγματα βελτιώνονται. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι ακόμη και ο σκληρότερος βράχος θα διαβρωθεί από τη συνεχή και σταθερή ροή σταγόνων νερού. Τέτοιοι είναι οι τρόποι με τους οποίους πραγματοποιείται η κοινωνική αλλαγή και δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Οι τρόποι αυτοί είναι σκληροί, απαιτητικοί, γεμάτοι προκλήσεις και συχνά απαιτούν θυσίες. Αλλά αυτό ακριβώς πρέπει να κάνουμε για έναν καλύτερο κόσμο.»

Ενταγμένος, λοιπόν, στη λογική μιας γενικόλογης προτροπής για σκόρπιους αγώνες και έχοντας υιοθετήσει μια αντικειμενική «ηθική» για την «Πρόοδο» που «αναπόφευκτα» έρχεται («Σταδιακά, με την πάροδο του χρόνου, τα πράγματα βελτιώνονται»), κάτι που ακόμα περισσότερο ενισχύει την υποψία μας ότι παραβλέπει «εργαλειακά» τις καθοριστικές για τη συγκέντρωση εξουσίας τάσεις και τα συστημικά δεδομένα που έχουν προκύψει στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, ο Τσόμσκι αδυνατεί να ξεφύγει από μια επιδερμική και καθαρά «πολιτειακή»/τεχνοκρατική προσέγγιση των αιτιών που έχουν οδηγήσει στην τερατώδη συγκέντρωση εξουσίας που παρατηρείται σήμερα, 30 χρόνια μετά την είσοδο μας στη νεοφιλελεύθερη φάση της νεωτερικότητας.

Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ως έμπειρος ερευνητής των κοινωνικών τάσεων, θα έπρεπε από καιρό να έχει αντιληφθεί πως στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν ζούμε σε «πιο πολιτισμένο κόσμο», όπως διαπιστώνει, αλλά ότι το σημερινό χαρακτηριστικό της «παγκοσμιοποιημένης» βαρβαρότητας που βιώνει πλέον η μεγάλη πλειονότητα της ανθρωπότητας δεν συνίσταται μόνο από άμεσες μορφές βίας (αν και η μορφή αυτή βαρβαρότητας έχει πάρει επίσης συγκριτικά τεράστιες διαστάσεις, κυρίως λόγω των απροκάλυπτων πολέμων της υπερεθνικής ελίτ καθώς και του διαρκούς σιωνιστικού εγκλήματος), αλλά πρωτίστως από έμμεσες μορφές βίας (που φυσικά συμβάλλουν και αυτές σημαντικά στην ένταση της εσωτερικής βίας σε χώρες του τρίτου και αυξανόμενα του «πρώτου» κόσμου όπως είναι η κρατική τρομοκρατία κτλ.) που έχουν να κάνουν με την εγγενή λειτουργία του διεθνοποιημένου συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της ημι-ολοκληρωτικής πλέον μορφής της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας».

Αντ’ αυτού προτιμάει να κρατά «σιγή ιχθύος» ή να αγνοεί συνειδητά τις συστηματικές ελευθεριακές προσπάθειες που έχουν γίνει τα τελευταία 30 χρόνια ώστε να ξεφύγει η ανθρωπότητα από την εντεινόμενη πολυδιάστατη κρίση.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι όταν ο Τσόμσκι ρωτήθηκε σχετικά πρόσφατα για το κατά πόσο είναι εφικτή και επιθυμητή στην εποχή μας η ανάδειξη και επικράτηση ενός ελευθεριακού, αντί-συστημικού πολιτικού οράματος που θα ανατρέψει τις υφιστάμενες εξουσιαστικές δομές, αυτός κατέστησε σαφή την απομάκρυνση του από την ανάγκη ενός αντισυστημικού πολιτικού προτάγματος , προσπερνώντας με κυνικό τρόπο τις προσπάθειες που είχαν ήδη ξεκινήσει να γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση (Κοινωνική Οικολογία, πρόταγμα της Αυτονομίας, Περιεκτική Δημοκρατία). Άντ’ αυτού, υιοθέτησε την ακίνδυνη και «πολιτικώς ορθή» άποψη ότι:

«Θα μπορούσε φυσικά κάποιος να φανταστεί πιο ελευθεριακές και δημοκρατικές εναλλακτικές λύσεις που διαβρώνουν τόσο τη κρατική και τη κορπορατιστική δύναμη, όσο και τα καταπιεστικά συστήματα που επιβάλλουν –συμπεριλαμβανόμενων των αγορών του κρατικού καπιταλισμού και τα αναδυόμενα υπερεθνικά ομόλογα τους. Αυτά είναι σημαντικά οράματα για το μέλλον, που θα έπρεπε να εμψυχώνουν αυτούς που επιδιώκουν την ελευθερία και την δικαιοσύνη, καθώς και τα κοινωνικά κινήματα που δημιουργούν η συμμετέχουν. Αλλά αυτές είναι ακόμη απόμακρες προοπτικές (remote prospects) , για τις οποίες δεν έχει γίνει η προκαταρκτική εργασία». [Τάκης Φωτόπουλος, Ο Καπιταλισμός του Τσόμσκι, Ο Μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 2 (Γόρδιος, 2004)].

