Ελευθεροτυπία (8 Οκτωβρίου 1994)


Εκλογές και τoπικές κοινότητες

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η τοπική κοινότητα επανήλθε στην ελληνική επικαιρότητα, όπως συνηθίζει να το κάνει τακτικά κάθε τέσσερα χρόνια, για να ξεχαστεί πάλι την επαύριο των δημοτικών εκλογών! Ο συγκεντρωτισμός του ελληνικού κράτους από τη στιγμή της σύστασης του τον περασμένο αιώνα, η έλλειψη παράδοσης όσον αφορά την αυτόνομη κοινοτική δραστηριότητα, η ολοκληρωτική εξάρτηση των πολιτών από τους επαγγελματίες πολιτικούς στο κέντρο, ακόμη και για την προώθηση της διεκδίκησης των νόμιμων δικαιωμάτων τους, είναι μερικοί από τους παράγοντες που έχουν οδηγήσει στη σημερινή κατάσταση. Στη κατάσταση δηλαδή όπου τα κόμματα στη κεντρική πολιτική κονίστρα αποφασίζουν ακόμη και τα πρόσωπα που υποτίθεται θ' ασχοληθούν με τα προβλήματα των τοπικών κοινοτήτων. Έστω και αν τα πρόσωπα αυτά, όπως στη περίπτωση της Αθήνας, δεν έχουν σχεδόν καμιά σχέση με τα προβλήματα της, ζούν άνετη ζωή στα βόρεια προάστια της και «οι γνώσεις τους για την Αθήνα φαίνονται να περιορίζονται στον περιβάλλοντα τη Βουλή χώρο και κυρίως πίσω από το τζάμι του πολυτελούς τους αυτοκινήτου»[1]. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι επαγγελματίες πολιτικοί βλέπουν το δημαρχιακό αξίωμα, ιδιαίτερα στην Αθήνα, σαν εφαλτήριο για την ικανοποίηση των αρχηγικών φιλοδοξιών τους!

Στο μεταξύ, οι διαδικασίες που οδηγούν στην βαθμιαία αποσύνθεση του ελληνικού συγκεντρωτισμού ήδη έχουν τεθεί σε κίνηση και φυσικά, όπως πάντα στη πρόσφατη ιστορία μας, έρχονται πάλι απέξω. Η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήδη μας υποχρεώνει στη διεύρυνση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (εισαγωγή δευτεροβάθμιας Τ.Α.) δεδομένου ότι στις περισσότερες χώρες των εταίρων μας υπάρχει μακρά ιστορική παράδοση αποκέντρωσης. Αλλά πέρα από την εξέλιξη αυτή, υπάρχει σήμερα μια γενικότερη τάση που οδηγεί στη βαθμιαία εξάλειψη του κράτους-έθνους. Τη τάση αυτή εύστοχα περιέγραψε, από τη σκοπιά του κατεστημένου της ΕΟΚ, ο Ricardo Petrella, διευθυντής του τμήματος Προγνώσεων και Εκτιμήσεων Επιστήμης και Τεχνολογίας στην Κοινότητα.

Σύμφωνα με τον Petrella, «η νέα τάξη που διαμορφώνεται στον κόσμο σήμερα δεν είναι αυτή που φαντάστηκαν οι ξεπερασμένοι πολιτικοί του ψυχρού πολέμου. Αντί για μια νέα παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων των κρατών-εθνών βλέπουμε να εξελίσσεται ένα αρχιπέλαγος υψηλής τεχνολογίας που αποτελείται από ένα δίκτυο πλούσιων και υπερ-αναπτυγμένων “πόλεων-περιοχών” μέσα σε μια θάλασσα φτώχειας. Αυτές οι πόλεις-περιοχές δικτυώνονται ενεργά μέσω των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες, στην ακούραστη αναζήτηση νέων πελατών, δημιουργούν καινούρια δίκτυα που παρακάμπτουν το παραδοσιακό πλαίσιο των κρατών-εθνών (...) Είναι φανερό ότι οι πραγματικές δυνάμεις που θα παίρνουν αποφάσεις ότι μέλλον θα είναι ένα δίκτυο πολυεθνικών σε συνεργασία με τοις τοπικές κυβερνήσεις των “πόλεων-περιοχών” (...) Ήδη η σημερινή παγκόσμια οικονομία είναι βασικά οργανωμένη μέσω ενός συστήματος 30 περίπου μεγα-πόλων οι οποίες αποτελούν τις “αρθρώσεις” της παγκόσμιας αγοράς»[2].

Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη παραπάνω πρόβλεψη, που είναι απόλυτα συμβατή με την υπόθεση που είχα αναπτύξει παλαιότερα από τις στήλες αυτές για την διεθνοποίηση της οικονομίας στο πλαίσιο της διαδικασίας αγοραιοποίησης, είναι ότι το κράτος-έθνος σταδιακά αντικαθίσταται από ένα δίκτυο πολυεθνικών και «πόλεων-περιοχών». Η εξέλιξη αυτή δεν σημαίνει φυσικά ότι έχει τεθεί σε κίνηση κάποια διαδικασία μαζικής αποκέντρωσης της εξουσίας στο πολιτικό ή το οικονομικό επίπεδο. Αντίθετα, υποδηλώνει μια τάση συγκέντρωσης εξουσίας στα χέρια μερικών προνομιούχων κοινωνικών ομάδων συγκέντρωσης που τείνει ν’ ανατρέψει ακόμη και την ιστορική αποκέντρωση στις τοπικές κοινωνίες που είχε επιτευχθεί στη Δυτ. Ευρώπη. Και αυτό σημαίνει ότι η σημερινή γενικευμένη κρίση (οικονομική, οικολογική, πολιτική, πολιτιστική), η οποία έχει τις βαθύτερες αιτίες της στη διογκούμενη συγκέντρωση εξουσίας[3], δεν μπορεί παρά να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο, εφόσον οι σημερινές τάσεις δεν ανακοπούν.

Εντούτοις, στον μαύρο αυτό ορίζοντα ήδη διαφαίνονται εναλλακτικές τάσεις που αποβλέπουν σε μια εναλλακτική κοινωνική οργάνωση βασισμένη στις τοπικές κοινότητες και την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη πολιτική και οικονομική διαδικασία. Δεν αναφέρομαι στις διάφορες «Κινήσεις Πολιτών», περιβαλλοντικές οργανώσεις, ή γενικότερα στη κίνηση για την «κοινωνία πολιτών», οι οποίες, μη αμφισβητώντας το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, αυτο-καταδικάζονται στη περιθωριοποίηση ή την ενσωμάτωση τους στις επικρατούσες τάσεις που περιέγραψα παραπάνω[4]. Αναφέρομαι στις κινήσεις για την κοινοτική ανάπτυξη που ήδη αναπτύσσονται κυρίως στη Βόρεια Αμερική και τη Βρετανία.

Τα κοινά χαρακτηριστικά όλων αυτών των κινήσεων είναι, πρώτον, ότι  υιοθετούν μια ολιστική προσέγγιση στη κοινοτική ανάπτυξη, την οποία δεν την βλέπουν μόνο  οικονομική αλλά και πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ―πράγμα που συνεπάγεται την ανάγκη δημιουργίας νέων δομών στα αντίστοιχα επίπεδα. Δεύτερον, ότι πιστεύουν πως οι σημερινές τοπικές κοινότητες είναι «φτωχές» (οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά) λόγω της έλλειψης πραγματικού ελέγχου πάνω στους πόρους τους (οικονομικοί, ανθρώπινο δυναμικό κ.λπ.) πράγμα που συνεπάγεται την ανάγκη μιας γενικής, επιστροφής προς τη τοπική αυτοδυναμία. Έτσι, όλες οι τάσεις στο χώρο αυτό υποστηρίζουν την ανάγκη δημιουργίας συμμετοχικών μορφών λήψης αποφάσεων στο τοπικό επίπεδο, σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο δομών άμεσης και οικονομικής δημοκρατίας.

