Ελευθεροτυπία (8 Νοεμβρίου 1997)


Τα αίτια της κρίσης της δραχμής ...και ποιός θα πληρώσει

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η παγκόσμια αναταραχή στα διεθνή χρηματιστήρια την περασμένη εβδομάδα που, έστω από...σπόντα, συμπαρέσυρε για λίγο και τη δραχμή, έκανε φανερά, όχι για πρώτη φορά, δυο πράγματα. Πρώτον, ότι στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι αδύνατο για οποιαδήποτε χώρα ν' ασκήσει μια οικονομική η κοινωνική πολιτική η οποία δεν θα είναι της αρεσκείας αυτών που ελέγχουν τις αγορές κεφαλαίου. Ότι δηλαδή τα φληναφήματα των σοσιαλδημοκρατών και των «κομισαρίων» της διανόησης που τους υποστηρίζουν ότι δήθεν το κράτος σήμερα μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο για στην υπεράσπιση των αιτημάτων της «κοινωνιας πολιτών» (όπως για παράδειγμα το 35ωρο κ.λπ.) αποτελούν μύθους που καταλήγουν στην διαιώνιση της οικονομίας της αγοράς και ο,τι αυτή συνεπάγεται. Δεύτερον, ότι η δοκιμασία που πέρασε η δραχμή την περασμένη εβδομάδα δεν ήταν απλώς εισαγόμενη, αλλά ούτε και παροδική (τουλάχιστον όσο θα υπάρχει δραχμή) όπως ισχυρίστηκε ο ανεκδιήγητος υπ. Εθνικής Οικονομίας ο οποίος μόλις πριν μερικές μέρες δήλωνε, με βάση την σημερινή πτώση του πληθωρισμού και του δημόσιου ελλείμματος, ότι «βρισκομαστε στο καλύτερο σημείο των τελευταίων ετών». Και αυτό, διότι τα πραγματικά αίτια της κρίσης της δραχμής ανάγονται στα ίδια τα σαθρά θεμέλια της οικονομίας μας η οποία, στη πραγματικότητα, βρίσκεται στο χειρότερο σημείο των τελευταίων ετών.

Όσον αφορά τις συνέπειες της διεθνοποίησης πρώτα, που μερικοί σοσιαλδημοκράτες (αλλά και Μαρξιστές!) αναλυτές στρουθοκαμηλικά αρνούνται, είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο μεγάλος κερδοσκόπος, ο πολύς Σόρος, δήλωνε προ ημερών ότι η εντεινόμενη αραιοποίηση της οικονομίας οδηγεί σε θεμελιακή αστάθεια, σε καταστροφή της ίδιας της κοινωνίας. Και αυτό, διότι αποτελεί μύθο η φιλελεύθερη ιδέα της ισορροπίας στην οποία υποτίθεται ότι οδηγούνται τελικά οι αγορές. Παρόλα αυτά, οι ελίτ που ελέγχουν την διεθνή οικονομία της αγοράς πιέζουν για παραπέρα αγοραιοποίηση της οικονομίας. Για παράδειγμα, την στιγμή που το Ινδονησιακό «θαυμα» (όπως και τα άλλα θαύματα των Ασιατικών Τίγρεων που έχουν θαυμαστές στη χώρα μας ακόμη και μεταξύ των υποτιθέμενων «αριστεριστών») κατέρρεε κάτω από την πίεση των δυνάμεων της αγοράς, το ΔΝΤ ανακοίνωνε την παροχή ενός εκτάκτου «πακέτου» για τη σωτηρία της Ινδονησιακής οικονομίας που ανερχόταν σε 23 δισ δολλ., υπό τον όρο ότι η Ινδονησιακή κυβέρνηση θα εισήγαγε οικονομικές μεταρρυθμίσεις που θα έκαναν τις αγορές ακόμη πιο ελεύθερες (δηλ. περισσότερο ανεξάρτητες από κοινωνικούς ελέγχους)!

Ακομη, ένα άλλο μάθημα από την περασμένη εβδομάδα έχει σχέση με τις προτάσεις των σοσιαλφιλελεύθερων της Επιτροπής Σπράου για το ασφαλιστικό. Τα δισεκατομμύρια δολάρια που εξανεμίστηκαν από τα κεφαλοποιημένα αποθεματικά των ιδιωτικών ασφαλιστικών ταμείων αυτές τις μέρες είναι καλή ένδειξη για το πως τα καλά ή κακά γεράματα των απομάχων της ζωής θα εξαρτώνται και στη χώρα μας, όταν υιοθετηθούν προσεχώς οι προτάσεις Σπράου, από τις διακυμάνσεις στα χρηματιστήρια που επιφέρουν οι κερδοσκοπικές κινήσεις του κεφαλαίου.