 

Αυτό, όμως δεν τον εμπόδισε , σύντομα μετά από αυτήν τη ρήση του, να υιοθετήσει το Πάρεκον (φαίνεται το «μέλλον» αφορά οποιοδήποτε άλλο όραμα εκτός από αυτό του φίλου και συνεργάτη του Μάικλ Άλμπερτ που προφανώς είναι «πιο ίσο» από τα άλλα)!

5. Χάουαρντ Ζιν: Ψηφίζουμε τον λιγότερο κακό αντιπρόσωπο, στηρίζουμε Ομπάμα και μετά αγωνιζόμαστε για «δικαιοσύνη»!

A. Ο αναρχικός αγώνας του Ζιν για «δικαιοσύνη» και πιέσεις στην ελίτ

Συνεχίζοντας με τον ακτιβιστή Χάουαρντ Ζιν ο οποίος αφού είχε γίνει γνωστός στο χώρο κυρίως από τον αντιπολεμικό του αγώνα τη δεκαετία του '60 και από τότε κατά κάποιον τρόπο έχει πάρει ένα ακλόνητο «χρίσμα» επαναστατικότητας που περιέργως τον συνοδεύει σε οτιδήποτε και αν πρεσβεύει, δεν παύει να μας υπενθυμίζει ο ίδιος ότι είναι «αναρχικός», όπως στη συνέντευξη του που αναδημοσιεύεται στο τ. #46 της Βαβυλωνίας:

«Είμαι αναρχικός, και σύμφωνα με τις αναρχικές αξίες τα έθνη-κράτη αποτελούν εμπόδια σε μία αληθινή, ανθρωπιστική παγκοσμιοποίηση. Κατά μία έννοια, το ρεύμα της παγκοσμιοποίησης, με τους καπιταλιστές να υπερπηδούν τα εθνικά σύνορα, μας δίνει την ευκαιρία να καταργήσουμε τα σύνορα και να πραγματοποιήσουμε την παγκοσμιοποίηση των ανθρώπων, σ’ αντίθεση με την παραδοσιακή παγκοσμιοποίηση. Με άλλα λόγια, μπορούμε να την εκμεταλλευτούμε —δεν υπάρχει τίποτα κακό στην ιδέα της παγκοσμιοποίησης— με έναν τρόπο που να πετυχαίνεται η κατάργηση των εθνικών συνόρων και, ταυτόχρονα, να διασφαλίζεται ότι οι οικονομικές αποφάσεις που αφορούν τους ανθρώπους του κόσμου να μην λαμβάνονται από τις εταιρείες.»

Όμως, πέρα από το απαράδεκτο για ένα ελευθεριακό συμπέρασμα του για την οικονομική παγκοσμιοποίηση μέσω του διεθνοποιημένου συστήματος της οικονομίας της αγοράς την οποία «μπορούμε να εκμεταλλευτούμε» με τροποποιήσεις (δηλαδή έμμεσα μη θέτοντας ζήτημα συστημικής αλλαγής αλλά ρεφορμισμού) για να «πραγματοποιήσουμε την παγκοσμιοποίηση των ανθρώπων», είναι αποκαλυπτικό του συντηρητισμού των θέσεων του Ζιν το άρθρο του «Νόμος, Τάξη και Βία» που δημοσιεύεται στο τ. 51 της Βαβυλωνίας στο οποίο γράφει μεταξύ άλλων:

«Σίγουρα δεν είναι λάθος όλοι οι κανόνες και οι κανονισμοί. Ίσως πρέπει να έχουμε ανάμικτα συναισθήματα σχετικά με την υπακοή στους νόμους. Η υπακοή στο νόμο που σε στέλνει στον πόλεμο φαίνεται λάθος. Η υπακοή στο νόμο ενάντια στο φόνο φαίνεται απόλυτα σωστή. Για να υπακούσεις πραγματικά σ’ αυτόν το νόμο, πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις στο νόμο που σε στέλνει στον πόλεμο.

Η κυρίαρχη ιδεολογία δεν δίνει το δικαίωμα να γίνονται λογικές διακρίσεις από τους ανθρώπους σχετικά με τους νόμους που πρέπει να υπακούουν. Είναι αυστηρή και απόλυτη. Είναι ο άκαμπτος κανόνας κάθε κυβέρνησης είτε είναι φασιστική, είτε κομμουνιστική, είτε φιλελεύθερη καπιταλιστική. Η Γκέρτρουντ Σολτζ, επικεφαλής του Τμήματος Γυναικών επί Χίτλερ, εξήγησε σ’ ένα δημοσιογράφο την πολιτική των ναζί για τους Εβραίους, ως εξής: «Σ’ όλες τις περιπτώσεις υπακούαμε στο νόμο. Αυτό δεν κάνετε και στην Αμερική; Ακόμη κι αν διαφωνείτε προσωπικά με ένα νόμο, τον ακολουθείτε. Αλλιώς η ζωή θα ήταν χάος».

