Ελευθεροτυπία (21 Δεκεμβρίου 1996)


Η καταστροφή του αγροτικού τομέα μας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η μεγαλειώδης αγροτική εξέγερση που έχει συγκλονίσει την Ελλάδα δεν αφορά απλώς τα αιτήματα των αγροτών για πρόσκαιρη βελτίωση των αγροτικών εισοδημάτων. Στην πραγματικότητα, αφορά την βαθμιαία καταστροφή της παραγωγικής δομής μας, εφόσον, μετά την δραστική αποβιομηχάνιση της χώρας, η ένταξη μας στην Ευρωπαική Ένωση (ΕΕ) φέρνει σήμερα την αποσύνθεση και του αγροτικού τομέα.  Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε την καταδίκη της αγροτικής εξέγερσης τόσο από την «σοσιαλιστική» κυβέρνηση που, ακολουθώντας την πεπατημενη της μετεμφυλιακής ημι-φασιστικής Δεξιάς, βρήκε...κομμουνιστικό δάκτυλο πίσω από την μαζική και βασικά μη ελεγχόμενη (από κόμματα ή αγροτοπατέρες) εξέγερση, όσο και από τους «προοδευτικούς» διανοούμενους κ.λπ. που ενώ υποκριτικά  ετάσσοντο υπέρ των αγροτικών αιτημάτων φρόντιζαν  συγχρόνως να καταδικάσουν την εξέγερση ως «παράνομη» (σαν να υπήρξε ιστορικά και καμμιά «νόμιμη» εξέγερση!) και «αντι-δημοκρατική» («ξεχνώντας» την πολύ σημαντικότερη αντι-δημοκρατική υφαρπαγή της ψήφου του ελληνικού λαού από τους σοσιαλφιλελεύθερους εκσυγχρονιστές που διεκήρυσσαν σε όλους τους τόνους προεκλογικά, ψευδόμενοι ασύστολα, ότι δεν θα πάρουν «σκληρά οικονομικά μέτρα»[1]).

Το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποίησαν κατά κόρο τόσο οι σοσιαλφιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές όσο και οι συμπαθούντες «προοδευτικοί» διανοούμενοι συνοψίσθηκε από τον Υπ. Γεωργίας, που με μια αφοπλιστική ασχετοσύνη (αν όχι συνειδητή απόπειρα συσκότισης της πραγματικότητας), δήλωσε ότι «η Ελλάδα ωφελείται καθοριστικά από την κοινοτική πολιτική, είναι χώρα που μόνο λαμβάνει στον γεωργικό τομέα, (αφού) τον προηγούμενο χρόνο το εισόδημα στον αγροτικό τομέα από τους κοινοτικούς πόρους ξεπέρασε το 45%»[2]. Όμως, οι Κοινοτικές επιδοτήσεις είναι μόνο η μια πλευρά της εξίσωσης. Η άλλη πλευρά ―η σημαντικότερη― είναι η μετά την ένταξη μας στην ΕΟΚ παράλληλη αποσύνθεση του αγροτικού τομέα. Πρώτα, στα χέρια της Κοινοτικής αγροτικής πολιτικής που ανέκαθεν καθορίζετο με βάση τα συμφέροντα των ισχυρών «Βορείων» εταίρων μας και σήμερα, στο έλεος των δυνάμεων της αγοράς που, μέσω της GATT, οδηγεί στη σταδιακή εξαφάνιση κάθε προστασίας της αγροτικής παραγωγής, είτε σε εθνικό είτε σε κοινοτικό επίπεδο. Πράγμα που σημαίνει ότι το δίλημμα που αρέσκεται ν’ αναφέρει ο «ενημερωμένος» Υπ. Γεωργίας μεταξύ «επανεθνικοποίησης» της αγροτικής παραγωγής και εμμονής στην Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ (ΚΑΠ), στη πραγματικότητα, είναι ήδη ανύπαρκτο. Η ΚΑΠ πνέει τα λοίσθια[3] και η αγροτική παραγωγή στην ΕΕ ενσωματώνεται σταδιακά στη διεθνοποιημένη οικονομία της  αγοράς.

Το αποτέλεσμα των διαδικασιών αυτών ήταν ότι ο αγροτικός πληθυσμός σε μια δεκαετία (1982-1993) μειώθηκε κατά περίπου 216.000 άτομα, υπέστη δηλ. μια μείωση πάνω από 20%, ενώ οι «εκσυγχρονιστές» μας «προβλέπουν» ακόμη δραστικότερη μείωση στη δεκαετία 1994-2004 που θα συρρικνώσει τον αγροτικό πληθυσμό στο μισό περίπου του σημερινού! Μήπως όμως το γεγονός ότι το κατά κεφαλή αγροτικό εισόδημα σε σταθερές τιμές εμφανίζεται αυξημένο κατά 18% περίπου μεταξύ της περιόδου 1985-89 και 1990-94[4] σημαίνει βελτίωση της γεωργίας μας; Αλλά, ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει, όπως δείχνουν τα ακόλουθα:

