(Ελευθεροτυπία, 10 Μαΐου 1997)


Κοινωνικοποίηση της αγοράς και αγοραιοποίηση της κοινωνίας

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τον Ιούλη του 1945, μετά από μια σαρωτική εκλογική νίκη, οι Βρετανοί Εργατικοί ανέβαιναν στην εξουσία σηματοδοτώντας μια ριζοσπαστική αλλαγή όχι μόνο στη χώρα αυτή αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη: την άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας και ο,τι αυτή σήμαινε. Τον Μάη του 1997, οι Βρετανοί Εργατικοί ανεβαίνουν πάλι στην εξουσία. Η νίκη τους είναι ακόμη πιο σαρωτική σε σχέση με το 1945. Αλλά εδώ τελειώνουν οι ομοιότητες και αρχίζουν οι ριζικές διαφορές. Το 1945, οι Εργατικοί ξεκινούσαν στη Βρετανία μια προσπάθεια για την καθιέρωση ενός νέου κοινωνικού μοντέλου όπου το κράτος θα επιχειρούσε την σοσιαλδημοκρατική κοινωνικοποίηση της αγοράς. Δηλαδή την υποταγή της οικονομίας της αγοράς στα κελεύσματα που επέτασσε ο στόχος της προστασίας της εργασίας. Μέσα σε λίγα χρόνια, και με την έμμεση πίεση που ασκούσε το «αντιπαλο δέος» που είχε επεκταθεί σε ολόκληρη την Αν. Ευρώπη το μοντέλο αυτό επεκτείνεται σε ολόκληρη την δυτική Ευρώπη και διαρκεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Αντίθετα, το 1997, οι Εργατικοί ξεκινούν στη Βρετανία μια προσπάθεια για την καθιέρωση ενός νέου κοινωνικού μοντέλου όπου το κράτος θα επιχειρήσει την πλήρη αντιστροφή του στόχου του 1945: την σοσιαλφιλεύθερη αγοραιοποίηση της κοινωνίας. Δηλαδή, την υποταγή της εργασίας στα κελεύσματα της οικονομίας της αγοράς, σε ένα πλαίσιο «νεοφιλελευθερισμού με ανθρώπινο πρόσωπο». Και είναι πιθανό μέσα σε λίγα χρόνια το μοντέλο αυτό να κυριαρχήσει σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση υπερβαίνοντας τη σημερινή, ξεπερασμένη πια από τα γεγονότα, διαμάχη μεταξύ του Αγγλοσαξωνικού μοντέλου «καθαρού» νεοφιλελευθερισμού που ήδη μπαίνει στην Ιστορία και του συστήματος της κοινωνικής αγοράς (Γερμανία) που πνέει τα λοίσθια.

Το βασικό ερώτημα που γεννιέται σχετικά είναι τι άλλαξε μεταξύ 1945 και 1997; Μήπως ότι η νέα γενιά των Εργατικών στη Βρετανία (και των σοσιαλδημοκρατών στην Ευρώπη γενικότερα) είναι ενδοτική, προδίδει τις αρχές της κ.λπ.; Ή μήπως η αλλαγή αυτή υποδηλώνει βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές που κάνουν την σοσιαλδημοκρατία γενικά άχρηστη στη σημερινή εποχή; Η πρώτη εκδοχή θα συνεπαγόταν το αφελές συμπέρασμα ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι δυνατή, ακόμη και στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, αρκεί να βρει την «εξυπνη» ηγεσία που θα την «εκσυγχρονίσει». Η δεύτερη και ρεαλιστικότερη εκδοχή συνεπάγεται την αποδοχή του αναμφισβήτητου πια ιστορικού γεγονότος ότι η κοινωνικοποίηση της αγοράς είναι ακατόρθωτη, πράγμα που θέτει βέβαια θέμα αλλαγής του ίδιου του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς. Ας δούμε όμως συγκεκριμένα τις διαφορές μεταξύ 1945 και 1997.