«Σίγουρα, η ειρήνη, η σταθερότητα και η τάξη είναι επιθυμητές, το χάος και η βία, όχι. Αλλά η σταθερότητα και η τάξη δεν είναι οι μοναδικές επιθυμητές καταστάσεις της κοινωνικής ζωής. Είναι, επίσης, και η δικαιοσύνη, δηλαδή η δίκαιη μεταχείριση όλων των ανθρώπων, το ισότιμο δικαίωμα όλων στην ελευθερία και την ευημερία. Η απόλυτη υπακοή στο νόμο μπορεί να φέρνει την τάξη προσωρινά, αλλά δεν φέρνει τη δικαιοσύνη. Και όταν δεν τη φέρνει, αυτοί που υφίστανται άδικη μεταχείριση μπορούν να διαδηλώνουν, να επαναστατούν, να προκαλούν αναταραχές, όπως έκαναν οι αμερικανοί επαναστάτες τον 18ο αιώνα, οι αγωνιστές ενάντια στη δουλεία τον 19ο αιώνα, οι κινέζοι φοιτητές τον 20ο και όπως έχουν κάνει οι εργάτες, κάθε φορά που απεργούν, σε κάθε χώρα ανά τους αιώνες.»

«Δεν έχουμε μεγαλύτερη υποχρέωση να επιδιώκουμε τη δικαιοσύνη, παρά να υπακούμε στο νόμο; Ο νόμος μπορεί να υπηρετεί τη δικαιοσύνη, όπως όταν απαγορεύει το βιασμό και το φόνο ή όταν επιβάλει στα σχολεία να δέχονται όλους τους μαθητές ανεξάρτητα από φυλή και εθνικότητα. Αλλά όταν στέλνει νέους ανθρώπους στον πόλεμο, όταν προστατεύει τους πλούσιους και τιμωρεί τους φτωχούς, τότε ο νόμος και η δικαιοσύνη έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Σ’ αυτή την περίπτωση, ποια είναι η μεγαλύτερη υποχρέωσή μας: ο νόμος ή η δικαιοσύνη;

Η απάντηση δίνεται από τη θεωρία της δημοκρατίας με τα λόγια του Τζέφερσον και των συναδέλφων του στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Ο νόμος είναι απλώς ένα μέσο. Η κυβέρνηση είναι απλώς ένα μέσο. «Η ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της Ευτυχίας» – αυτά είναι οι σκοποί. Και «όποια μορφή διακυβέρνησης αποτυγχάνει σε σχέση μ’ αυτούς τους σκοπούς, είναι Δικαίωμα των Ανθρώπων να την αλλάξουν ή να την καταργήσουν, και να θεσμοθετήσουν μία νέα».

Είναι παραπάνω από φανερό από τα παραπάνω χωρία ότι ο Ζιν συγχέει την έννοια της δικαιοσύνης με την ελευθερία και την αυτονομία, την οποία το πιο πιθανό είναι να αγνοεί τελείως. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα πως υιοθετεί μια δογματική οπτική της ελευθερίας την οποία ταυτίζει σε σημαντικό βαθμό με τη «δικαιοσύνη» και βλέπει τους νόμους, δηλαδή τη θέσμιση της κοινωνίας και από ποιους γίνεται, απλά ως «μέσο» για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία! Έτσι, οδηγείται καθαρά σε μια ετερόνομη θεώρηση της κοινωνίας, σύμφωνα με την οποία το ζητούμενο και ο αυτοσκοπός δεν είναι το να δημιουργούν και να αμφισβητούν οι ίδιοι οι άνθρωποι τους νόμους τους και τους νόμους της κοινότητας τους, όπως είναι η έννοια της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας στην οποία βασίζεται φιλοσοφικά το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, αλλά απλά το να γνωρίζουν αν πρέπει να υπακούν ή όχι στους νόμους που δημιουργούν οι ελίτ για αυτούς!

