(Ελευθεροτυπία, 10 Ιουνίου 1995) 


 

«Κοινοτισμός» με αγορά: ο κίβδηλος «τρίτος» δρόμος

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Πριν λίγες μέρες εισήλθε ορμητικά και στην Ελλάδα, το νέο ρεύμα του «κοινοτισμού» ή κομουνιταριανισμού (communitarianism), που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ πριν μερικά χρόνια και ήδη κατακτά τις Ευρωπαϊκές ελίτ και τμήματα των μεσαίων τάξεων. Σε τρισέλιδη, μάλιστα, συνέντευξη του Ετσιόνι (Etzioni), του ιδεολογικού γκουρού του ρεύματος αυτού στην "Ε"[1], το νέο ρεύμα παρουσιάστηκε ούτε λίγο ούτε πολύ ως «ο τρίτος δρόμος μεταξύ (φιλελεύθερου) καπιταλισμού και (κρατικιστικού) σοσιαλισμού». Στη πραγματικότητα, όμως, το ρεύμα αυτό όχι μόνο δεν συνιστά κανένα «τρίτο» δρόμο αλλά, αντιθέτως, αποτελεί αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «νεοφιλελεύθερη συναίνεση με ανθρώπινο πρόσωπο». Και αυτό γίνεται φανερό όχι μόνο από τη σύνθεση των επαγγελματιών πολιτικών που βλέπουν συμπαθώς το ρεύμα αυτό, τόσο στο εξωτερικό, (από τον Κλίντον και τον Μπλέρ μέχρι τον Κόλ και ρεπουμπλικάνους ηγέτες) όσο και στα παρ’ ημίν (από την Μ. Δαμανάκη και τον Γ. Παπανδρέου μέχρι τον Α. Ανδριανόπουλο) αλλά, κυρίως, από το ιδεολογικό του περιεχόμενο.

Σήμερα, το σοσιαλδημοκρατικό κράτος-πρόνοιας κείται σε ερείπια και η επιταχυνόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς στο οικονομικό επίπεδο συμπληρώνεται από την συνεχή παρακμή της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» στο πολιτικό επίπεδο. Η αδυναμία του κράτους να ελέγξει αποτελεσματικά τις δυνάμεις της αγοράς για ν’ αντιμετωπίσει τα θεμελιακά προβλήματα της μαζικής ανεργίας, της φτώχειας, της αυξανόμενης συγκέντρωσης εισοδήματος και πλούτου, καθώς και τη συνεχιζόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος, έχουν οδηγήσει σε μαζική πολιτική απάθεια και κυνισμό. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν διακρίνονται πια από τα νεοφιλελεύθερα, εφόσον όλα είναι τώρα ανίκανα, στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που παίρνουν ως δεδομένο, ν’ αντιμετωπίσουν τα παραπάνω θεμελιακά προβλήματα. Συγχρόνως, τα ουτοπικά όνειρα μερικών τμημάτων της Αριστεράς για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας πολιτών δεν έχουν καμιά πιθανότητα επιτυχίας, μπροστά στην διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς η οποία, αναπόφευκτα, ακολουθείται από την  διεθνοποίηση της μορφής κοινωνίας των πολιτών. Σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, η μοναδική μορφή κοινωνίας πολιτών που είναι επιτευκτή είναι αυτή που είναι συμβατή με τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ελευθερίες που επικρατούν στα πιο ανταγωνιστικά τμήματα της παγκόσμιας  οικονομίας.

Από την άλλη μεριά, όμως, τα θεμελιακά προβλήματα που δημιουργεί η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς έχουν συμβάλλει αποφασιστικά στη διάλυση του κοινωνικού ιστού, σαν αποτέλεσμα, κυρίως, της διάλυσης των κοινοτήτων, αναπόφευκτης συνέπειας της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Τα συμπτώματα είναι γνωστά: πρωτοφανής έκρηξη της εγκληματικότητας, της κατάχρησης ναρκωτικών, της πορνείας, και γενικά της κοινωνικής ανευθυνότητας. Και είναι τα συμπτώματα αυτά ―και μόνο― που αποτελούν το στόχο του κομουνιταριανισμού, κυρίως στις ΗΠΑ και τη Βρετανία όπου η νεοφιλελεύθερη αποχαλίνωση έχει επιφέρει και τη μεγαλύτερη κοινωνική αποσύνθεση. Σήμερα, ελάχιστοι αμφιβάλλουν ότι οποιαδήποτε σοβαρή αντιμετώπιση των παραπάνω συμπτωμάτων ενέχει το στοιχείο της συμμετοχής των πολιτών. Το πραγματικό θέμα επομένως δεν είναι εάν η συμμετοχή είναι επιθυμητή ή όχι, αλλά εάν οποιαδήποτε πραγματική συμμετοχή είναι δυνατή στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο. Το πλαίσιο δηλαδή που ορίζεται, στο πολιτικό επίπεδο, από τους νέους θεσμούς συγκέντρωσης πολιτικής δύναμης (π.χ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρω-βουλή κ.λπ.) και, στο οικονομικό επίπεδο, από τη διεθνή οικονομία της αγοράς και τους θεσμούς της (πολυεθνικές, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Διεθνής Τράπεζα κ.λπ.). Εν συντομία, το πραγματικό θέμα είναι αποκέντρωση ή ανοικοδόμηση της κοινωνίας.