Το 1945 οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές από τις σημερινές. Ο κρατισμός, δηλαδή η ενεργή κρατική επέμβαση στην οικονομία και παρέμβαση στον μηχανισμό της αγοράς με στόχο τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας, βρισκόταν σε άνοδο μετά την σχεδόν κατάρρευση του μηχανισμού της αγοράς τη δεκαετία του ‘30, την εμπειρία με τον κρατικό σχεδιασμό στη διάρκεια του πολέμου, την επέκταση του Σοβιετικού άκρατου κρατισμού στην Αν. Ευρώπη κ.λπ. Ακόμη, η ιδεολογία της οικονομίας της αγοράς είχε σχεδόν καταρρεύσει κάτω από τα θεωρητικά κτυπήματα ακόμη και ορθόδοξων οικονομολόγων (Κέινς) που είχαν δείξει το αυτονόητο: ότι το σύστημα αυτό δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη πλήρη απασχόληση, ούτε βέβαια την κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών και όχι μερικών προνομιούχων. Στο υποκειμενικό επίπεδο, υπήρχε μια γενική ριζοσπαστικοποίηση των εκλογικών σωμάτων στην Ευρώπη, τα οποία ακόμη κυριαρχούντο από την εργατική τάξη, που έθεταν σαφή αιτήματα για την κοινωνικοποίηση της αγοράς, δηλαδή την εισαγωγή δραστικών ελέγχων στη λειτουργία της. Ελέγχων, που με δεδομένο τον χαμηλό βαθμό διεθνοποίησης της οικονομίας και των δραστικών περιορισμών στη κίνηση κεφαλαίου, ήταν απόλυτα εφικτοί.

Ο παραπάνω συνδυασμός αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων οδήγησε στην άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας στη Βρετανία και από εκεί σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη. Τα βασικά χαρακτηριστικά της ήταν οι μαζικές κρατικοποιήσεις βασικών οικονομικών τομέων με στόχο την άσκηση κοινωνικού ελέγχου πάνω σε αυτές και την εξαφάνιση του ιδιωτικού κέρδους, ιδιαιτέρα στην παροχή υπηρεσιών που καλύπτουν βασικές ανάγκες, ο δραστικός έλεγχος της αγοράς εργασίας, η ανάληψη κρατικής δέσμευσης για την εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης μέσω του άμεσου ελέγχου του επιπέδου οικονομικής δραστηριότητας, η επέκταση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, η αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου για την επίτευξη μεγαλύτερης ισότητας, η εισαγωγή του εθνικού συστήματος υγείας και γενικότερα του κράτους-πρόνοιας. Όλα αυτά εξέφραζαν μια βασική φιλοσοφία: ο αλτρουισμός και η αλληλεγγύη είναι η κινητήρια δύναμη της ανθρωπότητας

Και ας έλθουμε τώρα στο 1997. ΟΙ αντικειμενικές συνθήκες είναι σήμερα εντελώς διαφορετικές. Ο κρατισμός έχει καταρρεύσει όχι μόνο στην αυθεντική μορφή του (Αν. Ευρώπη) αλλά και στη σοσιαλδημοκρατική μορφή του, μετά την νεοφιλελεύθερη «επανάσταση». Η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς έχει προχωρήσει σε βαθμό πρωτόγνωρο στην ιστορία της (πράγμα που συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάρρευση του κρατισμού), οι αγορές έχουν «απελευθερωθεί» από κοινωνικούς ελέγχους, ή απορυθμισθεί. Η ιδεολογία της οικονομίας της αγοράς έχει γίνει ηγεμονική. Όχι βέβαια διότι σήμερα η οικονομία της αγοράς λύνει καλυτέρα τα προβλήματα από ο,τι στο παρελθόν, κάθε άλλο, όταν η μαζική ανεργία και η μερική απασχόληση, η περιστασιακή εργασία κ.λπ. με τις χαμηλές αμοιβές και την ανασφάλεια έχουν αντικαταστήσει την σχεδόν πλήρη απασχόληση της σοσιαλδημοκρατικής περιόδου. Στο υποκειμενικό επίπεδο, οι αλλαγές είναι αντίστοιχες. Το εκλογικό σώμα κυριαρχείται από την μεσαία τάξη δεδομένου ότι τα θύματα της οικονομίας της αγοράς (χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι, άνεργοι κ.λπ.) βασικά απέχουν από την εκλογική διαδικασία. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από τις Βρετανικές εκλογές στις οποίες η αποχή έφθασε σε ύψη μεταπολεμικού ρεκόρ, κυρίως σε περιοχές της χώρας με μεγάλη αναλογία ψηφοφόρων στα όρια της φτώχειας όπου η αποχή έφθανε περίπου το 45% (έναντι μέσου όρου 29%) και συνοδευόταν συνήθως με απόλυτη μείωση των ψήφων των Εργατικών. Αντίθετα, η μικρότερη αποχή αλλά συγχρόνως και η μεγαλύτερη μεταστροφή ψηφοφόρων προς το «νέο» Εργατικό κόμμα σημειώθηκε στις προνομιούχες περιοχές με μεγάλη αναλογία ψηφοφόρων της μεσαίας τάξης η οποία, σήμερα, επανδρώνει βασικά και το κόμμα.