Σε αυτό το πλαίσιο, μόνο αρνητική εντύπωση προκαλεί η σύνδεση της έννοιας της ελευθερίας όχι με την ίδια την αυτονομία ως αυτοσκοπού, αλλά με τη «δικαιοσύνη», «δηλαδή τη δίκαιη μεταχείριση όλων των ανθρώπων, το ισότιμο δικαίωμα στην ελευθερία και την ευημερία», μια προσέγγιση που ανήκει καθαρά στο φιλελεύθερο ιδεολογικό φάσμα και μάλιστα ο ίδιος δηλώνει με σαφήνεια ότι το μείζον ζήτημα είναι το αν μας μεταχειρίζονται δίκαια ή όχι οι κυρίαρχες τάξεις και οι ελίτ! Έτσι λοιπόν, το ζητούμενο της «ελευθερίας» του Ζιν είναι να μας δίνεται το δικαίωμα να κάνουμε «λογικές διακρίσεις» «σχετικά με τους νόμους που πρέπει να υπακούμε», μια άποψη που μόνο αντιδραστική μπορεί να χαρακτηριστεί.

 

Β. Στηρίζουμε Ομπάμα, τον στυλοβάτη του έθνους και του Συντάγματος μας

Όμως η καθαρά φιλελεύθερη οπτική του Ζιν δεν τελειώνει εδώ. Ο ίδιος παρότι δηλώνει σταθερά αναρχικός, λέει σε συνέντευξη του «Howard Zinn: Obama "Is Going to Need Demonstrations and Protest and Letters and Petitions" to Do the Right Things» (12 March 2009) στη Liliana Segura, AlterNet, ότι στηρίζει και ψηφίζει τον «προοδευτικό» Ομπάμα:

«LS: Πολλές από τις παραστάσεις σχετίζονται με τον πόλεμο – και η κατεύθυνση κατά την οποία οδεύουμε στο Αφγανιστάν έρχεται αμέσως στο μυαλό. Τι πιστεύεις για τον Ομπάμα και το γεγονός ότι ακολουθεί την πορεία της κυβέρνησης Μπους όσον αφορά τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»; Τον υποστήριξες, έτσι δεν είναι;

Howard Zinn: Αν υποστήριξα τον Ομπάμα; (Γέλια) Ναι – τον υποστήριξα και ήθελα να κερδίσει. Ήθελα να φύγουν οι Μπους και Τσένυ. Ήθελα την αλλαγή – και η αλήθεια είναι ότι δεν είχα και άλλη επιλογή. Ήταν είτε ο Μπους ή ο Ομπάμα. Και επέλεξα τον Ομπάμα. Και, στην πραγματικότητα, ήμουν αισιόδοξος. Όχι υπερβολικά αισιόδοξος καθώς γνωρίζω λίγα πράγματα για την αμερικανική Ιστορία. Γνωρίζω πόσο μεγάλη ελπίδα έχει εναποτεθεί σε προέδρους, και γνωρίζω ότι οι πρόεδροι είναι πολιτικά ζώα. Γνωρίζω πολύ καλά ότι ο Λίνκολν ήταν πολιτικός και ότι ο Ρούσβελτ ήταν πολιτικός και, στην πραγματικότητα, μπορεί κανείς να πει ότι το θέμα του έργου μου είναι ότι δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε όσους είναι στο Λευκό Οίκο. Μπορούμε να εμπιστευόμαστε μόνο όσους διαδηλώνουν στο Λευκό Οίκο. Οπότε η στάση μου απέναντι στον Ομπάμα ήταν εξαρχής επιφυλακτική, με την έννοια ότι, ΟΚ, είναι καλό να μπει ο Ομπάμα εκεί μέσα, είναι χαρούμενος που αφύπνισε πολλούς ανθρώπους κάνοντάς τους να ασχοληθούν με την πολιτική – τώρα ελπίζω αυτός ο κόσμος που αφυπνίστηκε και ενεργοποιήθηκε θα χρησιμοποιήσει αυτή την ενέργεια προκειμένου να ωθήσει τον Ομπάμα προς μια κατεύθυνση διαφορετική από αυτή που φαίνεται να ακολουθεί προς το παρόν.»

Σε άρθρο του μάλιστα «Standing up for justice in the age of Obama» (13 March 2009) στον Socialist Worker γράφει σχετικά με τον Ομπάμα:

«Ο Ομπάμα μίλησε για το όραμα που έχει. Πρέπει να έχει κανείς όραμα και τώρα θέλω να πω στον Ομπάμα ποιό πρέπει να είναι το όραμά του. Το όραμα του πρέπει να είναι το έθνος να γίνει αρεστό σε όλο τον κόσμο. Ένα έθνος που θεωρείται ως ειρηνικό, διότι θα έχει αποσύρει τις στρατιωτικές του βάσεις από όλες αυτές τις χώρες. Αυτό που απαιτείται είναι ένα συνολικό αναποδογύρισμα. Θέλουμε μια χώρα που χρησιμοποιεί τους πόρους της, τον πλούτο της και τη δύναμή της για να βοηθά τους ανθρώπους, όχι για να τους πληγώνει. Αυτό χρειαζόμαστε».