  • πρώτον, η αγροτική παραγωγή μειώθηκε απόλυτα σε σταθερές τιμές μεταξύ των δύο περιόδων[5]. Πράγμα που σημαίνει ότι η εμφανιζόμενη ως αύξηση του κατά κεφαλή αγροτικού εισoδήματος οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι η μείωση της αγροτικής παραγωγής ήταν μικρότερη από τη μείωση του πληθυσμού! Και φυσικά, το κατ’ απασχολούμενο γεωργικό εισόδημα στην Ελλάδα δεν ξεπερνά το ένα τρίτο του αντίστοιχου Ολλανδικού και είναι σημαντικά κάτω από το μισό του εισοδήματος στην Γαλλία, το Βέλγιο, τη Δανία και Βρετανία[6].

  • δεύτερον,  το αγροτικό ισοζύγιο  (εξαγωγές μείον εισαγωγές για τρόφιμα, ποτά, καπνό, βαμβάκι, ακατ. δέρματα) παρουσιάζει δραματική επιδείνωση σε ολόκληρη την περίοδο μετά την ένταξη μας στην ΕΟΚ. Έτσι, ενώ στη περίοδο μετά την μεταπολίτευση και μέχρι την πλήρη ένταξη μας (1974-80) η χώρα παρουσίαζε ένα υγιές πλεόνασμα στο αγροτικό ισοζύγιο που έφθανε κατά μέσο όρο τα 45 εκ. δολλ. ετησίως η κατάσταση αντεστράφη δραματικά μετά την ένταξη. Την περίοδο 1981-85 το πλεόνασμα μετετράπη σε σημαντικό ετήσιο έλλειμμα 254 εκ. δολλ., που την περίοδο 1986-90 ανέβηκε στα 595 εκ δολλ., για να φθάσει τα 867 εκ. δολλ. την περίοδο 1991-94![7].  Ανάλογα συμβαίνουν και στις άλλες χώρες του Κοινοτικού Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία) που επίσης παρουσιάζουν σημαντική χειροτέρευση στο αγροτικό τους ισοζύγιο μετά την ένταξη τους στην ΕΟΚ. Αντίθετα, χώρες του «Βορρά», όπως το Βέλγιο, η Δανία, η Ολλανδία και η Γαλλία παρουσιάζουν τα τελευταία 10 χρόνια πολύ σημαντικά και διογκούμενα αγροτικά πλεονάσματα.[8] Είναι επομένως φανερό ότι ο ανταγωνισμός μέσα στην ΕΟΚ ωφελεί όχι μόνο το βιομηχανικό αλλά ακόμη και το αγροτικό ισοζύγιο των «Βορείων», σε βάρος των Νοτίων (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία).

Οι μεταβιβάσεις επομένως από την ΕΕ προς τον αγροτικό τομέα (επιδοτήσεις κ.λπ.), για τις οποίες επαίρονται οι «εκσυγχρονιστές» και οι «προοδευτικοί» διανοούμενοι, έπαιξαν κατ’ αρχήν τον ίδιο ακριβώς ρόλο που παίζουν γενικότερα οι μεταβιβάσεις της ΕΕ σε σχέση με την ελληνική οικονομία. Ουσιαστικά, συγκαλύπτουν την προιούσα καταστροφή της παραγωγικής μας δομής δημιουργώντας μια τεχνητή ευμάρεια μέσω της παροδικής αύξησης των εισοδημάτων. Στη πραγματικότητα όμως οι επιδοτήσεις, ως τμήμα της ΚΑΠ και των περιορισμών που επέβαλε στο τι παράγουμε και πόσο παράγουμε, συνέβαλαν σε κάτι πολύ σημαντικότερο: στην απόκρυψη της διατρέβλωσης της παραγωγικής δομής μας που επέφερε η Κοινοτική πολιτική. Διότι σήμερα το τι και πόσο παράγουμε έχει πολύ μεγαλύτερη σχέση με τις ανάγκες των «Βορείων» εταίρων μας παρά με τις δικές μας ανάγκες σε αγροτικά προιόντα. Για παράδειγμα, ενώ χρειαζόμαστε πάνω από 1 εκ. τόνους αγελαδινού γάλακτος για να καλύπτουμε τις ανάγκες μας η ΚΑΠ, μέσω μιας πολιτικής «επιχρύσωσης»  (επιδοτήσεις) και «βούρδουλα» (πρόστιμα), μας έχει επιβάλει να παράγουμε κάτι παραπάνω από το μισό της ποσότητας αυτής καταδικάζοντας μας να εισάγουμε εκατοντάδες χιλιάδες τόνους κονσέρβες γάλακτος και γαλακτομικών προιόντων από τους «εταίρους» μας. Γενικά, η ΚΑΠ θέτει συνεχή όρια για τη φυτική και ζωική παραγωγή, για τη συνεχή μείωση εκτάσεων και αγροκαλλιεργειών, όχι μόνο για πλεονασματικά, αλλά ακόμη και για ελλειμματικά προιόντα όπως ο καπνός και το βαμβάκι. Έτσι οι επιδοτήσεις, με την «βοήθεια» του άνισου σε βάρος των αγροτών μας ανταγωνισμού από τις ανταγωνιστικότερες μονάδες του Βορρά, «έπεισαν» τους αγρότες μας να  ξεριζώσουν δεκάδες χιλιάδες σταφιδάμπελα στη Κρήτη και τη Πελοπόννησο, να συρρικνώσουν τη παραγωγή  και ποσότητα εξαγωγών καπνού, να μειώσουν τη παραγωγή σκληρού σταριού για χάρη της ...Γαλλίας, να παράγουν οπωροκηπευτικά για τις «χωματερες» κ.λπ.[9]