Από τη σκοπιά αυτή, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σήμερα τόσο οι προτάσεις για αποκέντρωση της κοινωνίας, που εκφράζονται με τον κομμουνιταριανισμό, τα ρεύματα για την ενδυνάμωση της κοινωνίας πολιτών κ.λπ., όσο και αυτές για την ανοικοδόμηση της[2], επικεντρώνονται στο κοινοτικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό δεν είναι βέβαια εκπληκτικό, αφού απλώς αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια της κατάρρευσης του κρατικού σοσιαλισμού από τη μια μεριά και της αποτυχίας του «υπαρκτού καπιταλισμού» από την άλλη. Μια αποτυχία που είναι τόσο οικονομική ―όπως δείχνει το γεγονός ότι το σύστημα αυτό δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει ούτε τις βασικές ανάγκες τουλάχιστον του 20% του παγκόσμιου πληθυσμού,― όσο και οικολογική, όπως φανερώνει η προϊούσα οικολογική αποσύνθεση.

Έτσι, ο κοινοτισμός επανήλθε στο προσκήνιο. Όμως, δεν υπάρχει καμιά ομοφωνία ως προς το νόημα του κοινοτισμού σήμερα. Γενικά, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε σε δυο ευρείες κατηγορίες τα ρεύματα για τον κοινοτισμό. Από τη μια μεριά, είναι οι μορφές «κοινοτισμού» που παίρνουν ως δεδομένο ολόκληρο το θεσμικό πλαίσιο και τη συνακόλουθη συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης, η οποία αποτελεί την απώτερη αιτία των σημερινών θεμελιακών προβλημάτων. Είναι φανερό ότι  όλα αυτά τα ρεύματα δεν έχουν καμιά σχέση με ένα «τρίτο δρόμο», εφόσον αποτελούν απλές παραλλαγές του υπάρχοντος συστήματος. Από την άλλη μεριά, μια εναλλακτική ριζοσπαστική έννοια κοινοτισμού, ο Συνομοσπονδιακός Κοινοτισμός, βρίσκεται σε ανάπτυξη, και πράγματι αποτελεί υπέρβαση τόσο του φιλελευθερισμού όσο και του σοσιαλισμού[3]. Στη πρώτη κατηγορία  ανήκουν τα διάφορα ρεύματα θρησκευτικού κοινοτισμού, τα οποία χρησιμοποιούν μία άσχετη προς το πολιτικό γίγνεσθαι έννοια της «κοινότητας», καθώς και ο κομουνιταριανισμός, όπου η αναγέννηση της κοινότητας προτείνεται ως μέσον για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και την ενίσχυση της ασφάλειας του κράτους (βλ. για παράδειγμα τον λόγο του Κλίντον στο Κογκρέσο το 1994) ή για την ανάληψη των κοινωνικών υπηρεσιών που εγκαταλείπονται από το εν διαλύσει κράτος-πρόνοιας. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα ρεύματα Συνομοσπονδιακού Κοινοτισμού, τα οποία, μετά την κομματικοποίηση και συνακόλουθη αποτυχία του ορθόδοξου Πράσινου κινήματος, συνεχώς κατακτούν έδαφος μεταξύ των ριζοσπαστικών Πρασίνων ρευμάτων στις ΗΠΑ αλλά και την Ευρώπη.