Σε μόλις χθεσινή (27/5/09) συνέντευξη του στην Ελευθεροτυπία ο Χάουαρντ Ζινν αποκαλύπτει ξεκάθαρα και χωρίς ίχνος ενδοιασμού την ασυνέπεια μεταξύ αναρχισμού – κοσμοαντίληψη την οποία δηλώνει (ανάλογα με την περίσταση) ότι ενστερνίζεται – και των απόψεων που εκφράζει για το ποιες είναι οι προσδοκίες του από τον Ομπάμα:

«Τι μπορεί να ελπίζει η Αμερική και τι ο γεωπολιτικός χάρτης από την εκλογή του Ομπάμα;»

«Δεν θα σας πω αυτό που ελπίζω, αλλά αυτό που θα ήθελα να γίνει. Θα ήθελα να γίνουν θεμελιώδεις αλλαγές στο οικονομικό σύστημα, να επιστρέψουμε στην εποχή του Ρούζβελτ, ο οποίος, μετά το κραχ του '29, έφερε μεταρρυθμίσεις, αναμορφώνοντας την κοινωνική πρόνοια. Δηλαδή, το κράτος να εγγυηθεί εκ νέου για τις ανάγκες των ανθρώπων, βοηθώντας τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις: να νοιάζεται, παραδείγματος χάριν, για την ιατρική τους περίθαλψη ή για την επιδότηση του δανείου τους. Και πάντα να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματά τους, όπως κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα της Αμερικής».

Σε ερώτηση μάλιστα «Θα συνεχιστούν οι πόλεμοι στο όνομα της τρομοκρατίας σε χώρες όπου είναι κυρίαρχο το μουσουλμανικό στοιχείο;» ιδού τι απαντά ο "αναρχικός" Ζιν: «Δεν νομίζω ότι η νέα κυβέρνηση θα κάνει πόλεμο εναντίον του Ιράν και οποιασδήποτε άλλης χώρας»

Έτσι, το γεγονός ότι ο νέος "άνθρωπος των ΗΠΑ" στο Πακιστάν, γνωστός με το παρατσούκλι «Ο κύριος 10%» για τις μίζες που απαιτεί σήμερα, μακελεύει για λογαριασμό του Ομπάμα το λαό του Πακιστάν, ενώ η σφαγή αμάχων στο Αφγανιστάν εντείνεται, φαίνεται διέφυγαν της προσοχής του μεγάλου αναρχικού ιστορικού Ζιν ότι είναι πόλεμοι του Ομπάμα!
 

Γ. Ψηφίζουμε στις εκλογές και μετά αυτοοργανωνόμαστε

Αυτή η στάση βέβαια δεν αφορά απλά την επιλογή του εκλεκτού πολιτικού αντιπροσώπου της υπερεθνικής ελίτ στις ΗΠΑ, Ομπάμα, αλλά και γενικότερα τη στάση του στο θέμα της συμμετοχής στις εθνικές εκλογές όπως και στην ανάγκη ενός ισχυρού και «δίκαιου» έθνους-κράτους (κάτι που προφανώς δεν είναι κατάφωρα αντιφατικά για τον "αναρχικό" Ζιν με αυτά που διακηρύσσει παραπάνω ότι «τα έθνη-κράτη αποτελούν εμπόδιο σε μια πραγματική ανθρώπινη παγκοσμιοποίηση»!). Σε συνέντευξη του λοιπόν που αναδημοσιεύεται στο τεύχος #46 της Βαβυλωνίας «Περί Αναρχισμού» λέει σχετικά με τις εκλογές:

«Μία προσωπική ερώτηση. Πηγαίνεις στην κάλπη; Ψηφίζεις;

Ζ: Ναι, μερικές φορές, όχι πάντα. Εξαρτάται. Θεωρώ ότι είναι προτιμότερο, μερικές φορές, να έχεις πρόεδρο τον έναν υποψήφιο παρά τον άλλο, παρόλο που ξέρεις ότι η λύση δεν είναι αυτή. Μερικές φορές ο λιγότερο κακός, δεν είναι και τόσο λιγότερο, κι έτσι τον απορρίπτεις και είτε δεν ψηφίζεις είτε ψηφίζεις έναν τρίτο υποψήφιο, ως διαμαρτυρία στο κομματικό σύστημα. Μερικές φορές η διαφορά μεταξύ δύο υποψηφίων είναι άμεσα σημαντική, και τότε νομίζω ότι η προσπάθεια να εκλεγεί κάποιος, που είναι λίγο καλύτερος ή λιγότερο επικίνδυνος, είναι κατανοητή. Δεν πρέπει, όμως, ποτέ να ξεχνάμε ότι, ανεξάρτητα ποιος θα εκλεγεί, το σημαντικό είναι τι είδους κοινωνικό κίνημα υφίσταται. Επειδή έχουμε δει στην ιστορία ότι, εφόσον υπάρχει ισχυρό κοινωνικό κίνημα, δεν έχει σημασία ποιος καταλαμβάνει το αξίωμα. Όποιος και να είναι, είτε Ρεπουμπλικανός είτε Δημοκρατικός, αν υπάρχει ισχυρό κίνημα, αυτός που έχει την εξουσία θα αναγκαστεί να υποχωρήσει, θα αναγκαστεί, κατά κάποιο τρόπο, να σεβαστεί τη δύναμή του.

