(Ελευθεροτυπία, 28 Σεπτεμβρίου 1996)


Εκλογές: Η νίκη του σοσιαλ-φιλελευθερισμού

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Οι Άγγλοι θεωρούν τον εαυτό τους ελεύθερο. Στη πραγματικότητα κάνουν μεγάλο λάθος. Είναι ελεύθεροι μόνο την ημέρα των εκλογών. Μόλις τελειώσουν, ξαναγυρίζουν στην ανελευθερία τους.[1]

Ζ.Ζ. Ρουσό

 

Η «γιορτή της δημοκρατίας», όπως κατ’ ευφημισμόν καλούνται από μερικούς οι εκλογές, ούτε γιορτή είναι για όλους, ούτε φυσικά έχει καμμιά σχέση με την δημοκρατία και την πολιτική, στην κλασική τους τουλάχιστον έννοια που γεννήθηκε σε αυτόν τον τόπο. Αν κάποιοι πρέπει να γιορτάζουν με τις εκλογές αυτοί είναι σίγουρα εκείνοι για τους οποίους η «πολιτική» αποτελεί επάγγελμα, για πολλούς μάλιστα από τους οποίους ―κυρίως στα κόμματα εξουσίας― είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρο, όπως επιβεβαιώνει ο τρόπος διαβίωσης τους. Δεύτερον, οι εκλογές αποτελούν γιορτή για την ντόπια και διεθνή ελίτ που επένδυσε στην νίκη του κόμματος που επανεξελέγη. Και τρίτον, αποτελεί γιορτή για την μειοψηφία εκείνη των πολιτών που πράγματι έχει να οφεληθεί από το εκλογικό αποτέλεσμα. Όσον αφορά τη σχέση των εκλογών με την δημοκρατία, δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί τη παραπάνω ρήση του Ζαν Ζακ Ρουσό σε σχέση με το πρότυπο της σύγχρονης «δημοκρατίας», που θα έπρεπε όμως να συμπληρωθεί με την παρατήρηση ότι με τα σημερινά μέσα στη διάθεση των ελίτ για τον καθορισμό του εκλογικού αποτελέσματος και κυρίως τον ρόλο των ΜΜΕ, στη πραγματικότητα, οι πολίτες δεν είναι ελεύθεροι ούτε την ημέρα των εκλογών.

Εάν όμως η «μαζική» αντιπροσωπευτική δημοκρατία που αναπτύχθηκε στον αιώνα μας πρόσφερε κάποτε τη δυνατότητα επιλογών μεταξύ διαφορετικών κοσμοθεωριών, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και η συνακόλουθη νεοφιλελεύθερη συναίνεση εξαφάνισαν σήμερα κάθε σημαντική προγραμματική διαφορά μεταξύ σοσιαλδημοκρατικών και συντηρητικών κομμάτων. Αυτό έγινε ιδιαίτερα φανερό στη χώρα μας με τις εκλογές της περασμένης Κυριακής όπου την εξουσία διεκδικούσαν όχι η παραδοσιακή «δεξιά» και ένα κόμμα της κεντρο-«αριστεράς» όπως αρέσκεται να αυτο-αποκαλείται σήμερα το κυβερνόν κόμμα, αλλά ένα κόμμα στο οποίο υπερισχύει η καθαρά νεοφιλελεύθερη τάση (ΝΔ) εναντίον ενός κόμματος στο οποίο υπερισχυει η σοσιαλφιλελεύθερη τάση (ΠΑΣΟΚ).

