Κεντρο-αριστερά, νεοφιλελευθερισμός και δεξιά του ‘50

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η όψιμη προσχώρηση του ΠΑΣΟΚ στην Ευρωπαϊκή “κεντρο-αριστερά” (διάβαζε σοσιαλ-φιλελευθερισμό) των Μπλέρ, Πρόντι-Ντ Αλεμα  και σία έδωσε το έναυσμα για μια σχετικά ευρεία συζήτηση και στη χώρα μας αναφορικά με την έννοια και το περιεχόμενο της κεντρο-αριστεράς σε σχέση με τον νεοφιλελευθερισμό[1]. Η συζήτηση αυτή είναι διαφωτιστική διότι δίνει μια σαφή σχετικά εικόνα των απόψεων των διανοούμενων που περιστοιχίζουν τα κόμματα εξουσίας για την σημερινή γενικευμένη κρίση, καθώς και για τον σύγχρονο ρόλο των κομμάτων αυτών. Σχηματικά, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τις απόψεις αυτές σε νεοφιλελεύθερες και σοσιαλφιλελεύθερες με αντίστοιχη πολιτική έκφραση στην κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά .

Έτσι, από τη νεοφιλελεύθερη σκοπιά υποστηρίζεται[2] ότι τα κοινωνικά και οικονομικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι δυτικές κοινωνίες σήμερα και ιδιαίτερα η διογκούμενη ανεργία και τα συνακόλουθα τεράστια κοινωνικά προβλήματα, καθώς και η ίδια η κοινωνία των 2/3, δεν είναι προϊόντα νεοφιλελεύθερων πολιτικών επιλογών. Αντίθετα, οφείλονται: πρώτον, στην εισβολή των νέων τεχνολογιών που δημιούργησαν μια “ανισότητα στην πληροφόρηση”, (πράγμα που μεγάλωσε δραματικά τις στρατιές των ανέργων και δημιούργησε την ίδια την κοινωνία των 2/3). Δεύτερον, στην παγκοσμιοποίηση, τη μεγάλη κινητικότητα του κεφαλαίου κλπ. Τρίτον, στην πολιτική των σοσιαλδημοκρατών που, με τη συνεχή επέκταση του κρατισμού, στην οποία ωθούσαν οι σοσιαλδημοκρατικοί στόχοι της μέσω του κράτους επέκτασης των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων (πλήρη απασχόληση, υγεία, εκπαίδευση, αναδιανομή εισοδήματος κ.λπ.), “απονευρωσε το δημιουργικό δυναμισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και δημιούργησε τεράστια χρέη”. Το συμπέρασμα από την ανάλυση αυτή είναι αβίαστο. Οι νεοφιλελεύθερες επιλογές, μέσω της περιστολής των κρατικών δαπανών, διευκολύνουν τη διοχέτευση πόρων σε έργα τεχνολογικής υποδομής και τον εκσυγχρονισμό της παιδείας, ενώ η απελευθέρωση αγορών και οι περικοπές επιδοτήσεων ανοίγουν το δρόμο για ελεύθερο ανταγωνισμό, οδηγούν σε νέες τεχνολογικά προηγμένες επενδύσεις και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Φυσικά, οι νεοφιλελεύθεροι δεν μιλούν για το τι είδους νέες θέσεις εργασίας δημιουργούν οι πολιτικές αυτές (βασικά σε μερική ή περιστασιακή απασχόληση, χαμηλόμισθη εργασία κ.λπ.), ούτε για την τεράστια ανισότητα στην κατανομή εισοδήματος και την καταβαράθρωση των κοινωνικών υπηρεσιών, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η ‘εξυγιανση’ και ‘εκσυγχρονισμός’ των κοινωνικο-ασφαλιστικών συστημάτων.