Ο Ρίτσαρντ Νίξον δεν ήταν ο λιγότερο κακός αλλά ο χειρότερος υποψήφιος· κατά τη διακυβέρνησή του, όμως, τερματίστηκε, επιτέλους, ο πόλεμος, επειδή είχε να αντιμετωπίσει την ορμή τού αντιπολεμικού κινήματος και των Βιετναμέζων. Θα ψηφίσω, αλλά πάντοτε έχοντας κατά νου ότι σημαντική δεν είναι η ψήφος αλλά η οργάνωση.

Όταν κάποιοι άνθρωποι μιλάνε για τις εκλογές, με ρωτούν: Θα υποστηρίξεις αυτόν τον υποψήφιο ή τον άλλο; Εγώ τους λέω: «Θα υποστηρίξω αυτόν τον υποψήφιο για ένα λεπτό, όσο βρίσκομαι στην κάλπη. Εκείνη υποστηρίξω τον Α και όχι τον Β, αλλά πριν να πάω στην κάλπη, και αφού φύγω από κει, διοχετεύω όλες μου τις δυνάμεις στην οργάνωση των ανθρώπων και όχι στη διοργάνωση προεκλογικών εκστρατειών».

Έτσι, λοιπόν, ο αναρχισμός του Ζιν μεταφράζεται στο να στηρίζουμε τον Α και όχι τον Β στις εκλογές και έτσι να νομιμοποιούμε την απάτη της αντιπροσωπευτικής ολιγαρχίας και στη συνέχεια να «ξεχνάμε» ότι ψηφίσαμε τον «καλό» εξουσιαστή μας και να διοχετεύουμε όλες μας τις δυνάμεις στην οργάνωση των ανθρώπων (δηλαδή στους αγώνες για δικαιώματα και «δικαιοσύνη»).

Άλλωστε, συνεχίζει στη συνέντευξη του «Howard Zinn: Obama "Is Going to Need Demonstrations and Protest and Letters and Petitions" to Do the Right Things» (12 March 2009) στη Liliana Segura, AlterNet, η οργάνωση και οι αγώνες θα πρέπει να κινούνται πρωτίστως στην κατεύθυνση της «δράσης» που απαιτείται για να προξενήσουν την προσοχή των κυβερνώντων (!) και όχι της αντικατάστασης του συστήματος με ένα άλλο «μη-σύστημα» στο οποίο η ανάγκη για «δικαιώματα» και πιέσεις σε ελίτ δεν θα είναι νοητές, αφού... απλά δεν θα υφίστανται εξουσιαστικοί θεσμοί και κράτος σε καμία κοινωνική σφαίρα:

«Και το κίνημα κατά της σκλαβιάς μεγάλωσε αρκετά σε μέγεθος και σε δύναμη ώστε ο Λίνκολν αναγκάστηκε να το ακούσει. Έτσι προέκυψε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και η 13η, 14η και 15η Τροπολογία.

Αυτή είναι η ιστορία αυτής της χώρας. Όπου υπήρξε πρόοδος, οπουδήποτε ανατράπηκε κάποιο είδος αδικίας, αυτό έγινε διότι οι άνθρωποι ενήργησαν ως πολίτες και όχι ως πολιτικοί. Δεν παραπονιόντουσαν μόνο. Εργάστηκαν, ενήργησαν και οργανώθηκαν, εξεγέρθηκαν όταν αυτό ήταν απαραίτητο. Έκαναν ότι μπορούσαν ώστε να τραβήξουν την προσοχή των ανθρώπων με εξουσία στην κατάστασή τους. Και αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε σήμερα.»

 Τέλος, διαβάζοντας μια συνέντευξη του «Anarchism Interview» στον Ziga Vodovnik, ZSpace (13 May 2008), παρά το ότι δεν μπορεί κάποιος να διαφωνήσει ότι για τη μετάβαση σε μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία που θα διασφαλίζει την ισοκατανομή δύναμης όλων των πολιτών είναι αναγκαία η συνέπεια μεταξύ δημοκρατικών μέσων και στόχων, ο Ζιν υιοθετεί μια «μεσσιανική» πασιφιστική θεώρηση του αναρχισμού, που καμία σχέση βέβαια δεν έχει με τον κλασικό αναρχισμό και την ανάγκη αυτοάμυνας και ενίοτε καταφυγής στη λαϊκή αντιβία απέναντι στην εντεινόμενη συστημική βία. Σε σχετικό ερώτημα απαντάει:

«HZ: Ο όρος αναρχισμός έχει συνδεθεί με δύο φαινόμενα με τα οποία οι πραγματικοί αναρχικοί δεν θέλουν να έχουν σχέση. Το ένα είναι η βία, και το άλλο είναι η αταξία και το χάος. Η λαϊκή αντίληψη του αναρχισμού είναι, από τη μία, η ρήψη βομβών και η τρομοκρατία και, από την άλλη, η μη ύπαρξη κανόνων, νόμων, πειθαρχίας, ο καθένας να κάνει ότι θέλει, να προκαλεί σύγχυση κλπ.