Η διαφορά όμως μεταξύ νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων είναι βασικά εικονική. Η διαφορά αυτή υποτίθεται ότι συνίσταται στο γεγονός ότι οι σοσιαλφιλελεύθεροι επιδιώκουν πολύ σημαντικότερο ρόλο του κράτους στον έλεγχο της οικονομίας της αγοράς από αυτόν που υιοθετούν οι νεοφιλελεύθεροι. Δεν αναφέρομαι βέβαια στον κλασικό Κευνσιανό παρεμβατισμό με την μορφή της κρατικής δέσμευσης για την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης, του κράτους-ευημερίας και της μέσω της φορολογίας ανακατανομής του εισοδήματος και πλούτου. Η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς έδωσε τέλος σε αυτού του είδους τον παρεμβατισμό που έχει πια εγκαταλειφθεί οριστικά από τους σοσιαλφιλελεύθερους. Αναφέρομαι στον ιδιότυπο παρεμβατισμό που επαγγέλλονται σήμερα οι σοσιαλφιλελεύθεροι. Για παράδειγμα, ο θριαμβευτής των εκλογών της περασμένης Κυριακής ορίζει την αριστερή πολιτική ως την «επιδίωξη να υπάρξουν νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου της αγοράς (...) για αποτελεσματική καταπολέμηση της ανεργίας (...) άνοδο των λαικών εισοδημάτων(...) βελτίωση του ιστού κοινωνικής προστασίας (...) για την ανακατανομή του εισοδήματος, του πλούτου και της οικονομικής εξουσίας»[2]. Όμως, οι ανάγκες επιβίωσης της Ελληνικής οικονομικής ελίτ στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς επιβάλλουν ακριβώς τις αντίθετες προτεραιότητες. Δηλαδή,

• την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, ώστε να προσελκυθούν ξένες και ντόπιες ιδιωτικές επενδύσεις στις οποίες επαφίεται ολοκληρωτικά σχεδόν η ανάπτυξη (πέρα από το περιβόητο «πακέτο Ντελόρ» που εφόσον αφορά απλώς έργα υποδομής δεν μπορεί παρά να έχει παροδικό αποτέλεσμα στην ανάπτυξη).

• τον δραστικό περιορισμό του δημόσιου τομέα (μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και της ριζικής περικοπής των δημοσίων δαπανών) ώστε να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και ο πληθωρισμός και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προιόντων και υπηρεσιών.

Η ελαχιστοποίηση όμως, των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά σημαίνει κυρίως «εύκαμπτη» αγορά εργασίας και επομένως αύξηση της ανεργίας και της μερικής απασχόλησης, μείωση των λαϊκών εισοδημάτων, καθώς και ανακατανομή του εισοδήματος, του πλούτου και της οικονομικής εξουσίας προς όφελος της οικονομικής ελίτ. Το Βρετανικό παράδειγμα των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά είναι εύγλωττο[3]. Αντίστοιχα, ο δραστικός περιορισμός του δημόσιου τομέα σημαίνει παραπέρα αύξηση της ανεργίας και επιδείνωση αντί για βελτίωση του «ιστού κοινωνικής προστασίας» δηλαδή, ουσιαστική εγκατάλειψη του κοινωνικού κράτους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ελλάδα, όπου λόγω του ότι η οικονομική ελίτ δεν κατάφερε ποτέ να δημιουργήσει μια αξιόλογη παραγωγική βάση το πρόβλημα της απασχόλησης «λυνόταν» είτε μέσω της μετανάστευσης τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, είτε μέσω της επέκτασης του δημόσιου τομέα την προηγούμενη δεκαετία. Έτσι, όπως σημειώνει η πρόσφατα δημοσιευθείσα έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα, ο κύριος παράγοντας απορρόφησης της ανεργίας την προηγούμενη δεκαετία ήταν ο δημόσιος τομέας όπου η απασχόληση αυξανόταν με ετήσιο ρυθμό περίπου 2%, τριπλάσιο από αυτόν του επιχειρηματικού τομέα. Στην παρούσα όμως δεκαετία, με την εφαρμογή του προγράμματος σύγκλισης και τους αυστηρούς περιορισμούς στις προσλήψεις, ο ρυθμός απορρόφησης στον δημόσιο τομέα έχει γίνει αρνητικός[4] .

Είναι σχετικά χαρακτηριστική η απόλυτη σύμπτωση απόψεων όσον αφορά τα μέτρα που προτείνουν για την Ελληνική οικονομία η ξένη και ντόπια οικονομική ελίτ, όπως εκφράζεται από τις Εκθέσεις διεθνών οργανισμών όπως του ΟΟΣΑ και τις «θέσεις του ΣΕΒ για την οικονομική πολιτική» που κυκλοφόρησαν προεκλογικά. Και παρά τις περί του αντιθέτου ψευδείς διαβεβαιώσεις των σοσιαλφιλελεύθερων εκσυγχρονιστών, τα μέτρα αυτά θα εφαρμοσθούν τώρα κατά γράμμα από την «λαοπρόβλητη» κυβέρνηση του λιγότερο από το ένα τρίτο των εκλογέων (αν ληφθεί υπόψει η αποχή και τα λευκά). Φυσικά, το ίδιο ακριβώς θα συνέβαινε αν νικήτρια των εκλογών ήταν η νεοφιλελεύθερη ΝΔ. Και αυτό, διότι και τα δύο κόμματα δεν έχουν άλλη επιλογή, στο στόχο για την μεγιστοποίηση της ανταγωνιστικότητας. Τα μέτρα αυτά βασικά είναι:

• η, κατά τον ΣΕΒ, «ριζική αναδιάρθρωση το συντομότερο δυνατό του θέματος της κοινωνικής ασφάλισης» διότι, κατά τον ΟΟΣΑ «το συνταξιοδοτικό σύστημα είναι από τα πιο πλουσιοπάροχα στην ΕΕ»,[5]

• η, κατά τον ΣΕΒ, «δυνατότητα καθορισμού αμοιβών μικρότερων από τις προβλεπόμενες στις συλλογικές συμβάσεις», η τροποποίηση της νομοθεσίας ομαδικών απολύσεων και η μείωση της «επιβάρυνσης του έμμεσου μισθολογικού κόστους». Οι προτάσεις αυτές αντιστοιχούν απόλυτα στις συνταγές του ΟΟΣΑ για καθορισμό του ημερομισθίου στο επίπεδο της επιχείρησης, απεριόριστη ελευθερία απολύσεων, παραπέρα μείωση του ελαχιστού ημερομισθίου, μείωση των εργοδοτικών εισφορών, αύξηση των πολύ χαμηλών επιδομάτων ανεργίας (που οι σοσιαλφιλελεύθεροι παρουσιάζουν σαν ένδειξη της κοινωνικής «ευαισθησίας» τους[6]). Και όλα αυτά, για χάρη της αύξησης της «ευκαμψίας» στην αγορά εργασίας, δηλ. την δραστική μείωση των κοινωνικών ελέγχων πάνω σε αυτή,

• η, κατά τον ΣΕΒ, εισοδηματική «αυστηρότητα και πειθαρχία στο δημόσιο τομέα» και οι «γενναίες αποκρατικοποιήσεις» που αντανακλούν πιστά τις συνταγές του ΟΟΣΑ για λιτότητα, δραστική μείωση των απασχολούμενων στον δημόσιο τομέα[7] και ιδιωτικοποιήσεις.

Συμπερασματικά, δεδομένης της ανυπαρξίας ουσιαστικών διαφορών μεταξύ νεοφιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ενώ τα οικονομικά ζητήματα μαζί με αυτά του περιβάλλοντος και ποιότητας ζωής ήταν, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις[8], εκείνα που απασχολούσαν 7 στους 10 ψηφοφόρους, νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι σε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο επανειλημμένα προσπάθησαν να «Ιμιο-ποιήσουν» τη διαμάχη. Αντίστοιχα, η υψηλή διανόηση του χώρου της υποτιθέμενης «αριστεράς» (και της οικολογίας!) συνωστιζόταν (με το αζημίωτο;) γύρω από τους εκσυγχρονιστές σοσιαλφιλελεύθερους. Συνειδητοποιώντας μάλιστα ότι στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλούν για σχοινί (π.χ. για την ανεργία), έφθασαν στο σημείο να αποκηρύσσουν τον τ. αρχηγό της ΝΔ όχι για τις ρατσιστικές ...αναλύσεις του για τα αίτια της ανεργίας αλλά για την από μέρους του κακοποίηση της γλώσσας!


 


[1] Jean Jacques Rousseau, The Social Contract (NY: Modern Library, 1950), σελ. 94.

[2] Συνέντευξη Σημίτη στην "Ε" (1&2/9/1996).

[3] βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νεοφιλελεύθερη συναίνεση (Γόρδιος 1993), κεφ. 5.

[4] OECD, Economic Surveys/Greece (1996), σελ. 59 & Πιν. 9.

[5] OECD, ό.π. σελ. 38.

[6] στο ίδιο, σελ. 90.

[7] στο ίδιο, σελ. 100.

[8] "Ε" (14/9/1996).