Το «νέο» Εργατικό κόμμα υιοθετεί όλες τις ριζικές αλλαγές του Θατσερισμού: τις μαζικές αποκρατικοποιήσεις που επανέφεραν το στοιχείο του ιδιωτικού κέρδους ακόμη και στη κάλυψη βασικών αναγκών (με αντάλλαγμα ένα υποτυπώδη κρατικό έλεγχο στις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις), την απόσυρση των κρατικών ελέγχων πάνω στην αγορά εργασίας, καθώς και της κρατικής δέσμευσης για την πλήρη απασχόληση, τον δραστικό περιορισμό των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, την Θατσερική αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου που έχει επιφέρει την μεγαλύτερη ανισότητα στη χώρα από την Βικτωριανή εποχή και εξισώνει σήμερα το άλλοτε σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο με την Ελλάδα που δεν διέθετε ποτέ κράτος προνοιας,[1] τη Θατσερική υπονόμευση του εθνικού συστήματος υγείας (το Εργατικό κόμμα έχει δεσμευθεί να μην δαπανήσει σχετικά δεκάρα παραπάνω από ο,τι οι Συντηρητικοί) και γενικότερα του κοινωνικού κράτους-πρόνοιας. Χαρακτηριστικά, παρά την έκρηξη της φτώχειας που καταδικάζει το ένα τέταρτο του πληθυσμού να ζει στα όρια της φτωχειας,[2] το «νέο» Εργατικό κόμμα έχει δεσμευθεί να κρατήσει τα κοινωνικά επιδόματα «παγωμένα». Όλα αυτά με βάση την φιλελεύθερη αντίληψη που υιοθετούν ανώτατα στελέχη του κόμματος ότι το ατομικό συμφέρον και όχι ο αλτρουισμός αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ανθρωπότητας. Ενδεικτικά, ο Frank Field στον οποίο ο Μπλερ ανέθεσε κυβερνητικά καθήκοντα σε σχέση με την κοινωνική ασφάλιση έχει θεωρητικοποιήσει την ανάγκη «εκσυγχρονισμού» του κοινωνικού κράτους με βάση την αντίληψη αυτή![3]

Ποιος είναι λοιπόν ο «νεοφιλελευθερισμος με ανθρώπινο πρόσωπο» που εκφράζει το «νέο» Εργατικό κόμμα και, αντίστοιχα, το «νέο» ΠΑΣΟΚ και τα συναφή κόμματα; Στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, οι διαφορές σε σχέση με τον καθαρό νεοφιλελευθερισμό είναι ελάχιστες. Στο ιδεολογικό επίπεδο, οι διαφορές είναι μεγαλύτερες, μολονότι όπου παραμένουν μερικά υπολείμματα των παλιών σοσιαλιστικών αρχών, συνήθως χρησιμοποιούνται ως ιδεολογήματα. Όχι άδικα, επομένως, ακόμη και Βρετανοί διανοούμενοι της «εκσυγχρονιστικής αριστεράς» (σε αντίθεση με τους δικούς μας που έχουν βρει τη «βόλη» τους με την κυβέρνηση Σημίτη) ομολογούν ότι το Εργατικό κόμμα σήμερα αποτελεί «μια ρήξη με οποιαδήποτε σοβαρή δέσμευση για κάποια μορφή σοσιαλδημοκρατίας (...) μια ιστορική ήττα για την Αριστερά».[4]


 


[1] Σύμφωνα με τα μόλις δημοσιευθέντα στοιχεία της ΕΕ η μεγαλύτερη ανισότητα παρουσιάζεται σήμερα στην Βρετανία, την Ελλάδα και τη Πορτογαλία (The Guardian, 28/4/1997).

[2] The Observer (13/4/1997).

[3] The Observer, (4/5/1997).

[4] Martin Jaques & Stuart Hall, The Observer (20/4/1997).