Όσον αφορά τα μέσα θα έλεγα ότι η ιδέα της άμεσης δράσης έναντι του κακού που θέλεις να ξεπεράσεις είναι κάποιο είδος ελάχιστου κοινού παρονομαστή των αναρχικών ιδεών, αναρχικών κινημάτων. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι μια από τις πιο σημαντικές αρχές του αναρχισμού είναι ότι δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τα μέσα από τους στόχους. Και αυτό σημαίνει ότι, αν ο στόχος σου είναι μια κοινωνία ισότητας, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιείς και αντίστοιχα μέσα, αν ο στόχος είναι μια μη βίαιη κοινωνία χωρίς πόλεμο, δεν μπορείς να χρησιμοποιείς τον πόλεμο ώστε να πετύχεις το στόχο σου. Πιστεύω ότι ο αναρχισμός προϋποθέτει τα μέσα και οι στόχοι να είναι ευθυγραμμισμένοι. Μάλιστα πιστεύω ότι αυτό είναι ένα από τα προεξέχοντα χαρακτηριστικά του αναρχισμού.

6. Ελευθεριακός Σιωνισμός: Μια ακόμα συντηρητική συνιστώσα του «αναρχισμού» των Τσόμσκι και Ζιν

Τέλος, και εξίσου κρίσιμα με τα παραπάνω είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν από τη στάση των Τσόμσκι και Ζιν μεταξύ άλλων «αναρχικών», στο φλέγον ζήτημα του σιωνισμού. Είναι παραπάνω από αποκαλυπτική της καθαρά φιλελεύθερης και σχεδόν αντιδραστικής οπτικής των Τσόμσκι και Ζιν απέναντι στην πιο δολοφονική ιδεολογία που έχει επικρατήσει μεταπολεμικά, η προκήρυξη που συνυπογράφουν μαζί με άλλους «αριστερούς» διανοητές για την πρωτοφανή σιωνιστική σφαγή στη Γάζα στα τέλη του Δεκέμβρη/αρχές Γενάρη 2009 με τον τίτλο «Είμαστε εξοργισμένοι από τη συλλογική τιμωρία των Παλαιστινίων από το Ισραήλ», η οποία δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» .

Στο κείμενο αυτό γράφονται τα εξής εκπληκτικά μεταξύ άλλων:

«Είμαστε ηθικώς εξοργισμένοι από την πολιτική συλλογικής τιμωρίας που επιβάλλεται στους Παλαιστινίους και καταδικάζουμε και οικτίρουμε την αποτυχία του ΟΗΕ και της διεθνούς κοινότητας ως συνόλου να σταματήσει τις τελευταίες αυτές ισραηλινές φρικαλεότητες στη Γάζα.

Το δράμα του παλαιστινιακού λαού είναι μια μελανή κηλίδα στην ανθρωπότητα. Αν και απορρίπτουμε τις ρίψεις ρουκετών και όλμων από τη Χαμάς ως ηθικά λανθασμένες και πολιτικά αντιπαραγωγικές, καταδικάζουμε επίσης την ιδέα των μαζικών αντιποίνων εναντίον μιας ανυπεράσπιστης κοινωνίας, καθώς τέτοιες πρακτικές οδηγούν σε μορφές βαρβαρότητας και απανθρωπιάς, τις οποίες πιστεύαμε ότι ο πολιτισμένος κόσμος είχε εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό.»

Έτσι, λοιπόν, η νόμιμη αντιβία και άμυνα ενός ολόκληρου λαού 1,5 εκατομμυρίων που στοιβάζεται σε μια περιοχή σαν τη Θράκη και ο οποίος στηρίζει αποφασιστικά τη Χαμάς στον εθνοαπελευθερωτικό του αγώνα, που εκφράζεται και με τη ρήψη ουσιαστικά τροποποιημένων... βαρελότων, χαρακτηρίζεται από τους Τσόμσκι, Ζινν και λοιπούς ως «ηθικά λανθασμένη» και «αντιπαραγωγική» ενώ μπαίνει εμμέσως πλην σαφώς στο ίδιο τσουβάλι με τη συστηματική σιωνιστική κτηνωδία!! Στη συνέχεια, το άλλο εξωφρενικό που προσιδιάζει περισσότερο σε λαϊκίστικη ρητορεία απολογητών του συστήματος παρά σε αριστερούς και αναρχικούς, είναι ότι οι διαπιστωμένες και καταγεγραμμένες πρακτικές του Ισραήλ απόδοσης συλλογικών αντιποίνων έναντι του λαού της Γάζας αποκαλούνται απλά μια «ιδέα» (!!) πρακτικών στην οποία εναντιώνονται, ενώ μόνο τραγελαφική μπορεί να χαρακτηριστεί η τελευταία πρόταση στην οποία οι φημισμένοι «αντιεξουσιαστές» βγάζουν το λαμπρό συμπέρασμα ότι με εξαίρεση αυτές τις προβληματικές ιδέες και πρακτικές, στην πραγματικότητα ζούμε (ή νομίζουν ότι ζουν) σε έναν πολιτισμένο κόσμο που έχει αποβάλει οριστικά τέτοιες μορφές βαρβαρότητας και απανθρωπιάς!!

