(Ελευθεροτυπία, 30 Σεπτεμβρίου 1995) 


Η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Οι φανφάρες με τις οποίες υπογράφτηκε στην Ουάσιγκτον προχθές η συμφωνία Αραφάτ-Ράμπιν ίσως ν’ αποτελέσουν το προανάκρουσμα για τις αντίστοιχες φανφάρες που θα συνοδεύσουν την επιβράβευση της εθνοκάθαρσης στη τ. Γιουγκοσλαβία. Διότι, αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Παλαιστίνη δεν είναι παρά η επισφράγιση μιας μακρόχρονης  εθνοκάθαρσης  που άρχισε στις αρχές του αιώνα μας, και ολοκληρώνεται σήμερα. Έτσι, το σχέδιο, που τόσο εύγλωττα περιέγραφε στο ημερολόγιο του ο ιδρυτής του Σιωνισμού Theodor Herzl, ακριβώς 100 χρόνια πριν, σήμερα υλοποιείται: «πρέπει να πάρουμε βαθμιαία τη γη από τα χέρια των (Αράβων) ιδιοκτητών στα εδάφη που μας παραχωρούνται και να προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε τους φτωχότερους από τον πληθυσμό έξω από τα σύνορα μας, παρέχοντας τους εργασία στις “δορυφορικές” χώρες, και στερώντας τους τη δυνατότητα απασχόλησης στη χώρα μας»[1].

Αποτελεί, όμως, καθαρή ειρωνεία ν’ απαιτείται σήμερα από τους Παλαιστινίους, με τη νέα συμφωνία που μόλις υπέγραψαν, ν’ αποκηρύξουν εκείνες τις διατάξεις από τον Παλαιστινιακό Καταστατικό Χάρτη του 1968 οι οποίες καλούν για τη διάλυση του κράτους του Ισραήλ, τη στιγμή που δεν απαιτείται η από μέρους των Ισραηλινών αντίστοιχη αποκήρυξη του καταστατικού χάρτη του Σιωνιστικού κινήματος του 1897, ή της Διακήρυξης του Μπαλφουρ του 1917. Διότι, βέβαια, ήταν η Διακήρυξη αυτή που αναγνώρισε για πρώτη φορά το δικαίωμα των Εβραιών ν’ αποκτήσουν μια «εθνική εστία» στη Παλαιστίνη, τη στιγμή που κατοικούσαν μόνο 85.000 Εβραίοι στη περιοχή οι οποίοι κατείχαν μόλις το 2% της γης, έναντι 700.000 Αράβων (1914). Όμως, η εγκαθίδρυση της Εβραϊκής εθνικής εστίας σε μια περιοχή ήδη κατοικημένη δεν σήμαινε βέβαια παρά την εθνοκάθαρση της. Ο στόχος άλλωστε του Σιωνισμού ήταν πάντοτε η εγκαθίδρυση ενός «εθνικά καθαρού» Εβραϊκού κράτους-έθνους στη Παλαιστίνη, μέσω της μετανάστευσης εβραϊκών πληθυσμών από ολόκληρο τον κόσμο και της εκδίωξης του ιθαγενούς Αραβικού πληθυσμού.  