Το ενδιαφέρον όμως στοιχείο της νεοφιλελεύθερης ανάλυσης είναι ότι, πέρα από την (αναμενόμενη) απόδοση ευθυνών στην οικονομική πολιτική των σοσιαλδημοκρατών, αναγνωρίζουν τη σημασία μερικών “αντικειμενικών” διαδικασιών, όπως η παγκοσμιοποίηση, που οδήγησαν στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο. Αντίθετα, οι σοσιαλφιλελεύθεροι διανοούμενοι, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δικαιώσουν την ύπαρξη της σοσιαλδημοκρατίας σήμερα και ν' αποφύγουν την αναγωγή της παγκοσμιοποίησης στην ίδια τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, αποδίδουν όλες τις ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση στον “κακό” νεοφιλελευθερισμό. Έτσι, υποστηριζεται[3] ότι το πραγματικό αίτιο της σημερινής κρίσης δεν είναι ούτε η διόγκωση του κράτους, ούτε η παγκοσμιοποίηση, η απελευθέρωση των αγορών και οι νέες τεχνολογίες αλλά το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός από το 1979 προώθησε επιλογές με “πολυ οριοθετημένο κοινωνικό περιεχόμενο” (παγκόσμια κινητικότητα κεφαλαίων, τεχνολογικές επιλογές κ.λπ.) δημιουργώντας μονόδρομους για τους ασκούντες την οικονομική πολιτική. Δεν θα σταθούμε εδώ στο γεγονός, που αδυνατούν φαίνεται ν αντιληφθούν οι σοσιαλφιλελεύθεροι διανοούμενοι, ότι η έκρηξη των κρατικών δαπανών  στην 20ετία της κρίσης (1973-93) ήταν ακριβώς συνέπεια της επέκτασης του κρατισμού στην προηγούμενη περίοδο. Δηλαδή, ότι ήταν η δημιουργία του κοινωνικού κράτους στη περίοδο πριν από την κρίση που είχε συνέπεια ότι, όταν η ανεργία άρχισε να φουντώνει εξαιτίας της διεθνοποίησης και των συνακόλουθων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και τεχνολογικών επιλογών,  το αποτέλεσμα ήταν η αυτόματη επέκταση των κοινωνικών δαπανών.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το ερώτημα εάν η σημερινή νεοφιλελεύθερη συναίνεση, στην οποία οι σοσιαλφιλελεύθεροι προσποιούνται ότι δεν συμμετέχουν, είναι αποτέλεσμα της στρατηγικής των “κακων” νεοφιλελεύθερων ή, αντίθετα, εκφράζει δομικές αλλαγές στην οικονομία της αγοράς. Στη πραγματικότητα, τόσο η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς όσο και η συνακόλουθη νεοφιλελεύθερη συναίνεση δεν αποτελούν, όπως απλοϊκά παρουσιάζουν το θέμα οι σοσιαλφιλελεύθεροι διανοούμενοι, αποτέλεσμα εσκεμμένης στρατηγικής αλλά την συνέπεια αλληλεπίδρασης αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών. Έτσι, όσον αφορά την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, που αποτελεί τον κύριο μηχανισμό για τη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, οι Θάτσερ και Ρήγκαν απλώς θεσμοποίησαν μια κατάσταση που είχαν ήδη δημιουργήσει οι ανάγκες των πολυεθνικών, η αγορά ευρω-δολλαριων κ.λπ.[4] Ακόμη, η επέκταση του διεθνούς εμπορίου ήταν, επίσης, αποτέλεσμα της δυναμικής της αγοράς που εύστοχα εκφράστηκε με το μότο “αναπτυξη-η-θανατος, επέκταση στην οποία βέβαια συνέβαλε η θεσμοθέτηση της απελευθέρωσης των αγορών εμπορευμάτων από προστατευτικούς δασμούς, χάρις στους γύρους της GATT. Αντίστοιχα, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση ανάγεται σε αντικειμενικούς παράγοντες όπως το μεταπολεμικό οικονομικό μπουμ (1950-70) που στηρίχθηκε στην εσωτερική ζήτηση καθώς και την συνακόλουθη αύξηση της επιρροής της εργατικής τάξης, αλλά και στην εσκεμμένη στρατηγική αντιμετώπισης του “υπαρκτού” σοσιαλισμού, μέσω της ενίσχυσης της σοσιαλδημοκρατίας και της εγκαθίδρυσης του κοινωνικού κράτους, που σήμερα αποσυνθέτει η νεοφιλελεύθερη συναίνεση.

