Ελευθεροτυπία (9 Δεκεμβρίου 1995)


Από τους «χαρισματικούς» στους «ειδικούς»

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τον τελευταίο καιρό έγινε πια κοινός τόπος στη χώρα μας ότι η εποχή των «χαρισματικών» ηγετών και της αντίστοιχης συγκέντρωσης της πολιτικής εξουσίας στα χέρια τους ανήκει στο παρελθόν. Αφορμή για το συμπέρασμα αυτό αποτελεί η αναπόφευκτη πια απόσυρση από την πολιτική σκηνή και του τελευταίου «μεγάλου» του μεταπολεμικού κοινοβουλευτισμού. Στη πραγματικότητα, όμως, αποτελεί καθολικό φαινόμενο η αντικατάσταση της συγκεντρωμένης πολιτικής εξουσίας στα χέρια των πολιτικών από τη γενικευμένη διαχείριση που ασκούν «άχρωμοι» τεχνοκράτες πίσω από τη «βιτρίνα» δευτεροκλασάτων επαγγελματιών πολιτικών. Επομένως, οι βιολογικοί λόγοι σχετικά με τους τελευταίους χαρισματικούς ηγέτες στη χώρα μας απλώς επιταχύνουν μια διαδικασία που έχει ήδη αρχίσει, ιδιαίτερα μετά την ένταξη μας στην ΕΟΚ.

Ιστορικά, η συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στα χέρια της πολιτικής ελίτ δεν ήταν παρά το αναγκαστικό αποτέλεσμα του χωρισμού της κοινωνίας από το κράτος που παγίωσε η εγκαθίδρυση του κράτους-έθνους και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας τους τελευταίους τρεις-τέσσερις αιώνες, Αντίστοιχα, ο παράλληλος χωρισμός της κοινωνίας από την οικονομία, στον οποίο οδήγησε η καθιέρωση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς τους τελευταίους δυο αιώνες, ολοκλήρωσε τη συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Έτσι, η μεν πολιτική μετατράπηκε σε «τέχνη» την οποία ασκούσαν οι πολιτικοί, ενώ ο έλεγχος της οικονομίας στο μακρο-οικονομικό επίπεδο ανάχθηκε σε «επιστήμη», που ανετίθετο σε αυτούς που υποτίθεται ότι είχαν τις κατάλληλες γνώσεις. Όλα αυτά, σε πλήρη αντίθεση με την θεμελιακή αρχή της δημοκρατίας, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβανόντουσαν σε αυτό τον τόπο δυόμισυ χιλιάδες χρόνια πριν, όταν οι αποφάσεις για τα σημαντικά θέματα που αφορούσαν τη καθημερινή ζωή των πολιτών ελαμβάνοντο από τους ίδιους τους πολίτες και όχι από τους «ειδικούς», δηλαδή από τους ίδιους τους «χρήστες» και όχι τους «εμπειρογνώμονες». Χαρακτηριστικό της ασημαντότητας των «ειδικών» στη κλασική δημοκρατία ήταν ότι οι άρχοντες ανεδεικνύοντο με κλήρωση και όχι με εκλογές που εθεωρούντο ολιγαρχικός θεσμός[1].

Εντούτοις, μέχρι χθες τουλάχιστον, οι τεχνοκράτες που διεχειρίζοντο την οικονομία δεν έπαιρναν και οι ίδιοι τις αποφάσεις, αλλά, βασικά, πρότειναν τρόπους για την υλοποίηση των αποφάσεων της πολιτικής ελίτ. Σήμερα, όμως,  αντιμετωπίζουμε ένα εντελώς νέο φαινόμενο: τη δραστική μετατροπή τόσο της πολιτικής όσο και της οικονομικής διεύθυνσης σε απλή διαχείριση η οποία βασικά ανατίθεται στους «ειδικούς». Το φαινόμενο αυτό κατά τη γνώμη μου οφείλεται τόσο σε «αντικειμενικούς» παράγοντες που αφορούν ριζικές δομικές αλλαγές στο οικονομικό επίπεδο, όσο και σε «υποκειμενικούς» παράγοντες.

Όσον αφορά πρώτα, τις δομικές αλλαγές, ο χωρισμός της κοινωνίας από το κράτος και την οικονομία, τελευταία, παίρνει  διαστάσεις  οι οποίες ήταν αδιανόητες ακόμη και μερικές δεκαετίες πριν. Η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης σε υπερ-εθνικό επίπεδο, συνοδεύεται από μια παράλληλη υπερ-εθνική συγκέντρωση πολιτικής δύναμης. Η κρατική κυριαρχία και ιδιαίτερα η οικονομική παρακμάζει συνεχώς σε άμεση συνάρτηση με την διεθνοποίηση της οικονομίας[2]. Με αυτή τη λογική, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει τη θέση ότι η κρατική κυριαρχία αντικαθίσταται σήμερα από την κυριαρχία της αγοράς και μια μορφή υπερ-εθνικής κυριαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα η πολιτική και οικονομική δύναμη συγκεντρώνεται στο υπερ-εθνικό επίπεδο του αναδυόμενου δικτύου των αστικο-περιφερειακών (city-regional) κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών, όπως η GATT, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Διεθνής Τράπεζα κ.λπ. Χαρακτηριστικό των τάσεων αυτών είναι το γεγονός ότι η υπό σχεδιασμό Ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα, η οποία πρόκειται ν’ αναλάβει τον έλεγχο του νέου Ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος και του κοινού Ευρωπαϊκού νομίσματος, θα ελέγχεται από «ειδικούς» που θα παίρνουν κρίσιμες διαχειριστικές αποφάσεις για τη ζωή όλων μας, εντελώς ανεξάρτητοι από πολιτικό έλεγχο, σε συνεργασία με τις κεντρικές τράπεζες των χωρών-μελών, οι οποίες επίσης, θα είναι ουσιαστικά ανεξάρτητες από πολιτικό έλεγχο.