Όσον αφορά πρώτα τον κομουνιταριανισμό, πέρα από το γεγονός ότι δεν αποτελεί «τρίτο δρόμο» δεν παύει να είναι και ουτοπικός. Η αναγέννηση των κοινοτήτων είναι αδύνατη στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπου η οικονομική ζωή κάθε κοινότητας, δηλαδή η απασχόληση, το εισόδημα και η ευημερία κάθε μέλους της κοινότητας, εξαρτάται αποφασιστικά από οικονομικές δυνάμεις τις οποίες καμιά κοινότητα δεν είναι πια σε θέση να ελέγχει. Η σημερινή παγκόσμια ελευθερία στην κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίου σημαίνει ότι καμιά κοινότητα δεν είναι πια οικονομικά βιώσιμη, εφόσον το επίπεδο οικονομικής βιωσιμότητας έχει τώρα μετατοπισθεί στις καινούριες πόλεις-περιοχές και τα πολυεθνικά δίκτυα. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η επιχειρηματολογία του κομουνιταριανισμού είναι γεμάτη αντιφάσεις, ιδιαίτερα μάλιστα όταν, ενώ διακηρύσσεται ότι ο απώτατος στόχος είναι μια κοινωνική διάρθρωση που επιδιώκει «να διευκολύνει την αδελφοσύνη», συγχρόνως εγκωμιάζεται ενθουσιωδώς ο μηχανισμός της αγοράς[4]! Ούτε είναι εκπληκτικό ότι ο Ετσιόνι διακηρύσσει απερίφραστα ότι «ο κομουνιταριανισμός δεν έχει καμιά οικονομική 'ατζέντα', ή πρόβλεψη για κοινωνικο-οικονομικά δικαιώματα»![5] Είναι δηλαδή φανερό ότι οι οπαδοί του κομουνιταριανισμού θέλουν να έχουν και τη πίτα και τον σκύλο χορτάτο, εφόσον θέλουν ν’ απολαμβάνουν μεν τα προνόμια που η οικονομία της αγοράς και η διεθνοποίηση της τους επιτρέπει ν’ απολαμβάνουν, χωρίς όμως να πληρώνουν και την τιμή που συνεπάγεται η ζωή σε μια κοινωνία πελώριων ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Γι’ αυτό και επικεντρώνουν τον «κοινοτισμό» τους στα θέματα αξιών και τάσσονται υπέρ της επαναφοράς παραδοσιακών ιεραρχικών θεσμών, όπως η οικογένεια, και της δημιουργίας νέων. Έτσι, μερικοί θιασώτες του νέου ρεύματος υποστηρίζουν την υποχρεωτική κοινοτική προσωπική εργασία για τους έφηβους, άλλοι προτείνουν την απαγόρευση κυκλοφορίας των νέων μετά από ορισμένη ώρα τη νύχτα, τη παραχώρηση μεγαλύτερης εξουσίας στους αστυνομικούς σε σχέση με έρευνες για ναρκωτικά και οπλοφορία στις αστικές περιοχές κ.λπ.[6]

Όσον αφορά τις προτάσεις για τον Συνομοσπονδιακό Κοινοτισμό, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν βασικό στοιχείο για μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας[7] που θα βασίζεται στην κοινότητα ως τη θεμελιακή κοινωνική, πολιτική και οικονομική μονάδα, πάνω στην οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί ένας νέος τύπος κοινωνίας, δηλαδή ένα τρίτο κοινωνικό σύστημα, πέρα από τον σοσιαλιστικό κρατισμό και τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Με αυτή την έννοια ο κοινοτισμός δεν θα ήταν ένας νέος «ισμός» εφόσον το αίτημα για τη νέα δημοκρατία δεν στηρίζεται σε κάποιους «νόμους» ή τάσεις αλλά σε ένα «πρόταγμα», το πρόταγμα για την ατομική και συλλογική αυτονομία, δηλαδή την ελευθερία. Η ίδια η υλοποίηση του επομένως αποκλείει την ετερονομία στη σκέψη των ανθρώπων που αποτελεί το θεμέλιο της ατομικής και κοινωνικής ετερονομίας.


 

[1] "Ε" (29/5/1995).

[2] Μάρει Μπούκτσιν, Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία (Εξάντας, 1993).

[3] Βλ Κοινωνία και Φύση, ιδιαίτερα τ. 1 & 3.

[4] Jonathan Boswell Community and The Economy (London: Routledge 1990), σελ. 189-90. 

[5] Α. Etzioni, "Common values", New Statesman (12/5/1995).

[6] Paul Anderson & Kevin Davey "Communitarianism" New Statesman (3/3/1995).   

[7] Βλ.  Τ. Φωτόπουλος "Μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας", Κοινωνία και Φύση, αρ. 8.