Ελευθεροτυπία (22 Ιουνίου 1996)
Ο μύθος του τέλους της Δύσης
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
H θεαματική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια μιας φούχτας Ασιατικών χωρών (από τις οποίες οι δύο είναι κράτη-πόλεις), καθώς και της Κίνας, έχει τροφοδοτήσει μια ολόκληρη μυθολογία τόσο στους κύκλους της φιλελεύθερης Δεξιάς[1] όσο και της εθνικιστικής «Αριστεράς»[2]. Σύμφωνα με τη μυθολογία αυτή, η οικονομική άνοδος χωρών όπως η Ν. Κορέα, η Ταιβάν, το Χόνγκ-Κόνγκ, η Σιγκαπούρη, η Μαλαισία και η Ταϊλάνδη, που προστίθενται τώρα στο Ιαπωνικό θαύμα, σημαίνουν την παρακμή, αν όχι το τέλος της Δύσης, και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας ανάπτυξης από τη Δύση στην Ανατολή, αν όχι από τον Βορρά στον Νότο.
Ο νέος αυτός μύθος στηρίζεται κυρίως στο πολυδιαφημισμένο γεγονός ότι ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης των «Ασιατικών Τίγρεων» είναι πολύ υψηλότερος από αυτόν των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών. Πράγματι, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης των παραπάνω χωρών (εκτός της Ταιβάν για την οποία δεν δίνει στοιχεία η ΔΤ) ήταν σχεδόν τριπλάσιος από αυτόν των αναπτυγμένων δυτικών χωρών τη περίοδο 1970-93[3]. Όμως, το γεγονός που συνήθως δεν αναφέρεται από τους υποστηρικτές του νέου μύθου είναι ότι, εκτός από τις εξαιρέσεις των μικρών «κρατών-πόλεων» (Σιγκαπούρη και Χόνγκ-Κόνγκ) το χάσμα που χωρίζει τις Ασιατικές αυτές χώρες από τη Δύση είναι πελώριο. Το 1993, το κατά κεφαλή εισόδημα της Ν. Κορέας ήταν ακόμη το ένα τρίτο αυτού των δυτικών χωρών, της Μαλαισίας ήταν το ένα έβδομο και αυτό της Ταϊλάνδης μόλις το ένα δέκατο! Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και εάν συνεχιζόντουσαν στο μέλλον οι σημερινοί θεαματικοί αναπτυξιακοί ρυθμοί των χωρών στην Ανατολική Ασία, θα χρειαστούν πάρα πολλά χρόνια για να κλείσει το χάσμα τους με τη Δύση.
Όμως, η υπόθεση ότι οι σημερινοί ρυθμοί ανάπτυξης των χωρών αυτών θα συνεχιστούν και στο μέλλον αμφισβητείται σήμερα ακόμη και από τους ορθόδοξους οικονομολόγους. Όπως έδειξαν πρόσφατες συγκριτικές έρευνες της ανάπτυξης των Ασιατικών Τίγρεων σε σχέση με αυτή των δυτικών χωρών σε παρόμοια στάδια της ανάπτυξης τους, οι Ασιατικές χώρες αναπτύχθηκαν μέσω της κινητοποίησης αργών ανθρώπινων πόρων που συνδυάστηκε με μαζικές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, ιδιαίτερα στην υποδομή[4]. Η ανάπτυξη των χωρών αυτών επομένως δεν είναι «εντατικού» τύπου, όπως στη Δύση, που στηριζόταν στη συνεχή βελτίωση της παραγωγικότητας αλλά αντίθετα θεμελιώνεται στην επέκταση της χρήσης υπαρχουσών παραγωγικών πόρων, οι οποίοι φυσικά, σε κάποιο στάδιο, θα εξαντληθούν. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη των Ασιατικών Τίγρεων είναι παρόμοια με αυτή που είχαν οι χώρες του τέως «υπαρκτού σοσιαλισμού» οι οποίες, στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης τους, είχαν επιτύχει εξίσου θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που όμως κατέληξαν σε στασιμότητα όταν ήλθε το στάδιο όπου η συνέχιση της ανάπτυξης απαιτούσε δραστική βελτίωση της παραγωγικότητας.
Οι ισχυρές αμφιβολίες για την βιωσιμότητα του Ασιατικού «θαύματος» ενισχύονται ακόμη περισσότερο όταν εξετάσει κανείς πιο αναλυτικά τον χαρακτήρα του. Το «θαύμα» αυτό στηρίχθηκε πρώτον σε ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό και δεύτερον στις εξαγωγές. Όσον αφορά πρώτα τον κρατικό ρόλο, σειρά μελετών δείχνει τον κρίσιμο ρόλο που έπαιξε το κράτος στις χώρες αυτές για να προωθήσει την ανάπτυξη του εξαγωγικού τομέα: είτε μέσω των δημοσίων επιχειρήσεων, είτε μέσω οικονομικών πολιτικών που είχαν στοιχεία όχι μόνο ισχυρού προστατευτισμού αλλά ακόμη και διαστρέβλωσης του μηχανισμού των τιμών, με στόχο να ενισχυθούν οι επενδύσεις και το εμπόριο[5]. Όμως, η συνέχιση του έντονου κρατικού παρεμβατισμού στην αναπτυξιακή διαδικασία δεν είναι πια δυνατή στη σημερινή δειθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Η εφαρμογή, για παράδειγμα, της πρόσφατης συμφωνίας της GATT σημαίνει τον σημαντικό αναγκαστικό περιορισμό της σχετικής κρατικής δραστηριότητας.