Δεδομένης όμως της θεμελιακής ασυμβατότητας μεταξύ  της επέκτασης του κοινωνικού κράτους και της αύξουσας διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, το αποτέλεσμα ήταν η κρίση της δεκαετίας του 70, που με την παράλληλη επέλευση της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, οδήγησε στη νεοφιλελεύθερη συναινεση[5]. Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, αναπτύσσονται δυο τάσεις: ο σοσιαλφιλελευθερισμός με πολιτική έκφραση την κεντροαριστερά και ο καθαρός νεοφιλελευθερισμός με πολιτική έκφραση την κεντροδεξιά. Το πρότυπο του καθαρού νεοφιλελευθερισμού είναι το Αγγλοσαξωνικό μοντέλο της “ευκαμπτης” αγοράς εργασίας και γενικότερα της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά. Αντίστοιχα, το πρότυπο του σοσιαλφιλελευθερισμού είναι πότε το Γερμανικό μοντέλο της κοινωνικής αγοράς, πότε τα απω-ανατολικά μοντέλα της Ιαπωνίας και των Ασιατικών Τίγρεων που επιτυγχάνουν μια σχετικά δικαιότερη κατανομή εισοδήματος και μικρή (προς το παρόν) ανεργία και  πότε το ‘νέο’ μοντέλο που αναπτύσσεται από το “νέο” Εργατικό κόμμα του  Μπλερ. Όμως, το μεν Γερμανικό μοντέλο, ιστορικό κατάλοιπο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης ήδη καταρρέει, το δε Απω-Ασιατικό μοντέλο βρίσκεται σε προϊούσα κρίση όπως δείχνει η παρακμή του Ιαπωνικού “θαυματος” και η αναγκαστική εισαγωγή βασικών στοιχείων του αγγλοσαξωνικού μοντέλου στην Κορέα, Σιγκαπούρη κ.λπ. Τέλος, το “νεο” Εργατικό κόμμα μόλις έδειξε ότι εγκαταλείπει ακόμη και τον μοναδικό εναπομείναντα στο πρόγραμμα του σοσιαλδημοκρατικό στόχο: τη χρησιμοποίηση της φορολογίας και των δημοσίων δαπανών για χάρη της “κοινωνικής” ευαισθησίας, που υποτίθεται διαφοροποιεί την κεντροδεξιά από την κεντροαριστερά.

Το αδιέξοδο των σοσιαλφιλελεύθερων της κεντροαριστεράς είναι φανερό και γίνεται σαφέστερο από την αμηχανία των διανοουμένων υποστηρικτών της όταν προσπαθούν να ορίσουν το περιεχόμενο της. Έτσι άλλοι την ορίζουν ως “τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού με νέα μετακεινσιανά μέσα που δεν έχουμε βρει ακόμη”[6](sic!) ενώ άλλοι την εντοπίζουν στην προσπάθεια για την αναζήτηση μιας νέας μορφής κρατους[7], (τη στιγμή που το κράτος-εθνος πνέει τα λοίσθια!). Τέλος, στον σοσιαλιστικό χώρο δεν λείπουν οι ρομαντικοί που, σε πιο προχωρημένη κατάσταση εθελοτυφλίας, ονειρεύονται ένα “μοντερνο κράτος πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης”[8] ή βαυκαλίζονται ακόμη με το όνειρο  του σοσιαλισμού της αγορας[9]. Όμως, η στροφή προς τα δεξιά των σοσιαλδημοκρατών στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, παρά τα φληναφήματα των συνοδοιπόρων διανοουμένων για κοινωνικές ευαισθησίες κ.λπ., συνοδεύεται από μια αναπόφευκτη στροφή προς τα δεξιά, αν όχι εκφασισμό της πολιτικής ζωής. Τα πρώτα συμπτώματα του εκφασισμού της ελληνικής κεντροαριστεράς ήδη γίνονται φανερά με τον τρόπο που αντιμετωπίζονται σήμερα οι αγροτικές κινητοποιήσεις. Τελικά η κεντροαριστερά της δεκαετίας του ‘90 δεν αποκλείεται να φανεί αντάξια της δεξιάς της δεκαετίας του ‘50...

 


 

[1] βλ. π.χ. ανοικτή συζήτηση μεταξύ Ν. Μουζέλη, Κ. Τσουκαλά και Γ. Κριμπά, “Ε”.21-23/10/96  και την ανταλλαγή μεταξύ Α. Ανδριανόπουλου, Θ. Γιαλκέτση και Τ. Γιαννίτση, “Ε”, 7/12/96 & 19/12/96

[2] Α. ΑνδριανόπουλοςΕ”,7/122/96

[3] Τ. Γιαννίτσης, “Ε”, 19/12/96

[4] Will Hutton, The State we’re in, Jonathan Cape, 1995, κεφ 3

[5] βλ . Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, Cassell, 1997 κεφ 1

[6] Ν. Μουζέλης, “Ε, 21/10/96

[7] Τ. Γιαννίτσης, “Ε”, 19/12/96

[8] βλ. π.χ. τις απόψεις του Peter Glotz που αναφέρονται επιδοκιμαστικά στο βιβλίο του Δ. Μαρκή Υπό την σκιαν του Πλάτωνος, Στάχυ1997

[9] βλ. Τζον Ρεμερ, Ένα μέλλον για τον σοσιαλισμό, Στάχυ, 1995