Ελευθεροτυπία (20 Ιανουαρίου 1996)
Τι σημαίνει η επάνοδος των «κομμουνιστών»
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Τα πρόσφατα αποτελέσματα των Ρωσικών εκλογών ηλθαν να επιβεβαιώσουν μια τάση που αυτή τη στιγμή ανθίζει σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη και χαρακτηρίζεται από πολλούς παρατηρητές ως η επιστροφή των κομμουνιστών. Το γεγονός μάλιστα ότι στη Ρωσία το κόμμα διατήρησε ακόμη και τον παλιό τίτλο του, σε συνδυασμό με το ίδιο το μέγεθος της χώρας που δυνητικά επιτρέπει ριζικές αλλαγές, τροφοδότησε σε μερικούς ελπίδες ότι μπορεί να βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιο είδους επανάκαμψης του προηγούμενου καθεστώτος. Στη πραγματικότητα όμως τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η «επιχειρηματική κοινότητα» στη Δύση δεν ανησύχησε καθόλου για τις Ρωσικές εκλογές, προεξοφλώντας ότι, ακόμη και αν το Κ.Κ. έπαιρνε μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που πράγματι πήρε «οι καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις είναι πια μη αναστρέψιμες.»[1]
Το «νέο» Κ.Κ. στη Ρωσία ελάχιστη έχει σχέση με το παλιό. Έτσι, όχι μόνο έχει εγκαταλείψει τη θεωρία της ταξικής πάλης για χάρη μιας καθαρά εθνικιστικής ιδεολογίας που αγκαλιάζει ακόμη και την ορθοδοξία, αλλά και τάσσεται σαφώς υπέρ της οικονομίας της αγοράς και των ξένων επενδύσεων. Η πολιτική αυτή της συσπείρωσης γύρω από μια «εθνική-πατριωτική αντιπολίτευση», που περιλαμβάνει από φασιστικά και εθνικιστικά στοιχεία μέχρι τους κομμουνιστές, είχε ήδη παγιωθεί μερικούς μήνες μετά το πραξικόπημα του Γελτσιν κατά της Βουλής το 1993. Το Μάρτη του 1994, ένα κείμενο με τον τίτλο «Συμφωνία για χάρη της Ρωσίας» υπογράφτηκε από τον Ζιουγκάνωφ, τον αρχηγό του Κ.Κ., τον Τσίκιν, διευθυντή της εφημερίδας Σοβιετική Ρωσία (όργανο του Κ.Κ.) τον Λαπσιν, (πρόεδρο του Αγροτικού κόμματος ― παρακλάδι του Κ.Κ.), εθνικιστές ηγέτες με στενούς δεσμούς με τη Νέα Δεξιά και τον... μητροπολίτη της Πετρούπολης. Στο κείμενο αυτό, που οι υπογραφόμενοι περιέγραφαν ως «ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ όλων των πατριωτικών δυνάμεων και κινημάτων, ιδεολογιών και θρησκειών», τονίζεται ότι «δεν κάνουμε διακρίσεις μεταξύ επιχειρηματιών και εργατών», ενώ ως στόχοι του συμβολαίου προσδιορίζονται οι ακόλουθοι: «να σταματήσουμε τις μεταρρυθμίσεις που γίνονται για χάρη των μεταρρυθμίσεων και τη καταστροφή της εθνικής μας παραγωγής, να υπερασπισθούμε την εθνική μας αγορά και το εθνικό κεφάλαιο, να προστατεύσουμε την κρατική και ατομική ιδιοκτησία.»[2]
Είναι επομένως φανερό ότι οι σημερινοί Ρώσοι κομμουνιστές έχουν πολλά περισσότερα κοινά στοιχεία με την προπολεμική τάση της Βαιμάρης που είχε ονομασθεί «εθνικός μπολσεβικισμός» (διότι προσπαθούσε να συνδυάσει τον εθνικισμό με τα κοινωνικά ιδεώδη των μπολσεβίκων) παρά με τους παλιούς κομμουνιστές. Πράγμα που επιβεβαιώθηκε και με την υπογραφή λίγο αργότερα (Ιούνιος 1994) από κομμουνιστικές και εθνικιστικές οργανώσεις, της «Διακήρυξης της Επαναστατικής Αντιπολίτευσης», η οποία ρητά χαρακτήριζε την κοινωνική επανάσταση ως συνώνυμη με την εθνική επανάσταση (κάτι παρόμοιο κάνουν οι ημέτεροι εθνικιστές-«σοσιαλιστές»). O ίδιος ο Ζιουγκανωφ σε συνέντευξη του σε εθνικιστικό περιοδικό (του οποίου ο διευθυντής έχει τη διπλή ιδιότητα μέλους του Κ.Κ. αλλά και φασιστικής οργάνωσης) παρομοίαζε τη σημερινή κατάσταση με αυτήν του 1941 όταν άρχιζε ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος.