Όσον αφορά την κρίση της δραχμής, θα πρέπει κατ' αρχήν να σημειωθεί ότι η κρίση στις ημι-περιφερειακες χώρες, όπως στα Ασιατικά «θαύματα», προηγούμενα στο Μεξικό και σήμερα στην Ελλάδα, δεν αφορούσε μόνο τα χρηματιστήρια (όπως συνέβη στα μητροπολιτικά κέντρα) αλλά τα ίδια τα νομίσματα τους. Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των περιπτώσεων είναι ότι έχουν κτίσει την σημερινή «αναπτυξη» τους πάνω στα δάνεια. Στη Μαλαισία για παράδειγμα τα εγχώρια δάνεια αποτελούν 170% του εθνικού της εισοδήματος ενώ το εξωτερικό της χρέος ανέβηκε από 28% του ΑΕΠ το 1980 σε 43% το 1995.[1] Στην ίδια περίοδο, το χρέος του Μεξικού αυξήθηκε από 30% σε 70% και στη Ταϊλανδή από 26% σε 35%. Τέλος το εξωτερικό μας χρέος συνεχίζει την ανοδική πορεία του και εξακολουθεί να διπλασιάζεται κάθε 5-6 χρόνια (από 5 δισ. δολ. το 1979, σε 10,6 το 1983, 21,4 το 1989 και 42,5 το 1996).[2]

Όπως έχω επανειλημμένα τονίσει από τη στήλη αυτή, το θεμελιακό πρόβλημα της οικονομίας μας δεν είναι ούτε τα ελλείμματα, ούτε ο πληθωρισμός (που αποτελούν απλώς συμπτώματα) αλλά το τεράστιο και συνεχώς διογκούμενο άνοιγμα μεταξύ του τι παράγουμε και τι καταναλώνουμε. Πράγμα που γίνεται φανερό από το χρόνιο και τώρα εκρηγνυόμενο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, δηλαδή τη διαφορά εξαγωγών και εισαγωγών. Έτσι, ενώ την περιοδο1970-89 οι εξαγωγές μας κάλυπταν περίπου το 40% των εισαγωγών μας (ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στον κόσμο) την παρούσα δεκαετία δεν καλύπτουν ούτε το 30% και τα τελευταία δυο χρόνια μάλιστα έχουν πέσει κάτω από το 25%.[3] Σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο το έλλειμμα αυτό καλυπτόταν από τα μεταναστευτικά, τα τουριστικά και ναυτιλιακά εμβάσματα και πρόσφατα τις μεταβιβάσεις από την ΕΟΚ. Τελευταία όμως οι πηγές αυτές άρχισαν να στερεύουν όταν η «ευλογια της μετανάστευσης» μετατράπηκε στην κατάρα της παλιννόστησης, ο τουρισμός βάλτωσε και οι εφοπλιστές άρχισαν ν’ αλλάζουν σημαία. Όταν οι πηγές αυτές κάλυψης του ελλείμματος έπαψαν να είναι επαρκείς, τότε, η οικονομική ελίτ μας προσέφυγε στον δανεισμό (ντόπιο και ξένο) και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια που έβρισκαν ιδιαίτερα ελκυστική τη χώρα μας με τα υψηλά επιτόκια που προσέφερε. Η συνέπεια της πολιτικής αυτής ήταν ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας... απογειώθηκαν μετά την απελευθέρωση των αγορών συναλλάγματος το 1994.[4]

Έτσι, τα συναλλαγματικά αποθέματα, που στην αρχή της δεκαετίας μόλις έφθαναν τα 4 δισ. δολ., εκτοξευθήκαν στα 15 δισ. το 1994 για να φθάσουν τα 19 δισ. δολ. στο τέλος του περασμένου χρόνου. Η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος υπολογίζει ότι τουλάχιστον 4-5 δισ. δολ. από τα αποθέματα αυτά είναι κερδοσκοπικά. Συνέπεια: μέσα σε λίγα 24ωρα την περασμένη βδομάδα τα συναλλαγματικά αποθέματα έπεσαν κατά 2,5 δισ. δολ. σηματοδοτώντας μια απώλεια της τάξης του 20%. Και φυσικά, αντίθετα με τους ανόητους πανηγυρισμούς για την «νικη» της δραχμής, ο κίνδυνος υπάρχει ανά πάσα στιγμή να εκδηλωθεί νέα κρίση, εφόσον το θεμελιακό πρόβλημα που ανάφερα παραμένει άλυτο, με όλες τις παρενέργειας που δημιουργεί.