Όμως, η ΚΑΠ απλώς συνέβαλε στη διαστρέβλωση της αγροτικής μας δομής, με την μεταβίβαση του ελέγχου της αγροτικής παραγωγής σε εξωτερικά κέντρα. Ο βασικός λόγος που οδήγησε στη προιούσα αποσύνθεση του αγροτικού τομέα είναι η μετά την ένταξη μας προιούσα «αγοραιοποίηση» του αγροτικού τομέα, δηλαδή η ανάθεση βασικά της τύχης του στις δυνάμεις της αγοράς ―διαδικασία που θα ενταθεί δραστικά τα προσεχή χρόνια και θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του αγροτικού εισοδήματος, ως αποτέλεσμα της μείωσης της παραγωγής και της παράλληλης μείωσης των επιδοτήσεων. Η αγοραιοποίηση αυτή σημαίνει ότι οι μόνοι που θα επιβιώσουν στον ανταγωνισμό είναι οι οικονομικά ισχυρότεροι, δηλαδή οι τεράστιες αγρο-επιχειρήσεις (agri-business) που εξαπλώνονται σήμερα παντού στον Βορρά και οι οποίες με τη συγκέντρωση κεφαλαίου και καλλιεργούμενων εκτάσεων που διαθέτουν είναι ασυναγώνιστες. Ενδεικτικά, σύμφωνα με Κοινοτική μελέτη, το μέσο μέγεθος γεωργικών εκμεταλλεύσεων στη Βρετανία είναι 68 εκτάρια, στη Δανία 34 και το μέσο Κοινοτικό που περιλαμβάνει και τη περιφέρεια είναι 14 εκτάρια με τάση συνεχούς μεγέθυνσης, ενώ στην Ελλάδα είναι μόλις 4 εκτάρια[10].

Η μόνη «επιλογή» επομένως που έχουν οι μικρομεσαίοι αγρότες μας, στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο, είναι  να αφεθούν στις δυνάμεις της αγοράς που θα οδηγήσουν στην αναπόφευκτη συγκέντρωση όσον αφορά το μέγεθος αγροτικών εκμεταλλεύσεων και οι ίδιοι, εγκαταλείποντας τη γη τους, να προστεθούν στους χιλιάδες ανέργους των πόλεων. Και είναι αυτή η επιλογή, στην οποία καταδικάζονται οι αγρότες μας, που τους έχει φέρει σε απόγνωση και στις μαζικές κινητοποιήσεις, υπερασπίζοντας ουσιαστικά το πραγματικό συμφέρον της χώρας και αγνοώντας τις «δημοκρατικές» ανησυχίες των βολεμένων...

 


 

[1] Βλ. π.χ. δηλώσεις Σημίτη στη Κυριακάτικη Ε (1/9/1996), δηλώσεις Βάσως Παπανδρέου στο BBC και το “Ρόιτερ” κ.λπ.

 

[2] Το Βήμα της Κυριακής (8/12/1996).

 

[3] Βλ. και Οικονομικός (25/5/1995).

 

[4] Υπολογισμοί με βάση τα στοιχεία Εθν. Λογ/σμών (διάφορα έτη).

 

[5] Η μέση μείωση της παραγωγής ήταν περίπου 2,5% ―υπολογισμοί με βάση στοιχεία Εθν. Λογ/σμών.

 

[6] Υπολογισμοί με βάση  το World Development Report 1995 (World Bankκαι Basic Statistics of the EE (Eurostat), 1995.

 

[7] Υπολογισμοί με βάση το Μηνιαίο Στατιστικο Δελτίο Τράπεζας Ελλάδος (διάφορα έτη)

 

[8] Υπολογισμοί με βάση Eurostat, Basic Statistics of the Community (διάφορα έτη), πιν. 6.10-6.11

 

[9] Βλ. Οικονομικος (23/6/1994), (13/7/1995) & (4/7/1996).

 

[10] Eurostat/“Ε” (29/7/1993); βλ. και Eurostat, Basic Statistics of the Community, πιν. 5.15.