Έτσι, ήδη από τον μεσοπόλεμο, άρχισε μια διαδικασία ειρηνικού στην αρχή εποικισμού της Παλαιστίνης η οποία κατέληξε στην αύξηση του Εβραϊκού πληθυσμού από περίπου 85.000 το 1922 σε 445.000 (30% του πληθυσμού) το 1939. Μετά τον πόλεμο, όμως, όταν η παγκόσμια κοινή γνώμη προσπαθούσε ακόμη ν’ αφομοιώσει την ναζιστική κτηνωδία του ολοκαυτώματος, οι Σιωνιστές επέτυχαν με τη βοήθεια των δυτικών τη γνωστή απόφαση του ΟΗΕ η οποία υιοθετούσε το Σιωνιστικό σχέδιο για τη  διχοτόμηση της Παλαιστίνης, παραχωρώντας μάλιστα το 57% της γης στο κράτος του Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι η αναλογία των Εβραίων στη Παλαιστίνη δεν είχε καμιά σχέση με το ποσοστό αυτό! Στη συνέχεια, η «επίθεση» των Αράβων κατά του παρείσακτου κράτους έδωσε την ευκαιρία στους Ισραηλινούς να αρπάξουν  το  77% της Παλαιστινιακής γης και ν’ αρχίσουν μια διαδικασία βίαιης εθνοκάθαρσης (βλ. π.χ. τη σφαγή στο Deir Yasin) που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικά, ο Μπεν Γκουριόν, ο ιδρυτής του κράτους του Ισραήλ, δήλωνε τότε ότι το νέο κράτος είχε ιδρυθεί πάνω σε τμήμα μόνο της γης του Ισραήλ και ότι «πρέπει να εγκαθιδρυθεί ένα δυναμικό κράτος που θα έχει στόχο την επέκταση». Η συνέπεια της πρώτης αυτής εθνοκάθαρσης ήταν ότι κάπου 780.000 Άραβες διώχτηκαν άμεσα ή έμμεσα από τα σπίτια τους το 1948[2] και ότι σήμερα, κάπου μισό εκατομμύριο Παλαιστίνιοι ζουν ακόμη σε προσφυγικά στρατόπεδα στη Γάζα, εκτός από τους εκατοντάδες χιλιάδες που είναι διασκορπισμένοι στο Λίβανο, την Ιορδανία κ.λπ.  Έτσι, οι μισοί περίπου Παλαιστίνιοι που ζουν έξω από τα κατεχόμενα, με βάση τη συμφωνία του Όσλο, καθώς και την μόλις υπογραφείσα συμφωνία, χάνουν κάθε δικαίωμα επιστροφής στα σπίτια τους, εφόσον πάνω σε αυτά έχει κτιστεί το «εθνικά καθαρό» Ισραήλ.

Η εθνοκάθαρση εντάθηκε μετά τον πόλεμο των 6 ημερών του 1967 και πήρε τη μορφή του εποικισμού περιοχών στα κατεχόμενα και στην Ιερουσαλήμ, σε κατάφωρη παραβίαση των διεθνών συνθηκών της Γενεύης που απαγορεύουν τη εγκατάσταση πολιτών της κατακτήτριας δύναμης στις κατεχόμενες περιοχές. Έτσι, σήμερα, οι Εβραίοι έποικοι στη Παλαιστίνη φθάνουν τις 140.000 (10-15% του πληθυσμού) αλλά κατέχουν (μαζί με τη γη που ανήκει στο κράτος) περίπου 40% της Παλαιστινιακής γης[3]. Εντούτοις, παρά τις συνεχείς εθνοκαθάρσεις, 800.000 από τους κατοίκους του Ισραήλ που επίσημα αυτοκαθορίζεται ως «Εβραϊκό κράτος» είναι Άραβες (περίπου 16% του πληθυσμού). Επίσημα, οι Ισραηλινοί Άραβες απολαμβάνουν ίσων δικαιωμάτων (μολονότι μόνο 7% των βουλευτών στη Knesset είναι Άραβες) αλλά στη πράξη υφίστανται μερικές κατάφωρες και πολλές συγκεκαλυμμένες διακρίσεις που αν τις εφάρμοζε οποιοδήποτε άλλο κράτος κατά των Εβραίων κατοίκων του θα επέσυρε τον αυτόματο χαρακτηρισμό του «αντισημιτικού». Για παράδειγμα, δεν έχει υπάρξει ποτέ Άραβας υπουργός, ανώτατος δικαστής, διοικητής μιας μεγάλης δημόσιας επιχείρησης, ή ανώτερο στέλεχος στη κρατική τηλε-ραδιοφωνία, ενώ οι μισοί από τους επίσημα χαρακτηριζόμενους φτωχούς Ισραηλίτες είναι Αραβες[4].