Το βασικό βέβαια πρόβλημα που γεννάται σχετικά με τις εναλλακτικές αυτές τάσεις αναφέρεται στη στρατηγική η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στη ριζική κοινωνική αλλαγή που επιδιώκουν. Δυο είναι οι βασικές τάσεις σχετικά. Η κίνηση για την «Κοινοτική Οικονομική Ανάπτυξη» και η κίνηση για τον «Συνομοσπονδιακό Κοινοτισμό».

Η κίνηση για την «Κοινοτική Οικονομική Ανάπτυξη»[5] στοχεύει στη δημιουργία μιας κοινοτικής κουλτούρας και στη βαθμιαία απομάκρυνση των «συντελεστών παραγωγής» από την οικονομία της αγοράς. Δηλαδή της εργασίας (μέσω των κοινοτικών μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων/Community Enterprises), της γης (μέσω των Κοινοτικών Στεγαστικών Ενώσεων/Community Land Trusts) και των οικονομικών πόρων της κοινότητας (μέσω των Κοινοτικών Χρηματοπιστωτικών Οργανώσεων/Community Financial Institutions). Εντούτοις, το πρόβλημα με την  προσέγγιση αυτή είναι ότι εύκολα μπορεί να καταλήξει στον τοπικισμό, ο οποίος βέβαια δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις στα σημερινά προβλήματα, οικολογικά και οικονομικά, που επιβάλλουν λύσεις σε εθνικό, ηπειρωτικό, ή ακόμη και παγκόσμιο επίπεδο. Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η επιτυχία των κοινοτικών δραστηριοτήτων εξαρτάται σε τελική ανάλυση, από τη χρηματοδότηση και ενίσχυση είτε του ιδιωτικού είτε του δημόσιου τομέα, που είναι φυσικό να βλέπουν ανταγωνιστικά τον κοινοτικό τομέα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αρχίζει ν’ απειλεί τα ζωτικά συμφέροντα τους. Και αυτό σημαίνει ότι η ανακοπή των σημερινών τάσεων για τις «μεγα-πόλεις» γίνεται σχεδόν αδύνατη. Γι’ αυτό και επιτυχημένα ο γνωστός Αμερικανός κοινωνικός οικολόγος Murray Bookchin χαρακτήρισε αυτού του είδους τις κοινοτικές επιχειρήσεις σαν «ασκήσεις» λαϊκού ελέγχου και όχι πραγματικό  λαϊκό έλεγχο.

Από τη σκοπιά αυτή, η κίνηση για τον «Συνομοσπονδιακό Κοινοτισμό»[6] φαίνεται πιο ρεαλιστική. Όχι μόνο γιατί η πρόταση της για τη συνομοσπονδιοποίηση των κοινοτήτων προσφέρει αποτελεσματική διέξοδο στο πρόβλημα του τοπικισμού. Αλλά και κυρίως γιατί προσφέρει μια ρεαλιστική στρατηγική για την  οργάνωση της κοινωνίας σε κοινοτική βάση. Η στρατηγική αυτή συνίσταται στη κατάληψη της τοπικής εξουσίας με στόχο τη κατάργηση της! Δηλαδή, στη συμμετοχή στις τοπικές εκλογές, με στόχο τη δημιουργία εναλλακτικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης που θεμελιώνονται στην άμεση και την οικονομική δημοκρατία.    


 

[1] Γ. Ρουμπάνης, "Ε" (4/10/1994).

[2] Toronto Star (19/8/1992).

[3] Βλ Τ. Φωτόπουλος, «Το τέλος του σοσιαλιστικού κρατισμού», Κοινωνία και Φύση, τ. 6, (1994)

[4] Βλ. "Ε" (23/4/1994).

[5] Βλ. για την Αμερικανική εμπειρία, Eric Shragge, Community Economic Development (Black Rose Press, 1993) και για τη Βρετανική εμπειρία, John Pearce, At the heart of the Community Economy (Gulbekian, 1993).

[6] Βλ. Murray Bookchin, Ξαναφτιάχνοντας τη κοινωνία (Εξάντας, 1993) και τα άρθρα των M. Bookchin, H. Hawkins και Τ. Φωτόπουλου στο Κοινωνία και Φύση, τ. 3 (1993).