Όμως, αυτό που παραλείπουν να πουν οι σημερινοί κομμουνιστές είναι ότι τόσο ο σημερινός «εχθρός» (η κλίκα Γελτσιν) όσο και οι ίδιοι βρίσκονται στην ίδια πλευρά των χαρακωμάτων, αφού κανένας τους δεν αμφισβητεί το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, καθώς και τις εθνικιστικές και θρησκευτικές αξίες. Διότι, εάν βέβαια ονειρεύονται ένα «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», με βάση το Σουηδικό πρότυπο, (τη στιγμή που το ίδιο το πρότυπο εξαφανίζεται στη γενέτειρα του) τότε απλώς είναι (ή προσποιούνται ότι είναι), το ίδιο αθεράπευτα αφελείς όσο και οι απανταχού σοσιαλδημοκράτες.
Η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων δεν οφείλεται, όπως υποστηρίχθηκε αβασάνιστα με ελάχιστη γνώση του αντικειμένου, στο γεγονός ότι «τις επιχείρησαν άνθρωποι χωρίς καμιά παιδεία και πείρα πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας και συνακόλουθα δεν μπορούσαν να στήσουν δομές και μηχανισμούς για να τις πραγματώσουν.»[3] Στη πραγματικότητα, το σχέδιο των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκε στη Ρωσία είχε φιλοτεχνηθεί από τον καθηγητή J. Sachs του Παν. Χάρβαρντ, υιοθετήθηκε αμέσως από τη δυτική ηγεσία της «Ομάδας των 7» και εφαρμόστηκε κατά γράμμα από τη Ρωσική ελίτ. Το πρόβλημα επομένως δεν είναι ο κακός σχεδιασμός, ή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, αλλά το ίδιο το περιεχόμενο τους .
Το σχέδιο Χάρβαρντ προέβλεπε τη διάλυση της ΚΟΜΕΚΟΝ, τη μετατρεψιμότητα και συνακόλουθη υποτίμηση του νομίσματος, τη στήριξη της ανάπτυξης στις εξαγωγές και στις άμεσες ξένες επενδύσεις, την μαζική ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής, τη φιλελευθεροποίηση των αγορών, τη σταθεροποίηση κ.λπ. Με βάση το σχέδιο αυτό ήλιε πρώτα η σειρά της ΚΟΜΕΚΟΝ. Αποτέλεσμα: όπως τονίζει πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ (που δεν φημίζεται για τους προοδευτικούς τεχνοκράτες του) η διάλυση της ΚΟΜΕΚΟΝ είχε καταστροφικό αποτέλεσμα στη βιομηχανική παραγωγή της Αν. Ευρώπης, αφού αποτελεί την αιτία «για το μεγαλύτερο τμήμα της πτώσης παραγωγής στην Ουγγαρία και τη Ρωσία και το ένα τρίτο της πτώσης στην Πολώνια.»[4]
Μετά ήλθε η σειρά της μετατρεψιμότητας του νομίσματος, δηλαδή της διαμόρφωσης της ισοτιμίας του από τις δυνάμεις της αγοράς. Αποτέλεσμα: τον Οκτώβρη του 1991 λίγο πριν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η επίσημη ισοτιμία του δολαρίου προς το ρούβλι ήταν 1,7 δηλαδή ένα δολάριο αντιστοιχούσε σε περίπου μισό ρούβλι. Τον Οκτώβρη του 1995, ένα δολάριο αντιστοιχούσε σε κάτι μεταξύ 4.300 και 4.900 ρούβλια! Η κατακρήμνιση του ρωσικού νομίσματος ήταν το