Η πολιτική όμως της εθνοκάθαρσης δεν είναι απλώς η πολιτική της εθνικιστικής Ισραηλινής δεξιάς. Η εργατική γραφειοκρατία ελεγχόταν πάντα από τους Σιωνιστές και με κάθε τρόπο ενθάρρυνε την πολιτική που συνοψίζεται στο μόττο «δουλειές μόνο για τους Εβραίους». Το Εργατικό κόμμα άλλωστε, που πρωταγωνιστεί σήμερα στην ολοκλήρωση της εθνοκάθαρσης, ήδη από την ίδρυση του έχει βασική πολιτική ότι η Εβραϊκή «αποκλειστικότητα» έχει προτεραιότητα έναντι κάθε συνεργασίας με τους Άραβες εργάτες και αγρότες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ακόμη και τα κιμπούτς, που τόσο έχουν εγκωμιαστεί από την δυτική Αριστερά ως ένας νέος τρόπος κοινοτικής ζωής, κτίστηκαν συνήθως πάνω σε γη που ανήκε σε Άραβες αγρότες, ότι δεν υπάρχει ούτε ένα Αραβο-Εβραϊκό κιμπουτς, και ότι όλα επιχορηγούνται από Σιωνιστικά κεφάλαια[5].

Εντούτοις, στην ολιγάριθμη  μη Σιωνιστική Αριστερά δεν έλειψαν τα κινήματα που απαιτούσαν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης για τους Εβραίους αλλά και για τους Παλαιστίνιους, μέσα σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία που θ’ απέρριπτε τόσο τον Σιωνιστικό όσο και τον αντίστοιχο Αραβικό εθνικισμό. Όμως, οι φωνές αυτές δεν εισακούστηκαν ποτέ. Έτσι, σήμερα, η μακρόχρονη διαδικασία εθνοκάθαρσης έχει οδηγήσει στη κατάσταση όπου, όπως τονίζει ο Ισραηλινός ακαδημαϊκός Israel Shahak, «με οποιαδήποτε κριτήρια, το κράτος του Ισραήλ πρέπει να θεωρηθεί ένα ρατσιστικό κράτος»[6]. Η «ειρηνευτική» διαδικασία που εγκωμιάζεται σήμερα από τον Κλίντον[7] και κομπανία, αλλά και από διάφορους «αριστερούς», πάντα  εθεωρείτο ως μια άσκηση για τον «μόνιμο διαχωρισμό» Εβραιών και Παλαιστινίων. Ο Ραμπίν μόλις τον Γενάρη δήλωνε απερίφραστα ότι είναι υπέρ ενός εδαφικού απαρτχάιντ διότι οι Παλαιστίνιοι «είναι μια οντότητα διαφορετική από εμάς, θρησκευτικά, πολιτικά, εθνικά». Σε επιβράβευση των προσπαθειών του για την ολοκλήρωση της εθνοκάθαρσης ο Ραμπίν πήρε και το Νόμπελ ειρήνης. Αύριο, ίσως το πάρουν και οι Μιλόσεβιτς, Τουτζμαν και Ιζεμπέγκοβιτς...


 

[1] Τ. Herzl, Selected Works, τομ. 7, βιβλίο 1, σ. 86.

[2] The Guardian (28/10/1991),  βλ. και την τελευταία αποκωδικοποίηση των  εγγραφών του Foreign Office, The Guardian (4/2/1995).

[3] John Gittings, The Guardian (7/1/1995).

[4] Jerrold Kessel, The Guardian (4/12/1993).

[5] Hanegbi, Machover & Orr The class nature of Israeli society”, New Left Review, αρ. 65

[6] D. Hirst, The Guardian (2/12/1994).

[7] Για τους στόχους της Pax Amerticana στη περιοχή, βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος στον Κόλπο (Εξάντας, 1991).