Όσον αφορά, δεύτερον, τη σημασία των εξαγωγών, η εξάρτηση της ανάπτυξης των χωρών αυτών από την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών είναι ασύγκριτα ψηλότερη σε σχέση με αυτή των δυτικών χωρών. Έτσι, το γεγονός ότι η αναλογία των εξαγωγών στο εθνικό εισόδημα των Ασιατικών Τίγρεων αυξήθηκε από ένα μέσο όρο 53% το 1970 σε περίπου 92% το 1993 (έναντι αύξησης της αντίστοιχης δυτικής αναλογίας από 14% σε 20%)[6] είναι σαφής ένδειξη όχι μόνο για το πόσο τρωτή είναι η οικονομία ανάπτυξης των χωρών αυτών αλλά και για τη τεράστια σχετική ασυμμετρία όσον αφορά την εξαγωγική τους εξάρτηση από τη Δύση. Είναι φανερό ότι η βιωσιμότητα του Ασιατικού «θαύματος» εξαρτάται αποφασιστικά από την δυτική ζήτηση ενώ το αντίθετο βέβαια δεν ισχύει για τις δυτικές χώρες όπου, ακόμη και σήμερα, η ανάπτυξη τους στηρίζεται αποφασιστικά στην εσωτερική τους αγορά.
Θα έπρεπε ακόμη να σημειωθεί ότι ο μύθος της μετατόπισης του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή δεν ισχύει ακόμη και αν συμπεριλάβουμε την Ιαπωνία στις σχετικές εκτιμήσεις. Μολονότι βέβαια η Ιαπωνική ανάπτυξη είναι εντελώς διαφορετικής υφής από αυτή των Ασιατικών Τίγρεων, εφόσον είχε αρχίσει ήδη από τον περασμένο αιώνα και πάντα στηριζόταν στην εσωτερική αγορά, είναι ενδιαφέρον ν’ αναφερθεί ότι σύμφωνα με πολλές ενδείξεις το Ιαπωνικό θαύμα βρίσκεται στο τέλος του. Χαρακτητιστικά, ο ρυθμός ανάπτυξης του κατά κεφαλή εισοδήματος της Ιαπωνίας πέφτει από 9,4% τη περίοδο 1960-79 σε 3,4% τη περίοδο 1980-93[7] και η συρρίκνωση επιταχύνεται τελευταία καθώς το Ιαπωνικό κεφάλαιο αναζητεί πιο «εύκαμπτες» οικονομίες για επενδύσεις (π.χ. τη μετα-Θατσερική Βρετανία). Συνακόλουθα, η ουσιαστικά άγνωστη μέχρι τώρα ανεργία στην Ιαπωνία φουντώνει, με μια αύξηση σχεδόν 50% τα τελευταία τέσσερα χρόνια.[8]
Συμπερασματικά, το «θαύμα» των Ασιατικών Τίγρεων δεν αντιπροσωπεύει «το τέλος του δυτικού κόσμου» όπως υποστηρίζουν τέως Μαρξιστές και νυν σοσιαλφιλελεύθεροι[9], εφόσον η αναπαραγωγή του εξαρτάται καθοριστικά από τη Δύση. Εκείνο επομένως που δείχνουν οι Ασιατικές Τίγρεις (το οποίο συνήθως «ξεχνούν» οι σημερινοί «αριστεροί» εγκωμιαστές τους) είναι μια εικόνα της μελλοντικής μορφής της πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας στη Δύση. Η παντελής έλλειψη της κοινωνιάς πολιτών που χαρακτηριζεί τα αυταρχικά καθεστώτα στις χώρες αυτές, καθώς και η αντίστοιχη απουσία του κράτους-πρόνοιας, προδικάζουν τη τύχη των σχετικών προτάσεων της εκσυγχρονιστικής «Αριστεράς» στην Ευρώπη για την ενίσχυση της κοινωνίας πολιτών κ.λπ. Σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς οι ανάγκες του ανταγωνισμού ομοιογενοποιούν όχι μόνο την οικονομία αλλά και την κοινωνία της κάθε χώρας. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι το μέλλον προδικάζει ένα παγκόσμιο μοντέλλο που θ’ αποτελεί μια σύνθεση του Αγγλοσαξωνικού φιλελεύθερου μοντέλλου με τα Ασιατικά «θαύματα». Δηλαδή, μια σύνθεση που θα χαρακτηρίζεται από μια ανύπαρκτη σχεδόν κοινωνία πολιτών που θα πλαισιώνεται από ασφαλιστικά δίκτυα για τους άπορους, και παράλληλη ιδιωτική ασφάλιση, υγεία και παιδεία για όσους από τους υπόλοιπους έχουν την οικονομική δυνατότητα ν’ απαιτούν υψηλότερη ποιότητα υπηρεσιών.
[1] Βλ. αρθρογραφία Γ. Μαρίνου και Α. Παπανδρόπουλου στον «Οικονομικό».
[2] Βλ. Γ. Καραμπελιάς, «Άρδην», αρ. 1
[3] Στοιχεία υπολογισθέντα με βάση το World Development Report 1995 της Διεθνούς Τράπεζας.
[4] A. Young, European Economic Review (Απρίλης 1994). Βλ. και Paul Krugman, Foreign Affairs (Νοεμ-Δεκ. 1994).
[5] Βλ. π.χ. R. Pollin, D Alarcon, International Review of Applied Economics (Ιούνης 1988); Bruce Cumings, New Left Review, No. 173; A. H. Amsden, Asia's Next Giant: South Korea and Late Industrialisation (Oxford University Press, 1989).
[6] Στοιχεία υπολογισθέντα με βάση το World Development Report 1995 της Διεθνούς Τράπεζας.
[7] World Bank, World Development Report 1981 & 1995, Πιν. 1.
[8] OECD, Economic Outlook (Δεκ. 1995).