βασικό μέσο για το ξεπούλημα των ρωσικών επιχειρήσεων στο ξένο κεφάλαιο. Μολονότι η μαζική εισροή ξένου κεφαλαίου που υπόσχοντο οι δυτικοί δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, εντούτοις ο αριθμός των επιχειρήσεων που έχουν πωληθεί στο ξένο κεφάλαιο, στην Αν. Ευρώπη γενικά και τη Ρωσία ειδικότερα, είναι τεράστιος (μόνο στην Ουγγαρία και τη Πολώνια μέχρι το 1993 είχαν πωληθεί 53.000 επιχειρήσεις)[5]. Ένα εξίσου σημαντικό αποτέλεσμα είναι η διαστρέβλωση της παραγωγικής δομής που επέφερε η «αναδιάρθρωση μέσω της αγοράς» την οποία προώθησαν οι διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα κ.λπ.). Η αναδιάρθρωση, σημειώνει πρόσφατη μελέτη, έγινε προς όφελος «απλών παραγωγικών διαδικασιών στην ενέργεια και πρώτες ύλες που, χάρις στη δραστική υποτίμηση, ήταν ιδιαίτερα πλεονεκτικές στις εξαγωγές.»[6] Τέλος, το αποτέλεσμα του παράλληλου ανοίγματος των οικονομιών αυτών στο διεθνές εμπόριο ήταν ότι, στη διάρκεια της παρούσας δεκαετίας, το παραδοσιακό έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της ΕΕ με τις ανατολικές χώρες μετατράπηκε σε υγιές πλεόνασμα.[7]
Το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων είναι ότι από το 1990 μέχρι σήμερα το Ρωσικό ΑΕΠ έχει πέσει περίπου στο μισό[8] και ότι, με βάση τις σημερινές τάσεις, σχεδόν ολόκληρη η Αν. Ευρώπη δεν θ’ αποκτήσει το βιοτικό επίπεδο που είχε πριν τη κατάρρευση του «υπαρκτού» πριν από το 2010![9] Στο μεταξύ, το 34% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο επιβίωσης,[10] ενώ αυτό που ονομάσθηκε η σύγχρονη «καταστρόικα» έχει ήδη οδηγήσει σε αύξηση της θνησιμότητας στη Ρωσία κατά 42% μεταξύ 1991 και 1994.[11] Αυτά, προς δόξαν των οπαδών του υπαρκτού καπιταλισμού και των σοσιαλ-φιλελεύθερων συνοδοιπόρων...
[1] Business Observer (17/12/1995).
[2] Markus Mathyl, “Is Russia on the road to dictatorship?,” Green Perspectives, αρ. 34 (Δεκ. 1995).
[3] Μάριος Πλωρίτης, Το Βήμα (31/12/1995).
[4] OECD, Integrating Emerging Market Economies into the International Trading System, 1994
[5] Peter Gowan, “Neo-liberal Theory and Practice for Eastern Europe,” New Left Review (Σεπτ.-Οκτ. 1995).
[6] R. Vintrova “The general recession and the structural adaptation crisis,” East European Economics, vol. 31, no. 3 (1993).
[7] Peter Gowan, ο.π
[8] Nick Goodway, The Observer (8/10/1995).
[9] JMC Rollo and J Stern, “Growth and trade prospects for central and eastern Europe,” The world economy, no. 199.
[10] UNICEF, Poverty, Children and Policy (Νοεμβρ. 1995).
[11] M. Ellmann, “Τhe increase in death and disease under katastroika,” Cambridge Journal of Economics, no. 18 (1994).