Όμως δεν είναι μόνο  οι γενικές διαχειριστικές αποφάσεις οι οποίες σήμερα παίρνονται από τους τεχνοκράτες των διεθνών οργανισμών. Παράλληλα, οι σημαντικότερες οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις στο επίπεδο των κρατών-εθνών ούτε σχεδιάζονται ούτε φυσικά λαμβάνονται από τους παραδοσιακούς θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (Βουλή, Υπ. Συμβούλιο κ.λπ.). Στις μεγάλες δυτικές «δημοκρατίες», οι βασικές αποφάσεις ήδη σχεδιάζονται από «ομάδες πολιτικής» (policy groups) και «δεξαμενές σκέψης» (think tanks) και όχι από τους παραδοσιακούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Έτσι, η συνεχής παρακμή της οικονομικής κυριαρχίας του κράτους συνοδεύεται από την παράλληλη μετατροπή της δημόσιας σφαίρας σε απλή διαχείριση.  Πράγμα που κάνει φανερό ότι ήδη φθάσαμε στη κοινωνία που «κυβερνιέται από μια ‘αόρατη χείρα’, δηλαδή από κανένα».[3]

Πέρα όμως από τους παραπάνω «αντικειμενικούς» παράγοντες θα έπρεπε ν’ αναφερθούμε και στη σημασία «υποκειμενικών» παραγόντων που δρουν κυρίως στο ιδεολογικό επίπεδο. Ο βασικός λόγος που η διεύθυνση της πολιτικής εξουσίας έχει ξεφύγει σήμερα από τους επαγγελματίες πολιτικούς και τα κόμματα είναι κατά τη γνώμη μου το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της σημερινής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, οι κομματικές διαφορές δεν έχουν πια σχεδόν καμιά σημασία. Τα κόμματα εξουσίας δεν διαφέρουν πια ιδεολογικά εφόσον όλα υποστηρίζουν βασικά την ίδια πολιτική που επιβάλλει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, την οποία κανένα κόμμα δεν αμφισβητεί: επέκταση του ιδιωτικού τομέα σε βάρος του δημόσιου, ξεχαρβάλωμα του κράτους-πρόνοιας, εγκατάλειψη του στόχου για πλήρη απασχόληση και μεγιστοποίηση της ελευθερίας της αγοράς.  Ουσιαστικά, αντιμετωπίζουμε σήμερα αυτό που η Charlotte Raven[4] χαρακτήρισε ως την «απο-πολιτικοποίηση της πολιτικής σκέψης». Έτσι, η πολιτική σήμερα δεν είναι καν η σύγκρουση ιδεών για τη συνολική κατεύθυνση της κοινωνίας αλλά μια διαμάχη για το ποιο κόμμα παρουσιάζει καλύτερα εχέγγυα ότι θα διαχειρισθεί αποτελεσματικότερα την πολιτική εξουσία. Πράγμα, βέβαια, που δημιουργεί απορίες ακόμη και σε φιλελεύθερους οπαδούς του κοινοβουλευτισμού που εύλογα διερωτώνται «εάν η πολιτική πράγματι αφορά μόνο την οικονομική αποτελεσματικότητα και το ποιος είναι καλύτερος διαχειριστής τότε γιατί να μην την αφήσουμε εντελώς στους ειδικούς; Στο κάτω-κάτω κανένας δεν απαιτεί να παίζει κάποιο ρόλο στη διαχείριση της γειτονικής του σουπερμάρκετ, γιατί λοιπόν η χώρα θα πρέπει να είναι κάτι το διαφορετικο;»[5]

Συμπερασματικά, το ερώτημα που γεννιέται είναι μήπως όπως η οικονομία της αγοράς έχει μια δυναμική που αναπόφευκτα οδηγεί από την υποτιθέμενη οικονομική ελευθερία του ατόμου στην εξουσία των πολυεθνικών και των τεχνοκρατών στους διεθνείς οργανισμούς, έτσι και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει τη δική της αντίστοιχη δυναμική που οδηγεί από την υποτιθέμενη πολιτική ελευθερία του ατόμου και την εξουσία των πολιτικών («χαρισματικών» ή μη) στην κυριαρχία των  «ειδικών».

 


 

[1] «Λεγω δ' οίον δοκεί  δημοκρατικόν μεν είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς, το δ' αιρετάς ολιγαρχικόν», Αριστοτέλη,  Πολιτικά, Βιβλίο IV, 1294b.

[2] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, «Το κράτος-έθνος και η αγορά», Κοινωνία και Φύση, αρ. 5, (Σεπτ.-Δεκ. 1993)

[3] Hannah Arendt, The Human condition (Univ. of Chicago Press 1958), σελ. 45.

[4] The Observer (30/7/1995).

[5] Στο ίδιο.