Συγκεκριμένα, η πολιτική της στήριξης της «αναπτυξης» στα δανειακά κεφάλαια συνεπάγεται ότι η κυβέρνηση μπορεί έτσι όχι μόνο να καλύπτει τα δημοσιονομικά ελλείμματα αλλά και να δημιουργεί μια τεχνητή ευμάρεια στο ισοζύγιο πληρωμών, παρά το εκρηκτικό έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Παράλληλα, η αφθονία συναλλαγματικών διαθέσιμων επιτρέπει την «σκληρη» δραχμή και συνακόλουθα την συμπίεση του πληθωρισμού για την οποία επαίρεται η σοσιαλφιλεύθερη κυβέρνηση. Όμως, η τεχνητή αυτή ευμάρεια έχει και αρνητικές συνέπειες οι οποίες δεν αφορούν την οικονομική ελίτ παρά μόνο στον βαθμό που η πολιτική σκληρής δραχμής κάνει τα ελληνικά προϊόντα πιο ακριβά στο εξωτερικό, συμβάλλοντας (κατά 1/3 περίπου)[5] στη σημερινή χειροτέρευση του ισοζυγίου πληρωμών. Ακόμη πιο σημαντική συνέπεια είναι η τρομακτική αύξηση των πληρωμών για τόκους οι οποίες διπλασιάστηκαν τα τελευταία 10 χρόνια, ενώ η πληρωμή τοκοχρεολυσίων, από 10% των συνολικών δαπανών του προϋπολογισμού το 1980 έφθασε το 48,5% το 1995.[6] Το αποτέλεσμα της αύξησης των τόκων ήταν ότι στην ίδια περίοδο οι δαπάνες για την κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια έπεσαν από 30,6% σε 13,4% των συνολικών δαπανών, οι δαπάνες για την υγεία από 10,5% σε 7,4% και οι δαπάνες για την εκπαίδευση από 9,5% σε 8,5%.[7]

Σήμερα, η σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση έχει να διαλέξει μεταξύ γκρεμού και ρέματος στην «εθνική» προσπάθεια να πετύχει τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Ο «γκρεμος» είναι να διατηρήσει τα επιτόκια υψηλά που συντηρούν μεν τον μύθο της «σκληρης» δραχμής αλλά και χειροτερεύουν το δημοσιονομικό έλλειμμα. Το «ρέμα» είναι να συμπιέσει τα επιτόκια (όπως προσπάθησε να κάνει τελευταία, πυροδοτώντας την κρίση), πράγμα που αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε νέα κρίση και πιθανώς υποτίμηση της δραχμής με συνακόλουθη εκτόξευση του πληθωρισμού. Σε κάθε περίπτωση, θα πληρώσουν (είτε με συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών είτε με πολιτικές λιτότητας), οι «συνηθεις ύποπτοι»: οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι μικρο-αγροτες, οι άνεργοι, οι υπο-απασχολουμενοι...


 

[1] World Development Report 1997, Πιν. 17.

[2] Τ. Φωτόπουλος, Η Νεοφιλελεύθερη Συναίνεση, Γόρδιος 1993, Πιν. 1 και OECD Survey on Greece 1997, Πιν. 5.

[3] Νεοφιλελεύθερη Συναίνεση, ο.π. Πιν. 2 & Μην. Δελτ. Τρ. Ελλ.

[4] Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Διεθνής Τάξη και η Ελλάδα (Καστανιώτης, 1997), κεφ. 2.

[5] Το Βήμα (22/12/1996).

[6] Μόνο την προηγούμενη διετία ο λόγος των πληρωμών για τόκους στις εισπράξεις από εξαγωγές αυξήθηκε από 10% το 1994 σε πάνω από 13% το 1996, Μην. Δελτ. Τρ. Ελλ. & OECD, ο.π. πιν. 5.

[7] UN, Human Development Report 1997, Πιν. 35.