Το συνοπτικό κείμενο κλείνει με την εξής προτροπή:

«Εμείς, οι υπογράφοντες, ζητούμε άμεση εκεχειρία στη Λωρίδα της Γάζας, πλήρη απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων, τερματισμό του οικονομικού αποκλεισμού της Γάζας και έναρξη διπλωματικών συνομιλιών για την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους.»

Σε αυτό το σημείο, οι συνυπογράφοντες εντάσσουν έμμεσα ή άμεσα τη σιωνιστική ιδεολογία και προπαγάνδα της δημιουργίας ενός ξεχωριστού Παλαιστινιακού κράτους-Μπαντουστάν δίπλα σε ένα «καθαρό» Ισραηλινό κράτος, όπως διαφημίζεται και προωθείται από την υπερεθνική ελίτ ως «λύση» στο μεσανατολικό, από την πίσω πόρτα στην αριστερή ρητορική και μάλιστα δεν κάνουν λόγο ούτε καν για την ουτοπική επιστροφή στα εδάφη του 1967. Έτσι, απορρίπτουν πανηγυρικά την πρόταση για μια βιώσιμη λύση που θα μπορούσε να είναι, όπως έχουν προτείνει εδώ και δεκαετίες πραγματικά ριζοσπάστες στοχαστές της αντι-σιωνιστικής ελευθεριακής αριστεράς, μεταξύ άλλων επιφανείς Εβραίοι όπως η Χάνα Άρεντ, αρχικά ένα πολυπολιτισμικό έθνος των λαών της περιοχής, με στόχο σταδιακά τη μετάβαση σε μια συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία, στην οποία δεν θα νοούνταν ο φαύλος κύκλος βίας που καταδικάζει έμμεσα και άμεσα στην εξαθλίωση εκατομμύρια κόσμο.

Βέβαια, ειδικά ο Τσόμσκι στην πραγματικότητα δεν έκρυψε ποτέ ότι ανήκει στο φάσμα του ελευθεριακού σιωνισμού, αφού, όντας πιστός ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 σε μια «μετα-αναρχική» και μη συστημική ανάλυση του ρατσιστικού σιωνιστικού φαινομένου, στρέφεται απλά κατά του «κράτους του Ισραήλ» και των «ΗΠΑ» και όχι της ίδιας της σιωνιστικής ιδεολογίας (για την οποία δεν κάνει σχεδόν πουθενά λόγο σε κάποιο κείμενο ή ομιλία του) και του συστήματος που εξέθρεψαν από την πρώτη κιόλας μέρα τη φοβερή βία και οδήγησαν μέσα στα 60 χρόνια από τη βίαιη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ στη μεγαλύτερη μεταπολεμική τραγωδία ενός λαού (σχετικά μπορείτε να δείτε μια ιστορική αναδρομή για το σιωνιστικό κίνημα εδώ). Ο Τσόμσκι φαίνεται να θεωρεί ουσιαστικά ότι το «κράτος του Ισραήλ» πήρε την «κάτω βόλτα» μετά τον πόλεμο των 6 ημερών το 1967 και ότι μέχρι τότε νομιμοποιούνταν ηθικά να έχει το δικό του «καθαρό» κράτος δίπλα στους Άραβες που, πριν τη βίαιη ίδρυση του εκ του μηδενός , κατοικούσαν για χιλιετίες στην περιοχή. Παρόλα αυτά επιμένει ακόμα και τώρα να νομιμοποιεί ιδεολογικά έμμεσα την τρομακτική επέκταση και εδραίωση ενός πανίσχυρου στρατιωτικού κράτους δίπλα σε ένα εθνικό «στρατόπεδο συγκέντρωσης», το οποίο απλά θα νομιμοποιηθεί στο διηνεκές από τη «διεθνή κοινότητα», δημιουργώντας τετελεσμένα τα οποία επιστρέφουν την ανθρωπότητα σε νέο σκοταδισμό. 

 Μάιος 2009

 

[ ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ]